2012-11-23 12:44:09
1. Στη γειτονιά του Σουέζ
Π αρ’ όλους τους τόμους που έχουν γραφτεί εδώ και αρκετές δεκαετίες πάνω στο Κυπριακό ζήτημα, το ζήτημα αυτό εξακολουθεί να παρουσιάζεται συνήθως, ακόμα και από Έλληνες αναλυτές, ως διακοινοτική διαμάχη που στέκεται εμπόδιο στην εξέλιξη ομαλών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και, από το 2004 και μετά, ως «φορτίο» που κληρονόμησε η Ευρωπαϊκή Ένωση με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στους κόλπους της. Σπάνιες είναι οι μελέτες που τοποθετούν το Κυπριακό στο πραγματικό του μεσανατολικό πλαίσιο, αποκρύπτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ουσία: Χωρίς σωστή διευθέτηση του Παλαιστινιακού, ελάχιστες είναι οι πιθανότητες να βρεθεί βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού.
Το 1970, ο Μπέρναρντ Λούις, πραγματικός εφευρέτης της «σύγκρουσης των πολιτισμών», σημείωνε: «Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Κύπρος, και διά μέσου της Μεγαλονήσου η Ελλάδα, σέρνονται πάλι στον μεσοανατολικό χώρο και το όλο τους μέλλον επηρεάζεται αποφασιστικά από τη μεγάλη μάχη για τον έλεγχο των στρατηγικών και οικονομικών δυνατοτήτων του χώρου της Μέσης Ανατολής
. Είναι πολύ πιθανόν, αν όχι βέβαιο, πως η σύνδεση αυτή Κύπρου και Ελλάδας με το μεσοανατολικό πρόβλημα θα παραταθεί για μακρό διάστημα»1. Αυτή η σύνδεση υπήρξε ανέκαθεν, δεδομένης της γεωγραφικής θέσης του νησιού. Από την πρώιμη αρχαιότητα, η Κύπρος αποτέλεσε στόχο όσων κατακτητών επιδίωκαν να κυριαρχήσουν στην Εγγύς Ανατολή. Οι ρίζες όμως της κατάστασης που βιώνει σήμερα η Μεγαλόνησος ανάγονται στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, όταν η Μεγάλη Βρετανία προσπαθούσε με κάθε μέσο, αφενός, να αναχαιτίσει την επέλαση των Ρώσων και των Γάλλων στην Ανατολική Μεσόγειο και, αφετέρου, να καταπνίξει στην απαρχή του το κίνημα της Αραβικής Παλιγγενεσίας (Νάχντα), του οποίου οι πρώτες ενδείξεις είχαν εκδηλωθεί τη δεκαετία του 18302.
Η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ το 1869, που επέτρεπε στη Γαλλία να στερεώσει την παρουσία της στην περιοχή και να απειλήσει τον δρόμο προς τις Ινδίες, καθώς και η νίκη της Ρωσίας επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1878, κατέστησαν την απόκτηση της Κύπρου απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση των βρετανικών συμφερόντων. Με την υπογραφή της βρετανο-τουρκικής Συμφωνίας Αμυντικής Συμμαχίας της 4ης Ιουνίου 18783 η Μεγάλη Βρετανία ελέγχει πλέον τα τρία σημεία-κλειδιά της Μεσογείου (Γιβραλτάρ, Μάλτα και Κύπρο) και «προστατεύει» τη Μικρά Ασία, τη Συρία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη από τις ρωσικές και γαλλικές φιλοδοξίες. Στη συνέχεια, η κατοχή της Κύπρου διευκολύνει τη βρετανική κάθοδο προς την Αίγυπτο, στην οποία εισβάλλει με πρόσχημα την εξέγερση της οποίας ηγείται ο συνταγματάρχης Άχμαντ Ουραμπί (Οραμπί Πασά) το 1882, τόσο εναντίον της τουρκικής κυριαρχούσας τάξης, όσο και της αυξανόμενης επιρροής των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων4.
