2012-12-24 20:16:05
Εδώ και όχι πολύ καιρό έκανε την επανεμφάνισή του στην πόλη του Πειραιά ένα φαινόμενο το οποίο πολλοί γνώριζαν από αφηγήσεις των πατεράδων και παππούδων τους, αλλά δεν το είχαν δει ποτέ οι ίδιοι με τα μάτια τους: η έλευση της κρίσης έφερε και ξέβρασε στο λιμάνι ένα θέαμα ξεχασμένο, για πολλούς σκληρό, αλλά πραγματικό όσο και η ιστορία αυτής της πόλης:
Μέσα σε ένα σκοτεινό σοκάκι, απόλυτα ορατό από το μεγάλο δρόμο που διασχίζει το λιμάνι, λίγα μόλις βήματα από την είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου, μία ιερόδουλη περιμένει, πάνω στις παλιές γραμμές του τραμ, πλάι στο «αρχαίο» περίπτερο, σε ένα τοπίο ερειπώνα, τον μελλοντικό πελάτη της.
Μία εικόνα παρακμής που τη βλέπουμε όλο και πιο συχνά σε όλο και περισσότερα σημεία της Αθήνας, η οποία όμως στον εικαστικό καμβά του Πειραιά – που πλήττεται όχι από το ενίοτε «βρώμικο» παρελθόν του, αλλά από τις «μουτζούρες» των ανησυχητικά υψηλών ποσοστών της ακροδεξιάς – πρόσθεσε άλλο ένα στοιχείο στην πληθωρικότητά του.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους κάποιος που έχει μεγαλώσει στην Αθήνα ή σε άλλο γεωγραφικό μήκος και πλάτος του λεκανοπεδίου της Αττικής δεν πρόκειται να καταλάβει ποτέ πλήρως την ιδιαίτερη ψυχογεωγραφία της πόλης του Πειραιά και των προαστίων του. Όπως, επίσης, εξίσου πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους οι μη γνώστες του «λιμανιού» δεν θα σταματήσουν ποτέ να κριτικάρουν την «υπερβολική» μυθική αχλή που το σκεπάζει.
Τα στερεότυπα που ακολουθούν το όνομα «Πειραιάς» είναι γνωστά, για να μην πούμε τετριμμένα: το λιμάνι και οι μαουνιέρηδες, τα καμπαρέ και οι οίκοι ανοχής της Τρούμπας, οι ρεμπέτες της Δραπετσώνας και τα κουτσαβάκια της Παλιάς Κοκκινιάς, η ιχθυόσκαλα του Κερατσινίου και τα ναυπηγεία του Περάματος, οι περαστικοί ναύτες και τα σκοτεινά μπαρ, ο Τσαρούχης και η σχολή Ναυτικών Δοκίμων, το Χατζηκυριάκειο και τα βραχάκια της Πειραϊκής, το ρολόι και η πύλη των λεόντων, ο Σκυλίτσης και το δημοτικό θέατρο, τα μηχανουργεία και ο Άγιος Διονύσιος, τέλος το ύστατο σύμβολο-έμβλημα της πόλης: ο Ολυμπιακός, το μοναδικό αυτό φαινόμενο στα χρονικά της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, το τόσο βαθιά σφηνωμένο και συρραμμένο στην πειραϊκή προλεταριακή ιδιοσυγκρασία και συνείδηση.
Και άλλες πόλεις της Ελλάδας έχουν ως φυσικό όριο τη θάλασσα, σε καμία όμως από αυτές η θάλασσα δεν εκβάλλει τόσο μέσα στο νωτιαίο μυελό των κατοίκων όσο η θάλασσα του Πειραιά, σε σημείο μάλιστα ώστε ο ένας να είναι η φυσική συνέχεια του άλλου. Και άλλες πόλεις υπήρξαν σημαντικοί εμπορικοί δίαυλοι, καμία όμως από αυτές δεν φέρει την ασύλληπτη πληθωρικότητα εικόνων, αισθήσεων, βιωμάτων και ερεθισμάτων του Πειραιά. Αρκεί μία σύντομη – επί της ουσίας όμως – βόλτα για να διαπιστώσει κανείς τις ηχηρές αντιθέσεις σε κάθε βήμα και σε κάθε μέτρο που διανύει.
