2012-12-06 22:17:09
By Guillermo Ortiz*
Για πολλούς παρατηρητές που έζησαν τις πολλές αναδιαρθρώσεις χρεών στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, τη δεκαετία του 1980, τα τελευταία επεισόδια του ελληνικού δράματος δημιουργούν ένα ισχυρό αίσθημα déjà vu.
Την προηγούμενη εβδομάδα, για μία ακόμη φορά αναπτύχθηκε σχέδιο από την τρόικα -την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- ώστε η Ελλάδα να έχει επαρκή χρηματοδότηση και να αποφύγει τη χρεοκοπία βραχυπρόθεσμα, ενώ η οικονομία της συνεχίζει να βυθίζεται χωρίς να διαφαίνεται φως στο τέλος του τούνελ.
Μετά από δύο προγράμματα στήριξης, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην Ιστορία, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι αφερέγγυα και οι πιστωτές της ευρωζώνης αρνούνται να αναγνωρίσουν την ανάγκη για μία νέα προσέγγιση.
Για να επιτευχθεί φερεγγυότητα, θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα σοβαρό σχέδιο ανακούφισης χρέους, υπό την προϋπόθεση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να μετατοπιστεί η έμφαση από τη δημοσιονομική λιτότητα στην ανάκαμψη της οικονομίας και στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών
. Είναι ώρα το ΔΝΤ να ανακτήσει τον ηγετικό του ρόλο από τα βραχυπρόθεσμα πολιτικά κίνητρα των Ευρωπαίων ηγετών και να πετύχει μία αξιόπιστη στρατηγική εξόδου από την ελληνική κρίση.
Κατά τη χαμένη δεκαετία της Λατινικής Αμερικής, η περιοχή βίωσε σειρά οικονομικών κρίσεων που έφεραν αρκετές χώρες στο χείλος της χρεοκοπίας. Μέσω των εμπορικών τραπεζών -οι οποίες ήταν και η βασική πηγή χρηματοδότησης των κυβερνήσεων- δόθηκαν κεφάλαια στήριξης από το ΔΝΤ και άλλους πολυεθνικούς οργανισμούς, το ισοδύναμο της τρόικας τη δεκαετία του 1980.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, η κατάσταση ως προς το χρέος της περιοχής κατέγραφε συνεχή επιδείνωση καθώς το Ταμείο δεν αντιμετώπιζε το θέμα της φερεγγυότητας, αλλά συνέχιζε να εκτιμά πως υπάρχει μόνο πρόβλημα ρευστότητας. Κάθε χρόνο, το ΔΝΤ διατύπωνε προβλέψεις για τη μείωση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ, επιμένοντας στην ψευδαίσθηση ότι οι χώρες αυτές δεν είναι θεμελιωδώς αφερέγγυες. Κάθε χρόνο, οι προβλέψεις διαψεύδονταν.
Αυτή η σουρεαλιστική δυναμική σταμάτησε με το περιβόητο Σχέδιο Μπρέιντι, που ξεκίνησε το 1989 και παρείχε τα χρηματοοικονομικά εργαλεία στήριξης των κυβερνήσεων στην προσπάθειά τους να ξαναβγούν στις αγορές και να διαφοροποιήσουν τον κίνδυνο πέρα από τις εμπορικές τράπεζες.
Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τις αρχικές εγχώριες μεταρρυθμίσεις, διευκόλυνε την εξομάλυνση των σχέσεων των χωρών της Λατινικής Αμερικής με τους πιστωτές. Απαιτήθηκε, όμως, σημαντική διαγραφή των χρεών που βρίσκονταν στην κατοχή του ιδιωτικού τομέα, σε επίπεδα 30%-35%, πολύ χαμηλότερα δηλαδή από το 75% που επιβλήθηκε στο κούρεμα του ελληνικού χρέους τον Μάρτιο.
Η στρατηγική αποδείχθηκε εξαιρετικά εποικοδομητική καθώς ανανέωσε την εμπιστοσύνη των επενδυτών σε μία διαδικασία μείωσης του χρέους με επίκεντρο την ανάπτυξη, η οποία έδωσε και κίνητρα για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Στο τέλος, το ΔΝΤ είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει τα ελαττωματικά προγράμματα και να στηρίξει τις αφερέγγυες χώρες να εφαρμόσουν αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, να ανακτήσουν την πρόσβαση στις αγορές και να αποκτήσουν αυτοχρηματοδότηση, που είναι και το πραγματικό κριτήριο για τη διαχειρισιμότητα του χρέους.