Οι έρευνες για εξόρυξη πετρελαίου, που διεξάγονται για πρώτη φορά στη Μέση Ανατολή το 1901, και η ανακάλυψη των πρώτων πετρελαιοπηγών της περιοχής στη νοτιοδυτική Περσία το 1908, ενισχύουν τη βούληση των Βρετανών να διατηρήσουν τα εδάφη που κατέχουν, με αποτέλεσμα μια περαιτέρω σκλήρυνση της πολιτικής τους απέναντι στους αυτόχθονες πληθυσμούς. Αντί να τους προσφέρουν μεγαλύτερη αυτονομία, οι Βρετανοί δράττονται της ευκαιρίας της έναρξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου για να προσαρτήσουν την Κύπρο και για να επιβάλουν προτεκτοράτο στην Αίγυπτο. Με το τέλος του πολέμου, η υπόλοιπη αραβική Ανατολή περνά από την οθωμανοκρατία στη γαλλοβρετανική κηδεμονία, όπως το προβλέπει η μυστική συμφωνία Σάικς-Πικό του 19165. Έναν χρόνο αργότερα, η Διακήρυξη Μπάλφουρ θέτει τη βάση για «εγκαθίδρυση εβραϊκής εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη», δίνοντας τη χαριστική βολή στις προσδοκίες χειραφέτησης των αραβικών πληθυσμών. Οι υποσχέσεις που είχαν δοθεί στους Χασεμίτες για ίδρυση ενός ανεξάρτητου ενιαίου Αραβικού Κράτους6 εξανεμίζονται, όπως απομακρύνεται και κάθε προοπτική ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Παρά τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις που ξεσπούν εναντίον των κατοχικών αρχών σε όλη την περιοχή (1919-1921 στην Αίγυπτο, 1925-1927 στη Συρία, 1931 στην Κύπρο, 1936-1939 στην Παλαιστίνη), θα χρειαστεί άλλος παγκόσμιος πόλεμος για να ξαναποκτήσουν οι ντόπιοι πληθυσμοί κάποια ελπίδα απελευθέρωσης από τους κηδεμόνες τους.
Μια σειρά από ριζικές μεταβολές σηματοδοτούν τα μεταπολεμικά χρόνια στη Μέση Ανατολή. Η ανεξαρτητοποίηση της Ινδίας, της Βιρμανίας και της Κεϋλάνης ενθαρρύνει το αντι-αποικιακό και αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα στην περιοχή, στο πλαίσιο του οποίου εντάσσεται πλήρως ο αγώνας των Κυπρίων για αυτοδιάθεση. Η διεξαγωγή τον Ιανουάριο του 1950 ενός δημοψηφίσματος με το οποίο το 97,8% των Ελλήνων της Μεγαλονήσου «[αξιούν] την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα» συμπίπτει με τις προσπάθειες των Ιρανών και των Αιγυπτίων να επαναδιαπραγματευθούν τις συνθήκες οικονομικού και στρατιωτικού χαρακτήρα που έδιναν υπερβολικά προνόμια στους Βρετανούς. Το 1951, το ιρανικό Κοινοβούλιο προχωρεί στην εθνικοποίηση της Anglo-Iranian Oil Company, ενώ πρωθυπουργός διορίζεται ο δημοκράτης Μοσαντέκ7. Την επόμενη χρονιά, η Επανάσταση των Ελεύθερων Αξιωματικών ανατρέπει το σκηνικό στην Αίγυπτο. Η πτώση του Μοσαντέκ θα επέλθει το 1953, μετά από επέμβαση της CIA στην Τεχεράνη σε συντονισμό με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στην Κύπρο8. Στην περίπτωση της Αιγύπτου, όμως, θα χρειαστούν περισσότερες συνωμοσίες και τρεις πόλεμοι για να συμβιβαστεί με τους όρους των δυτικών δυνάμεων.
