2012-12-20 10:57:20
Ψυχραιμία και θέληση, συνέστησε στον ελληνικό λαό, ο τέως πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, σε δηλώσεις του μετά από συνάντηση που είχε χθες με τον πρόεδρο της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, που επισκέπτεται τη Βραζιλία.
Αντί για τη δημοσιονομική προσαρμογή, πρότεινε την οικονομική ανάπτυξη και ευχήθηκε στους Έλληνες πολίτες «καλή τύχη».
Από την πλευρά του, ο Αλέξης Τσίπρας, που φέρεται να επιτυγχάνει τον αρχικό του στόχο, βρίσκοντας ολοένα και νέες «συμμαχίες» μεταξύ των πολιτικών φορέων που επισκέπτεται στη Βραζιλία – πράγμα που θα επιδιώξει στη συνέχεια, επισκεπτόμενος και την Αργεντινή - έστειλε το μήνυμα ότι όπως τη Βραζιλία, έτσι και στην Ελλάδα «η ελπίδα θα νικήσει τον φόβο»
«Το μήνυμα που θα ήθελα να στείλω στον ελληνικό λαό είναι ότι σ’ αυτή τη στιγμή της κρίσης πρέπει να είναι ψύχραιμοι, να έχουν μεγάλη θέληση και να αναζητήσουν λύσεις. Να μη γίνονται πολλά σχόλια για την κρίση, αλλά να συζητούν ποιες είναι οι λύσεις», είπε ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας, εκτιμώντας πως ούτε η χώρα μας ούτε και καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα θα βίωνε τις σημερινές καταστάσεις, αν πριν από τέσσερα χρόνια είχαν ληφθεί οι σωστές αποφάσεις.
«Σε περίοδο κρίσης, η λέξη κλειδί δεν είναι η δημοσιονομική προσαρμογή. Εδώ στη Βραζιλία η λέξη κλειδί ήταν η οικονομική ανάπτυξη μαζί με το εμπόριο, μαζί με τις επενδύσεις, μαζί με τις θέσεις εργασίας, μαζί με την κατανάλωση και γι’ αυτό η Βραζιλία έχει ανέβει από τη δέκατη στην έκτη θέση στην παγκόσμια οικονομία», συνέχισε. Απευθυνόμενος δε στον ελληνικό λαό, τον προέτρεψε να μην χάσει ποτέ την ελπίδα του και να συνεχίσει την μάχη με το κεφάλι ψηλά.
«Ο ελληνικός λαός είναι πιο δυνατός από την κρίση», κατέληξε, ευχόμενος στους Έλληνες «καλή τύχη».
"Στο πρόσωπο του Προέδρου Λούλα βρήκαμε έναν ισχυρό σύμμαχο στην προσπάθεια του ελληνικού λαού να ξεπεράσει την κρίση, στην προσπάθειά του να αντέξει και να νικήσει τις βάρβαρες νεοφιλελεύθερες πολιτικές», υποστήριξε από την πλευρά του ο Αλέξης Τσίπρας, δηλώνοντας ευτυχής για την ανακάλυψη ισχυρών συμμάχων του ελληνικού λαού. Αναφερόμενος στο περιεχόμενο της συζήτησης που είχε μαζί του, υποστήριξε πως του εξήγησε ότι πριν από δέκα χρόνια, στην μακρινή από την Ελλάδα, Βραζιλία, η ελπίδα νίκησε τον φόβο.
Όσο για το μήνυμα του Προέδρου Λούλα προς τους Έλληνες να μην απελπιστούν, υποστήριξε πως είναι ένα μήνυμα αισιοδοξίας και αλληλεγγύης..
Εν τω μεταξύ, τις πτυχές, το βάθος, την έκταση και τα χαρακτηριστικά της κρίσης με επίκεντρο την Ελλάδα συζήτησε χθες ο κ.Τσίπρας και με την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας. Οι δύο πλευρές μάλιστα συμφώνησαν να... συσφίξουν τις σχέσεις τους, στέλνοντας εκατέρωθεν αντιπροσωπείες στα συνέδριά τους που θα διεξαχθούν μέσα στο 2013.
Πηγή: real.gr
Η Βραζιλία του Λούλα
του Πέρυ Άντερσον* από το νέο Λόγιο Ερμή τ.2
Αντίθετα με ένα πολύ γνωστό εγγλέζικο ρητό, στωικό αν όχι αυτo-αναιρούμενο, δεν καταλήγουν όλες οι πολιτικές καριέρες στην αποτυχία. Στην μεταπολεμική Ευρώπη, αρκεί να θυμηθούμε τον Αντενάουερ ή τον Ντε Γκασπέρι, ή ίσως, πιο εμφατικά, τον Φράνκο. Αλλά είναι αλήθεια πως είναι σπάνιο, υπό δημοκρατικές συνθήκες, να είναι κανείς πιο δημοφιλής στο τέλος, παρά στην αρχή της διακυβέρνησής του. Ακόμα πιο σπάνιο –σχεδόν ανήκουστο– είναι αυτή η δημοφιλία να αντικατοπτρίζει, όχι την ηπιότητα ή τη μετριοπάθεια, αλλά τη ριζοσπαστικοποίηση κατά τη διακυβέρνηση. Σήμερα, μόνο ένας ηγέτης στον κόσμο μπορεί να ισχυριστεί ότι πέτυχε αυτό το επίτευγμα: ο πρώην εργάτης ο οποίος εγκατέλειψε τον Ιανουάριο του 2011 την προεδρία της Βραζιλίας, απολαμβάνοντας την αποδοχή του 80% των πολιτών της. Όπως και να το δει κανείς, ο Λούιζ Ιγκνάσιο ντα Σίλβα είναι ο πιο επιτυχημένος πολιτικός της εποχής του.
Η επιτυχία του οφείλεται κατά πολύ σ’ ένα σύνολο εξαιρετικών χαρισμάτων, ένα μείγμα αυθόρμητης κοινωνικής ευαισθησίας και ψυχρού πολιτικού υπολογισμού, ή –όπως είπε η διάδοχός του, Ντίλμα Ρούσεφ (Dilma Rousseff)– έναν συνδυασμό οξυδερκών εκτιμήσεων και συναισθηματικής νοημοσύνης, για να μη μιλήσουμε για το πηγαίο χιούμορ και την προσωπική του γοητεία. Αλλά οφείλεται επίσης, τουλάχιστον στην αρχή, και σ’ ένα δυναμικό κοινωνικό κίνημα. Η άνοδος του Λούλα, από τη θέση του εργάτη, στην κορυφή της ηγεσίας της χώρας του, δεν υπήρξε ένας προσωπικός θρίαμβος: αυτό που την κατέστησε εφικτή ήταν η πιο αξιοσημείωτη συνδικαλιστική κινητοποίηση του τελευταίου τρίτου του 20ού αιώνα, η οποία και δημιούργησε το πρώτο –και ακόμα, μοναδικό– σύγχρονο πολιτικό κόμμα της Βραζιλίας, το οποίο απετέλεσε και το όχημα της ανόδου του. Ο συνδυασμός μιας χαρισματικής προσωπικότητας και μιας πανεθνικής, μαζικής οργάνωσης απετέλεσε ένα υπερπολύτιμο κεφάλαιο.
Οικονομική ορθοδοξία και διαφθορά
Εν τούτοις, η επιτυχία του Λούλα δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Το 2002, την χρονιά που εξελέγη, η κυβέρνησή του πραγματοποίησε ένα άσχημο ξεκίνημα και σύντομα έφθασε στο χείλος της καταστροφής. Η πρώτη χρονιά στην εξουσία, με έντονο το βάρος από την οικονομική κληρονομιά του προκατόχου του, διέψευσε σχεδόν κάθε ελπίδα που είχε δημιουργήσει η ίδρυση του Κόμματος των Εργατών (PT). Υπό τον Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο, το δημόσιο χρέος –το ήμισυ του οποίου σε δολάρια– διπλασιάστηκε, όπως άλλωστε και το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών, που ήταν επίσης διπλάσιο από τον λατινοαμερικανικό μέσο όρο, ενώ τα ονομαστικά επιτόκια κυμαίνονταν άνω του 20%. Όταν ξεκινούσε η προεκλογική περίοδος, το νόμισμα είχε χάσει το μισό της αξίας του. Η Αργεντινή είχε μόλις κηρύξει τη μεγαλύτερη κρατική πτώχευση στην ιστορία και η Βραζιλία έμοιαζε –στα μάτια των χρηματιστηριακών αγορών– να βρίσκεται επίσης στο χείλος του γκρεμού.
Για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ο Λούλα εγκατέστησε μια αμιγώς ορθόδοξη οικονομική ομάδα στην Κεντρική Τράπεζα και στο Υπουργείο Οικονομικών, η οποία αύξησε ακόμα περισσότερο τα επιτόκια και περιέκοψε τις δημόσιες επενδύσεις, με σκοπό την επίτευξη ενός πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, ακόμα μεγαλύτερου απ’ αυτό που απαιτούσε το ΔΝΤ. Οι τιμές των αγαθών και η ανεργία αυξήθηκαν, ενώ η ανάπτυξη μειώθηκε κατά 50%. Αλλά αυτό που αποτελούσε ένα πικρό φάρμακο για τους ιδεολόγους, αποδείχθηκε νέκταρ για τους κατόχους των ομολόγων και το φάσμα της χρεωκοπίας εξαφανίστηκε. Η ανάπτυξη επανήλθε το 2004, καθώς οι εξαγωγές ανέκαμψαν. Ακόμα και έτσι, όμως, το δημόσιο χρέος συνέχισε να ανεβαίνει και τα επιτόκια να αυξάνονται ακόμα περισσότερο. Υποστηρικτές του προηγούμενου καθεστώτος, που θίγονταν από την κριτική που ασκούσε ο Λούλα στον Καρντόζο, υποδείκνυαν θριαμβολογώντας τις ομοιότητες μεταξύ τους. Όσο για το PT, υπήρχαν ελάχιστα πράγματα για τα οποία μπορούσε να υπερηφανεύεται.
Αυτά ήταν αρκετά αποκαρδιωτικά, αλλά τα χειρότερα έπονταν. Την άνοιξη του 2005, ο ηγέτης ενός από τα μικρότερα κόμματα του Κογκρέσου (υπήρχε μια ντουζίνα από δαύτα), υπό την πίεση της αποκάλυψης ότι ένας από τους μπράβους του βιντεοσκοπήθηκε να συμμετέχει σε δωροδοκία, αντέδρασε με την αποκάλυψη ότι η κυβέρνηση εξαγοράζει συστηματικά τις ψήφους των γερουσιαστών, με ποσά που φθάνουν τα 7.000 δολάρια ανά μήνα, προκειμένου να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο σώμα. Πίσω από αυτήν την επιχείρηση βρισκόταν ο επικεφαλής του πρωθυπουργικού γραφείου στο προεδρικό μέγαρο Ζοζέ Ντιρσέου (José Dirceu), ενώ τα λεφτά προέρχονταν από παράνομους πόρους τού PT και τα διαχειριζόταν ο ταμίας του κόμματος Ντελούμπιο Σοάρες (Delúbio Soares). Μερικές εβδομάδες μετά την αποκάλυψη-βόμβα, ένας σύμβουλος του αδελφού τού προέδρου του PT, ο Ζοζέ Τζενόινο (José Genoino), συνελήφθη κατά την επιβίβασή του σε ένα αεροπλάνο, να φέρει 200.000 ρεάλ στον χαρτοφύλακά του και 100.000 δολάρια στα εσώρουχά του. Έναν μήνα αργότερα, ο επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Λούλα, Ντούντα Μεντόνσα (Duda Mendonça) –διαβόητος στους κύκλους των δημοσίων σχέσεων– εξομολογήθηκε ότι η προεκλογική εκστρατεία χρηματοδοτήθηκε από μαύρο χρήμα που προερχόταν από τράπεζες και επιχειρήσεις, κατά παράβαση του εκλογικού νόμου, και ότι ο ίδιος είχε ανταμειφθεί για τις υπηρεσίες του με κρυφές καταθέσεις σ’ έναν λογαριασμό στις Μπαχάμες. Στη συνέχεια, ένας από τους στενότερους υποστηρικτές του Λούλα, ο πρώην συνδικαλιστής ηγέτης Λουίζ Γκουσίκεν (Luiz Gushiken), κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποιούσε πόρους συνταξιοδοτικών ταμείων για πολιτικούς σκοπούς και εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τη θέση του υπουργού Επικοινωνιών. Σ’ ένα ακόμα πιο σκοτεινό παρασκήνιο κινείται ο ανεξιχνίαστος φόνος, στις αρχές του 2002, του Σέλσο Ντανιέλ (Celso Daniel), δημάρχου στο προπύργιο του PT Σάντο Αντρέ, ο οποίος φημολογείται ότι εκτελέστηκε στο πλαίσιο ενός συμβολαίου θανάτου που είχε να κάνει με την προστασία που προσέφερε σε τοπικές εταιρίες λεωφορείων.
