2012-12-06 10:09:25
Ενας «Αμλετ» για όλες τις εποχές: ο Ινοκέντι Σμοτκουνόφσκι στο αριστούργημα του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ
Ζουμπουλάκης Γιάννης
Η ταινία του Πολ Τόμας Αντερσον «τρέχει» για τα Οσκαρ,
Αξιολόγηση
5: αριστούργημα, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, _ : χωρίς άποψη
Διαφημίζεται ως η αμερικανική ταινιάρα της χρονιάς, αλλά τελικά το «Master» του Πολ Τόμας Αντερσον είναι μια απλώς ενδιαφέρουσα ταινία χάρη κυρίως στις ερμηνείες των δύο βασικών ηθοποιών της, Χοάκιν Φίνιξ και Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν. Μυρίζουν Οσκαρ.
«The master» (ΗΠΑ, 2012) του Πολ Τόμας Αντερσον, με τους Χοάκιν Φίνιξ, Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, Εϊμι Ανταμς
Το ίδιο το θέμα αυτής της ταινίας έχω την αίσθηση ότι τελικά είναι πολύ πιο ισχυρό από τον χειρισμό του, και το λέω αυτό με πλήρη αίσθηση της παρουσίας του Πολ Τόμας Αντερσον στη σκηνοθεσία, ενός σπουδαίου δημιουργού, όπως απέδειξε με το «Θα χυθεί αίμα». Γιατί το θέμα εδώ είναι η σχέση εξουσιαστή - υπηκόου σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο και όχι περιορισμένο στην περίπτωση της Σαϊεντολογίας, όπως λανθασμένα έχει γραφεί και ειπωθεί (έστω και αν χρονολογικά η ταινία αναφέρεται στη «γέννηση» της Σαϊεντολογίας).
Τα δύο αντίθετα άκρα. Στη μία πλευρά ο Λάνκαστερ Ντοντ, ιδρυτής και επικεφαλής του «Σκοπού» (κακώς έχει μεταφραστεί το «Cause» ως «Υπόθεση»), μιας οργάνωσης/αίρεσης που στοχεύει στη «βελτίωση του ανθρώπου» μέσα από μυστηριώδεις συνεδρίες σε όλη την Αμερική. Ο Ντοντ, ένας παχουλός ξανθός κύριος με μουστάκι και κατακόκκινο πρόσωπο, έχει καλούς τρόπους αλλά αετίσιο βλέμμα. Πλασάρει τον εαυτό του ως συγγραφέα, φιλόσοφο, γιατρό και πάνω απ' όλα άνθρωπο, αλλά κάτι δεν μας κάθεται καλά με αυτόν, ιδίως όταν δεν δέχεται καμία αντίρρηση από κανέναν σε αυτά που πιστεύει. Ο Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν αγγίζει την τελειότητα ενώ τον υποδύεται.
Στην απέναντι όχθη ο Φρέντι, ό,τι πιο απολίτιστο και ζωώδες μπορεί κανείς να φανταστεί. Αμόρφωτος, ψυχωτικός, βίαιος, άμυαλος, απερίσκεπτος, με σχεδόν πρωτόγονη συμπεριφορά. Η βία είναι η απάντησή του σε καθετί που τον ενοχλεί. Βετεράνος του Πολεμικού Ναυτικού στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλκοολικός, σεξουαλικά καταπιεσμένος, με ολοφάνερα «πειραγμένο» μυαλό. «Εχεις εκτραχηλιστεί» του λέει ο Ντοντ στην πρώτη τους συνάντηση, προτού αναλάβει καθήκοντα σωτήρα του. Και όμως, η ωμότητα θα έλεγες ότι είναι το προσόν του, ο Φρέντι είναι ο τέλειος στρατιώτης, έτοιμος να πέσει στον λάκκο με τα φίδια για τον ηγέτη που θαυμάζει. Ο Χοάκιν Φίνιξ επίσης εξαιρετικός στον δυσκολότερο και πιο «σωματικό» ρόλο της καριέρας του, που θα τον οδηγήσει σίγουρα στις υποψηφιότητες των ερχόμενων Οσκαρ.
Με φόντο τη μεταπολεμική Αμερική της δεκαετίας του 1950 το φιλμ είναι η ιστορία της εξαιρετικά ιδιόμορφης, ενίοτε αρρωστημένης σχέσης αλληλεξάρτησης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο «τύπους» ανθρώπων. Ο ηγέτης Ντοντ είναι ένας αφέντης που θέλει τον προσωπικό του προστατευόμενο, το «σκυλάκι» του. Ο ανίδεος Φρέντι βλέπει στο πρόσωπο του Ντοντ την πατρική φιγούρα, το Μεγάλο Αφεντικό, τον «Θεό». Πού θα μπορούσε να καταλήξει αυτή η σχέση; Εύκολα πάντως μπορείς να κάνεις συνειρμούς και να τοποθετήσεις τα ίδια πρόσωπα σε διαφορετικά εποχές, σε διαφορετικές οργανώσεις ή αιρέσεις (προσωπικά μου ήρθε στο μυαλό η Χρυσή Αυγή, ο Νίκος Μιχαλολιάκος και το πρωτοπαλίκαρό του, ο Ηλίας Κασιδιάρης).
Οι σκηνές που μοιράζονται οι Φίνιξ - Χόφμαν σπάνε κόκαλα γιατί η αντίθεσή τους είναι τόσο έντονη που νιώθεις ότι παρακολουθείς διαρκώς ένα βραχυκύκλωμα. Οσο ήρεμος και cool είναι ο Ντοντ, τόσο λυσσασμένος είναι ο Φρέντι. Προσέξτε τη σκηνή στο κελί της φυλακής. Αν και δεμένος, ο Φρέντι σπαρταρά από ένταση και καταστρέφει με κλωτσιές έναν αληθινό καμπινέ, την ώρα που ο Ντοντ απλώς τον κοιτάζει. Ολο το στυλ του Φίνιξ μαγνητίζει στην οθόνη. Προσέξτε τον τρόπο με τον οποίο καμπουριάζει, ή όταν πιάνοντας τη μέση του «μπατάρει» κάπως το σώμα του. Μικρές κινήσεις πλάθουν ένα ολόκληρο ανθρώπινο σύμπαν.
