2013-01-01 23:44:13
Τις έντονες ανισότητες που επικρατούν στην Υγεία, μεταξύ των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποκαλύπτει έκθεση 'Πανόραμα της Υγείας: Ευρώπη'.
Η έκθεση δημοσιοποιήθηκε από τη γενική διεύθυνση Υγείας και Καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Σύμφωνα με τους συντάκτες της, η Ελλάδα εμφανίζει εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά δημόσιας χρηματοδότης του συστήματος Υγείας, γεγονός το οποίο υποχρεώνει τους πολίτες να βάζουν το χέρι πιο βαθιά στην τσέπη, όταν έρχεται η ώρα της ανάγκης.
Τα βασικά σημεία της έκθεσης είναι τα εξής:
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στα κράτη μέλη της ΕΕ αυξήθηκε κατά περισσότερο από 6 χρόνια μεταξύ του 1980 και του 2010.
Κατά μέσο όρο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για την τριετή περίοδο 2008-2010 ήταν 75,3 έτη για τους άνδρες και 81,7 χρόνια για τις γυναίκες.
Η Γαλλία είχε το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες (85,0 έτη), και η Σουηδία για τους άνδρες (79,4 έτη).
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην ΕΕ ήταν χαμηλότερο στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία για τις γυναίκες (77,3 χρόνια) και στη Λιθουανία για τους άνδρες (67,3 έτη).
Το χάσμα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ με το υψηλότερο και το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση είναι περίπου 8 χρόνια για τις γυναίκες και 12 έτη για τους άνδρες.
Κατά μέσο όρο, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα έτη υγιούς ζωής (ΕΥΖ) κατά τη γέννηση, που ορίζονται ως ο αριθμός των ετών ζωής χωρίς περιορισμό δραστηριότητας, ήταν 62,2 έτη για τις γυναίκες και τους άνδρες σε 61,0 έτη για το 2008 - 2010.
Τα έτη υγιούς ζωής (ΕΥΖ) κατά τη γέννηση στην περίοδο 2008 - 2010 ήταν περισσότερα στη Μάλτα για τις γυναίκες και στη Σουηδία για τους άνδρες, και λιγότερα στη Σλοβακική Δημοκρατία τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες.
Εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες ανισότητες στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών ομάδων.
Τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, τα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο είναι πιθανό να ζήσουν περισσότερο. Στην Τσεχική Δημοκρατία για παράδειγμα, οι άνδρες ηλικίας 65 ετών με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης μπορούν να υπολογίζουν ότι θα ζήσουν επτά χρόνια περισσότερο από τους άνδρες της ίδιας ηλικίας με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.
Το υψηλότερο εθνικό εισόδημα συνδέεται γενικά με υψηλότερο (υγιές) προσδόκιμο ζωής, μολονότι η σχέση είναι λιγότερο αισθητή στα ύψιστα επίπεδα εισοδήματος, παρουσιάζοντας 'φθίνουσα απόδοση'.
Τα χρόνια νοσήματα, όπως διαβήτης, άσθμα και άνοια εμφανίζονται με συνεχώς αυξανόμενησυχνότητα, είτε λόγω της καλύτερης διάγνωσης είτε λόγω μεγαλύτερης προδιάθεσης για νοσήματα.
Πάνω από το 6% των ατόμων ηλικίας 20-79 έτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή 30 εκατομμύρια άτομα είχε διαβήτη το 2011.
Κάπνισμα
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν μειώσει την κατανάλωση των προϊόντων καπνού μέσω εκστρατειών ευαισθητοποίησης του κοινού, απαγορεύσεις της διαφήμισης και αύξηση της φορολογίας.
Το ποσοστό των ενηλίκων που καπνίζει καθημερινά είναι κατώτερο του 15% στη Σουηδία και την Ισλανδία από άνω του 30% το 1980.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας, άνω του 30% των ενηλίκων στην Ελλάδα καπνίζει καθημερινά.
Τα ποσοστά των καπνιστών εξακολουθούν να είναι υψηλό στη Βουλγαρία, την Ιρλανδία και τη Λετονία.
Αλκοόλ
Η κατανάλωση οινοπνεύματος μειώθηκε επίσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Παραδοσιακές οινοπαραγωγοί χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, παρατήρησαν ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση μειώνεται σημαντικά από το 1980 και μετά.