Τα παραπάνω δεν είναι ούτε το 1/1000 της βιωματικής έντασης την οποία αποκομίζει κανείς από την ανάγνωση του τελευταίου «πονήματος-παθήματος», με την κυριολεκτική σημασία του όρου, του συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου με τίτλο Εκ Πειραιώς, στο οποίο επιχειρείται μία μυθιστορηματική αποτύπωση της πειραιώτικης ανθρωπογεωγραφίας της περιόδου 1947-1967.
Έχοντας περάσει ο ίδιος «δια Πειραιώς και σιδήρου» ως μικρό παιδί στα Μανιάτικα, έχει πει σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των συντακτών»:
«Όταν άλλαξα περιβάλλον, όταν έφευγα από τη γειτονιά για να πάω σ' ένα πολύ καλό σχολείο στο Πασαλιμάνι, συνειδητοποίησα ότι υπάρχει κι ένας κόσμος διαφορετικός. Ότι δεν είναι όλα προς θάνατο. Ότι οι διαφορές δεν λύνονται με τα μαχαιρώματα. Για καιρό πάταγα σε δυο βάρκες. Ένιωθα ότι έπρεπε να εφεύρω άλλα όπλα επιβίωσης. Και ισορρόπησα.
Το δικό μου υλικό διαμόρφωσης ήταν βιωματικό. Το θέμα είναι πώς το διαχειρίζεσαι μετά, όταν ανακαλύπτεις την ανάγκη της επιβίωσης. Εγώ ήμουν εντελώς στο δρόμο. Εκεί που μπορείς να χαθείς άνετα.
Δεν έγινε, κι αυτό οφείλεται κυρίως στην τύχη, στις συμπτώσεις, στις δεξιότητες που ενδεχομένως είχα αναπτύξει, ίσως και στο καλό γονίδιο. Δυο-τρεις φορές παραλίγο να βρεθώ απ" την άλλη μεριά. Ή γίνεσαι αστρίτης ή χάνεσαι. Στην πορεία βέβαια χρειάστηκε να πετάξω πολλά αγκάθια.
Αν διαφωνούσε κάποιος μαζί μου -άντρας εννοώ- η πρώτη σκέψη ήταν να τον δείρω. Έμαθα σιγά σιγά να συζητάω, να καταλαβαίνω ότι υπάρχει διαφορετική άποψη, ότι ο άλλος έχει δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει. Συγχρόνως έφερα τη σκευή του βιώματος. Κυκλοφορούσα σαν οπλισμένος ανάμεσα σε άοπλους χωρίς να το δείχνω.
Τι να μου πουν, τι να με φοβίσει μετά τη ζωή στα Μανιάτικα; Οταν βγήκα από κει δεν υπήρχε τίποτα που να νομίζω ότι δεν μπορώ να το κάνω. Ανθυπολοχαγός στον στρατό, πέρασα ένα σχολείο ανορθοδόξου πολέμου στη Ρεντίνα που είχε μότο: όποιος τα καταφέρει, δεν θα φοβάται τίποτα. Εγώ όμως είχα ήδη περάσει διά Πειραιώς και σιδήρου».
Γεωγραφικά εκτοπισμένος εδώ και καιρό από την τοπική «ατμόσφαιρα» και το ιδιάζον «κλίμα» του Πειραιά, ο Χαριτόπουλος μπορεί πλέον να συλλαμβάνει και να αναπλάθει με τη συγγραφική διαίσθησή του το μεδούλι αυτού του τόσο ιδιαίτερου αστικού, πληθυσμιακού και πολιτισμικού μορφώματος. Ως εάν μονάχα μέσω της απόστασης να μπορεί να επιτευχθεί η απόλυτη εγγύτητα.
Ίσως τελικά για να ανακαλύψει κανείς τις ρίζες του, πρέπει να τις εγκαταλείψει. Πόσο μάλλον όταν αυτές είναι βαθιά βυθισμένες στην πετρώδη και διαβρωμένη από την αλμύρα γη του Πειραιά, ενός λιμανιού που σε ιστορικό βάθος δεν είναι ούτε Νάπολη, ούτε Μασσαλία, ούτε Μάντσεστερ, ούτε Λίβερπουλ, αλλά και οι τέσσερις τους μαζί.