Αλλά και πάλι, σε πολλά σημεία το φιλμ δείχνει δυσλειτουργικό και φλύαρο. Οι σκηνές των δύο κεντρικών ηρώων είναι, όπως είπαμε, θαυμάσιες, αλλά στην πραγματικότητα δεν βρήκα ιδιαίτερη εξέλιξη στους χαρακτήρες, ενώ η διάρκεια της ταινίας (144 λεπτά) δείχνει υπερβολικά μεγάλη. Νιώθεις ότι πολλά πράγματα στην ταινία γίνονται χωρίς ιδιαίτερο λόγο, όσο έξοχα και αν έχουν κινηματογραφηθεί από τον Μιχάι Μαλαμέρ. Η free jazz στη μουσική υπόκρουση του Τζόνι Γκρίνγουντ γίνεται συχνά καταπιεστική, όπως και η μάταιη εκπαίδευση του Φρέντι για να γίνει «σωστός άνθρωπος» από τον Ντοντ.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΔΑΝΑΟΣ - ΟDEON ΟΠΕΡΑ
---------------------------------------------------------------
Παιχνιδιάρης «Πυγμαλίων» στο Τόκιο (από… Ιρανό)
«Κάτι σαν έρωτας» («Like someone in love», Ιαπωνία / Γαλλία) του Αμπάς Κιαροστάμι, με τους Ταντάσι Οκούνο, Ριν Τακανάσι
Πριν από μερικά χρόνια ο ιρανός σκηνοθέτης Αμπάς Κιαροστάμι άρχισε να «δυτικοποιείται». Αφήνοντας πίσω του την πατρίδα του, το Ιράν, όπου σίγουρα έχει γυρίσει τις καλύτερες ταινίες του («Η γεύση του κερασιού», «Ο άνεμος θα μας σηκώσει»), πήγε στην Ευρώπη για να συν-σκηνοθετήσει το σπονδυλωτό «Tickets» (με τον Κεν Λόουτς και τον Ερμάνο Ολμι) και το «Γνήσιο αντίγραφο» που γυρίστηκε στη μαγευτική Τοσκάνη με πρωταγωνίστρια τη Ζυλιέτ Μπινός. Με το «Κάτι σαν έρωτας» ο ιρανός δημιουργός ανοίγει ακόμη περισσότερο τα φτερά του και γυρίζει την ταινία στο Τόκιο, με γιαπωνέζικα και γαλλικά χρήματα, κάτι που από μόνο του προκαλεί την περιέργεια, γιατί προσωπικά έχω αρχίσει να πιστεύω ότι ο Κιαροστάμι ακολουθεί την τακτική του Γούντι Αλεν.
Το «Κάτι σαν έρωτας» δεν είναι κάτι σπουδαίο, μοιάζει με μια παιχνιδιάρικη υπόκλιση του Κιαροστάμι προς τον «Πυγμαλίωνα» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο. Παρακολουθούμε τον απίστευτο κυκεώνα στον οποίο θα βρεθεί ένας ηλικιωμένος διανοούμενος (Ταντάσι Οκούνο) από τη στιγμή που αποφασίζει να περάσει μια νύχτα με μια συνοδό πολυτελείας, ένα πανέμορφο κορίτσι (Ριν Τακανάσι) που τον θαυμάζει αλλά την ίδια ώρα θέλει τη βοήθειά του. Η γιαγιά της, ο μηχανικός αυτοκινήτων φίλος της, ο εργοδότης της, όλα αυτά τα πρόσωπα θα γίνουν ξαφνικά προβλήματα του ηλικιωμένου καθηγητή ο οποίος αναλαμβάνει καθήκοντα προστάτη της κοπέλας, άρα κατά μια έννοια ξαναβρίσκει έστω και πρόσκαιρα τη νιότη του.
Ολα αυτά διανθισμένα με τζαζ ήχους (ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι ο τίτλος ενός διάσημου τραγουδιού που έγινε επιτυχία από την Ντίνα Σορ και τον Μπινγκ Κρόσμπι) και με μοιρασμένα «κεφάλαια διαλόγων» τοποθετημένα σε διαφορετικούς σκηνικούς χώρους, σε σημείο που η δομή της ταινίας να θυμίζει θεατρικό έργο εν κινήσει. Μια μεγάλη σκηνή σε ένα μπαρ, μια μέσα σε ένα ταξί, στο σπίτι του καθηγητή, στο σχολείο, στο αυτοκίνητό του. Ο Κιαροστάμι στήνει ωραία αυτές τις σκηνές ανιχνεύοντας με χαλαρότητα τις σχέσεις αγνώστων μεταξύ τους ανθρώπων. Η σοφία του ηλικιωμένου καθηγητή κλέβει την παράσταση στην ταινία και το γεγονός ότι όλες τις λύσεις στα προβλήματα της κοπέλας τις δίνει ένας άγνωστος, φαινομενικά ανήμπορος αλλά πεισματάρης παππούς βγάζει χιούμορ, αλλά και μια αίσθηση αισιοδοξίας. Κρίμα που ο Κιαροστάμι ακυρώνει την όμορφη αίσθηση που μας έχει αφήσει η ταινία με ένα εντελώς απαράδεκτο, ανόητο φινάλε που μπορεί ακόμη και να προκαλέσει τη γιούχα, όπως συνέβη στην πρώτη προβολή του «Κάτι σαν έρωτας» εφέτος στις Κάννες.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσα: ΕΛΛΗ
---------------------------------------------------------------
Βλαχο-Δράκουλας με ψυχή και... Βασίλη Χαραλαμπόπουλο
«Ξενοδοχείο για τέρατα» («Hotel Transylvania», ΗΠΑ, 2012) σε σκηνοθεσία Γκέντι Ταρτακόφσκι, με τις φωνές των Βασίλη Χαραλαμπόπουλου, Στεφανίας Φιλιάδη, Αγγελου Λιάγκου, Ηλία Ζερβού κ.ά.
