2012-11-25 21:32:21
Τον Ιανουάριο του 1985 ο Ρόναλντ Ρίγκαν ορκιζόταν για δεύτερη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου γινόταν για δεύτερη φορά κυβέρνηση. Ο Ψυχρός Πόλεμος εξακολουθούσε απειλητικός ενώ στην Κεντρική Ευρώπη εμφανίζονταν οι πρώτες ρωγμές στα θεμέλια του υπαρκτού σοσιαλισμού και στην Ελλάδα κλιμακώνονταν οι ζυμώσεις για τη μετεξέλιξη του ΚΚΕ εσωτερικού.
Στη Στοκχόλμη ο Κλοντ Σιμόν θα έπαιρνε το Νομπέλ Λογοτεχνίας για τη βαθιά συναίσθηση του χρόνου στην απεικόνιση της ανθρώπινης κατάστασης και στην Αθήνα ο 55χρονος Χρόνης Μίσσιος, αριστερός από τα γεννοφάσκια του και αγωνιστής, έβγαζε το πρώτο του βιβλίο. Ενα μικρό αφήγημα 200 σελίδων στο οποίο διηγούνταν διώξεις, συλλήψεις, καταδίκες, εξορίες και βασανιστήρια από τα χρόνια του Εμφυλίου.
«"Βλέπεις, βρε μαλάκα; Ποιος νοιάζεται για σένα; Πας για εκτέλεση κι είσαι μονάχα δεκάξι χρονών''». Δεμένος με χειροπέδες μέσα σ' ένα τζιπ, στον δρόμο από την Ασφάλεια για το Γεντί Κουλέ, έξω οι Σαλονικιοί κάνουν τα ψώνια τους στο Βαρδάρι και μέσα ο χαφιές να τον τσιγκλάει. «Επρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολλά για να καταλάβω πόσο μοναχικός και πόσο μοναδικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη».
Είκοσι επτά χρόνια μετά την έκδοση του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (εκδόσεις Γράμματα), ο τίτλος του πρώτου βιβλίου του Χρόνη Μίσσιου, που πέθανε την περασμένη Τρίτη, έχει αποκτήσει αυτόνομη ζωή. Εγινε σύνθημα στους τοίχους των Εξαρχείων και σλόγκαν στα μπλουζάκια που κρέμονται στα εμπορικά της Πλάκας. Πέρασε στη γλώσσα ως παροιμιώδες καλοτύχισμα για όποιον έφυγε μέσα στην αθωότητά του και δεν είδε τα οράματά του να ματαιώνονται. Το 1985 όμως ήταν ο τίτλος ενός βιβλίου που ξάφνιασε, που σόκαρε, που έγινε το βιβλίο της χρονιάς.
Η κυκλοφορία του διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο έκανε 13 εκδόσεις. Στις λίστες των μπεστ σέλερ που δημοσίευε τότε το περιοδικό «Διαβάζω» ήταν για μήνες στην πρώτη θέση και υποχώρησε στη δεύτερη τον Ιούλιο του 1986, από την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» του Κούντερα. Το ίδιο καλοκαίρι αποσπάσματά του μεταφρασμένα στα γαλλικά δημοσιεύθηκαν στον «Monde Diplomatique». Ο Κωστάς Γαβράς σκεφτόταν να το γυρίσει ταινία.
Το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» ήταν στην πολιτική συζήτηση, στην καθημερινή κουβέντα, στις στήλες των εφημερίδων και στις σελίδες των λογοτεχνικών περιοδικών. Μέσα στην ευφορία της πρώτης σοσιαλιστικής κυβέρνησης, που γιόρταζε την άνοδο της εμπιστοσύνης στην ΕΑΜική γενιά, ένας άνθρωπος οργανωμένος στην Αριστερά, που επί μήνες περίμενε καθημερινά στη φυλακή τον θάνατό του, τολμούσε να θέσει το ερώτημα: «Τι έγινε τελικά; Ημασταν σωστοί;». Εναντιωνόταν στον δογματισμό της επίσημης Αριστεράς, στην κομματική πρακτική και στην οργανωσιακή υποκρισία όχι μέσα από πολιτικά έντυπα αλλά με ένα κείμενο προσωπικό, που το βιωματικό υλικό του ήταν ακόμη καυτό.
