2012-11-21 12:20:31
ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Ιωάννη Αποστολίδη του Παναγιώτη, π. δικηγόρου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός Καραολή – Δημητρίου (πρώην Διοικητηρίου) αριθμ. 20, τηλ. 2310 550250, κιν.6932916443
ΠΡΟΣ: Τους Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος κκ Γρ. Πεπονή και Σπ. Μουζακίτη - ΑΘΗΝΑ
ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΗ Στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης
Θεσσαλονίκη, 18 Νοεμβρίου 2012
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ:
ΝΑ ΕΚΔΟΘΟΥΝ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΟΣΩΝ ΥΨΗΛΟΜΙΣΘΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΛΑΜΒΑΝΑΝ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΚΡΙΘΗΚΕ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡ. 88 ΠΑΡ 2 ΣΥΝΤ. (ΜΙΣΘΟΔΙΚΕΙΟ).ΝΑ ΔΙΑΤΑΧΘΕΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΟΣΩΝ.Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, ΙΔΙΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΑΡΙΘΜ. 13/2006 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΔΙΚΕΙΟΥ. ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΩΣΤΟΣΟ ΕΠΩΦΕΛΟΥΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΩΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ.
Κύριοι Εισαγγελείς,
Ο πυρήνας της παρούσας αναφοράς είναι ο εξής:Ενώ ένα ανώτατο δικαστήριο, το Μισθοδικείο, έκρινε με την αριθμ. 13/2006 αμετάκλητη απόφασή του αντισυνταγματικές και συνεπώς παράνομες τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (στο εξής Ε.Ε.Τ.Τ.),κατά το μέρος που υπερέβαιναν τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, εντούτοις δεν εκδόθηκε από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες καταλογιστική πράξηεναντίον του, οπότε θα αποτρεπόταν και η (αναλογική) εξομοίωση των αποδοχών όλων των δικαστών καθώς και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους προς τις δικές του αδιανόητα υψηλές αποδοχές. Αυτή η παράλειψη προκάλεσε από το 2008 και μετά τεράστια ζημία στα δημόσια οικονομικά της Χώρας, όπως εξηγώ στη συνέχεια. Και ενώ μπορούσε αυτή η απόφαση, αντί της συμφοράς που προκάλεσε, να γίνει (αν και σκανδαλωδώς λανθασμένη και άδικη αλλά που πάντως επικράτησε στη νομολογία ) σίγουρο και αποτελεσματικό νομικό εργαλείο στα χέρια της Πολιτείας ώστε να επιστραφούν στο δημόσιο ταμείο τεράστια ποσά που έλαβαν τα golden boys του δημόσιου τομέα, καθ’ υπέρβαση των αποδοχών των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, αντιθέτως χρησιμοποιήθηκε για το χρύσωμα ολόκληρου του δικαστικού σώματος και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με 830.000.000 ευρώ αναδρομικά και 195.000.000 ευρώ γραμμένα στους ετήσιους προϋπολογισμούς επιπλέον των κανονικών αποδοχών τους.
(Σημειώνω ότι ασφαλώς καμιά ευθύνη δεν φέρει ο ίδιος ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ., που δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι το Μισθοδικείο θα κήρυσσε αντισυνταγματικές μέρος των αποδοχών του.)
Κύριοι Εισαγγελείς,
Υποβάλλω άρθρο μου με τίτλο «Δικαστές, Εισαγγελείς, Βουλευτές, Μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους – Η άσχημη πλευρά του θέματος των αποδοχών τους»,πού διαδόθηκε ευρύτατα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (Googleμε λέξεις κλειδιά ιδίως: δικαστές, εισαγγελείς, μισθοδικείο, αποδοχές, Αποστολίδης) όπως επίσης θα δοθεί για διάδοση και η παρούσα αναφορά μου, διότι αφορά ένα θέμα που κατεξοχήν πρέπει να οδηγείται στον κοινωνικό έλεγχο. Και να πω εδώ όσον αφορά το ύφος της παρούσας, ότι η πολύ σοβαρή, ομολογουμένως, παρέκκλιση από το ύφος επισημότητας που εμπρέπει όταν κανείς απευθύνεται σε εισαγγελείς, δεν προδίδει, ειλικρινά το λέω, ασέβεια του υπογράφοντος προς τον εισαγγελικό θεσμό αλλά οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η αναφορά απευθύνεται ταυτόχρονα (όπως πρέπει να γίνεται για τόσο σοβαρά θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος) και στο κοινό των ΜΚΔ, που βέβαια δεν το αφορά η επισημότητα. Αυτό το κοινό οφείλω να το προειδοποιήσω ότι το μεγάλο κείμενο που ακολουθεί είναι μάλλον δύσκολο για τον μη νομικό αναγνώστη αλλά έχει, φρονώ ταπεινά, μεγάλο ενδιαφέρον για κάθε πολίτη. Και μια βασική εξήγηση :Με λίγο περισσότερη προσοχή γίνεται καλά κατανοητό ότι δεν υπάρχει καμιά αντίφαση ανάμεσα στην σφοδρή κριτική μου κατά της νομολογίας του Μισθοδικείου για τις αποδοχές των δικαστών και στην άποψή μου ότι ωστόσο μπορούσε αυτή η νομολογία να χρησιμοποιηθεί για την έκδοση καταλογιστικών πράξεων κατά των ιδιαιτέρως υψηλόμισθων του δημόσιου τομέα.
Κύριοι Εισαγγελείς,
Το άρθρο που συνυποβάλλω αναφέρεται στη γνωστή καταραμένη απόφαση αριθμ. 13/2006 του Μισθοδικείου για τα αναδρομικά των δικαστών, για την οποία απόφαση έγραψα σε δύο άρθρα μου το 2008 και 2010 στο περιοδικό ΕΝΩΠΙΟΝ, επίσημο όργανο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ότι ΠΡΟΔΩΣΕ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, και στο συνυποβαλλόμενο άρθρο χαρακτηρίζω ληστρική, κατ’ αποτέλεσμα βέβαια, ενόψει της αδιανόητης, νομικά και ηθικά, ζημίας που προκάλεσε στα δημοσιονομικά της Χώρας (ανεξαρτήτως της προσωπικής εντιμότητας των μελών αυτού του δικαστηρίου) αφού υπό την πίεση αυτής της απόφασης δόθηκαν το 2008 από το Κράτος μας «συμβιβαστικά» στους 6000 δικαστές και το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, αναδρομικά 830.000.000 ευρώ (να σημειώσω ,για το διαδικτυακό κοινό, ότι τελικά δεν τα πήραν όλα στο χέρι και η καταβολή μεγάλου μέρους τους διαρκώς αναβάλλεται, λόγω δημοσιονομικής αδυναμίας, αλλά πάντως εξακολουθούν να βαρύνουν ως χρέος το Δημόσιο) και επιπλέον 80% αύξηση των αποδοχών τους (ήδη τότε ανώτερων σε σχέση προς όλους τους άλλους εργαζόμενους) με πρόσθετη εγγραφή στους κρατικούς προϋπολογισμούς 195.000.000 ευρώ ετησίως. Και εγώ τουλάχιστον εκτιμώ, παρατηρώντας τα οικονομικά στοιχεία, ότι η χρέωση του Κράτους με αυτά τα ποσά προκάλεσε τον αρχικό - και ανεπανόρθωτο ίσως - κλονισμό της μέχρι και το 2008 δημοσιονομικής, επίπλαστης έστω, σταθερότητας. Και τι σύμπτωση, κκ Εισαγγελείς, ότι τα γιγάντια κονδύλια που εκτίναξαν το δημοσιονομικό έλλειμμα και έγειραν την πλάστιγγα προς την πλευρά της χρεωκοπίας φέρουν την υπογραφή του πρώην υπουργού κ Σωτήρη Χατζηγάκη, του γνωστού και από τις ρουσφετολογικές προσλήψεις στην «ΑΓΡΟΓΗ», που ως υπουργός Δικαιοσύνης έδωσε τα 830.000.000 ευρώ (και την αύξηση 80%) στους δικαστές και ως υπουργός Γεωργίας έδωσε τα 500.000.000 ευρώ επιδοτήσεις στους αγρότες – γι’ αυτούς χαλάλι τους, αλλά τώρα μας τα καταλόγισε η ΕΕ και απαιτεί στα ευρωπαϊκά δικαστήρια την ανάκτησή τους.
Κύριοι Εισαγγελείς, ως γνωστόν όλες οι αξιώσεις των δικαστών και η δήθεν συνταγματική προστασία του ύψους των αποδοχών τους στηρίζεται στην εξής φράση που περιέχεται στο άρθρο 82 παρ. 2 του Συντάγματος: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες προς το λειτούργημά τους».Αυτή η φράση μέχρι το 1986 ερμηνευόταν ότι απλώς το Σύνταγμα θέλησε να εξάρει προς τον κοινό νομοθέτη, που θα καθορίσει με ειδικό νόμο αλλά κατά την κρίση του τις δικαστικές αποδοχές, τη σημασία του δικαστικού λειτουργήματος (ΣτΕ 753/1953,η οποία είναι η μόνη μέχρι το 1986 δημοσιευθείσα απόφαση επί του θέματος, διότι μέχρι τότε κανείς δεν διανοήθηκε να δώσει σ’ αυτήν την διάταξη διαφορετικό από αυτό το αυτονόητο περιεχόμενο!). Αλλά έκτοτε, από το 1986 και μετά, ερμηνεύεται αυτή η φράση ότι περιέχει επιταγή προς το νομοθέτη να καθορίσει τις δικαστικές αποδοχές μεγαλύτερες από όλων των άλλων λειτουργών και υπαλλήλων όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα! Η παραπάνω απόφαση του ΣτΕ αριθμ. 753/1953 απέδιδε επιτακτικότητα μόνο στην υποχρέωση του νομοθέτη να καθορίσει τις δικαστικές αποδοχές με ειδικό νόμο, όχι όμως και στον καθορισμό του ύψους τους. Ας σημειωθεί, ότι η απόφαση αυτή αναγνωρίζει ρητά το δικαίωμα του νομοθέτη να δίνει σε άλλες κατηγορίες λειτουργών η υπαλλήλων αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαστικές, και υποψιάζεται κανείς ότι γιαυτό η νεώτερη διεστραμμένη ερμηνεία αποκρύπτει την ύπαρξή της.
Κύριοι Εισαγγελείς, το Μισθοδικείο, το δικαστήριο του άρθρου 88 παρ 2 του Συντάγματος, στην περίπτωση της καταραμένης αριθμ. 13/2006 απόφασής του έκανε ό,τι πιο ανόσιο μπορούσε να κάνει ένα δικαστήριο:Εκτείνοντας στα άκρα την από το 1986 σκανδαλώδη νομολογία υπέρ των δικαστών, ανακήρυξε την παρανομία σε πηγή δικαίου! Διότι ενώ έκρινε ότι οι νομοθετικές διατάξεις που χορηγούσαν στον πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. αποδοχές μεγαλύτερες από εκείνες των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων είναι αντισυνταγματικές, πάσχουν δηλαδή από το χειρότερο είδος παρανομίας, εντούτοις πήρε αυτές τις αντισυνταγματικές διατάξεις ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΣΑΝ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΕΝΟΣ ΑΤΟΜΟΥ, και τις κατέστησε ΠΗΓΗ ΔΙΚΑΙΟΥ για τον καθορισμό των αποδοχών ΟΛΩΝ των δικαστών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τις οποίες εξομοίωσε αναλογικά προς τις αποδοχές του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ.