«Κούκου!» κάνει ο Κόμης Δράκουλας πάνω από την κούνια της κορούλας του. «Δεν βγαίνουμε ποτέ εκεί έξω! Κακό εκεί έξω! Ανθρωποι εκεί έξω!». Εδώ που τα λέμε, ο κυρ-Ντρακ δεν έχει και τόσο άδικο, αφού στο «Ξενοδοχείο για τέρατα», την τελευταία περιπέτεια κινουμένων σχεδίων της Sony Pictures Animation, ο άνθρωπος δείχνει τέρας πολύ πιο τρομακτικό, πολύ πιο απειλητικό απ' ό,τι τα ίδια τα τέρατα που έχουμε γνωρίσει μέσα από το σινεμά και τη λογοτεχνία.
Εδώ, το τέρας του Φρανκενστάιν όσο όγκο έχει άλλο τόσο τεράστια είναι η καρδιά του. Ο Μάρεϊ η Μούμια κάνει διαρκώς πλάκα, ο Γουέιν ο Λυκάνθρωπος είναι πολύτεκνος λογιστάκος αφού η Γουάντα, η γυναίκα του, μένει διαρκώς έγκυος. Ο Γκρίφιν, ο Αόρατος Ανθρωπος, o Κουασιμόδος του Βίκτωρος Ουγκό και δεκάδες άλλοι θαμώνες του ξενοδοχείου δεν είναι παρά άκακα πλασματάκια, ανήμπορα να αντιμετωπίσουν τη μανία των ανθρώπων για καταστροφή! Ο όχλος τα ενοχλεί, ο θόρυβος το ίδιο, άρα πού αλλού λοιπόν θα μπορούσαν να βρουν την ησυχία αλλά και την υγειά τους, αν όχι στο απομονωμένο στα Καρπάθια ξενοδοχείο - λούνα παρκ του Κόμη όπου λαμβάνει χώρα η ιστορία αυτής της χαριτωμένης ταινίας; Και τι, αν όχι απειλή, θα μπορούσε να σημαίνει η εμφάνιση ενός περιπλανώμενου νεαρού (ανθρώπου), ο οποίος όμως θα ερωτευτεί την κόρη του Δράκουλα, οπότε τα πράγματα περιπλέκονται;
Χωρίς να ανήκει στα καρτούν που θα θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή, το γεγονός είναι ότι ευχαριστήθηκα το «Ξενοδοχείο για τέρατα» για τις ιδέες του, για τη δικαίωση των τεράτων, αλλά και για το ότι μέσω αυτών των τεράτων αντανακλάται πραγματική ανθρωπιά. Επίσης, ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα από τη μεταγλώττιση. Επιτέλους, κάποιος φρόντισε να δώσει μια φωνητική ερμηνεία αποφεύγοντας τη στομφώδη - συνήθως - απόδοση του μεταφρασμένου κειμένου. Αναφέρομαι στον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, που με τα «λιιι» και «νιιι» του έπλασε έναν δικό του βλαχο-Δράκουλα που πραγματικά χαίρεσαι να ακούς! Πρωτοφανές για ελληνική μεταγλώττιση (προβάλλεται τρισδιάστατη και δισδιάστατη, ενώ οι προβολές με ελληνικούς υπότιτλους είναι περιορισμένες).
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ - ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ - ΑΘΗΝΑΙΟΝ - ΑΙΓΛΗ - ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ - ODEON STARCITY - STER IΛION - VILLAGE MALL - VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ - VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ - VILLAGE ΡΕΝΤΗ - VILLAGE ATHENS METRO MALL, ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ - ΒΑΡΚΙΖΑ - ΚΗΦΙΣΙΑ - ΝΑΝΑ - ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ - ΣΙΝΕ ΑΝΟΙΞΙΣ - ΦΟΙΒΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ - STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - VILLAGE COSMOS - ΚΟΛΟΣΣΑΙΟΝ
-----------------------------------------------------------------------
Κάποτε και τώρα
«Ημερολόγια αμνησίας» (Ελλάδα, 2012) της Στέλλας Θεοδωράκη
Η τελευταία ταινία της Στέλλας Θεοδωράκη είναι το δικό της, πολύ προσωπικό, πολύ τρυφερό αλλά και αναπόφευκτα πολύ ειδικό ημερολόγιο εικόνων, το οποίο ενδεχομένως να μην ανήκε σε κανέναν άλλον πέρα από την ίδια και τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται, αν ως σκηνοθέτις δεν ανέπτυσσε με έντεχνο τρόπο μια αντιδιαστολή ανάμεσα στον κόσμο τού σήμερα και στον κόσμο της δεκαετίας του 1980. Εναν κόσμο που δείχνει αιώνες μακρινός πλέον.