Respect Πηγή: iefimerida
xespao
Μέσα σε ένα σκοτεινό σοκάκι, απόλυτα ορατό από το μεγάλο δρόμο που διασχίζει το λιμάνι, λίγα μόλις βήματα από την είσοδο της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου, μία ιερόδουλη περιμένει, πάνω στις παλιές γραμμές του τραμ, πλάι στο «αρχαίο» περίπτερο, σε ένα τοπίο ερειπώνα, τον μελλοντικό πελάτη της.
Μία εικόνα παρακμής που τη βλέπουμε όλο και πιο συχνά σε όλο και περισσότερα σημεία της Αθήνας, η οποία όμως στον εικαστικό καμβά του Πειραιά – που πλήττεται όχι από το ενίοτε «βρώμικο» παρελθόν του, αλλά από τις «μουτζούρες» των ανησυχητικά υψηλών ποσοστών της ακροδεξιάς – πρόσθεσε άλλο ένα στοιχείο στην πληθωρικότητά του.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους κάποιος που έχει μεγαλώσει στην Αθήνα ή σε άλλο γεωγραφικό μήκος και πλάτος του λεκανοπεδίου της Αττικής δεν πρόκειται να καταλάβει ποτέ πλήρως την ιδιαίτερη ψυχογεωγραφία της πόλης του Πειραιά και των προαστίων του. Όπως, επίσης, εξίσου πολλοί είναι οι λόγοι για τους οποίους οι μη γνώστες του «λιμανιού» δεν θα σταματήσουν ποτέ να κριτικάρουν την «υπερβολική» μυθική αχλή που το σκεπάζει.
Τα στερεότυπα που ακολουθούν το όνομα «Πειραιάς» είναι γνωστά, για να μην πούμε τετριμμένα: το λιμάνι και οι μαουνιέρηδες, τα καμπαρέ και οι οίκοι ανοχής της Τρούμπας, οι ρεμπέτες της Δραπετσώνας και τα κουτσαβάκια της Παλιάς Κοκκινιάς, η ιχθυόσκαλα του Κερατσινίου και τα ναυπηγεία του Περάματος, οι περαστικοί ναύτες και τα σκοτεινά μπαρ, ο Τσαρούχης και η σχολή Ναυτικών Δοκίμων, το Χατζηκυριάκειο και τα βραχάκια της Πειραϊκής, το ρολόι και η πύλη των λεόντων, ο Σκυλίτσης και το δημοτικό θέατρο, τα μηχανουργεία και ο Άγιος Διονύσιος, τέλος το ύστατο σύμβολο-έμβλημα της πόλης: ο Ολυμπιακός, το μοναδικό αυτό φαινόμενο στα χρονικά της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, το τόσο βαθιά σφηνωμένο και συρραμμένο στην πειραϊκή προλεταριακή ιδιοσυγκρασία και συνείδηση.
Και άλλες πόλεις της Ελλάδας έχουν ως φυσικό όριο τη θάλασσα, σε καμία όμως από αυτές η θάλασσα δεν εκβάλλει τόσο μέσα στο νωτιαίο μυελό των κατοίκων όσο η θάλασσα του Πειραιά, σε σημείο μάλιστα ώστε ο ένας να είναι η φυσική συνέχεια του άλλου. Και άλλες πόλεις υπήρξαν σημαντικοί εμπορικοί δίαυλοι, καμία όμως από αυτές δεν φέρει την ασύλληπτη πληθωρικότητα εικόνων, αισθήσεων, βιωμάτων και ερεθισμάτων του Πειραιά. Αρκεί μία σύντομη – επί της ουσίας όμως – βόλτα για να διαπιστώσει κανείς τις ηχηρές αντιθέσεις σε κάθε βήμα και σε κάθε μέτρο που διανύει.
