2013-01-07 13:51:03
Το σκάνδαλο διαφθοράς που αποκαλύφθηκε σχετικά με μία σύμβαση με τη Δημοκρατία του Κονγκό, στο οποίο ενεπλάκη ένας υπάλληλος της εταιρίας Gunvor (ειδικεύεται στο διαμεσολαβητικό εμπόριο πετρελαίου) προκάλεσε αρκετή αναστάτωση στην Ελβετία. Υπάρχει άραγε ο κίνδυνος να μετατραπεί το εμπόριο των πρώτων υλών, στο οποίο η Ελβετική Συνομοσπονδία κατέχει σημαντική θέση, σε πρόβλημα ανάλογο με εκείνο που δημιούργησε το τραπεζικό απόρρητο της χώρας ;
Στο κέντρο της Γενεύης, στις Rues Basses, μονάχα ένα καλά εξασκημένο μάτι θα κατορθώσει να διακρίνει τη μικρή πλακέτα με τα χρυσά γράμματα που υποδηλώνει τα γραφεία της Gunvor, καθώς αυτή δεν διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνη ενός συνηθισμένου δικηγορικού γραφείου. Κι όμως, πρόκειται για μια εταιρία που ειδικεύεται στο διαμεσολαβητικό εμπόριο ρωσικού πετρελαίου και η οποία πραγματοποίησε το 2011 κύκλο εργασιών 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των Ελβετών ωρολογοποιών και τραπεζιτών, οι επιχειρήσεις του κλάδου του διαμεσολαβητικού εμπορίου πρώτων υλών δεν εγκαθιστούν φωτεινές πινακίδες που φωταγωγούν ολόκληρη την λίμνη της Γενεύης, ούτε και καταχωρούν εντυπωσιακές διαφημίσεις στα περιοδικά.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, αυτή η πόλη της γαλλόφωνης Ελβετίας εκτοξεύτηκε ανάμεσα στις μεγαλύτερες αγορές πρώτων υλών και μετατράπηκε σε αντίπαλο του Λονδίνου και του Σικάγου. Πράγματι, ορισμένα μεγάλα ονόματα του διαμεσολαβητικού εμπορίου πετρελαίου, μεταλλευμάτων και αγροτικών προϊόντων όπως η Vitol, η Gunvor, η Louis Dreyfus, η Mercuria ή η Bunge έχουν μεταφέρει την εταιρική τους έδρα στην ευρύτερη περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στη Λοζάνη και στην Γενεύη, την γενέτειρα του Καλβίνου, στην οποία είναι ήδη εδώ και πολύ καιρό εγκατεστημένοι αρκετοί άλλοι όμιλοι επιχειρήσεων αυτών των κλάδων (για παράδειγμα η Cargill). Έτσι, η περιοχή που βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Λεμάν έχει μετατραπεί στην σημαντικότερη αγορά πετρελαίου, δημητριακών, καφέ και ζάχαρης [1]. Μονάχα στην πόλη της Γενεύης, δραστηριοποιούνται περισσότερες από 400 εταιρίες, με συνολικό κύκλο εργασιών 800 δισ. ελβετικά φράγκα (666 δισ. ευρώ). Μάλιστα, έχουν δημιουργήσει 9.000 άμεσες θέσεις εργασίας, ενώ η συμβολή τους στο ΑΕΠ της Ελβετίας είναι συγκρίσιμη με εκείνη του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα που έχει βαθιές ρίζες στην χώρα. Όσον αφορά τα μέταλλα –για παράδειγμα το χαλκό και τον ψευδάργυρο-, την σκυτάλη παίρνει το γερμανόφωνο καντόνι του Ζουγκ. Από πλευράς κύκλου εργασιών, η Nestlé δεν είναι πλέον η πρώτη ελβετική εταιρία : βρίσκεται, πλέον, στην τέταρτη θέση, μετά από την Vitol, την Glencore και την Trafigura, των οποίων ο κύκλος εργασιών ανήλθε στα 279, 174 και 114 δισ. ελβετικά φράγκα (αντίστοιχα 232, 145 και 95 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την κατάταξη της « Handelszeitung », Ζυρίχη, 27 Ιουνίου 2012).
