2012-12-23 17:06:04
του Νικολάου Γεωρ. Κατσούλη, πτυχιούχου κλασσικής φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταπτυχιακού εφηρμοσμένης παιδαγωγικής
Πανεπιστημίου Αθηνών
Πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται
και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται
[Κατά Λουκάν ιδ’11] Κάπου αναφέρονται στο κοράνι τα εξής:
«Και κοίτα, ότι ο Κύριός σου είπε στους αγγέλους: «Είμαι έτοιμος να πλάσω έναν άνθρωπο από άργιλο στεγνό κι από λάσπη που δίνει μορφή. Κι όταν προσαρμόσω σ` αυτόν απ` την Ψυχή Μου, (τότε), πέστε κάτω υπακούοντες σ` αυτόν.» Κι έριξαν οι άγγελοι τον εαυτό τους όλοι μαζί – σ` αυτόν. Όχι όμως ο Ιμπλίς ( Σατανάς) (που) αρνήθηκε να είναι με αυτούς που τον προσκύνησαν. Είπε (ο Θεός): «Ω! Ιμπλίς! Ποιος είναι ο λόγος σου, ώστε να μην είσαι μ` αυτούς που έριξαν τον εαυτό τους;» Είπε ( ο Ιμπλίς): Δεν πρέπει για μένα να προσκυνήσω άνθρωπο, που Εσύ τον έπλασες από άργιλο στεγνό κι από λάσπη που μυρίζει κακό.» Είπε (ο Θεός): «Έβγα – τότε – από εδώ, γιατί είσαι απορριμμένος, καταραμένος. Κι η κατάρα θα είναι επάνω σου μέχρι την Ημέρα της Κρίσης.»
(Κοράνι 15:28-35)
Τι να ήταν άραγε αυτό που εμπόδισε τον Διάβολο να υπακούση στην προσταγή του Θεού; Η υπερηφάνεια, η ιδέα ότι ήταν ανώτερος. Και από τότε κατεστράφη. Ο δικός μας θείος Όμηρος όμως το λέει καλύτερα.
Ο Οδυσσέας στην σπηλιά του Πολύφημου είδε να χάνονται άντρες του από το απαίσιο τέρας. Προσέξατε το όνομα του Κύκλωπα. Πολύφημος. Ήταν ξακουστός, είχε μεγάλη φήμη. Ο ίδιος ο γίγαντας υπερηφανευόμενος για τον εαυτό και για την δύναμή του, λέει και για αυτόν και για τους ομόιδιούς του, ότι δεν τον σκιάζει κανένας θεός:
Μυαλό δεν έχεις, ξένε, φαίνεται, για από μακριά θα φτάνεις
που τους θεούς μου λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους! Μηδέ το Δία ψηφούν οι Κύκλωπες το βροντοσκουταράτο,
μηδ᾿ άλλο θεό κανένα, τι είμαστε πολύ τρανότεροι τους.
Αν δε θελήσω εγώ, δε θα 'βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
σπλαχνιά καμιά᾿ πολύ που μ᾿ ένιαξε να μου χολιάσει ο Δίας!
Κι έρχεται η ώρα ο βασιλιάς της Ιθάκης να βάλη το πολυμήχανο μυαλό του να δουλέψη για να βρή την σωτηρία. Σκέπτεται, αφού τον μεθύσει, να τον τυφλώση ύστερα, ώστε να μπορούν να δραπετέυσουν από την σπηλιά του το πρωί, σαν το τέρας θα άνοιγε την είσοδο της κατοικίας του για να βοσκήση τα κοπάδια του. Αλλά ο Κύκλωπας τον ρωτάει κάποια στιγμή να του πή το όνομά του. Και ο τετραπέρατος Οδυσσέας ακόμα και κεί αρνείται τον εαυτό του. Δεν λέει ότι είναι βασιλέας. Απεναντίας λέει ότι είναι ένα τίποτα. Ότι είναι ο Κανένας.
«κι εγώ τον Κύκλωπα σιμώνοντας κινούσα λόγια κι είπα,
καυκί κρατώντας μες στα χέρια μου, κρασί γεμάτο μαύρο: ,, Κύκλωπα, εγεύτης σάρκα ανθρώπινη• για πιες κρασί από πάνω, να μάθεις τι λογής φυλάγαμε πιοτό στο πλοίο μας μέσα.
