2012-12-16 13:45:03
Στη σκιά του Ιερού Βράχου, αλλά και του νέου Μουσείου της Ακρόπολης, το άδειο πλέον κτήριο του παλαιού μουσείου αποτελεί το επίκεντρο μιας ευρείας συζήτησης σχετικά με την αναγκαιότητα της ύπαρξής του. Μια τέτοια συζήτηση διεξήχθη την Πέμπτη κατά την κοινή συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων με αφορμή το θέμα του χαρακτηρισμού ή μη ως μνημείου του κτηρίου. Τελικά, κατά πλειοψηφία αποφασίστηκε ο μη χαρακτηρισμός του κτηρίου.
«Πρόκειται για μια συζήτηση που άρχισε το 2008 για το τι θα γίνει το παλαιό μουσείο μετά την ολοκλήρωση του νέου και τη μεταφορά των εκθεμάτων. Το θέμα επανήλθε το 2010 οπότε και ζητήθηκε από την Επιτροπή Συντήρησης των Μνημείων της Ακρόπολης (ΕΣΜΑ) να καταθέσει τη δική της άποψη. Η συζήτηση αφορά στο εάν το κτήριο συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να κηρυχθεί μνημείο, ώστε να δει μετά η Πολιτεία τι θα κάνει με αυτό. Δεν μπορεί να μένει ένα άδειο κέλυφος που σιγά σιγά απαξιώνεται» εξήγησε η γενική γραμματέας Πολιτισμού του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη.
Κατά τη συνεδρίαση διαμορφώθηκαν μεταξύ των μελών του ΚΑΣ και του ΚΣΝΜ τρεις απόψεις: η ανάγκη κήρυξης του μνημείου ώστε να στεγάσει επιγραφές και θραύσματα των ανασκαφών, η διατήρηση του κτηρίου χωρίς κήρυξη με την ίδια χρήση και η ανάγκη κατεδάφισής του για την αποκατάσταση της στάθμης του εδάφους της Ακρόπολης, αλλά και της εικόνας του Βράχου και τη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας.
«Εάν βρεθούν περαιτέρω αρχαιολογικά στοιχεία, που πιστεύω ότι θα βρεθούν, τότε αποκαθίσταται η εικόνα της Ακρόπολης, που είναι μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Αν διατηρήσουμε αυτό το κτήριο τότε ερχόμαστε σε αντίθεση με την αρχή της ακεραιότητας του παγκόσμιου μνημείου, που είναι βασική αρχή της UNESCO» παρατήρησε η γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΑΙΘΠΑ, Μαρία Βλαζάκη, αιτιολογώντας την άποψη της κατεδάφισης του κτηρίου.
«Το 2008 είχα πει ότι το κτήριο πρέπει να κατεδαφιστεί και να απελευθερωθεί ο χώρος, εκτός και αν χρειαζόταν να στεγάσει τις πάνω από 250 επιγραφές που καταστρέφονται από την όξινη βροχή. Όμως, σήμερα πιστεύω ότι τα τελευταία 135 χρόνια το τοπίο της Ακρόπολης περιλαμβάνει αυτό το μουσείο, ενώ είναι σημαντική η υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στη στέγαση των επιγραφών ή άλλων στοιχείων του Βράχου. Ίσως εδώ έχουμε μια καλή ευκαιρία να δείξει το υπουργείο ότι ορισμένα κτήρια μπορούν να προστατευτούν χωρίς να κηρυχθούν μνημεία» υπογράμμισε η γενική γραμματέας του ΥΠΑΙΘΠΑ, Λίνα Μενδώνη, καταθέτοντας την προσωπική της άποψη.
Το ιστορικό του παλαιού μουσείου
Η συζήτηση για τη δημιουργία ενός μουσείου της Ακρόπολης άρχισε το 1833, οπότε αποσύρθηκε από την περιοχή η τουρκική φρουρά, συζήτηση που διήρκεσε 30 χρόνια. Το παλαιό μουσείο της Ακρόπολης θεμελιώθηκε στα νοτιοανατολικά του Παρθενώνα στις 30 Δεκεμβρίου 1865 και ολοκληρώθηκε το 1874 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Το οικοδομικό πρόγραμμα προέβλεπε το ύψος του κτηρίου να μην υπερβαίνει το στυλοβάτη του Παρθενώνα.