Η συγκεκριμένη εξέλιξη επήλθε σχεδόν εν αγνοία των κατοίκων της Γενεύης και των Ελβετών. Ο Τύπος άρχισε να ενδιαφέρεται μονάχα μετά τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Εκτός από το ήσυχο περιβάλλον που εξασφαλίζουν οι ελβετικές αρχές, οι ρωσικές, γαλλικές ή αμερικανικές εταιρίες του κλάδου εκτιμούν ιδιαίτερα την εγγύτητα με τις υπηρεσίες και τους οργανισμούς του ΟΗΕ αλλά και με μια πρώτης τάξεως χρηματαγορά, η οποία είναι αναγκαία για να τροφοδοτούνται με κεφάλαια οι εμπορικές τους δραστηριότητες. Στην ιστοσελίδα Whygeneva.ch, την οποία έχει δημιουργήσει το καντόνι της Γενεύης για την προβολή της οικονομίας του, υπάρχει κι άλλο ένα κριτήριο, καθοριστικής σημασίας : το « ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς » το οποίο μάλιστα συμπληρώνεται και από δυνατότητες « φορολογικής βελτιστοποίησης ». Ενδιαφέρον σχήμα λόγου : τα κέρδη κάθε εταιρίας που πραγματοποιεί τουλάχιστον 80% του κύκλου εργασιών της στο εξωτερικό φορολογούνται με συντελεστή μόλις 11,6%, τη στιγμή που ο αντίστοιχος συντελεστής στη Γαλλία και στο Βέλγιο είναι 33%. Το καθεστώς είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των εν λόγω εταιριών, οι οποίες διακινούν πρώτες ύλες σε κάθε γωνιά του πλανήτη, ενώ πωλούν ελάχιστες ποσότητες στο εσωτερικό της χώρας.
Φορολογική βελτιστοποίηση και διάχυση ευθυνών
Η εγκατάσταση στην Ελβετία των επιχειρήσεων του κλάδου, η οποία περιβάλλεται από αδιαφάνεια αντίστοιχη με το φορολογικό απόρρητο, αποτέλεσε αντικείμενο μιας έκθεσης του ομοσπονδιακού Ελέγχου Οικονομικών (Contrôle Fédéral des Finances) και μιας έρευνας της Γαλλόφωνης Ραδιοτηλεόρασης (RTS). Έτσι, τον περασμένο Φεβρουάριο οι αρχές του καντονιού του Βο [2] κατηγορήθηκαν για την ελαφρότητα με την οποία διαπραγματεύτηκαν την εγκατάσταση στο Σαιν Πρε της θυγατρικής του Βραζιλιανού μεταλλευτικού γίγαντα Vale η οποία ειδικεύεται στο διεθνές εμπόριο [3]. Πράγματι, δεν αρκέστηκαν μονάχα στην παραχώρηση πλήρους απαλλαγής από δημοτικά τέλη και από φόρους καντονίου, ούτε και στην επιστροφή του 80% του ομοσπονδιακού φόρου που είναι υποχρεωμένη να καταβάλλει η εταιρία : δέχθηκαν επίσης να πραγματοποιείται η φορολόγηση των εταιρικών κερδών με βάση τις εκτιμήσεις που τους κοινοποιεί η εταιρία, χωρίς κανέναν έλεγχο εκ των υστέρων για την επαλήθευση της βασιμότητάς τους… Έτσι, σύμφωνα με ομολογία της ίδιας της Vale, την περίοδο 2006-2009 η εταιρία πλήρωσε φόρους ύψους 284 εκατομμυρίων φράγκων (236 εκατομμυρίων ευρώ), τη στιγμή όπου, με βάση τα πραγματικά της κέρδη τα οποία συρρέουν στο Σαιν Πρε από τις θυγατρικές των 38 χωρών στις οποίες δραστηριοποιείται ο όμιλος, θα έπρεπε να είχε πληρώσει επιπλέον φόρους ύψους 3 δισ. φράγκων [4].
Βέβαια, αυτό το παράδειγμα δεν εμποδίζει τον Ζακ Ολιβιέ Τομάν, πρόεδρο της Geneva Trading and Shipping Association (GTSA), να διαβεβαιώνει ότι, από φορολογική άποψη, η Ελβετία « βρίσκεται στο μέσον της παγκόσμιας κατάταξης, πίσω από άλλες αγορές του διαμεσολαβητικού εμπορίου όπως το Ντουμπάι και η Σιγκαπούρη ». Προσθέτει δε ότι η φορολογία των φυσικών προσώπων, δηλαδή των υπαλλήλων, δεν είναι διόλου ελκυστική στη Γενεύη. Ωστόσο, ένα στέλεχος που εργάζεται σε εταιρία του κλάδου που ειδικεύεται στο πετρέλαιο και το οποίο θέλησε να διατηρήσει την ανώνυμα του, μας είπε τα εξής :: « Είναι αλήθεια ότι ο φόρος εισοδήματος είναι υψηλός στη Γενεύη. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής των στελεχών εμφανίζεται ως μπόνους. Και τα μπόνους καταβάλλονται συνήθως σε λογαριασμούς offshore κι είναι εντελώς αφορολόγητα… » Κι ένας άλλος συμπληρώνει : « Γιατί ορισμένοι απλοί λογιστές γίνονται εκατομμυριούχοι μετά από πολλά χρόνια δουλειάς ; Διότι γνωρίζουν πώς να επωφελούνται από την κατάσταση ».