Η κατανάλωση οινοπνεύματος ανά ενήλικο αυξήθηκε σημαντικά σε ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, η Φινλανδία και η Ιρλανδία.
Παχυσαρκία
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 52% των ενηλίκων είναι σήμερα υπέρβαροι από τους οποίους το 17% είναι παχύσαρκοι.
Σε επίπεδο χώρας, το ποσοστό εμφάνισης του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας υπερβαίνει το 50% στα 18 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ.
Τα ποσοστά είναι πολύ χαμηλότερα στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελβετία, μολονότι αυξάνονται και στις χώρες αυτές. Το ποσοστό της παχυσαρκίας έχει διπλασιαστεί από το 1990 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Η αύξηση της παχυσαρκίας έχει επηρεάσει όλες τις πληθυσμιακές ομάδες, σε διαφορετικό βαθμό.
Η παχυσαρκία τείνει να είναι πιο συνηθισμένη ανάμεσα στις μειονεκτούσες κοινωνικές ομάδες και ιδίως στις γυναίκες.
Γιατροί - νοσοκόμοι
Υπάρχουν ανησυχίες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες σχετικά με την έλλειψη ιατρών και νοσοκόμων, μολονότι οι πρόσφατες περικοπές των δημοσίων δαπανών στον τομέα της υγείας σε ορισμένες χώρες ενδέχεται να έχουν οδηγήσει σε μια προσωρινή τουλάχιστον μείωση της ζήτησης.
Από το 2000 και μετά, ο αριθμός των κατά κεφαλή ιατρών αυξήθηκε σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Κατά μέσο όρο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αριθμός των ιατρών αυξήθηκε από 2,9 ανά 1.000 κατοίκους το 2000 σε 3,4 το 2010.
Η ανάπτυξη ήταν ιδιαίτερα ταχεία στην Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε όλες σχεδόν τις χώρες, η ισορροπία μεταξύ των γενικών και των εξειδικευμένων ιατρών άλλαξε με τρόπο ώστε να υπάρχουν πλέον περισσότεροι ειδικευμένοι ιατροί.
Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με τη μείωση του ενδιαφέροντος για την παραδοσιακή πρακτική του 'οικογενειακού γιατρού', σε συνδυασμό με την αυξανόμενη διαφορά στις αμοιβές μεταξύ των γενικών και των ειδικών ιατρών.
Υπάρχουν επίσης ανησυχίες για πιθανές ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού. Η κατάσταση αυτή μπορεί επίσης να επιδεινωθεί στο μέλλον, επειδή η ζήτηση για νοσοκόμους εξακολουθεί να αυξάνεται και η γήρανση της γενιάς της 'έκρηξης των γεννήσεων' προμηνύει ένα κύμα συνταξιοδοτήσεων μεταξύ των νοσοκόμων.
Κατά την τελευταία δεκαετία, ο κατά κεφαλή αριθμός του νοσηλευτικού προσωπικού αυξήθηκε σε σχεδόν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στη Δανία, τη Γαλλία την Πορτογαλία και την Ισπανία. Ωστόσο, πρόσφατα σημειώθηκε μείωση στο νοσηλευτικό προσωπικό που απασχολείται σε ορισμένες χώρες που πλήττονται σκληρότερα από την οικονομική κρίση.
Περίθαλψη
Η ποιότητα της περίθαλψης έχει βελτιωθεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρά το γεγονός ότι όλες οι χώρες μπορούν να επιτύχουν καλύτερα αποτελέσματα, ιδιαίτερα για την αποφυγή των εισαγωγών σε νοσοκομεία για τα άτομα με χρόνιες ασθένειες.
Σημειώθηκε πρόοδος στη θεραπεία θανατηφόρων παθήσεων όπως η καρδιακή προσβολή, τα εγκεφαλικά επεισόδια και ο καρκίνος σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που υποβάλλουν εκθέσεις.
Τα ποσοστά θνησιμότητας ύστερα από την εισαγωγή σε νοσοκομείο για καρδιακή πρoσβoλή (οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου) μειώθηκαν κατά περίπου 50% μεταξύ του 2000 και του 2009 και για εγκεφαλικό επεισόδιο έως άνω του 20%.
Οι βελτιώσεις αυτές αντικατοπτρίζουν την καλύτερη εντατική νοσηλεία και τη μεγαλύτερη πρόσβαση σε ειδικές μονάδες εγκεφαλικών επεισοδίων σε χώρες όπως η Δανία και η Σουηδία.
Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχουν υπερβολικά πολλές εισαγωγές σε νοσοκομεία για ανεξέλεγκτο διαβήτη.
Δαπάνες
Η αύξηση των κατά κεφαλήν δαπανών στον τομέα της υγείας επιβραδύνθηκε ή ελαττώθηκε σε πραγματικούς όρους το 2010 σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, αναστρέφοντας την τάση σταθερών αυξήσεων.
Οι δαπάνες είχαν ήδη αρχίσει να μειώνονται το 2009 σε χώρες που πλήττονταν σκληρότερα από την οικονομική κρίση (Εσθονία και Ισλανδία), αλλά ακολούθησαν περαιτέρω μειώσεις το 2010 λόγω των αυξανόμενων δημοσιονομικών πιέσεων και της αύξησης των δεικτών χρέους προς το ΑΕΠ.
Σε όλη την ΕΕ, κατά μέσο όρο οι κατά κεφαλή δαπάνες για την υγεία αυξήθηκαν κατά 4,6% ανά έτος σε πραγματικές τιμές μεταξύ του 2000 και του 2009, ακολουθούμενη από πτώση κατά 0,6% το 2010.
Οι μειώσεις των δημόσιων δαπανών για την υγεία είχαν επιτευχθεί μέσω μιας σειράς μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των μειώσεων των μισθών ή/και των επίπεδων απασχόλησης, της αύξησης των άμεσων πληρωμών από νοικοκυριά για ορισμένες υπηρεσίες και φάρμακακαι με την επιβολή αυστηρών δημοσιονομικών περιορισμών στα νοσοκομεία.
Το 2010, τα κράτη μέλη της ΕΕ αφιέρωσαν κατά μέσο όρο (μη σταθμισμένο) το 9% του ΑΕΠ τους στις δαπάνες για την υγεία, αυξήθηκε σημαντικά από το 7,3% το 2000, αλλά μειώθηκε ελαφρά σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο του 9,2% το 2009.
Οι Κάτω Χώρες έχουν διαθέσει το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ για την υγεία το 2010 (12%), ακολουθούμενες από τη Γαλλία και τη Γερμανία (αμφότερες με 11,6%).
Από την άποψη των κατά κεφαλή δαπανών για την υγεία, οι Κάτω Χώρες (3 890), το Λουξεμβούργο (3 607) και η Δανία (3 439) πραγματοποίησαν τις υψηλότερες δαπάνες από τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Η Αυστρία, η Γαλλία και η Γερμανία ακολουθούσαν με άνω των 3.000 ευρώ κατά κεφαλή. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία πραγματοποίησαν τις χαμηλότερες δαπάνες με περίπου 700 ευρώ.
Δημόσιος τομέας
Ο δημόσιος τομέας είναι η κύρια πηγή χρηματοδότησης της περίθαλψης υγείας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες εκτός της Κύπρου.
Το 2010, σχεδόν τα τρία τέταρτα (73%) όλων των δαπανών για την υγεία χρηματοδοτήθηκαν κατά μέσο όρο από το Δημόσιο στα κράτη μέλη της ΕΕ.
Η δημόσια χρηματοδότηση αντιστοιχούσε σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% στις Κάτω Χώρες, τις σκανδιναβικές χώρες (εκτός της Φινλανδίας), στο Λουξεμβούργο, στην Τσεχική Δημοκρατία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Ρουμανία.
Το ποσοστό αυτό ήταν το χαμηλότερο στην Κύπρο (43%), και στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα και στη Λετονία (55 - 60%).
Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τον συνδυασμό της δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης της υγείας σε ορισμένες χώρες.
Η χρηματοδότηση ιδιωτικής ασφάλισης υγείας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο μόνον σε λίγες χώρες.
Το 2010, το μερίδιο των άμεσων πληρωμών ήταν υψηλότερο στην Κύπρο (49%), τη Βουλγαρία (43%) και την Ελλάδα (38%). Το χαμηλότερο ήταν στις Κάτω Χώρες (6%), τη Γαλλία (7%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (9%).
Το μερίδιο αυτό αυξήθηκε κατά την τελευταία δεκαετία στα μισά περίπου κράτη μέλη της ΕΕ, κυρίως στη Βουλγαρία, την Κύπρο, τη Μάλτα και την Σλοβακική Δημοκρατία.
Η οικονομική κρίση και οι αυξανόμενοι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν επιτείνει τις πιέσεις στα συστήματα υγείας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Δ.Κ.