Το κτήριο είναι πέτρινο, έχει έκταση 800 τ.μ. και περιλαμβάνει 11 αίθουσες. Τα πρώτα ευρήματα που στέγασε ήταν τα διάσπαρτα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Κατά τις εκσκαφές για τη θεμελίωση του μουσείου αποκαλύφθηκαν τμήματα του μυκηναϊκού τείχους της Ακρόπολης, τα οποία διατηρήθηκαν στο υπόγειο του Μουσείου.
Σύντομα το κτήριο αποδεικνύεται ανεπαρκές και αποφασίζεται η επέκτασή του. Το 1888 κατασκευάστηκε ένα μικρότερο κτήριο στα ανατολικά του υπάρχοντος, στο οποίο τοποθετήθηκαν οι λιγότερο σημαντικές αρχαιότητες. Η επέκταση αυτή ελάχιστα μετρίασε του πρόβλημα έλλειψης του χώρου, οπότε το 1914 αποφασίζεται νέα επέκταση που υλοποιείται όμως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πολλά από τα εκθέματα αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στις σπηλιές των γειτονικών λόφων. Επανήλθαν στο μουσείο της Ακρόπολης μετά το τέλος του πολέμου και τοποθετήθηκαν προσωρινά στα 1946 και 1947.
Το 1953 κατεδαφίστηκε το μικρό συμπληρωματικό κτίσμα και άρχισαν οι εργασίες για τη νέα επέκταση του μουσείου σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η επέκταση έγινε πάνω σε τμήμα του Ιερού του Πανδίωνος, που χρονολογείται τον 5ο αι. π.Χ. Οι πρώτες αίθουσες άνοιξαν το 1956 και η επανέκθεση ολοκληρώθηκε το 1964. Το 1956 τοποθετήθηκε ως πρόσκτισμα στην ανατολική όψη του μουσείου και ένα πρόπλασμα δωρικού θριγκού σε φυσική κλίμακα.
Παρά τις διαδοχικές επεκτάσεις, το κτήριο δεν είχε τις δυνατότητες έκθεσης των ευρημάτων που σταδιακά ανακαλύφθηκαν στο Βράχο, ώστε ήδη από το 1974 εγέρθηκε το θέμα της οικοδόμησης ενός νέου κτηρίου. Η ανέγερση νέου μουσείου κρίθηκε επιτακτική, καθώς η Ελλάδα άρχισε να προβάλλει έντονα το ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.
philenews.com
«Πρόκειται για μια συζήτηση που άρχισε το 2008 για το τι θα γίνει το παλαιό μουσείο μετά την ολοκλήρωση του νέου και τη μεταφορά των εκθεμάτων. Το θέμα επανήλθε το 2010 οπότε και ζητήθηκε από την Επιτροπή Συντήρησης των Μνημείων της Ακρόπολης (ΕΣΜΑ) να καταθέσει τη δική της άποψη. Η συζήτηση αφορά στο εάν το κτήριο συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να κηρυχθεί μνημείο, ώστε να δει μετά η Πολιτεία τι θα κάνει με αυτό. Δεν μπορεί να μένει ένα άδειο κέλυφος που σιγά σιγά απαξιώνεται» εξήγησε η γενική γραμματέας Πολιτισμού του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη.
Κατά τη συνεδρίαση διαμορφώθηκαν μεταξύ των μελών του ΚΑΣ και του ΚΣΝΜ τρεις απόψεις: η ανάγκη κήρυξης του μνημείου ώστε να στεγάσει επιγραφές και θραύσματα των ανασκαφών, η διατήρηση του κτηρίου χωρίς κήρυξη με την ίδια χρήση και η ανάγκη κατεδάφισής του για την αποκατάσταση της στάθμης του εδάφους της Ακρόπολης, αλλά και της εικόνας του Βράχου και τη συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας.
«Εάν βρεθούν περαιτέρω αρχαιολογικά στοιχεία, που πιστεύω ότι θα βρεθούν, τότε αποκαθίσταται η εικόνα της Ακρόπολης, που είναι μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Αν διατηρήσουμε αυτό το κτήριο τότε ερχόμαστε σε αντίθεση με την αρχή της ακεραιότητας του παγκόσμιου μνημείου, που είναι βασική αρχή της UNESCO» παρατήρησε η γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΑΙΘΠΑ, Μαρία Βλαζάκη, αιτιολογώντας την άποψη της κατεδάφισης του κτηρίου.