Με τη βοήθεια νομικών συμβούλων, οι λογιστές συμμετέχουν επίσης και στη δημιουργία ιδιαίτερα πολύπλοκων δομών. Πράγματι, οι εταιρίες του διαμεσολαβητικού εμπορίου -όσο κι αν οι ίδιες επιθυμούν να παρουσιάζονται στην κοινή γνώμη ως απλοί ενδιάμεσοι στην υπηρεσία του παγκόσμιου εμπορίου, οι οποίοι μεταφέρουν τόνους σταριού ή βαρέλια πετρελαίου από το σημείο Α του πλανήτη στο σημείο Β- δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση για τις εξωτικές δικαιοδοσίες. Για παράδειγμα, η Trafigura –ο όμιλος που ειδικεύεται στην εμπορία πετρελαίου και ο οποίος έγινε γνωστός ως ο ναυλωτής του Probo Coala, του δεξαμενόπλοιου που ρύπανε με τοξικά απόβλητα την Ακτή Ελεφαντοστού το 2006 [5]- περιλαμβάνει σαράντα νομικές οντότητες εγκατεστημένες σε φορολογικούς παραδείσους (Νήσους Μάρσαλ, Μπαχάμες, Κύπρο, κλπ.) [6]. Μέσα σε αυτήν την αναζήτηση της φορολογικής βελτιστοποίησης και της διάχυσης των νομικών ευθυνών, η Trafigura δεν αποτελεί μεμονωμένη εξαίρεση.
Η διακριτικότητα των ομίλων είναι αντιστρόφως ανάλογη της εξουσίας που διαθέτουν στις παγκόσμιες αγορές. Χάρη στη ραγδαία αύξηση της τιμής των πρώτων υλών που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία, έχουν υπερβεί τον παραδοσιακό τους ρόλο ως μεσάζοντες και έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους για να ελέγξουν τις τιμές των ενεργειακών πόρων, των τροφίμων και των μεταλλευμάτων. Κι όπως εξηγεί ο Εμανιέλ Φρανιέρ, καθηγητής στην Ηaute Ecole de gestion της Γενεύης, αγοράζουν βενζινάδικα, χωράφια, διυλιστήρια, και ορυχεία « για να ανέβουν την κλίμακα της ζήτησης (από την εμπορία στην παραγωγή) ή για να την κατέβουν (από την παραγωγή στην εμπορία) ». Έτσι, οι εταιρίες του διαμεσολαβητικού εμπορίου απομακρύνονται από το πρωταρχικό τους επάγγελμα, την παροχή υπηρεσιών ανεφοδιαστικής αλυσίδας, και μετατρέπονται σε παραγωγούς, σε παίκτες του λιανικού εμπορίου ή σε επιχειρήσεις εξόρυξης. Ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, όμιλοι επιχειρήσεων που ασχολούνταν παραδοσιακά με την παραγωγή –για παράδειγμα η Total, η Xstrata και η Vale- αποκτούν και μια θυγατρική που δραστηριοποιείται στον κλάδο του διαμεσολαβητικού εμπορίου, για να ενταχθούν κι αυτές με τη σειρά τους στην λέσχη των ναυλωτών και των παικτών στις αγορές εμπορευμάτων.
« Δεν βλέπω κανένα λόγο να θεσπιστούν ρυθμίσεις για το εμπόριο »
Όπως εξηγεί ο Κρις Χάιντ από το « Mining Journal », στο εξής, οι μεγαλύτερες εταιρίες έχουν μετατραπεί σε « διαμορφωτές των τιμών » [7]. Έτσι, το 2010, η Trafigura και η Vitol πραγματοποιούσαν καθημερινά πωλήσεις 8,1 εκατομμυρίων βαρελιών αργού πετρελαίου, ποσότητα που αντιστοιχεί στο άθροισμα των εξαγωγών της Σαουδικής Αραβίας και της Βενεζουέλας. Αλλά κι η Glencore δεν υστερεί στον αγώνα δρόμου για τον έλεγχο των τιμών : ελέγχει το 55% του παγκόσμιου εμπορίου ψευδάργυρου και το 36% του χαλκού. Όταν φτάνουν σε αυτό το στάδιο, οι γίγαντες του κλάδου μετατρέπονται σε παίκτες στη σκακιέρα της γεωπολιτικής. Το 2011, η Vitol ανεφοδίασε με αργό πετρέλαιο, τόσο τους Λίβυους εξεγερμένους που προσπαθούσαν να καταλάβουν την Τρίπολη, όσο και το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία. Από την πλευρά της, η Glencore υπέγραψε εμπορικές συμφωνίες με την Τζούμπα, την νέα πρωτεύουσα του Νότιου Σουδάν, τρεις ημέρες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας τον Ιούλιο του 2011 [8]. Η ιστορία του εμπορίου είναι γεμάτη από παρόμοια παραδείγματα. Ως αντάλλαγμα γι’ αυτές τις δραστηριότητες που εγκυμονούν μεγάλο ρίσκο, οι εταιρίες αποσπούν από τις κυβερνήσεις ευνοϊκά συμβόλαια με ιδιαίτερα συμφέροντες όρους.