Η αποκάλυψη μιας ευρείας έκτασης διαφθοράς πίσω από την κατάκτηση της εξουσίας από τον Λούλα, ενώ λειτούργησε ως αποθαρρυντικό σοκ για ένα μεγάλο μέρος της βάσης του Κόμματος των Εργατών, θα πρέπει να αξιολογηθεί –όπως έγκαιρα έκαναν και οι υποστηρικτές του– υπό το πρίσμα μιας ιστορικής θεώρησης. Η παράνομη χρηματοδότηση των εκλογικών αγώνων από κρυφούς χορηγούς, σε αντάλλαγμα εξυπηρετήσεων, αποτελεί διαδεδομένη πρακτική στη βραζιλιάνικη πολιτική: ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, των Σοσιαλδημοκρατών του Καρντόζο, συνελήφθη με την ίδια κατηγορία και εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Η εξαγορά ψήφων στο Κογκρέσο δεν συνιστούσε καινοφανή πρακτική. Είναι ευρύτατα γνωστό ότι ο Καρντόζο είχε λαδώσει πολλούς γερουσιαστές της Αμαζονίας, προκειμένου να διασφαλίσει τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που του επέτρεψαν να θέσει για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για την προεδρία. Το βραζιλιάνικο νομοθετικό σώμα ήταν ήδη από παλιά ένας οχετός δωροδοκίας και οπορτουνισμού. Κατά το τέλος της πρώτης θητείας του Λούλα, ένα ποσοστό μεταξύ του 1/3 και των 2/5 των γερουσιαστών του Κογκρέσου είχαν αλλάξει κόμμα. Με το τέλος της δεύτερης, πάνω από το ¼ των μελών του Κογκρέσου και της Συγκλήτου ήταν υπόλογοι στην δικαιοσύνη ή αντιμετώπιζαν ποινικές κατηγορίες. Τον Δεκέμβριο, οι νομοθέτες έκαναν στους εαυτούς τους δώρο μια αύξηση κατά 62% των απολαβών τους. Το 2002 ο Λούλα εξελέγη με το 61% της λαϊκής ψήφου, αλλά το κόμμα του κέρδισε μόνον το 1/5 των εδρών στο Κογκρέσο και έπρεπε να βρεθούν σύμμαχοι προκειμένου να πάρει η κυβέρνησή του ψήφο εμπιστοσύνης. Ο Ντιρσέου ήθελε να επιτύχει μια συμφωνία με το μεγαλύτερο κόμμα του κέντρου, το PMDB, αλλά αυτό θα σήμαινε την παραχώρηση σημαντικών υπουργείων. Ο Λούλα προτίμησε να προσελκύσει μια πλειάδα μικρότερων κομμάτων, η διαπραγματευτική δύναμη των οποίων ήταν μικρότερη. Αλλά και αυτοί, φυσιολογικά, ανέμεναν μεγαλύτερο μερίδιο στη λεία, αν και σε μικρότερη έκταση, κι έτσι επινοήθηκε το mensalão –το παχυλό μηνιάτικο– γι’ αυτούς.
Η διαφθορά από την οποία επωφελήθηκε το Κόμμα των Εργατών, και χάρη στην οποία σήμερα κυβερνάει, υπήρξε πιθανόν πιο συστηματική από εκείνη των προκατόχων του. Σε απόλυτους αριθμούς, μόνον οι ΗΠΑ ξεπερνούν τη Βραζιλία σε εκλογικές δαπάνες, με το ΑΕΠ των πρώτων να υπερβαίνει κατά πολύ αυτό της δεύτερης. Το 1996 ο Κλίντον δαπάνησε 43 εκατομμύρια δολάρια για να κατακτήσει τον Λευκό Οίκο· το 1994 ο Καρντόζο ξόδεψε 41 εκατομμύρια για το Πλανάθιο ντο Πλανάλτο, σε μια χώρα με ΑΕΠ που αντιστοιχεί στο 1/6 του αμερικανικού. Σε αντίθεση με τον Καρντόζο, ο οποίος επικράτησε άνετα για δύο φορές από τον πρώτο εκλογικό γύρο, ως ο υποψήφιος του καθεστώτος, διαθέτοντας άφθονα αποθέματα φυσικών –στη βραζιλιάνικη φρασεολογία, «φυσιολογικών»– συμμάχων και εγκάθετων στο Κογκρέσο, ο Λούλα είχε χάσει ήδη τρεις φορές, όταν έθεσε ξανά υποψηφιότητα για την προεδρία στις αρχές του 2002, ενώ το κόμμα αντιμετωπιζόταν παραδοσιακά με βαθύτατη καχυποψία απ’ όλους όσοι διέθεταν κάποιο οικονομικό ανάστημα στη χώρα. Για να αντιμετωπίσει αυτή τη δυσμενή κατάσταση, απαιτούνταν επιπλέον πόροι, για τους οποίους θα έπρεπε να δοθούν περαιτέρω ανταλλάγματα, δημόσια και ιδιωτικά. Επί πλέον, με μικρότερο αριθμό εδρών και λιγότερους αυθόρμητους υποστηρικτές στο Σώμα, το Κόμμα των Εργατών αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τη δωροδοκία σε μεγαλύτερη κλίμακα, προκειμένου να κατακτά ευκαιριακές πλειοψηφίες μέσα στο Κογκρέσο. Ίσως κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει για έναν «πρωταθλητισμό» των εργατών στη διαφθορά αλλά και τον αποπληθωρισμό: Την ανάγκη να ικανοποιήσουν το ΔΝΤ μ’ ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο θα κρατούσε όρθια την οικονομία, σε συνδυασμό με την υπεραφαίμαξη και το μοίρασμα μαύρου χρήματος, προκειμένου να κερδίσουν και να ασκήσουν την εξουσία. Αυτό θα μπορούσε τουλάχιστον να είναι μια γραμμή υπεράσπισης για τους υποστηρικτές του κόμματος. Στην πράξη, η πιο συνήθης τακτική εξωραϊσμού ήταν η επικέντρωση στην προσωπική εντιμότητα, και σε ορισμένες περιπτώσεις στο ηρωικό παρελθόν αυτών που κατηγορούνταν για εκταμιεύσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για οργανωτικούς και όχι για προσωπικούς σκοπούς. Ο Ντιρσέου, αρχιτέκτονας του σύγχρονου PT και στρατηγός της επιχείρησης επικράτησης του Λούλα, δούλευε στην παρανομία για χρόνια, αφού επέστρεψε κρυφά από την εξορία του στην Κούβα. Ο Τζενόινο υπήρξε αντάρτης στη ζούγκλα, φυλακίσθηκε και βασανίστηκε από τους Στρατηγούς. Ο Γκουσίκεν ζούσε ακόμα την απλή ζωή ενός πρώην συνδικαλιστή. Όλοι είχαν ενεργήσει δίχως προσωπικά οφέλη, για τις ανάγκες του αγώνα.
Ο θόρυβος που προκλήθηκε στα ΜΜΕ ήταν εκκωφαντικός. Στο Κογκρέσο, η αντιπολίτευση πίεζε για τη συγκρότηση της μιας εξεταστικής επιτροπής μετά την άλλη. Ηγετικά στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άρχισαν να καταγγέλλουν τον ίδιο τον Λούλα για εμπλοκή στα κρούσματα της διαφθοράς που αφορούσαν το προσωπικό του περιβάλλον. Ανήσυχος γι’ αυτό το κύμα τον επιθέσεων, ο Λούλα άρχισε να επικαλείται ανεπίσημα την προσφυγή στο πεζοδρόμιο, αν οι αντίπαλοί του επιχειρούσαν να τον ανατρέψουν. Στην πραγματικότητα υπήρχε μικρός κίνδυνος για κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που ο Καρντόζο και ο Σέρρα (Serra), δήμαρχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο Σάο Πάολο, νικημένος από τον Λούλα το 2002 αλλά έτοιμος να διεκδικήσει ξανά το χρίσμα του προεδρικού υποψήφιου από το κόμμα του, αποφάσισαν ότι θα ήταν καλύτερο να αντιμετωπίζουν έναν βαριά πληγωμένο πρόεδρο στην εξουσία, παρά να ρισκάρουν την ανάδυση ενός ισχυρού, ασυμβίβαστου αντιπάλου που θα έπρεπε να εκδιωχθεί.
Η δεύτερη θητεία, υποπρολετάριοι και ολιγάρχες
Σπάνια πολιτική εκτίμηση αποδείχτηκε τόσο λανθασμένη. Πολιορκημένος από τα ΜΜΕ και βαλλόμενος από το νομοθετικό σώμα, ο Λούλα διέθετε ακόμα δύο όπλα που όχι μόνον τον έβγαλαν από τη δύσκολη θέση, αλλά και αντέστρεψαν εντελώς την κατάσταση. Το πρώτο ήταν η επιστροφή στην οικονομική ανάκαμψη. Μετά από μια περίοδο όπου παρατηρήθηκε η χειρότερη στασιμότητα του αιώνα –με έναν ετήσιο μέσο όρο ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά 1,6% καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ο οποίος δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 2,3% στα οκτώ χρόνια της διακυβέρνησης του Καρντόζο– το ΑΕΠ αυξήθηκε αιφνίδια κατά 4,3% μεταξύ του 2004 και του 2006. Το άλμα προκλήθηκε στην πραγματικότητα λόγω μιας ευτυχούς διεθνούς συγκυρίας. Η κινέζικη ζήτηση για τα δύο κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα της Βραζιλίας, το σιδηρομετάλλευμα και τη σόγια, απογειώθηκε, εν μέσω μιας γενικότερης ραγδαίας αύξησης των τιμών στις πρώτες ύλες. Παράλληλα, εξ αιτίας τού ότι στην Αμερική τα επιτόκια κρατήθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα τεχνητά χαμηλά, προκειμένου να αποτραπεί η έκρηξη της φούσκας των ΗΠΑ, η «κίνηση του Γκρήνσπαν» δημιούργησε μια ροή φθηνών κεφαλαίων προς τη Βραζιλία. Καθώς οι επιχειρήσεις και οι δουλειές ανέκαμψαν, το κλίμα στην χώρα μεταβλήθηκε. Ελάχιστοι ψηφοφόροι ήταν διατεθειμένοι να αμφισβητήσουν την πρόθεση της κυβέρνησης να καρπωθεί τα εύσημα για την ανάπτυξη. Επιπλέον, με την ανάκαμψη, το κράτος μπορούσε να συλλέξει περισσότερα έσοδα. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε σχέση με τον δεύτερο άσσο στο μανίκι της κυβέρνησης.
Από την αρχή ο Λούλα είχε δεσμευτεί ότι θα ενισχύσει τους φτωχούς. Οι συμβιβασμοί με τους πλουσίους και τους ισχυρούς ήταν αναγκαίοι, αλλά η εξαθλίωση έπρεπε να αντιμετωπιστεί πιο σοβαρά απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η πρώτη του απόπειρα, το πρόγραμμα Μηδενικής Πείνας, που αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσει σε κάθε Βραζιλιάνο τα ελάχιστα για την επιβίωση, κατέληξε σε φιάσκο. Τον δεύτερο χρόνο της θητείας του, ωστόσο, ενισχύοντας ποικίλα προγενέστερα προγράμματα και επεκτείνοντας την εμβέλειά τους, εγκαινίασε το πρόγραμμα που συνδέθηκε μαζί του περισσότερο από κάθε τι άλλο, το Μπόρσα Φαμίλια (Bolsa Família), μια μηνιαία επιδότηση για τις μητέρες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, έναντι αποδείξεων ότι στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο και ότι επισκέπτονται τον γιατρό. Τα χρήματα ήταν πολύ λίγα – 12 δολ. ανά παιδί, ή κατά μέσο όρο 35 δολ. μηνιαίως. Αλλά οι μεταβιβάσεις πραγματοποιούνται απευθείας από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, παρακάμπτοντας την τοπική διαφθορά, και αφορούν πλέον πάνω από 12 εκατομμύρια νοικοκυριά, δηλαδή το ¼ του πληθυσμού. Το πραγματικό κόστος του προγράμματος είναι αστείο αλλά οι πολιτικές του συνέπειες τεράστιες. Κι αυτό όχι μόνο επειδή συνέβαλε, έστω και ελάχιστα, στη μείωση της φτώχειας και την αύξηση της ζήτησης στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Εξίσου σημαντικό είναι και το συμβολικό μήνυμα που εκπέμπει: ότι το κράτος νοιάζεται για τον απλό Βραζιλιάνο, ανεξάρτητα από το πόσο εξαθλιωμένος είναι, ως πολίτη με κοινωνικά δικαιώματα. Η ταύτιση του Λούλα με αυτήν την αλλαγή απετέλεσε το πιο σημαντικό πολιτικό του κεφάλαιο.