Σπονδή για να σου κάμω το 'φερνα, μπορεί να με λυπόσουν και στην πατρίδα μου να μ᾿ έστελνες᾿ μα εσύ ξεφρενιασμένος πια δε βαστιέσαι. Πως αργότερα θα πει να σου 'ρθει κι άλλος
απ᾿ τους πολλούς ανθρώπους, άσπλαχνε, τέτοια ανομία που δείχνεις;»
Είπα, κι αυτός το δέχτη, το άδειασε και φράθηκε περίσσια,
τέτοιο κρασί να πιεί γλυκόπιοτο, και μου ζητούσε κι άλλο: Αν με αγαπάς, ακόμα δώσε μου, και πες μου τ᾿ ονομά σου,
μα τώρα ευτύς, και συ χαρούμενος το δώρο σου να πάρεις.
Πλούσια είναι η γη μας, και στους Κύκλωπες απ᾿ τις βροχές του Δία
δίνουν κρασί τα μεγαλόρωγα στ᾿ αμπέλια μας σταφύλια'
μα ένα κρασί σαν τούτο, αθάνατο, μόνο οι θεοί το πίνουν Είπε, κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα᾿
τρεις φορές του 'δωκα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω.
Σαν είδα το κρασί στου Κύκλωπα τα φρένα να 'χει ανέβει,
γλυκομιλώντας του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομα μου• θα το 'χεις, μα και συ που 'ταξες να μου χαρίσεις δώρο!
Κανένας τ᾿ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.»
Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
,, Θ᾿ αφήσω τον Κανένα ολόστερνο να φάω᾿ πιο πριν τους άλλους θα φάω συντρόφους του• το δώρο μου για σένα ετούτο θα 'ναι!»
Ταπείνωση; Ο πολυμήχανος Οδυσσέας κατανόησε την ζωή και τους νόμους της. Κατάλαβε ότι σώζεται αυτός που δεν υπερηφανευθεί, αυτός που σμικρύνει τον εαυτό του ως εκεί που δεν πάει άλλο. Και έσωσε και τον εαυτό του και τους συντρόφους του. Θέλετε τώρα να δήτε την ανθρώπινη φύση; Στην δυσκολία σκέφθηκε σωστά και με αρετή κέρδισε την σωτηρία. Όμως η αρετή χρειάζεται διάρκεια και προσπάθεια πολλή αλλά η ανθρώπινη φύση είναι τόσο αδύναμη, ώστε αν και γνωρίζει το σωστό, να μην μπορεί να το ακολουθήση για πολύ. Μόλις είχε εξασφαλίσει την σωτηρία ο βασιλιάς της Ιθάκης και είχαν μπεί στο πλοίο όλοι και απομακρύνονταν από τον όλεθρο, ξέχασε και νόμους και αρετές και αμέσως θέλησε να υπερυψώση εαυτόν, για να μείνη το όνομά του αθάνατο.
Κι αυτοί ανέβηκαν δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
Μα σύντας τόσο αλάργα βρέθηκα, που να μου ακούν το λάλο,
με λόγια αγγιχτικά στον Κύκλωπα φωνάζω λέγοντας του: Κιοτής δεν ήταν ο άντρας, Κύκλωπα, που να του φας ζητούσες με αγριότη ανήμερη τους συντρόφους στη βαθουλή σπηλιά σου.
Οι τόσες αδικίες σου, ανέσπλαχνε, θα σ᾿ έβρισκαν μια μέρα —
συ που δεν ντράπηκες τους ξένους σου μες στο δικό σου σπίτι να φάς᾿
γι᾿ αυτό κι ο Δίας κι οι επίλοιποι θεοί σου το πλέρωσανΕίπα, κι ως πιότερο του φούντωσε στα στήθη η οργή, ξεκόβει ενός βουνού τρανού το ακρόκορφο και κατά μας το ρίχνει'
κι έπεσε ομπρός στο γαλαζόπλωρο καράβι μας ο βράχος,
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα.
Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι καταστεριάς το πλοίο μας το 'σπρωξε το κύμα αναγυρνώντας,
κι απ᾿ το αντιμάμαλο καθίσαμε στον άμμο αθέλητα μας.
Μα τότε εγώ μακρύ φουχτώνοντας κοντάρι σπρώχνω πέρα,
και στα κουπιά να πέσουν πρόσταζα τους άλλους, γνέφοντας τους
με τό κεφάλι, να γλιτώσουμε την άγρια ετούτην ώρα κι αυτοί μπροστά ρίχτηκαν όλοι τους και τα κουπιά δουλεύαν.
Και θέλετε ακόμα να μάθετε την ώρα της αμαρτίας, στον δρόμο της απομακρύνσεως από την αρετή, πώς είναι ο άνθρωπος; Είναι σαν μαινόμενος, σαν τρελός. Η λογική έχει σταματήσει να μιλά και μιλά μόνον η αγέρωχη, υπερήφανη και αλαζονική ψυχή του. Με την ύβρη που διαπράττει σύντομα πλησιάζει και το τέλος του. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα προσπαθούν να τον συνεφέρουν από το πάθος της υπερηφάνιας που λίγο έλειψε να τους στοιχίση ό,τι κέρδισαν με την αρετή. Αλλά εις μάτην...
Μα σύντας πια το κύμα σκίζοντας διπλιάσαμε το δρόμο,
ως πάλι να μιλήσω εγύρευα του Κύκλωπα, οι σύντροφοι
άλλος αλλούθε με τριγύριζαν, πραγά αντισκόφτοντας με:
,, Κεφάλι αγύριστο, τον άσπλαχνο τι θες κι αγγρίζεις άντρα; Πριν λίγο βράχο μας σφεντόνισε, και γύρισε τα πίσω
καταστεριάς το πλοίο μας, κι είδαμε το Χάρο με τα μάτια.
Αν άκουε τώρα αυτός τα λόγια μας ξανά και τις φωνές μας,
μ᾿ ενα αγκαθόβραχου θα 'ριχνε, τόσου πάει, δικό μας
κεφάλι δε θαπόμενε άσπαστο κι ουδέ του πλοίου μαδέρι!" Τέτοια μου λέγαν, μα την πέρφανη δε λόγιζαν καρδιά μου,
μον᾿ άλλη μια φορά του φώναξα με μανιασμένα σπλάχνα:
,, Απ᾿ τους θνητούς ανθρώπους, Κύκλωπα, κανείς αν σε ρωτήσει
τέτοια δουλειά ποιος σου 'κανε άσκημη και σου 'βγαλε το μάτι,
να πεις πως ο Οδυσσέας σε τύφλωσεν, ο καστροπολεμίτης γιός του Λαέρτη, και το σπίτι του θα το 'βρει στην Ιθάκη!»
Η ιστορία γνωστή. Ο Πολύφημος καταράστηκε τον αλαζόνα βασιλέα να τον κατατυραννήση ο πατέρας του και άρχοντας της θαλάσσης Ποσειδώνας. Και ο θεός τω όντι τον τιμώρησε με το να τριγυρνά μες τα πέλαγα για χρόνια, να ιδή τον θάνατο των συντρόφων του και να γυρίση μετά από πολλά βάσανα και πίκρες σπίτι του, όπου κι εκεί ήταν πιά για όλους πεθαμένος. Υπάρχει άρα γε έστω τώρα και η παραμικρή αμφιβολία για το τι προκαλεί η υπερηφάνεια; Απεναντίας δεν βλέπει κανείς από εσάς, ότι με την αρετή κερδίζεται η σωτηρία; Ο καθείς κατά την κρίση του ας πράττη εφεξής. Μόνο να μην πή ποτέ ότι δεν γνώριζε. Διότι άπαντες μας το έδειξαν αυτό με τις διδαχές τους και δή για μας τους Έλληνες πέραν του δεσπότου Χριστού και θεού μας, ο Όμηρος, ο θείος μας ποιητής.