Γενικά, η παρουσία των εταιριών αυτών γίνεται πάντα αισθητή στις « καυτές » περιοχές του πλανήτη. Όπως υπογραμμίζει ο Ζ.Ο. Τομάν, « λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων τους, δηλαδή του ανεφοδιασμού των αγορών με πρώτες ύλες, προμηθεύονται μερικές φορές αυτές τις πρώτες ύλες από παραγωγούς που βρίσκονται σε “δύσκολες” χώρες. Ωστόσο, οι περισσότερες συναλλαγές πραγματοποιούνται μέσα από διαγωνισμούς και από την υποβολή προσφορών ». Όταν ο πρώην διευθυντής της διεύθυνσης χρηματοδότησης του διαμεσολαβητικού εμπορίου της BNP Paribas (της τράπεζας που κατέχει ηγετική θέση στον κλάδο) ρωτήθηκε για το αν υπάρχει ο κίνδυνος η προσφορά μιας εταιρίας του κλάδου να συμπληρώνεται κι από ένα γερό πακέτο χρημάτων που δίνεται « κάτω από το τραπέζι », προσπάθησε να φανεί καθησυχαστικός : « Ο τραπεζίτης οφείλει να αναρωτηθεί για την φήμη του προμηθευτή, την τιμή στην οποία πραγματοποιείται η αγορά, τον δικαιούχο της πληρωμής του ποσού και το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιείται μια συναλλαγή. Οφείλει επίσης να βεβαιωθεί ότι αυτή δεν παραβιάζει κάποιο εμπάργκο ή κάποιον νόμο ». Βέβαια, δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να ξέρει εάν ένας αξιωματούχος που χειρίζεται ανεξέλεγκτος τις υποθέσεις της χώρας του συγχέει την κεντρική τράπεζά της με το πορτοφόλι του.
Ο κίνδυνος αυτός δεν ώθησε ποτέ τον κλάδο να αγωνιστεί για να υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια στις αγορές των πρώτων υλών. Για παράδειγμα, ο Τόρμπζορν Τορνκβιστ, διευθύνων σύμβουλος της Gunvor, δηλώνει ότι « δεν βλέπει κανένα λόγο να θεσπιστούν ρυθμίσεις για το εμπόριο ». Ο δε Πιέρ Μπαρμπ, ο ομόλογός του στην Totsa (την θυγατρική της Total η οποία ασχολείται με το διαμεσολαβητικό εμπόριο και εδρεύει στη Γενεύη) συμφωνεί απόλυτα κι υπερθεματίζει : « Έχουμε τα μυστικά μας. Και αυτά αφορούν μονάχα την χώρα με την οποία συναλλασσόμαστε και εμάς [9]. »
Και φυσικά, αυτές οι εταιρίες σκοπεύουν να διαφυλάξουν καλά αυτά τα μυστικά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Glencore επιδόταν σε διάφορους αμυντικούς ελιγμούς για να διαφυλάξει τα μυστικά της : προτού επιλέξει to 1994 το ακρωνύμιο που προκύπτει από τις λέξεις Global Energy and Commodity Resources, η εταιρία ονομαζόταν Marc Rich & Co AG, φέροντας το όνομα του διαβόητου ιδρυτή της. Η ελβετική ουδετερότητα επέτρεψε στον βελγικής καταγωγής επιχειρηματία, ο οποίος είχε μεταναστεύσει για ένα διάστημα στις ΗΠΑ, να αδιαφορεί επιδεικτικά για τα εμπάργκο και να διατηρεί εμπορικές σχέσεις, τόσο με το καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, όσο και με το Ιράν του Ρουχολάχ Χομεϊνί ή με την Κούβα του Φιντέλ Κάστρο. Συμπεριλαμβανόταν δε στον κατάλογο των δέκα σημαντικότερων καταζητούμενων από το FBI προτού του απονεμηθεί χάρη –για σκοτεινούς κι αδιευκρίνιστους λόγους- από τον πρόεδρο Ουίλιαμ Κλίντον, την τελευταία ημέρα της θητείας του.