Μετά από την απόφαση του Νάσερ να μην ανανεώσει την άδεια στάθμευσης του βρετανικού στρατού στο αιγυπτιακό έδαφος το 1954, το Γενικό Επιτελείο των βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή μεταφέρεται στην Κύπρο. Αποφασισμένοι όσο ποτέ να κρατήσουν το νησί στην κατοχή τους, όποιο και να ’ναι το τίμημα, οι Βρετανοί καταστέλλουν βίαια τον απελευθερωτικό αγώνα που ξεκινούν οι Κύπριοι τον Απρίλιο του 1955. Για να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο παραχώρησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης στους αγωνιζόμενους Κυπρίους, χρισημοποιούν ως εργαλείο την τουρκική μειονότητα του νησιού και προσφεύγουν στην Άγκυρα, κύριο εταίρο τους στο Σύμφωνο της Βαγδάτης9, σε πλήρη παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία παραιτείται κάθε εδαφικής διεκδίκησης πάνω στην Κύπρο. Σ’ αυτό το στάδιο, πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σ’ έναν άλλο παίκτη της περιοχής, του οποίου ο ρόλος είναι λιγότερο γνωστός, αν και καθοριστικός για τις μετέπειτα εξελίξεις στο νησί.
Από το 1952 και ύστερα, το κράτος του Ισραήλ, που είχε ιδρυθεί τέσσερα χρόνια πριν, θεωρούσε την Ελλάδα «εχθρική χώρα»10. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η Ελλάδα ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή και «δυτική» χώρα που καταψήφισε το σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης στον ΟΗΕ τον Νοέμβριο του 1947 και η τελευταία απ’ αυτές τις χώρες που αναγνώρισε de jure το κράτος του Ισραήλ (1990)11. Αντιθέτως, η Τουρκία, αν και αρχικά καταψήφισε το σχέδιο διχοτόμησης, ήταν η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ το 1949 και ανέπτυξε μαζί του στενότατες σχέσεις σε όλα τα επίπεδα, συγκροτώντας μια στρατηγική συμμαχία σε βάρος των συμφερόντων των αραβικών χωρών. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, την ίδια χρονιά, το Ισραήλ πήρε θέση ενάντια στο αίτημα των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα12, εκτιμώντας ότι το αίτημα ήταν «τέχνασμα ... ανεπιθύμητο υποπροϊόν της ελληνικής πολιτικής»13. Σε όσους θα έτειναν να ερμηνεύσουν την ισραηλινή στάση ως κίνηση κατευνασμού της συμμάχου Τουρκίας, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως συμβαίνει και με τους Βρετανούς, η Τουρκία στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης για να αποδυναμωθεί η Ελλάδα και για να πεισθεί να εγκαταλείψει την Κύπρο στη μοίρα της.
Απ’ αυτή την άποψη, άκρως αποκαλυπτική είναι η επιστολή που απηύθυνε στις 23 Ιουλίου 1956 ο Ισραηλινός απεσταλμένος στην Αθήνα προς το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, όπου παρατηρούσε ότι «οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν αρκετή δύναμη για να πουν στον λαό τους ότι εγκατέλειπαν την υπόθεση. Μόνο όταν οι καιροί θα ήταν πιο ευνοϊκοί –δηλαδή όταν η Ελλάδα θα είχε στρατιωτική δικτατορία– θα ήταν η ελληνική κυβέρνηση ελεύθερη να εγκαταλείψει το Κυπριακό Ζήτημα»14. Με άλλα λόγια, και οφείλουμε να το υπογραμμίσουμε σήμερα όσο ποτέ, το κύριο διακύβευμα δεν ήταν η Ελλάδα, αλλά η Κύπρος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μέση Ανατολή και Δύση, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 1970, σ. 193.
2. Βλ. G. Antonius, The Arab Awakening, The Story of the Arab National Movement, Λονδίνο, Hamish Hamilton, 1938.
3. Βλ. Κ. Νικολάου, «Un coup diplomatique et gιostratιgique britannique : la prise de Chypre par l’Angleterre (1878) et la rιaction franηaise», Cahiers de la Mιditerranιe, τεύχος 71 (2005), http://cdlm.revues.org/document981.html.
