2012-12-15 21:00:12
By Στέλιος Περράκης
Σε μια περίοδο έντονου προβληματισμού για τη συνεκτικότητα και αποτελεσματικότητα της διεθνούς δικαιοταξίας σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον αντιλήψεων και πολιτικής, η συζήτηση για την ειρηνική επίλυση των ειρηνικών διαφορών στις διάφορες διαστάσεις της παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος πολλών από τους διεθνείς δρώντες, συνυφασμένη με το γενικότερο ζήτημα της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου που συχνά δοκιμάζεται από αλαζονικές επιλογές ορισμένων κρατών. Στον 21ο αιώνα που τρέχει, για την παγκόσμια κοινότητα και τα μέλη της το ζήτημα της ειρηνικής επίλυσης διεθνών διαφορών παραμένει μια βασική προτεραιότητα.
Στο πλαίσιο αυτό την προσοχή έλκει το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ) των Ηνωμένων Εθνών. Ένας οικουμενικός θεσμός που ως δικαστικός πυλώνας στην επίλυση διεθνών διαφορών αλλά και ως ερμηνευτής και εφαρμοστής των κανόνων του διεθνούς δικαίου του οποίου αποτελεί συνακόλουθα παράγοντα για την περαιτέρω ανάπτυξή του κατέχει στη διεθνή δικαιοταξία μια ξεχωριστή θέση, ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία [1]
. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως χαρακτηριστικά αποκαλείται, δεν έχει απλά μια – σε ορισμένες περιπτώσεις αμφιλεγόμενη - δικαιοδοτική πορεία 67 ετών. Για την Ελλάδα, με ανοιχτά ζητήματα και τριβές με την Τουρκία ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του διεθνούς δικαίου κυρίως στο χώρο του Αιγαίου πελάγους [π.χ. για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, θέσπιση και όρια ΑΟΖ, αμφισβήτηση κυριαρχίας (Ίμια) κτλ.], το Διεθνές Δικαστήριο αποτελεί τις τελευταίες δεκαετίες ένα σταθερό προσανατολισμό μεθόδου επίλυσης των όποιων – αποδέχεται - διαφορών της [2]. Τούτο συνάδει με την γενικότερη και ευρύτερη προσδοκία της διεθνούς κοινότητας για μια περισσότερο καταλυτική παρέμβαση στη διεθνή ζωή του δικαστικού οργάνου του ΟΗΕ με καλύτερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή των αρχών και κανόνων του διεθνούς δικαίου σε ένα περιβάλλον ειρήνης, δικαιοσύνης και αλληλεγγύης προς όφελος λαών και κρατών.
Από την άλλη μεριά, η χώρα μας την τελευταία τριετία βρέθηκε ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου ως διάδικος (ΠΓΔΜ κατά Ελλάδας) και ως παρεμβαίνουσα (Γερμανία κατά Ιταλίας). Οι αποφάσεις του ΔΔ στις εν λόγω υποθέσεις προκάλεσαν στην κοινή γνώμη, αλλά και σε επισήμους κύκλους, αισθήματα απογοήτευσης, άρνησης και επιφύλαξης απέναντι στο δικαιοδοτικό θεσμό της Χάγης, ενώ πυροδότησαν εκ νέου μια παλαιότερη συζήτηση- αντίληψη – και σε πολιτικούς κύκλους - όσον αφορά την «καταλληλότητα» του Δικαστηρίου της Χάγης να αποτελέσει το όργανο επίλυσης των κορυφαίων διαφορών μας με την Τουρκία. Για πολλούς, αν και διεθνής ανεξάρτητος δικαστικός θεσμός, το ΔΔ είναι «πολιτικό» όργανο, «κατευθυνόμενο» ή εκδίδει «πολιτικές αποφάσεις». Κριτική, βέβαια, δέχεται το ΔΔ κι από άλλες πλευρές σχετικά με τη νομολογία του.
Οι διαπιστώσεις αυτές, σε μια περίοδο όπου ο «διάλογος» με την Τουρκία (θεωρητικά) συνεχίζεται, εμπλουτισμένος - τουλάχιστον όσον αφορά την Τουρκία και με νέα θεματολογία (ΑΟΖ, Καστελλόριζο, κτλ.) - επιβάλλουν μια προσεκτική παρατήρηση του θεσμού, με αντικειμενική ανάλυση των αποφάσεων / γνωμοδοτήσεων της τελευταίας δεκαετίας, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα που θα καθορίσουν την ελληνική στάση απέναντι στο ΔΔ, είτε προς την κατεύθυνση της ενδεχόμενης αναθεώρησης τής μέχρι σήμερα θέσης είτε επιβεβαιώνοντας τήν -πάγια από το 1975 και μετά- άποψη για προσφυγή στο ΔΔ προκειμένου να διευθετηθούν ζητήματα γύρω από το καθεστώς τού Αιγαίου. Η άσκηση αυτή απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστούν τα εθνικά συμφέροντα, με τήρηση και προαγωγή του διεθνούς δικαίου.
Στο σημείο αυτό, το πρόβλημα τέμνεται με την γενικότερη αντίληψη της χώρας για το διεθνές δίκαιο και όχι την à la carte εφαρμογή του, καθώς και την γενικότερη ελληνική στάση απέναντι στη διεθνή δικαιοσύνη και τους θεσμούς της.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΤΑΞΙΑ, ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Το σύγχρονο διεθνές δίκαιο επιτάσσει στα κράτη την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών τους [3]. Η νομική αυτή υποχρέωση συγκεκριμενοποιήθηκε ως θεμελιώδης κανόνας της διεθνούς δικαιοταξίας με το Χάρτη του ΟΗΕ (ΧαρτΗΕ), που προβλέπει στο άρθρο 2 παρ. 3 ότι «όλα τα μέλη (των ΗΕ) οφείλουν να διακανονίζουν τις διεθνείς τους διαφορές με ειρηνικά μέσα, με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η διεθνής ειρήνη, ασφάλεια και δικαιοσύνη». Αργότερα, μ’ άλλες διεθνείς πράξεις [Διακήρυξη του 1970 για τις αρχές του διεθνούς δικαίου που αφορούν τις φιλικές σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών, Διακήρυξη της Μανίλα του 1982 για την ειρηνική επίλυση των διαφορών] η υποχρέωση αυτή διευρύνθηκε, ώστε κάθε κράτος να υπόκειται σ’ αυτήν. Η υποχρέωση αυτή, πραγματώνεται στα πλαίσια διεθνών διαδικασιών συνήθως θεσμοποιημένου ή και οργανικού χαρακτήρα - χωρίς ν’ αποκλείεται κι άλλη βάση. Μάλιστα, το σύστημα του ΧαρτΗΕ οργανώνει τον ειρηνικό διακανονισμό των διεθνών διαφορών, αφενός κατανέμοντας αρμοδιότητες στα όργανα του ΟΗΕ (Συμβούλιο Ασφαλείας, Γεν. Συνέλευση, Γεν. Γραμματέας και Διεθνές Δικαστήριο), ενώ, αφετέρου, καταγράφει, ενδεικτικά και ισότιμα τις μεθόδους πολιτικές, διπλωματικές και νομικές που ελεύθερα τα κράτη μπορούν να επιλέξουν για την επίλυση των διαφορών τους. Στην απαρίθμηση του άρθρου 33 παρ. 1 του ΧαρτΗΕ περιλαμβάνεται κι ο «δικαστικός διακανονισμός» που παραπέμπει, βέβαια, στο Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ).
Το ΔΔ, κύρια λοιπόν, έκφραση της νομικής μεθόδου του ΧαρτΗΕ για τη δικαστική επίλυση διεθνών διαφορών, εμφανίστηκε στη μεταπολεμική διεθνή έννομη τάξη ως ένας οικουμενικός θεσμός ειδικού βάρους για τη διεθνή κοινότητα [4]. Με μια σημαντική νομολογιακή κληρονομιά από το ιδιαίτερα σημαντικό έργο που διεκπεραίωσε ο προκάτοχός του, στον Μεσοπόλεμο, το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης (ΔΔΔΔ), αλλά και μ’ ένα περιρρέοντα κύκλο εμπειρίας από την λειτουργία της διεθνούς διαιτησίας, το ΔΔ άρχισε το 1946 την ιστορική διαδρομή του, με τον υψιπετή λειτουργικό προσανατολισμό: να συμβάλλει στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, στην επίλυση διεθνών διαφορών, στην προώθηση και επικράτηση αντιλήψεων για την εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των αρχών της διεθνούς νομιμότητας.
ΤΟ Δ.Δ. ΚΑΙ Η ΠΟΪΟΥΣΑ «ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΟΥ(;) [5]
Το έργο αυτό υπηρετείται από 15 δικαστές που απαρτίζουν τη σύνθεση του ΔΔ. Εκλεγμένοι με κριτήρια γεωγραφικής κατανομής διαφορετικής καταγωγής δικαιϊκών συστημάτων και αντιλήψεων - κυρίως καθηγητές διεθνούς δικαίου - οι δικαστές διασφαλίζουν ένα πλουραλισμό νομικών απόψεων που οδηγεί στη σύνθεση της εκάστοτε νομικής πεποίθησης για το status του διεθνούς δικαίου και την εφαρμογή του. Ανεξάρτητοι και με ηθικό ανάστημα, χρειάζονται περισσότερους από τα δυο τρίτα των μελών της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για να εκλεγούν στο ΔΔ [6]. Ουσιαστικά, στην προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του καθενός από αυτούς θα πρέπει να αναζητηθεί η συμπεριφορά του ΔΔ και όχι σε «εξαρτήσεις» πολιτικής (εθνικής ή άλλης). Είναι αυτή η προσωπικότητα του καθενός από τους «15» που κατά την άποψη του γράφοντα οδηγεί σε επιλογές δικαιϊκής συνείδησης, εκτιμήσεων για τα κρινόμενα εκάστοτε διεθνή δρώμενα και τις πολιτικές ευαισθησίες απέναντι στην ιστορία, τον πολιτισμό και βασικά το διεθνές δίκαιο όπως πρέπει να προωθείται προς όφελος των θεμελιωδών αξιών και αρχών της Ανθρωπότητας.
Η εμπιστοσύνη, όμως, τόσο στον ύπατο θεσμό της διεθνούς δικαιοσύνης ως ανεξάρτητου κι αμερόληπτου παγκόσμιου δικαστηρίου, όσο και στις εφαρμογές του διεθνούς δικαίου απ’ αυτόν, έπρεπε σταδιακά να κερδηθεί. Εξάλλου, σ’ αυτήν την μετάβαση από την ψυχροπολεμική στη μεταδιπολική περίοδο και επέκεινα, το ΔΔ έπρεπε να λειτουργήσει μέσα από τις αγκυλώσεις των εθνικών συμφερόντων που επιβάλλουν αποχή από την αναγνώριση της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του ΔΔ, μέσα από τον πολιτικό δισταγμό των εξουσιοδοτημένων διεθνών οργάνων των ΗΕ και των ειδικευμένων Οργανώσεων να θέτουν ερωτήματα εφαρμογής και ερμηνείας του διεθνούς δικαίου. Να αντιμετωπίσει την συχνά πολιτική κατασκευή διακρίσεων – τάχα - μεταξύ νομικών και πολιτικών διεθνών διαφορών, καθώς και την αλαζονεία των «μεγάλων» κρατών, τις εθνικές αντιλήψεις και τη λογική περί «εσωτερικής αρμοδιότητας».
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αξιοσημείωτο ότι, προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, τριτοκοσμικές χώρες με έντονο «επαναστατικό» χαρακτήρα (π.χ. Λιβύη), βαθμιαία άρχισαν να αντιμετωπίζουν τις διεθνείς διαφορές τους με τυπική συμμόρφωση στους κανόνες του δικαιοδοτικού διακανονισμού και υπό τη δικηγορική «καθοδήγηση» εκπροσώπων της δυτικής δικαιϊκής σκέψης. Έτσι, στη δεκαετία του 1980 η ισλαμική επανάσταση του Ιράν – μ’ έντονη αντιδυτική αντίληψη - επιλύει τη διαφορά της με τις ΗΠΑ με κλασική διαιτησία μέσα στη Μέκκα του οικουμενικού δικαιοδοτικού συστήματος: το Μέγαρο Ειρήνης της Χάγης. Επίσης, το Ιράν θα προσφύγει δύο φορές στο ΔΔ κατά των ΗΠΑ σε σημαντικές υποθέσεις που μάλιστα, άμεσα ή έμμεσα κέρδισε. Από την πλευρά της, η Νικαράγουα, σχετικά με την αμερικανική επέμβαση στην εμφύλια σύρραξή της, κερδίζει τις εντυπώσεις αλλά και τη μάχη προσφεύγοντας κατά των ΗΠΑ στο ΔΔ, με ευτυχή κατάληξη για την προσφεύγουσα.
Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι η προσφυγή ενώπιον του ΔΔ, αναμφίβολα, συνιστά μια κατ’ εξοχήν άσκηση διεθνούς πολιτικής. Μια ματιά στο πινάκιο του Δικαστηρίου της Χάγης, ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αποδεικνύει την προηγούμενη διαπίστωση. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι την περίοδο εκείνη ασκήθηκαν πολλές προσφυγές σε βάρος της –τότε- Σοβιετικής Ένωσης και για αεροπορικά επεισόδια που έλαβαν χώρα στον εναέριο χώρο των μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας (π.χ. εναέρια επεισόδια στις 10.3.1953 (ΗΠΑ κατά Τσεχοσλοβακίας), 14/3/1956 (ΗΠΑ-ΕΣΣΔ), 7/11/1954 ΗΠΑ-ΕΣΣΔ). Όλες οι προσφυγές δεν εκδικάσθηκαν- ελλείψει δικαιοδοσίας του ΔΔ. Άλλες χαρακτηριστικές υποθέσεις αναζήτησης δικαστικής προστασίας από το δικαιοδοτικό όργανο της Χάγης ως άσκηση διεθνούς πολιτικής είναι: Στενά της Κέρκυρας (Ην. Βασίλειο-Αλβανίας 1949), Anglo-iranian Oil Co (Ην. Βασίλειο-Ιράν, 1952), Δικαίωμα Διελεύσεως από το ινδικό έδαφος (Ινδία-Πορτογαλίας, 1960), Πυρηνικές δοκιμές (Αυστραλία-Γαλλίας, Ν. Ζηλανδία-Γαλλίας, 1974), Υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου (Ελλάδα-Τουρκίας, 1975), Διπλωματικό και προξενικό προσωπικό των ΗΠΑ στην Τεχεράνη (ΗΠΑ-Ιράν, 1979), Lockerbie (Λιβύη-ΗΠΑ, Ην. Βασιλείου 1988), Στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δραστηριότητες στη Νικαράγουα (Νικαράγουα-ΗΠΑ, 1986), Εναέριο επεισόδιο της 3/7/1988 (Ιράν-ΗΠΑ), Νομιμότητα χρήσης βίας (Γιουγκοσλαβία-χώρες ΝΑΤΟ, 1999), Εφαρμογή Σύμβασης για την πρόληψη και εξάλειψη του εγκλήματος της γενοκτονίας (Βοσνία-Ερζεγοβίνη κατά Σερβίας και Μαυροβουνίου), Ένοπλες δραστηριότητες στο Κονγκό (Κονγκό κατά Ουγκάντας, 2005), κτλ.
Αλλά και στα αιτήματα γνωμοδότησης της Γεν. Συνέλευσης ή άλλων οργάνων του ΟΗΕ προς το ΔΔ διακρίνονται – αφετηριακά - τα στοιχεία διεθνούς πολιτικής, που ο ενδιαφερόμενος θα ήθελε να δει – στη συνέχεια- αποτυπωμένα στη Γνωμοδότηση του ΔΔ. Εδώ, εμπίπτουν ασφαλώς οι υποθέσεις «Νομικές συνέπειες για τα Κράτη από τη συνεχιζόμενη παρουσία της Νοτ. Αφρικής στη Ναμίμπια» (1971), «Συνέπειες της οικοδόμησης από το Ισραήλ τείχους στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη» (2004), «Συμβατότητα προς το διεθνές δίκαιο της μονομερούς ανακήρυξης ανεξαρτησίας στο Κόσσοβο» (2010). Οι πολιτικές διαστάσεις της τελευταίας υπόθεσης δεν αποτυπώθηκαν μόνο στη Γεν. Συνέλευση που υπέβαλε το ερώτημα στο ΔΔ, αλλά συνεχίστηκαν και στις θέσεις που εκφράστηκαν ενώπιον του ΔΔ από πολλά κράτη. Χαρακτηριστικές είναι εξάλλου οι πολιτικές διαστάσεις στη Γνωμοδότηση για το «Τείχος» και τις θέσεις του Ισραήλ και τις θέσεις του Ισραήλ και άλλων, που αποτυπώνονται και στην Γνωμοδότηση.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η – ούτως ή άλλως- πολιτική κίνηση κράτους προσφυγής στο ΔΔ, συνοδεύεται συνήθως με έντονες αμφιβολίες για το κατά πόσο τελικά το ΔΔ λέει (εφαρμόζει / ερμηνεύει) το διεθνές δίκαιο ή, μάλλον, επιχειρεί προσεγγίσεις και αποφαίνεται υπό το πρίσμα «πολιτικών» εκτιμήσεων. Το γεγονός ότι το ΔΔ, σε ευρεία κλίμακα κοινής γνώμης – λιγότερο σε επίπεδο ακαδημαϊκής διεθνολογικής κοινότητας - θεωρείται «πολιτικό» δικαστήριο, είναι μια σοβαρή μομφή και αμφισβήτηση του κορυφαίου θεσμού της διεθνούς δικαιοσύνης και υπονομεύει τις δυνατότητες παροχής δικαστικής προστασίας και αποτελεσματικής παρέμβασης στην επίλυση διεθνών διαφορών.
Στο πεδίο του ΔΔ, τέσσερα άλλα στοιχεία της διαδικασίας εκδίκασης μιας διαφοράς ενσωματώνουν πολιτικές επιλογές.
Το πρώτο, αφορά την ερημοδικία εγκαλούμενου κράτους (π.χ. η Τουρκία δεν παρέστη στην υπόθεση «Υφαλοκρηπίδα Αιγαίου»). Η Γαλλία στην υπόθεση «Πυρηνικές δοκιμές» δεν παρουσιάστηκε στο ΔΔ, απέστειλε ωστόσο υπόμνημα αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του ΔΔ, το Ιράν δεν παρέστη στην υπόθεση «Διπλωματικό και προξενικό προσωπικό των ΗΠΑ στην Τεχεράνη» (όπως οι ΗΠΑ στο στάδιο της ουσίας της υπόθεσης Νικαράγουα).
Tο δεύτερο, σχετίζεται με την ανταίτηση που εγείρει η εγκαλούμενη χώρα σε εκδικαζόμενη προσφυγή άλλου κράτους (υπόθεση Ιράν/ ΗΠΑ). Πολλές από αυτές έγιναν δεκτές από το ΔΔ.
Το τρίτο, αφορά την παραίτηση από την προσφυγή, ιδίως αν είναι μονομερής, που οδηγεί στην διαγραφή της υπόθεσης από το πινάκιο του ΔΔ. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις Πακιστανοί αιχμάλωτοι πολέμου (Πακιστάν/ Ινδία) 1973, Εναέριο επεισόδιο της 3ης Ιουλίου 1988 (Ιράν/ΗΠΑ) 1996. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παραίτηση από τη συνέχεια της διαδικασίας. Έτσι, ενώ η Νικαράγουα των Σαντινίστας είχε καταγάγει νίκη στη δικαστική διαμάχη με τις ΗΠΑ στην υπόθεση Στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δραστηριότητες στη Νικαράγουα, το 1986, που χάραξε τη νομολογία του ΔΔ, το οποίο αναγνώρισε τη διεθνή ευθύνη των ΗΠΑ για σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, η Νικαράγουα της προέδρου Τσαμόρο δεν επέτρεψε στο ΔΔ να εξετάσει τις συνέπειες της ευθύνης των ΗΠΑ σε επίπεδο επανορθώσεων, αποσύροντας το σχετικό ενδιαφέρον της.
Το τέταρτο, τέλος, σχετίζεται με την έγερση προδικαστικών ενστάσεων που κατατείνουν στην αποφυγή εκδίκασης της διαφοράς.
ΤΟ Δ.Δ. ΜΕΣΟ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Πρέπει να σημειωθεί ότι ανεξάρτητα από τη διευρυμένη δραστηριότητα του ΔΔ των τελευταίων ετών – ύστερα από μια μακρά άγονη περίοδο - που επιτρέπει και μια σχετική αισιοδοξία για το μέλλον, το βασικό πρόβλημα ως προς την επίλυση των διεθνών διαφορών μέσω του Δικαστηρίου της Χάγης παραμένει η απροθυμία μεγάλου αριθμού κρατών να αποδεχτούν την υποχρεωτική δικαιοδοσία του. Μόλις 67 από τα 193 κράτη μέλη του ΟΗΕ έχουν προβεί στη δήλωση αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας (άρθρο 36 παρ.2 Κατ. ΔΔ). Σημαντικές περιφερειακές χώρες, 4 από τα 5 μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, ευρωπαϊκές δυνάμεις μέλη της Ε.Ε. και πολλά άλλα αμερικανικά, ασιατικά και αφρικανικά κράτη, δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία με ότι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο πολιτικής και ψυχολογίας διεθνών σχέσεων. Εδώ και η Τουρκία [7].
Σ’ αυτήν την πορεία κυμαινόμενου ενδιαφέροντος από την πλευρά των κρατών για δικαιοδοτική επίλυση των διαφορών τους, το ΔΔ κλήθηκε να αντιμετωπίσει σημαντικά ζητήματα –συχνά ιδιαίτερου πολιτικού χαρακτήρα- γύρω από τη θεσμική λειτουργία της διεθνούς οργάνωσης, της κυριαρχίας και των κρατικών αρμοδιοτήτων, ιδίως στις θαλάσσιες ζώνες, της διεθνούς ευθύνης, αλλά και της χρήσης βίας, όπως στις υποθέσεις της Νικαράγουα - ΗΠΑ (1894) σχετικά με τις στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δραστηριότητες σε βάρος της Νικαράγουα, αλλά και τη Νομιμότητα της χρήσης βίας, ύστερα από άσκηση προσφυγών από τη Γιουγκοσλαβία κατά δέκα νατοϊκών χωρών, σε συνέχεια της νατοϊκής επίθεσης σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας και την εκεί σύρραξη (1999), Κονγκό / Ουγκάντα (2005), κτλ.\
Τα τελευταία χρόνια το ΔΔ βρέθηκε μ’ ένα πινάκιο φορτωμένο. Ωστόσο, το ζήτημα που τίθεται δεν είναι αν το ΔΔ είναι ή όχι απασχολημένο, αλλά «αν κατέχει πλήρως τη θέση που του ανήκει στο γενικό σύστημα διατήρησης της ειρήνης που οργανώνει ο Χάρτης», όπως εύστοχα παρατήρησε ο –τότε- Πρόεδρός του M. Bedjaoui, αλλά και τις επιπτώσεις από τη θέση αυτή. Και τούτο, ενώ η τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, μέσα από μια πληθωρική κίνηση της διεθνούς κοινότητας, ανέδειξε ένα νέο θεσμικό τοπίο στην διεθνή δικαιοσύνη. Νέα δικαιοδοτικά όργανα ειδικού χαρακτήρα, περιφερειακής ή οικουμενικής εμβέλειας, θεσπίστηκαν δίπλα στα περιφερειακά δικαστήρια δικαιωμάτων του ανθρώπου σε Ευρώπη, Αμερική και Αφρική (ad hoc Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια για την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα, το Διεθνές Δικαστήριο Δικαίου Θαλάσσης, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο) μ’ ότι αυτό συνεπάγεται σ’ επίπεδο «ανταγωνισμού» και «προτεραιοτήτων» [8].
Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Στην Ελλάδα, στο παρελθόν, δεν έλλειψε η κουλτούρα διεθνούς δικαίου και η διαθεσιμότητα προσφυγής σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα της εποχής. Έτσι, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η Ελλάδα βρέθηκε επανειλημμένα διάδικος στο ΔΔΔΔ. Άλλοτε ως ενάγουσα [υποθέσεις Μαυρομμάτη (Α’ φάση- 1924), (Β’ φάση- 1925), (αναπροσαρμογή- 1927), ερμηνεία απόφασης για τη Συνθήκη του Neuilly (1925), άλλες φορές ως εναγόμενη [υποθέσεις Συνθήκη του Neuilly (1924), Φάροι (1934), Φάροι στην Κρήτη και Σάμο (1937), Socobelge (1939)]. Επίσης πολλές γνωμοδοτήσεις του Δικαστηρίου την αφορούσαν άμεσα και μάλιστα για ζητήματα ιδιαίτερης εθνικής σημασίας για τη νεοπαγή Ελλάδα της Συνθήκης της Λωζάννης [(Ανταλλαγή ελληνικού και τουρκικού πληθυσμού (1925), Ερμηνεία της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1926 (1928), Ελληνοβουλγαρικές κοινότητες (1930), Ερμηνεία ελληνοβουργαρικής συμφωνίας του 1927 (1932), Μειονοτικά σχολεία στην Αλβανία (1935)].
Στη σύγχρονη εποχή από την ίδρυση των Ην. Εθνών, η Ελλάδα βρέθηκε ενώπιον του ΔΔ ως διάδικος για πρώτη φορά στην υπόθεση Αμπατιέλος (Ελλάδα κατά Ην. Βασιλείου, 1951-1953).