Ωστόσο, τον Μάιο του 2011 η Glencore προσέλκυσε τους προβολείς της δημοσιότητας με την μερική εισαγωγή της στα χρηματιστήρια του Λονδίνου και του Χονγκ Κονγκ. Η ενέργεια της είχε ως αποτέλεσμα την μαζική εισροή κεφαλαίων στην εταιρία, η οποία της επέτρεψε να επιδοθεί σε μια φρενίτιδα εξαγορών. Σίγουρα, όλα αυτά αντισταθμίζουν με το παραπάνω την απώλεια της ησυχίας και τις διακριτικότητας που απολάμβανε στο καντόνι του Ζουγκ. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συγχώνευσή της με τον όμιλο Xstrata, έναν γίγαντα του μεταλλευτικού κλάδου ο οποίος επίσης έχει την έδρα του στο Ζουγκ. Ο όμιλος που προέκυψε έχει κεφαλαιοποίηση 40 δισ. δολαρίων. Η εισαγωγή της Glencore στο χρηματιστήριο μετέτρεψε μέσα σε λίγα λεπτά σε δισεκατομμυριούχους έξι μάνατζερ-μετόχους της εταιρίας, οι οποίοι εξακολουθούν να ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την εταιρία. Όμως, όλα αυτά δεν πείθουν διόλου τον Ιαν Τέιλορ, πρόεδρο της Vitol, να ακολουθήσει το παράδειγμα της Glencore : και μόνο η ιδέα ότι θα « οφείλει να αφιερώνει πολύ χρόνο στους νέους μετόχους της εταιρίας και στους δημοσιογράφους » αρκεί για να τον αποτρέψει από παρόμοιες ενέργειες.
Εν τω μεταξύ, ο διευθύνων σύμβουλος της Glencore κατέχει ένα πακέτο μετοχών του οποίου η αξία ισοδυναμεί με το ήμισυ σχεδόν του ΑΕΠ της Ζάμπιας (το οποίο το 2010 ανερχόταν σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στα 16,2 δισ. δολάρια). Η εταιρία του και η Morani Copper Mines (MCM) είναι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου ορυχείου χαλκού και κοβαλτίου αυτής της χώρας που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Αφρικής [10]. Το ορυχείο που βρίσκεται στη « ζώνη του χαλκού », στη βόρεια επαρχία της χώρας με τον μεγάλο μεταλλευτικό πλούτο, προσέλκυσε πέρσι τους προβολείς της δημοσιότητας μετά τη διαρροή ενός πιλοτικού λογιστικού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε μετά από αίτηση των φορολογικών αρχών της Ζάμπια [11]. Οι ελεγκτικές εταιρίες Grant Thornton και Econ Pövry διαπίστωσαν ότι την περίοδο 2005-2008 υπήρξαν πολλές λογιστικές « ασυναρτησίες » οι οποίες μπορούν να εξηγηθούν μονάχα με την επιθυμία της MCM να επιτύχει τη μείωση του φόρου που καταβάλλει. Διαπιστώθηκε ότι εφάρμοζε μηχανισμούς μεταφοράς των τιμών οι οποίοι της επέτρεπαν να εξάγει τα κέρδη της στην Ελβετία όπου φορολογούνται με ευνοϊκό τρόπο, με αποτέλεσμα να περιορίζονται τα φορολογικά έσοδα της Ζάμπιας. Η Glencore ανακοίνωσε στις 11 Ιουνίου του 2011 ότι θεωρεί « λανθασμένο » τον τρόπο με τον οποίο αποδείχθηκε η απόκρυψη φορολογικών εσόδων, η οποία περιγράφεται στο εν λόγω έγγραφο. Ωστόσο, ένας συνασπισμός Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων κατέθεσε μια καταγγελία εναντίον της στα ελβετικά γραφεία του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ).