4. Βλ. J. R. I. Cole, Colonialism and Revolution in the Middle East: Social and Cultural Origins of Egypt’s Urabi Movement, Πρίνστον, Princeton University Press, 1993.
5. Με τη Γαλλία να λαμβάνει «εντολή» πάνω στη Συρία και τον Λίβανο, και τη Μεγάλη Βρετανία πάνω στην Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία.
6. Σχετικά με τη Συμφωνία Σάικς-Πικό, τη Διακήρυξη Μπάλφουρ και την αλληλογραφία μεταξύ του Σερίφη της Μέκκας Χουσεΐν και του Βρετανού Ύπατου Αρμοστή στην Αίγυπτο Μακ Μάχον, βλ. Α. Σ. Κούτση, Μέση Ανατολή: Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτική Ανάπτυξη, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 1992, σσ. 78-92, καθώς και Δ. Παπανδρέου, Σημειώματα για τη Μέση Ανατολή, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 2005, σσ. 97-120.
7. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Δ. Παπανδρέου, ό.π., σσ. 170-178.
8. B. O’Malley & I. Craig, The Cyprus Conspiracy, Λονδίνο, Tauris, 2002 (1η έκδ. 1999), σ. 10.
9. Το οποίο συγκροτείται τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς και στο οποίο συμμετέχουν, εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία και την Τουρκία, το υπό βρετανική επιρροή τότε Ιράκ, το Ιράν και το Πακιστάν.
10. A. Nachmani, Israel, Turkey and Greece: Uneasy Relations in the East Mediterranean, Λονδίνο, Frank Cass & Co., 1987, σ. 94.
11. Σχετικά με τις ελληνοαραβικές σχέσεις στη μεταπολεμική περίοδο, βλ. E. Hatzivassiliou, «Greece and the Arabs, 1956-58», Byzantine and Modern Greek Studies, τεύχος 16 (1992), σσ. 49-82, καθώς και Γ. Σάκκα, «Η Ελλάδα και οι Άραβες την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, Εθνικές επιδιώξεις και διπλωματία», Journal of Oriental and African Studies, τεύχος 13 (2004), σσ. 201-223.
12. A. Nachmani, ό.π., σσ. 98-100. 13. Στο ίδιο, σ. 69.
14. Στο ίδιο, σ. 100.
Της Μπάσμα Ζερουάλι
Άρδην τ.71
Άρ
tosokaki.blogspot.gr
Π αρ’ όλους τους τόμους που έχουν γραφτεί εδώ και αρκετές δεκαετίες πάνω στο Κυπριακό ζήτημα, το ζήτημα αυτό εξακολουθεί να παρουσιάζεται συνήθως, ακόμα και από Έλληνες αναλυτές, ως διακοινοτική διαμάχη που στέκεται εμπόδιο στην εξέλιξη ομαλών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και, από το 2004 και μετά, ως «φορτίο» που κληρονόμησε η Ευρωπαϊκή Ένωση με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στους κόλπους της. Σπάνιες είναι οι μελέτες που τοποθετούν το Κυπριακό στο πραγματικό του μεσανατολικό πλαίσιο, αποκρύπτοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την ουσία: Χωρίς σωστή διευθέτηση του Παλαιστινιακού, ελάχιστες είναι οι πιθανότητες να βρεθεί βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού.