Συγκεκριμένα, στη σκέψη 6 αυτής της απόφασης αναφέρονται, ως μείζων πρόταση, τα εξής: «Από τα πιο πάνω έπεται, ότι η χορήγηση σε άλλους λειτουργούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες δύο λειτουργίες (σημ: δηλαδή στη νομοθετική και την εκτελεστική) αποδοχών που είναι μεγαλύτερες από τις χορηγούμενες στα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δικαστές), ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΙ ΕΥΘΕΩΣ τις ανωτέρω διατάξεις (σημ: δηλαδή τα άρθρα 26 παρ. 1,2,το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος που αναφέρονται στη διάκριση των κρατικών εξουσιών και 88 παρ 2 που αναφέρεται και στο δικαστικό μισθολόγιο) και ΠΛΗΤΤΕΙ ΚΑΙΡΙΑ την δικαστική ανεξαρτησία. Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ των ως άνω συνταγματικών διατάξεων με την χορήγηση αποδοχών σε λειτουργούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες λειτουργίες του Κράτους μεγαλυτέρων από τις χορηγούμενες στους δικαστές αποδοχές, έχει ως συνέπεια την, κατ ΄ευθείαν εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 αυτού, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ των δικαστών, με την χορήγηση και σ’ αυτούς, με τον ίδιο τρόπο, των ίδιων συνολικών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών». Και επειδή, λέει η απόφαση, ο νομοθέτης παρέλειψε να προβεί στην αναβάθμιση των δικαστικών αποδοχών, πρακτικά στον διπλασιασμό τους, επειδή παρέβη την «υποχρέωση» να εξομοιώσει τις αποδοχές ΟΛΩΝ των λειτουργών της δικαστικής εξουσίας προς τις αδιανόητα υψηλές αποδοχές ΕΝΟΣ λειτουργού της εκτελεστικής εξουσίας, του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ., παρέβη υπερκείμενο δίκαιο, τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, υποπίπτοντας έτσι σε αδικοπραξία κατά των δικαστών, που γι’ αυτόν το λόγο έχουν κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ αξίωση αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου! Δισεκατομμύρια ευρώ έβγαιναν με αυτή την απόφαση του Μισθοδικείου, που και μετά την «συμβιβαστική τακτοποίηση» του θέματος με την υπουργική απόφαση ΚΥΑ 2/10601/0022/30.1.2008 για καταβολή στους δικαστές 830.000.000 ευρώ και με την αύξηση των αποδοχών τους γύρω στο 80%,με το νόμο 3691/2008,πάλι πλησίαζαν τα δύο δισεκατομμύρια! Βέβαια όμως ακολούθησαν τα Μνημόνια και η γενική, κατά το μέτρο του καθενός μας, πτώχευση, μη εξαιρουμένων των δικαστών.
Κύριοι Εισαγγελείς, αποτελεί βέβαια απόλυτη πρόκληση και δείγμα ειδεχθούς αναλγησίας για τα οικονομικά του Κράτους μας, δηλαδή των φορολογουμένων, το να λαμβάνονται, υπό οποιαδήποτε νομικίστικο πρόσχημα, οι κριθείσες από το ίδιο το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές και άρα παράνομες αλλά και σκανδαλωδώς υψηλές αποδοχές ενός ατόμου, του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. ως λόγος ισοϋψούς (αναλογικά) αναβάθμισης μέχρι διπλασιασμού των αποδοχών όλων των δικαστών! Η προκλητικότητα όμως αυτή παροξύνεται στην εν θέματι απόφαση με την εξής κρίση (στην σκέψη 6) του κολασμένου αυτού δικαστηρίου, του Μισθοδικείου: «Εξ άλλου δεν υφίσταται αλλά και δεν απαιτείται να αναζητηθεί οποιαδήποτε αντιστοιχία των προϋποθέσεων και των συνθηκών άσκησης του λειτουργήματος των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και των λοιπών δικαστικών λειτουργών με αυτό του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.». Δηλαδή κατά το Μισθοδικείο έχουμε απόλυτη αριστοκρατική μισθολογική πρωτοκαθεδρία των δικαστών, ανεξαρτήτως υπηρεσιακής κατάστασης και συνθηκών εργασίας τους εν συγκρίσει προς άλλους λειτουργούς ή υπαλλήλους! Αλλά τότε γιατί οι δικαστές, σήμερα που υφίστανται παρανοϊκή πράγματι περικοπή των αποδοχών τους, επικαλούνται τις εργασιακές συνθήκες τους; Αλλά επειδή με μια τόσο προκλητική δικαστική απόφαση πέτυχαν οι ίδιοι το χρύσωμά τους, γιαυτό τώρα ο λαός καμιά απολύτως συμπάθεια δεν δείχνει για τον μισθολογικό σφαγιασμό τους, ίσως μάλιστα τον απολαμβάνει χαιρέκακα! ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ, αφού η πρόκληση σ’ αυτόν το λαό είχε υπερβεί και το πιο ακραίο όριο και έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (απόφαση αριθμ.1445/2007) να αναγνωρίζει σε κάθε δικαστή, πέραν των αναδρομικών, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 5.000 ευρώ κατά του Δημοσίου, δηλαδή κατά των φορολογουμένων, επειδή οι δημοσιογράφοι, απηχώντας το λαό, έκαναν δυσμενή σχόλια για τα προκλητικά αναδρομικά και τις υπέρογκες αυξήσεις των δικαστών, θαρρείς και δεν υπόκεινται και αυτοί στον κοινωνικό έλεγχο, ότι έχουν κάποιο ιδιόμορφο μημουάπτου! Και θα πω εδώ ότι αυτή η αριστοκρατική αντίληψη για τους δικαστές (διότι περί αντιλήψεως πρόκειται, εμφανιζόμενης στην εν θέματι απόφαση με τον μανδύα ερμηνευτικής εκδοχής διατάξεων του Συντάγματος) που την εξέφρασε και το Μισθοδικείο με την άρνηση σύγκρισης της υπηρεσιακής κατάστασης και των συνθηκών υπηρεσίας τους με εκείνες του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. και γενικότερα των λειτουργών και υπαλλήλων της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, αυτή, λέω, η αντίληψη, καταστροφική για την τριενικότητα του κράτους και την ισορροπία των εξουσιών, έχει δυστυχώς πολύ βαθιές ρίζες: Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρωθυπουργός, όταν οι φουκαράδες δημόσιοι υπάλληλοι τού απέσπασαν μια βαθμίδα στην ιεραρχική εξέλιξή τους, τους είπε, επιτιμητικά και για να ξέρουν τι τους γίνεται, ότι «Εκεί όπου θα τελειώνει η διοικητική ιεραρχία θα αρχίζει πάντοτε η δικαστική τοιαύτη»! (βλ. ΝοΒ 1 σελ. 670,όπου και το πιο γλειψιάρικο για τους δικαστές κείμενο που έχω διαβάσει ποτέ! ).Αυτήν την αντίληψη, ανατριχιαστική για τα σύγχρονα δημοκρατικά ήθη, ήρθε να υλοποιήσει σε… χρήμα η εν θέματι καταραμένη αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου, με βάση την οποία οι μέσες αποδοχές έναρξης της σταδιοδρομίας δικαστού ήταν στο ίδιο ύψος με τις μέσες αποδοχές δημοσίου υπαλλήλου, ίδιων τυπικών προσόντων, κατά τη λήξη της σταδιοδρομίας του…
Εν πάση όμως περιπτώσει το Μισθοδικείο παγίωσε με τη νομολογία του την θεμελειώδη παραδοχή της καταραμένης αριθμ. 13/2006 απόφασής του, ότι παραβιάζει τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και «πλήττει καίρια τη δικαστική ανεξαρτησία», είναι δηλαδή αντισυνταγματικό και άρα παράνομο το μέρος των αποδοχών του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. (και συνεπώς κάθε άλλου δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου όλου του δημόσιου τομέα) που υπερβαίνει τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Παρέπεται ότι είχε υποχρέωση κάθε αρμόδια υπηρεσία,το Ελεγκτικό Συνέδριο ως διοικητική υπηρεσία είτε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, να εκδώσει γι’ αυτό το υπερβάλλον ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ σε βάρος του, καθώς και σε βάρος οποιουδήποτε ενέπιπτε στην υπέρβαση, ακόμη και, το τονίζω, για περιπτώσεις προ του Ν 3691/2008 (που με το άρθρο 57 απαγόρευσε πλέον αποδοχές στο δημόσιο τομέα μεγαλύτερες από εκείνες του Προέδρου του Αρείου Πάγου), πολύ δε περισσότερο μετά από αυτόν, και η παράλειψη αυτού του καταλογισμού συνιστά, κατά τη γνώμη μου, απιστία. Έτσι λοιπόν, ενώ αυτή η θεόστραβη αλλά εναρκτήρια πάγιας πλέον νομολογίας απόφαση αριθμ.13/2006 του Μισθοδικείου μπορούσε να αξιοποιηθεί ως ουρανόπεμπτη ευκαιρία για να χρησιμοποιηθεί αφενός ως ασφαλές νομικό έρεισμα για καταλογισμό τεράστιων ποσών κατά των διαφόρων «νομίμων» λυμεώνων του δημόσιου τομέα και αφετέρου, με κατάλληλους δικονομικούς χειρισμούς που εκθέτω παρακάτω, να πλήξει δίκην αυτεπιστρόφου τις υπερφίαλες μισθολογικές αξιώσεις των δικαστών, άσχετα αν τις αναγνώρισε αυτή η ίδια η απόφαση του Μισθοδικείου, ενώ, λέω, μπορούσε να αξιοποιηθεί αυτή η απόφαση προς όφελος του Κράτους μας, έγινε αντιθέτως, λόγω παράλειψης της εν θέματι καταλογιστικής πράξης, αιτία δημοσιονομικής συμφοράς της Χώρας, με τη χρέωση του Κράτους μας με δισεκατομμύρια ευρώ χάριν των δήθεν εκλεκτών του, των δικαστών και του προσωπικού του ΝΣΚ, αλλά και αιτία διασυρμού του πολιτικού κόσμου, που αξίωσαν δικαστικώς μισθολογική εξίσωση, με απειλούμενο πρόσθετο κόστος για το Κράτος μας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Κύριοι Εισαγγελείς, καταλαβαίνουμε όλοι πόσο θα είχε εκτεθεί στο νομικό κόσμο και στην κοινωνία οποιοσδήποτε θα υποστήριζε ότι δεν επιτρεπόταν νομικά να εκδοθεί τέτοια καταλογιστική πράξη, ότι οι κριθείσες από το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές αποδοχές του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. έπρεπε να μείνουν εκεί που ήταν, για να εξισωθούν με αυτές προς τα πάνω και οι αποδοχές των δικαστών, προς … άρση της αντισυνταγματικότητας και αποκατάσταση, έτσι και μόνο έτσι, κατά το σοφό Μισθοδικείο, της ισοτιμίας των εξουσιών και της «καίρια πληγωμένης» από τον νομοθέτη δικαστικής ανεξαρτησίας! Όμως και με κίνδυνο να εκτεθούν για κοινωνική αναλγησία, όλο και θα βρισκότανε φαρισαίοι που διυλίζοντας τον κώνωπα θα θύμιζαν ότι ωστόσο αμφισβητείται στη θεωρία η δυνατότητα της Διοίκησης να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων (και των κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου υπουργικών αποφάσεων, όπως εν προκειμένω με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.) και να δρα ανάλογα όπου διακρίνει ύπαρξη αντισυνταγματικότητας, στην προκειμένη περίπτωση να εκδώσει καταλογιστική πράξη. Σημαντικό είναι να σημειώσω επ’ αυτού, ότι επ’ ευκαιρία του Νόμου Πλαίσιου για τα ΑΕΙ εκδηλώθηκε έντονα η τάση υπέρ τέτοιου ελέγχου (βλέπε στο Ίντερνετ θετική γνωμοδότηση του καθηγητή συνταγματολόγου κ Κώστα Χρυσόγονου, που τα λέει όλα), υποστηρίχθηκε δηλαδή ότι οι πανεπιστημιακές αρχές δικαιούνται να μην εφαρμόσουν όσες διατάξεις αυτού του νόμου θεωρούν αντισυνταγματικές, και τούτο παρόλο που στην περίπτωση αυτή δεν συνέτρεχαν δεδομένα όπως τα εξής: Στην εν θέματι περίπτωση, των αποδοχών του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ., πρώτον και κύριον η αντισυνταγματικότητά τους διαγνώσθηκε δικαστικώς, από το Μισθοδικείο, που έχει σύνθεση και λειτουργική υπόσταση ανωτάτου δικαστηρίου, αλλά και από το ΣτΕ με αυτές τούτες τις αποφάσεις που, όπως προανέφερα, μετέβαλαν τη νομολογία του αναφορικά με το νόημα της επίμαχης συνταγματικής διάταξης για τις αποδοχές των δικαστών, οπότε θεωρήθηκε ότι όποιες αποδοχές άλλων λειτουργών ή υπαλλήλων τις υπερβαίνουν είναι αντισυνταγματικές. – και ναι μεν και το ΣτΕ προχώρησε σε παράλογη επέκταση στους δικαστές αντισυνταγματικών προνομίων αλλά πάντως πρέπει να σημειώσω ότι σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις το επίδικο ήταν η εξομοίωση των δικαστικών αποδοχών ή άλλων προνομίων προς τις αποδοχές ή τα προνόμια κάποιας κατηγορίας λειτουργών ή υπαλλήλων και όχι ενός ατόμου, όπως στη προκειμένη περίπτωση της εξομοίωσης με τον πρόεδρο Ε.