Στην πράξη, οι διαδοχικές γενναίες αυξήσεις του κατώτατου μισθού ήταν πολύ μεγαλύτερης σημασίας. Αυτές ξεκίνησαν τη στιγμή που ξέσπασαν τα σκάνδαλα διαφθοράς. Το 2005, η αύξηση σε πραγματικά μεγέθη ήταν διπλάσια από αυτήν του προηγουμένου χρόνου. Μέχρι το 2010, η συνολική αύξηση έφθασε στο 50%. Έχοντας φθάσει τα 300 δολ. τον μήνα, παραμένει αρκετά πιο κάτω από το τυπικό εισόδημα κάθε εργαζομένου που απασχολείται επίσημα. Αλλά δεδομένου ότι οι συντάξεις υπολογίζονται με βάση τον ελάχιστο μισθό, η άμεση αύξησή του επηρέασε θετικά 18 εκατομμύρια ανθρώπους – ενώ ο Νόμος για τους Ηλικιωμένους, που θεσπίστηκε υπό τον Λούλα, επικύρωσε θεσμικά αυτές τις κατακτήσεις. Έμμεσα δε, ενθάρρυνε τους εργάτες που απασχολούνται στον ανεπίσημο τομέα και συνιστούν την πλειοψηφία της βραζιλιάνικης εργατικής δύναμης, να χρησιμοποιήσουν τον κατώτατο μισθό ως σημείο αναφοράς για διεκδικήσεις έναντι των εργοδοτών τους. Επιπλέον, ενισχυτικό ρόλο έπαιξε η άμεση καθιέρωση του crédito consignado, τραπεζικών δανείων για τις ανάγκες του νοικοκυριού που δίνονταν σ’ αυτούς που δεν είχαν ποτέ τραπεζικούς λογαριασμούς, με την αποπληρωμή να γίνεται απευθείας από τους μηνιαίους μισθούς ή τις συντάξεις. Όλα αυτά μαζί, οι παροχές, η άνοδος του κατώτατου μισθού και η δυνατότητα πρόσβασης σε πιστώσεις, τροφοδότησαν την άνοδο της λαϊκής ζήτησης, και τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς που επιτέλους, έπειτα από μια μακρά περίοδο ξηρασίας, δημιούργησε περισσότερες θέσεις εργασίας.
Η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης εν συνδυασμώ προς την αύξηση των κοινωνικών παροχών, προκάλεσε τη μεγαλύτερη στην ιστορία της Βραζιλίας μείωση της φτώχειας. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, ο αριθμός των φτωχών μειώθηκε από 50 σε 30 εκατομμύρια σε διάστημα έξι χρόνων, ενώ ο αριθμός των απόρων μειώθηκε κατά 50%. Αυτός ο δραματικός μετασχηματισμός μπορεί να αποδοθεί κατά το ένα ήμισυ στην οικονομική ανάπτυξη και κατά το άλλο στα κοινωνικά προγράμματα –τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από την αύξηση των εσόδων που προκάλεσε η οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, αυτά τα προγράμματα δεν περιορίστηκαν στη στήριξη των εισοδημάτων. Από το 2005, οι κρατικές δαπάνες για την παιδεία τριπλασιάστηκαν, ενώ ο αριθμός όσων φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση διπλασιάστηκε. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η ανώτερη εκπαίδευση στη Βραζιλία σχεδόν έπαψε να είναι δημόσια, με τα ¾ των σπουδαστών να φοιτούν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια που τύγχαναν φοροαπαλλαγών. Ως εκ τούτου εξαναγκάστηκαν, ως αντάλλαγμα για τις απαλλαγές, να προσφέρουν θέσεις υποτροφιών σε φοιτητές από φτωχές ή έγχρωμες οικογένειες που, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα είχαν καμία πιθανότητα να προχωρήσουν πέραν της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παρά την χαμηλού επιπέδου, συχνά άθλια, ποιότητα της εκπαίδευσης, η ελπίδα για κοινωνική άνοδο κατέστησε πολύ δημοφιλές το πρόγραμμα, στο οποίο έχουν εγγραφεί πάνω από 700.000 σπουδαστές μέχρι σήμερα, μέγεθος που το καθιστά εφάμιλλο ως προς τον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, με τον Χάρτη των Δικαιωμάτων των βετεράνων του πολέμου στη μεταπολεμική Αμερική.
Η λαϊκή κοινή γνώμη δεν στάθηκε αδιάφορη απέναντι στα κρούσματα της διαφθοράς –και γι’ αυτό κατά τη διάρκεια του mensalão, τα ποσοστά τού Λούλα στις δημοσκοπήσεις γνώρισαν ραγδαία πτώση. Αλλά, με δεδομένες τόσο θεαματικές βελτιώσεις στη ζωή των ανθρώπων, ο αντίκτυπος των δωροδοκιών εντέλει δεν υπήρξε τόσο μεγάλος. Μέχρι την άνοιξη του 2006, οι πολιτικές τάσεις είχαν αντιστραφεί σε τέτοιο βαθμό που ο Σέρρα, εξετάζοντας τις δημοσκοπήσεις, αποφάσισε ότι δεν είχε καμία τύχη απέναντι στον Λούλα, οπότε άφησε έναν ασήμαντο εσωκομματικό του εχθρό να συντριβεί στις επικείμενες εκλογές του φθινοπώρου, όπου ο Λούλα επικράτησε με την ίδια πλειοψηφία που είχε επικρατήσει και τέσσερα χρόνια πριν. Όμως, η κοινωνική σύνθεση αυτής της πλειοψηφίας είχε πλέον μεταβληθεί.
Απογοητευμένοι από το mensalão, πολλοί από τους μεσοαστικής προέλευσης εκλογείς του που τον είχαν στηρίξει το 2002, τώρα τον εγκατέλειψαν, ενώ οι φτωχοί και οι ηλικιωμένοι τον στήριξαν μαζικότερα από πριν. Αλλά και η προεκλογική του εκστρατεία διεξήχθη σε διαφορετικούς τόνους. Τέσσερα χρόνια πριν, όταν ο σκοπός του ήταν να καθησυχάσει τους δύσπιστους, οι σύμβουλοί του τον προέβαλλαν ως τον φορέα της «ειρήνης και της αγάπης» για τη χώρα. Το 2006 ο τόνος ήταν λιγότερο γλυκερός. Παραμερίζοντας τα ολισθήματα του PT, για τα οποία ο ίδιος, ασφαλώς, δεν ήταν ενήμερος, ο πρόεδρος εξαπέλυσε μια αντεπίθεση με στόχο τις ιδιωτικοποιήσεις του προηγούμενου καθεστώτος, οι οποίες πλούτισαν τους λίγους σε βάρος του έθνους, και επρόκειτο να συνεχιστούν εάν εκλέγονταν ο αντίπαλός του. Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ της κυβέρνησής του και εκείνης του Καρντόζο: Ούτε μια επιχείρηση δεν είχε ιδιωτικοποιηθεί από την κυβέρνηση του Λούλα. Η εκποίηση των δημόσιων πόρων, συχνά με εξευτελιστικούς όρους, αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική για τη Βραζιλία. Αυτό το μήνυμα έφτασε στους αποδέκτες του.
Ενισχυμένος από τις κοινωνικο-οικονομικές επιτυχίες του και την αδιαμφισβήτητη πολιτική του επικράτηση, ο Λούλα ένιωθε πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στη δεύτερη θητεία του. Όχι μόνο ήταν ο αδιαμφισβήτητος αποδέκτης της λαϊκής εμπιστοσύνης, ως ο πρώτος πρόεδρος που κατάφερε να προσφέρει τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης σε τόσο πολλούς πολίτες, αλλά και ήλεγχε απόλυτα την κυβέρνησή του. Οι δύο κυριότεροι υπουργοί της προηγούμενης θητείας είχαν φύγει. Ο Παλότσι –που υπήρξε για τον Λούλα «κάτι παραπάνω από αδερφός»– δεν ήταν πλέον απαραίτητος για να καλμάρει τα νεύρα των ξένων επενδυτών. Ο Ντιρσέου, ένας βιρτουόζος της ίντριγκας και του ψυχρού πολιτικού υπολογισμού, δεν άρεσε ποτέ στο Λούλα και κατά κάποιον τρόπο τον φοβόταν. Η ταυτόχρονη απομάκρυνσή τους τον άφησε μόνο στο τιμόνι της Βραζιλίας. Όταν κατά τα μέσα της δεύτερης θητείας του, προέκυψε η μεγαλύτερη δοκιμασία, τη χειρίστηκε επιδέξια. Η κατάρρευση της Γουόλ Στρητ το 2008 μπορεί να λειτούργησε ως τσουνάμι για τις ΗΠΑ, δήλωσε, αλλά για τη Βραζιλία δεν θα ήταν παρά μια θαλασσοταραχή. Η φράση αυτή προβλήθηκε από τα ΜΜΕ ως δείγμα ανευθυνότητας και άγνοιας των οικονομικών.
Αλλά ο Λούλα κράτησε τον λόγο του. Οι αντι-κυκλικές πρωτοβουλίες υπήρξαν άμεσες και αποτελεσματικές. Παρά τη μείωση στα έσοδα από τους φόρους, οι κοινωνικές παροχές και οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν. Οι τοπικές τράπεζες βοήθησαν στην αντιμετώπιση της κρίσης. Οι αυστηροί έλεγχοι και η μεγαλύτερη διαφάνεια είχαν αφήσει τις βραζιλιάνικες τράπεζες σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τις αμερικάνικες, προστατεύοντας έτσι τη χώρα από την οικονομική κατάρρευση. Προπαντός ήταν η συντονισμένη, ισχυρή κρατική πολιτική που επέτρεψε στην οικονομία να ανακάμψει. Η αισιοδοξία του Λούλα υπήρξε αποτελεσματική: έχοντας πειστεί ότι δεν πρέπει να φοβούνται, οι Βραζιλιάνοι συνέχιζαν να καταναλώνουν, κι έτσι διασώθηκε η ζήτηση. Από το δεύτερο τέταρτο του 2009 και μετά, οι ξένες επενδύσεις επανήλθαν στη χώρα, και με το τέλος του χρόνου η κρίση είχε λάβει τέλος. Καθώς η δεύτερη θητεία του Λούλα έφτανε στο τέλος της, η οικονομία αναπτύσσονταν με ταχύτητα πάνω από το 7%, ενώ η τύχη τού χαμογελούσε, καθώς ανακαλύφθηκαν μεγάλα υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου.
Σε αυτές τις εγχώριες επιτυχίες θα πρέπει να προστεθούν και άλλες, στο εξωτερικό. Η διεθνής επιρροή της Βραζιλίας σπάνια υπήρξε, αν υπήρξε και ποτέ, ανάλογη του μεγέθους και των δυνατοτήτων της. Ο Καρντόζο συναναστρεφόταν με τους Κλίντον και Μπλερ του Βορρά, αλλά αυτές οι παρέες τον απαξίωναν μόνον, παρουσιάζοντάς τον ως τον φτωχό συγγενή του Τρίτου Δρόμου. Στη διπλωματία, γραμμή του καθεστώτος ήταν να ακολουθεί πιστά τις ΗΠΑ. Από την αρχή ο Λούλα χάραξε μια διαφορετική πορεία. Δίχως να ανταγωνίζεται την Ουάσιγκτον, έδωσε προτεραιότητα στην περιφερειακή αλληλεγγύη, προωθώντας τη Mercosur μαζί με γείτονες του Νότου, και αρνούμενος να απομονώσει τη Βενεζουέλα και την Κούβα στον Βορρά. Η πιο εντυπωσιακή προσωπικότητα στην κυβέρνηση του Λούλα, ο υπουργός εξωτερικών Σέλσο Αμόριμ (Celso Amorim), κατέληξε πολύ σύντομα να ηγείται μιας ομάδας φτωχότερων κρατών που προσπάθησαν να ματαιώσουν τις ευρωαμερικανικές προσπάθειες προώθησης του «ελεύθερου εμπορίου» –ελεύθερου για τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.– μέσα από τις συμφωνίες του ΠΟΕ στο Κανκούν. Όπως το εξέφρασε ευγενικά, «το Κανκούν θα μείνει στη μνήμη ως το συνέδριο που σηματοδότησε την ανάδυση ενός λιγότερο αυταρχικού πολυπολικού εμπορικού συστήματος». Και αν η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες απέτυχαν, οκτώ χρόνια μετά, να επιβάλουν τη θέλησή τους στον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο, μέσω της άκαρπης συνάντησης στη Ντόχα, αυτό οφείλεται πρώτα και κύρια στη Βραζιλία.
Κατά τη δεύτερη θητεία του, ο Λούλα θα ενισχύσει πολύ περισσότερο τη θέση της χώρας του στην παγκόσμια σκηνή. Έγινε πλέον ένας ηγέτης που σε κάθε γωνιά του πλανήτη πασχίζουν να αποσπάσουν την εύνοιά του, δίχως να είναι πλέον υποχρεωμένος να δεσμεύεται, τουλάχιστον ανοικτά, από τις συμβάσεις της «διεθνούς κοινότητας». Εν μέρει, αυτό αποτελεί τη συνέπεια του αυξανόμενου βάρους της Βραζιλίας ως οικονομικής δύναμης. Αλλά επίσης αντικατόπτριζε το δικό του ανάστημα, ως ενός από τους πιο δημοφιλείς ηγέτες της εποχής του. Η επιβεβαίωση της νέας θέσης που κέρδισε για τη χώρα του ήλθε με την ανάδυση της τετράδας των BRIC, το 2009, η οποία διαμορφώθηκε έπειτα από τη συνάντηση των αρχηγών των κρατών της Βραζιλίας, της Κίνας, της Ινδίας και της Ρωσίας στο Σβερντλόφσκ, και συνοδεύτηκε από ένα κοινό ανακοινωθέν που ζητούσε ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Τον επόμενο χρόνο, ο Λούλα φιλοξένησε το συνέδριο των BRIC στη Βραζιλία. Θεωρητικά, οι τέσσερις μεγαλύτερες δυνάμεις έξω από το ευρωαμερικανικό ιμπέριουμ εμφανίζονται να εκπροσωπούν, άν όχι μια εναλλακτική λύση, τουλάχιστον έναν φραγμό στην κυριαρχία του τελευταίου. Και είναι χαρακτηριστικό ότι, παρόλο που μόνο η Βραζιλία δεν είναι στρατιωτική δύναμη, είναι η μοναδική που έχει αντιταχθεί στη θέληση των ΗΠΑ πάνω σ’ ένα στρατηγικής σημασίας ζήτημα: Ο Λούλα όχι μόνον αναγνώρισε ως κράτος την Παλαιστίνη, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει στο εμπάργκο ενάντια στο Ιράν, και κάλεσε ακόμα και τον ίδιο τον Αχματινετζάντ στην Βραζιλία. Για την Βραζιλία, όλα αυτά ισοδυναμούν με μια αληθινή διακήρυξη διπλωματικής ανεξαρτησίας. Η Ουάσιγκτον έγινε έξαλλη και ο εγχώριος τύπος υποστήριξε την Ατλαντική αλληλεγγύη. Αλλά ελάχιστοι ψηφοφόροι ενδιαφέρθηκαν. Υπό τον Λούλα, το έθνος είχε αναδυθεί σε παγκόσμια δύναμη. Στο κάτω-κάτω, η υψηλή δημοφιλία του ήταν μια αντανάκλαση όχι μόνον της βελτίωσης των υλικών όρων ζωής αλλά και της αναβάθμισης της συλλογικής αξιοπρέπειας της χώρας.