Το 1970, ο Μπέρναρντ Λούις, πραγματικός εφευρέτης της «σύγκρουσης των πολιτισμών», σημείωνε: «Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Κύπρος, και διά μέσου της Μεγαλονήσου η Ελλάδα, σέρνονται πάλι στον μεσοανατολικό χώρο και το όλο τους μέλλον επηρεάζεται αποφασιστικά από τη μεγάλη μάχη για τον έλεγχο των στρατηγικών και οικονομικών δυνατοτήτων του χώρου της Μέσης Ανατολής
Η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ το 1869, που επέτρεπε στη Γαλλία να στερεώσει την παρουσία της στην περιοχή και να απειλήσει τον δρόμο προς τις Ινδίες, καθώς και η νίκη της Ρωσίας επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1878, κατέστησαν την απόκτηση της Κύπρου απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση των βρετανικών συμφερόντων. Με την υπογραφή της βρετανο-τουρκικής Συμφωνίας Αμυντικής Συμμαχίας της 4ης Ιουνίου 18783 η Μεγάλη Βρετανία ελέγχει πλέον τα τρία σημεία-κλειδιά της Μεσογείου (Γιβραλτάρ, Μάλτα και Κύπρο) και «προστατεύει» τη Μικρά Ασία, τη Συρία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη από τις ρωσικές και γαλλικές φιλοδοξίες. Στη συνέχεια, η κατοχή της Κύπρου διευκολύνει τη βρετανική κάθοδο προς την Αίγυπτο, στην οποία εισβάλλει με πρόσχημα την εξέγερση της οποίας ηγείται ο συνταγματάρχης Άχμαντ Ουραμπί (Οραμπί Πασά) το 1882, τόσο εναντίον της τουρκικής κυριαρχούσας τάξης, όσο και της αυξανόμενης επιρροής των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων4.
Οι έρευνες για εξόρυξη πετρελαίου, που διεξάγονται για πρώτη φορά στη Μέση Ανατολή το 1901, και η ανακάλυψη των πρώτων πετρελαιοπηγών της περιοχής στη νοτιοδυτική Περσία το 1908, ενισχύουν τη βούληση των Βρετανών να διατηρήσουν τα εδάφη που κατέχουν, με αποτέλεσμα μια περαιτέρω σκλήρυνση της πολιτικής τους απέναντι στους αυτόχθονες πληθυσμούς. Αντί να τους προσφέρουν μεγαλύτερη αυτονομία, οι Βρετανοί δράττονται της ευκαιρίας της έναρξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου για να προσαρτήσουν την Κύπρο και για να επιβάλουν προτεκτοράτο στην Αίγυπτο. Με το τέλος του πολέμου, η υπόλοιπη αραβική Ανατολή περνά από την οθωμανοκρατία στη γαλλοβρετανική κηδεμονία, όπως το προβλέπει η μυστική συμφωνία Σάικς-Πικό του 19165. Έναν χρόνο αργότερα, η Διακήρυξη Μπάλφουρ θέτει τη βάση για «εγκαθίδρυση εβραϊκής εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη», δίνοντας τη χαριστική βολή στις προσδοκίες χειραφέτησης των αραβικών πληθυσμών. Οι υποσχέσεις που είχαν δοθεί στους Χασεμίτες για ίδρυση ενός ανεξάρτητου ενιαίου Αραβικού Κράτους6 εξανεμίζονται, όπως απομακρύνεται και κάθε προοπτική ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Παρά τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις που ξεσπούν εναντίον των κατοχικών αρχών σε όλη την περιοχή (1919-1921 στην Αίγυπτο, 1925-1927 στη Συρία, 1931 στην Κύπρο, 1936-1939 στην Παλαιστίνη), θα χρειαστεί άλλος παγκόσμιος πόλεμος για να ξαναποκτήσουν οι ντόπιοι πληθυσμοί κάποια ελπίδα απελευθέρωσης από τους κηδεμόνες τους.