Ε.Τ.Τ. Δεύτερον, το γεγονός ότι με το Ν 3691/2008 απαγορεύτηκαν στο δημόσιο τομέα αποδοχές μεγαλύτερες από του προέδρου του Αρείου Πάγου, σημαίνει στην ουσία (ενόψει και της κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας η οποία κυοφόρησε αυτή τη ρύθμιση) παραδοχή και από τον τυπικό νομοθέτη ότι προϋπήρχε εν ευρεία εννοία παρανομία (αντισυνταγματικότητα) σε τέτοιες αποδοχές και απλώς αυτή κατέστη και υπό στενή έννοια παρανομία, ως αντιτιθέμενη και σε τυπικό πια νόμο ,τον Ν.3691/2008.΄Η μάλλον να πω ότι και ξεκάθαρη τυπική παρανομία αυτών των αποδοχών προϋπήρχε, ειδικά όσον αφορά τον πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ., διότι ναι μεν η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 9 άθρ.3 Ν 2867/2000 δίνει στους υπουργούς Μεταφορών και Οικονομικών τη δυνατότητα να καθορίσουν τις αποδοχές του . «κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ισχύουν», εφόσον όμως το Μισθοδικείο έκρινε εν μέρει αντισυνταγματικές αυτές τις αποδοχές, τούτο σημαίνει ότι είναι και τυπικά παράνομες, ήτοι αντιτιθέμενες και σε τυπικό νόμο, στην ίδια την εξουσιοδοτική διάταξη, διότι βέβαια επιτρέποντας αυτή τον κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις καθορισμό αυτών των αποδοχών δεν σημαίνει ότι επέτρεψε την παρέκκλιση και από συνταγματικές διατάξεις, ήτοι από εκείνες των άρθρων 26,87 πρ. 1 και 88 παρ. 2 που, κατά το Μισθοδικείο, παραβιάζουν αυτές οι αποδοχές. Τρίτον ναι μεν η τελική κρίση για την (αντι)συνταγματικότητα κάποιου νόμου ανήκει στα δικαστήρια αλλά για τούτο ακριβώς έπρεπε να εκδώσει η Διοίκηση την επίμαχη καταλογιστική πράξη κατά του προέδρου του Ε.Ε.Τ.Τ. (και ευρύτερα όλων των ομοίων του υπερπρονομιούχων του δημόσιου τομέα) ώστε να αχθεί η υπόθεση προς κρίση στα δικαστήρια με προσβολή της πράξης από τον οποιονδήποτε καθού - και αν αυτός αδρανούσε τόσο το καλύτερο! Τέταρτον και το σπουδαιότερο, η Διοίκηση έχει εξ ορισμού δυναμικό χαρακτήρα, υπάρχει για να δρα, όχι να κοιμάται! Λοιπόν, είχε από τη φύση της νομικού χαρακτήρα υπηρεσιακό καθήκον να δράσει και, υλοποιώντας το γενικό περί δικαίου αίσθημα, να εκδώσει τις εν θέματι καταλογιστικές πράξεις, ακόμη και με την μακρινή ελπίδα (πόσο μάλλον με την βεβαιότητα, όπως εξήγησα) ότι πρώτον μπορούσε έτσι να αποσοβηθεί η χρέωση του Κράτους μας με δύο δισεκατομμύρια ευρώ για τους δικαστές και το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ και ότι δεύτερον γενικεύοντας τη δράση μπορεί να αναγκάζονταν όλα τα golden boys του δημόσιου τομέα να επιστρέψουν εκατομμύρια ευρώ, ενώ θα πετσοκόβονταν και για το μέλλον οι αντιλαϊκές αποδοχές τους. Είχε, επαναλαμβάνω, καθήκον να δράσει η Διοίκηση δυναμικά και κεραυνοβόλα,να εκδώσει αδίστακτα τις καταλογιστικές πράξεις, αφήνοντας σε κάθε γραμματοκύφωνα νομικό να ανοίγει όσα ήθελε βιβλία για τη νομιμότητα αυτών των πράξεων, και όσοι θα τις δέχονταν κατακέφαλα, όπως άξιζε, ας έτρεχαν στα δικαστήρια να τις ακυρώσουν! Φυσικά δεν θα παραλείψω να πω ότι οι ίδιοι οι υπουργοί Μεταφορών και Οικονομικών με κοινή απόφαση των οποίων, κατόπιν της παραπάνω νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθορίσθηκαν οι αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., είχαν κατά μείζονα λόγο υποχρέωση, μετά τον χαρακτηρισμό τους ως αντισυνταγματικών από το Μισθοδικείο, να τις μειώσουν ακαριαία και αναδρομικά και για το μέλλον εξισώνοντάς τες με τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, όπως το ίδιο έπρεπε να πράξουν και όλοι οι άλλοι υπουργοί, καθένας για παρόμοιες περιπτώσεις στον στενό κυβερνητικό τομέα τους και στους οργανισμούς που επόπτευαν. Δεν το έκαναν - αλλά τρέχα γύρευε τώρα υπουργικές ευθύνες, πού έχουν βέβαια και έντονο ποινικό χαρακτήρα αλλά παραγράφηκαν προ πολλού! Κύριοι Εισαγγελείς, επειδή το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και επειδή δυστυχώς δεν υπήρξε νομικός σχολιασμός και αντίλογος στην καταραμένη αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου, πρέπει να τονίσω και εδώ αυτό που λέω και στο συνυποβαλλόμενο άρθρο μου: Ότι στην προκειμένη περίπτωση αφού κρίθηκε από το Μισθοδικείο ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. παραβιάζουν, κατά το υπερβάλλον τις δικαστικές αποδοχές μέρος, συγκεκριμένεςδιατάξεις του Συντάγματος, αυτό σημαίνει, για όσους κατανοούν ορθά τις νομικές έννοιες, ότι είναι βαναύσως παράνομες και επομένως δεν μπορούσαν να τύχουν επεκτατικής εφαρμογής στους δικαστές με κανένα τρόπο. Αν στοχάζομαι σωστά εγώ ο ελάχιστος – συγκεντρωτική μελέτη δεν συνάντησα στη βιβλιογραφία - επέκταση του χώρου εφαρμογής του νόμου είναι δυνατή είτε με διασταλτική ερμηνεία του, είτε κατά παραπομπή από τον ίδιο για ανάλογη εφαρμογή του αλλού, είτε λόγω αναλογίας αρρύθμιστων περιπτώσεων προς τις ρυθμιζόμενες από τον επεκτεινόμενο νόμο (και όπου δεν υπάρχει τέτοιος παραπλήσιος , μπορεί να συντελεσθεί υπερβατική διάπλαση δικαίου, extra legem, με σύμπηξη των γενικών αρχών δικαίου και των αξιών του πολιτισμού και συγκατάβαση εκεί όπου δεν μπορεί να πληρωθεί αλλιώς κάποιο νομοθετικό κενό), είτε προς αποκατάσταση, υπό προϋποθέσεις, της ισότητας μεταξύ των ελλήνων, άρθρο 4 του Συντάγματος, όταν όμως ο επεκτεινόμενος νόμος είναι σύμφωνος καθ’ εαυτόν με το Σύνταγμα, ενώ η νομοθεσία των αποδοχών του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. κρίθηκε αντιβαίνουσα στο Σύνταγμα κατά το υπερβάλλον τις δικαστικές αποδοχές μέρος και επομένως δεν μπορούσε να τύχει επέκτασης βάσει της ισότητας. Κατά τον αείμνηστο Αριστ. Μάνεση ο αντισυνταγματικός νόμος είναι βέβαια ανίσχυρος αλλά και κάτι χειρότερο: Τέτοιος νόμος δεν είναι καν νόμος, είναι ανυπόστατος… Επομένως τι λόγος μπορούσε να γίνει για επέκταση στους δικαστές ανυπόστατου ως αντισυνταγματικός νόμου, δηλαδή της κατά νομοθετική εξουσιοδότηση σχετικής ΚΥΑ των υπουργών Μεταφορών και Οικονομικών για τον καθορισμό των αποδοχών του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ! Το Μισθοδικείο πάντως δεν χρησιμοποίησε, για την εν προκειμένω εξομοίωση, κάποια από αυτές τις παραδεκτές πλατφόρμες επέκτασης του νόμου, ούτε την αρχή της ισότητας, αλλά με καθαρά πραξικοπηματική χρήση της εξουσίας του είπε ετσιθελικά ότι η αντισυνταγματική προνομιακή νομοθετική ρύθμιση των αποδοχών του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. επεκτείνεται και στις αποδοχές των δικαστών «κατ΄ευθείαν εφαρμογή» (sic) των συνταγματικών διατάξεων που, όπως δέχτηκε το ίδιο το Μισθοδικείο, αυτή η ρύθμιση παραβίασε! Ας ξαναδιαβάσει ο αναγνώστης τρίβοντας τα μάτια του το σκεπτικό της απόφασης, που παραθέτω στην αρχή, σκεπτικό φρικαλέο, τι κι αν έχει την ιστορία του σε προηγούμενες αποφάσεις του ΣτΕ, που πάντως ποτέ δεν αφορούσαν σύγκριση των δικαστικών αποδοχών προς εκείνες ΕΝΟΣ ατόμου, όπως εν προκειμένω!.Και αυτό το «κατ΄ευθείαν εφαρμογή» των παραβιασθεισών συνταγματικών διατάξεων εμένα τουλάχιστον με μπερδεύει και για άλλον λόγο, πέραν της αγανάκτησης που μου προκαλεί:Διότι οι παραβιασθείσες ως ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις δεν έχουν βέβαια κάποιο μισθολογικό περιεχόμενο αλλά ορίζουν τη διάκριση των εξουσιών, ακόμη δε και η μοιραία διάταξη του άρθρου 82 παρ. 2 Συντ. που ορίζει ότι «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους» δεν έχει βέβαια συγκεκριμένο μισθολογικό περιεχόμενο και επομένως όλες αυτές οι διατάξεις είναι απρόσφορες να τύχουν «κατ΄ευθείαν εφαρμογής» (που τι άλλο εννοεί εν προκειμένω αυτή η έκφραση παρά τη γνωστή στη θεωρία του συνταγματικού δικαίου έννοια της «άμεσης εφαρμογής» διατάξεων του Συντάγματος) για να καθορίσουν άμεσα ποσοτικά τις αποδοχές των δικαστών, γιαυτό και κατέφυγε το Μισθοδικείο στο τέχνασμα της δήθεν υποχρέωσης που είχε ο νομοθέτης ( που η παράλειψή της προκαλεί αδικοπρακτικές συνέπειες) να καθορίσει, επιτασσόμενος δήθεν «κατ’ ευθείαν» από τις… παραβιασθείσες διατάξεις του Συντάγματος, τις αποδοχές των δικαστών με τον ίδιο τρόπο και στο ίδιο ύψος (λέει η καταραμένη απόφαση του Μισθοδικείου) με τις …παραβιάζουσες διατάξεις για τις αποδοχές του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ.! Το άρθρο 93 παρ. 4 Συντ. λέει: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Λοιπόν το Μισθοδικείο, ενώ έκρινε και διετύπωσε στην απόφασή του με σαφήνεια ότι οι νομοθετικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις αποδοχές του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα, ότι ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ τα άρθρα 26 παρ. 1,2 ,το 87 παρ 1 και 88 παρ 2, πάντοτε κατά το μέρος που ξεπερνούν τις δικαστικές αποδοχές, αντί να αναγγείλει την ακυρότητά τους (δεν λέω να απαγγείλει την ακυρότητα, διότι αυτή η αρμοδιότητα, να κηρύξει ανίσχυρο το νόμο, ανήκει μόνο στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, άρθρο 100 Συντ) και ότι είναι ανεφάρμοστες και για τον ίδιο τον πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. (για να προετοιμάσει έτσι και το βαθύ κούρεμα των ετήσιων αποδοχών του,347.659,98 ευρώ έπαιρνε και δεν ξέρω αν το άξιζε, αφού κάτω από τη μύτη αυτής της «ανεξάρτητης» αρχής έγινε το θαμένο σκάνδαλο της παρακολούθησης των τηλεφώνων ολόκληρης της εθνικής ηγεσίας μας!) αντί λοιπόν να κάνει αυτά το Μισθοδικείο, πήρε τις ρυθμίσεις αυτών των αποδοχών και, ΑΝΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ ΣΕ ΠΗΓΗ ΔΙΚΑΙΟΥ, τις επεξέτεινε, με το παραπάνω τέχνασμα, σε όλους τους δικαστές και το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ.!,οπότε χρησιμοποιήθηκαν ως όπλο για να ληστευθεί το δημόσιο ταμείο, με λεία 2.ΟΟΟ.ΟΟΟ.