Για τους ορθόδοξους αριστερούς ο Μίσσιος έγινε κόκκινο πανί. Για τους «ανανεωτές» εκείνος που έδωσε φωνή στις αμφισβητήσεις τους με το όχημα της λογοτεχνίας και με το δικαίωμα της μαρτυρίας. Για τους περισσότερους, που δεν γνώριζαν τον γιο των καπνεργατών από τα Ποταμούδια της Καβάλας, ήταν ο απλός λαϊκός αφηγητής, που παράτησε το σχολείο στη Β΄Δημοτικού και έμαθε γράμματα στη φυλακή. Το αφήγημά του, σε πρώτο πρόσωπο και ύφος οικείο, σαν συζήτηση παλιόφιλων στην ταβέρνα, είχε τον παλμό του προφορικού λόγου και αποκαθήλωνε τον καθωσπρεπισμό της λογοτεχνικής έκφρασης με μια γλώσσα ελευθερόστομη και αψιά. Τα επεισόδια ήταν τραγικά, μα ο συγγραφέας ήξερε να ανακουφίζει από τις επώδυνες διηγήσεις με χιούμορ τρυφερό.
Σήμερα έχουμε εμπεδώσει ότι «και οι αστοί και οι κομμουνιστές την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε: οριζόντια, ισόπεδη», ότι «δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία», ότι «δεν ξέρουν τι κοστίζει η συμμετοχή», γι’ αυτό και «δεν ξέρουν τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη». Σήμερα ξέρουμε.
Τότε η πόλωση του Εμφυλίου κρατούσε ακόμη. Αριστεροί και δεξιοί ήταν κόσμος χωρισμένος σε «σωστούς» και «λάθος» και όποιος θόλωνε τα σύνορα μεταξύ τους ήταν ύποπτος. Οποιοι είχαν αμφιβολίες σιωπούσαν. Αλλοι βούλιαξαν στην κατάθλιψη. Ο Μίσσιος μίλησε. Δεν τάχθηκε να αναθεωρήσει την Ιστορία αλλά να αναδείξει την ατομική συμβολή, τον άνθρωπο, τον Παύλο, τη Ρηνιώ, τον μαστρο-Στέφανο μέσα από τη δική του διαδρομή. Γι’ αυτό και οι αναγνώστες υποδέχθηκαν το βιβλίο του με θέρμη.
Γενναιόδωρη υπήρξε μαζί του και η κριτική. Ο Αγγελος Ελεφάντης στον «Δεκαπενθήμερο Πολίτη» επαινεί την επιτυχημένη απόδοση του κλίματος μιας πικρής εποχής. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην «Αυγή» τονίζει: «Μιλάμε για λογοτεχνία και όχι για χρονογραφία». Ο Χρήστος Λάζος στο «Αντί» αναδεικνύει τη στερεή αρχιτεκτονική της αφήγησης από φυλακή σε φυλακή και την ευφυή χρήση του αφηγηματικού χρόνου. Ο Σπύρος Τσακνιάς στη «Λέξη» θαυμάζει τη λειτουργικότητα της γλώσσας και αποκαλεί το κείμενο «ένα λαμπρό δείγμα γραφής κι ένα συγκλονιστικό αφήγημα πέρα από ειδολογικές κατατάξεις».
Ο Μίσσιος την τελευταία δεκαετία δεν έγραφε. Για πολλούς κριτικούς ήταν ο συγγραφέας του ενός βιβλίου. Ακόμα κι έτσι, δεν είναι λίγο. Οταν ανακοινώθηκε ο θάνατός του, το site του «Βήματος» σείστηκε από τα like των αναγνωστών. Οι χρήστες του Facebook, που οι περισσότεροι ήταν αγέννητοι όταν κυκλοφόρησε το Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εξέφραζαν έτσι την ευγνωμοσύνη τους στον συγγραφέα Μίσσιο.
Στην ταινία «Αν…» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη η γενιά που ανδρώθηκε στα χρόνια του λάιφσταϊλ πιάνεται από τον λόγο του Μίσσιου για να αλλάξει τη ζωή της. Το Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, το βιβλίο με το οποίο μας συστήθηκε ο Χρόνης Μίσσιος, είναι στην εποχή της κρίσης επίκαιρο και ζει μια δεύτερη ζωή ως καθοδήγηση ανθρωπιάς.