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι απειλείται η ησυχία που απολαμβάνουν ως τώρα οι εταιρίες αυτού του κλάδου. Πράγματι, η ελβετική κυβέρνηση παραιτήθηκε από την ιδέα να ενταχθεί ο κλάδος στον νόμο για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ο Ζ.Ο. Τομάν υποστηρίζει ότι « οι επιχειρήσεις του διαμεσολαβητικού εμπορίου, η χρηματοδότησή τους και οι πληρωμές τους περνάνε μέσα από το τραπεζικό σύστημα, το οποίο υπόκειται σε αυτό το νομοθετικό πλαίσιο. Εξάλλου, οι εταιρίες οφείλουν να σέβονται το σύνολο του ελβετικού ποινικού κώδικα στον οποίο περιλαμβάνεται και η απαγόρευση της οικονομικής διαφθοράς ». Όλα αυτά όμως είναι εντελώς ανεπαρκή κατά τη γνώμη του Μαρκ Πιέτ, προέδρου της ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της διαφθοράς και μέλους της επιτροπής που έχει αναλάβει την διεξαγωγή ερευνών για το σκάνδαλο του ιρακινού προγράμματος του ΟΗΕ « Πετρέλαιο έναντι τροφίμων (στο οποίο ενεπλάκησαν πολλές εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ελβετία). Σύμφωνα με την ανάλυσή του, « τα καθοριστικά στοιχεία που μετέτρεψαν την Ελβετία σε καίριο κόμβο του εμπορίου πρώτων υλών είναι το τραπεζικό απόρρητο και το γεγονός ότι η πολιτική της χώρας μας χαρακτηρίζεται από την απροθυμία να θεσπιστεί ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα ρυθμίζει τις δραστηριότητες του κλάδου ».
Η κατάσταση οδηγεί σε ένα καθαρά ελβετικό παράδοξο : με το αριστερό της χέρι, η Ελβετική Συνομοσπονδία στηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και προβάλλει την γενναιοδωρία της στον τομέα της αναπτυξιακής βοήθειας. Από την άλλη πλευρά, με το δεξί της χέρι, προσελκύει τις εταιρίες διαμεσολαβητικού εμπορίου πρώτων υλών με την επιθετική της φορολογική πολιτική, ενώ παράλληλα αγνοεί τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι θυγατρικές τους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ωστόσο, αυτή η μεγάλη αντίθεση –τόσο στο επίπεδο των εννοιών και των ιδεών όσο και στο πολιτικό- είναι πλέον δύσκολο να δικαιολογηθεί. Κι όπως συνέβη και στην περίπτωση της « βιομηχανίας της φοροδιαφυγής », μονάχα όταν της ασκούνται πιέσεις καταδέχεται η Βέρνη να ασχοληθεί με το παγκόσμιο εμπόριο εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου ή εκατομμυρίων τόνων χαλκού ή σιταριού που διέρχονται –εικονικά τουλάχιστον- από την Ελβετία. Τον Δεκέμβριο του 2011, λίγο πριν την έναρξη μιας εκστρατείας για την άσκηση πιέσεων στο Κοινοβούλιο για να ψηφίσει έναν νόμο που θα υποχρεώνει τις εταιρίες με έδρα στην Ελβετία να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον σε κάθε γωνιά του πλανήτη [12], το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο αναγκάστηκε τελικά να λάβει την απόφαση να συντάξει μια έκθεση για τις δραστηριότητες του κλάδου [13].
Ανησυχίες για την εικόνα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας
Ακόμα πιο πρόσφατα, ο Ρεμί Φριντμάν, υπεύθυνος του τομέα « Οικονομίας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων » του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών, συνόψισε ως εξής τις θέσεις της Ελβετίας : « Δεδομένου ότι οι ελβετικές επιχειρήσεις επωφελούνται από την εικόνα μας ως χώρας πατρίδας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δεν επιθυμούμε να θέσουν σε κίνδυνο αυτήν την εικόνα. Οφείλουν να κατανοήσουν ότι η ανθρώπινη ασφάλεια και η ασφάλεια των επενδύσεων αποτελούν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Οφείλουν δε να γνωρίζουν ότι οι ενέργειές τους ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στις οικονομικές τους δραστηριότητες [14] ».
Από την πλευρά του, ο Πιέτ εκτιμάει ότι, με το εμπόριο των πρώτων υλών, η Ελβετία κινδυνεύει να βλάψει τη φήμη της, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του τραπεζικού απορρήτου. Ωστόσο, ακόμα κι όταν πρόκειται για ελάχιστα φιλόδοξες προσπάθειες για να θεσπιστεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, οι εταιρίες του διαμεσολαβητικού εμπορίου αρνούνται να κάνουν ακόμα και την παραμικρή παραχώρηση. Ορισμένοι έχουν ήδη απειλήσει ότι θα μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους σε ένα πολύ πιο ευνοϊκό γι’ αυτές περιβάλλον όπως η Σιγκαπούρη ή το Ντουμπάι. Και, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των τραπεζών, οι εταιρίες αυτού του κλάδου αποτελούν ευέλικτες δομές οι οποίες μπορούν πολύ γρήγορα να μετακομίσουν οπουδήποτε τους υπόσχονται ευνοϊκό φορολογικό και νομοθετικό πλαίσιο.
