2013-01-05 01:45:03
Του Ἀρχιμ. Β. Γ.
ΓΕΡΟΝΤΙΚΑ
«Ἂν ὁ καθένας ψάξει τὴ ζωή του, θὰ δεῖ ὅτι... μπορεῖ νὰ ἔχει ἐπιτυχίες ἢ ἀποτυχίες, ἀλλὰ ὑπάρχει κάποια θεία ἐπίσκεψη. Καὶ τότε, νοιώθουμε ὅτι ὁ Καλὸς Ποιμὴν μᾶς καλεῖ κατ᾿ ὄνομα. Ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε ἐποχὴ ἀμάρτυρον, σὲ κάθε ἐποχὴ εἶχε τοὺς ἁγίους του. Ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε ἀμάρτυρον καὶ χωρὶς ἐπίσκεψη κανέναν ἄνθρωπο. Τὸ θέμα εἶναι νὰ ἔχουμε ὦτα καὶ νὰ ἀκοῦμε τὴν κλήση Του. Τὸ κακὸ καὶ ἐπικίνδυνο εἶναι ὅτι μας σέβεται περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι μας πρέπει. Λέει στὴν Ἀποκάλυψη «ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω. Ἐὰν τίς μου ἀνοίξη εἰσελεύσομαι» καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του. Ἐὰν ὄχι, θὰ φύγω. Ἐμεῖς, ἂν θέλουμε, μπορούμε νὰ ποῦμε: «Θεέ μου ἐγὼ εἶμαι κουφὸς καὶ ἄλαλος, δὲν ἀκούω τίποτα. Γι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ, ὅταν ἔρθεις καὶ χτυπᾷς τὴν πόρτα μου καὶ δὲν ἀνοίγω, νὰ τὴν σπάσεις». Κι ἂν Τοῦ τὸ ζητήσουμε, θὰ τὴ σπάσει καὶ θὰ μπεῖ μέσα καὶ τότε θὰ ἀρχίσει μία ἄλλη ζωὴ γιὰ μᾶς
. Ὁπότε αὐτὴ ἡ προσωπικὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ εἶναι σὰν τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου ποὺ εἶπε: «μὴν πιστεύετε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ σᾶς λένε ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἂν σᾶς ποῦν ἐν τοῖς ταμείοις μὴ πιστεύσετε ὅτι εἶμαι ἐκεῖ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ μὴ ἐξέλθητε». Γιατὶ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου εἶναι σὰν τὴν ἀστραπὴ ποὺ φωτίζει τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν. Ὑπάρχουν κάποιες μυστικὲς ἐπισκέψεις ἀνάκουστες, ἀθόρυβες, ποὺ δὲν τὶς παίρνει εἴδηση ὁ κόσμος, … σὰν τὴν ἀστραπὴ ποὺ φωτίζει τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν μέσα στὸν καθένα. Τὸ θέμα εἶναι νὰ μὴν ξεχάσουμε αὐτὲς τὶς προσωπικὲς συναντήσεις καὶ φανερώσεις, νὰ ἡσυχάσουμε σὲ μία γωνιὰ καὶ νὰ ἀφήσουμε αὐτὴν τὴν ἐμπειρία σὰν προζύμι νὰ ζυμώσει ὅλο τὸ φύραμα. Ὅταν αὐτὸ γίνει, ὁ ἄνθρωπος μὴν κάνοντας τίποτα, τὰ κάνει ὅλα. Καὶ κάνοντας ὅλα, κάνει τὸ ἕνα ποὺ χρειάζεται. Καὶ ὅπως λέει ὁ Ἅγ. Συμεὼν ὁ Θεολόγος, «ὅταν ἀκούει κανεὶς τὸν ἕνα Λόγο τότε ἀκούει ὅλους τοὺς λόγους». Καὶ ὅταν ἀκούει ὅλους τοὺς λόγους δὲν ἀκούει παρὰ τὸν ἕνα Λόγο. Καὶ ὅταν ἀκούει κανεὶς αὐτὸν τὸν ἕνα Λόγο δηλ. ὅλους τοὺς λόγους, τότε καταλαβαίνει τοὺς λόγους τῶν ὄντων, δηλ. τὴν αἰτία καὶ τὸ σκοπὸ τῆς ὑπάρξεως τῶν ὄντων. Τότε νοιώθει ὅτι ὄντας ἀκίνητος τὰ κάνει ὅλα καὶ ὄντας κάπου εἶναι παντοῦ.