Στις μέρες μας, αντιμετωπίζοντας την ελληνική κρίση, το ΔΝΤ φαίνεται πως επαναλαμβάνει την ίδια δυναμική που είχε αναπτύξει τη δεκαετία του 1980 στη Λατινική Αμερική. Αυτήν τη φορά, όμως, μικρότερος εταίρος στην τρόικα, η Ελλάδα ζει εδώ και περίπου τρία χρόνια με μηχανική υποστήριξη από την ευρωζώνη, ενώ το ΔΝΤ προσάρμοσε τις αναλύσεις διαχειρισιμότητας του χρέους, μέσω ηρωικών εκτιμήσεων για τη μελλοντική οικονομική πορεία της χώρας.
Επιπλέον, είναι εξαιρετικά απίθανο να επιτευχθεί ο στόχος για χρέος στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 με αυτά τα μέτρα, δεδομένου ότι πιθανότατα η ύφεση θα γίνει πιο βαθιά. Όμως, ακόμη κι αν η Ελλάδα πετύχει τον στόχο του 2020, θα πρέπει να σημειωθεί ότι θα πρόκειται για ανούσιο επίτευγμα καθώς δεν εξασφαλίζει την πρόσβασή της στις αγορές. Όπως δείχνει και η εμπειρία των χωρών τη Λατινικής Αμερικής, η εμπιστοσύνη των αγορών δεν ανακτάται με απατηλή αριθμητική του χρέους, αλλά με αξιόπιστα μέτρα για την επίτευξη της φερεγγυότητας.
Τώρα, καθώς το ΔΝΤ καλείται να εκταμιεύσει την επόμενη δόση στην Ελλάδα, θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει αυτό το θέατρο ή εάν θα αλλάξει στρατηγική προς ένα λογικό πρόγραμμα, που θα στηρίζεται πολύ περισσότερο στην οικονομική ανάπτυξη και στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και όχι στη δημοσιονομική λιτότητα.
Ενώ φαίνεται ότι οι ηγέτες της ευρωζώνης θέλουν να κρατήσουν την Ελλάδα στο ευρώ μέσω των διαδοχικών αναδιαρθρώσεων του ελληνικού χρέους, το ΔΝΤ θα πρέπει να σταματήσει να βαδίζει σε αυτόν τον ατέρμονο δρόμο, που θα διαβρώσει περαιτέρω την αξιοπιστία και την ανεξαρτησία του.
Επιπλέον, παρατείνοντας την ψευδαίσθηση της φερέγγυας Ελλάδας αυξάνεται το κόστος των μελών του ΔΝΤ που δεν ανήκουν στην ευρωζώνη, καθώς οι τίτλοι του ιδιωτικού τομέα χρηματοδοτούνται από δάνεια του δημόσιου τομέα και το ελληνικό χρέος επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στα χέρια των επίσημων πιστωτών (σε ποσοστό 70% πλέον).
Στη Λατινική Αμερική επετεύχθη σχέδιο ανακούφισης του χρέους με επιβολή ζημιών στον ιδιωτικό τομέα, ακριβώς επειδή μεγάλο μέρος του χρέους βρισκόταν στα χέρια ιδιωτών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι φορολογούμενοι θα κληθούν τελικά να χρηματοδοτήσουν τη σημαντική διαγραφή χρέους. Γεγονός, όμως, είναι ότι οι ζημίες αυτές έχουν ήδη υλοποιηθεί. Οι πολιτικοί διστάζουν απλώς να αναγνωρίσουν αυτό το γεγονός.
Δεδομένου ότι το ΔΝΤ μπορεί να καταλήξει με σημαντικές ζημίες από τα δάνεια προς την Ελλάδα, θα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία για να ανατρέψει την πρακτική της καταστροφικής διστακτικότητας και να προχωρήσει στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης τόσο της Ελλάδας όσο και του ίδιου του Ταμείου.
Στη Λατινική Αμερική χάθηκε μία ολόκληρη δεκαετία μέχρις ότου επικεντρωθούν οι προσπάθειες στα βασικά προβλήματα φερεγγυότητας και τερματιστεί η πρακτική των διαδοχικών αναδιαρθρώσεων χρέους. Μόνο ένα πραγματικά ανεξάρτητο ΔΝΤ μπορεί να γλιτώσει την Ελλάδα από την ίδια μοίρα.