greekfinanceforum.com
Στο κέντρο της Γενεύης, στις Rues Basses, μονάχα ένα καλά εξασκημένο μάτι θα κατορθώσει να διακρίνει τη μικρή πλακέτα με τα χρυσά γράμματα που υποδηλώνει τα γραφεία της Gunvor, καθώς αυτή δεν διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνη ενός συνηθισμένου δικηγορικού γραφείου. Κι όμως, πρόκειται για μια εταιρία που ειδικεύεται στο διαμεσολαβητικό εμπόριο ρωσικού πετρελαίου και η οποία πραγματοποίησε το 2011 κύκλο εργασιών 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των Ελβετών ωρολογοποιών και τραπεζιτών, οι επιχειρήσεις του κλάδου του διαμεσολαβητικού εμπορίου πρώτων υλών δεν εγκαθιστούν φωτεινές πινακίδες που φωταγωγούν ολόκληρη την λίμνη της Γενεύης, ούτε και καταχωρούν εντυπωσιακές διαφημίσεις στα περιοδικά.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, αυτή η πόλη της γαλλόφωνης Ελβετίας εκτοξεύτηκε ανάμεσα στις μεγαλύτερες αγορές πρώτων υλών και μετατράπηκε σε αντίπαλο του Λονδίνου και του Σικάγου. Πράγματι, ορισμένα μεγάλα ονόματα του διαμεσολαβητικού εμπορίου πετρελαίου, μεταλλευμάτων και αγροτικών προϊόντων όπως η Vitol, η Gunvor, η Louis Dreyfus, η Mercuria ή η Bunge έχουν μεταφέρει την εταιρική τους έδρα στην ευρύτερη περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στη Λοζάνη και στην Γενεύη, την γενέτειρα του Καλβίνου, στην οποία είναι ήδη εδώ και πολύ καιρό εγκατεστημένοι αρκετοί άλλοι όμιλοι επιχειρήσεων αυτών των κλάδων (για παράδειγμα η Cargill). Έτσι, η περιοχή που βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Λεμάν έχει μετατραπεί στην σημαντικότερη αγορά πετρελαίου, δημητριακών, καφέ και ζάχαρης [1]. Μονάχα στην πόλη της Γενεύης, δραστηριοποιούνται περισσότερες από 400 εταιρίες, με συνολικό κύκλο εργασιών 800 δισ. ελβετικά φράγκα (666 δισ. ευρώ). Μάλιστα, έχουν δημιουργήσει 9.000 άμεσες θέσεις εργασίας, ενώ η συμβολή τους στο ΑΕΠ της Ελβετίας είναι συγκρίσιμη με εκείνη του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα που έχει βαθιές ρίζες στην χώρα. Όσον αφορά τα μέταλλα –για παράδειγμα το χαλκό και τον ψευδάργυρο-, την σκυτάλη παίρνει το γερμανόφωνο καντόνι του Ζουγκ. Από πλευράς κύκλου εργασιών, η Nestlé δεν είναι πλέον η πρώτη ελβετική εταιρία : βρίσκεται, πλέον, στην τέταρτη θέση, μετά από την Vitol, την Glencore και την Trafigura, των οποίων ο κύκλος εργασιών ανήλθε στα 279, 174 και 114 δισ. ελβετικά φράγκα (αντίστοιχα 232, 145 και 95 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την κατάταξη της « Handelszeitung », Ζυρίχη, 27 Ιουνίου 2012).
Η συγκεκριμένη εξέλιξη επήλθε σχεδόν εν αγνοία των κατοίκων της Γενεύης και των Ελβετών. Ο Τύπος άρχισε να ενδιαφέρεται μονάχα μετά τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Εκτός από το ήσυχο περιβάλλον που εξασφαλίζουν οι ελβετικές αρχές, οι ρωσικές, γαλλικές ή αμερικανικές εταιρίες του κλάδου εκτιμούν ιδιαίτερα την εγγύτητα με τις υπηρεσίες και τους οργανισμούς του ΟΗΕ αλλά και με μια πρώτης τάξεως χρηματαγορά, η οποία είναι αναγκαία για να τροφοδοτούνται με κεφάλαια οι εμπορικές τους δραστηριότητες. Στην ιστοσελίδα Whygeneva.ch, την οποία έχει δημιουργήσει το καντόνι της Γενεύης για την προβολή της οικονομίας του, υπάρχει κι άλλο ένα κριτήριο, καθοριστικής σημασίας : το « ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς » το οποίο μάλιστα συμπληρώνεται και από δυνατότητες « φορολογικής βελτιστοποίησης ». Ενδιαφέρον σχήμα λόγου : τα κέρδη κάθε εταιρίας που πραγματοποιεί τουλάχιστον 80% του κύκλου εργασιών της στο εξωτερικό φορολογούνται με συντελεστή μόλις 11,6%, τη στιγμή που ο αντίστοιχος συντελεστής στη Γαλλία και στο Βέλγιο είναι 33%. Το καθεστώς είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των εν λόγω εταιριών, οι οποίες διακινούν πρώτες ύλες σε κάθε γωνιά του πλανήτη, ενώ πωλούν ελάχιστες ποσότητες στο εσωτερικό της χώρας.