Ένα Νιου Ντηλ των υποτροπικών
Από την εποχή που κέρδισε την προεδρία, στην τέταρτη απόπειρά του, ήδη το PT λειτουργούσε αποκλειστικά ως εκλογική μηχανή. Στην εξουσία, ο Λούλα ούτε κινητοποίησε ούτε ενσωμάτωσε στο κράτος το εκλογικό σώμα που τον ανέδειξε. Καμία δομική μεταρρύθμιση δεν μετασχημάτισε την δημόσια ζωή. Το σήμα κατατεθέν της διακυβέρνησής του ήταν, όσο οτιδήποτε άλλο, η απομαζικοποίηση. Στα εργατικά συνδικάτα ήταν οργανωμένο πάνω από το 30% της επίσημης εργατικής δύναμης κατά τη δεκαετία του 1980, όταν ο ίδιος αναδείχθηκε ως ο χαρισματικός τους ηγέτης. Σήμερα, το ποσοστό αυτό μόλις που προσεγγίζει το 17%. Η πτώση προηγήθηκε της ανόδου του στην εξουσία, αλλά αυτή δεν άλλαξε την κατάσταση.
Ο πολιτικός επιστήμονας Αντρέ Σίνγκερ (André Singer), εκπρόσωπος τύπου του Λούλα κατά την πρώτη του θητεία αλλά ανεξάρτητος άνθρωπος με πρωτότυπη σκέψη, επιχείρησε μια εντυπωσιακή ανάλυση του «Λουλισμού» και της ψυχολογίας των Βραζιλιάνων φτωχών. Οι τελευταίοι, υποστηρίζει, αποτελούν ένα υποπρολεταριάτο, που απαριθμεί σχεδόν το ήμισυ –το 48%– του πληθυσμού, το οποίο διαπνέεται από δύο βασικές αντιλήψεις: την ελπίδα ότι το κράτος μπορεί να μετριάσει την ανισότητα, και τον φόβο ότι τα κοινωνικά κινήματα μπορεί να προκαλέσουν αναταραχές. Σύμφωνα με την ανάλυση του Σίνγκερ, η αστάθεια είναι ένας κίνδυνος για τους φτωχούς, οποιαδήποτε μορφή κι αν παίρνει – ένοπλος αγώνας, πληθωρισμός ή αγώνας μέσα στα εργοστάσια. Όσο η αριστερά δεν κατόρθωνε να το κατανοήσει, η δεξιά καρπωνόταν τις ψήφους τους, ως συντηρητικές. Το 1989, ο Λούλα κέρδισε στον ευημερούντα νότο, αλλά ο Φερνάντο Κολόρ (Fernando Collor), επισείοντας τον κίνδυνο της αναρχίας, σάρωσε στις φτωχές περιοχές, κερδίζοντας μια ανέλπιστη νίκη. Το 1994 και το 1998, η εκτόξευση του πληθωρισμού εξασφάλισε στον Καρντόζο ένα ακόμα μεγαλύτερο μερίδιο της λαϊκής ψήφου. Το 2002, ο Λούλα εντέλει κατανόησε ότι δεν ήταν μόνο οι κατασκευαστικές εταιρίες και οι τράπεζες που ζητούσαν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα έκανε ο,τιδήποτε ριζοσπαστικό όντας στην εξουσία, αλλά – πιο επιτακτικά μάλιστα–και οι μικροπωλητές των δρόμων και οι κάτοικοι στις φαβέλες. Ωστόσο, μόνον το 2006 οι τάσεις αυτές αντιστράφηκαν εντελώς, καθώς οι μεσαίες τάξεις τον εγκατέλειψαν, ενώ το υποπρολεταριάτο τον στήριζε μαζικά. Όταν κατήλθε για πρώτη φορά στις προεδρικές εκλογές, το 1989, ο Λούλα κέρδισε το 51.7% των ψήφων στον νότο, και 44.3% στο χειμαζόμενο «νορντέστε»˙ το 2006 έχασε τον Νότο με 46,5%, ενώ σάρωσε στα βορειοανατολικά κερδίζοντας το 77,1%.
Κατά τη γνώμη του Σίνγκερ, ωστόσο, νομιμοποιείται η σύγκριση του Λούλα με έναν ακόμα πιο διάσημο ηγέτη. Μήπως ο Λούλα είναι ο Βραζιλιάνος Ρούσβελτ; Η ιδιοφυΐα του Ρούσβελτ έγκειται στο ότι μεταμόρφωσε το πολιτικό τοπίο μ’ ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων που ανακούφιζε τα εκατομμύρια των καταπιεσμένων εργατών και εργαζόμενων, για να μην μιλήσουμε και για κείνους που με την Μεγάλη Ύφεση πετάχτηκαν από τις γραμμές της αμερικάνικης μεταπολεμικής μεσαίας τάξης στην ανεργία. Οποιοδήποτε κόμμα θέτει σε κίνηση σε τέτοια κλίμακα μιαν ανοδική κοινωνική κινητικότητα, θα κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή για μια μακρά περίοδο, όπως συνέβη με τους Δημοκρατικούς κατά το Νιου Ντηλ, παρόλο που, τελικά, η αντιπολίτευση θα προσαρμοστεί στην αλλαγή, και θα ανταγωνιστεί στο ίδιο γήπεδο, όπως έκανε ο Αϊζενχάουερ το 1952. Παρά τις διαφορές, οι επιτυχίες του Λούλα το 2002 και το 2006 μπορούν να συγκριθούν, χωρίς αμφιβολία, με εκείνες του Ρούσβελτ του 1932 και του 1936: Πρώτον, μια μεγάλη πλειοψηφία, ύστερα μια χιονοστιβάδα, καθώς οι λαϊκές τάξεις στρέφονταν προς τον πρόεδρο ενώ οι αξιοσέβαστες τάξεις μετατοπίζονταν εναντίον του. Προοπτικά, θα μπορούσε να είναι ένας βραζιλιάνικος πολιτικός κύκλος εξίσου μακρός, καθοδηγούμενος από τις ίδιες δυναμικές της κοινωνικής ανόδου.
Οι ματιές στον καθρέφτη και οι συγκρίσεις με τον Ρούσβελτ δεν είναι καινούργιες στην Βραζιλία. Ο Καρντόζο αρέσκονταν επίσης να συγκρίνει το πρόγραμμά του με αυτό της μεγάλης συμμαχίας των δημοκρατικών που κυριάρχησε στον βορρά. Ο Λούλα μπορεί να έφτασε πιο κοντά, αλλά οι διαφορές μεταξύ του Νιου Ντηλ και των επιτευγμάτων του εξακολουθούν να είναι προφανείς. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του Ρούσβελτ εισήχθησαν υπό την πίεση της βάσης, εν μέσω ενός κύματος απεργιών και διαδικασίας ενίσχυσης των συνδικάτων. Η οργανωμένη εργασία, από το 1934 κι έπειτα, μεταβλήθηκε σε μια υπολογίσιμη δύναμη, την οποία έπρεπε τόσο να αφουγκράζεται όσο και να ελέγχει. Καμία συγκρίσιμη εργατική κινητοποίηση δεν ανέδειξε ή δεν ανταγωνίστηκε τον Λούλα (οι ακτήμονες αγρότες στην ύπαιθρο αποπειράθηκαν να παίξουν έναν ανάλογο ρόλο, αλλά ήταν πολύ πιο αδύναμοι, και γι’ αυτό το κίνημά τους περιθωριοποιήθηκε). Εκεί που ο Ρούσβελτ αντιμετώπισε μια βαθιά ύφεση, από την οποία το Νιου Ντηλ δεν ανέκαμψε ποτέ και διασώθηκε μόνον με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λούλα επέπλεε πάνω στην πλημμυρίδα μιας εκρηκτικής ανόδου στη ζήτηση πρώτων υλών, σε μια περίοδο αυξανόμενης ευημερίας. Εκτός από τις τύχες τους, διέφεραν επίσης και στο στυλ: ο αριστοκράτης που αγαλλίαζε με το μίσος των εχθρών του και ο εργάτης που δεν ήθελε να έχει κανέναν εχθρό δύσκολα θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικοί. Άν το τελικό αποτέλεσμα του προγράμματός τους είναι το ίδιο, υπάρχει πολύ μικρή άμεση σχέση μεταξύ των αιτίων και των αποτελεσμάτων.
Ωστόσο, σ’ ένα ακόμη σημείο μπορεί να εντοπισθείμια κάποια ομοιότητα. Το μένος των συντηρητικών κύκλων εναντίον του Ρούσβελτ, μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, υπήρξε εντελώς δυσανάλογο προς τον πραγματικό αντίκτυπο της κυβερνητικής του πολιτικής.
Έτσι και το δηλητήριο που εξαπέλυαν εναντίον του Λούλα είχε μικρή ή καθόλου σχέση με αυτά που πραγματικά έκανε. Πίσω του κρύβονταν άλλα, βαθύτερα κίνητρα. Για τα ΜΜΕ, η άνοδος της δημοτικότητας του Λούλα σήμαινε μείωση της δύναμής τους. Από το 1985 και το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας, οι ιδιοκτήτες του τύπου και των καναλιών επέλεγαν στην πράξη τους υποψηφίους και αποφάσιζαν για την έκβαση των εκλογών. Η πιο διαβόητη περίπτωση ήταν η υποστήριξη του Κολόρ από την αυτοκρατορία του Globo· αλλά και η στέψη του Καρντόζο από τον τύπο, πριν αυτός καν μπει στον προεκλογικό στίβο, δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακή. Η απευθείας επικοινωνία του Λούλα με τις μάζες έσπασε αυτά τα κυκλώματα, μπλοκάροντας τον ρόλο των ΜΜΕ στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Για πρώτη φορά ένας ηγέτης δεν εξαρτώνταν από τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, και γι’ αυτό τον λόγο τον μισούσαν. Η αγριότητα των αλλεπάλληλων επιθέσεων εναντίον του Λούλα, όμως, δεν θα μπορούσε να συντηρείται εάν δεν υπήρχε και το κοινό που τις υποστηρίζει. Κι αυτό συνίσταται από τις παραδοσιακές μεσαίες τάξεις της χώρας, οι οποίες διαμένουν κυρίως, αλλ’ όχι μόνο, στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στο Σάο Πάολο. Ο λόγος για την εχθρότητα που επεδείκνυε αυτό το στρώμα, δεν ήταν η απώλεια της εξουσίας, την οποία ποτέ δεν κατείχε, αλλά η απώλεια κύρους. Όχι μόνον είχε γίνει πρόεδρος ένας αμόρφωτος, πρώην εργάτης, διάσημος για το φτωχό του λεξιλόγιο, αλλά κάτω από τη διακυβέρνησή του οι υπηρέτριες, οι φύλακες, και οι χειρώνακτες κάθε είδους αποκτούσαν πρόσβαση σε καταναλωτικά αγαθά που μέχρι πρότινος ήταν προνόμιο των μορφωμένων. Για πολλούς από τη μεσαία τάξη, όλα αυτά χτυπούσαν άσχημα: η άνοδος των συνδικαλισμένων εργατών και των υπηρετικών στρωμάτων σήμαινε ότι οι ίδιοι θα έπρεπε να προσγειωθούν στη γη. Το αποτέλεσμα ήταν ένα έντονο κύμα «δημοφοβίας», όπως την απεκάλεσε με έντονα επικριτικό πνεύμα ο αρθρογράφος Έλιο Γκασπάρι (Elio Gaspari). Το πολιτικό μένος των ιδιοκτητών και των συντακτών των ΜΜΕ καθώς και η κοινωνική δυσφορία των αναγνωστών δημιούργησε μια βιτριολική εκδοχή «αντι-λουλισμού», ο οποίος δεν ανταποκρινόταν σε κάποια αίσθηση αληθινού ταξικού συμφέροντος.
Γιατί αυτή η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έβλαψε με οποιοδήποτε τρόπο τις ιδιοκτήτριες τάξεις (ή τους προνομιούχους), αλλά τις ευνόησε πάρα πολύ. Ποτέ άλλοτε η πρωτεύουσα δεν είχε ευημερήσει τόσο πολύ όσο επί Λούλα. Αρκεί να δούμε το χρηματιστήριο. Μεταξύ του 2002 και 2010, ο Bovespa (ο δείκτης του βραζιλιανού χρηματιστηρίου) κατέγραψε τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμ InfoGnomon
Αντί για τη δημοσιονομική προσαρμογή, πρότεινε την οικονομική ανάπτυξη και ευχήθηκε στους Έλληνες πολίτες «καλή τύχη».