ΟΟΟ ευρώ! Ποιά συνείδηση δικαίου επιτρέπει την εξίσωση των αποδοχών ΟΛΩΝ των δικαστών προς εκείνες ΕΝΟΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΥΠΕΡΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΟΥ (δεύτερου μετά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε αποδοχές!) και άλλης υπηρεσιακής κατάστασης και συνθηκών εργασίας ατόμου, του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ.; Το Μισθοδικείο κατέστησε έτσι το Νόμο βιαστή της αγνής Δικαιοσύνης! Κατέστησε το νόμο υπόνομο! Αντί να στείλει, κατ’ άρθρο 38 Κ.Π.Δ., στον εισαγγελέα ως αντισυνταγματικές και παράνομες τις αποδοχές του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ., για έρευνα ενδεχόμενης κολάσιμης πράξης ,για να εξετασθεί δηλαδή τυχόν δόλια και χαριστική υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης εκ μέρους των υπουργών Μεταφορών και Οικονομικών κατά τον καθορισμό αυτών των αποδοχών (η οποία νομοθετική εξουσιοδότηση έλεγε, ξανατονίζω, ότι μπορούν να τις καθορίσουν «κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις» αλλά όχι βέβαια και από τις συνταγματικές διατάξεις, όπως κατά το ίδιο το Μισθοδιείο συνέβη!) αντί, λέω, να στείλει αυτές τις αποδοχές στον Εισαγγελέα τις προόρισε για το … Γενικό Λογιστήριο του Κράτους με απαίτηση πίστωσης των δικαστών και χρέωσης των φορολογουμένων με δισεκατομμύρια ευρώ! Γιαυτό υποστηρίζω εγώ ότι το θέμα αυτό, ανεξάρτητα από το αν είχαν επίγνωση του τι πράττουν όσοι είχαν εμπλακεί, είναι αντικειμενικά το μεγαλύτερο σκάνδαλο από καταβολής του ελληνικού Κράτους λόγω αφενός της υλικής ζημίας που προκάλεσε στο Δημόσιο και της ηθικής ζημίας στο δημόσιο βίο, αλλά και λόγω του ότι υπήρξε απευθείας απότοκο της παθογένειας των θεσμών μας! Η Δικαιοσύνη στην προκειμένη περίπτωση φέρθηκε σαν τυραννική εξουσία! Αλλά για τους τυράννους «Βαρεία δ’ αστών φάτις ξυν κότω / δημοκράτου δ’ αράς τείνει χρέος»,δηλαδή,Βαρειά κατάρα στους τύραννους του δημοκράτη λαού, λέει ο Τραγωδός Αισχύλος. Ο αείμνηστος καθηγητής Αριστόβουλος Μάνεσης σε μελέτη του για την συνταγματική αρχή της ισότητας και την εφαρμογής της από τα δικαστήρια θεωρεί αδιανόητη και γι’ αυτό απίθανη ακόμη και την εμφάνιση για δικαστική κρίση υπό το πρίσμα της ισότητας μίας μεμονωμένης αδικαιολόγητα ευμενούς ρύθμισης, διότι η από τους πολλούς μη ευνοηθέντες επίκληση της ισότητας εν σχέσει προς τον μεμονωμένο ευνοηθέντα θα είχε, λέει ο αείμνηστος, τον χαρακτήρα της μη αναγνωριζομένης από το δίκαιό μας actio popylaris.Αλλά το πόπολο των δικαστών, και συνέρευσε κατά χιλιάδες στο Μισθοδικείο και ζήτησε και πήρε τα προνόμια του ενός, του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ.! Και ναι μεν την προκειμένη περίπτωση δεν την είδε το Μισθοδικείο καθόλου, επαναλαμβάνω, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της ισότητας (και θα έλεγα ευτυχώς, διότι αν το έβλεπε ως θέμα μισθολογικής εξίσωσης όλων των ισόβιων λειτουργών της δικαστικής εξουσίας προς έναν πρόσκαιρο λειτουργό της εκτελεστικής εξουσίας, όπως είναι ο πρόεδρος Ε.Ε.Τ.Τ., θα είχε δείξει πρόστυχη περιφρόνηση προς τη λογική και το αίσθημα δικαίου) αλλά στο ίδιο αποτέλεσμα ,στην εξίσωση, έφτασε και με την ακόμα πιο παράλογη κρίση περί δήθεν σεισμικής διασάλευσης της ισοδυναμίας των κρατικών εξουσιών και δήθεν «καίριου πλήγματος» κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας από το μισθολογικό προβάδισμα ΕΝΟΣ ΑΤΟΜΟΥ, του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. έναντι των δικαστών και δήθεν επιβεβλημένης επεκτάσεως των αποδοχών εκείνου προς αυτούς ως μόνου αναγκαίου και ικανού όρου για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας, καίτοι οι προνομιακές αποδοχές εκείνου ήταν παράνομες αφού παραβίαζαν το Σύνταγμα - αλλά το Μισθοδικείο είπε ουσιαστικά ότι επειδή παραβιάζουν το Σύνταγμα, επειδή είναι παράνομες γιαυτό τις επεκτείνουμε και στους δικαστές!!!!!!!!!!!!!!!!!! ,τους οποίους εξισώνουμε για τις αποδοχές τους με τον πρόεδρο του Ε.Ε.Τ.Τ. και έτσι στέλνουμε στον αγύριστο και την αρχή της απαγόρευσης της «ισότητας στην παρανομία»,σε αντίθεση με την Α.Π. 1589/2006 που εκδόθηκε λίγο πρίν την έκδοση της καταραμένης 13/2006 του Μισθοδικείου. Να σημειώσω εδώ ότι θέμα εξομοίωσης των δικαστικών αποδοχών (και επιδαψίλευσης άλλων προνομίων) υπήρξε και στην αριθμ. 1/2005 απόφαση του Μισθοδικείου, κατά σύμπτωση με Πρόεδρο και Εισηγητή τα ίδια πρόσωπα, Πρόεδρος ο τότε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ Ρωμύλος Κεδίκογλου και Εισηγητής ο δικηγόρος κ Αντώνης Αργυρός (όπως και στην εν θέματι καταραμένη αριθμ. 13/2006 του Μισθοδικείου) όπου όμως η υπόθεση, με αντικείμενο την εξομοίωση των αποδοχών των δικαστών προς τις μεγαλύτερες αποδοχές όχι ενός ατόμου αλλά μιας κατηγορίας λειτουργών του ΝΣΚ, κρίθηκε στη βάση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πράγμα που δεν έγινε, επαναλαμβάνω, στην καταραμένη αριθμ.13/2006 του Μισθοδικείου, όπου, επειδή θα ήταν αναιδής η επίκληση αυτής της αρχής προς εξίσωση χιλιάδων δικαστών προς έναν υπερπρονομιούχο ανεξάρτητο δημόσιο λειτουργό αλλά και επειδή από την άλλη το αντικείμενο του νομικού ζητήματος που θα έλυνε το Μισθοδικείο ήταν τάξεως δισεκατομμυρίων ευρώ (για την αναβάθμιση των δικαστικών αποδοχών),για τούτο χρησιμοποιήθηκαν άλλα ,πιο ζόρικα ,πιο «προηγμένα», πιο σεσοφισμένα νομικά επιχειρήματα, με τόση νομική περισσοτεχνία ώστε να καταντούν πανάθλια νομικίστικα, με τα οποία ωστόσο δικαιολογήθηκε το να πληρώσει ο έλληνας φορολογούμενος τα μαλλιά της κεφαλής του, τάχα για να αποκατασταθεί η τάχα ανατραπείσα ισοτιμία των κρατικών εξουσιών και η τάχα ημιθανής, από το «καίριο πλήγμα» του νομοθέτη, ανεξαρτησία όλων των δικαστών μας! Στην πραγματικότητα τίποτε δεν δικαιολογούσε την αναβάθμιση των δικαστικών αποδοχών στο ύψος των αποδοχών του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., για τις οποίες, αφού τις έβγαλε το Μισθοδικείο (λανθασμένα αλλά αμετάκλητα) εν μέρει αντισυνταγματικές, το μόνο θέμα που ετίθετο και τίθεται είναι ο καταλογισμός και η διαταγή επιστροφής στο Κράτος μας (δηλαδή στον ίδιο το λαό μας) του υπερβάλλοντος τις δικαστικές αποδοχές μέρους Αλλά γιατί άραγε δεν έγινε και εξακολουθεί να μη γίνεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες αυτή η τόσο απλή, η νομικά άμεμπτη και δημοσιονομικά επωφελέστατη κίνηση, και ακόμα καλύτερα γιατί δεν νομοθετήθηκε γενικότερη διαδικασία ανάκτησης από το Κράτος όλων των αντισυνταγματικά (κατά το Μισθοδικείο) καταβληθεισών σε οποιονδήποτε αποδοχών μεγαλυτέρων από τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων; Γιατί οι αρμόδιοι δεν εκμεταλλεύθηκαν την (λανθασμένη αλλά που επικράτησε στη νομολογία) καταραμένη αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου που, από μια πλευρά κάνονταςκατά λάθος το σωστό ,τους έδινε γερό νομολογιακό έρεισμα για να στηρίξουν, κατά τα ανωτέρω, καταλογιστική πράξη κατά του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.; Η προφανής απάντηση είναι η εξής: Διότι ένας τέτοιος καταλογισμός (και ακόμη καλύτερα μια τέτοια νομοθετημένη ανάκτηση) θα καταλάμβανε, όπως είπα, όλο το δημόσιο τομέα, οπότε αφενός θα κολοβώνονταν για το μέλλον οι αποδοχές όλων όσων έπαιρναν χρήμα με ουρά, ιδίως στις διοικήσεις των ανεξάρτητων αρχών (των οποίων εξαρτημένη και δούλα είναι η κοινωνία μας!) και των ΔΕΚΟ ,και αφετέρου θα επέστρεφαν όλοι αυτοί στο Δημόσιο τεράστια ποσά που πήραν στο παρελθόν. Εννοείται ότι θα δυσφορούσαν αφάνταστα και οι δικαστές ,που θα έβλεπαν ότι ήταν άνθρακες ο θησαυρός της καταραμένης αριθμ. 13/2006 απόφασης του Μισθοδικείου, διότι, όπως αναφέρω στο συνυποβαλλόμενο άρθρο μου, αν και μετά την καταλογιστική πράξη και την αναδρομική μείωση με αυτήν των αποδοχών του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., αν, λέω, επέμεναν οι δικαστές να εκτελέσουν τις υπέρ τους και κατά του Δημοσίου δικαστικές αποφάσεις, αυτό, το Δημόσιο, μπορούσε με βεβαιότητα να τις ακυρώσει προκαλώντας παλινδικία είτε με αναψηλάφηση των σχετικών δικών είτε με ανακοπές του άρθρου 933 ΚΠολΔ , επικαλούμενο την εκ των υστέρων (μετά την καταλογιστική πράξη) εξάλειψη της πραγματικής βάσης των αξιώσεών τους, την κατάργηση δηλαδή αναδρομικά της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ των αποδοχών του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. και των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, οπότε θα τύγχανε κλασικής εφαρμογής και η γενικότερη αρχή sublata causa, tollitur effectus, αιρομένης της αιτίας αίρεται το αποτέλεσμα..Και, παρεμπιπτόντως, για όποιον διερωτάται γιατί και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, δικαστικός υπερασπιστής και νομικός καθοδηγητής του Κράτους μας (Ν 3086/2002 άρθρο 2 α, στ) δεν εμπνεύσθηκε και δεν εισηγήθηκε αυτόν τον καταλογισμό (που στο κάτω κάτω ας γινόταν και ας δοκιμάζοταν η τύχη του στα δικαστήρια) ή ακόμη και την νομοθετημένη ανάκτηση, η απάντηση είναι η εξής:Αν η δική μου νομική άποψη δεν είναι μια πολύ μεγάλη σαχλαμάρα (αλλά εδώ χιλιοπαρακαλώ να μου συγχωρηθεί το ότι χωρίς αναφορά σ InfoGnomon
Ιωάννη Αποστολίδη του Παναγιώτη, π. δικηγόρου, κατοίκου Θεσσαλονίκης, οδός Καραολή – Δημητρίου (πρώην Διοικητηρίου) αριθμ. 20, τηλ. 2310 550250, κιν.6932916443
ΠΡΟΣ: Τους Εισαγγελείς Οικονομικού Εγκλήματος κκ Γρ. Πεπονή και Σπ. Μουζακίτη - ΑΘΗΝΑ
ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΗ Στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης
Θεσσαλονίκη, 18 Νοεμβρίου 2012
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ:
ΝΑ ΕΚΔΟΘΟΥΝ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΟΣΩΝ ΥΨΗΛΟΜΙΣΘΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΛΑΜΒΑΝΑΝ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΕΔΡΩΝ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΚΡΙΘΗΚΕ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΘΡ. 88 ΠΑΡ 2 ΣΥΝΤ. (ΜΙΣΘΟΔΙΚΕΙΟ).ΝΑ ΔΙΑΤΑΧΘΕΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΟΣΩΝ.Η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, ΙΔΙΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΑΡΙΘΜ. 13/2006 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΔΙΚΕΙΟΥ. ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΩΣΤΟΣΟ ΕΠΩΦΕΛΟΥΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΩΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ.