Κουζέλη Λαμπρινή
I-Reporter
Στη Στοκχόλμη ο Κλοντ Σιμόν θα έπαιρνε το Νομπέλ Λογοτεχνίας για τη βαθιά συναίσθηση του χρόνου στην απεικόνιση της ανθρώπινης κατάστασης και στην Αθήνα ο 55χρονος Χρόνης Μίσσιος, αριστερός από τα γεννοφάσκια του και αγωνιστής, έβγαζε το πρώτο του βιβλίο. Ενα μικρό αφήγημα 200 σελίδων στο οποίο διηγούνταν διώξεις, συλλήψεις, καταδίκες, εξορίες και βασανιστήρια από τα χρόνια του Εμφυλίου.
«"Βλέπεις, βρε μαλάκα; Ποιος νοιάζεται για σένα; Πας για εκτέλεση κι είσαι μονάχα δεκάξι χρονών''». Δεμένος με χειροπέδες μέσα σ' ένα τζιπ, στον δρόμο από την Ασφάλεια για το Γεντί Κουλέ, έξω οι Σαλονικιοί κάνουν τα ψώνια τους στο Βαρδάρι και μέσα ο χαφιές να τον τσιγκλάει. «Επρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολλά για να καταλάβω πόσο μοναχικός και πόσο μοναδικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη».
Είκοσι επτά χρόνια μετά την έκδοση του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (εκδόσεις Γράμματα), ο τίτλος του πρώτου βιβλίου του Χρόνη Μίσσιου, που πέθανε την περασμένη Τρίτη, έχει αποκτήσει αυτόνομη ζωή. Εγινε σύνθημα στους τοίχους των Εξαρχείων και σλόγκαν στα μπλουζάκια που κρέμονται στα εμπορικά της Πλάκας. Πέρασε στη γλώσσα ως παροιμιώδες καλοτύχισμα για όποιον έφυγε μέσα στην αθωότητά του και δεν είδε τα οράματά του να ματαιώνονται. Το 1985 όμως ήταν ο τίτλος ενός βιβλίου που ξάφνιασε, που σόκαρε, που έγινε το βιβλίο της χρονιάς.
Η κυκλοφορία του διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο έκανε 13 εκδόσεις. Στις λίστες των μπεστ σέλερ που δημοσίευε τότε το περιοδικό «Διαβάζω» ήταν για μήνες στην πρώτη θέση και υποχώρησε στη δεύτερη τον Ιούλιο του 1986, από την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» του Κούντερα. Το ίδιο καλοκαίρι αποσπάσματά του μεταφρασμένα στα γαλλικά δημοσιεύθηκαν στον «Monde Diplomatique». Ο Κωστάς Γαβράς σκεφτόταν να το γυρίσει ταινία.
Το «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» ήταν στην πολιτική συζήτηση, στην καθημερινή κουβέντα, στις στήλες των εφημερίδων και στις σελίδες των λογοτεχνικών περιοδικών. Μέσα στην ευφορία της πρώτης σοσιαλιστικής κυβέρνησης, που γιόρταζε την άνοδο της εμπιστοσύνης στην ΕΑΜική γενιά, ένας άνθρωπος οργανωμένος στην Αριστερά, που επί μήνες περίμενε καθημερινά στη φυλακή τον θάνατό του, τολμούσε να θέσει το ερώτημα: «Τι έγινε τελικά; Ημασταν σωστοί;». Εναντιωνόταν στον δογματισμό της επίσημης Αριστεράς, στην κομματική πρακτική και στην οργανωσιακή υποκρισία όχι μέσα από πολιτικά έντυπα αλλά με ένα κείμενο προσωπικό, που το βιωματικό υλικό του ήταν ακόμη καυτό.