Ετη 1985 - 1986. Διάσπαρτες εικόνες ανάμεσα στη Μελβούρνη, στο Σίδνεϊ, στο Παρίσι, αλλά και στον Λιβυκό, στην Παλαιοχώρα, περιοχές στην πανέμορφη Κρήτη. Σε Super 8. Η γιαγιά Στέλλα που πλέκει μια κουρτίνα, ο μπαμπάς που φτιάχνει μια ειδυλλιακή τουαλέτα με καλάμια, γυμνά σώματα που κάνουν μπάνιο στα δροσερά νερά της φύσης. Η κάμερα της Θεοδωράκη ρουφά με μια αθώα όρεξη ό,τι βλέπει, η μνήμη καταγράφεται. Ακούμε ονόματα για τα οποία δεν ξέρουμε τίποτε. Η Ελίνα, η Ράνια, ο Πίτερ. Και η Στέλλα βεβαίως.
Και ύστερα το βάρβαρο παρόν. Η Αθήνα του 2010. Οι ταμπέλες με τα «Ενοικιάζεται», τα σκουπίδια, οι διαδηλώσεις, όλη αυτή η αισθητική σαπίλα στην οποία ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα. Η ζωή όμως συνεχίζεται. Κάποια πρόσωπα έχουν αλλάξει, κάποια δεν βρίσκονται πια κοντά μας, υπάρχουν και καινούργια. Αλλου τύπου κουβέντες. Ρίχνουν τα χαρτιά, μιλούν για τις πόρνες και το AIDS, κάνουν κριτική στην τελευταία ταινία του φίλου Πέτρου Σεβαστίκογλου.
«Υπάρχουν κάποια ερωτήματα που με βασανίζουν» λέει κάποια στιγμή η Θεοδωράκη με την ιδιαίτερη φωνή της (όχι το ιδανικότερο ηχόχρωμα για αφήγηση, αλλά δεν πειράζει, αυτή τη φωνή έχει). Τα ερωτήματα που έχουμε εμείς, οι θεατές, είναι πολύ περισσότερα, αλλά το φιλμ, γυρισμένο με αγάπη και μια διάθεση ανάμεσα στην αυτοψυχανάλυση και στη δημοσιοποίηση, επικοινωνεί τελικά μαζί μας.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσα: ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
----------------------------------------------------------------
Πάλι τα ίδια
«Το σπίτι στο τέλος του δρόμου» («The house at the end of the street», ΗΠΑ, 2012) σε σκηνοθεσία Μαρκ Τοντεράι, με τις Τζένιφερ Λόρενς, Ελίζαμπεθ Σου
Ακόμη ένα σαδιστικό θρίλερ «καταραμένου σπιτιού», σύμφωνα με το οποίο μια όμορφη μάνα και η εξίσου όμορφη κόρη της (η Ελίζαμπεθ Σου και η Τζένιφερ Λόρενς αντιστοίχως) αποφασίζουν να ζήσουν στο μόνο σπίτι όπου δεν θα… έπρεπε. Σύντομα αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά στην περιοχή, ότι η απομόνωση στη φύση περισσότερο τις τρομάζει αντί να τις χαλαρώνει και ότι ο απέναντι γείτονας, ένας νεαρός (Μάξ Θιέριοτ) του οποίου οι γονείς έπεσαν θύματα δολοφονίας είναι, για να το πούμε κομψά, προβληματικός. Αντί λοιπόν να σηκωθούν και να φύγουν μια ώρα αρχύτερα, εκείνες αποφασίζουν να μείνουν και να ρισκάρουν τη… ζωή τους. Φυσικά και δεν θα φύγουν όμως. Αν το έκαναν, πώς θα υπήρχε η ταινία; Ε, εδώ που τα λέμε, και να μην υπήρχε κανείς δεν θα έχανε τίποτε!
Βαθμολογία: 1
Αίθουσες: ODEON KOSMΟPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ - ODEON STAR CITY - STER ΙΛΙΟΝ - VILLAGE MALL - VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ - VILLAGE ΡΕΝΤΗ - VILLAGE METRO MALL, ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ - STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - VILLAGE COSMOS
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ
Ο καλύτερος κινηματογραφικός Αμλετ
Στην εποχή της, το 1964, η σοβιετική εκδοχή του διάσημου θεατρικού έργου «Αμλετ» υπήρξε η εθνική συμμετοχή της Σοβιετικής Ενωσης στον εορτασμό των 400 χρόνων από τη γέννηση του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Και όχι μόνο. Ακόμη και σήμερα, μετά τους αρκετούς «Αμλετ» που έχουμε δει στο σινεμά, η εκδοχή του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ παραμένει η καλύτερη και ο βασικότερος λόγος είναι η ελίτ του δημιουργικού επιτελείου της. Ο νομπελίστας Μπορίς Πάστερνακ έκανε τη μετάφραση και την προσαρμογή του σεναρίου, ο Κόζιντσεφ τη σκηνοθέτησε, ο σπουδαίος φωτογράφος Τζόνας Γκρίτσους έφτιαξε την υποβλητική ατμόσφαιρά της, ο κορυφαίος ρώσος ηθοποιός Ινοκέντι Σμοτκουνόφσκι ανέλαβε τον ρόλο του Αμλετ (ο πιο ρομαντικός και με καθαρή καρδιά Αμλετ που έχει παρουσιαστεί ποτέ) και, τέλος, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς συνέθεσε το μουσικό σκορ. Τι το καλύτερο, με άλλα λόγια. Στην εποχή της ταινίας μάλιστα οι άγγλοι κριτικοί έμειναν έκθαμβοι από τη δουλειά του Σμοτκουνόφσκι βλέποντας έναν ηθοποιό που έβγαλε έναν πολύ πιο ανθρώπινο και άμεσο Αμλετ απ' ό,τι ο «οσκαρικός» του δικού τους Λόρενς Ολίβιε!