Μια σειρά από ριζικές μεταβολές σηματοδοτούν τα μεταπολεμικά χρόνια στη Μέση Ανατολή. Η ανεξαρτητοποίηση της Ινδίας, της Βιρμανίας και της Κεϋλάνης ενθαρρύνει το αντι-αποικιακό και αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα στην περιοχή, στο πλαίσιο του οποίου εντάσσεται πλήρως ο αγώνας των Κυπρίων για αυτοδιάθεση. Η διεξαγωγή τον Ιανουάριο του 1950 ενός δημοψηφίσματος με το οποίο το 97,8% των Ελλήνων της Μεγαλονήσου «[αξιούν] την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα» συμπίπτει με τις προσπάθειες των Ιρανών και των Αιγυπτίων να επαναδιαπραγματευθούν τις συνθήκες οικονομικού και στρατιωτικού χαρακτήρα που έδιναν υπερβολικά προνόμια στους Βρετανούς. Το 1951, το ιρανικό Κοινοβούλιο προχωρεί στην εθνικοποίηση της Anglo-Iranian Oil Company, ενώ πρωθυπουργός διορίζεται ο δημοκράτης Μοσαντέκ7. Την επόμενη χρονιά, η Επανάσταση των Ελεύθερων Αξιωματικών ανατρέπει το σκηνικό στην Αίγυπτο. Η πτώση του Μοσαντέκ θα επέλθει το 1953, μετά από επέμβαση της CIA στην Τεχεράνη σε συντονισμό με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στην Κύπρο8. Στην περίπτωση της Αιγύπτου, όμως, θα χρειαστούν περισσότερες συνωμοσίες και τρεις πόλεμοι για να συμβιβαστεί με τους όρους των δυτικών δυνάμεων.
Μετά από την απόφαση του Νάσερ να μην ανανεώσει την άδεια στάθμευσης του βρετανικού στρατού στο αιγυπτιακό έδαφος το 1954, το Γενικό Επιτελείο των βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή μεταφέρεται στην Κύπρο. Αποφασισμένοι όσο ποτέ να κρατήσουν το νησί στην κατοχή τους, όποιο και να ’ναι το τίμημα, οι Βρετανοί καταστέλλουν βίαια τον απελευθερωτικό αγώνα που ξεκινούν οι Κύπριοι τον Απρίλιο του 1955. Για να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο παραχώρησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης στους αγωνιζόμενους Κυπρίους, χρισημοποιούν ως εργαλείο την τουρκική μειονότητα του νησιού και προσφεύγουν στην Άγκυρα, κύριο εταίρο τους στο Σύμφωνο της Βαγδάτης9, σε πλήρη παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία παραιτείται κάθε εδαφικής διεκδίκησης πάνω στην Κύπρο. Σ’ αυτό το στάδιο, πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σ’ έναν άλλο παίκτη της περιοχής, του οποίου ο ρόλος είναι λιγότερο γνωστός, αν και καθοριστικός για τις μετέπειτα εξελίξεις στο νησί.
Από το 1952 και ύστερα, το κράτος του Ισραήλ, που είχε ιδρυθεί τέσσερα χρόνια πριν, θεωρούσε την Ελλάδα «εχθρική χώρα»10. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η Ελλάδα ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή και «δυτική» χώρα που καταψήφισε το σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης στον ΟΗΕ τον Νοέμβριο του 1947 και η τελευταία απ’ αυτές τις χώρες που αναγνώρισε de jure το κράτος του Ισραήλ (1990)11. Αντιθέτως, η Τουρκία, αν και αρχικά καταψήφισε το σχέδιο διχοτόμησης, ήταν η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ το 1949 και ανέπτυξε μαζί του στενότατες σχέσεις σε όλα τα επίπεδα, συγκροτώντας μια στρατηγική συμμαχία σε βάρος των συμφερόντων των αραβικών χωρών. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, την ίδια χρονιά, το Ισραήλ πήρε θέση ενάντια στο αίτημα των Κυπρίων για Ένωση με την Ελλάδα12, εκτιμώντας ότι το αίτημα ήταν «τέχνασμα ... ανεπιθύμητο υποπροϊόν της ελληνικής πολιτικής»13. Σε όσους θα έτειναν να ερμηνεύσουν την ισραηλινή στάση ως κίνηση κατευνασμού της συμμάχου Τουρκίας, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως συμβαίνει και με τους Βρετανούς, η Τουρκία στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης για να αποδυναμωθεί η Ελλάδα και για να πεισθεί να εγκαταλείψει την Κύπρο στη μοίρα της.