Από την πλευρά του, ο Αλέξης Τσίπρας, που φέρεται να επιτυγχάνει τον αρχικό του στόχο, βρίσκοντας ολοένα και νέες «συμμαχίες» μεταξύ των πολιτικών φορέων που επισκέπτεται στη Βραζιλία – πράγμα που θα επιδιώξει στη συνέχεια, επισκεπτόμενος και την Αργεντινή - έστειλε το μήνυμα ότι όπως τη Βραζιλία, έτσι και στην Ελλάδα «η ελπίδα θα νικήσει τον φόβο»
«Το μήνυμα που θα ήθελα να στείλω στον ελληνικό λαό είναι ότι σ’ αυτή τη στιγμή της κρίσης πρέπει να είναι ψύχραιμοι, να έχουν μεγάλη θέληση και να αναζητήσουν λύσεις. Να μη γίνονται πολλά σχόλια για την κρίση, αλλά να συζητούν ποιες είναι οι λύσεις», είπε ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας, εκτιμώντας πως ούτε η χώρα μας ούτε και καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα θα βίωνε τις σημερινές καταστάσεις, αν πριν από τέσσερα χρόνια είχαν ληφθεί οι σωστές αποφάσεις.
«Σε περίοδο κρίσης, η λέξη κλειδί δεν είναι η δημοσιονομική προσαρμογή. Εδώ στη Βραζιλία η λέξη κλειδί ήταν η οικονομική ανάπτυξη μαζί με το εμπόριο, μαζί με τις επενδύσεις, μαζί με τις θέσεις εργασίας, μαζί με την κατανάλωση και γι’ αυτό η Βραζιλία έχει ανέβει από τη δέκατη στην έκτη θέση στην παγκόσμια οικονομία», συνέχισε. Απευθυνόμενος δε στον ελληνικό λαό, τον προέτρεψε να μην χάσει ποτέ την ελπίδα του και να συνεχίσει την μάχη με το κεφάλι ψηλά.
«Ο ελληνικός λαός είναι πιο δυνατός από την κρίση», κατέληξε, ευχόμενος στους Έλληνες «καλή τύχη».
"Στο πρόσωπο του Προέδρου Λούλα βρήκαμε έναν ισχυρό σύμμαχο στην προσπάθεια του ελληνικού λαού να ξεπεράσει την κρίση, στην προσπάθειά του να αντέξει και να νικήσει τις βάρβαρες νεοφιλελεύθερες πολιτικές», υποστήριξε από την πλευρά του ο Αλέξης Τσίπρας, δηλώνοντας ευτυχής για την ανακάλυψη ισχυρών συμμάχων του ελληνικού λαού. Αναφερόμενος στο περιεχόμενο της συζήτησης που είχε μαζί του, υποστήριξε πως του εξήγησε ότι πριν από δέκα χρόνια, στην μακρινή από την Ελλάδα, Βραζιλία, η ελπίδα νίκησε τον φόβο.
Όσο για το μήνυμα του Προέδρου Λούλα προς τους Έλληνες να μην απελπιστούν, υποστήριξε πως είναι ένα μήνυμα αισιοδοξίας και αλληλεγγύης..
Εν τω μεταξύ, τις πτυχές, το βάθος, την έκταση και τα χαρακτηριστικά της κρίσης με επίκεντρο την Ελλάδα συζήτησε χθες ο κ.Τσίπρας και με την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Βραζιλίας. Οι δύο πλευρές μάλιστα συμφώνησαν να... συσφίξουν τις σχέσεις τους, στέλνοντας εκατέρωθεν αντιπροσωπείες στα συνέδριά τους που θα διεξαχθούν μέσα στο 2013.
Πηγή: real.gr
Η Βραζιλία του Λούλα
του Πέρυ Άντερσον* από το νέο Λόγιο Ερμή τ.2
Αντίθετα με ένα πολύ γνωστό εγγλέζικο ρητό, στωικό αν όχι αυτo-αναιρούμενο, δεν καταλήγουν όλες οι πολιτικές καριέρες στην αποτυχία. Στην μεταπολεμική Ευρώπη, αρκεί να θυμηθούμε τον Αντενάουερ ή τον Ντε Γκασπέρι, ή ίσως, πιο εμφατικά, τον Φράνκο. Αλλά είναι αλήθεια πως είναι σπάνιο, υπό δημοκρατικές συνθήκες, να είναι κανείς πιο δημοφιλής στο τέλος, παρά στην αρχή της διακυβέρνησής του. Ακόμα πιο σπάνιο –σχεδόν ανήκουστο– είναι αυτή η δημοφιλία να αντικατοπτρίζει, όχι την ηπιότητα ή τη μετριοπάθεια, αλλά τη ριζοσπαστικοποίηση κατά τη διακυβέρνηση. Σήμερα, μόνο ένας ηγέτης στον κόσμο μπορεί να ισχυριστεί ότι πέτυχε αυτό το επίτευγμα: ο πρώην εργάτης ο οποίος εγκατέλειψε τον Ιανουάριο του 2011 την προεδρία της Βραζιλίας, απολαμβάνοντας την αποδοχή του 80% των πολιτών της. Όπως και να το δει κανείς, ο Λούιζ Ιγκνάσιο ντα Σίλβα είναι ο πιο επιτυχημένος πολιτικός της εποχής του.
Η επιτυχία του οφείλεται κατά πολύ σ’ ένα σύνολο εξαιρετικών χαρισμάτων, ένα μείγμα αυθόρμητης κοινωνικής ευαισθησίας και ψυχρού πολιτικού υπολογισμού, ή –όπως είπε η διάδοχός του, Ντίλμα Ρούσεφ (Dilma Rousseff)– έναν συνδυασμό οξυδερκών εκτιμήσεων και συναισθηματικής νοημοσύνης, για να μη μιλήσουμε για το πηγαίο χιούμορ και την προσωπική του γοητεία. Αλλά οφείλεται επίσης, τουλάχιστον στην αρχή, και σ’ ένα δυναμικό κοινωνικό κίνημα. Η άνοδος του Λούλα, από τη θέση του εργάτη, στην κορυφή της ηγεσίας της χώρας του, δεν υπήρξε ένας προσωπικός θρίαμβος: αυτό που την κατέστησε εφικτή ήταν η πιο αξιοσημείωτη συνδικαλιστική κινητοποίηση του τελευταίου τρίτου του 20ού αιώνα, η οποία και δημιούργησε το πρώτο –και ακόμα, μοναδικό– σύγχρονο πολιτικό κόμμα της Βραζιλίας, το οποίο απετέλεσε και το όχημα της ανόδου του. Ο συνδυασμός μιας χαρισματικής προσωπικότητας και μιας πανεθνικής, μαζικής οργάνωσης απετέλεσε ένα υπερπολύτιμο κεφάλαιο.
Οικονομική ορθοδοξία και διαφθορά
Εν τούτοις, η επιτυχία του Λούλα δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Το 2002, την χρονιά που εξελέγη, η κυβέρνησή του πραγματοποίησε ένα άσχημο ξεκίνημα και σύντομα έφθασε στο χείλος της καταστροφής. Η πρώτη χρονιά στην εξουσία, με έντονο το βάρος από την οικονομική κληρονομιά του προκατόχου του, διέψευσε σχεδόν κάθε ελπίδα που είχε δημιουργήσει η ίδρυση του Κόμματος των Εργατών (PT). Υπό τον Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο, το δημόσιο χρέος –το ήμισυ του οποίου σε δολάρια– διπλασιάστηκε, όπως άλλωστε και το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών, που ήταν επίσης διπλάσιο από τον λατινοαμερικανικό μέσο όρο, ενώ τα ονομαστικά επιτόκια κυμαίνονταν άνω του 20%. Όταν ξεκινούσε η προεκλογική περίοδος, το νόμισμα είχε χάσει το μισό της αξίας του. Η Αργεντινή είχε μόλις κηρύξει τη μεγαλύτερη κρατική πτώχευση στην ιστορία και η Βραζιλία έμοιαζε –στα μάτια των χρηματιστηριακών αγορών– να βρίσκεται επίσης στο χείλος του γκρεμού.
Για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, ο Λούλα εγκατέστησε μια αμιγώς ορθόδοξη οικονομική ομάδα στην Κεντρική Τράπεζα και στο Υπουργείο Οικονομικών, η οποία αύξησε ακόμα περισσότερο τα επιτόκια και περιέκοψε τις δημόσιες επενδύσεις, με σκοπό την επίτευξη ενός πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος, ακόμα μεγαλύτερου απ’ αυτό που απαιτούσε το ΔΝΤ. Οι τιμές των αγαθών και η ανεργία αυξήθηκαν, ενώ η ανάπτυξη μειώθηκε κατά 50%. Αλλά αυτό που αποτελούσε ένα πικρό φάρμακο για τους ιδεολόγους, αποδείχθηκε νέκταρ για τους κατόχους των ομολόγων και το φάσμα της χρεωκοπίας εξαφανίστηκε. Η ανάπτυξη επανήλθε το 2004, καθώς οι εξαγωγές ανέκαμψαν. Ακόμα και έτσι, όμως, το δημόσιο χρέος συνέχισε να ανεβαίνει και τα επιτόκια να αυξάνονται ακόμα περισσότερο. Υποστηρικτές του προηγούμενου καθεστώτος, που θίγονταν από την κριτική που ασκούσε ο Λούλα στον Καρντόζο, υποδείκνυαν θριαμβολογώντας τις ομοιότητες μεταξύ τους. Όσο για το PT, υπήρχαν ελάχιστα πράγματα για τα οποία μπορούσε να υπερηφανεύεται.
Αυτά ήταν αρκετά αποκαρδιωτικά, αλλά τα χειρότερα έπονταν. Την άνοιξη του 2005, ο ηγέτης ενός από τα μικρότερα κόμματα του Κογκρέσου (υπήρχε μια ντουζίνα από δαύτα), υπό την πίεση της αποκάλυψης ότι ένας από τους μπράβους του βιντεοσκοπήθηκε να συμμετέχει σε δωροδοκία, αντέδρασε με την αποκάλυψη ότι η κυβέρνηση εξαγοράζει συστηματικά τις ψήφους των γερουσιαστών, με ποσά που φθάνουν τα 7.000 δολάρια ανά μήνα, προκειμένου να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στο σώμα. Πίσω από αυτήν την επιχείρηση βρισκόταν ο επικεφαλής του πρωθυπουργικού γραφείου στο προεδρικό μέγαρο Ζοζέ Ντιρσέου (José Dirceu), ενώ τα λεφτά προέρχονταν από παράνομους πόρους τού PT και τα διαχειριζόταν ο ταμίας του κόμματος Ντελούμπιο Σοάρες (Delúbio Soares). Μερικές εβδομάδες μετά την αποκάλυψη-βόμβα, ένας σύμβουλος του αδελφού τού προέδρου του PT, ο Ζοζέ Τζενόινο (José Genoino), συνελήφθη κατά την επιβίβασή του σε ένα αεροπλάνο, να φέρει 200.000 ρεάλ στον χαρτοφύλακά του και 100.000 δολάρια στα εσώρουχά του. Έναν μήνα αργότερα, ο επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Λούλα, Ντούντα Μεντόνσα (Duda Mendonça) –διαβόητος στους κύκλους των δημοσίων σχέσεων– εξομολογήθηκε ότι η προεκλογική εκστρατεία χρηματοδοτήθηκε από μαύρο χρήμα που προερχόταν από τράπεζες και επιχειρήσεις, κατά παράβαση του εκλογικού νόμου, και ότι ο ίδιος είχε ανταμειφθεί για τις υπηρεσίες του με κρυφές καταθέσεις σ’ έναν λογαριασμό στις Μπαχάμες. Στη συνέχεια, ένας από τους στενότερους υποστηρικτές του Λούλα, ο πρώην συνδικαλιστής ηγέτης Λουίζ Γκουσίκεν (Luiz Gushiken), κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποιούσε πόρους συνταξιοδοτικών ταμείων για πολιτικούς σκοπούς και εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τη θέση του υπουργού Επικοινωνιών. Σ’ ένα ακόμα πιο σκοτεινό παρασκήνιο κινείται ο ανεξιχνίαστος φόνος, στις αρχές του 2002, του Σέλσο Ντανιέλ (Celso Daniel), δημάρχου στο προπύργιο του PT Σάντο Αντρέ, ο οποίος φημολογείται ότι εκτελέστηκε στο πλαίσιο ενός συμβολαίου θανάτου που είχε να κάνει με την προστασία που προσέφερε σε τοπικές εταιρίες λεωφορείων.