Βαθμολογία: 5
Αίθουσα: CAPITOL ΖΕΦΥΡΟΣ
Αναδημοσιευσα Από Βημα
molibixarti
Ζουμπουλάκης Γιάννης
Η ταινία του Πολ Τόμας Αντερσον «τρέχει» για τα Οσκαρ,
Αξιολόγηση
5: αριστούργημα, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, _ : χωρίς άποψη
Διαφημίζεται ως η αμερικανική ταινιάρα της χρονιάς, αλλά τελικά το «Master» του Πολ Τόμας Αντερσον είναι μια απλώς ενδιαφέρουσα ταινία χάρη κυρίως στις ερμηνείες των δύο βασικών ηθοποιών της, Χοάκιν Φίνιξ και Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν. Μυρίζουν Οσκαρ.
«The master» (ΗΠΑ, 2012) του Πολ Τόμας Αντερσον, με τους Χοάκιν Φίνιξ, Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν, Εϊμι Ανταμς
Το ίδιο το θέμα αυτής της ταινίας έχω την αίσθηση ότι τελικά είναι πολύ πιο ισχυρό από τον χειρισμό του, και το λέω αυτό με πλήρη αίσθηση της παρουσίας του Πολ Τόμας Αντερσον στη σκηνοθεσία, ενός σπουδαίου δημιουργού, όπως απέδειξε με το «Θα χυθεί αίμα». Γιατί το θέμα εδώ είναι η σχέση εξουσιαστή - υπηκόου σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο και όχι περιορισμένο στην περίπτωση της Σαϊεντολογίας, όπως λανθασμένα έχει γραφεί και ειπωθεί (έστω και αν χρονολογικά η ταινία αναφέρεται στη «γέννηση» της Σαϊεντολογίας).
Τα δύο αντίθετα άκρα. Στη μία πλευρά ο Λάνκαστερ Ντοντ, ιδρυτής και επικεφαλής του «Σκοπού» (κακώς έχει μεταφραστεί το «Cause» ως «Υπόθεση»), μιας οργάνωσης/αίρεσης που στοχεύει στη «βελτίωση του ανθρώπου» μέσα από μυστηριώδεις συνεδρίες σε όλη την Αμερική. Ο Ντοντ, ένας παχουλός ξανθός κύριος με μουστάκι και κατακόκκινο πρόσωπο, έχει καλούς τρόπους αλλά αετίσιο βλέμμα. Πλασάρει τον εαυτό του ως συγγραφέα, φιλόσοφο, γιατρό και πάνω απ' όλα άνθρωπο, αλλά κάτι δεν μας κάθεται καλά με αυτόν, ιδίως όταν δεν δέχεται καμία αντίρρηση από κανέναν σε αυτά που πιστεύει. Ο Φίλιπ Σίμορ Χόφμαν αγγίζει την τελειότητα ενώ τον υποδύεται.
Στην απέναντι όχθη ο Φρέντι, ό,τι πιο απολίτιστο και ζωώδες μπορεί κανείς να φανταστεί. Αμόρφωτος, ψυχωτικός, βίαιος, άμυαλος, απερίσκεπτος, με σχεδόν πρωτόγονη συμπεριφορά. Η βία είναι η απάντησή του σε καθετί που τον ενοχλεί. Βετεράνος του Πολεμικού Ναυτικού στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλκοολικός, σεξουαλικά καταπιεσμένος, με ολοφάνερα «πειραγμένο» μυαλό. «Εχεις εκτραχηλιστεί» του λέει ο Ντοντ στην πρώτη τους συνάντηση, προτού αναλάβει καθήκοντα σωτήρα του. Και όμως, η ωμότητα θα έλεγες ότι είναι το προσόν του, ο Φρέντι είναι ο τέλειος στρατιώτης, έτοιμος να πέσει στον λάκκο με τα φίδια για τον ηγέτη που θαυμάζει. Ο Χοάκιν Φίνιξ επίσης εξαιρετικός στον δυσκολότερο και πιο «σωματικό» ρόλο της καριέρας του, που θα τον οδηγήσει σίγουρα στις υποψηφιότητες των ερχόμενων Οσκαρ.
Με φόντο τη μεταπολεμική Αμερική της δεκαετίας του 1950 το φιλμ είναι η ιστορία της εξαιρετικά ιδιόμορφης, ενίοτε αρρωστημένης σχέσης αλληλεξάρτησης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο «τύπους» ανθρώπων. Ο ηγέτης Ντοντ είναι ένας αφέντης που θέλει τον προσωπικό του προστατευόμενο, το «σκυλάκι» του. Ο ανίδεος Φρέντι βλέπει στο πρόσωπο του Ντοντ την πατρική φιγούρα, το Μεγάλο Αφεντικό, τον «Θεό». Πού θα μπορούσε να καταλήξει αυτή η σχέση; Εύκολα πάντως μπορείς να κάνεις συνειρμούς και να τοποθετήσεις τα ίδια πρόσωπα σε διαφορετικά εποχές, σε διαφορετικές οργανώσεις ή αιρέσεις (προσωπικά μου ήρθε στο μυαλό η Χρυσή Αυγή, ο Νίκος Μιχαλολιάκος και το πρωτοπαλίκαρό του, ο Ηλίας Κασιδιάρης).
Οι σκηνές που μοιράζονται οι Φίνιξ - Χόφμαν σπάνε κόκαλα γιατί η αντίθεσή τους είναι τόσο έντονη που νιώθεις ότι παρακολουθείς διαρκώς ένα βραχυκύκλωμα. Οσο ήρεμος και cool είναι ο Ντοντ, τόσο λυσσασμένος είναι ο Φρέντι. Προσέξτε τη σκηνή στο κελί της φυλακής. Αν και δεμένος, ο Φρέντι σπαρταρά από ένταση και καταστρέφει με κλωτσιές έναν αληθινό καμπινέ, την ώρα που ο Ντοντ απλώς τον κοιτάζει. Ολο το στυλ του Φίνιξ μαγνητίζει στην οθόνη. Προσέξτε τον τρόπο με τον οποίο καμπουριάζει, ή όταν πιάνοντας τη μέση του «μπατάρει» κάπως το σώμα του. Μικρές κινήσεις πλάθουν ένα ολόκληρο ανθρώπινο σύμπαν.