«Το 2008 είχα πει ότι το κτήριο πρέπει να κατεδαφιστεί και να απελευθερωθεί ο χώρος, εκτός και αν χρειαζόταν να στεγάσει τις πάνω από 250 επιγραφές που καταστρέφονται από την όξινη βροχή. Όμως, σήμερα πιστεύω ότι τα τελευταία 135 χρόνια το τοπίο της Ακρόπολης περιλαμβάνει αυτό το μουσείο, ενώ είναι σημαντική η υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει στη στέγαση των επιγραφών ή άλλων στοιχείων του Βράχου. Ίσως εδώ έχουμε μια καλή ευκαιρία να δείξει το υπουργείο ότι ορισμένα κτήρια μπορούν να προστατευτούν χωρίς να κηρυχθούν μνημεία» υπογράμμισε η γενική γραμματέας του ΥΠΑΙΘΠΑ, Λίνα Μενδώνη, καταθέτοντας την προσωπική της άποψη.
Το ιστορικό του παλαιού μουσείου
Η συζήτηση για τη δημιουργία ενός μουσείου της Ακρόπολης άρχισε το 1833, οπότε αποσύρθηκε από την περιοχή η τουρκική φρουρά, συζήτηση που διήρκεσε 30 χρόνια. Το παλαιό μουσείο της Ακρόπολης θεμελιώθηκε στα νοτιοανατολικά του Παρθενώνα στις 30 Δεκεμβρίου 1865 και ολοκληρώθηκε το 1874 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Το οικοδομικό πρόγραμμα προέβλεπε το ύψος του κτηρίου να μην υπερβαίνει το στυλοβάτη του Παρθενώνα.
Το κτήριο είναι πέτρινο, έχει έκταση 800 τ.μ. και περιλαμβάνει 11 αίθουσες. Τα πρώτα ευρήματα που στέγασε ήταν τα διάσπαρτα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Κατά τις εκσκαφές για τη θεμελίωση του μουσείου αποκαλύφθηκαν τμήματα του μυκηναϊκού τείχους της Ακρόπολης, τα οποία διατηρήθηκαν στο υπόγειο του Μουσείου.
Σύντομα το κτήριο αποδεικνύεται ανεπαρκές και αποφασίζεται η επέκτασή του. Το 1888 κατασκευάστηκε ένα μικρότερο κτήριο στα ανατολικά του υπάρχοντος, στο οποίο τοποθετήθηκαν οι λιγότερο σημαντικές αρχαιότητες. Η επέκταση αυτή ελάχιστα μετρίασε του πρόβλημα έλλειψης του χώρου, οπότε το 1914 αποφασίζεται νέα επέκταση που υλοποιείται όμως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πολλά από τα εκθέματα αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στις σπηλιές των γειτονικών λόφων. Επανήλθαν στο μουσείο της Ακρόπολης μετά το τέλος του πολέμου και τοποθετήθηκαν προσωρινά στα 1946 και 1947.
Το 1953 κατεδαφίστηκε το μικρό συμπληρωματικό κτίσμα και άρχισαν οι εργασίες για τη νέα επέκταση του μουσείου σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η επέκταση έγινε πάνω σε τμήμα του Ιερού του Πανδίωνος, που χρονολογείται τον 5ο αι. π.Χ. Οι πρώτες αίθουσες άνοιξαν το 1956 και η επανέκθεση ολοκληρώθηκε το 1964. Το 1956 τοποθετήθηκε ως πρόσκτισμα στην ανατολική όψη του μουσείου και ένα πρόπλασμα δωρικού θριγκού σε φυσική κλίμακα.
Παρά τις διαδοχικές επεκτάσεις, το κτήριο δεν είχε τις δυνατότητες έκθεσης των ευρημάτων που σταδιακά ανακαλύφθηκαν στο Βράχο, ώστε ήδη από το 1974 εγέρθηκε το θέμα της οικοδόμησης ενός νέου κτηρίου. Η ανέγερση νέου μουσείου κρίθηκε επιτακτική, καθώς η Ελλάδα άρχισε να προβάλλει έντονα το ζήτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.
philenews.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σεισμικές δονήσεις ανατολικά της Σητείας - νοτιοανατολικά της Καρπάθου
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σκουπίδια στο δήμο Θερμαϊκού - Τα δικά μας «κάλαντα»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