Στο διάβα του χρόνου, ιδίως μετά το 1974, το Διεθνές Δικαστήριο βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Ελλάδας, με την ανάπτυξη μιας ιδιότυπης σχέσης. Πράγματι, η «πολιτική διεθνούς δικαίου», που πάγια ακολούθησε μεταπολεμικά η χώρα μας και μ’ έμφαση στη δεκαετία του 1970 μετά την εμφάνιση των τουρκικών διεκδικήσεων στο χώρο του Αιγαίου και στην Κύπρο, ως σταθερά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, προβάλλει ως κύρια σημεία αναφοράς τον σεβασμό των κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου, την ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών και το ΔΔ ως το όργανο δικαιοδοτικής επίλυσης του χρόνιου προβλήματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτού της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου [9]. Σ’ αυτό εξάλλου, η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς για την εν λόγω διαφορά το 1976, χωρίς επιτυχία, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του ΔΔ.
Είχε ζητήσει και προσωρινή προστασία, αίτημα όμως που δεν έγινε αποδεκτό από το ΔΔ [10].
Στο πεδίο επίλυσης διαφορών από το ΔΔ, η συμπεριφορά της Ελλάδας παρουσιάζει ενδιαφέρον:
Παρόλες τις διακηρύξεις για ειρηνική- δικαστική διευθέτηση διεθνών διαφορών και ιδίως στο Αιγαίο, χρειάσθηκε να φθάσουμε στο 1994 για να αναγνωρίσει η Ελλάδα την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔ (άρθρο 36 παρ.1 Κατ.) και με τη διατύπωση επιφύλαξης όσον αφορά το ζήτημα ασφάλειας των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.
Στη συνέχεια, παρά τις συστηματικές αναφορές της Αθήνας στη Χάγη, όταν επικυρώθηκε το 1995 η Σύμβαση Montego Bay (1982), δηλώθηκε ως μέσο επίλυσης των διαφορών εκ της Συμβάσεως το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, ΔΔΔΘ (!;). Μετά την κρίση στα Ίμια, επανήλθαμε στην προηγούμενη γραμμή προσβλέποντας στο δικαιοδοτικό όργανο της Χάγης.
Ζήτημα υπάρχει και ως προς το εύρος της ελληνοτουρκικής διαφοράς για το Αιγαίο. Υφίσταται ένα μόνο ζήτημα (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας) ή κι άλλα;
Εδώ, αξιοσημείωτη είναι η μονοσήμαντη προσέγγιση στην τρέχουσα επίσημη πολιτική και συνακόλουθα νομική γλώσσα στην Ελλάδα, της έννοιας «διαφορά». Στον πολιτικό λόγο των ελληνικών κυβερνήσεων καθώς και των πολιτικών κομμάτων της χώρας, διαφορά επιδεκτική δικαιοδοτικής επίλυσης συνιστά μόνο το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, σ’ αντίθεση με άλλες διμερείς τριβές με την Τουρκία (π.χ. αποστρατικοποίηση νήσων, εύρος αιγιαλίτιδας ζώνης, εναέριος χώρος, Ίμια) που αποτελούν «μονομερείς διεκδικήσεις» της γείτονος. Η περίεργη αυτή πολιτική / νομική θέση – που υιοθετείται διαχρονικά μετά το 1974, ακολουθώντας το ανεπαρκές υποκειμενικό κριτήριο - δεν βρίσκει έρεισμα στη θεωρητική συζήτηση για το τι συνιστά διεθνή διαφορά κατά το διεθνές δίκαιο, αλλά ούτε στην ίδια τη νομολογία του ΔΔ [βλ. π.χ. στην διδακτική καταγραφή στην υπόθεση του Ανατολικού Τιμόρ (1995)].
Σε κάθε περίπτωση, η κρίση στα Ίμια το 1996 και η πρόοδος της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, οδήγησαν τους εταίρους της ΕΕ, με βάση σχετικές ελληνικές πρωτοβουλίες και κινήσεις, να υιοθετήσουν αξιοσημείωτες πολιτικά κι ενδιαφέρουσες νομικά θέσεις αναφορικά με το ΔΔ ως μέσου διευθέτησης διεθνών διαφορών, κάτι που, βεβαίως, παρέπεμπε αρχικά στην ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και κατόπιν στην αμφισβήτηση, από την Τουρκία, της ελληνικής κυριαρχίας επί των βραχονησίδων Ίμια [11].
Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές διατυπώσεις στη δήλωση της Προεδρίας ενώπιον του Ευρ. Κοινοβουλίου στις 14 Φεβρουαρίου 1996, στη Δήλωση του Συμβουλίου Υπουργών της 15ης Ιουλίου 1996, στην κοινή θέση των «Δεκαπέντε» στις 29 Απριλίου 1997 στο Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΚ- Τουρκίας, αλλά και στα Συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις συνόδους του στο Λουξεμβούργο (Δεκέμβριος 1997) και Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999).
Αν και στην πορεία μετά το Ελσίνκι από τον χρονικό ορίζοντα των δεσμεύσεων και των υποχρεώσεων «χάθηκε» το 2004 – χρονικό όριο για παραπομπή από την Τουρκία των διαφορών με την Ελλάδα στη Χάγη - το ΔΔ παρέμεινε ως κεντρική επιλογή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για επίλυση των διενέξεων γύρω από το νομικό καθεστώς του Αιγαίου
ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αν η κριτική που ασκείται για τον εθνικό δικαστή σε επίπεδο κοινής γνώμης και της επιστήμης είναι σύνηθες φαινόμενο σε πολλές, αν όχι όλες τις χώρες, αυτή εμφανίζεται πολλαπλασιαστικά μεγεθυμένη όσον αφορά τη διεθνή δικαιοσύνη. Ο διεθνής δικαστής στη Χάγη, στο Στρασβούργο, στο Λουξεμβούργο κτλ. είναι ένας τρίτος, ξένος, άγνωστος, που αποφαίνεται χωρίς εθνικές κι άλλες ευαισθησίες για σημαντικά ζητήματα κι ο οποίος διολισθαίνει –και- σε «κακές» αποφάσεις. Η κριτική από την σκοπιά της διεθνολογικής κοινότητας των αποφάσεων του ΔΔ παίρνει άλλες ποιοτικές διαστάσεις χωρίς όμως η ένταση πολλές φορές να μειώνεται. Τι, όμως, προκαλεί αυτή την αντίδραση των θεωρητικών του διεθνούς δικαίου;
Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το ΔΔ κινήθηκε με τρόπο που δεν μπόρεσε ή, κυρίως, δεν θέλησε (;) να συλλάβει τον παλμό των εξελίξεων της διεθνούς πραγματικότητας κατά τρόπο που να ανταποκριθεί στις περιστάσεις και να συμβάλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας διεθνούς κρίσης, μιας διεθνούς διαφοράς. Πρόκειται εδώ ουσιαστικά για περιπτώσεις εξόφθαλμα δικαιοδοτικής υπεκφυγής σε διαδικασίες γνωμοδοτήσεων ύστερα από σχετικά αιτήματα οργάνων των ΗΕ σε κρίσιμα θέματα [υποθέσεις Δυτική Σαχάρα (1975), Νομιμότητα χρήσης πυρηνικών όπλων (1996), και η πρόσφατη: Συμβατότητα με το διεθνές δίκαιο της μονομερούς δήλωσης ανεξαρτησίας σχετικά με το Κόσοβο (2008)]. Ενώ δεν απουσιάζουν κριτικές –ήδη από το παρελθόν- και σε υποθέσεις κατ’ αντιμωλία π.χ. υποθέσεις Ασύλου (1950), Νοτιοδυτική Αφρική (Αιθιοπία - Ν. Αφρικής, Λιβερία - Ν. Αφρικής (1966) κτλ. Στις περιπτώσεις των υποθέσεων πυρηνικών όπλων και Νοτιοδυτικής Αφρικής, το Δικαστήριο αποφάνθηκε λόγω ισοψηφίας 7-7 με την ψήφο του Προέδρου.
Οι θέσεις αυτές δεν κατακρίθηκαν απλά στη νομική διεθνολογική θεωρία, αλλά ουσιαστικά προκάλεσαν μια ρήξη στην εκτίμηση που η διεθνής κοινή γνώμη και οι διεθνολόγοι επαΐοντες είχαν, ή ήθελαν να έχουν, για το ρόλο του ΔΔ ως θεσμού διεθνούς δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα τέτοιες θέσεις διαψεύδουν τις προσδοκίες των κρατών και όχι μόνο, ενώ συντελούν σε μια δυσπιστία που αναπτύσσεται γύρω από τις πραγματικές δυνατότητες ενός δικαστικού διακανονισμού διεθνών διαφορών στη Χάγη. Πώς να εκλάβει π.χ. ένα ενδιαφερόμενο κράτος την άποψη του Δικαστηρίου ότι για τα πυρηνικά όπλα δεν προβλέπεται απαγόρευση στο διεθνές δίκαιο, αλλά ούτε και επιτρέπεται ρητά η χρήση τους και αφού προηγουμένως το ΔΔ είχε σημειώσει ότι χρήση πυρηνικών όπλων αναιρεί θεμελιώδεις ρυθμίσεις διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που εφαρμόζονται στις ένοπλες συρράξεις αφού παραβιάζουν ευθέως κρίσιμες διατάξεις (π.χ. αρχή μη διάκρισης μεταξύ μαχητών και αμάχων). Ή, πώς να εξηγήσει - στην περίπτωση της υπόθεσης Ασύλου - ότι συνέπεια της αμφιλεγόμενης απόφασης του ΔΔ ήταν ο περουβιανός πολιτικός ηγέτης Haya de La Torre που είχε ζητήσει άσυλο στην πρεσβεία της Κολομβίας στη Λίμα να παραμείνει επί πενταετία έγκλειστος στο κτίριο της πρεσβείας πριν του επιτραπεί η αναχώρηση στο εξωτερικό.
Ή, πώς να ερμηνεύσει το γεγονός - στην περίπτωση της γνωμοδότησης για το Κόσσοβο ότι η διαπραγμάτευση της θεματικής δεν έγινε από τη σκοπιά της δυνατότητας απόσχισης τμήματος επικράτειας χώρας προοπτική - που είναι αδύνατη κατά το σύγχρονο διεθνές δίκαιο χωρίς τη συναίνεση του ενδιαφερόμενου κράτους, αλλά από μια άλλη σκοπιά, πιο εύκολης αντιμετώπισης - αναφορικά με το κατά πόσον η μονομερής κήρυξη ανεξαρτησίας από ομάδα ατόμων (Κοσσοβάροι) παράγει έννομα αποτελέσματα σε σχέση με την απόσχιση και συνακόλουθα εαν είναι μια τέτοια κίνηση ασύμβατη με το διεθνές δίκαιο. Αντί δηλαδή το ΔΔ, έχοντας κατά νου αυτό που μέχρι σήμερα θεωρεί η διεθνής κοινότητα ως παράνομη ενέργεια και δεν την αναγνωρίζει (π.χ. αποσχίσεις «Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου», Ν. Οσετίας, Αμπχαζίας, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Υπερδνειστερίας, κτλ.) να «ξεκαθαρίσει» το τοπίο σε αυτό το κρίσιμο τα τελευταία χρόνια πεδίο όπου πολλαπλασιάζονται κινήσεις και διαθέσεις απόσχισης από κράτη, κινήθηκε «πλαγίως». Το ΔΔ επέλεξε ένα δρόμο που δε βοηθάει και δε συμβάλλει στην αντιμετώπιση μιας κίνησης απόσχισης είτε από τη σκοπιά της κυριαρχίας του κράτους και της εδαφικής ακεραιότητάς του, είτε της νεοπαγούς αντίληψης για ενδεχόμενες «επανορθωτικές κινήσεις» ως συνέπεια μαζικών παραβιάσεων των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των μειονοτήτων.
Αλλά ακόμα και στην υπόθεση «Υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου» υπάρχει κάποιο ζήτημα αφού το ΔΔ παραμέρισε την ελληνική μονομερή προσφυγή κατά της Τουρκίας, εκτιμώντας ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί του ζητήματος. Και τούτο γιατί η ελληνική επιφύλαξη του 1931 εξαιρούσε της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου το εδαφικό καθεστώς, στο οποίο κατά το ΔΔ υπαγόταν η υφαλοκρηπίδα. Ασφαλώς η θέση αυτή παρουσιάζει προβλήματα, αφού η υφαλοκρηπίδα ως έννοια και νομικό περιεχόμενο αποτελεί μεταπολεμική ρύθμιση που, βέβαια, δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει η ελληνική κυβέρνηση κατά το χρόνο επικύρωσης της Γενικής Πράξης του 1928. Ο όρος continental shelf / υφαλοκρηπίδα πρωτοακούστηκε σε ομιλία του Προέδρου Τρούμαν το 1945 (Truman Proclamation) [12].