Αλλά και πάλι, σε πολλά σημεία το φιλμ δείχνει δυσλειτουργικό και φλύαρο. Οι σκηνές των δύο κεντρικών ηρώων είναι, όπως είπαμε, θαυμάσιες, αλλά στην πραγματικότητα δεν βρήκα ιδιαίτερη εξέλιξη στους χαρακτήρες, ενώ η διάρκεια της ταινίας (144 λεπτά) δείχνει υπερβολικά μεγάλη. Νιώθεις ότι πολλά πράγματα στην ταινία γίνονται χωρίς ιδιαίτερο λόγο, όσο έξοχα και αν έχουν κινηματογραφηθεί από τον Μιχάι Μαλαμέρ. Η free jazz στη μουσική υπόκρουση του Τζόνι Γκρίνγουντ γίνεται συχνά καταπιεστική, όπως και η μάταιη εκπαίδευση του Φρέντι για να γίνει «σωστός άνθρωπος» από τον Ντοντ.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΔΑΝΑΟΣ - ΟDEON ΟΠΕΡΑ
---------------------------------------------------------------
Παιχνιδιάρης «Πυγμαλίων» στο Τόκιο (από… Ιρανό)
«Κάτι σαν έρωτας» («Like someone in love», Ιαπωνία / Γαλλία) του Αμπάς Κιαροστάμι, με τους Ταντάσι Οκούνο, Ριν Τακανάσι
Πριν από μερικά χρόνια ο ιρανός σκηνοθέτης Αμπάς Κιαροστάμι άρχισε να «δυτικοποιείται». Αφήνοντας πίσω του την πατρίδα του, το Ιράν, όπου σίγουρα έχει γυρίσει τις καλύτερες ταινίες του («Η γεύση του κερασιού», «Ο άνεμος θα μας σηκώσει»), πήγε στην Ευρώπη για να συν-σκηνοθετήσει το σπονδυλωτό «Tickets» (με τον Κεν Λόουτς και τον Ερμάνο Ολμι) και το «Γνήσιο αντίγραφο» που γυρίστηκε στη μαγευτική Τοσκάνη με πρωταγωνίστρια τη Ζυλιέτ Μπινός. Με το «Κάτι σαν έρωτας» ο ιρανός δημιουργός ανοίγει ακόμη περισσότερο τα φτερά του και γυρίζει την ταινία στο Τόκιο, με γιαπωνέζικα και γαλλικά χρήματα, κάτι που από μόνο του προκαλεί την περιέργεια, γιατί προσωπικά έχω αρχίσει να πιστεύω ότι ο Κιαροστάμι ακολουθεί την τακτική του Γούντι Αλεν.
Το «Κάτι σαν έρωτας» δεν είναι κάτι σπουδαίο, μοιάζει με μια παιχνιδιάρικη υπόκλιση του Κιαροστάμι προς τον «Πυγμαλίωνα» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο. Παρακολουθούμε τον απίστευτο κυκεώνα στον οποίο θα βρεθεί ένας ηλικιωμένος διανοούμενος (Ταντάσι Οκούνο) από τη στιγμή που αποφασίζει να περάσει μια νύχτα με μια συνοδό πολυτελείας, ένα πανέμορφο κορίτσι (Ριν Τακανάσι) που τον θαυμάζει αλλά την ίδια ώρα θέλει τη βοήθειά του. Η γιαγιά της, ο μηχανικός αυτοκινήτων φίλος της, ο εργοδότης της, όλα αυτά τα πρόσωπα θα γίνουν ξαφνικά προβλήματα του ηλικιωμένου καθηγητή ο οποίος αναλαμβάνει καθήκοντα προστάτη της κοπέλας, άρα κατά μια έννοια ξαναβρίσκει έστω και πρόσκαιρα τη νιότη του.
Ολα αυτά διανθισμένα με τζαζ ήχους (ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι ο τίτλος ενός διάσημου τραγουδιού που έγινε επιτυχία από την Ντίνα Σορ και τον Μπινγκ Κρόσμπι) και με μοιρασμένα «κεφάλαια διαλόγων» τοποθετημένα σε διαφορετικούς σκηνικούς χώρους, σε σημείο που η δομή της ταινίας να θυμίζει θεατρικό έργο εν κινήσει. Μια μεγάλη σκηνή σε ένα μπαρ, μια μέσα σε ένα ταξί, στο σπίτι του καθηγητή, στο σχολείο, στο αυτοκίνητό του. Ο Κιαροστάμι στήνει ωραία αυτές τις σκηνές ανιχνεύοντας με χαλαρότητα τις σχέσεις αγνώστων μεταξύ τους ανθρώπων. Η σοφία του ηλικιωμένου καθηγητή κλέβει την παράσταση στην ταινία και το γεγονός ότι όλες τις λύσεις στα προβλήματα της κοπέλας τις δίνει ένας άγνωστος, φαινομενικά ανήμπορος αλλά πεισματάρης παππούς βγάζει χιούμορ, αλλά και μια αίσθηση αισιοδοξίας. Κρίμα που ο Κιαροστάμι ακυρώνει την όμορφη αίσθηση που μας έχει αφήσει η ταινία με ένα εντελώς απαράδεκτο, ανόητο φινάλε που μπορεί ακόμη και να προκαλέσει τη γιούχα, όπως συνέβη στην πρώτη προβολή του «Κάτι σαν έρωτας» εφέτος στις Κάννες.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσα: ΕΛΛΗ
---------------------------------------------------------------
Βλαχο-Δράκουλας με ψυχή και... Βασίλη Χαραλαμπόπουλο
«Ξενοδοχείο για τέρατα» («Hotel Transylvania», ΗΠΑ, 2012) σε σκηνοθεσία Γκέντι Ταρτακόφσκι, με τις φωνές των Βασίλη Χαραλαμπόπουλου, Στεφανίας Φιλιάδη, Αγγελου Λιάγκου, Ηλία Ζερβού κ.ά.