Νὰ ἀκούσουμε προσωπικὰ τῆς φωνῆς Αὐτοῦ καὶ νὰ ποῦμε «ναί» στὴ φωνὴ αὐτή. Τὸ δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο εἶναι ὅτι μᾶς σέβεται, χτυπάει σιγὰ τὴν πόρτα καὶ μᾶς λέει ὅτι, ἂν θέλετε μπορεῖτε νὰ μὲ ἀρνηθεῖτε, δὲν διαπληκτίζομαι μαζί σας. Νομίζω ὅτι ἡ θεϊκότης τοῦ σαρκωθέντος Λόγου μπορεῖ νὰ φανερωθεῖ καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι λέει ὁ Κύριος: «ἐὰν τίς μου ἀκούση τῶν ρημάτων καὶ οὐ πιστεύσει, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν. Ὁ Λόγος ὁ ἐμὸς κρινεῖ ὑμᾶς ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ». Ἔχοντας αὐτὴν τὴν παντοκρατορία τῆς ἀγάπης δὲν διαπληκτίζεται. Γι᾿ αὐτὸ σκοπὸς εἶναι νὰ γίνει κανεὶς κατὰ χάριν Λόγος, νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεὸς καὶ τότε βλέπει ὅτι ἀποκαθίσταται ἡ ἑνότης τοῦ σύμπαντος κόσμου. Καὶ αὐτὴ ἡ ἑνότης τοῦ σύμπαντος κόσμου δὲν μπορεῖ νὰ διαταραχτεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ διασπαστεῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ δὲν μπορούμε νὰ μαζευτοῦμε οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως γιὰ νὰ κάνουμε κάτι ἄλλο δικό μας. Ἡ ἑνότης ὑπάρχει, ἡ ζωὴ ὑπάρχει, ἡ αἰωνιότης ὑπάρχει, δὲν διαλύεται, γι᾿ αὐτὸ ὅλοι ἐλπίζουμε -σὲ Ἀνατολὴ καὶ σὲ Δύση. Κι ἂν οἱ Δυτικοὶ εἶναι καλοὶ καὶ τακτοποιημένοι, μὲ γειά τους μὲ χαρά τους. Κι ἂν τυχὸν ἐμεῖς εἴμαστε ἐπιπόλαιοι καὶ διαλυμένοι, μὲ γειά μας μὲ χαρά μας. Δὲν θὰ μᾶς σώσει παρὰ αὐτὴ ἡ ζωηφόρος νέκρωση ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἄλλη δύναμη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τί νὰ τὴν κάνω τὴν τάξη καὶ τὴν ἐπιτυχία τὴ στιγμὴ ποὺ θά ῾ρθει ὁ θάνατος καὶ θὰ τὰ διαλύσει ὅλα; Ὅταν λέει ὁ Κύριος ὅτι: «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς (τῆς Ἐκκλησίας)» δὲν μιλάει γιὰ Βατικανό, ὅπως δὲν μιλάει γιὰ Κρεμλίνο. Κρεμλίνο καὶ Βατικανὸ εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα, στὴν ἴδια κατηγορία, ὅπως οἱ αὐστηροὶ ἀντιοικουμενιστὲς Προτεστάντες μὲ τοὺς δικούς μας ἀντίστοιχους Ὀρθοδόξους. Μιλάει γιὰ τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Δεσπότης τῶν ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων, ποὺ πράττει τὰ θεῖα ἀνθρωπίνως καὶ τὰ ἀνθρώπινα θεϊκῶς. Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐμεῖς τονίζουμε τὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου καὶ οἱ ἄλλοι τὴν Ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου. Τότε θὰ ἔπαυε νὰ ὑπάρχει Ἐκκλησία. Μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει αὐτὴ ἡ Θεία Θεανθρώπινη ἰσορροπία. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἂν τὸ νοιώσουμε, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία σιωπή, στὸ νὰ παραλύσουν τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, στὸ νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Πίστη, ἡ παρηγοριὰ καὶ ὁ λόγος δὲν μεταδίδεται μὲ ἀπειλὲς οὔτε μὲ καυχήσεις, ἀλλὰ μεταδίδεται ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶναι νεκροὶ καὶ ἀεὶ ζῶντες, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸ Θεοφόρο, ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει, νὰ φύγει γιὰ νὰ μείνει πάντα μὲ τὴν Ἐκκλησία, νὰ σταματήσει νὰ μιλᾷ γιὰ νὰ γίνει Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὑπάρχουν οἱ κεκοιμημένοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀεὶ ζῶντες. Καὶ ὑπάρχουν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἁγιάσει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους. Καὶ αὐτοὶ δὲν παρέρχονται ποτέ.