Έτσι, κι ενώ το ΔΔ φάνηκε να κερδίζει μετά το 1990 την προσοχή αρκετών κρατών από όλες τις ηπείρους, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για την υλοποίηση της οικουμενικής αποστολής του κυρίου δικαστικού οργάνου του ΟΗΕ για διευθέτηση διαφορών εν όψει μάλιστα και της σωρείας υποθέσεων σχετικά με εδαφικές / συνοριακές διαφορές, είναι απαραίτητο να μην υποχωρεί η βούληση των κρατών που προσχώρησαν στο δικαιοδοτικό μηχανισμό της Χάγης για κινητοποίησή του και να μην υπάρχει αμφιβολία για ορθή απονομή της δικαιοσύνης και στην ουσία την εμπέδωση της διεθνούς νομιμότητας και της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Κι αφού η κάθε περίπτωση προσφυγής στο ΔΔ της Χάγης αποτελεί μια έμπρακτη θετική στάση μιας χώρας για το πώς αντιλαμβάνεται τις σχέσεις στη σύγχρονη διεθνή δικαιοταξία και το οργανωμένο θεσμικό σύστημα που έχει αυτή προωθήσει, τέτοιες αμφιλεγόμενες θέσεις στην νομολογία του ΔΔ ασφαλώς ενσπείρουν αμφιβολίες κι επιφυλάξεις παραπέμποντας σε άλλους μεταγενέστερους χρόνους την επίλυση διαφορών. Είναι εξαιρετικά σημαντικό όταν το ΔΔ επιλαμβάνεται διαφορών της Λιβύης, του Τσαντ, της Μπουργκίνα Φάσο, του Μάλι, της Νικαράγουα, της Ονδούρας, του Κονγκό, της Μποτσουάνα, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας αλλά και της Γερμανίας, των ΗΠΑ, της Ρωσίας κι άλλων χωρών από όλα τα σημεία του ορίζοντα, επιβεβαιώνοντας την οικουμενικότητα της δικαιοδοσίας του και κυρίως της αποστολής του για επίλυση διαφορών, για προαγωγή του διεθνούς δικαίου.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
Η κριτική που μπορεί να απευθύνει κανείς στο ΔΔ για διάφορες σκέψεις στη νομολογία του ή και σε αποφάσεις του, δεν μπορούν να αναιρέσουν συνολικά το μεγάλο έργο του Δικαστηρίου της Χάγης (153 υποθέσεις ενεγγράφησαν στο πινάκιο, ενώ εξέδωσε 26 γνωμοδοτήσεις) και τη συμβολή του στην προώθηση του διεθνούς δικαίου [13]. Οι αρνητικές διαπιστώσεις για την 67χρονη περίοδο λειτουργίας του δικαιοδοτικού θεσμού της Χάγης θα πρέπει να ορώνται σαν μεμονωμένες αδυναμίες ενός διεθνούς δικαστηρίου με σύνθεση που αλλάζει και που, σε τελευταία ανάλυση, είναι ανάλογες με εκείνες τις αρνητικές κριτικές που συναντούμε για το έργο όλων των δικαστηρίων σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο με συνήθη επακόλουθα την επί μακρόν τροφοδότηση του νομικού Τύπου σε διάφορες χώρες και τα διεθνολογικά περιοδικά με αρνητικά κριτικά σχόλια.
Ασφαλώς, μια απόφαση του ΔΔ μπορεί να εκτιμηθεί –όσο αντικειμενικά είναι δυνατό- και να θεωρηθεί ως καλή ή λιγότερο καλή ή κι εξαιρετικά συντηρητική (π.χ. ένταλμα σύλληψης της 11ης Απριλίου 2000 Κονγκό-Βελγίου). Η απόφαση, όμως, για τις στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δραστηριότητες στη Νικαράγουα (Νικαράγουα- ΗΠΑ 1986) αποτελεί μια εξαιρετική καμπή για τη διεθνή δικαιοσύνη, όχι γιατί αναγνωρίζεται η διεθνής ευθύνη των ΗΠΑ για το τι συνέβη στην εμφύλια σύρραξη στη Νικαράγουα και την επέμβασή της εκεί, αλλά γιατί συνιστά μια ξεχωριστή απόφαση προώθησης συνολικά του διεθνούς δικαίου. Από την άλλη μεριά, η αντιμετώπιση του ΔΔ του ζητήματος της νομιμότητας της απόφασης 748/92 του ΣΑ και η θετική του αντίδραση σε αυτή την εξέταση- πρόκληση στην υπόθεση Λόκερμπι (Λιβύη-ΗΠΑ, Λιβύη-Ηνωμένου Βασιλείου) αποδεικνύει όχι μόνο τη σημασία του αναγκαίου ρόλου του Δικαστηρίου σε ένα εξελισσόμενο σύστημα διατήρησης της ειρήνης και ασφάλειας μέσω του διευρυνόμενου ρόλου των ΗΕ αλλά κι επιβεβαιώνει την άποψη για το ΔΔ, αυτήν του έγκυρου εγγυητή του διεθνούς δικαίου που διέπει τη διεθνή δικαιοταξία. Εξάλλου, η γνωμοδότηση του ΔΔ του 2004 στην υπόθεση του «Τείχους» που οικοδόμησε το Ισραήλ στα παλαιστινιακά εδάφη, δεν είναι και δεν λειτουργεί απλά ως καταδίκη- καταπέλτης μιας αντιδιεθνούς συμπεριφοράς του Ισραήλ, αλλά ένα συγκροτημένο μάθημα συνολικής εφαρμογής των κανόνων του διεθνούς δικαίου σε περίοδο κατοχής, μοναδικό κεκτημένο έκτοτε για πολλά ζητήματα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Αν η γνωμοδότηση για τα πυρηνικά όπλα (1996) ήταν ατυχής, η γνωμοδότηση για τις νομικές συνέπειες της συνεχούς παρουσίας της Ν. Αφρικής στη Ναμίμπια (1970) είναι πολυσήμαντη, όχι μόνο για τα θέματα αυτοδιάθεσης των λαών αλλά και κυρίως κατοχής, εφαρμογές της οποίας έχουμε και σήμερα π.χ. στην Κύπρο σε κρίσιμα θέματα για την Κυπριακή Δημοκρατία και τους πολίτες της (π.χ. νομική ισχύς πράξεων κατέχουσας δύναμης).
Σε ένα άλλο επίπεδο προσέγγισης είναι χαρακτηριστική η νομολογία του ΔΔ για ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών [14]. Το ότι το ΔΔ συνεχίζει να αποτελεί την καταφυγή των περισσοτέρων κρατών για επίλυση διαφορών τους γύρω από θαλάσσια σύνορα, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα κτλ. μετά τη θεσμοθέτηση του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαίου Θαλάσσης (ΔΔΔΘ) επιβεβαιώνει την άποψη ότι σε γενικές γραμμές χαίρει της εμπιστοσύνης της πλειονότητας των κρατών που αντιμετωπίζουν προβλήματα και τριβές με άλλα κράτη. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το ΔΔΔΘ εξέδωσε πρόσφατα (14 Μαρτίου 2012) μετά δεκαετή λειτουργία την πρώτη απόφασή του σχετικά με οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών. Στην εν λόγω διαφορά Μπαγκλαντές – Μυανμάρ, το ΔΔΔΘ ακολούθησε εν πολλοίς τη νομολογία του ΔΔ στην υπόθεση «Θαλάσσια οριοθέτηση στη Μαύρη Θάλασσα Ρουμανία/ Ουκρανία» (2009). Συνεπώς, όπως δείχνει και το πινάκιο του ΔΔ, πολλές θαλάσσιες διαφορές σήμερα κατευθύνονται στη Χάγη (Νικαράγουα / Κολομβία, Περού / Χιλή, Αυστραλία / Ιαπωνία).
Από την άλλη μεριά, πρέπει να επισημανθεί ότι η συμβολή του ΔΔ στην ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου Θαλάσσης είναι σημαντική, ωστόσο η νομολογία του είναι σε ορισμένες περιπτώσεις μεταβαλλόμενη / εξελισσόμενη, ιδίως όσον αφορά υποθέσεις νησιών και σχετικών ζωνών δικαιοδοσίας τους. Είναι σαφές ότι η νομολογία αυτή του ΔΔ έχει μεν ορισμένες σταθερές που προκύπτουν από την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 (π.χ. επιδίωξη «δίκαιης λύσης») κι αφού το κύριο βάρος στην οριοθέτηση δίνεται στο μέτωπο των ακτών του παράκτιου κράτους έναντι του παρακείμενου θαλάσσιου χώρου στον οποίον βρίσκονται νησιά. Αλλά οι θέσεις του ΔΔ κινούνται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης. Η αρνητική ανάγνωση της απόφασης στη διαφορά Ρουμανία / Ουγγαρία και τις συνακόλουθες επιπτώσεις –κατά την άποψή τους- σε άλλες μελλοντικές περιπτώσεις οριοθετήσεων (βλ. Αιγαίο και σύμπλεγμα Καστελόριζου) δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη ακριβώς τη διαφορετικότητα της κάθε περίπτωσης. Όσον αφορά το Αιγαίο, τα δυο παράκτια κράτη και τα ελληνικά νησιά χωρίς εξαίρεση δικαιούνται ζωνών δικαιοδοσίας (αιγιαλίτιδα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) μόνο που η οριοθέτηση ζωνών –αν γίνει, όποτε γίνει – θα ακολουθήσει τις αρχές του διεθνούς δικαίου όπως τις ερμηνεύει το ΔΔ, που θα πρέπει να οδηγήσει σε δίκαιη λύση με σεβασμό του διεθνούς δικαίου και με ό,τι αυτό συνεπάγεται κατά την άποψη του αποφασίζοντος οργάνου.
Όσον αφορά πρόσφατες υποθέσεις θα πρέπει να διακρίνουμε εκείνες στις οποίες το ελληνικό ενδιαφέρον ήταν /είναι άμεσο κι εκείνες που έχουν ένα γενικότερο ενδιαφέρον για το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή δικαιοταξία. Υπό το πρίσμα αυτό, η αξιολόγηση των αποφάσεων ΠΓΔΜ / Ελλάδος για την ενδιάμεση συμφωνία και την ελληνική παρέμβαση στην υπόθεση Γερμανία/ Ιταλίας οδηγεί στις ακόλουθες παρατηρήσεις:
Η απόφαση [15] για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας λόγω του ελληνικού βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ συνιστά ασφαλώς μια αρνητική εξέλιξη και μια διπλωματική ήττα. Παρ’ όλη την εξαιρετική νομική υπεράσπιση που παρουσίασε η Ελλάδα στο δικαστήριο με συμμετοχή και διαπρεπών ξένων διεθνολόγων και μια τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, δεν κατέστη δυνατό να αποτρέψει το ΔΔ από μια αρνητική απόφαση για την Ελλάδα. Κι αν προκύπτουν από τη διαδικασία και την απόφαση πολλά επιμέρους ζητήματα πολιτικής γύρω από την Ενδιάμεση Συμφωνία συμπεριλαμβανομένης της μη καταγγελίας της, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό το γεγονός ότι, στο βάσιμο επιχείρημα περί αντιμέτρων αφού τα Σκόπια προέβαιναν σε μια συστηματική παραβίαση των υποχρεώσεών τους που απέρρεαν από την Ενδιάμεση Συμφωνία, το εν λόγω καταλυτικό επιχείρημα παραμερίστηκε από το ΔΔ αφού η ελληνική πλευρά δεν διέθετε... γραπτές αποδείξεις, δηλαδή δεν υπέβαλλε εγγράφως (note verbale) διαμαρτυρίες για την παραβατική συμπεριφορά των Σκοπίων της ΠΓΔΜ. Κάτι που πρέπει στην Αθήνα, κυβέρνηση και Υπουργείο Εξωτερικών να συγκρατήσουν και για το μέλλον. Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο παραμέρισε την ελληνική επιχειρηματολογία όσον αφορά την ευθύνη της Ελλάδος για την μη ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ με προβολή βέτο στη Διάσκεψη Κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008, μη θεωρώντας την άρνηση ένταξης ως συλλογική πράξη – απόφαση του ΝΑΤΟ.