filologos-hermes.blogspot.gr
Πανεπιστημίου Αθηνών
Πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται
και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται
[Κατά Λουκάν ιδ’11] Κάπου αναφέρονται στο κοράνι τα εξής:
«Και κοίτα, ότι ο Κύριός σου είπε στους αγγέλους: «Είμαι έτοιμος να πλάσω έναν άνθρωπο από άργιλο στεγνό κι από λάσπη που δίνει μορφή. Κι όταν προσαρμόσω σ` αυτόν απ` την Ψυχή Μου, (τότε), πέστε κάτω υπακούοντες σ` αυτόν.» Κι έριξαν οι άγγελοι τον εαυτό τους όλοι μαζί – σ` αυτόν. Όχι όμως ο Ιμπλίς ( Σατανάς) (που) αρνήθηκε να είναι με αυτούς που τον προσκύνησαν. Είπε (ο Θεός): «Ω! Ιμπλίς! Ποιος είναι ο λόγος σου, ώστε να μην είσαι μ` αυτούς που έριξαν τον εαυτό τους;» Είπε ( ο Ιμπλίς): Δεν πρέπει για μένα να προσκυνήσω άνθρωπο, που Εσύ τον έπλασες από άργιλο στεγνό κι από λάσπη που μυρίζει κακό.» Είπε (ο Θεός): «Έβγα – τότε – από εδώ, γιατί είσαι απορριμμένος, καταραμένος. Κι η κατάρα θα είναι επάνω σου μέχρι την Ημέρα της Κρίσης.»
(Κοράνι 15:28-35)
Τι να ήταν άραγε αυτό που εμπόδισε τον Διάβολο να υπακούση στην προσταγή του Θεού; Η υπερηφάνεια, η ιδέα ότι ήταν ανώτερος. Και από τότε κατεστράφη. Ο δικός μας θείος Όμηρος όμως το λέει καλύτερα.
Ο Οδυσσέας στην σπηλιά του Πολύφημου είδε να χάνονται άντρες του από το απαίσιο τέρας. Προσέξατε το όνομα του Κύκλωπα. Πολύφημος. Ήταν ξακουστός, είχε μεγάλη φήμη. Ο ίδιος ο γίγαντας υπερηφανευόμενος για τον εαυτό και για την δύναμή του, λέει και για αυτόν και για τους ομόιδιούς του, ότι δεν τον σκιάζει κανένας θεός:
Μυαλό δεν έχεις, ξένε, φαίνεται, για από μακριά θα φτάνεις
που τους θεούς μου λες να σκιάζουμαι, να φεύγω την οργή τους! Μηδέ το Δία ψηφούν οι Κύκλωπες το βροντοσκουταράτο,
μηδ᾿ άλλο θεό κανένα, τι είμαστε πολύ τρανότεροι τους.
Αν δε θελήσω εγώ, δε θα 'βρετε και συ κι οι σύντροφοί σου
σπλαχνιά καμιά᾿ πολύ που μ᾿ ένιαξε να μου χολιάσει ο Δίας!
Κι έρχεται η ώρα ο βασιλιάς της Ιθάκης να βάλη το πολυμήχανο μυαλό του να δουλέψη για να βρή την σωτηρία. Σκέπτεται, αφού τον μεθύσει, να τον τυφλώση ύστερα, ώστε να μπορούν να δραπετέυσουν από την σπηλιά του το πρωί, σαν το τέρας θα άνοιγε την είσοδο της κατοικίας του για να βοσκήση τα κοπάδια του. Αλλά ο Κύκλωπας τον ρωτάει κάποια στιγμή να του πή το όνομά του. Και ο τετραπέρατος Οδυσσέας ακόμα και κεί αρνείται τον εαυτό του. Δεν λέει ότι είναι βασιλέας. Απεναντίας λέει ότι είναι ένα τίποτα. Ότι είναι ο Κανένας.
«κι εγώ τον Κύκλωπα σιμώνοντας κινούσα λόγια κι είπα,
καυκί κρατώντας μες στα χέρια μου, κρασί γεμάτο μαύρο: ,, Κύκλωπα, εγεύτης σάρκα ανθρώπινη• για πιες κρασί από πάνω, να μάθεις τι λογής φυλάγαμε πιοτό στο πλοίο μας μέσα.