Η αποκάλυψη μιας ευρείας έκτασης διαφθοράς πίσω από την κατάκτηση της εξουσίας από τον Λούλα, ενώ λειτούργησε ως αποθαρρυντικό σοκ για ένα μεγάλο μέρος της βάσης του Κόμματος των Εργατών, θα πρέπει να αξιολογηθεί –όπως έγκαιρα έκαναν και οι υποστηρικτές του– υπό το πρίσμα μιας ιστορικής θεώρησης. Η παράνομη χρηματοδότηση των εκλογικών αγώνων από κρυφούς χορηγούς, σε αντάλλαγμα εξυπηρετήσεων, αποτελεί διαδεδομένη πρακτική στη βραζιλιάνικη πολιτική: ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, των Σοσιαλδημοκρατών του Καρντόζο, συνελήφθη με την ίδια κατηγορία και εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Η εξαγορά ψήφων στο Κογκρέσο δεν συνιστούσε καινοφανή πρακτική. Είναι ευρύτατα γνωστό ότι ο Καρντόζο είχε λαδώσει πολλούς γερουσιαστές της Αμαζονίας, προκειμένου να διασφαλίσει τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που του επέτρεψαν να θέσει για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για την προεδρία. Το βραζιλιάνικο νομοθετικό σώμα ήταν ήδη από παλιά ένας οχετός δωροδοκίας και οπορτουνισμού. Κατά το τέλος της πρώτης θητείας του Λούλα, ένα ποσοστό μεταξύ του 1/3 και των 2/5 των γερουσιαστών του Κογκρέσου είχαν αλλάξει κόμμα. Με το τέλος της δεύτερης, πάνω από το ¼ των μελών του Κογκρέσου και της Συγκλήτου ήταν υπόλογοι στην δικαιοσύνη ή αντιμετώπιζαν ποινικές κατηγορίες. Τον Δεκέμβριο, οι νομοθέτες έκαναν στους εαυτούς τους δώρο μια αύξηση κατά 62% των απολαβών τους. Το 2002 ο Λούλα εξελέγη με το 61% της λαϊκής ψήφου, αλλά το κόμμα του κέρδισε μόνον το 1/5 των εδρών στο Κογκρέσο και έπρεπε να βρεθούν σύμμαχοι προκειμένου να πάρει η κυβέρνησή του ψήφο εμπιστοσύνης. Ο Ντιρσέου ήθελε να επιτύχει μια συμφωνία με το μεγαλύτερο κόμμα του κέντρου, το PMDB, αλλά αυτό θα σήμαινε την παραχώρηση σημαντικών υπουργείων. Ο Λούλα προτίμησε να προσελκύσει μια πλειάδα μικρότερων κομμάτων, η διαπραγματευτική δύναμη των οποίων ήταν μικρότερη. Αλλά και αυτοί, φυσιολογικά, ανέμεναν μεγαλύτερο μερίδιο στη λεία, αν και σε μικρότερη έκταση, κι έτσι επινοήθηκε το mensalão –το παχυλό μηνιάτικο– γι’ αυτούς.
Η διαφθορά από την οποία επωφελήθηκε το Κόμμα των Εργατών, και χάρη στην οποία σήμερα κυβερνάει, υπήρξε πιθανόν πιο συστηματική από εκείνη των προκατόχων του. Σε απόλυτους αριθμούς, μόνον οι ΗΠΑ ξεπερνούν τη Βραζιλία σε εκλογικές δαπάνες, με το ΑΕΠ των πρώτων να υπερβαίνει κατά πολύ αυτό της δεύτερης. Το 1996 ο Κλίντον δαπάνησε 43 εκατομμύρια δολάρια για να κατακτήσει τον Λευκό Οίκο· το 1994 ο Καρντόζο ξόδεψε 41 εκατομμύρια για το Πλανάθιο ντο Πλανάλτο, σε μια χώρα με ΑΕΠ που αντιστοιχεί στο 1/6 του αμερικανικού. Σε αντίθεση με τον Καρντόζο, ο οποίος επικράτησε άνετα για δύο φορές από τον πρώτο εκλογικό γύρο, ως ο υποψήφιος του καθεστώτος, διαθέτοντας άφθονα αποθέματα φυσικών –στη βραζιλιάνικη φρασεολογία, «φυσιολογικών»– συμμάχων και εγκάθετων στο Κογκρέσο, ο Λούλα είχε χάσει ήδη τρεις φορές, όταν έθεσε ξανά υποψηφιότητα για την προεδρία στις αρχές του 2002, ενώ το κόμμα αντιμετωπιζόταν παραδοσιακά με βαθύτατη καχυποψία απ’ όλους όσοι διέθεταν κάποιο οικονομικό ανάστημα στη χώρα. Για να αντιμετωπίσει αυτή τη δυσμενή κατάσταση, απαιτούνταν επιπλέον πόροι, για τους οποίους θα έπρεπε να δοθούν περαιτέρω ανταλλάγματα, δημόσια και ιδιωτικά. Επί πλέον, με μικρότερο αριθμό εδρών και λιγότερους αυθόρμητους υποστηρικτές στο Σώμα, το Κόμμα των Εργατών αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τη δωροδοκία σε μεγαλύτερη κλίμακα, προκειμένου να κατακτά ευκαιριακές πλειοψηφίες μέσα στο Κογκρέσο. Ίσως κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει για έναν «πρωταθλητισμό» των εργατών στη διαφθορά αλλά και τον αποπληθωρισμό: Την ανάγκη να ικανοποιήσουν το ΔΝΤ μ’ ένα μεγάλο πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο θα κρατούσε όρθια την οικονομία, σε συνδυασμό με την υπεραφαίμαξη και το μοίρασμα μαύρου χρήματος, προκειμένου να κερδίσουν και να ασκήσουν την εξουσία. Αυτό θα μπορούσε τουλάχιστον να είναι μια γραμμή υπεράσπισης για τους υποστηρικτές του κόμματος. Στην πράξη, η πιο συνήθης τακτική εξωραϊσμού ήταν η επικέντρωση στην προσωπική εντιμότητα, και σε ορισμένες περιπτώσεις στο ηρωικό παρελθόν αυτών που κατηγορούνταν για εκταμιεύσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για οργανωτικούς και όχι για προσωπικούς σκοπούς. Ο Ντιρσέου, αρχιτέκτονας του σύγχρονου PT και στρατηγός της επιχείρησης επικράτησης του Λούλα, δούλευε στην παρανομία για χρόνια, αφού επέστρεψε κρυφά από την εξορία του στην Κούβα. Ο Τζενόινο υπήρξε αντάρτης στη ζούγκλα, φυλακίσθηκε και βασανίστηκε από τους Στρατηγούς. Ο Γκουσίκεν ζούσε ακόμα την απλή ζωή ενός πρώην συνδικαλιστή. Όλοι είχαν ενεργήσει δίχως προσωπικά οφέλη, για τις ανάγκες του αγώνα.
Ο θόρυβος που προκλήθηκε στα ΜΜΕ ήταν εκκωφαντικός. Στο Κογκρέσο, η αντιπολίτευση πίεζε για τη συγκρότηση της μιας εξεταστικής επιτροπής μετά την άλλη. Ηγετικά στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άρχισαν να καταγγέλλουν τον ίδιο τον Λούλα για εμπλοκή στα κρούσματα της διαφθοράς που αφορούσαν το προσωπικό του περιβάλλον. Ανήσυχος γι’ αυτό το κύμα τον επιθέσεων, ο Λούλα άρχισε να επικαλείται ανεπίσημα την προσφυγή στο πεζοδρόμιο, αν οι αντίπαλοί του επιχειρούσαν να τον ανατρέψουν. Στην πραγματικότητα υπήρχε μικρός κίνδυνος για κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που ο Καρντόζο και ο Σέρρα (Serra), δήμαρχος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο Σάο Πάολο, νικημένος από τον Λούλα το 2002 αλλά έτοιμος να διεκδικήσει ξανά το χρίσμα του προεδρικού υποψήφιου από το κόμμα του, αποφάσισαν ότι θα ήταν καλύτερο να αντιμετωπίζουν έναν βαριά πληγωμένο πρόεδρο στην εξουσία, παρά να ρισκάρουν την ανάδυση ενός ισχυρού, ασυμβίβαστου αντιπάλου που θα έπρεπε να εκδιωχθεί.
Η δεύτερη θητεία, υποπρολετάριοι και ολιγάρχες
Σπάνια πολιτική εκτίμηση αποδείχτηκε τόσο λανθασμένη. Πολιορκημένος από τα ΜΜΕ και βαλλόμενος από το νομοθετικό σώμα, ο Λούλα διέθετε ακόμα δύο όπλα που όχι μόνον τον έβγαλαν από τη δύσκολη θέση, αλλά και αντέστρεψαν εντελώς την κατάσταση. Το πρώτο ήταν η επιστροφή στην οικονομική ανάκαμψη. Μετά από μια περίοδο όπου παρατηρήθηκε η χειρότερη στασιμότητα του αιώνα –με έναν ετήσιο μέσο όρο ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά 1,6% καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ο οποίος δεν κατάφερε να ξεπεράσει το 2,3% στα οκτώ χρόνια της διακυβέρνησης του Καρντόζο– το ΑΕΠ αυξήθηκε αιφνίδια κατά 4,3% μεταξύ του 2004 και του 2006. Το άλμα προκλήθηκε στην πραγματικότητα λόγω μιας ευτυχούς διεθνούς συγκυρίας. Η κινέζικη ζήτηση για τα δύο κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα της Βραζιλίας, το σιδηρομετάλλευμα και τη σόγια, απογειώθηκε, εν μέσω μιας γενικότερης ραγδαίας αύξησης των τιμών στις πρώτες ύλες. Παράλληλα, εξ αιτίας τού ότι στην Αμερική τα επιτόκια κρατήθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα τεχνητά χαμηλά, προκειμένου να αποτραπεί η έκρηξη της φούσκας των ΗΠΑ, η «κίνηση του Γκρήνσπαν» δημιούργησε μια ροή φθηνών κεφαλαίων προς τη Βραζιλία. Καθώς οι επιχειρήσεις και οι δουλειές ανέκαμψαν, το κλίμα στην χώρα μεταβλήθηκε. Ελάχιστοι ψηφοφόροι ήταν διατεθειμένοι να αμφισβητήσουν την πρόθεση της κυβέρνησης να καρπωθεί τα εύσημα για την ανάπτυξη. Επιπλέον, με την ανάκαμψη, το κράτος μπορούσε να συλλέξει περισσότερα έσοδα. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε σχέση με τον δεύτερο άσσο στο μανίκι της κυβέρνησης.
Από την αρχή ο Λούλα είχε δεσμευτεί ότι θα ενισχύσει τους φτωχούς. Οι συμβιβασμοί με τους πλουσίους και τους ισχυρούς ήταν αναγκαίοι, αλλά η εξαθλίωση έπρεπε να αντιμετωπιστεί πιο σοβαρά απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η πρώτη του απόπειρα, το πρόγραμμα Μηδενικής Πείνας, που αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσει σε κάθε Βραζιλιάνο τα ελάχιστα για την επιβίωση, κατέληξε σε φιάσκο. Τον δεύτερο χρόνο της θητείας του, ωστόσο, ενισχύοντας ποικίλα προγενέστερα προγράμματα και επεκτείνοντας την εμβέλειά τους, εγκαινίασε το πρόγραμμα που συνδέθηκε μαζί του περισσότερο από κάθε τι άλλο, το Μπόρσα Φαμίλια (Bolsa Família), μια μηνιαία επιδότηση για τις μητέρες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, έναντι αποδείξεων ότι στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο και ότι επισκέπτονται τον γιατρό. Τα χρήματα ήταν πολύ λίγα – 12 δολ. ανά παιδί, ή κατά μέσο όρο 35 δολ. μηνιαίως. Αλλά οι μεταβιβάσεις πραγματοποιούνται απευθείας από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, παρακάμπτοντας την τοπική διαφθορά, και αφορούν πλέον πάνω από 12 εκατομμύρια νοικοκυριά, δηλαδή το ¼ του πληθυσμού. Το πραγματικό κόστος του προγράμματος είναι αστείο αλλά οι πολιτικές του συνέπειες τεράστιες. Κι αυτό όχι μόνο επειδή συνέβαλε, έστω και ελάχιστα, στη μείωση της φτώχειας και την αύξηση της ζήτησης στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας. Εξίσου σημαντικό είναι και το συμβολικό μήνυμα που εκπέμπει: ότι το κράτος νοιάζεται για τον απλό Βραζιλιάνο, ανεξάρτητα από το πόσο εξαθλιωμένος είναι, ως πολίτη με κοινωνικά δικαιώματα. Η ταύτιση του Λούλα με αυτήν την αλλαγή απετέλεσε το πιο σημαντικό πολιτικό του κεφάλαιο.
Στην πράξη, οι διαδοχικές γενναίες αυξήσεις του κατώτατου μισθού ήταν πολύ μεγαλύτερης σημασίας. Αυτές ξεκίνησαν τη στιγμή που ξέσπασαν τα σκάνδαλα διαφθοράς. Το 2005, η αύξηση σε πραγματικά μεγέθη ήταν διπλάσια από αυτήν του προηγουμένου χρόνου. Μέχρι το 2010, η συνολική αύξηση έφθασε στο 50%. Έχοντας φθάσει τα 300 δολ. τον μήνα, παραμένει αρκετά πιο κάτω από το τυπικό εισόδημα κάθε εργαζομένου που απασχολείται επίσημα. Αλλά δεδομένου ότι οι συντάξεις υπολογίζονται με βάση τον ελάχιστο μισθό, η άμεση αύξησή του επηρέασε θετικά 18 εκατομμύρια ανθρώπους – ενώ ο Νόμος για τους Ηλικιωμένους, που θεσπίστηκε υπό τον Λούλα, επικύρωσε θεσμικά αυτές τις κατακτήσεις. Έμμεσα δε, ενθάρρυνε τους εργάτες που απασχολούνται στον ανεπίσημο τομέα και συνιστούν την πλειοψηφία της βραζιλιάνικης εργατικής δύναμης, να χρησιμοποιήσουν τον κατώτατο μισθό ως σημείο αναφοράς για διεκδικήσεις έναντι των εργοδοτών τους. Επιπλέον, ενισχυτικό ρόλο έπαιξε η άμεση καθιέρωση του crédito consignado, τραπεζικών δανείων για τις ανάγκες του νοικοκυριού που δίνονταν σ’ αυτούς που δεν είχαν ποτέ τραπεζικούς λογαριασμούς, με την αποπληρωμή να γίνεται απευθείας από τους μηνιαίους μισθούς ή τις συντάξεις. Όλα αυτά μαζί, οι παροχές, η άνοδος του κατώτατου μισθού και η δυνατότητα πρόσβασης σε πιστώσεις, τροφοδότησαν την άνοδο της λαϊκής ζήτησης, και τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς που επιτέλους, έπειτα από μια μακρά περίοδο ξηρασίας, δημιούργησε περισσότερες θέσεις εργασίας.