Αντίθετα, το ΔΔ χρέωσε - ισοδυνάμως προς την προβολή βέτο - τις αλλεπάλληλες δηλώσεις της κυβέρνησης (Πρωθυπουργού και Υπουργού Εξωτερικών) σχετικά με το μέλλον των σχέσεων της ΠΓΔΜ με τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς θεσμούς [16]. Ένα εξαιρετικό επιχείρημα από νομικής σκοπιάς στο πεδίο λειτουργίας ενός διεθνούς οργανισμού, εξουδετερώθηκε από τον άκρατο βερμπαλισμό αλλά και συχνά ανέξοδο πολιτικό λόγο- συχνά με έντονες αποχρώσεις λαϊκισμού- στο οποίο αρέσκονται πολιτικές ηγεσίες και κυβερνητικά στελέχη, λησμονώντας -στη χώρα της υπερβολής που είμαστε- ότι οι προφορικές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών (κυρίως Πρωθυπουργός, ΥΠΕΞ), δεσμεύουν τη χώρα και συνεπάγονται κατά το διεθνές δίκαιο την ευθύνη της με ό,τι αυτό σημαίνει. Τού InfoGnomon
Σε μια περίοδο έντονου προβληματισμού για τη συνεκτικότητα και αποτελεσματικότητα της διεθνούς δικαιοταξίας σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον αντιλήψεων και πολιτικής, η συζήτηση για την ειρηνική επίλυση των ειρηνικών διαφορών στις διάφορες διαστάσεις της παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος πολλών από τους διεθνείς δρώντες, συνυφασμένη με το γενικότερο ζήτημα της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου που συχνά δοκιμάζεται από αλαζονικές επιλογές ορισμένων κρατών. Στον 21ο αιώνα που τρέχει, για την παγκόσμια κοινότητα και τα μέλη της το ζήτημα της ειρηνικής επίλυσης διεθνών διαφορών παραμένει μια βασική προτεραιότητα.
Στο πλαίσιο αυτό την προσοχή έλκει το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ) των Ηνωμένων Εθνών. Ένας οικουμενικός θεσμός που ως δικαστικός πυλώνας στην επίλυση διεθνών διαφορών αλλά και ως ερμηνευτής και εφαρμοστής των κανόνων του διεθνούς δικαίου του οποίου αποτελεί συνακόλουθα παράγοντα για την περαιτέρω ανάπτυξή του κατέχει στη διεθνή δικαιοταξία μια ξεχωριστή θέση, ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία [1]
Από την άλλη μεριά, η χώρα μας την τελευταία τριετία βρέθηκε ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου ως διάδικος (ΠΓΔΜ κατά Ελλάδας) και ως παρεμβαίνουσα (Γερμανία κατά Ιταλίας). Οι αποφάσεις του ΔΔ στις εν λόγω υποθέσεις προκάλεσαν στην κοινή γνώμη, αλλά και σε επισήμους κύκλους, αισθήματα απογοήτευσης, άρνησης και επιφύλαξης απέναντι στο δικαιοδοτικό θεσμό της Χάγης, ενώ πυροδότησαν εκ νέου μια παλαιότερη συζήτηση- αντίληψη – και σε πολιτικούς κύκλους - όσον αφορά την «καταλληλότητα» του Δικαστηρίου της Χάγης να αποτελέσει το όργανο επίλυσης των κορυφαίων διαφορών μας με την Τουρκία. Για πολλούς, αν και διεθνής ανεξάρτητος δικαστικός θεσμός, το ΔΔ είναι «πολιτικό» όργανο, «κατευθυνόμενο» ή εκδίδει «πολιτικές αποφάσεις». Κριτική, βέβαια, δέχεται το ΔΔ κι από άλλες πλευρές σχετικά με τη νομολογία του.
Οι διαπιστώσεις αυτές, σε μια περίοδο όπου ο «διάλογος» με την Τουρκία (θεωρητικά) συνεχίζεται, εμπλουτισμένος - τουλάχιστον όσον αφορά την Τουρκία και με νέα θεματολογία (ΑΟΖ, Καστελλόριζο, κτλ.) - επιβάλλουν μια προσεκτική παρατήρηση του θεσμού, με αντικειμενική ανάλυση των αποφάσεων / γνωμοδοτήσεων της τελευταίας δεκαετίας, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα που θα καθορίσουν την ελληνική στάση απέναντι στο ΔΔ, είτε προς την κατεύθυνση της ενδεχόμενης αναθεώρησης τής μέχρι σήμερα θέσης είτε επιβεβαιώνοντας τήν -πάγια από το 1975 και μετά- άποψη για προσφυγή στο ΔΔ προκειμένου να διευθετηθούν ζητήματα γύρω από το καθεστώς τού Αιγαίου. Η άσκηση αυτή απαιτείται προκειμένου να διασφαλιστούν τα εθνικά συμφέροντα, με τήρηση και προαγωγή του διεθνούς δικαίου.
Στο σημείο αυτό, το πρόβλημα τέμνεται με την γενικότερη αντίληψη της χώρας για το διεθνές δίκαιο και όχι την à la carte εφαρμογή του, καθώς και την γενικότερη ελληνική στάση απέναντι στη διεθνή δικαιοσύνη και τους θεσμούς της.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΤΑΞΙΑ, ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Το σύγχρονο διεθνές δίκαιο επιτάσσει στα κράτη την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών τους [3]. Η νομική αυτή υποχρέωση συγκεκριμενοποιήθηκε ως θεμελιώδης κανόνας της διεθνούς δικαιοταξίας με το Χάρτη του ΟΗΕ (ΧαρτΗΕ), που προβλέπει στο άρθρο 2 παρ. 3 ότι «όλα τα μέλη (των ΗΕ) οφείλουν να διακανονίζουν τις διεθνείς τους διαφορές με ειρηνικά μέσα, με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η διεθνής ειρήνη, ασφάλεια και δικαιοσύνη». Αργότερα, μ’ άλλες διεθνείς πράξεις [Διακήρυξη του 1970 για τις αρχές του διεθνούς δικαίου που αφορούν τις φιλικές σχέσεις και τη συνεργασία μεταξύ των κρατών, Διακήρυξη της Μανίλα του 1982 για την ειρηνική επίλυση των διαφορών] η υποχρέωση αυτή διευρύνθηκε, ώστε κάθε κράτος να υπόκειται σ’ αυτήν. Η υποχρέωση αυτή, πραγματώνεται στα πλαίσια διεθνών διαδικασιών συνήθως θεσμοποιημένου ή και οργανικού χαρακτήρα - χωρίς ν’ αποκλείεται κι άλλη βάση. Μάλιστα, το σύστημα του ΧαρτΗΕ οργανώνει τον ειρηνικό διακανονισμό των διεθνών διαφορών, αφενός κατανέμοντας αρμοδιότητες στα όργανα του ΟΗΕ (Συμβούλιο Ασφαλείας, Γεν. Συνέλευση, Γεν. Γραμματέας και Διεθνές Δικαστήριο), ενώ, αφετέρου, καταγράφει, ενδεικτικά και ισότιμα τις μεθόδους πολιτικές, διπλωματικές και νομικές που ελεύθερα τα κράτη μπορούν να επιλέξουν για την επίλυση των διαφορών τους. Στην απαρίθμηση του άρθρου 33 παρ. 1 του ΧαρτΗΕ περιλαμβάνεται κι ο «δικαστικός διακανονισμός» που παραπέμπει, βέβαια, στο Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔ).
Το ΔΔ, κύρια λοιπόν, έκφραση της νομικής μεθόδου του ΧαρτΗΕ για τη δικαστική επίλυση διεθνών διαφορών, εμφανίστηκε στη μεταπολεμική διεθνή έννομη τάξη ως ένας οικουμενικός θεσμός ειδικού βάρους για τη διεθνή κοινότητα [4]. Με μια σημαντική νομολογιακή κληρονομιά από το ιδιαίτερα σημαντικό έργο που διεκπεραίωσε ο προκάτοχός του, στον Μεσοπόλεμο, το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης (ΔΔΔΔ), αλλά και μ’ ένα περιρρέοντα κύκλο εμπειρίας από την λειτουργία της διεθνούς διαιτησίας, το ΔΔ άρχισε το 1946 την ιστορική διαδρομή του, με τον υψιπετή λειτουργικό προσανατολισμό: να συμβάλλει στη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, στην επίλυση διεθνών διαφορών, στην προώθηση και επικράτηση αντιλήψεων για την εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των αρχών της διεθνούς νομιμότητας.
ΤΟ Δ.Δ. ΚΑΙ Η ΠΟΪΟΥΣΑ «ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΟΥ(;) [5]
Το έργο αυτό υπηρετείται από 15 δικαστές που απαρτίζουν τη σύνθεση του ΔΔ. Εκλεγμένοι με κριτήρια γεωγραφικής κατανομής διαφορετικής καταγωγής δικαιϊκών συστημάτων και αντιλήψεων - κυρίως καθηγητές διεθνούς δικαίου - οι δικαστές διασφαλίζουν ένα πλουραλισμό νομικών απόψεων που οδηγεί στη σύνθεση της εκάστοτε νομικής πεποίθησης για το status του διεθνούς δικαίου και την εφαρμογή του. Ανεξάρτητοι και με ηθικό ανάστημα, χρειάζονται περισσότερους από τα δυο τρίτα των μελών της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για να εκλεγούν στο ΔΔ [6]. Ουσιαστικά, στην προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του καθενός από αυτούς θα πρέπει να αναζητηθεί η συμπεριφορά του ΔΔ και όχι σε «εξαρτήσεις» πολιτικής (εθνικής ή άλλης). Είναι αυτή η προσωπικότητα του καθενός από τους «15» που κατά την άποψη του γράφοντα οδηγεί σε επιλογές δικαιϊκής συνείδησης, εκτιμήσεων για τα κρινόμενα εκάστοτε διεθνή δρώμενα και τις πολιτικές ευαισθησίες απέναντι στην ιστορία, τον πολιτισμό και βασικά το διεθνές δίκαιο όπως πρέπει να προωθείται προς όφελος των θεμελιωδών αξιών και αρχών της Ανθρωπότητας.
Η εμπιστοσύνη, όμως, τόσο στον ύπατο θεσμό της διεθνούς δικαιοσύνης ως ανεξάρτητου κι αμερόληπτου παγκόσμιου δικαστηρίου, όσο και στις εφαρμογές του διεθνούς δικαίου απ’ αυτόν, έπρεπε σταδιακά να κερδηθεί. Εξάλλου, σ’ αυτήν την μετάβαση από την ψυχροπολεμική στη μεταδιπολική περίοδο και επέκεινα, το ΔΔ έπρεπε να λειτουργήσει μέσα από τις αγκυλώσεις των εθνικών συμφερόντων που επιβάλλουν αποχή από την αναγνώριση της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του ΔΔ, μέσα από τον πολιτικό δισταγμό των εξουσιοδοτημένων διεθνών οργάνων των ΗΕ και των ειδικευμένων Οργανώσεων να θέτουν ερωτήματα εφαρμογής και ερμηνείας του διεθνούς δικαίου. Να αντιμετωπίσει την συχνά πολιτική κατασκευή διακρίσεων – τάχα - μεταξύ νομικών και πολιτικών διεθνών διαφορών, καθώς και την αλαζονεία των «μεγάλων» κρατών, τις εθνικές αντιλήψεις και τη λογική περί «εσωτερικής αρμοδιότητας».
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αξιοσημείωτο ότι, προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, τριτοκοσμικές χώρες με έντονο «επαναστατικό» χαρακτήρα (π.χ. Λιβύη), βαθμιαία άρχισαν να αντιμετωπίζουν τις διεθνείς διαφορές τους με τυπική συμμόρφωση στους κανόνες του δικαιοδοτικού διακανονισμού και υπό τη δικηγορική «καθοδήγηση» εκπροσώπων της δυτικής δικαιϊκής σκέψης. Έτσι, στη δεκαετία του 1980 η ισλαμική επανάσταση του Ιράν – μ’ έντονη αντιδυτική αντίληψη - επιλύει τη διαφορά της με τις ΗΠΑ με κλασική διαιτησία μέσα στη Μέκκα του οικουμενικού δικαιοδοτικού συστήματος: το Μέγαρο Ειρήνης της Χάγης. Επίσης, το Ιράν θα προσφύγει δύο φορές στο ΔΔ κατά των ΗΠΑ σε σημαντικές υποθέσεις που μάλιστα, άμεσα ή έμμεσα κέρδισε. Από την πλευρά της, η Νικαράγουα, σχετικά με την αμερικανική επέμβαση στην εμφύλια σύρραξή της, κερδίζει τις εντυπώσεις αλλά και τη μάχη προσφεύγοντας κατά των ΗΠΑ στο ΔΔ, με ευτυχή κατάληξη για την προσφεύγουσα.