IATRONET.GR
medispin
Η έκθεση δημοσιοποιήθηκε από τη γενική διεύθυνση Υγείας και Καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Σύμφωνα με τους συντάκτες της, η Ελλάδα εμφανίζει εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά δημόσιας χρηματοδότης του συστήματος Υγείας, γεγονός το οποίο υποχρεώνει τους πολίτες να βάζουν το χέρι πιο βαθιά στην τσέπη, όταν έρχεται η ώρα της ανάγκης.
Τα βασικά σημεία της έκθεσης είναι τα εξής:
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στα κράτη μέλη της ΕΕ αυξήθηκε κατά περισσότερο από 6 χρόνια μεταξύ του 1980 και του 2010.
Κατά μέσο όρο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για την τριετή περίοδο 2008-2010 ήταν 75,3 έτη για τους άνδρες και 81,7 χρόνια για τις γυναίκες.
Η Γαλλία είχε το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες (85,0 έτη), και η Σουηδία για τους άνδρες (79,4 έτη).
Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην ΕΕ ήταν χαμηλότερο στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία για τις γυναίκες (77,3 χρόνια) και στη Λιθουανία για τους άνδρες (67,3 έτη).
Το χάσμα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ με το υψηλότερο και το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση είναι περίπου 8 χρόνια για τις γυναίκες και 12 έτη για τους άνδρες.
Κατά μέσο όρο, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα έτη υγιούς ζωής (ΕΥΖ) κατά τη γέννηση, που ορίζονται ως ο αριθμός των ετών ζωής χωρίς περιορισμό δραστηριότητας, ήταν 62,2 έτη για τις γυναίκες και τους άνδρες σε 61,0 έτη για το 2008 - 2010.
Τα έτη υγιούς ζωής (ΕΥΖ) κατά τη γέννηση στην περίοδο 2008 - 2010 ήταν περισσότερα στη Μάλτα για τις γυναίκες και στη Σουηδία για τους άνδρες, και λιγότερα στη Σλοβακική Δημοκρατία τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες.
Εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες ανισότητες στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών ομάδων.
Τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, τα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο είναι πιθανό να ζήσουν περισσότερο. Στην Τσεχική Δημοκρατία για παράδειγμα, οι άνδρες ηλικίας 65 ετών με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης μπορούν να υπολογίζουν ότι θα ζήσουν επτά χρόνια περισσότερο από τους άνδρες της ίδιας ηλικίας με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.
Το υψηλότερο εθνικό εισόδημα συνδέεται γενικά με υψηλότερο (υγιές) προσδόκιμο ζωής, μολονότι η σχέση είναι λιγότερο αισθητή στα ύψιστα επίπεδα εισοδήματος, παρουσιάζοντας 'φθίνουσα απόδοση'.
Τα χρόνια νοσήματα, όπως διαβήτης, άσθμα και άνοια εμφανίζονται με συνεχώς αυξανόμενησυχνότητα, είτε λόγω της καλύτερης διάγνωσης είτε λόγω μεγαλύτερης προδιάθεσης για νοσήματα.
Πάνω από το 6% των ατόμων ηλικίας 20-79 έτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή 30 εκατομμύρια άτομα είχε διαβήτη το 2011.
Κάπνισμα
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν μειώσει την κατανάλωση των προϊόντων καπνού μέσω εκστρατειών ευαισθητοποίησης του κοινού, απαγορεύσεις της διαφήμισης και αύξηση της φορολογίας.
Το ποσοστό των ενηλίκων που καπνίζει καθημερινά είναι κατώτερο του 15% στη Σουηδία και την Ισλανδία από άνω του 30% το 1980.
Στο άλλο άκρο της κλίμακας, άνω του 30% των ενηλίκων στην Ελλάδα καπνίζει καθημερινά.
Τα ποσοστά των καπνιστών εξακολουθούν να είναι υψηλό στη Βουλγαρία, την Ιρλανδία και τη Λετονία.
Αλκοόλ
Η κατανάλωση οινοπνεύματος μειώθηκε επίσης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Παραδοσιακές οινοπαραγωγοί χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, παρατήρησαν ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση μειώνεται σημαντικά από το 1980 και μετά.
Η κατανάλωση οινοπνεύματος ανά ενήλικο αυξήθηκε σημαντικά σε ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος, η Φινλανδία και η Ιρλανδία.