Για τους ορθόδοξους αριστερούς ο Μίσσιος έγινε κόκκινο πανί. Για τους «ανανεωτές» εκείνος που έδωσε φωνή στις αμφισβητήσεις τους με το όχημα της λογοτεχνίας και με το δικαίωμα της μαρτυρίας. Για τους περισσότερους, που δεν γνώριζαν τον γιο των καπνεργατών από τα Ποταμούδια της Καβάλας, ήταν ο απλός λαϊκός αφηγητής, που παράτησε το σχολείο στη Β΄Δημοτικού και έμαθε γράμματα στη φυλακή. Το αφήγημά του, σε πρώτο πρόσωπο και ύφος οικείο, σαν συζήτηση παλιόφιλων στην ταβέρνα, είχε τον παλμό του προφορικού λόγου και αποκαθήλωνε τον καθωσπρεπισμό της λογοτεχνικής έκφρασης με μια γλώσσα ελευθερόστομη και αψιά. Τα επεισόδια ήταν τραγικά, μα ο συγγραφέας ήξερε να ανακουφίζει από τις επώδυνες διηγήσεις με χιούμορ τρυφερό.
Σήμερα έχουμε εμπεδώσει ότι «και οι αστοί και οι κομμουνιστές την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε: οριζόντια, ισόπεδη», ότι «δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία», ότι «δεν ξέρουν τι κοστίζει η συμμετοχή», γι’ αυτό και «δεν ξέρουν τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη». Σήμερα ξέρουμε.
Τότε η πόλωση του Εμφυλίου κρατούσε ακόμη. Αριστεροί και δεξιοί ήταν κόσμος χωρισμένος σε «σωστούς» και «λάθος» και όποιος θόλωνε τα σύνορα μεταξύ τους ήταν ύποπτος. Οποιοι είχαν αμφιβολίες σιωπούσαν. Αλλοι βούλιαξαν στην κατάθλιψη. Ο Μίσσιος μίλησε. Δεν τάχθηκε να αναθεωρήσει την Ιστορία αλλά να αναδείξει την ατομική συμβολή, τον άνθρωπο, τον Παύλο, τη Ρηνιώ, τον μαστρο-Στέφανο μέσα από τη δική του διαδρομή. Γι’ αυτό και οι αναγνώστες υποδέχθηκαν το βιβλίο του με θέρμη.
Γενναιόδωρη υπήρξε μαζί του και η κριτική. Ο Αγγελος Ελεφάντης στον «Δεκαπενθήμερο Πολίτη» επαινεί την επιτυχημένη απόδοση του κλίματος μιας πικρής εποχής. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην «Αυγή» τονίζει: «Μιλάμε για λογοτεχνία και όχι για χρονογραφία». Ο Χρήστος Λάζος στο «Αντί» αναδεικνύει τη στερεή αρχιτεκτονική της αφήγησης από φυλακή σε φυλακή και την ευφυή χρήση του αφηγηματικού χρόνου. Ο Σπύρος Τσακνιάς στη «Λέξη» θαυμάζει τη λειτουργικότητα της γλώσσας και αποκαλεί το κείμενο «ένα λαμπρό δείγμα γραφής κι ένα συγκλονιστικό αφήγημα πέρα από ειδολογικές κατατάξεις».
Ο Μίσσιος την τελευταία δεκαετία δεν έγραφε. Για πολλούς κριτικούς ήταν ο συγγραφέας του ενός βιβλίου. Ακόμα κι έτσι, δεν είναι λίγο. Οταν ανακοινώθηκε ο θάνατός του, το site του «Βήματος» σείστηκε από τα like των αναγνωστών. Οι χρήστες του Facebook, που οι περισσότεροι ήταν αγέννητοι όταν κυκλοφόρησε το Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, εξέφραζαν έτσι την ευγνωμοσύνη τους στον συγγραφέα Μίσσιο.
Στην ταινία «Αν…» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη η γενιά που ανδρώθηκε στα χρόνια του λάιφσταϊλ πιάνεται από τον λόγο του Μίσσιου για να αλλάξει τη ζωή της. Το Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, το βιβλίο με το οποίο μας συστήθηκε ο Χρόνης Μίσσιος, είναι στην εποχή της κρίσης επίκαιρο και ζει μια δεύτερη ζωή ως καθοδήγηση ανθρωπιάς.
Κουζέλη Λαμπρινή
I-Reporter
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι νέες περικοπές θα «αφοπλίσουν» το Πολεμικό Ναυτικό
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