Από την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι η προσφυγή ενώπιον του ΔΔ, αναμφίβολα, συνιστά μια κατ’ εξοχήν άσκηση διεθνούς πολιτικής. Μια ματιά στο πινάκιο του Δικαστηρίου της Χάγης, ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αποδεικνύει την προηγούμενη διαπίστωση. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι την περίοδο εκείνη ασκήθηκαν πολλές προσφυγές σε βάρος της –τότε- Σοβιετικής Ένωσης και για αεροπορικά επεισόδια που έλαβαν χώρα στον εναέριο χώρο των μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας (π.χ. εναέρια επεισόδια στις 10.3.1953 (ΗΠΑ κατά Τσεχοσλοβακίας), 14/3/1956 (ΗΠΑ-ΕΣΣΔ), 7/11/1954 ΗΠΑ-ΕΣΣΔ). Όλες οι προσφυγές δεν εκδικάσθηκαν- ελλείψει δικαιοδοσίας του ΔΔ. Άλλες χαρακτηριστικές υποθέσεις αναζήτησης δικαστικής προστασίας από το δικαιοδοτικό όργανο της Χάγης ως άσκηση διεθνούς πολιτικής είναι: Στενά της Κέρκυρας (Ην. Βασίλειο-Αλβανίας 1949), Anglo-iranian Oil Co (Ην. Βασίλειο-Ιράν, 1952), Δικαίωμα Διελεύσεως από το ινδικό έδαφος (Ινδία-Πορτογαλίας, 1960), Πυρηνικές δοκιμές (Αυστραλία-Γαλλίας, Ν. Ζηλανδία-Γαλλίας, 1974), Υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου (Ελλάδα-Τουρκίας, 1975), Διπλωματικό και προξενικό προσωπικό των ΗΠΑ στην Τεχεράνη (ΗΠΑ-Ιράν, 1979), Lockerbie (Λιβύη-ΗΠΑ, Ην. Βασιλείου 1988), Στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δραστηριότητες στη Νικαράγουα (Νικαράγουα-ΗΠΑ, 1986), Εναέριο επεισόδιο της 3/7/1988 (Ιράν-ΗΠΑ), Νομιμότητα χρήσης βίας (Γιουγκοσλαβία-χώρες ΝΑΤΟ, 1999), Εφαρμογή Σύμβασης για την πρόληψη και εξάλειψη του εγκλήματος της γενοκτονίας (Βοσνία-Ερζεγοβίνη κατά Σερβίας και Μαυροβουνίου), Ένοπλες δραστηριότητες στο Κονγκό (Κονγκό κατά Ουγκάντας, 2005), κτλ.
Αλλά και στα αιτήματα γνωμοδότησης της Γεν. Συνέλευσης ή άλλων οργάνων του ΟΗΕ προς το ΔΔ διακρίνονται – αφετηριακά - τα στοιχεία διεθνούς πολιτικής, που ο ενδιαφερόμενος θα ήθελε να δει – στη συνέχεια- αποτυπωμένα στη Γνωμοδότηση του ΔΔ. Εδώ, εμπίπτουν ασφαλώς οι υποθέσεις «Νομικές συνέπειες για τα Κράτη από τη συνεχιζόμενη παρουσία της Νοτ. Αφρικής στη Ναμίμπια» (1971), «Συνέπειες της οικοδόμησης από το Ισραήλ τείχους στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη» (2004), «Συμβατότητα προς το διεθνές δίκαιο της μονομερούς ανακήρυξης ανεξαρτησίας στο Κόσσοβο» (2010). Οι πολιτικές διαστάσεις της τελευταίας υπόθεσης δεν αποτυπώθηκαν μόνο στη Γεν. Συνέλευση που υπέβαλε το ερώτημα στο ΔΔ, αλλά συνεχίστηκαν και στις θέσεις που εκφράστηκαν ενώπιον του ΔΔ από πολλά κράτη. Χαρακτηριστικές είναι εξάλλου οι πολιτικές διαστάσεις στη Γνωμοδότηση για το «Τείχος» και τις θέσεις του Ισραήλ και τις θέσεις του Ισραήλ και άλλων, που αποτυπώνονται και στην Γνωμοδότηση.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η – ούτως ή άλλως- πολιτική κίνηση κράτους προσφυγής στο ΔΔ, συνοδεύεται συνήθως με έντονες αμφιβολίες για το κατά πόσο τελικά το ΔΔ λέει (εφαρμόζει / ερμηνεύει) το διεθνές δίκαιο ή, μάλλον, επιχειρεί προσεγγίσεις και αποφαίνεται υπό το πρίσμα «πολιτικών» εκτιμήσεων. Το γεγονός ότι το ΔΔ, σε ευρεία κλίμακα κοινής γνώμης – λιγότερο σε επίπεδο ακαδημαϊκής διεθνολογικής κοινότητας - θεωρείται «πολιτικό» δικαστήριο, είναι μια σοβαρή μομφή και αμφισβήτηση του κορυφαίου θεσμού της διεθνούς δικαιοσύνης και υπονομεύει τις δυνατότητες παροχής δικαστικής προστασίας και αποτελεσματικής παρέμβασης στην επίλυση διεθνών διαφορών.
Στο πεδίο του ΔΔ, τέσσερα άλλα στοιχεία της διαδικασίας εκδίκασης μιας διαφοράς ενσωματώνουν πολιτικές επιλογές.
Το πρώτο, αφορά την ερημοδικία εγκαλούμενου κράτους (π.χ. η Τουρκία δεν παρέστη στην υπόθεση «Υφαλοκρηπίδα Αιγαίου»). Η Γαλλία στην υπόθεση «Πυρηνικές δοκιμές» δεν παρουσιάστηκε στο ΔΔ, απέστειλε ωστόσο υπόμνημα αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του ΔΔ, το Ιράν δεν παρέστη στην υπόθεση «Διπλωματικό και προξενικό προσωπικό των ΗΠΑ στην Τεχεράνη» (όπως οι ΗΠΑ στο στάδιο της ουσίας της υπόθεσης Νικαράγουα).
Tο δεύτερο, σχετίζεται με την ανταίτηση που εγείρει η εγκαλούμενη χώρα σε εκδικαζόμενη προσφυγή άλλου κράτους (υπόθεση Ιράν/ ΗΠΑ). Πολλές από αυτές έγιναν δεκτές από το ΔΔ.
Το τρίτο, αφορά την παραίτηση από την προσφυγή, ιδίως αν είναι μονομερής, που οδηγεί στην διαγραφή της υπόθεσης από το πινάκιο του ΔΔ. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις Πακιστανοί αιχμάλωτοι πολέμου (Πακιστάν/ Ινδία) 1973, Εναέριο επεισόδιο της 3ης Ιουλίου 1988 (Ιράν/ΗΠΑ) 1996. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παραίτηση από τη συνέχεια της διαδικασίας. Έτσι, ενώ η Νικαράγουα των Σαντινίστας είχε καταγάγει νίκη στη δικαστική διαμάχη με τις ΗΠΑ στην υπόθεση Στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δραστηριότητες στη Νικαράγουα, το 1986, που χάραξε τη νομολογία του ΔΔ, το οποίο αναγνώρισε τη διεθνή ευθύνη των ΗΠΑ για σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου, η Νικαράγουα της προέδρου Τσαμόρο δεν επέτρεψε στο ΔΔ να εξετάσει τις συνέπειες της ευθύνης των ΗΠΑ σε επίπεδο επανορθώσεων, αποσύροντας το σχετικό ενδιαφέρον της.
Το τέταρτο, τέλος, σχετίζεται με την έγερση προδικαστικών ενστάσεων που κατατείνουν στην αποφυγή εκδίκασης της διαφοράς.
ΤΟ Δ.Δ. ΜΕΣΟ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Πρέπει να σημειωθεί ότι ανεξάρτητα από τη διευρυμένη δραστηριότητα του ΔΔ των τελευταίων ετών – ύστερα από μια μακρά άγονη περίοδο - που επιτρέπει και μια σχετική αισιοδοξία για το μέλλον, το βασικό πρόβλημα ως προς την επίλυση των διεθνών διαφορών μέσω του Δικαστηρίου της Χάγης παραμένει η απροθυμία μεγάλου αριθμού κρατών να αποδεχτούν την υποχρεωτική δικαιοδοσία του. Μόλις 67 από τα 193 κράτη μέλη του ΟΗΕ έχουν προβεί στη δήλωση αποδοχής της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας (άρθρο 36 παρ.2 Κατ. ΔΔ). Σημαντικές περιφερειακές χώρες, 4 από τα 5 μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, ευρωπαϊκές δυνάμεις μέλη της Ε.Ε. και πολλά άλλα αμερικανικά, ασιατικά και αφρικανικά κράτη, δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία με ότι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο πολιτικής και ψυχολογίας διεθνών σχέσεων. Εδώ και η Τουρκία [7].
Σ’ αυτήν την πορεία κυμαινόμενου ενδιαφέροντος από την πλευρά των κρατών για δικαιοδοτική επίλυση των διαφορών τους, το ΔΔ κλήθηκε να αντιμετωπίσει σημαντικά ζητήματα –συχνά ιδιαίτερου πολιτικού χαρακτήρα- γύρω από τη θεσμική λειτουργία της διεθνούς οργάνωσης, της κυριαρχίας και των κρατικών αρμοδιοτήτων, ιδίως στις θαλάσσιες ζώνες, της διεθνούς ευθύνης, αλλά και της χρήσης βίας, όπως στις υποθέσεις της Νικαράγουα - ΗΠΑ (1894) σχετικά με τις στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δραστηριότητες σε βάρος της Νικαράγουα, αλλά και τη Νομιμότητα της χρήσης βίας, ύστερα από άσκηση προσφυγών από τη Γιουγκοσλαβία κατά δέκα νατοϊκών χωρών, σε συνέχεια της νατοϊκής επίθεσης σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας και την εκεί σύρραξη (1999), Κονγκό / Ουγκάντα (2005), κτλ.\
Τα τελευταία χρόνια το ΔΔ βρέθηκε μ’ ένα πινάκιο φορτωμένο. Ωστόσο, το ζήτημα που τίθεται δεν είναι αν το ΔΔ είναι ή όχι απασχολημένο, αλλά «αν κατέχει πλήρως τη θέση που του ανήκει στο γενικό σύστημα διατήρησης της ειρήνης που οργανώνει ο Χάρτης», όπως εύστοχα παρατήρησε ο –τότε- Πρόεδρός του M. Bedjaoui, αλλά και τις επιπτώσεις από τη θέση αυτή. Και τούτο, ενώ η τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα, μέσα από μια πληθωρική κίνηση της διεθνούς κοινότητας, ανέδειξε ένα νέο θεσμικό τοπίο στην διεθνή δικαιοσύνη. Νέα δικαιοδοτικά όργανα ειδικού χαρακτήρα, περιφερειακής ή οικουμενικής εμβέλειας, θεσπίστηκαν δίπλα στα περιφερειακά δικαστήρια δικαιωμάτων του ανθρώπου σε Ευρώπη, Αμερική και Αφρική (ad hoc Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια για την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα, το Διεθνές Δικαστήριο Δικαίου Θαλάσσης, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο) μ’ ότι αυτό συνεπάγεται σ’ επίπεδο «ανταγωνισμού» και «προτεραιοτήτων» [8].
Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Στην Ελλάδα, στο παρελθόν, δεν έλλειψε η κουλτούρα διεθνούς δικαίου και η διαθεσιμότητα προσφυγής σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα της εποχής. Έτσι, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι η Ελλάδα βρέθηκε επανειλημμένα διάδικος στο ΔΔΔΔ. Άλλοτε ως ενάγουσα [υποθέσεις Μαυρομμάτη (Α’ φάση- 1924), (Β’ φάση- 1925), (αναπροσαρμογή- 1927), ερμηνεία απόφασης για τη Συνθήκη του Neuilly (1925), άλλες φορές ως εναγόμενη [υποθέσεις Συνθήκη του Neuilly (1924), Φάροι (1934), Φάροι στην Κρήτη και Σάμο (1937), Socobelge (1939)]. Επίσης πολλές γνωμοδοτήσεις του Δικαστηρίου την αφορούσαν άμεσα και μάλιστα για ζητήματα ιδιαίτερης εθνικής σημασίας για τη νεοπαγή Ελλάδα της Συνθήκης της Λωζάννης [(Ανταλλαγή ελληνικού και τουρκικού πληθυσμού (1925), Ερμηνεία της ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1926 (1928), Ελληνοβουλγαρικές κοινότητες (1930), Ερμηνεία ελληνοβουργαρικής συμφωνίας του 1927 (1932), Μειονοτικά σχολεία στην Αλβανία (1935)].
Στη σύγχρονη εποχή από την ίδρυση των Ην. Εθνών, η Ελλάδα βρέθηκε ενώπιον του ΔΔ ως διάδικος για πρώτη φορά στην υπόθεση Αμπατιέλος (Ελλάδα κατά Ην. Βασιλείου, 1951-1953).
Στο διάβα του χρόνου, ιδίως μετά το 1974, το Διεθνές Δικαστήριο βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Ελλάδας, με την ανάπτυξη μιας ιδιότυπης σχέσης. Πράγματι, η «πολιτική διεθνούς δικαίου», που πάγια ακολούθησε μεταπολεμικά η χώρα μας και μ’ έμφαση στη δεκαετία του 1970 μετά την εμφάνιση των τουρκικών διεκδικήσεων στο χώρο του Αιγαίου και στην Κύπρο, ως σταθερά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, προβάλλει ως κύρια σημεία αναφοράς τον σεβασμό των κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου, την ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών και το ΔΔ ως το όργανο δικαιοδοτικής επίλυσης του χρόνιου προβλήματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αυτού της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου [9]. Σ’ αυτό εξάλλου, η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς για την εν λόγω διαφορά το 1976, χωρίς επιτυχία, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του ΔΔ.