Παχυσαρκία
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 52% των ενηλίκων είναι σήμερα υπέρβαροι από τους οποίους το 17% είναι παχύσαρκοι.
Σε επίπεδο χώρας, το ποσοστό εμφάνισης του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας υπερβαίνει το 50% στα 18 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ.
Τα ποσοστά είναι πολύ χαμηλότερα στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελβετία, μολονότι αυξάνονται και στις χώρες αυτές. Το ποσοστό της παχυσαρκίας έχει διπλασιαστεί από το 1990 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Η αύξηση της παχυσαρκίας έχει επηρεάσει όλες τις πληθυσμιακές ομάδες, σε διαφορετικό βαθμό.
Η παχυσαρκία τείνει να είναι πιο συνηθισμένη ανάμεσα στις μειονεκτούσες κοινωνικές ομάδες και ιδίως στις γυναίκες.
Γιατροί - νοσοκόμοι
Υπάρχουν ανησυχίες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες σχετικά με την έλλειψη ιατρών και νοσοκόμων, μολονότι οι πρόσφατες περικοπές των δημοσίων δαπανών στον τομέα της υγείας σε ορισμένες χώρες ενδέχεται να έχουν οδηγήσει σε μια προσωρινή τουλάχιστον μείωση της ζήτησης.
Από το 2000 και μετά, ο αριθμός των κατά κεφαλή ιατρών αυξήθηκε σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Κατά μέσο όρο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο αριθμός των ιατρών αυξήθηκε από 2,9 ανά 1.000 κατοίκους το 2000 σε 3,4 το 2010.
Η ανάπτυξη ήταν ιδιαίτερα ταχεία στην Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε όλες σχεδόν τις χώρες, η ισορροπία μεταξύ των γενικών και των εξειδικευμένων ιατρών άλλαξε με τρόπο ώστε να υπάρχουν πλέον περισσότεροι ειδικευμένοι ιατροί.
Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με τη μείωση του ενδιαφέροντος για την παραδοσιακή πρακτική του 'οικογενειακού γιατρού', σε συνδυασμό με την αυξανόμενη διαφορά στις αμοιβές μεταξύ των γενικών και των ειδικών ιατρών.
Υπάρχουν επίσης ανησυχίες για πιθανές ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού. Η κατάσταση αυτή μπορεί επίσης να επιδεινωθεί στο μέλλον, επειδή η ζήτηση για νοσοκόμους εξακολουθεί να αυξάνεται και η γήρανση της γενιάς της 'έκρηξης των γεννήσεων' προμηνύει ένα κύμα συνταξιοδοτήσεων μεταξύ των νοσοκόμων.
Κατά την τελευταία δεκαετία, ο κατά κεφαλή αριθμός του νοσηλευτικού προσωπικού αυξήθηκε σε σχεδόν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Η αύξηση ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στη Δανία, τη Γαλλία την Πορτογαλία και την Ισπανία. Ωστόσο, πρόσφατα σημειώθηκε μείωση στο νοσηλευτικό προσωπικό που απασχολείται σε ορισμένες χώρες που πλήττονται σκληρότερα από την οικονομική κρίση.
Περίθαλψη
Η ποιότητα της περίθαλψης έχει βελτιωθεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρά το γεγονός ότι όλες οι χώρες μπορούν να επιτύχουν καλύτερα αποτελέσματα, ιδιαίτερα για την αποφυγή των εισαγωγών σε νοσοκομεία για τα άτομα με χρόνιες ασθένειες.
Σημειώθηκε πρόοδος στη θεραπεία θανατηφόρων παθήσεων όπως η καρδιακή προσβολή, τα εγκεφαλικά επεισόδια και ο καρκίνος σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που υποβάλλουν εκθέσεις.
Τα ποσοστά θνησιμότητας ύστερα από την εισαγωγή σε νοσοκομείο για καρδιακή πρoσβoλή (οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου) μειώθηκαν κατά περίπου 50% μεταξύ του 2000 και του 2009 και για εγκεφαλικό επεισόδιο έως άνω του 20%.
Οι βελτιώσεις αυτές αντικατοπτρίζουν την καλύτερη εντατική νοσηλεία και τη μεγαλύτερη πρόσβαση σε ειδικές μονάδες εγκεφαλικών επεισοδίων σε χώρες όπως η Δανία και η Σουηδία.
Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχουν υπερβολικά πολλές εισαγωγές σε νοσοκομεία για ανεξέλεγκτο διαβήτη.