Αὐτὸ ἔχει νὰ δώσει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁπότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἔχουμε καὶ τὴν ἔννοια ποὺ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς μιλᾶμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Πολλὲς φορὲς νοιώθω ὅτι ἂν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία παρουσιάζεται, τότε γιὰ νὰ τὴ βροῦμε τὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ τὴν ἀρνηθοῦμε αὐτὴ τὴν Ὀρθοδοξία. Γιατί ὁ θεὸς δὲν εἶναι Θεός, εἶναι ὑπέρθεος. Στὴ Θ. Λειτουργία, στὴν ἀγία Ἀναφορὰ λέγεται ὅτι εἶναι ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ ὑμνεῖται ὁ Θεὸς γιατί εἶναι ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος. Ἂν ἦταν νοητός, καταληπτὸς καὶ ὁρατὸς δὲν θὰ ἄξιζε τὸν κόπο νὰ ὑμνεῖται. Ἀόρατος, ἀκατάληπτος, μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ ἀνύπαρκτος – γι᾿ αὐτὸ ὁ ὄντως ὢν. Εἶναι ἀνύπαρκτος, μὲ ὁποιαδήποτε ἔννοια μποροῦμε νὰ βάλουμε ἐμεῖς τῆς ὑπάρξεως. Αὐτὸς εἶναι λόγος τοῦ Ἅγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ ποὺ λέει: «διὰ τὸ ὑπὲρ εἶναι τὸν Θεὸν» ἁρμόζει πιὸ πολὺ τὸ μὴ εἶναι ἀπὸ τὸ εἶναι. Ἂν πῶ ἐγὼ ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει καὶ πιστεύω στὸ Θεὸ μ᾿ ἕνα τρόπο ἀνθρώπινο, ἴσως εἶμαι πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ αὐτὸν ποὺ λέει δὲν ὑπάρχει Θεός. Γιατί τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπέρ-εἶναι. Ὁπότε ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, εἶναι μία, ἐλάχιστη ἂν θέλετε, διαλυμένη καὶ ρακένδυτη ἀλλὰ πάμφωτη, ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ δώσει τὸ προζύμι ποὺ ζυμεῖ ὅλο τὸ φύραμα τῆς Δημιουργίας».