Η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης εν συνδυασμώ προς την αύξηση των κοινωνικών παροχών, προκάλεσε τη μεγαλύτερη στην ιστορία της Βραζιλίας μείωση της φτώχειας. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, ο αριθμός των φτωχών μειώθηκε από 50 σε 30 εκατομμύρια σε διάστημα έξι χρόνων, ενώ ο αριθμός των απόρων μειώθηκε κατά 50%. Αυτός ο δραματικός μετασχηματισμός μπορεί να αποδοθεί κατά το ένα ήμισυ στην οικονομική ανάπτυξη και κατά το άλλο στα κοινωνικά προγράμματα –τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από την αύξηση των εσόδων που προκάλεσε η οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, αυτά τα προγράμματα δεν περιορίστηκαν στη στήριξη των εισοδημάτων. Από το 2005, οι κρατικές δαπάνες για την παιδεία τριπλασιάστηκαν, ενώ ο αριθμός όσων φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση διπλασιάστηκε. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η ανώτερη εκπαίδευση στη Βραζιλία σχεδόν έπαψε να είναι δημόσια, με τα ¾ των σπουδαστών να φοιτούν σε ιδιωτικά πανεπιστήμια που τύγχαναν φοροαπαλλαγών. Ως εκ τούτου εξαναγκάστηκαν, ως αντάλλαγμα για τις απαλλαγές, να προσφέρουν θέσεις υποτροφιών σε φοιτητές από φτωχές ή έγχρωμες οικογένειες που, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα είχαν καμία πιθανότητα να προχωρήσουν πέραν της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παρά την χαμηλού επιπέδου, συχνά άθλια, ποιότητα της εκπαίδευσης, η ελπίδα για κοινωνική άνοδο κατέστησε πολύ δημοφιλές το πρόγραμμα, στο οποίο έχουν εγγραφεί πάνω από 700.000 σπουδαστές μέχρι σήμερα, μέγεθος που το καθιστά εφάμιλλο ως προς τον εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, με τον Χάρτη των Δικαιωμάτων των βετεράνων του πολέμου στη μεταπολεμική Αμερική.
Η λαϊκή κοινή γνώμη δεν στάθηκε αδιάφορη απέναντι στα κρούσματα της διαφθοράς –και γι’ αυτό κατά τη διάρκεια του mensalão, τα ποσοστά τού Λούλα στις δημοσκοπήσεις γνώρισαν ραγδαία πτώση. Αλλά, με δεδομένες τόσο θεαματικές βελτιώσεις στη ζωή των ανθρώπων, ο αντίκτυπος των δωροδοκιών εντέλει δεν υπήρξε τόσο μεγάλος. Μέχρι την άνοιξη του 2006, οι πολιτικές τάσεις είχαν αντιστραφεί σε τέτοιο βαθμό που ο Σέρρα, εξετάζοντας τις δημοσκοπήσεις, αποφάσισε ότι δεν είχε καμία τύχη απέναντι στον Λούλα, οπότε άφησε έναν ασήμαντο εσωκομματικό του εχθρό να συντριβεί στις επικείμενες εκλογές του φθινοπώρου, όπου ο Λούλα επικράτησε με την ίδια πλειοψηφία που είχε επικρατήσει και τέσσερα χρόνια πριν. Όμως, η κοινωνική σύνθεση αυτής της πλειοψηφίας είχε πλέον μεταβληθεί.
Απογοητευμένοι από το mensalão, πολλοί από τους μεσοαστικής προέλευσης εκλογείς του που τον είχαν στηρίξει το 2002, τώρα τον εγκατέλειψαν, ενώ οι φτωχοί και οι ηλικιωμένοι τον στήριξαν μαζικότερα από πριν. Αλλά και η προεκλογική του εκστρατεία διεξήχθη σε διαφορετικούς τόνους. Τέσσερα χρόνια πριν, όταν ο σκοπός του ήταν να καθησυχάσει τους δύσπιστους, οι σύμβουλοί του τον προέβαλλαν ως τον φορέα της «ειρήνης και της αγάπης» για τη χώρα. Το 2006 ο τόνος ήταν λιγότερο γλυκερός. Παραμερίζοντας τα ολισθήματα του PT, για τα οποία ο ίδιος, ασφαλώς, δεν ήταν ενήμερος, ο πρόεδρος εξαπέλυσε μια αντεπίθεση με στόχο τις ιδιωτικοποιήσεις του προηγούμενου καθεστώτος, οι οποίες πλούτισαν τους λίγους σε βάρος του έθνους, και επρόκειτο να συνεχιστούν εάν εκλέγονταν ο αντίπαλός του. Υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ της κυβέρνησής του και εκείνης του Καρντόζο: Ούτε μια επιχείρηση δεν είχε ιδιωτικοποιηθεί από την κυβέρνηση του Λούλα. Η εκποίηση των δημόσιων πόρων, συχνά με εξευτελιστικούς όρους, αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική για τη Βραζιλία. Αυτό το μήνυμα έφτασε στους αποδέκτες του.
Ενισχυμένος από τις κοινωνικο-οικονομικές επιτυχίες του και την αδιαμφισβήτητη πολιτική του επικράτηση, ο Λούλα ένιωθε πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στη δεύτερη θητεία του. Όχι μόνο ήταν ο αδιαμφισβήτητος αποδέκτης της λαϊκής εμπιστοσύνης, ως ο πρώτος πρόεδρος που κατάφερε να προσφέρει τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης σε τόσο πολλούς πολίτες, αλλά και ήλεγχε απόλυτα την κυβέρνησή του. Οι δύο κυριότεροι υπουργοί της προηγούμενης θητείας είχαν φύγει. Ο Παλότσι –που υπήρξε για τον Λούλα «κάτι παραπάνω από αδερφός»– δεν ήταν πλέον απαραίτητος για να καλμάρει τα νεύρα των ξένων επενδυτών. Ο Ντιρσέου, ένας βιρτουόζος της ίντριγκας και του ψυχρού πολιτικού υπολογισμού, δεν άρεσε ποτέ στο Λούλα και κατά κάποιον τρόπο τον φοβόταν. Η ταυτόχρονη απομάκρυνσή τους τον άφησε μόνο στο τιμόνι της Βραζιλίας. Όταν κατά τα μέσα της δεύτερης θητείας του, προέκυψε η μεγαλύτερη δοκιμασία, τη χειρίστηκε επιδέξια. Η κατάρρευση της Γουόλ Στρητ το 2008 μπορεί να λειτούργησε ως τσουνάμι για τις ΗΠΑ, δήλωσε, αλλά για τη Βραζιλία δεν θα ήταν παρά μια θαλασσοταραχή. Η φράση αυτή προβλήθηκε από τα ΜΜΕ ως δείγμα ανευθυνότητας και άγνοιας των οικονομικών.
Αλλά ο Λούλα κράτησε τον λόγο του. Οι αντι-κυκλικές πρωτοβουλίες υπήρξαν άμεσες και αποτελεσματικές. Παρά τη μείωση στα έσοδα από τους φόρους, οι κοινωνικές παροχές και οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν. Οι τοπικές τράπεζες βοήθησαν στην αντιμετώπιση της κρίσης. Οι αυστηροί έλεγχοι και η μεγαλύτερη διαφάνεια είχαν αφήσει τις βραζιλιάνικες τράπεζες σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τις αμερικάνικες, προστατεύοντας έτσι τη χώρα από την οικονομική κατάρρευση. Προπαντός ήταν η συντονισμένη, ισχυρή κρατική πολιτική που επέτρεψε στην οικονομία να ανακάμψει. Η αισιοδοξία του Λούλα υπήρξε αποτελεσματική: έχοντας πειστεί ότι δεν πρέπει να φοβούνται, οι Βραζιλιάνοι συνέχιζαν να καταναλώνουν, κι έτσι διασώθηκε η ζήτηση. Από το δεύτερο τέταρτο του 2009 και μετά, οι ξένες επενδύσεις επανήλθαν στη χώρα, και με το τέλος του χρόνου η κρίση είχε λάβει τέλος. Καθώς η δεύτερη θητεία του Λούλα έφτανε στο τέλος της, η οικονομία αναπτύσσονταν με ταχύτητα πάνω από το 7%, ενώ η τύχη τού χαμογελούσε, καθώς ανακαλύφθηκαν μεγάλα υποθαλάσσια κοιτάσματα πετρελαίου.
Σε αυτές τις εγχώριες επιτυχίες θα πρέπει να προστεθούν και άλλες, στο εξωτερικό. Η διεθνής επιρροή της Βραζιλίας σπάνια υπήρξε, αν υπήρξε και ποτέ, ανάλογη του μεγέθους και των δυνατοτήτων της. Ο Καρντόζο συναναστρεφόταν με τους Κλίντον και Μπλερ του Βορρά, αλλά αυτές οι παρέες τον απαξίωναν μόνον, παρουσιάζοντάς τον ως τον φτωχό συγγενή του Τρίτου Δρόμου. Στη διπλωματία, γραμμή του καθεστώτος ήταν να ακολουθεί πιστά τις ΗΠΑ. Από την αρχή ο Λούλα χάραξε μια διαφορετική πορεία. Δίχως να ανταγωνίζεται την Ουάσιγκτον, έδωσε προτεραιότητα στην περιφερειακή αλληλεγγύη, προωθώντας τη Mercosur μαζί με γείτονες του Νότου, και αρνούμενος να απομονώσει τη Βενεζουέλα και την Κούβα στον Βορρά. Η πιο εντυπωσιακή προσωπικότητα στην κυβέρνηση του Λούλα, ο υπουργός εξωτερικών Σέλσο Αμόριμ (Celso Amorim), κατέληξε πολύ σύντομα να ηγείται μιας ομάδας φτωχότερων κρατών που προσπάθησαν να ματαιώσουν τις ευρωαμερικανικές προσπάθειες προώθησης του «ελεύθερου εμπορίου» –ελεύθερου για τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.– μέσα από τις συμφωνίες του ΠΟΕ στο Κανκούν. Όπως το εξέφρασε ευγενικά, «το Κανκούν θα μείνει στη μνήμη ως το συνέδριο που σηματοδότησε την ανάδυση ενός λιγότερο αυταρχικού πολυπολικού εμπορικού συστήματος». Και αν η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες απέτυχαν, οκτώ χρόνια μετά, να επιβάλουν τη θέλησή τους στον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο, μέσω της άκαρπης συνάντησης στη Ντόχα, αυτό οφείλεται πρώτα και κύρια στη Βραζιλία.
Κατά τη δεύτερη θητεία του, ο Λούλα θα ενισχύσει πολύ περισσότερο τη θέση της χώρας του στην παγκόσμια σκηνή. Έγινε πλέον ένας ηγέτης που σε κάθε γωνιά του πλανήτη πασχίζουν να αποσπάσουν την εύνοιά του, δίχως να είναι πλέον υποχρεωμένος να δεσμεύεται, τουλάχιστον ανοικτά, από τις συμβάσεις της «διεθνούς κοινότητας». Εν μέρει, αυτό αποτελεί τη συνέπεια του αυξανόμενου βάρους της Βραζιλίας ως οικονομικής δύναμης. Αλλά επίσης αντικατόπτριζε το δικό του ανάστημα, ως ενός από τους πιο δημοφιλείς ηγέτες της εποχής του. Η επιβεβαίωση της νέας θέσης που κέρδισε για τη χώρα του ήλθε με την ανάδυση της τετράδας των BRIC, το 2009, η οποία διαμορφώθηκε έπειτα από τη συνάντηση των αρχηγών των κρατών της Βραζιλίας, της Κίνας, της Ινδίας και της Ρωσίας στο Σβερντλόφσκ, και συνοδεύτηκε από ένα κοινό ανακοινωθέν που ζητούσε ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Τον επόμενο χρόνο, ο Λούλα φιλοξένησε το συνέδριο των BRIC στη Βραζιλία. Θεωρητικά, οι τέσσερις μεγαλύτερες δυνάμεις έξω από το ευρωαμερικανικό ιμπέριουμ εμφανίζονται να εκπροσωπούν, άν όχι μια εναλλακτική λύση, τουλάχιστον έναν φραγμό στην κυριαρχία του τελευταίου. Και είναι χαρακτηριστικό ότι, παρόλο που μόνο η Βραζιλία δεν είναι στρατιωτική δύναμη, είναι η μοναδική που έχει αντιταχθεί στη θέληση των ΗΠΑ πάνω σ’ ένα στρατηγικής σημασίας ζήτημα: Ο Λούλα όχι μόνον αναγνώρισε ως κράτος την Παλαιστίνη, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει στο εμπάργκο ενάντια στο Ιράν, και κάλεσε ακόμα και τον ίδιο τον Αχματινετζάντ στην Βραζιλία. Για την Βραζιλία, όλα αυτά ισοδυναμούν με μια αληθινή διακήρυξη διπλωματικής ανεξαρτησίας. Η Ουάσιγκτον έγινε έξαλλη και ο εγχώριος τύπος υποστήριξε την Ατλαντική αλληλεγγύη. Αλλά ελάχιστοι ψηφοφόροι ενδιαφέρθηκαν. Υπό τον Λούλα, το έθνος είχε αναδυθεί σε παγκόσμια δύναμη. Στο κάτω-κάτω, η υψηλή δημοφιλία του ήταν μια αντανάκλαση όχι μόνον της βελτίωσης των υλικών όρων ζωής αλλά και της αναβάθμισης της συλλογικής αξιοπρέπειας της χώρας.