Δαπάνες
Η αύξηση των κατά κεφαλήν δαπανών στον τομέα της υγείας επιβραδύνθηκε ή ελαττώθηκε σε πραγματικούς όρους το 2010 σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, αναστρέφοντας την τάση σταθερών αυξήσεων.
Οι δαπάνες είχαν ήδη αρχίσει να μειώνονται το 2009 σε χώρες που πλήττονταν σκληρότερα από την οικονομική κρίση (Εσθονία και Ισλανδία), αλλά ακολούθησαν περαιτέρω μειώσεις το 2010 λόγω των αυξανόμενων δημοσιονομικών πιέσεων και της αύξησης των δεικτών χρέους προς το ΑΕΠ.
Σε όλη την ΕΕ, κατά μέσο όρο οι κατά κεφαλή δαπάνες για την υγεία αυξήθηκαν κατά 4,6% ανά έτος σε πραγματικές τιμές μεταξύ του 2000 και του 2009, ακολουθούμενη από πτώση κατά 0,6% το 2010.
Οι μειώσεις των δημόσιων δαπανών για την υγεία είχαν επιτευχθεί μέσω μιας σειράς μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των μειώσεων των μισθών ή/και των επίπεδων απασχόλησης, της αύξησης των άμεσων πληρωμών από νοικοκυριά για ορισμένες υπηρεσίες και φάρμακακαι με την επιβολή αυστηρών δημοσιονομικών περιορισμών στα νοσοκομεία.
Το 2010, τα κράτη μέλη της ΕΕ αφιέρωσαν κατά μέσο όρο (μη σταθμισμένο) το 9% του ΑΕΠ τους στις δαπάνες για την υγεία, αυξήθηκε σημαντικά από το 7,3% το 2000, αλλά μειώθηκε ελαφρά σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο του 9,2% το 2009.
Οι Κάτω Χώρες έχουν διαθέσει το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ για την υγεία το 2010 (12%), ακολουθούμενες από τη Γαλλία και τη Γερμανία (αμφότερες με 11,6%).
Από την άποψη των κατά κεφαλή δαπανών για την υγεία, οι Κάτω Χώρες (3 890), το Λουξεμβούργο (3 607) και η Δανία (3 439) πραγματοποίησαν τις υψηλότερες δαπάνες από τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Η Αυστρία, η Γαλλία και η Γερμανία ακολουθούσαν με άνω των 3.000 ευρώ κατά κεφαλή. Η Βουλγαρία και η Ρουμανία πραγματοποίησαν τις χαμηλότερες δαπάνες με περίπου 700 ευρώ.
Δημόσιος τομέας
Ο δημόσιος τομέας είναι η κύρια πηγή χρηματοδότησης της περίθαλψης υγείας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες εκτός της Κύπρου.
Το 2010, σχεδόν τα τρία τέταρτα (73%) όλων των δαπανών για την υγεία χρηματοδοτήθηκαν κατά μέσο όρο από το Δημόσιο στα κράτη μέλη της ΕΕ.
Η δημόσια χρηματοδότηση αντιστοιχούσε σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% στις Κάτω Χώρες, τις σκανδιναβικές χώρες (εκτός της Φινλανδίας), στο Λουξεμβούργο, στην Τσεχική Δημοκρατία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Ρουμανία.
Το ποσοστό αυτό ήταν το χαμηλότερο στην Κύπρο (43%), και στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα και στη Λετονία (55 - 60%).
Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τον συνδυασμό της δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης της υγείας σε ορισμένες χώρες.
Η χρηματοδότηση ιδιωτικής ασφάλισης υγείας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο μόνον σε λίγες χώρες.
Το 2010, το μερίδιο των άμεσων πληρωμών ήταν υψηλότερο στην Κύπρο (49%), τη Βουλγαρία (43%) και την Ελλάδα (38%). Το χαμηλότερο ήταν στις Κάτω Χώρες (6%), τη Γαλλία (7%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (9%).
Το μερίδιο αυτό αυξήθηκε κατά την τελευταία δεκαετία στα μισά περίπου κράτη μέλη της ΕΕ, κυρίως στη Βουλγαρία, την Κύπρο, τη Μάλτα και την Σλοβακική Δημοκρατία.
Η οικονομική κρίση και οι αυξανόμενοι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν επιτείνει τις πιέσεις στα συστήματα υγείας σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Δ.Κ.
IATRONET.GR
medispin
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κύπρος: Έτος προεδρικών εκλογών το 2013
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