Κύριοι Εισαγγελείς,
Ο πυρήνας της παρούσας αναφοράς είναι ο εξής:Ενώ ένα ανώτατο δικαστήριο, το Μισθοδικείο, έκρινε με την αριθμ. 13/2006 αμετάκλητη απόφασή του αντισυνταγματικές και συνεπώς παράνομες τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (στο εξής Ε.Ε.Τ.Τ.),κατά το μέρος που υπερέβαιναν τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, εντούτοις δεν εκδόθηκε από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες καταλογιστική πράξηεναντίον του, οπότε θα αποτρεπόταν και η (αναλογική) εξομοίωση των αποδοχών όλων των δικαστών καθώς και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους προς τις δικές του αδιανόητα υψηλές αποδοχές. Αυτή η παράλειψη προκάλεσε από το 2008 και μετά τεράστια ζημία στα δημόσια οικονομικά της Χώρας, όπως εξηγώ στη συνέχεια. Και ενώ μπορούσε αυτή η απόφαση, αντί της συμφοράς που προκάλεσε, να γίνει (αν και σκανδαλωδώς λανθασμένη και άδικη αλλά που πάντως επικράτησε στη νομολογία ) σίγουρο και αποτελεσματικό νομικό εργαλείο στα χέρια της Πολιτείας ώστε να επιστραφούν στο δημόσιο ταμείο τεράστια ποσά που έλαβαν τα golden boys του δημόσιου τομέα, καθ’ υπέρβαση των αποδοχών των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, αντιθέτως χρησιμοποιήθηκε για το χρύσωμα ολόκληρου του δικαστικού σώματος και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με 830.000.000 ευρώ αναδρομικά και 195.000.000 ευρώ γραμμένα στους ετήσιους προϋπολογισμούς επιπλέον των κανονικών αποδοχών τους.
(Σημειώνω ότι ασφαλώς καμιά ευθύνη δεν φέρει ο ίδιος ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ., που δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι το Μισθοδικείο θα κήρυσσε αντισυνταγματικές μέρος των αποδοχών του.)
Κύριοι Εισαγγελείς,
Υποβάλλω άρθρο μου με τίτλο «Δικαστές, Εισαγγελείς, Βουλευτές, Μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους – Η άσχημη πλευρά του θέματος των αποδοχών τους»,πού διαδόθηκε ευρύτατα στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (Googleμε λέξεις κλειδιά ιδίως: δικαστές, εισαγγελείς, μισθοδικείο, αποδοχές, Αποστολίδης) όπως επίσης θα δοθεί για διάδοση και η παρούσα αναφορά μου, διότι αφορά ένα θέμα που κατεξοχήν πρέπει να οδηγείται στον κοινωνικό έλεγχο. Και να πω εδώ όσον αφορά το ύφος της παρούσας, ότι η πολύ σοβαρή, ομολογουμένως, παρέκκλιση από το ύφος επισημότητας που εμπρέπει όταν κανείς απευθύνεται σε εισαγγελείς, δεν προδίδει, ειλικρινά το λέω, ασέβεια του υπογράφοντος προς τον εισαγγελικό θεσμό αλλά οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η αναφορά απευθύνεται ταυτόχρονα (όπως πρέπει να γίνεται για τόσο σοβαρά θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος) και στο κοινό των ΜΚΔ, που βέβαια δεν το αφορά η επισημότητα. Αυτό το κοινό οφείλω να το προειδοποιήσω ότι το μεγάλο κείμενο που ακολουθεί είναι μάλλον δύσκολο για τον μη νομικό αναγνώστη αλλά έχει, φρονώ ταπεινά, μεγάλο ενδιαφέρον για κάθε πολίτη. Και μια βασική εξήγηση :Με λίγο περισσότερη προσοχή γίνεται καλά κατανοητό ότι δεν υπάρχει καμιά αντίφαση ανάμεσα στην σφοδρή κριτική μου κατά της νομολογίας του Μισθοδικείου για τις αποδοχές των δικαστών και στην άποψή μου ότι ωστόσο μπορούσε αυτή η νομολογία να χρησιμοποιηθεί για την έκδοση καταλογιστικών πράξεων κατά των ιδιαιτέρως υψηλόμισθων του δημόσιου τομέα.
Κύριοι Εισαγγελείς,
Το άρθρο που συνυποβάλλω αναφέρεται στη γνωστή καταραμένη απόφαση αριθμ. 13/2006 του Μισθοδικείου για τα αναδρομικά των δικαστών, για την οποία απόφαση έγραψα σε δύο άρθρα μου το 2008 και 2010 στο περιοδικό ΕΝΩΠΙΟΝ, επίσημο όργανο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ότι ΠΡΟΔΩΣΕ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, και στο συνυποβαλλόμενο άρθρο χαρακτηρίζω ληστρική, κατ’ αποτέλεσμα βέβαια, ενόψει της αδιανόητης, νομικά και ηθικά, ζημίας που προκάλεσε στα δημοσιονομικά της Χώρας (ανεξαρτήτως της προσωπικής εντιμότητας των μελών αυτού του δικαστηρίου) αφού υπό την πίεση αυτής της απόφασης δόθηκαν το 2008 από το Κράτος μας «συμβιβαστικά» στους 6000 δικαστές και το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εν ενεργεία και συνταξιούχους, αναδρομικά 830.000.000 ευρώ (να σημειώσω ,για το διαδικτυακό κοινό, ότι τελικά δεν τα πήραν όλα στο χέρι και η καταβολή μεγάλου μέρους τους διαρκώς αναβάλλεται, λόγω δημοσιονομικής αδυναμίας, αλλά πάντως εξακολουθούν να βαρύνουν ως χρέος το Δημόσιο) και επιπλέον 80% αύξηση των αποδοχών τους (ήδη τότε ανώτερων σε σχέση προς όλους τους άλλους εργαζόμενους) με πρόσθετη εγγραφή στους κρατικούς προϋπολογισμούς 195.000.000 ευρώ ετησίως. Και εγώ τουλάχιστον εκτιμώ, παρατηρώντας τα οικονομικά στοιχεία, ότι η χρέωση του Κράτους με αυτά τα ποσά προκάλεσε τον αρχικό - και ανεπανόρθωτο ίσως - κλονισμό της μέχρι και το 2008 δημοσιονομικής, επίπλαστης έστω, σταθερότητας. Και τι σύμπτωση, κκ Εισαγγελείς, ότι τα γιγάντια κονδύλια που εκτίναξαν το δημοσιονομικό έλλειμμα και έγειραν την πλάστιγγα προς την πλευρά της χρεωκοπίας φέρουν την υπογραφή του πρώην υπουργού κ Σωτήρη Χατζηγάκη, του γνωστού και από τις ρουσφετολογικές προσλήψεις στην «ΑΓΡΟΓΗ», που ως υπουργός Δικαιοσύνης έδωσε τα 830.000.000 ευρώ (και την αύξηση 80%) στους δικαστές και ως υπουργός Γεωργίας έδωσε τα 500.000.000 ευρώ επιδοτήσεις στους αγρότες – γι’ αυτούς χαλάλι τους, αλλά τώρα μας τα καταλόγισε η ΕΕ και απαιτεί στα ευρωπαϊκά δικαστήρια την ανάκτησή τους.
Κύριοι Εισαγγελείς, ως γνωστόν όλες οι αξιώσεις των δικαστών και η δήθεν συνταγματική προστασία του ύψους των αποδοχών τους στηρίζεται στην εξής φράση που περιέχεται στο άρθρο 82 παρ. 2 του Συντάγματος: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες προς το λειτούργημά τους».Αυτή η φράση μέχρι το 1986 ερμηνευόταν ότι απλώς το Σύνταγμα θέλησε να εξάρει προς τον κοινό νομοθέτη, που θα καθορίσει με ειδικό νόμο αλλά κατά την κρίση του τις δικαστικές αποδοχές, τη σημασία του δικαστικού λειτουργήματος (ΣτΕ 753/1953,η οποία είναι η μόνη μέχρι το 1986 δημοσιευθείσα απόφαση επί του θέματος, διότι μέχρι τότε κανείς δεν διανοήθηκε να δώσει σ’ αυτήν την διάταξη διαφορετικό από αυτό το αυτονόητο περιεχόμενο!). Αλλά έκτοτε, από το 1986 και μετά, ερμηνεύεται αυτή η φράση ότι περιέχει επιταγή προς το νομοθέτη να καθορίσει τις δικαστικές αποδοχές μεγαλύτερες από όλων των άλλων λειτουργών και υπαλλήλων όχι μόνο του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα! Η παραπάνω απόφαση του ΣτΕ αριθμ. 753/1953 απέδιδε επιτακτικότητα μόνο στην υποχρέωση του νομοθέτη να καθορίσει τις δικαστικές αποδοχές με ειδικό νόμο, όχι όμως και στον καθορισμό του ύψους τους. Ας σημειωθεί, ότι η απόφαση αυτή αναγνωρίζει ρητά το δικαίωμα του νομοθέτη να δίνει σε άλλες κατηγορίες λειτουργών η υπαλλήλων αποδοχές μεγαλύτερες από τις δικαστικές, και υποψιάζεται κανείς ότι γιαυτό η νεώτερη διεστραμμένη ερμηνεία αποκρύπτει την ύπαρξή της.
Κύριοι Εισαγγελείς, το Μισθοδικείο, το δικαστήριο του άρθρου 88 παρ 2 του Συντάγματος, στην περίπτωση της καταραμένης αριθμ. 13/2006 απόφασής του έκανε ό,τι πιο ανόσιο μπορούσε να κάνει ένα δικαστήριο:Εκτείνοντας στα άκρα την από το 1986 σκανδαλώδη νομολογία υπέρ των δικαστών, ανακήρυξε την παρανομία σε πηγή δικαίου! Διότι ενώ έκρινε ότι οι νομοθετικές διατάξεις που χορηγούσαν στον πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. αποδοχές μεγαλύτερες από εκείνες των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων είναι αντισυνταγματικές, πάσχουν δηλαδή από το χειρότερο είδος παρανομίας, εντούτοις πήρε αυτές τις αντισυνταγματικές διατάξεις ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΣΑΝ ΤΙΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΕΝΟΣ ΑΤΟΜΟΥ, και τις κατέστησε ΠΗΓΗ ΔΙΚΑΙΟΥ για τον καθορισμό των αποδοχών ΟΛΩΝ των δικαστών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τις οποίες εξομοίωσε αναλογικά προς τις αποδοχές του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ.