*Ο Guillermo Ortiz είναι πρόεδρος του GrupoFinancieroBanorte, πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας του Μεξικού και πρώην υπουργός Οικονομικών της χώρας.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
Για πολλούς παρατηρητές που έζησαν τις πολλές αναδιαρθρώσεις χρεών στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, τη δεκαετία του 1980, τα τελευταία επεισόδια του ελληνικού δράματος δημιουργούν ένα ισχυρό αίσθημα déjà vu.
Την προηγούμενη εβδομάδα, για μία ακόμη φορά αναπτύχθηκε σχέδιο από την τρόικα -την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- ώστε η Ελλάδα να έχει επαρκή χρηματοδότηση και να αποφύγει τη χρεοκοπία βραχυπρόθεσμα, ενώ η οικονομία της συνεχίζει να βυθίζεται χωρίς να διαφαίνεται φως στο τέλος του τούνελ.
Μετά από δύο προγράμματα στήριξης, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην Ιστορία, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι αφερέγγυα και οι πιστωτές της ευρωζώνης αρνούνται να αναγνωρίσουν την ανάγκη για μία νέα προσέγγιση.
Για να επιτευχθεί φερεγγυότητα, θα πρέπει να εφαρμοστεί ένα σοβαρό σχέδιο ανακούφισης χρέους, υπό την προϋπόθεση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να μετατοπιστεί η έμφαση από τη δημοσιονομική λιτότητα στην ανάκαμψη της οικονομίας και στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών
Κατά τη χαμένη δεκαετία της Λατινικής Αμερικής, η περιοχή βίωσε σειρά οικονομικών κρίσεων που έφεραν αρκετές χώρες στο χείλος της χρεοκοπίας. Μέσω των εμπορικών τραπεζών -οι οποίες ήταν και η βασική πηγή χρηματοδότησης των κυβερνήσεων- δόθηκαν κεφάλαια στήριξης από το ΔΝΤ και άλλους πολυεθνικούς οργανισμούς, το ισοδύναμο της τρόικας τη δεκαετία του 1980.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, η κατάσταση ως προς το χρέος της περιοχής κατέγραφε συνεχή επιδείνωση καθώς το Ταμείο δεν αντιμετώπιζε το θέμα της φερεγγυότητας, αλλά συνέχιζε να εκτιμά πως υπάρχει μόνο πρόβλημα ρευστότητας. Κάθε χρόνο, το ΔΝΤ διατύπωνε προβλέψεις για τη μείωση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ, επιμένοντας στην ψευδαίσθηση ότι οι χώρες αυτές δεν είναι θεμελιωδώς αφερέγγυες. Κάθε χρόνο, οι προβλέψεις διαψεύδονταν.
Αυτή η σουρεαλιστική δυναμική σταμάτησε με το περιβόητο Σχέδιο Μπρέιντι, που ξεκίνησε το 1989 και παρείχε τα χρηματοοικονομικά εργαλεία στήριξης των κυβερνήσεων στην προσπάθειά τους να ξαναβγούν στις αγορές και να διαφοροποιήσουν τον κίνδυνο πέρα από τις εμπορικές τράπεζες.
Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τις αρχικές εγχώριες μεταρρυθμίσεις, διευκόλυνε την εξομάλυνση των σχέσεων των χωρών της Λατινικής Αμερικής με τους πιστωτές. Απαιτήθηκε, όμως, σημαντική διαγραφή των χρεών που βρίσκονταν στην κατοχή του ιδιωτικού τομέα, σε επίπεδα 30%-35%, πολύ χαμηλότερα δηλαδή από το 75% που επιβλήθηκε στο κούρεμα του ελληνικού χρέους τον Μάρτιο.
Η στρατηγική αποδείχθηκε εξαιρετικά εποικοδομητική καθώς ανανέωσε την εμπιστοσύνη των επενδυτών σε μία διαδικασία μείωσης του χρέους με επίκεντρο την ανάπτυξη, η οποία έδωσε και κίνητρα για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Στο τέλος, το ΔΝΤ είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει τα ελαττωματικά προγράμματα και να στηρίξει τις αφερέγγυες χώρες να εφαρμόσουν αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, να ανακτήσουν την πρόσβαση στις αγορές και να αποκτήσουν αυτοχρηματοδότηση, που είναι και το πραγματικό κριτήριο για τη διαχειρισιμότητα του χρέους.