«Κούκου!» κάνει ο Κόμης Δράκουλας πάνω από την κούνια της κορούλας του. «Δεν βγαίνουμε ποτέ εκεί έξω! Κακό εκεί έξω! Ανθρωποι εκεί έξω!». Εδώ που τα λέμε, ο κυρ-Ντρακ δεν έχει και τόσο άδικο, αφού στο «Ξενοδοχείο για τέρατα», την τελευταία περιπέτεια κινουμένων σχεδίων της Sony Pictures Animation, ο άνθρωπος δείχνει τέρας πολύ πιο τρομακτικό, πολύ πιο απειλητικό απ' ό,τι τα ίδια τα τέρατα που έχουμε γνωρίσει μέσα από το σινεμά και τη λογοτεχνία.
Εδώ, το τέρας του Φρανκενστάιν όσο όγκο έχει άλλο τόσο τεράστια είναι η καρδιά του. Ο Μάρεϊ η Μούμια κάνει διαρκώς πλάκα, ο Γουέιν ο Λυκάνθρωπος είναι πολύτεκνος λογιστάκος αφού η Γουάντα, η γυναίκα του, μένει διαρκώς έγκυος. Ο Γκρίφιν, ο Αόρατος Ανθρωπος, o Κουασιμόδος του Βίκτωρος Ουγκό και δεκάδες άλλοι θαμώνες του ξενοδοχείου δεν είναι παρά άκακα πλασματάκια, ανήμπορα να αντιμετωπίσουν τη μανία των ανθρώπων για καταστροφή! Ο όχλος τα ενοχλεί, ο θόρυβος το ίδιο, άρα πού αλλού λοιπόν θα μπορούσαν να βρουν την ησυχία αλλά και την υγειά τους, αν όχι στο απομονωμένο στα Καρπάθια ξενοδοχείο - λούνα παρκ του Κόμη όπου λαμβάνει χώρα η ιστορία αυτής της χαριτωμένης ταινίας; Και τι, αν όχι απειλή, θα μπορούσε να σημαίνει η εμφάνιση ενός περιπλανώμενου νεαρού (ανθρώπου), ο οποίος όμως θα ερωτευτεί την κόρη του Δράκουλα, οπότε τα πράγματα περιπλέκονται;
Χωρίς να ανήκει στα καρτούν που θα θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή, το γεγονός είναι ότι ευχαριστήθηκα το «Ξενοδοχείο για τέρατα» για τις ιδέες του, για τη δικαίωση των τεράτων, αλλά και για το ότι μέσω αυτών των τεράτων αντανακλάται πραγματική ανθρωπιά. Επίσης, ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα από τη μεταγλώττιση. Επιτέλους, κάποιος φρόντισε να δώσει μια φωνητική ερμηνεία αποφεύγοντας τη στομφώδη - συνήθως - απόδοση του μεταφρασμένου κειμένου. Αναφέρομαι στον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, που με τα «λιιι» και «νιιι» του έπλασε έναν δικό του βλαχο-Δράκουλα που πραγματικά χαίρεσαι να ακούς! Πρωτοφανές για ελληνική μεταγλώττιση (προβάλλεται τρισδιάστατη και δισδιάστατη, ενώ οι προβολές με ελληνικούς υπότιτλους είναι περιορισμένες).
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ - ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ - ΑΘΗΝΑΙΟΝ - ΑΙΓΛΗ - ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ - ODEON STARCITY - STER IΛION - VILLAGE MALL - VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ - VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ - VILLAGE ΡΕΝΤΗ - VILLAGE ATHENS METRO MALL, ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ - ΒΑΡΚΙΖΑ - ΚΗΦΙΣΙΑ - ΝΑΝΑ - ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ - ΣΙΝΕ ΑΝΟΙΞΙΣ - ΦΟΙΒΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ - STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - VILLAGE COSMOS - ΚΟΛΟΣΣΑΙΟΝ
-----------------------------------------------------------------------
Κάποτε και τώρα
«Ημερολόγια αμνησίας» (Ελλάδα, 2012) της Στέλλας Θεοδωράκη
Η τελευταία ταινία της Στέλλας Θεοδωράκη είναι το δικό της, πολύ προσωπικό, πολύ τρυφερό αλλά και αναπόφευκτα πολύ ειδικό ημερολόγιο εικόνων, το οποίο ενδεχομένως να μην ανήκε σε κανέναν άλλον πέρα από την ίδια και τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται, αν ως σκηνοθέτις δεν ανέπτυσσε με έντεχνο τρόπο μια αντιδιαστολή ανάμεσα στον κόσμο τού σήμερα και στον κόσμο της δεκαετίας του 1980. Εναν κόσμο που δείχνει αιώνες μακρινός πλέον.
Ετη 1985 - 1986. Διάσπαρτες εικόνες ανάμεσα στη Μελβούρνη, στο Σίδνεϊ, στο Παρίσι, αλλά και στον Λιβυκό, στην Παλαιοχώρα, περιοχές στην πανέμορφη Κρήτη. Σε Super 8. Η γιαγιά Στέλλα που πλέκει μια κουρτίνα, ο μπαμπάς που φτιάχνει μια ειδυλλιακή τουαλέτα με καλάμια, γυμνά σώματα που κάνουν μπάνιο στα δροσερά νερά της φύσης. Η κάμερα της Θεοδωράκη ρουφά με μια αθώα όρεξη ό,τι βλέπει, η μνήμη καταγράφεται. Ακούμε ονόματα για τα οποία δεν ξέρουμε τίποτε. Η Ελίνα, η Ράνια, ο Πίτερ. Και η Στέλλα βεβαίως.