Σπονδή για να σου κάμω το 'φερνα, μπορεί να με λυπόσουν και στην πατρίδα μου να μ᾿ έστελνες᾿ μα εσύ ξεφρενιασμένος πια δε βαστιέσαι. Πως αργότερα θα πει να σου 'ρθει κι άλλος
απ᾿ τους πολλούς ανθρώπους, άσπλαχνε, τέτοια ανομία που δείχνεις;»
Είπα, κι αυτός το δέχτη, το άδειασε και φράθηκε περίσσια,
τέτοιο κρασί να πιεί γλυκόπιοτο, και μου ζητούσε κι άλλο: Αν με αγαπάς, ακόμα δώσε μου, και πες μου τ᾿ ονομά σου,
μα τώρα ευτύς, και συ χαρούμενος το δώρο σου να πάρεις.
Πλούσια είναι η γη μας, και στους Κύκλωπες απ᾿ τις βροχές του Δία
δίνουν κρασί τα μεγαλόρωγα στ᾿ αμπέλια μας σταφύλια'
μα ένα κρασί σαν τούτο, αθάνατο, μόνο οι θεοί το πίνουν Είπε, κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα᾿
τρεις φορές του 'δωκα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω.
Σαν είδα το κρασί στου Κύκλωπα τα φρένα να 'χει ανέβει,
γλυκομιλώντας του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομα μου• θα το 'χεις, μα και συ που 'ταξες να μου χαρίσεις δώρο!
Κανένας τ᾿ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.»
Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
,, Θ᾿ αφήσω τον Κανένα ολόστερνο να φάω᾿ πιο πριν τους άλλους θα φάω συντρόφους του• το δώρο μου για σένα ετούτο θα 'ναι!»
Ταπείνωση; Ο πολυμήχανος Οδυσσέας κατανόησε την ζωή και τους νόμους της. Κατάλαβε ότι σώζεται αυτός που δεν υπερηφανευθεί, αυτός που σμικρύνει τον εαυτό του ως εκεί που δεν πάει άλλο. Και έσωσε και τον εαυτό του και τους συντρόφους του. Θέλετε τώρα να δήτε την ανθρώπινη φύση; Στην δυσκολία σκέφθηκε σωστά και με αρετή κέρδισε την σωτηρία. Όμως η αρετή χρειάζεται διάρκεια και προσπάθεια πολλή αλλά η ανθρώπινη φύση είναι τόσο αδύναμη, ώστε αν και γνωρίζει το σωστό, να μην μπορεί να το ακολουθήση για πολύ. Μόλις είχε εξασφαλίσει την σωτηρία ο βασιλιάς της Ιθάκης και είχαν μπεί στο πλοίο όλοι και απομακρύνονταν από τον όλεθρο, ξέχασε και νόμους και αρετές και αμέσως θέλησε να υπερυψώση εαυτόν, για να μείνη το όνομά του αθάνατο.
Κι αυτοί ανέβηκαν δίχως άργητα, και στα ζυγά ως καθίσαν
γραμμή, την αφρισμένη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
Μα σύντας τόσο αλάργα βρέθηκα, που να μου ακούν το λάλο,
με λόγια αγγιχτικά στον Κύκλωπα φωνάζω λέγοντας του: Κιοτής δεν ήταν ο άντρας, Κύκλωπα, που να του φας ζητούσες με αγριότη ανήμερη τους συντρόφους στη βαθουλή σπηλιά σου.
Οι τόσες αδικίες σου, ανέσπλαχνε, θα σ᾿ έβρισκαν μια μέρα —
συ που δεν ντράπηκες τους ξένους σου μες στο δικό σου σπίτι να φάς᾿
γι᾿ αυτό κι ο Δίας κι οι επίλοιποι θεοί σου το πλέρωσανΕίπα, κι ως πιότερο του φούντωσε στα στήθη η οργή, ξεκόβει ενός βουνού τρανού το ακρόκορφο και κατά μας το ρίχνει'
κι έπεσε ομπρός στο γαλαζόπλωρο καράβι μας ο βράχος,
κι από μια τρίχα να πετύχαινε του τιμονιού την άκρα.