Απ’ αυτή την άποψη, άκρως αποκαλυπτική είναι η επιστολή που απηύθυνε στις 23 Ιουλίου 1956 ο Ισραηλινός απεσταλμένος στην Αθήνα προς το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, όπου παρατηρούσε ότι «οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν αρκετή δύναμη για να πουν στον λαό τους ότι εγκατέλειπαν την υπόθεση. Μόνο όταν οι καιροί θα ήταν πιο ευνοϊκοί –δηλαδή όταν η Ελλάδα θα είχε στρατιωτική δικτατορία– θα ήταν η ελληνική κυβέρνηση ελεύθερη να εγκαταλείψει το Κυπριακό Ζήτημα»14. Με άλλα λόγια, και οφείλουμε να το υπογραμμίσουμε σήμερα όσο ποτέ, το κύριο διακύβευμα δεν ήταν η Ελλάδα, αλλά η Κύπρος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Μέση Ανατολή και Δύση, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 1970, σ. 193.
2. Βλ. G. Antonius, The Arab Awakening, The Story of the Arab National Movement, Λονδίνο, Hamish Hamilton, 1938.
3. Βλ. Κ. Νικολάου, «Un coup diplomatique et gιostratιgique britannique : la prise de Chypre par l’Angleterre (1878) et la rιaction franηaise», Cahiers de la Mιditerranιe, τεύχος 71 (2005), http://cdlm.revues.org/document981.html.
4. Βλ. J. R. I. Cole, Colonialism and Revolution in the Middle East: Social and Cultural Origins of Egypt’s Urabi Movement, Πρίνστον, Princeton University Press, 1993.
5. Με τη Γαλλία να λαμβάνει «εντολή» πάνω στη Συρία και τον Λίβανο, και τη Μεγάλη Βρετανία πάνω στην Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία.
6. Σχετικά με τη Συμφωνία Σάικς-Πικό, τη Διακήρυξη Μπάλφουρ και την αλληλογραφία μεταξύ του Σερίφη της Μέκκας Χουσεΐν και του Βρετανού Ύπατου Αρμοστή στην Αίγυπτο Μακ Μάχον, βλ. Α. Σ. Κούτση, Μέση Ανατολή: Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτική Ανάπτυξη, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 1992, σσ. 78-92, καθώς και Δ. Παπανδρέου, Σημειώματα για τη Μέση Ανατολή, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση, 2005, σσ. 97-120.
7. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Δ. Παπανδρέου, ό.π., σσ. 170-178.
8. B. O’Malley & I. Craig, The Cyprus Conspiracy, Λονδίνο, Tauris, 2002 (1η έκδ. 1999), σ. 10.
9. Το οποίο συγκροτείται τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς και στο οποίο συμμετέχουν, εκτός από τη Μεγάλη Βρετανία και την Τουρκία, το υπό βρετανική επιρροή τότε Ιράκ, το Ιράν και το Πακιστάν.
10. A. Nachmani, Israel, Turkey and Greece: Uneasy Relations in the East Mediterranean, Λονδίνο, Frank Cass & Co., 1987, σ. 94.
11. Σχετικά με τις ελληνοαραβικές σχέσεις στη μεταπολεμική περίοδο, βλ. E. Hatzivassiliou, «Greece and the Arabs, 1956-58», Byzantine and Modern Greek Studies, τεύχος 16 (1992), σσ. 49-82, καθώς και Γ. Σάκκα, «Η Ελλάδα και οι Άραβες την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, Εθνικές επιδιώξεις και διπλωματία», Journal of Oriental and African Studies, τεύχος 13 (2004), σσ. 201-223.
12. A. Nachmani, ό.π., σσ. 98-100. 13. Στο ίδιο, σ. 69.
14. Στο ίδιο, σ. 100.
Της Μπάσμα Ζερουάλι
Άρδην τ.71
Άρ
tosokaki.blogspot.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Κοινοβουλευτική»…αυτοθυσία
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΜΠΑΡΤΖΩΚΑΣ : Η ΟΜΑΔΑ ΑΥΤΗ ΕΧΕΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