Και ύστερα το βάρβαρο παρόν. Η Αθήνα του 2010. Οι ταμπέλες με τα «Ενοικιάζεται», τα σκουπίδια, οι διαδηλώσεις, όλη αυτή η αισθητική σαπίλα στην οποία ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα. Η ζωή όμως συνεχίζεται. Κάποια πρόσωπα έχουν αλλάξει, κάποια δεν βρίσκονται πια κοντά μας, υπάρχουν και καινούργια. Αλλου τύπου κουβέντες. Ρίχνουν τα χαρτιά, μιλούν για τις πόρνες και το AIDS, κάνουν κριτική στην τελευταία ταινία του φίλου Πέτρου Σεβαστίκογλου.
«Υπάρχουν κάποια ερωτήματα που με βασανίζουν» λέει κάποια στιγμή η Θεοδωράκη με την ιδιαίτερη φωνή της (όχι το ιδανικότερο ηχόχρωμα για αφήγηση, αλλά δεν πειράζει, αυτή τη φωνή έχει). Τα ερωτήματα που έχουμε εμείς, οι θεατές, είναι πολύ περισσότερα, αλλά το φιλμ, γυρισμένο με αγάπη και μια διάθεση ανάμεσα στην αυτοψυχανάλυση και στη δημοσιοποίηση, επικοινωνεί τελικά μαζί μας.
Βαθμολογία: 2
Αίθουσα: ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
----------------------------------------------------------------
Πάλι τα ίδια
«Το σπίτι στο τέλος του δρόμου» («The house at the end of the street», ΗΠΑ, 2012) σε σκηνοθεσία Μαρκ Τοντεράι, με τις Τζένιφερ Λόρενς, Ελίζαμπεθ Σου
Ακόμη ένα σαδιστικό θρίλερ «καταραμένου σπιτιού», σύμφωνα με το οποίο μια όμορφη μάνα και η εξίσου όμορφη κόρη της (η Ελίζαμπεθ Σου και η Τζένιφερ Λόρενς αντιστοίχως) αποφασίζουν να ζήσουν στο μόνο σπίτι όπου δεν θα… έπρεπε. Σύντομα αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά στην περιοχή, ότι η απομόνωση στη φύση περισσότερο τις τρομάζει αντί να τις χαλαρώνει και ότι ο απέναντι γείτονας, ένας νεαρός (Μάξ Θιέριοτ) του οποίου οι γονείς έπεσαν θύματα δολοφονίας είναι, για να το πούμε κομψά, προβληματικός. Αντί λοιπόν να σηκωθούν και να φύγουν μια ώρα αρχύτερα, εκείνες αποφασίζουν να μείνουν και να ρισκάρουν τη… ζωή τους. Φυσικά και δεν θα φύγουν όμως. Αν το έκαναν, πώς θα υπήρχε η ταινία; Ε, εδώ που τα λέμε, και να μην υπήρχε κανείς δεν θα έχανε τίποτε!
Βαθμολογία: 1
Αίθουσες: ODEON KOSMΟPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ - ODEON STAR CITY - STER ΙΛΙΟΝ - VILLAGE MALL - VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ - VILLAGE ΡΕΝΤΗ - VILLAGE METRO MALL, ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ - STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - VILLAGE COSMOS
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ
Ο καλύτερος κινηματογραφικός Αμλετ
Στην εποχή της, το 1964, η σοβιετική εκδοχή του διάσημου θεατρικού έργου «Αμλετ» υπήρξε η εθνική συμμετοχή της Σοβιετικής Ενωσης στον εορτασμό των 400 χρόνων από τη γέννηση του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Και όχι μόνο. Ακόμη και σήμερα, μετά τους αρκετούς «Αμλετ» που έχουμε δει στο σινεμά, η εκδοχή του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ παραμένει η καλύτερη και ο βασικότερος λόγος είναι η ελίτ του δημιουργικού επιτελείου της. Ο νομπελίστας Μπορίς Πάστερνακ έκανε τη μετάφραση και την προσαρμογή του σεναρίου, ο Κόζιντσεφ τη σκηνοθέτησε, ο σπουδαίος φωτογράφος Τζόνας Γκρίτσους έφτιαξε την υποβλητική ατμόσφαιρά της, ο κορυφαίος ρώσος ηθοποιός Ινοκέντι Σμοτκουνόφσκι ανέλαβε τον ρόλο του Αμλετ (ο πιο ρομαντικός και με καθαρή καρδιά Αμλετ που έχει παρουσιαστεί ποτέ) και, τέλος, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς συνέθεσε το μουσικό σκορ. Τι το καλύτερο, με άλλα λόγια. Στην εποχή της ταινίας μάλιστα οι άγγλοι κριτικοί έμειναν έκθαμβοι από τη δουλειά του Σμοτκουνόφσκι βλέποντας έναν ηθοποιό που έβγαλε έναν πολύ πιο ανθρώπινο και άμεσο Αμλετ απ' ό,τι ο «οσκαρικός» του δικού τους Λόρενς Ολίβιε!
Βαθμολογία: 5
Αίθουσα: CAPITOL ΖΕΦΥΡΟΣ
Αναδημοσιευσα Από Βημα
molibixarti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΤΑ... ΕΙΠΕ ΜΕ ΤΖΙΜΠΟΥΡ Ο ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