Τα παραπάνω δεν είναι ούτε το 1/1000 της βιωματικής έντασης την οποία αποκομίζει κανείς από την ανάγνωση του τελευταίου «πονήματος-παθήματος», με την κυριολεκτική σημασία του όρου, του συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλου με τίτλο Εκ Πειραιώς, στο οποίο επιχειρείται μία μυθιστορηματική αποτύπωση της πειραιώτικης ανθρωπογεωγραφίας της περιόδου 1947-1967.
Έχοντας περάσει ο ίδιος «δια Πειραιώς και σιδήρου» ως μικρό παιδί στα Μανιάτικα, έχει πει σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των συντακτών»:
«Όταν άλλαξα περιβάλλον, όταν έφευγα από τη γειτονιά για να πάω σ' ένα πολύ καλό σχολείο στο Πασαλιμάνι, συνειδητοποίησα ότι υπάρχει κι ένας κόσμος διαφορετικός. Ότι δεν είναι όλα προς θάνατο. Ότι οι διαφορές δεν λύνονται με τα μαχαιρώματα. Για καιρό πάταγα σε δυο βάρκες. Ένιωθα ότι έπρεπε να εφεύρω άλλα όπλα επιβίωσης. Και ισορρόπησα.
Το δικό μου υλικό διαμόρφωσης ήταν βιωματικό. Το θέμα είναι πώς το διαχειρίζεσαι μετά, όταν ανακαλύπτεις την ανάγκη της επιβίωσης. Εγώ ήμουν εντελώς στο δρόμο. Εκεί που μπορείς να χαθείς άνετα.
Δεν έγινε, κι αυτό οφείλεται κυρίως στην τύχη, στις συμπτώσεις, στις δεξιότητες που ενδεχομένως είχα αναπτύξει, ίσως και στο καλό γονίδιο. Δυο-τρεις φορές παραλίγο να βρεθώ απ" την άλλη μεριά. Ή γίνεσαι αστρίτης ή χάνεσαι. Στην πορεία βέβαια χρειάστηκε να πετάξω πολλά αγκάθια.
Αν διαφωνούσε κάποιος μαζί μου -άντρας εννοώ- η πρώτη σκέψη ήταν να τον δείρω. Έμαθα σιγά σιγά να συζητάω, να καταλαβαίνω ότι υπάρχει διαφορετική άποψη, ότι ο άλλος έχει δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει. Συγχρόνως έφερα τη σκευή του βιώματος. Κυκλοφορούσα σαν οπλισμένος ανάμεσα σε άοπλους χωρίς να το δείχνω.
Τι να μου πουν, τι να με φοβίσει μετά τη ζωή στα Μανιάτικα; Οταν βγήκα από κει δεν υπήρχε τίποτα που να νομίζω ότι δεν μπορώ να το κάνω. Ανθυπολοχαγός στον στρατό, πέρασα ένα σχολείο ανορθοδόξου πολέμου στη Ρεντίνα που είχε μότο: όποιος τα καταφέρει, δεν θα φοβάται τίποτα. Εγώ όμως είχα ήδη περάσει διά Πειραιώς και σιδήρου».
Γεωγραφικά εκτοπισμένος εδώ και καιρό από την τοπική «ατμόσφαιρα» και το ιδιάζον «κλίμα» του Πειραιά, ο Χαριτόπουλος μπορεί πλέον να συλλαμβάνει και να αναπλάθει με τη συγγραφική διαίσθησή του το μεδούλι αυτού του τόσο ιδιαίτερου αστικού, πληθυσμιακού και πολιτισμικού μορφώματος. Ως εάν μονάχα μέσω της απόστασης να μπορεί να επιτευχθεί η απόλυτη εγγύτητα.
Ίσως τελικά για να ανακαλύψει κανείς τις ρίζες του, πρέπει να τις εγκαταλείψει. Πόσο μάλλον όταν αυτές είναι βαθιά βυθισμένες στην πετρώδη και διαβρωμένη από την αλμύρα γη του Πειραιά, ενός λιμανιού που σε ιστορικό βάθος δεν είναι ούτε Νάπολη, ούτε Μασσαλία, ούτε Μάντσεστερ, ούτε Λίβερπουλ, αλλά και οι τέσσερις τους μαζί.
Respect Πηγή: iefimerida
xespao
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