Ένα Νιου Ντηλ των υποτροπικών
Από την εποχή που κέρδισε την προεδρία, στην τέταρτη απόπειρά του, ήδη το PT λειτουργούσε αποκλειστικά ως εκλογική μηχανή. Στην εξουσία, ο Λούλα ούτε κινητοποίησε ούτε ενσωμάτωσε στο κράτος το εκλογικό σώμα που τον ανέδειξε. Καμία δομική μεταρρύθμιση δεν μετασχημάτισε την δημόσια ζωή. Το σήμα κατατεθέν της διακυβέρνησής του ήταν, όσο οτιδήποτε άλλο, η απομαζικοποίηση. Στα εργατικά συνδικάτα ήταν οργανωμένο πάνω από το 30% της επίσημης εργατικής δύναμης κατά τη δεκαετία του 1980, όταν ο ίδιος αναδείχθηκε ως ο χαρισματικός τους ηγέτης. Σήμερα, το ποσοστό αυτό μόλις που προσεγγίζει το 17%. Η πτώση προηγήθηκε της ανόδου του στην εξουσία, αλλά αυτή δεν άλλαξε την κατάσταση.
Ο πολιτικός επιστήμονας Αντρέ Σίνγκερ (André Singer), εκπρόσωπος τύπου του Λούλα κατά την πρώτη του θητεία αλλά ανεξάρτητος άνθρωπος με πρωτότυπη σκέψη, επιχείρησε μια εντυπωσιακή ανάλυση του «Λουλισμού» και της ψυχολογίας των Βραζιλιάνων φτωχών. Οι τελευταίοι, υποστηρίζει, αποτελούν ένα υποπρολεταριάτο, που απαριθμεί σχεδόν το ήμισυ –το 48%– του πληθυσμού, το οποίο διαπνέεται από δύο βασικές αντιλήψεις: την ελπίδα ότι το κράτος μπορεί να μετριάσει την ανισότητα, και τον φόβο ότι τα κοινωνικά κινήματα μπορεί να προκαλέσουν αναταραχές. Σύμφωνα με την ανάλυση του Σίνγκερ, η αστάθεια είναι ένας κίνδυνος για τους φτωχούς, οποιαδήποτε μορφή κι αν παίρνει – ένοπλος αγώνας, πληθωρισμός ή αγώνας μέσα στα εργοστάσια. Όσο η αριστερά δεν κατόρθωνε να το κατανοήσει, η δεξιά καρπωνόταν τις ψήφους τους, ως συντηρητικές. Το 1989, ο Λούλα κέρδισε στον ευημερούντα νότο, αλλά ο Φερνάντο Κολόρ (Fernando Collor), επισείοντας τον κίνδυνο της αναρχίας, σάρωσε στις φτωχές περιοχές, κερδίζοντας μια ανέλπιστη νίκη. Το 1994 και το 1998, η εκτόξευση του πληθωρισμού εξασφάλισε στον Καρντόζο ένα ακόμα μεγαλύτερο μερίδιο της λαϊκής ψήφου. Το 2002, ο Λούλα εντέλει κατανόησε ότι δεν ήταν μόνο οι κατασκευαστικές εταιρίες και οι τράπεζες που ζητούσαν διαβεβαιώσεις ότι δεν θα έκανε ο,τιδήποτε ριζοσπαστικό όντας στην εξουσία, αλλά – πιο επιτακτικά μάλιστα–και οι μικροπωλητές των δρόμων και οι κάτοικοι στις φαβέλες. Ωστόσο, μόνον το 2006 οι τάσεις αυτές αντιστράφηκαν εντελώς, καθώς οι μεσαίες τάξεις τον εγκατέλειψαν, ενώ το υποπρολεταριάτο τον στήριζε μαζικά. Όταν κατήλθε για πρώτη φορά στις προεδρικές εκλογές, το 1989, ο Λούλα κέρδισε το 51.7% των ψήφων στον νότο, και 44.3% στο χειμαζόμενο «νορντέστε»˙ το 2006 έχασε τον Νότο με 46,5%, ενώ σάρωσε στα βορειοανατολικά κερδίζοντας το 77,1%.
Κατά τη γνώμη του Σίνγκερ, ωστόσο, νομιμοποιείται η σύγκριση του Λούλα με έναν ακόμα πιο διάσημο ηγέτη. Μήπως ο Λούλα είναι ο Βραζιλιάνος Ρούσβελτ; Η ιδιοφυΐα του Ρούσβελτ έγκειται στο ότι μεταμόρφωσε το πολιτικό τοπίο μ’ ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων που ανακούφιζε τα εκατομμύρια των καταπιεσμένων εργατών και εργαζόμενων, για να μην μιλήσουμε και για κείνους που με την Μεγάλη Ύφεση πετάχτηκαν από τις γραμμές της αμερικάνικης μεταπολεμικής μεσαίας τάξης στην ανεργία. Οποιοδήποτε κόμμα θέτει σε κίνηση σε τέτοια κλίμακα μιαν ανοδική κοινωνική κινητικότητα, θα κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή για μια μακρά περίοδο, όπως συνέβη με τους Δημοκρατικούς κατά το Νιου Ντηλ, παρόλο που, τελικά, η αντιπολίτευση θα προσαρμοστεί στην αλλαγή, και θα ανταγωνιστεί στο ίδιο γήπεδο, όπως έκανε ο Αϊζενχάουερ το 1952. Παρά τις διαφορές, οι επιτυχίες του Λούλα το 2002 και το 2006 μπορούν να συγκριθούν, χωρίς αμφιβολία, με εκείνες του Ρούσβελτ του 1932 και του 1936: Πρώτον, μια μεγάλη πλειοψηφία, ύστερα μια χιονοστιβάδα, καθώς οι λαϊκές τάξεις στρέφονταν προς τον πρόεδρο ενώ οι αξιοσέβαστες τάξεις μετατοπίζονταν εναντίον του. Προοπτικά, θα μπορούσε να είναι ένας βραζιλιάνικος πολιτικός κύκλος εξίσου μακρός, καθοδηγούμενος από τις ίδιες δυναμικές της κοινωνικής ανόδου.
Οι ματιές στον καθρέφτη και οι συγκρίσεις με τον Ρούσβελτ δεν είναι καινούργιες στην Βραζιλία. Ο Καρντόζο αρέσκονταν επίσης να συγκρίνει το πρόγραμμά του με αυτό της μεγάλης συμμαχίας των δημοκρατικών που κυριάρχησε στον βορρά. Ο Λούλα μπορεί να έφτασε πιο κοντά, αλλά οι διαφορές μεταξύ του Νιου Ντηλ και των επιτευγμάτων του εξακολουθούν να είναι προφανείς. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του Ρούσβελτ εισήχθησαν υπό την πίεση της βάσης, εν μέσω ενός κύματος απεργιών και διαδικασίας ενίσχυσης των συνδικάτων. Η οργανωμένη εργασία, από το 1934 κι έπειτα, μεταβλήθηκε σε μια υπολογίσιμη δύναμη, την οποία έπρεπε τόσο να αφουγκράζεται όσο και να ελέγχει. Καμία συγκρίσιμη εργατική κινητοποίηση δεν ανέδειξε ή δεν ανταγωνίστηκε τον Λούλα (οι ακτήμονες αγρότες στην ύπαιθρο αποπειράθηκαν να παίξουν έναν ανάλογο ρόλο, αλλά ήταν πολύ πιο αδύναμοι, και γι’ αυτό το κίνημά τους περιθωριοποιήθηκε). Εκεί που ο Ρούσβελτ αντιμετώπισε μια βαθιά ύφεση, από την οποία το Νιου Ντηλ δεν ανέκαμψε ποτέ και διασώθηκε μόνον με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λούλα επέπλεε πάνω στην πλημμυρίδα μιας εκρηκτικής ανόδου στη ζήτηση πρώτων υλών, σε μια περίοδο αυξανόμενης ευημερίας. Εκτός από τις τύχες τους, διέφεραν επίσης και στο στυλ: ο αριστοκράτης που αγαλλίαζε με το μίσος των εχθρών του και ο εργάτης που δεν ήθελε να έχει κανέναν εχθρό δύσκολα θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικοί. Άν το τελικό αποτέλεσμα του προγράμματός τους είναι το ίδιο, υπάρχει πολύ μικρή άμεση σχέση μεταξύ των αιτίων και των αποτελεσμάτων.
Ωστόσο, σ’ ένα ακόμη σημείο μπορεί να εντοπισθείμια κάποια ομοιότητα. Το μένος των συντηρητικών κύκλων εναντίον του Ρούσβελτ, μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, υπήρξε εντελώς δυσανάλογο προς τον πραγματικό αντίκτυπο της κυβερνητικής του πολιτικής.
Έτσι και το δηλητήριο που εξαπέλυαν εναντίον του Λούλα είχε μικρή ή καθόλου σχέση με αυτά που πραγματικά έκανε. Πίσω του κρύβονταν άλλα, βαθύτερα κίνητρα. Για τα ΜΜΕ, η άνοδος της δημοτικότητας του Λούλα σήμαινε μείωση της δύναμής τους. Από το 1985 και το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας, οι ιδιοκτήτες του τύπου και των καναλιών επέλεγαν στην πράξη τους υποψηφίους και αποφάσιζαν για την έκβαση των εκλογών. Η πιο διαβόητη περίπτωση ήταν η υποστήριξη του Κολόρ από την αυτοκρατορία του Globo· αλλά και η στέψη του Καρντόζο από τον τύπο, πριν αυτός καν μπει στον προεκλογικό στίβο, δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακή. Η απευθείας επικοινωνία του Λούλα με τις μάζες έσπασε αυτά τα κυκλώματα, μπλοκάροντας τον ρόλο των ΜΜΕ στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Για πρώτη φορά ένας ηγέτης δεν εξαρτώνταν από τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, και γι’ αυτό τον λόγο τον μισούσαν. Η αγριότητα των αλλεπάλληλων επιθέσεων εναντίον του Λούλα, όμως, δεν θα μπορούσε να συντηρείται εάν δεν υπήρχε και το κοινό που τις υποστηρίζει. Κι αυτό συνίσταται από τις παραδοσιακές μεσαίες τάξεις της χώρας, οι οποίες διαμένουν κυρίως, αλλ’ όχι μόνο, στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στο Σάο Πάολο. Ο λόγος για την εχθρότητα που επεδείκνυε αυτό το στρώμα, δεν ήταν η απώλεια της εξουσίας, την οποία ποτέ δεν κατείχε, αλλά η απώλεια κύρους. Όχι μόνον είχε γίνει πρόεδρος ένας αμόρφωτος, πρώην εργάτης, διάσημος για το φτωχό του λεξιλόγιο, αλλά κάτω από τη διακυβέρνησή του οι υπηρέτριες, οι φύλακες, και οι χειρώνακτες κάθε είδους αποκτούσαν πρόσβαση σε καταναλωτικά αγαθά που μέχρι πρότινος ήταν προνόμιο των μορφωμένων. Για πολλούς από τη μεσαία τάξη, όλα αυτά χτυπούσαν άσχημα: η άνοδος των συνδικαλισμένων εργατών και των υπηρετικών στρωμάτων σήμαινε ότι οι ίδιοι θα έπρεπε να προσγειωθούν στη γη. Το αποτέλεσμα ήταν ένα έντονο κύμα «δημοφοβίας», όπως την απεκάλεσε με έντονα επικριτικό πνεύμα ο αρθρογράφος Έλιο Γκασπάρι (Elio Gaspari). Το πολιτικό μένος των ιδιοκτητών και των συντακτών των ΜΜΕ καθώς και η κοινωνική δυσφορία των αναγνωστών δημιούργησε μια βιτριολική εκδοχή «αντι-λουλισμού», ο οποίος δεν ανταποκρινόταν σε κάποια αίσθηση αληθινού ταξικού συμφέροντος.
Γιατί αυτή η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έβλαψε με οποιοδήποτε τρόπο τις ιδιοκτήτριες τάξεις (ή τους προνομιούχους), αλλά τις ευνόησε πάρα πολύ. Ποτέ άλλοτε η πρωτεύουσα δεν είχε ευημερήσει τόσο πολύ όσο επί Λούλα. Αρκεί να δούμε το χρηματιστήριο. Μεταξύ του 2002 και 2010, ο Bovespa (ο δείκτης του βραζιλιανού χρηματιστηρίου) κατέγραψε τις καλύτερες επιδόσεις στον κόσμ InfoGnomon
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Όταν ο αλκοολισμός σας κλείνει το μάτι...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