Συγκεκριμένα, στη σκέψη 6 αυτής της απόφασης αναφέρονται, ως μείζων πρόταση, τα εξής: «Από τα πιο πάνω έπεται, ότι η χορήγηση σε άλλους λειτουργούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες δύο λειτουργίες (σημ: δηλαδή στη νομοθετική και την εκτελεστική) αποδοχών που είναι μεγαλύτερες από τις χορηγούμενες στα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δικαστές), ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΙ ΕΥΘΕΩΣ τις ανωτέρω διατάξεις (σημ: δηλαδή τα άρθρα 26 παρ. 1,2,το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος που αναφέρονται στη διάκριση των κρατικών εξουσιών και 88 παρ 2 που αναφέρεται και στο δικαστικό μισθολόγιο) και ΠΛΗΤΤΕΙ ΚΑΙΡΙΑ την δικαστική ανεξαρτησία. Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ των ως άνω συνταγματικών διατάξεων με την χορήγηση αποδοχών σε λειτουργούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες λειτουργίες του Κράτους μεγαλυτέρων από τις χορηγούμενες στους δικαστές αποδοχές, έχει ως συνέπεια την, κατ ΄ευθείαν εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 αυτού, ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ των δικαστών, με την χορήγηση και σ’ αυτούς, με τον ίδιο τρόπο, των ίδιων συνολικών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών». Και επειδή, λέει η απόφαση, ο νομοθέτης παρέλειψε να προβεί στην αναβάθμιση των δικαστικών αποδοχών, πρακτικά στον διπλασιασμό τους, επειδή παρέβη την «υποχρέωση» να εξομοιώσει τις αποδοχές ΟΛΩΝ των λειτουργών της δικαστικής εξουσίας προς τις αδιανόητα υψηλές αποδοχές ΕΝΟΣ λειτουργού της εκτελεστικής εξουσίας, του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ., παρέβη υπερκείμενο δίκαιο, τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, υποπίπτοντας έτσι σε αδικοπραξία κατά των δικαστών, που γι’ αυτόν το λόγο έχουν κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ αξίωση αποζημιώσεως κατά του Δημοσίου! Δισεκατομμύρια ευρώ έβγαιναν με αυτή την απόφαση του Μισθοδικείου, που και μετά την «συμβιβαστική τακτοποίηση» του θέματος με την υπουργική απόφαση ΚΥΑ 2/10601/0022/30.1.2008 για καταβολή στους δικαστές 830.000.000 ευρώ και με την αύξηση των αποδοχών τους γύρω στο 80%,με το νόμο 3691/2008,πάλι πλησίαζαν τα δύο δισεκατομμύρια! Βέβαια όμως ακολούθησαν τα Μνημόνια και η γενική, κατά το μέτρο του καθενός μας, πτώχευση, μη εξαιρουμένων των δικαστών.
Κύριοι Εισαγγελείς, αποτελεί βέβαια απόλυτη πρόκληση και δείγμα ειδεχθούς αναλγησίας για τα οικονομικά του Κράτους μας, δηλαδή των φορολογουμένων, το να λαμβάνονται, υπό οποιαδήποτε νομικίστικο πρόσχημα, οι κριθείσες από το ίδιο το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές και άρα παράνομες αλλά και σκανδαλωδώς υψηλές αποδοχές ενός ατόμου, του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. ως λόγος ισοϋψούς (αναλογικά) αναβάθμισης μέχρι διπλασιασμού των αποδοχών όλων των δικαστών! Η προκλητικότητα όμως αυτή παροξύνεται στην εν θέματι απόφαση με την εξής κρίση (στην σκέψη 6) του κολασμένου αυτού δικαστηρίου, του Μισθοδικείου: «Εξ άλλου δεν υφίσταται αλλά και δεν απαιτείται να αναζητηθεί οποιαδήποτε αντιστοιχία των προϋποθέσεων και των συνθηκών άσκησης του λειτουργήματος των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και των λοιπών δικαστικών λειτουργών με αυτό του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.». Δηλαδή κατά το Μισθοδικείο έχουμε απόλυτη αριστοκρατική μισθολογική πρωτοκαθεδρία των δικαστών, ανεξαρτήτως υπηρεσιακής κατάστασης και συνθηκών εργασίας τους εν συγκρίσει προς άλλους λειτουργούς ή υπαλλήλους! Αλλά τότε γιατί οι δικαστές, σήμερα που υφίστανται παρανοϊκή πράγματι περικοπή των αποδοχών τους, επικαλούνται τις εργασιακές συνθήκες τους; Αλλά επειδή με μια τόσο προκλητική δικαστική απόφαση πέτυχαν οι ίδιοι το χρύσωμά τους, γιαυτό τώρα ο λαός καμιά απολύτως συμπάθεια δεν δείχνει για τον μισθολογικό σφαγιασμό τους, ίσως μάλιστα τον απολαμβάνει χαιρέκακα! ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ, αφού η πρόκληση σ’ αυτόν το λαό είχε υπερβεί και το πιο ακραίο όριο και έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών (απόφαση αριθμ.1445/2007) να αναγνωρίζει σε κάθε δικαστή, πέραν των αναδρομικών, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 5.000 ευρώ κατά του Δημοσίου, δηλαδή κατά των φορολογουμένων, επειδή οι δημοσιογράφοι, απηχώντας το λαό, έκαναν δυσμενή σχόλια για τα προκλητικά αναδρομικά και τις υπέρογκες αυξήσεις των δικαστών, θαρρείς και δεν υπόκεινται και αυτοί στον κοινωνικό έλεγχο, ότι έχουν κάποιο ιδιόμορφο μημουάπτου! Και θα πω εδώ ότι αυτή η αριστοκρατική αντίληψη για τους δικαστές (διότι περί αντιλήψεως πρόκειται, εμφανιζόμενης στην εν θέματι απόφαση με τον μανδύα ερμηνευτικής εκδοχής διατάξεων του Συντάγματος) που την εξέφρασε και το Μισθοδικείο με την άρνηση σύγκρισης της υπηρεσιακής κατάστασης και των συνθηκών υπηρεσίας τους με εκείνες του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. και γενικότερα των λειτουργών και υπαλλήλων της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, αυτή, λέω, η αντίληψη, καταστροφική για την τριενικότητα του κράτους και την ισορροπία των εξουσιών, έχει δυστυχώς πολύ βαθιές ρίζες: Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρωθυπουργός, όταν οι φουκαράδες δημόσιοι υπάλληλοι τού απέσπασαν μια βαθμίδα στην ιεραρχική εξέλιξή τους, τους είπε, επιτιμητικά και για να ξέρουν τι τους γίνεται, ότι «Εκεί όπου θα τελειώνει η διοικητική ιεραρχία θα αρχίζει πάντοτε η δικαστική τοιαύτη»! (βλ. ΝοΒ 1 σελ. 670,όπου και το πιο γλειψιάρικο για τους δικαστές κείμενο που έχω διαβάσει ποτέ! ).Αυτήν την αντίληψη, ανατριχιαστική για τα σύγχρονα δημοκρατικά ήθη, ήρθε να υλοποιήσει σε… χρήμα η εν θέματι καταραμένη αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου, με βάση την οποία οι μέσες αποδοχές έναρξης της σταδιοδρομίας δικαστού ήταν στο ίδιο ύψος με τις μέσες αποδοχές δημοσίου υπαλλήλου, ίδιων τυπικών προσόντων, κατά τη λήξη της σταδιοδρομίας του…
Εν πάση όμως περιπτώσει το Μισθοδικείο παγίωσε με τη νομολογία του την θεμελειώδη παραδοχή της καταραμένης αριθμ. 13/2006 απόφασής του, ότι παραβιάζει τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και «πλήττει καίρια τη δικαστική ανεξαρτησία», είναι δηλαδή αντισυνταγματικό και άρα παράνομο το μέρος των αποδοχών του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. (και συνεπώς κάθε άλλου δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου όλου του δημόσιου τομέα) που υπερβαίνει τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Παρέπεται ότι είχε υποχρέωση κάθε αρμόδια υπηρεσία,το Ελεγκτικό Συνέδριο ως διοικητική υπηρεσία είτε το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, να εκδώσει γι’ αυτό το υπερβάλλον ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ σε βάρος του, καθώς και σε βάρος οποιουδήποτε ενέπιπτε στην υπέρβαση, ακόμη και, το τονίζω, για περιπτώσεις προ του Ν 3691/2008 (που με το άρθρο 57 απαγόρευσε πλέον αποδοχές στο δημόσιο τομέα μεγαλύτερες από εκείνες του Προέδρου του Αρείου Πάγου), πολύ δε περισσότερο μετά από αυτόν, και η παράλειψη αυτού του καταλογισμού συνιστά, κατά τη γνώμη μου, απιστία. Έτσι λοιπόν, ενώ αυτή η θεόστραβη αλλά εναρκτήρια πάγιας πλέον νομολογίας απόφαση αριθμ.13/2006 του Μισθοδικείου μπορούσε να αξιοποιηθεί ως ουρανόπεμπτη ευκαιρία για να χρησιμοποιηθεί αφενός ως ασφαλές νομικό έρεισμα για καταλογισμό τεράστιων ποσών κατά των διαφόρων «νομίμων» λυμεώνων του δημόσιου τομέα και αφετέρου, με κατάλληλους δικονομικούς χειρισμούς που εκθέτω παρακάτω, να πλήξει δίκην αυτεπιστρόφου τις υπερφίαλες μισθολογικές αξιώσεις των δικαστών, άσχετα αν τις αναγνώρισε αυτή η ίδια η απόφαση του Μισθοδικείου, ενώ, λέω, μπορούσε να αξιοποιηθεί αυτή η απόφαση προς όφελος του Κράτους μας, έγινε αντιθέτως, λόγω παράλειψης της εν θέματι καταλογιστικής πράξης, αιτία δημοσιονομικής συμφοράς της Χώρας, με τη χρέωση του Κράτους μας με δισεκατομμύρια ευρώ χάριν των δήθεν εκλεκτών του, των δικαστών και του προσωπικού του ΝΣΚ, αλλά και αιτία διασυρμού του πολιτικού κόσμου, που αξίωσαν δικαστικώς μισθολογική εξίσωση, με απειλούμενο πρόσθετο κόστος για το Κράτος μας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Κύριοι Εισαγγελείς, καταλαβαίνουμε όλοι πόσο θα είχε εκτεθεί στο νομικό κόσμο και στην κοινωνία οποιοσδήποτε θα υποστήριζε ότι δεν επιτρεπόταν νομικά να εκδοθεί τέτοια καταλογιστική πράξη, ότι οι κριθείσες από το Μισθοδικείο ως αντισυνταγματικές αποδοχές του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. έπρεπε να μείνουν εκεί που ήταν, για να εξισωθούν με αυτές προς τα πάνω και οι αποδοχές των δικαστών, προς … άρση της αντισυνταγματικότητας και αποκατάσταση, έτσι και μόνο έτσι, κατά το σοφό Μισθοδικείο, της ισοτιμίας των εξουσιών και της «καίρια πληγωμένης» από τον νομοθέτη δικαστικής ανεξαρτησίας! Όμως και με κίνδυνο να εκτεθούν για κοινωνική αναλγησία, όλο και θα βρισκότανε φαρισαίοι που διυλίζοντας τον κώνωπα θα θύμιζαν ότι ωστόσο αμφισβητείται στη θεωρία η δυνατότητα της Διοίκησης να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων (και των κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου υπουργικών αποφάσεων, όπως εν προκειμένω με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.) και να δρα ανάλογα όπου διακρίνει ύπαρξη αντισυνταγματικότητας, στην προκειμένη περίπτωση να εκδώσει καταλογιστική πράξη. Σημαντικό είναι να σημειώσω επ’ αυτού, ότι επ’ ευκαιρία του Νόμου Πλαίσιου για τα ΑΕΙ εκδηλώθηκε έντονα η τάση υπέρ τέτοιου ελέγχου (βλέπε στο Ίντερνετ θετική γνωμοδότηση του καθηγητή συνταγματολόγου κ Κώστα Χρυσόγονου, που τα λέει όλα), υποστηρίχθηκε δηλαδή ότι οι πανεπιστημιακές αρχές δικαιούνται να μην εφαρμόσουν όσες διατάξεις αυτού του νόμου θεωρούν αντισυνταγματικές, και τούτο παρόλο που στην περίπτωση αυτή δεν συνέτρεχαν δεδομένα όπως τα εξής: Στην εν θέματι περίπτωση, των αποδοχών του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ., πρώτον και κύριον η αντισυνταγματικότητά τους διαγνώσθηκε δικαστικώς, από το Μισθοδικείο, που έχει σύνθεση και λειτουργική υπόσταση ανωτάτου δικαστηρίου, αλλά και από το ΣτΕ με αυτές τούτες τις αποφάσεις που, όπως προανέφερα, μετέβαλαν τη νομολογία του αναφορικά με το νόημα της επίμαχης συνταγματικής διάταξης για τις αποδοχές των δικαστών, οπότε θεωρήθηκε ότι όποιες αποδοχές άλλων λειτουργών ή υπαλλήλων τις υπερβαίνουν είναι αντισυνταγματικές. – και ναι μεν και το ΣτΕ προχώρησε σε παράλογη επέκταση στους δικαστές αντισυνταγματικών προνομίων αλλά πάντως πρέπει να σημειώσω ότι σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις το επίδικο ήταν η εξομοίωση των δικαστικών αποδοχών ή άλλων προνομίων προς τις αποδοχές ή τα προνόμια κάποιας κατηγορίας λειτουργών ή υπαλλήλων και όχι ενός ατόμου, όπως στη προκειμένη περίπτωση της εξομοίωσης με τον πρόεδρο Ε.