romnios.gr
ΓΕΡΟΝΤΙΚΑ
«Ἂν ὁ καθένας ψάξει τὴ ζωή του, θὰ δεῖ ὅτι... μπορεῖ νὰ ἔχει ἐπιτυχίες ἢ ἀποτυχίες, ἀλλὰ ὑπάρχει κάποια θεία ἐπίσκεψη. Καὶ τότε, νοιώθουμε ὅτι ὁ Καλὸς Ποιμὴν μᾶς καλεῖ κατ᾿ ὄνομα. Ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε ἐποχὴ ἀμάρτυρον, σὲ κάθε ἐποχὴ εἶχε τοὺς ἁγίους του. Ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε ἀμάρτυρον καὶ χωρὶς ἐπίσκεψη κανέναν ἄνθρωπο. Τὸ θέμα εἶναι νὰ ἔχουμε ὦτα καὶ νὰ ἀκοῦμε τὴν κλήση Του. Τὸ κακὸ καὶ ἐπικίνδυνο εἶναι ὅτι μας σέβεται περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι μας πρέπει. Λέει στὴν Ἀποκάλυψη «ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω. Ἐὰν τίς μου ἀνοίξη εἰσελεύσομαι» καὶ θὰ δειπνήσω μαζί του. Ἐὰν ὄχι, θὰ φύγω. Ἐμεῖς, ἂν θέλουμε, μπορούμε νὰ ποῦμε: «Θεέ μου ἐγὼ εἶμαι κουφὸς καὶ ἄλαλος, δὲν ἀκούω τίποτα. Γι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ, ὅταν ἔρθεις καὶ χτυπᾷς τὴν πόρτα μου καὶ δὲν ἀνοίγω, νὰ τὴν σπάσεις». Κι ἂν Τοῦ τὸ ζητήσουμε, θὰ τὴ σπάσει καὶ θὰ μπεῖ μέσα καὶ τότε θὰ ἀρχίσει μία ἄλλη ζωὴ γιὰ μᾶς
Νὰ ἀκούσουμε προσωπικὰ τῆς φωνῆς Αὐτοῦ καὶ νὰ ποῦμε «ναί» στὴ φωνὴ αὐτή. Τὸ δύσκολο καὶ ἐπικίνδυνο εἶναι ὅτι μᾶς σέβεται, χτυπάει σιγὰ τὴν πόρτα καὶ μᾶς λέει ὅτι, ἂν θέλετε μπορεῖτε νὰ μὲ ἀρνηθεῖτε, δὲν διαπληκτίζομαι μαζί σας. Νομίζω ὅτι ἡ θεϊκότης τοῦ σαρκωθέντος Λόγου μπορεῖ νὰ φανερωθεῖ καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι λέει ὁ Κύριος: «ἐὰν τίς μου ἀκούση τῶν ρημάτων καὶ οὐ πιστεύσει, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν. Ὁ Λόγος ὁ ἐμὸς κρινεῖ ὑμᾶς ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ». Ἔχοντας αὐτὴν τὴν παντοκρατορία τῆς ἀγάπης δὲν διαπληκτίζεται. Γι᾿ αὐτὸ σκοπὸς εἶναι νὰ γίνει κανεὶς κατὰ χάριν Λόγος, νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεὸς καὶ τότε βλέπει ὅτι ἀποκαθίσταται ἡ ἑνότης τοῦ σύμπαντος κόσμου. Καὶ αὐτὴ ἡ ἑνότης τοῦ σύμπαντος κόσμου δὲν μπορεῖ νὰ διαταραχτεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ διασπαστεῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ δὲν μπορούμε νὰ μαζευτοῦμε οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως γιὰ νὰ κάνουμε κάτι ἄλλο δικό μας. Ἡ ἑνότης ὑπάρχει, ἡ ζωὴ ὑπάρχει, ἡ αἰωνιότης ὑπάρχει, δὲν διαλύεται, γι᾿ αὐτὸ ὅλοι ἐλπίζουμε -σὲ Ἀνατολὴ καὶ σὲ Δύση. Κι ἂν οἱ Δυτικοὶ εἶναι καλοὶ καὶ τακτοποιημένοι, μὲ γειά τους μὲ χαρά τους. Κι ἂν τυχὸν ἐμεῖς εἴμαστε ἐπιπόλαιοι καὶ διαλυμένοι, μὲ γειά μας μὲ χαρά μας. Δὲν θὰ μᾶς σώσει παρὰ αὐτὴ ἡ ζωηφόρος νέκρωση ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει τὴν ἄλλη δύναμη, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τί νὰ τὴν κάνω τὴν τάξη καὶ τὴν ἐπιτυχία τὴ στιγμὴ ποὺ θά ῾ρθει ὁ θάνατος καὶ θὰ τὰ διαλύσει ὅλα; Ὅταν λέει ὁ Κύριος ὅτι: «πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς (τῆς Ἐκκλησίας)» δὲν μιλάει γιὰ Βατικανό, ὅπως δὲν μιλάει γιὰ Κρεμλίνο. Κρεμλίνο καὶ Βατικανὸ εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα, στὴν ἴδια κατηγορία, ὅπως οἱ αὐστηροὶ ἀντιοικουμενιστὲς Προτεστάντες μὲ τοὺς δικούς μας ἀντίστοιχους Ὀρθοδόξους. Μιλάει γιὰ τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Δεσπότης τῶν ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων, ποὺ πράττει τὰ θεῖα ἀνθρωπίνως καὶ τὰ ἀνθρώπινα θεϊκῶς. Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐμεῖς τονίζουμε τὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου καὶ οἱ ἄλλοι τὴν Ἀνθρωπότητα τοῦ Κυρίου. Τότε θὰ ἔπαυε νὰ ὑπάρχει Ἐκκλησία. Μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει αὐτὴ ἡ Θεία Θεανθρώπινη ἰσορροπία. Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἂν τὸ νοιώσουμε, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία σιωπή, στὸ νὰ παραλύσουν τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, στὸ νὰ καταλάβουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ Πίστη, ἡ παρηγοριὰ καὶ ὁ λόγος δὲν μεταδίδεται μὲ ἀπειλὲς οὔτε μὲ καυχήσεις, ἀλλὰ μεταδίδεται ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶναι νεκροὶ καὶ ἀεὶ ζῶντες, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰγνάτιο τὸ Θεοφόρο, ὁ ὁποῖος θέλησε νὰ πεθάνει γιὰ νὰ ζήσει, νὰ φύγει γιὰ νὰ μείνει πάντα μὲ τὴν Ἐκκλησία, νὰ σταματήσει νὰ μιλᾷ γιὰ νὰ γίνει Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὑπάρχουν οἱ κεκοιμημένοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀεὶ ζῶντες. Καὶ ὑπάρχουν αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἁγιάσει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους. Καὶ αὐτοὶ δὲν παρέρχονται ποτέ.
Αὐτὸ ἔχει νὰ δώσει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁπότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι μὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴν ἔννοια ποὺ ἔχουμε καὶ τὴν ἔννοια ποὺ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς μιλᾶμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Πολλὲς φορὲς νοιώθω ὅτι ἂν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία παρουσιάζεται, τότε γιὰ νὰ τὴ βροῦμε τὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ τὴν ἀρνηθοῦμε αὐτὴ τὴν Ὀρθοδοξία. Γιατί ὁ θεὸς δὲν εἶναι Θεός, εἶναι ὑπέρθεος. Στὴ Θ. Λειτουργία, στὴν ἀγία Ἀναφορὰ λέγεται ὅτι εἶναι ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ ὑμνεῖται ὁ Θεὸς γιατί εἶναι ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος. Ἂν ἦταν νοητός, καταληπτὸς καὶ ὁρατὸς δὲν θὰ ἄξιζε τὸν κόπο νὰ ὑμνεῖται. Ἀόρατος, ἀκατάληπτος, μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ ἀνύπαρκτος – γι᾿ αὐτὸ ὁ ὄντως ὢν. Εἶναι ἀνύπαρκτος, μὲ ὁποιαδήποτε ἔννοια μποροῦμε νὰ βάλουμε ἐμεῖς τῆς ὑπάρξεως. Αὐτὸς εἶναι λόγος τοῦ Ἅγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ ποὺ λέει: «διὰ τὸ ὑπὲρ εἶναι τὸν Θεὸν» ἁρμόζει πιὸ πολὺ τὸ μὴ εἶναι ἀπὸ τὸ εἶναι. Ἂν πῶ ἐγὼ ὅτι ὁ Θεὸς ὑπάρχει καὶ πιστεύω στὸ Θεὸ μ᾿ ἕνα τρόπο ἀνθρώπινο, ἴσως εἶμαι πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ αὐτὸν ποὺ λέει δὲν ὑπάρχει Θεός. Γιατί τὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑπέρ-εἶναι. Ὁπότε ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος, εἶναι μία, ἐλάχιστη ἂν θέλετε, διαλυμένη καὶ ρακένδυτη ἀλλὰ πάμφωτη, ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ δώσει τὸ προζύμι ποὺ ζυμεῖ ὅλο τὸ φύραμα τῆς Δημιουργίας».
romnios.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στον ανακριτή τη Δευτέρα ο 33χρονος για την απόπειρα ανθρωποκτονίας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κλειστά τα Δημόσια ΚΤΕΟ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