Είχε ζητήσει και προσωρινή προστασία, αίτημα όμως που δεν έγινε αποδεκτό από το ΔΔ [10].
Στο πεδίο επίλυσης διαφορών από το ΔΔ, η συμπεριφορά της Ελλάδας παρουσιάζει ενδιαφέρον:
Παρόλες τις διακηρύξεις για ειρηνική- δικαστική διευθέτηση διεθνών διαφορών και ιδίως στο Αιγαίο, χρειάσθηκε να φθάσουμε στο 1994 για να αναγνωρίσει η Ελλάδα την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔ (άρθρο 36 παρ.1 Κατ.) και με τη διατύπωση επιφύλαξης όσον αφορά το ζήτημα ασφάλειας των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.
Στη συνέχεια, παρά τις συστηματικές αναφορές της Αθήνας στη Χάγη, όταν επικυρώθηκε το 1995 η Σύμβαση Montego Bay (1982), δηλώθηκε ως μέσο επίλυσης των διαφορών εκ της Συμβάσεως το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας, ΔΔΔΘ (!;). Μετά την κρίση στα Ίμια, επανήλθαμε στην προηγούμενη γραμμή προσβλέποντας στο δικαιοδοτικό όργανο της Χάγης.
Ζήτημα υπάρχει και ως προς το εύρος της ελληνοτουρκικής διαφοράς για το Αιγαίο. Υφίσταται ένα μόνο ζήτημα (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας) ή κι άλλα;
Εδώ, αξιοσημείωτη είναι η μονοσήμαντη προσέγγιση στην τρέχουσα επίσημη πολιτική και συνακόλουθα νομική γλώσσα στην Ελλάδα, της έννοιας «διαφορά». Στον πολιτικό λόγο των ελληνικών κυβερνήσεων καθώς και των πολιτικών κομμάτων της χώρας, διαφορά επιδεκτική δικαιοδοτικής επίλυσης συνιστά μόνο το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, σ’ αντίθεση με άλλες διμερείς τριβές με την Τουρκία (π.χ. αποστρατικοποίηση νήσων, εύρος αιγιαλίτιδας ζώνης, εναέριος χώρος, Ίμια) που αποτελούν «μονομερείς διεκδικήσεις» της γείτονος. Η περίεργη αυτή πολιτική / νομική θέση – που υιοθετείται διαχρονικά μετά το 1974, ακολουθώντας το ανεπαρκές υποκειμενικό κριτήριο - δεν βρίσκει έρεισμα στη θεωρητική συζήτηση για το τι συνιστά διεθνή διαφορά κατά το διεθνές δίκαιο, αλλά ούτε στην ίδια τη νομολογία του ΔΔ [βλ. π.χ. στην διδακτική καταγραφή στην υπόθεση του Ανατολικού Τιμόρ (1995)].
Σε κάθε περίπτωση, η κρίση στα Ίμια το 1996 και η πρόοδος της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, οδήγησαν τους εταίρους της ΕΕ, με βάση σχετικές ελληνικές πρωτοβουλίες και κινήσεις, να υιοθετήσουν αξιοσημείωτες πολιτικά κι ενδιαφέρουσες νομικά θέσεις αναφορικά με το ΔΔ ως μέσου διευθέτησης διεθνών διαφορών, κάτι που, βεβαίως, παρέπεμπε αρχικά στην ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου και κατόπιν στην αμφισβήτηση, από την Τουρκία, της ελληνικής κυριαρχίας επί των βραχονησίδων Ίμια [11].
Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές διατυπώσεις στη δήλωση της Προεδρίας ενώπιον του Ευρ. Κοινοβουλίου στις 14 Φεβρουαρίου 1996, στη Δήλωση του Συμβουλίου Υπουργών της 15ης Ιουλίου 1996, στην κοινή θέση των «Δεκαπέντε» στις 29 Απριλίου 1997 στο Συμβούλιο Σύνδεσης ΕΚ- Τουρκίας, αλλά και στα Συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις συνόδους του στο Λουξεμβούργο (Δεκέμβριος 1997) και Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999).
Αν και στην πορεία μετά το Ελσίνκι από τον χρονικό ορίζοντα των δεσμεύσεων και των υποχρεώσεων «χάθηκε» το 2004 – χρονικό όριο για παραπομπή από την Τουρκία των διαφορών με την Ελλάδα στη Χάγη - το ΔΔ παρέμεινε ως κεντρική επιλογή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για επίλυση των διενέξεων γύρω από το νομικό καθεστώς του Αιγαίου
ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Αν η κριτική που ασκείται για τον εθνικό δικαστή σε επίπεδο κοινής γνώμης και της επιστήμης είναι σύνηθες φαινόμενο σε πολλές, αν όχι όλες τις χώρες, αυτή εμφανίζεται πολλαπλασιαστικά μεγεθυμένη όσον αφορά τη διεθνή δικαιοσύνη. Ο διεθνής δικαστής στη Χάγη, στο Στρασβούργο, στο Λουξεμβούργο κτλ. είναι ένας τρίτος, ξένος, άγνωστος, που αποφαίνεται χωρίς εθνικές κι άλλες ευαισθησίες για σημαντικά ζητήματα κι ο οποίος διολισθαίνει –και- σε «κακές» αποφάσεις. Η κριτική από την σκοπιά της διεθνολογικής κοινότητας των αποφάσεων του ΔΔ παίρνει άλλες ποιοτικές διαστάσεις χωρίς όμως η ένταση πολλές φορές να μειώνεται. Τι, όμως, προκαλεί αυτή την αντίδραση των θεωρητικών του διεθνούς δικαίου;
Είναι αλήθεια ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το ΔΔ κινήθηκε με τρόπο που δεν μπόρεσε ή, κυρίως, δεν θέλησε (;) να συλλάβει τον παλμό των εξελίξεων της διεθνούς πραγματικότητας κατά τρόπο που να ανταποκριθεί στις περιστάσεις και να συμβάλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση μιας διεθνούς κρίσης, μιας διεθνούς διαφοράς. Πρόκειται εδώ ουσιαστικά για περιπτώσεις εξόφθαλμα δικαιοδοτικής υπεκφυγής σε διαδικασίες γνωμοδοτήσεων ύστερα από σχετικά αιτήματα οργάνων των ΗΕ σε κρίσιμα θέματα [υποθέσεις Δυτική Σαχάρα (1975), Νομιμότητα χρήσης πυρηνικών όπλων (1996), και η πρόσφατη: Συμβατότητα με το διεθνές δίκαιο της μονομερούς δήλωσης ανεξαρτησίας σχετικά με το Κόσοβο (2008)]. Ενώ δεν απουσιάζουν κριτικές –ήδη από το παρελθόν- και σε υποθέσεις κατ’ αντιμωλία π.χ. υποθέσεις Ασύλου (1950), Νοτιοδυτική Αφρική (Αιθιοπία - Ν. Αφρικής, Λιβερία - Ν. Αφρικής (1966) κτλ. Στις περιπτώσεις των υποθέσεων πυρηνικών όπλων και Νοτιοδυτικής Αφρικής, το Δικαστήριο αποφάνθηκε λόγω ισοψηφίας 7-7 με την ψήφο του Προέδρου.
Οι θέσεις αυτές δεν κατακρίθηκαν απλά στη νομική διεθνολογική θεωρία, αλλά ουσιαστικά προκάλεσαν μια ρήξη στην εκτίμηση που η διεθνής κοινή γνώμη και οι διεθνολόγοι επαΐοντες είχαν, ή ήθελαν να έχουν, για το ρόλο του ΔΔ ως θεσμού διεθνούς δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα τέτοιες θέσεις διαψεύδουν τις προσδοκίες των κρατών και όχι μόνο, ενώ συντελούν σε μια δυσπιστία που αναπτύσσεται γύρω από τις πραγματικές δυνατότητες ενός δικαστικού διακανονισμού διεθνών διαφορών στη Χάγη. Πώς να εκλάβει π.χ. ένα ενδιαφερόμενο κράτος την άποψη του Δικαστηρίου ότι για τα πυρηνικά όπλα δεν προβλέπεται απαγόρευση στο διεθνές δίκαιο, αλλά ούτε και επιτρέπεται ρητά η χρήση τους και αφού προηγουμένως το ΔΔ είχε σημειώσει ότι χρήση πυρηνικών όπλων αναιρεί θεμελιώδεις ρυθμίσεις διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που εφαρμόζονται στις ένοπλες συρράξεις αφού παραβιάζουν ευθέως κρίσιμες διατάξεις (π.χ. αρχή μη διάκρισης μεταξύ μαχητών και αμάχων). Ή, πώς να εξηγήσει - στην περίπτωση της υπόθεσης Ασύλου - ότι συνέπεια της αμφιλεγόμενης απόφασης του ΔΔ ήταν ο περουβιανός πολιτικός ηγέτης Haya de La Torre που είχε ζητήσει άσυλο στην πρεσβεία της Κολομβίας στη Λίμα να παραμείνει επί πενταετία έγκλειστος στο κτίριο της πρεσβείας πριν του επιτραπεί η αναχώρηση στο εξωτερικό.
Ή, πώς να ερμηνεύσει το γεγονός - στην περίπτωση της γνωμοδότησης για το Κόσσοβο ότι η διαπραγμάτευση της θεματικής δεν έγινε από τη σκοπιά της δυνατότητας απόσχισης τμήματος επικράτειας χώρας προοπτική - που είναι αδύνατη κατά το σύγχρονο διεθνές δίκαιο χωρίς τη συναίνεση του ενδιαφερόμενου κράτους, αλλά από μια άλλη σκοπιά, πιο εύκολης αντιμετώπισης - αναφορικά με το κατά πόσον η μονομερής κήρυξη ανεξαρτησίας από ομάδα ατόμων (Κοσσοβάροι) παράγει έννομα αποτελέσματα σε σχέση με την απόσχιση και συνακόλουθα εαν είναι μια τέτοια κίνηση ασύμβατη με το διεθνές δίκαιο. Αντί δηλαδή το ΔΔ, έχοντας κατά νου αυτό που μέχρι σήμερα θεωρεί η διεθνής κοινότητα ως παράνομη ενέργεια και δεν την αναγνωρίζει (π.χ. αποσχίσεις «Τουρκική Δημοκρατία Βορείου Κύπρου», Ν. Οσετίας, Αμπχαζίας, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Υπερδνειστερίας, κτλ.) να «ξεκαθαρίσει» το τοπίο σε αυτό το κρίσιμο τα τελευταία χρόνια πεδίο όπου πολλαπλασιάζονται κινήσεις και διαθέσεις απόσχισης από κράτη, κινήθηκε «πλαγίως». Το ΔΔ επέλεξε ένα δρόμο που δε βοηθάει και δε συμβάλλει στην αντιμετώπιση μιας κίνησης απόσχισης είτε από τη σκοπιά της κυριαρχίας του κράτους και της εδαφικής ακεραιότητάς του, είτε της νεοπαγούς αντίληψης για ενδεχόμενες «επανορθωτικές κινήσεις» ως συνέπεια μαζικών παραβιάσεων των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των μειονοτήτων.
Αλλά ακόμα και στην υπόθεση «Υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου» υπάρχει κάποιο ζήτημα αφού το ΔΔ παραμέρισε την ελληνική μονομερή προσφυγή κατά της Τουρκίας, εκτιμώντας ότι δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί του ζητήματος. Και τούτο γιατί η ελληνική επιφύλαξη του 1931 εξαιρούσε της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου το εδαφικό καθεστώς, στο οποίο κατά το ΔΔ υπαγόταν η υφαλοκρηπίδα. Ασφαλώς η θέση αυτή παρουσιάζει προβλήματα, αφού η υφαλοκρηπίδα ως έννοια και νομικό περιεχόμενο αποτελεί μεταπολεμική ρύθμιση που, βέβαια, δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει η ελληνική κυβέρνηση κατά το χρόνο επικύρωσης της Γενικής Πράξης του 1928. Ο όρος continental shelf / υφαλοκρηπίδα πρωτοακούστηκε σε ομιλία του Προέδρου Τρούμαν το 1945 (Truman Proclamation) [12].