Στις μέρες μας, αντιμετωπίζοντας την ελληνική κρίση, το ΔΝΤ φαίνεται πως επαναλαμβάνει την ίδια δυναμική που είχε αναπτύξει τη δεκαετία του 1980 στη Λατινική Αμερική. Αυτήν τη φορά, όμως, μικρότερος εταίρος στην τρόικα, η Ελλάδα ζει εδώ και περίπου τρία χρόνια με μηχανική υποστήριξη από την ευρωζώνη, ενώ το ΔΝΤ προσάρμοσε τις αναλύσεις διαχειρισιμότητας του χρέους, μέσω ηρωικών εκτιμήσεων για τη μελλοντική οικονομική πορεία της χώρας.
Επιπλέον, είναι εξαιρετικά απίθανο να επιτευχθεί ο στόχος για χρέος στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 με αυτά τα μέτρα, δεδομένου ότι πιθανότατα η ύφεση θα γίνει πιο βαθιά. Όμως, ακόμη κι αν η Ελλάδα πετύχει τον στόχο του 2020, θα πρέπει να σημειωθεί ότι θα πρόκειται για ανούσιο επίτευγμα καθώς δεν εξασφαλίζει την πρόσβασή της στις αγορές. Όπως δείχνει και η εμπειρία των χωρών τη Λατινικής Αμερικής, η εμπιστοσύνη των αγορών δεν ανακτάται με απατηλή αριθμητική του χρέους, αλλά με αξιόπιστα μέτρα για την επίτευξη της φερεγγυότητας.
Τώρα, καθώς το ΔΝΤ καλείται να εκταμιεύσει την επόμενη δόση στην Ελλάδα, θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει αυτό το θέατρο ή εάν θα αλλάξει στρατηγική προς ένα λογικό πρόγραμμα, που θα στηρίζεται πολύ περισσότερο στην οικονομική ανάπτυξη και στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και όχι στη δημοσιονομική λιτότητα.
Ενώ φαίνεται ότι οι ηγέτες της ευρωζώνης θέλουν να κρατήσουν την Ελλάδα στο ευρώ μέσω των διαδοχικών αναδιαρθρώσεων του ελληνικού χρέους, το ΔΝΤ θα πρέπει να σταματήσει να βαδίζει σε αυτόν τον ατέρμονο δρόμο, που θα διαβρώσει περαιτέρω την αξιοπιστία και την ανεξαρτησία του.
Επιπλέον, παρατείνοντας την ψευδαίσθηση της φερέγγυας Ελλάδας αυξάνεται το κόστος των μελών του ΔΝΤ που δεν ανήκουν στην ευρωζώνη, καθώς οι τίτλοι του ιδιωτικού τομέα χρηματοδοτούνται από δάνεια του δημόσιου τομέα και το ελληνικό χρέος επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στα χέρια των επίσημων πιστωτών (σε ποσοστό 70% πλέον).
Στη Λατινική Αμερική επετεύχθη σχέδιο ανακούφισης του χρέους με επιβολή ζημιών στον ιδιωτικό τομέα, ακριβώς επειδή μεγάλο μέρος του χρέους βρισκόταν στα χέρια ιδιωτών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι φορολογούμενοι θα κληθούν τελικά να χρηματοδοτήσουν τη σημαντική διαγραφή χρέους. Γεγονός, όμως, είναι ότι οι ζημίες αυτές έχουν ήδη υλοποιηθεί. Οι πολιτικοί διστάζουν απλώς να αναγνωρίσουν αυτό το γεγονός.
Δεδομένου ότι το ΔΝΤ μπορεί να καταλήξει με σημαντικές ζημίες από τα δάνεια προς την Ελλάδα, θα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία για να ανατρέψει την πρακτική της καταστροφικής διστακτικότητας και να προχωρήσει στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης τόσο της Ελλάδας όσο και του ίδιου του Ταμείου.
Στη Λατινική Αμερική χάθηκε μία ολόκληρη δεκαετία μέχρις ότου επικεντρωθούν οι προσπάθειες στα βασικά προβλήματα φερεγγυότητας και τερματιστεί η πρακτική των διαδοχικών αναδιαρθρώσεων χρέους. Μόνο ένα πραγματικά ανεξάρτητο ΔΝΤ μπορεί να γλιτώσει την Ελλάδα από την ίδια μοίρα.
*Ο Guillermo Ortiz είναι πρόεδρος του GrupoFinancieroBanorte, πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας του Μεξικού και πρώην υπουργός Οικονομικών της χώρας.
ΠΗΓΗ: FT.com
Copyright The Financial Times Ltd. All rights reserved.
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Προειδοποίηση - σοκ της NASA για το... τέλος του κόσμου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