Ε.Τ.Τ. Δεύτερον, το γεγονός ότι με το Ν 3691/2008 απαγορεύτηκαν στο δημόσιο τομέα αποδοχές μεγαλύτερες από του προέδρου του Αρείου Πάγου, σημαίνει στην ουσία (ενόψει και της κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας η οποία κυοφόρησε αυτή τη ρύθμιση) παραδοχή και από τον τυπικό νομοθέτη ότι προϋπήρχε εν ευρεία εννοία παρανομία (αντισυνταγματικότητα) σε τέτοιες αποδοχές και απλώς αυτή κατέστη και υπό στενή έννοια παρανομία, ως αντιτιθέμενη και σε τυπικό πια νόμο ,τον Ν.3691/2008.΄Η μάλλον να πω ότι και ξεκάθαρη τυπική παρανομία αυτών των αποδοχών προϋπήρχε, ειδικά όσον αφορά τον πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ., διότι ναι μεν η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 9 άθρ.3 Ν 2867/2000 δίνει στους υπουργούς Μεταφορών και Οικονομικών τη δυνατότητα να καθορίσουν τις αποδοχές του . «κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ισχύουν», εφόσον όμως το Μισθοδικείο έκρινε εν μέρει αντισυνταγματικές αυτές τις αποδοχές, τούτο σημαίνει ότι είναι και τυπικά παράνομες, ήτοι αντιτιθέμενες και σε τυπικό νόμο, στην ίδια την εξουσιοδοτική διάταξη, διότι βέβαια επιτρέποντας αυτή τον κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις καθορισμό αυτών των αποδοχών δεν σημαίνει ότι επέτρεψε την παρέκκλιση και από συνταγματικές διατάξεις, ήτοι από εκείνες των άρθρων 26,87 πρ. 1 και 88 παρ. 2 που, κατά το Μισθοδικείο, παραβιάζουν αυτές οι αποδοχές. Τρίτον ναι μεν η τελική κρίση για την (αντι)συνταγματικότητα κάποιου νόμου ανήκει στα δικαστήρια αλλά για τούτο ακριβώς έπρεπε να εκδώσει η Διοίκηση την επίμαχη καταλογιστική πράξη κατά του προέδρου του Ε.Ε.Τ.Τ. (και ευρύτερα όλων των ομοίων του υπερπρονομιούχων του δημόσιου τομέα) ώστε να αχθεί η υπόθεση προς κρίση στα δικαστήρια με προσβολή της πράξης από τον οποιονδήποτε καθού - και αν αυτός αδρανούσε τόσο το καλύτερο! Τέταρτον και το σπουδαιότερο, η Διοίκηση έχει εξ ορισμού δυναμικό χαρακτήρα, υπάρχει για να δρα, όχι να κοιμάται! Λοιπόν, είχε από τη φύση της νομικού χαρακτήρα υπηρεσιακό καθήκον να δράσει και, υλοποιώντας το γενικό περί δικαίου αίσθημα, να εκδώσει τις εν θέματι καταλογιστικές πράξεις, ακόμη και με την μακρινή ελπίδα (πόσο μάλλον με την βεβαιότητα, όπως εξήγησα) ότι πρώτον μπορούσε έτσι να αποσοβηθεί η χρέωση του Κράτους μας με δύο δισεκατομμύρια ευρώ για τους δικαστές και το κύριο προσωπικό του ΝΣΚ και ότι δεύτερον γενικεύοντας τη δράση μπορεί να αναγκάζονταν όλα τα golden boys του δημόσιου τομέα να επιστρέψουν εκατομμύρια ευρώ, ενώ θα πετσοκόβονταν και για το μέλλον οι αντιλαϊκές αποδοχές τους. Είχε, επαναλαμβάνω, καθήκον να δράσει η Διοίκηση δυναμικά και κεραυνοβόλα,να εκδώσει αδίστακτα τις καταλογιστικές πράξεις, αφήνοντας σε κάθε γραμματοκύφωνα νομικό να ανοίγει όσα ήθελε βιβλία για τη νομιμότητα αυτών των πράξεων, και όσοι θα τις δέχονταν κατακέφαλα, όπως άξιζε, ας έτρεχαν στα δικαστήρια να τις ακυρώσουν! Φυσικά δεν θα παραλείψω να πω ότι οι ίδιοι οι υπουργοί Μεταφορών και Οικονομικών με κοινή απόφαση των οποίων, κατόπιν της παραπάνω νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθορίσθηκαν οι αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., είχαν κατά μείζονα λόγο υποχρέωση, μετά τον χαρακτηρισμό τους ως αντισυνταγματικών από το Μισθοδικείο, να τις μειώσουν ακαριαία και αναδρομικά και για το μέλλον εξισώνοντάς τες με τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, όπως το ίδιο έπρεπε να πράξουν και όλοι οι άλλοι υπουργοί, καθένας για παρόμοιες περιπτώσεις στον στενό κυβερνητικό τομέα τους και στους οργανισμούς που επόπτευαν. Δεν το έκαναν - αλλά τρέχα γύρευε τώρα υπουργικές ευθύνες, πού έχουν βέβαια και έντονο ποινικό χαρακτήρα αλλά παραγράφηκαν προ πολλού! Κύριοι Εισαγγελείς, επειδή το θέμα είναι εξαιρετικά σοβαρό και επειδή δυστυχώς δεν υπήρξε νομικός σχολιασμός και αντίλογος στην καταραμένη αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου, πρέπει να τονίσω και εδώ αυτό που λέω και στο συνυποβαλλόμενο άρθρο μου: Ότι στην προκειμένη περίπτωση αφού κρίθηκε από το Μισθοδικείο ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις για τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. παραβιάζουν, κατά το υπερβάλλον τις δικαστικές αποδοχές μέρος, συγκεκριμένεςδιατάξεις του Συντάγματος, αυτό σημαίνει, για όσους κατανοούν ορθά τις νομικές έννοιες, ότι είναι βαναύσως παράνομες και επομένως δεν μπορούσαν να τύχουν επεκτατικής εφαρμογής στους δικαστές με κανένα τρόπο. Αν στοχάζομαι σωστά εγώ ο ελάχιστος – συγκεντρωτική μελέτη δεν συνάντησα στη βιβλιογραφία - επέκταση του χώρου εφαρμογής του νόμου είναι δυνατή είτε με διασταλτική ερμηνεία του, είτε κατά παραπομπή από τον ίδιο για ανάλογη εφαρμογή του αλλού, είτε λόγω αναλογίας αρρύθμιστων περιπτώσεων προς τις ρυθμιζόμενες από τον επεκτεινόμενο νόμο (και όπου δεν υπάρχει τέτοιος παραπλήσιος , μπορεί να συντελεσθεί υπερβατική διάπλαση δικαίου, extra legem, με σύμπηξη των γενικών αρχών δικαίου και των αξιών του πολιτισμού και συγκατάβαση εκεί όπου δεν μπορεί να πληρωθεί αλλιώς κάποιο νομοθετικό κενό), είτε προς αποκατάσταση, υπό προϋποθέσεις, της ισότητας μεταξύ των ελλήνων, άρθρο 4 του Συντάγματος, όταν όμως ο επεκτεινόμενος νόμος είναι σύμφωνος καθ’ εαυτόν με το Σύνταγμα, ενώ η νομοθεσία των αποδοχών του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. κρίθηκε αντιβαίνουσα στο Σύνταγμα κατά το υπερβάλλον τις δικαστικές αποδοχές μέρος και επομένως δεν μπορούσε να τύχει επέκτασης βάσει της ισότητας. Κατά τον αείμνηστο Αριστ. Μάνεση ο αντισυνταγματικός νόμος είναι βέβαια ανίσχυρος αλλά και κάτι χειρότερο: Τέτοιος νόμος δεν είναι καν νόμος, είναι ανυπόστατος… Επομένως τι λόγος μπορούσε να γίνει για επέκταση στους δικαστές ανυπόστατου ως αντισυνταγματικός νόμου, δηλαδή της κατά νομοθετική εξουσιοδότηση σχετικής ΚΥΑ των υπουργών Μεταφορών και Οικονομικών για τον καθορισμό των αποδοχών του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ! Το Μισθοδικείο πάντως δεν χρησιμοποίησε, για την εν προκειμένω εξομοίωση, κάποια από αυτές τις παραδεκτές πλατφόρμες επέκτασης του νόμου, ούτε την αρχή της ισότητας, αλλά με καθαρά πραξικοπηματική χρήση της εξουσίας του είπε ετσιθελικά ότι η αντισυνταγματική προνομιακή νομοθετική ρύθμιση των αποδοχών του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. επεκτείνεται και στις αποδοχές των δικαστών «κατ΄ευθείαν εφαρμογή» (sic) των συνταγματικών διατάξεων που, όπως δέχτηκε το ίδιο το Μισθοδικείο, αυτή η ρύθμιση παραβίασε! Ας ξαναδιαβάσει ο αναγνώστης τρίβοντας τα μάτια του το σκεπτικό της απόφασης, που παραθέτω στην αρχή, σκεπτικό φρικαλέο, τι κι αν έχει την ιστορία του σε προηγούμενες αποφάσεις του ΣτΕ, που πάντως ποτέ δεν αφορούσαν σύγκριση των δικαστικών αποδοχών προς εκείνες ΕΝΟΣ ατόμου, όπως εν προκειμένω!.Και αυτό το «κατ΄ευθείαν εφαρμογή» των παραβιασθεισών συνταγματικών διατάξεων εμένα τουλάχιστον με μπερδεύει και για άλλον λόγο, πέραν της αγανάκτησης που μου προκαλεί:Διότι οι παραβιασθείσες ως ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις δεν έχουν βέβαια κάποιο μισθολογικό περιεχόμενο αλλά ορίζουν τη διάκριση των εξουσιών, ακόμη δε και η μοιραία διάταξη του άρθρου 82 παρ. 2 Συντ. που ορίζει ότι «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους» δεν έχει βέβαια συγκεκριμένο μισθολογικό περιεχόμενο και επομένως όλες αυτές οι διατάξεις είναι απρόσφορες να τύχουν «κατ΄ευθείαν εφαρμογής» (που τι άλλο εννοεί εν προκειμένω αυτή η έκφραση παρά τη γνωστή στη θεωρία του συνταγματικού δικαίου έννοια της «άμεσης εφαρμογής» διατάξεων του Συντάγματος) για να καθορίσουν άμεσα ποσοτικά τις αποδοχές των δικαστών, γιαυτό και κατέφυγε το Μισθοδικείο στο τέχνασμα της δήθεν υποχρέωσης που είχε ο νομοθέτης ( που η παράλειψή της προκαλεί αδικοπρακτικές συνέπειες) να καθορίσει, επιτασσόμενος δήθεν «κατ’ ευθείαν» από τις… παραβιασθείσες διατάξεις του Συντάγματος, τις αποδοχές των δικαστών με τον ίδιο τρόπο και στο ίδιο ύψος (λέει η καταραμένη απόφαση του Μισθοδικείου) με τις …παραβιάζουσες διατάξεις για τις αποδοχές του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ.! Το άρθρο 93 παρ. 4 Συντ. λέει: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Λοιπόν το Μισθοδικείο, ενώ έκρινε και διετύπωσε στην απόφασή του με σαφήνεια ότι οι νομοθετικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις αποδοχές του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα, ότι ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ τα άρθρα 26 παρ. 1,2 ,το 87 παρ 1 και 88 παρ 2, πάντοτε κατά το μέρος που ξεπερνούν τις δικαστικές αποδοχές, αντί να αναγγείλει την ακυρότητά τους (δεν λέω να απαγγείλει την ακυρότητα, διότι αυτή η αρμοδιότητα, να κηρύξει ανίσχυρο το νόμο, ανήκει μόνο στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, άρθρο 100 Συντ) και ότι είναι ανεφάρμοστες και για τον ίδιο τον πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. (για να προετοιμάσει έτσι και το βαθύ κούρεμα των ετήσιων αποδοχών του,347.659,98 ευρώ έπαιρνε και δεν ξέρω αν το άξιζε, αφού κάτω από τη μύτη αυτής της «ανεξάρτητης» αρχής έγινε το θαμένο σκάνδαλο της παρακολούθησης των τηλεφώνων ολόκληρης της εθνικής ηγεσίας μας!) αντί λοιπόν να κάνει αυτά το Μισθοδικείο, πήρε τις ρυθμίσεις αυτών των αποδοχών και, ΑΝΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ ΣΕ ΠΗΓΗ ΔΙΚΑΙΟΥ, τις επεξέτεινε, με το παραπάνω τέχνασμα, σε όλους τους δικαστές και το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ.!,οπότε χρησιμοποιήθηκαν ως όπλο για να ληστευθεί το δημόσιο ταμείο, με λεία 2.