Έτσι, κι ενώ το ΔΔ φάνηκε να κερδίζει μετά το 1990 την προσοχή αρκετών κρατών από όλες τις ηπείρους, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία για την υλοποίηση της οικουμενικής αποστολής του κυρίου δικαστικού οργάνου του ΟΗΕ για διευθέτηση διαφορών εν όψει μάλιστα και της σωρείας υποθέσεων σχετικά με εδαφικές / συνοριακές διαφορές, είναι απαραίτητο να μην υποχωρεί η βούληση των κρατών που προσχώρησαν στο δικαιοδοτικό μηχανισμό της Χάγης για κινητοποίησή του και να μην υπάρχει αμφιβολία για ορθή απονομή της δικαιοσύνης και στην ουσία την εμπέδωση της διεθνούς νομιμότητας και της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Κι αφού η κάθε περίπτωση προσφυγής στο ΔΔ της Χάγης αποτελεί μια έμπρακτη θετική στάση μιας χώρας για το πώς αντιλαμβάνεται τις σχέσεις στη σύγχρονη διεθνή δικαιοταξία και το οργανωμένο θεσμικό σύστημα που έχει αυτή προωθήσει, τέτοιες αμφιλεγόμενες θέσεις στην νομολογία του ΔΔ ασφαλώς ενσπείρουν αμφιβολίες κι επιφυλάξεις παραπέμποντας σε άλλους μεταγενέστερους χρόνους την επίλυση διαφορών. Είναι εξαιρετικά σημαντικό όταν το ΔΔ επιλαμβάνεται διαφορών της Λιβύης, του Τσαντ, της Μπουργκίνα Φάσο, του Μάλι, της Νικαράγουα, της Ονδούρας, του Κονγκό, της Μποτσουάνα, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας αλλά και της Γερμανίας, των ΗΠΑ, της Ρωσίας κι άλλων χωρών από όλα τα σημεία του ορίζοντα, επιβεβαιώνοντας την οικουμενικότητα της δικαιοδοσίας του και κυρίως της αποστολής του για επίλυση διαφορών, για προαγωγή του διεθνούς δικαίου.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
Η κριτική που μπορεί να απευθύνει κανείς στο ΔΔ για διάφορες σκέψεις στη νομολογία του ή και σε αποφάσεις του, δεν μπορούν να αναιρέσουν συνολικά το μεγάλο έργο του Δικαστηρίου της Χάγης (153 υποθέσεις ενεγγράφησαν στο πινάκιο, ενώ εξέδωσε 26 γνωμοδοτήσεις) και τη συμβολή του στην προώθηση του διεθνούς δικαίου [13]. Οι αρνητικές διαπιστώσεις για την 67χρονη περίοδο λειτουργίας του δικαιοδοτικού θεσμού της Χάγης θα πρέπει να ορώνται σαν μεμονωμένες αδυναμίες ενός διεθνούς δικαστηρίου με σύνθεση που αλλάζει και που, σε τελευταία ανάλυση, είναι ανάλογες με εκείνες τις αρνητικές κριτικές που συναντούμε για το έργο όλων των δικαστηρίων σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο με συνήθη επακόλουθα την επί μακρόν τροφοδότηση του νομικού Τύπου σε διάφορες χώρες και τα διεθνολογικά περιοδικά με αρνητικά κριτικά σχόλια.
Ασφαλώς, μια απόφαση του ΔΔ μπορεί να εκτιμηθεί –όσο αντικειμενικά είναι δυνατό- και να θεωρηθεί ως καλή ή λιγότερο καλή ή κι εξαιρετικά συντηρητική (π.χ. ένταλμα σύλληψης της 11ης Απριλίου 2000 Κονγκό-Βελγίου). Η απόφαση, όμως, για τις στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δραστηριότητες στη Νικαράγουα (Νικαράγουα- ΗΠΑ 1986) αποτελεί μια εξαιρετική καμπή για τη διεθνή δικαιοσύνη, όχι γιατί αναγνωρίζεται η διεθνής ευθύνη των ΗΠΑ για το τι συνέβη στην εμφύλια σύρραξη στη Νικαράγουα και την επέμβασή της εκεί, αλλά γιατί συνιστά μια ξεχωριστή απόφαση προώθησης συνολικά του διεθνούς δικαίου. Από την άλλη μεριά, η αντιμετώπιση του ΔΔ του ζητήματος της νομιμότητας της απόφασης 748/92 του ΣΑ και η θετική του αντίδραση σε αυτή την εξέταση- πρόκληση στην υπόθεση Λόκερμπι (Λιβύη-ΗΠΑ, Λιβύη-Ηνωμένου Βασιλείου) αποδεικνύει όχι μόνο τη σημασία του αναγκαίου ρόλου του Δικαστηρίου σε ένα εξελισσόμενο σύστημα διατήρησης της ειρήνης και ασφάλειας μέσω του διευρυνόμενου ρόλου των ΗΕ αλλά κι επιβεβαιώνει την άποψη για το ΔΔ, αυτήν του έγκυρου εγγυητή του διεθνούς δικαίου που διέπει τη διεθνή δικαιοταξία. Εξάλλου, η γνωμοδότηση του ΔΔ του 2004 στην υπόθεση του «Τείχους» που οικοδόμησε το Ισραήλ στα παλαιστινιακά εδάφη, δεν είναι και δεν λειτουργεί απλά ως καταδίκη- καταπέλτης μιας αντιδιεθνούς συμπεριφοράς του Ισραήλ, αλλά ένα συγκροτημένο μάθημα συνολικής εφαρμογής των κανόνων του διεθνούς δικαίου σε περίοδο κατοχής, μοναδικό κεκτημένο έκτοτε για πολλά ζητήματα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Αν η γνωμοδότηση για τα πυρηνικά όπλα (1996) ήταν ατυχής, η γνωμοδότηση για τις νομικές συνέπειες της συνεχούς παρουσίας της Ν. Αφρικής στη Ναμίμπια (1970) είναι πολυσήμαντη, όχι μόνο για τα θέματα αυτοδιάθεσης των λαών αλλά και κυρίως κατοχής, εφαρμογές της οποίας έχουμε και σήμερα π.χ. στην Κύπρο σε κρίσιμα θέματα για την Κυπριακή Δημοκρατία και τους πολίτες της (π.χ. νομική ισχύς πράξεων κατέχουσας δύναμης).
Σε ένα άλλο επίπεδο προσέγγισης είναι χαρακτηριστική η νομολογία του ΔΔ για ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών [14]. Το ότι το ΔΔ συνεχίζει να αποτελεί την καταφυγή των περισσοτέρων κρατών για επίλυση διαφορών τους γύρω από θαλάσσια σύνορα, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα κτλ. μετά τη θεσμοθέτηση του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαίου Θαλάσσης (ΔΔΔΘ) επιβεβαιώνει την άποψη ότι σε γενικές γραμμές χαίρει της εμπιστοσύνης της πλειονότητας των κρατών που αντιμετωπίζουν προβλήματα και τριβές με άλλα κράτη. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το ΔΔΔΘ εξέδωσε πρόσφατα (14 Μαρτίου 2012) μετά δεκαετή λειτουργία την πρώτη απόφασή του σχετικά με οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών. Στην εν λόγω διαφορά Μπαγκλαντές – Μυανμάρ, το ΔΔΔΘ ακολούθησε εν πολλοίς τη νομολογία του ΔΔ στην υπόθεση «Θαλάσσια οριοθέτηση στη Μαύρη Θάλασσα Ρουμανία/ Ουκρανία» (2009). Συνεπώς, όπως δείχνει και το πινάκιο του ΔΔ, πολλές θαλάσσιες διαφορές σήμερα κατευθύνονται στη Χάγη (Νικαράγουα / Κολομβία, Περού / Χιλή, Αυστραλία / Ιαπωνία).
Από την άλλη μεριά, πρέπει να επισημανθεί ότι η συμβολή του ΔΔ στην ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου Θαλάσσης είναι σημαντική, ωστόσο η νομολογία του είναι σε ορισμένες περιπτώσεις μεταβαλλόμενη / εξελισσόμενη, ιδίως όσον αφορά υποθέσεις νησιών και σχετικών ζωνών δικαιοδοσίας τους. Είναι σαφές ότι η νομολογία αυτή του ΔΔ έχει μεν ορισμένες σταθερές που προκύπτουν από την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 (π.χ. επιδίωξη «δίκαιης λύσης») κι αφού το κύριο βάρος στην οριοθέτηση δίνεται στο μέτωπο των ακτών του παράκτιου κράτους έναντι του παρακείμενου θαλάσσιου χώρου στον οποίον βρίσκονται νησιά. Αλλά οι θέσεις του ΔΔ κινούνται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης. Η αρνητική ανάγνωση της απόφασης στη διαφορά Ρουμανία / Ουγγαρία και τις συνακόλουθες επιπτώσεις –κατά την άποψή τους- σε άλλες μελλοντικές περιπτώσεις οριοθετήσεων (βλ. Αιγαίο και σύμπλεγμα Καστελόριζου) δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη ακριβώς τη διαφορετικότητα της κάθε περίπτωσης. Όσον αφορά το Αιγαίο, τα δυο παράκτια κράτη και τα ελληνικά νησιά χωρίς εξαίρεση δικαιούνται ζωνών δικαιοδοσίας (αιγιαλίτιδα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) μόνο που η οριοθέτηση ζωνών –αν γίνει, όποτε γίνει – θα ακολουθήσει τις αρχές του διεθνούς δικαίου όπως τις ερμηνεύει το ΔΔ, που θα πρέπει να οδηγήσει σε δίκαιη λύση με σεβασμό του διεθνούς δικαίου και με ό,τι αυτό συνεπάγεται κατά την άποψη του αποφασίζοντος οργάνου.
Όσον αφορά πρόσφατες υποθέσεις θα πρέπει να διακρίνουμε εκείνες στις οποίες το ελληνικό ενδιαφέρον ήταν /είναι άμεσο κι εκείνες που έχουν ένα γενικότερο ενδιαφέρον για το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή δικαιοταξία. Υπό το πρίσμα αυτό, η αξιολόγηση των αποφάσεων ΠΓΔΜ / Ελλάδος για την ενδιάμεση συμφωνία και την ελληνική παρέμβαση στην υπόθεση Γερμανία/ Ιταλίας οδηγεί στις ακόλουθες παρατηρήσεις:
Η απόφαση [15] για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας λόγω του ελληνικού βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ συνιστά ασφαλώς μια αρνητική εξέλιξη και μια διπλωματική ήττα. Παρ’ όλη την εξαιρετική νομική υπεράσπιση που παρουσίασε η Ελλάδα στο δικαστήριο με συμμετοχή και διαπρεπών ξένων διεθνολόγων και μια τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, δεν κατέστη δυνατό να αποτρέψει το ΔΔ από μια αρνητική απόφαση για την Ελλάδα. Κι αν προκύπτουν από τη διαδικασία και την απόφαση πολλά επιμέρους ζητήματα πολιτικής γύρω από την Ενδιάμεση Συμφωνία συμπεριλαμβανομένης της μη καταγγελίας της, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό το γεγονός ότι, στο βάσιμο επιχείρημα περί αντιμέτρων αφού τα Σκόπια προέβαιναν σε μια συστηματική παραβίαση των υποχρεώσεών τους που απέρρεαν από την Ενδιάμεση Συμφωνία, το εν λόγω καταλυτικό επιχείρημα παραμερίστηκε από το ΔΔ αφού η ελληνική πλευρά δεν διέθετε... γραπτές αποδείξεις, δηλαδή δεν υπέβαλλε εγγράφως (note verbale) διαμαρτυρίες για την παραβατική συμπεριφορά των Σκοπίων της ΠΓΔΜ. Κάτι που πρέπει στην Αθήνα, κυβέρνηση και Υπουργείο Εξωτερικών να συγκρατήσουν και για το μέλλον. Στο ίδιο πλαίσιο, το Δικαστήριο παραμέρισε την ελληνική επιχειρηματολογία όσον αφορά την ευθύνη της Ελλάδος για την μη ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ με προβολή βέτο στη Διάσκεψη Κορυφής του Βουκουρεστίου το 2008, μη θεωρώντας την άρνηση ένταξης ως συλλογική πράξη – απόφαση του ΝΑΤΟ.
Αντίθετα, το ΔΔ χρέωσε - ισοδυνάμως προς την προβολή βέτο - τις αλλεπάλληλες δηλώσεις της κυβέρνησης (Πρωθυπουργού και Υπουργού Εξωτερικών) σχετικά με το μέλλον των σχέσεων της ΠΓΔΜ με τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς θεσμούς [16]. Ένα εξαιρετικό επιχείρημα από νομικής σκοπιάς στο πεδίο λειτουργίας ενός διεθνούς οργανισμού, εξουδετερώθηκε από τον άκρατο βερμπαλισμό αλλά και συχνά ανέξοδο πολιτικό λόγο- συχνά με έντονες αποχρώσεις λαϊκισμού- στο οποίο αρέσκονται πολιτικές ηγεσίες και κυβερνητικά στελέχη, λησμονώντας -στη χώρα της υπερβολής που είμαστε- ότι οι προφορικές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών (κυρίως Πρωθυπουργός, ΥΠΕΞ), δεσμεύουν τη χώρα και συνεπάγονται κατά το διεθνές δίκαιο την ευθύνη της με ό,τι αυτό σημαίνει. Τού InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Σε αυτή τη δύσκολη πορεία χρειάζεται κυβερνητική σταθερότητα»
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άναψαν τα αίματα στη Νέα Σμύρνη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