Κι ο βράχος, πέφτοντας, τη θάλασσα τρικύμισε όλη, κι έτσι καταστεριάς το πλοίο μας το 'σπρωξε το κύμα αναγυρνώντας,
κι απ᾿ το αντιμάμαλο καθίσαμε στον άμμο αθέλητα μας.
Μα τότε εγώ μακρύ φουχτώνοντας κοντάρι σπρώχνω πέρα,
και στα κουπιά να πέσουν πρόσταζα τους άλλους, γνέφοντας τους
με τό κεφάλι, να γλιτώσουμε την άγρια ετούτην ώρα κι αυτοί μπροστά ρίχτηκαν όλοι τους και τα κουπιά δουλεύαν.
Και θέλετε ακόμα να μάθετε την ώρα της αμαρτίας, στον δρόμο της απομακρύνσεως από την αρετή, πώς είναι ο άνθρωπος; Είναι σαν μαινόμενος, σαν τρελός. Η λογική έχει σταματήσει να μιλά και μιλά μόνον η αγέρωχη, υπερήφανη και αλαζονική ψυχή του. Με την ύβρη που διαπράττει σύντομα πλησιάζει και το τέλος του. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα προσπαθούν να τον συνεφέρουν από το πάθος της υπερηφάνιας που λίγο έλειψε να τους στοιχίση ό,τι κέρδισαν με την αρετή. Αλλά εις μάτην...
Μα σύντας πια το κύμα σκίζοντας διπλιάσαμε το δρόμο,
ως πάλι να μιλήσω εγύρευα του Κύκλωπα, οι σύντροφοι
άλλος αλλούθε με τριγύριζαν, πραγά αντισκόφτοντας με:
,, Κεφάλι αγύριστο, τον άσπλαχνο τι θες κι αγγρίζεις άντρα; Πριν λίγο βράχο μας σφεντόνισε, και γύρισε τα πίσω
καταστεριάς το πλοίο μας, κι είδαμε το Χάρο με τα μάτια.
Αν άκουε τώρα αυτός τα λόγια μας ξανά και τις φωνές μας,
μ᾿ ενα αγκαθόβραχου θα 'ριχνε, τόσου πάει, δικό μας
κεφάλι δε θαπόμενε άσπαστο κι ουδέ του πλοίου μαδέρι!" Τέτοια μου λέγαν, μα την πέρφανη δε λόγιζαν καρδιά μου,
μον᾿ άλλη μια φορά του φώναξα με μανιασμένα σπλάχνα:
,, Απ᾿ τους θνητούς ανθρώπους, Κύκλωπα, κανείς αν σε ρωτήσει
τέτοια δουλειά ποιος σου 'κανε άσκημη και σου 'βγαλε το μάτι,
να πεις πως ο Οδυσσέας σε τύφλωσεν, ο καστροπολεμίτης γιός του Λαέρτη, και το σπίτι του θα το 'βρει στην Ιθάκη!»
Η ιστορία γνωστή. Ο Πολύφημος καταράστηκε τον αλαζόνα βασιλέα να τον κατατυραννήση ο πατέρας του και άρχοντας της θαλάσσης Ποσειδώνας. Και ο θεός τω όντι τον τιμώρησε με το να τριγυρνά μες τα πέλαγα για χρόνια, να ιδή τον θάνατο των συντρόφων του και να γυρίση μετά από πολλά βάσανα και πίκρες σπίτι του, όπου κι εκεί ήταν πιά για όλους πεθαμένος. Υπάρχει άρα γε έστω τώρα και η παραμικρή αμφιβολία για το τι προκαλεί η υπερηφάνεια; Απεναντίας δεν βλέπει κανείς από εσάς, ότι με την αρετή κερδίζεται η σωτηρία; Ο καθείς κατά την κρίση του ας πράττη εφεξής. Μόνο να μην πή ποτέ ότι δεν γνώριζε. Διότι άπαντες μας το έδειξαν αυτό με τις διδαχές τους και δή για μας τους Έλληνες πέραν του δεσπότου Χριστού και θεού μας, ο Όμηρος, ο θείος μας ποιητής.
filologos-hermes.blogspot.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΥΠΟΚΛΙΣΗ ΣΤΟΝ ΜΑΣΑ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