ΟΟΟ.ΟΟΟ.ΟΟΟ ευρώ! Ποιά συνείδηση δικαίου επιτρέπει την εξίσωση των αποδοχών ΟΛΩΝ των δικαστών προς εκείνες ΕΝΟΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΥΠΕΡΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΟΥ (δεύτερου μετά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε αποδοχές!) και άλλης υπηρεσιακής κατάστασης και συνθηκών εργασίας ατόμου, του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ.; Το Μισθοδικείο κατέστησε έτσι το Νόμο βιαστή της αγνής Δικαιοσύνης! Κατέστησε το νόμο υπόνομο! Αντί να στείλει, κατ’ άρθρο 38 Κ.Π.Δ., στον εισαγγελέα ως αντισυνταγματικές και παράνομες τις αποδοχές του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ., για έρευνα ενδεχόμενης κολάσιμης πράξης ,για να εξετασθεί δηλαδή τυχόν δόλια και χαριστική υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης εκ μέρους των υπουργών Μεταφορών και Οικονομικών κατά τον καθορισμό αυτών των αποδοχών (η οποία νομοθετική εξουσιοδότηση έλεγε, ξανατονίζω, ότι μπορούν να τις καθορίσουν «κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις» αλλά όχι βέβαια και από τις συνταγματικές διατάξεις, όπως κατά το ίδιο το Μισθοδιείο συνέβη!) αντί, λέω, να στείλει αυτές τις αποδοχές στον Εισαγγελέα τις προόρισε για το … Γενικό Λογιστήριο του Κράτους με απαίτηση πίστωσης των δικαστών και χρέωσης των φορολογουμένων με δισεκατομμύρια ευρώ! Γιαυτό υποστηρίζω εγώ ότι το θέμα αυτό, ανεξάρτητα από το αν είχαν επίγνωση του τι πράττουν όσοι είχαν εμπλακεί, είναι αντικειμενικά το μεγαλύτερο σκάνδαλο από καταβολής του ελληνικού Κράτους λόγω αφενός της υλικής ζημίας που προκάλεσε στο Δημόσιο και της ηθικής ζημίας στο δημόσιο βίο, αλλά και λόγω του ότι υπήρξε απευθείας απότοκο της παθογένειας των θεσμών μας! Η Δικαιοσύνη στην προκειμένη περίπτωση φέρθηκε σαν τυραννική εξουσία! Αλλά για τους τυράννους «Βαρεία δ’ αστών φάτις ξυν κότω / δημοκράτου δ’ αράς τείνει χρέος»,δηλαδή,Βαρειά κατάρα στους τύραννους του δημοκράτη λαού, λέει ο Τραγωδός Αισχύλος. Ο αείμνηστος καθηγητής Αριστόβουλος Μάνεσης σε μελέτη του για την συνταγματική αρχή της ισότητας και την εφαρμογής της από τα δικαστήρια θεωρεί αδιανόητη και γι’ αυτό απίθανη ακόμη και την εμφάνιση για δικαστική κρίση υπό το πρίσμα της ισότητας μίας μεμονωμένης αδικαιολόγητα ευμενούς ρύθμισης, διότι η από τους πολλούς μη ευνοηθέντες επίκληση της ισότητας εν σχέσει προς τον μεμονωμένο ευνοηθέντα θα είχε, λέει ο αείμνηστος, τον χαρακτήρα της μη αναγνωριζομένης από το δίκαιό μας actio popylaris.Αλλά το πόπολο των δικαστών, και συνέρευσε κατά χιλιάδες στο Μισθοδικείο και ζήτησε και πήρε τα προνόμια του ενός, του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ.! Και ναι μεν την προκειμένη περίπτωση δεν την είδε το Μισθοδικείο καθόλου, επαναλαμβάνω, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της ισότητας (και θα έλεγα ευτυχώς, διότι αν το έβλεπε ως θέμα μισθολογικής εξίσωσης όλων των ισόβιων λειτουργών της δικαστικής εξουσίας προς έναν πρόσκαιρο λειτουργό της εκτελεστικής εξουσίας, όπως είναι ο πρόεδρος Ε.Ε.Τ.Τ., θα είχε δείξει πρόστυχη περιφρόνηση προς τη λογική και το αίσθημα δικαίου) αλλά στο ίδιο αποτέλεσμα ,στην εξίσωση, έφτασε και με την ακόμα πιο παράλογη κρίση περί δήθεν σεισμικής διασάλευσης της ισοδυναμίας των κρατικών εξουσιών και δήθεν «καίριου πλήγματος» κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας από το μισθολογικό προβάδισμα ΕΝΟΣ ΑΤΟΜΟΥ, του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. έναντι των δικαστών και δήθεν επιβεβλημένης επεκτάσεως των αποδοχών εκείνου προς αυτούς ως μόνου αναγκαίου και ικανού όρου για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας, καίτοι οι προνομιακές αποδοχές εκείνου ήταν παράνομες αφού παραβίαζαν το Σύνταγμα - αλλά το Μισθοδικείο είπε ουσιαστικά ότι επειδή παραβιάζουν το Σύνταγμα, επειδή είναι παράνομες γιαυτό τις επεκτείνουμε και στους δικαστές!!!!!!!!!!!!!!!!!! ,τους οποίους εξισώνουμε για τις αποδοχές τους με τον πρόεδρο του Ε.Ε.Τ.Τ. και έτσι στέλνουμε στον αγύριστο και την αρχή της απαγόρευσης της «ισότητας στην παρανομία»,σε αντίθεση με την Α.Π. 1589/2006 που εκδόθηκε λίγο πρίν την έκδοση της καταραμένης 13/2006 του Μισθοδικείου. Να σημειώσω εδώ ότι θέμα εξομοίωσης των δικαστικών αποδοχών (και επιδαψίλευσης άλλων προνομίων) υπήρξε και στην αριθμ. 1/2005 απόφαση του Μισθοδικείου, κατά σύμπτωση με Πρόεδρο και Εισηγητή τα ίδια πρόσωπα, Πρόεδρος ο τότε Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ Ρωμύλος Κεδίκογλου και Εισηγητής ο δικηγόρος κ Αντώνης Αργυρός (όπως και στην εν θέματι καταραμένη αριθμ. 13/2006 του Μισθοδικείου) όπου όμως η υπόθεση, με αντικείμενο την εξομοίωση των αποδοχών των δικαστών προς τις μεγαλύτερες αποδοχές όχι ενός ατόμου αλλά μιας κατηγορίας λειτουργών του ΝΣΚ, κρίθηκε στη βάση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, πράγμα που δεν έγινε, επαναλαμβάνω, στην καταραμένη αριθμ.13/2006 του Μισθοδικείου, όπου, επειδή θα ήταν αναιδής η επίκληση αυτής της αρχής προς εξίσωση χιλιάδων δικαστών προς έναν υπερπρονομιούχο ανεξάρτητο δημόσιο λειτουργό αλλά και επειδή από την άλλη το αντικείμενο του νομικού ζητήματος που θα έλυνε το Μισθοδικείο ήταν τάξεως δισεκατομμυρίων ευρώ (για την αναβάθμιση των δικαστικών αποδοχών),για τούτο χρησιμοποιήθηκαν άλλα ,πιο ζόρικα ,πιο «προηγμένα», πιο σεσοφισμένα νομικά επιχειρήματα, με τόση νομική περισσοτεχνία ώστε να καταντούν πανάθλια νομικίστικα, με τα οποία ωστόσο δικαιολογήθηκε το να πληρώσει ο έλληνας φορολογούμενος τα μαλλιά της κεφαλής του, τάχα για να αποκατασταθεί η τάχα ανατραπείσα ισοτιμία των κρατικών εξουσιών και η τάχα ημιθανής, από το «καίριο πλήγμα» του νομοθέτη, ανεξαρτησία όλων των δικαστών μας! Στην πραγματικότητα τίποτε δεν δικαιολογούσε την αναβάθμιση των δικαστικών αποδοχών στο ύψος των αποδοχών του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., για τις οποίες, αφού τις έβγαλε το Μισθοδικείο (λανθασμένα αλλά αμετάκλητα) εν μέρει αντισυνταγματικές, το μόνο θέμα που ετίθετο και τίθεται είναι ο καταλογισμός και η διαταγή επιστροφής στο Κράτος μας (δηλαδή στον ίδιο το λαό μας) του υπερβάλλοντος τις δικαστικές αποδοχές μέρους Αλλά γιατί άραγε δεν έγινε και εξακολουθεί να μη γίνεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες αυτή η τόσο απλή, η νομικά άμεμπτη και δημοσιονομικά επωφελέστατη κίνηση, και ακόμα καλύτερα γιατί δεν νομοθετήθηκε γενικότερη διαδικασία ανάκτησης από το Κράτος όλων των αντισυνταγματικά (κατά το Μισθοδικείο) καταβληθεισών σε οποιονδήποτε αποδοχών μεγαλυτέρων από τις αποδοχές των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων; Γιατί οι αρμόδιοι δεν εκμεταλλεύθηκαν την (λανθασμένη αλλά που επικράτησε στη νομολογία) καταραμένη αριθμ. 13/2006 απόφαση του Μισθοδικείου που, από μια πλευρά κάνονταςκατά λάθος το σωστό ,τους έδινε γερό νομολογιακό έρεισμα για να στηρίξουν, κατά τα ανωτέρω, καταλογιστική πράξη κατά του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.; Η προφανής απάντηση είναι η εξής: Διότι ένας τέτοιος καταλογισμός (και ακόμη καλύτερα μια τέτοια νομοθετημένη ανάκτηση) θα καταλάμβανε, όπως είπα, όλο το δημόσιο τομέα, οπότε αφενός θα κολοβώνονταν για το μέλλον οι αποδοχές όλων όσων έπαιρναν χρήμα με ουρά, ιδίως στις διοικήσεις των ανεξάρτητων αρχών (των οποίων εξαρτημένη και δούλα είναι η κοινωνία μας!) και των ΔΕΚΟ ,και αφετέρου θα επέστρεφαν όλοι αυτοί στο Δημόσιο τεράστια ποσά που πήραν στο παρελθόν. Εννοείται ότι θα δυσφορούσαν αφάνταστα και οι δικαστές ,που θα έβλεπαν ότι ήταν άνθρακες ο θησαυρός της καταραμένης αριθμ. 13/2006 απόφασης του Μισθοδικείου, διότι, όπως αναφέρω στο συνυποβαλλόμενο άρθρο μου, αν και μετά την καταλογιστική πράξη και την αναδρομική μείωση με αυτήν των αποδοχών του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., αν, λέω, επέμεναν οι δικαστές να εκτελέσουν τις υπέρ τους και κατά του Δημοσίου δικαστικές αποφάσεις, αυτό, το Δημόσιο, μπορούσε με βεβαιότητα να τις ακυρώσει προκαλώντας παλινδικία είτε με αναψηλάφηση των σχετικών δικών είτε με ανακοπές του άρθρου 933 ΚΠολΔ , επικαλούμενο την εκ των υστέρων (μετά την καταλογιστική πράξη) εξάλειψη της πραγματικής βάσης των αξιώσεών τους, την κατάργηση δηλαδή αναδρομικά της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ των αποδοχών του προέδρου Ε.Ε.Τ.Τ. και των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, οπότε θα τύγχανε κλασικής εφαρμογής και η γενικότερη αρχή sublata causa, tollitur effectus, αιρομένης της αιτίας αίρεται το αποτέλεσμα..Και, παρεμπιπτόντως, για όποιον διερωτάται γιατί και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, δικαστικός υπερασπιστής και νομικός καθοδηγητής του Κράτους μας (Ν 3086/2002 άρθρο 2 α, στ) δεν εμπνεύσθηκε και δεν εισηγήθηκε αυτόν τον καταλογισμό (που στο κάτω κάτω ας γινόταν και ας δοκιμάζοταν η τύχη του στα δικαστήρια) ή ακόμη και την νομοθετημένη ανάκτηση, η απάντηση είναι η εξής:Αν η δική μου νομική άποψη δεν είναι μια πολύ μεγάλη σαχλαμάρα (αλλά εδώ χιλιοπαρακαλώ να μου συγχωρηθεί το ότι χωρίς αναφορά σ InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Και τώρα τί;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