Φορολογική βελτιστοποίηση και διάχυση ευθυνών
Η εγκατάσταση στην Ελβετία των επιχειρήσεων του κλάδου, η οποία περιβάλλεται από αδιαφάνεια αντίστοιχη με το φορολογικό απόρρητο, αποτέλεσε αντικείμενο μιας έκθεσης του ομοσπονδιακού Ελέγχου Οικονομικών (Contrôle Fédéral des Finances) και μιας έρευνας της Γαλλόφωνης Ραδιοτηλεόρασης (RTS). Έτσι, τον περασμένο Φεβρουάριο οι αρχές του καντονιού του Βο [2] κατηγορήθηκαν για την ελαφρότητα με την οποία διαπραγματεύτηκαν την εγκατάσταση στο Σαιν Πρε της θυγατρικής του Βραζιλιανού μεταλλευτικού γίγαντα Vale η οποία ειδικεύεται στο διεθνές εμπόριο [3]. Πράγματι, δεν αρκέστηκαν μονάχα στην παραχώρηση πλήρους απαλλαγής από δημοτικά τέλη και από φόρους καντονίου, ούτε και στην επιστροφή του 80% του ομοσπονδιακού φόρου που είναι υποχρεωμένη να καταβάλλει η εταιρία : δέχθηκαν επίσης να πραγματοποιείται η φορολόγηση των εταιρικών κερδών με βάση τις εκτιμήσεις που τους κοινοποιεί η εταιρία, χωρίς κανέναν έλεγχο εκ των υστέρων για την επαλήθευση της βασιμότητάς τους… Έτσι, σύμφωνα με ομολογία της ίδιας της Vale, την περίοδο 2006-2009 η εταιρία πλήρωσε φόρους ύψους 284 εκατομμυρίων φράγκων (236 εκατομμυρίων ευρώ), τη στιγμή όπου, με βάση τα πραγματικά της κέρδη τα οποία συρρέουν στο Σαιν Πρε από τις θυγατρικές των 38 χωρών στις οποίες δραστηριοποιείται ο όμιλος, θα έπρεπε να είχε πληρώσει επιπλέον φόρους ύψους 3 δισ. φράγκων [4].
Βέβαια, αυτό το παράδειγμα δεν εμποδίζει τον Ζακ Ολιβιέ Τομάν, πρόεδρο της Geneva Trading and Shipping Association (GTSA), να διαβεβαιώνει ότι, από φορολογική άποψη, η Ελβετία « βρίσκεται στο μέσον της παγκόσμιας κατάταξης, πίσω από άλλες αγορές του διαμεσολαβητικού εμπορίου όπως το Ντουμπάι και η Σιγκαπούρη ». Προσθέτει δε ότι η φορολογία των φυσικών προσώπων, δηλαδή των υπαλλήλων, δεν είναι διόλου ελκυστική στη Γενεύη. Ωστόσο, ένα στέλεχος που εργάζεται σε εταιρία του κλάδου που ειδικεύεται στο πετρέλαιο και το οποίο θέλησε να διατηρήσει την ανώνυμα του, μας είπε τα εξής :: « Είναι αλήθεια ότι ο φόρος εισοδήματος είναι υψηλός στη Γενεύη. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής των στελεχών εμφανίζεται ως μπόνους. Και τα μπόνους καταβάλλονται συνήθως σε λογαριασμούς offshore κι είναι εντελώς αφορολόγητα… » Κι ένας άλλος συμπληρώνει : « Γιατί ορισμένοι απλοί λογιστές γίνονται εκατομμυριούχοι μετά από πολλά χρόνια δουλειάς ; Διότι γνωρίζουν πώς να επωφελούνται από την κατάσταση ».
Με τη βοήθεια νομικών συμβούλων, οι λογιστές συμμετέχουν επίσης και στη δημιουργία ιδιαίτερα πολύπλοκων δομών. Πράγματι, οι εταιρίες του διαμεσολαβητικού εμπορίου -όσο κι αν οι ίδιες επιθυμούν να παρουσιάζονται στην κοινή γνώμη ως απλοί ενδιάμεσοι στην υπηρεσία του παγκόσμιου εμπορίου, οι οποίοι μεταφέρουν τόνους σταριού ή βαρέλια πετρελαίου από το σημείο Α του πλανήτη στο σημείο Β- δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση για τις εξωτικές δικαιοδοσίες. Για παράδειγμα, η Trafigura –ο όμιλος που ειδικεύεται στην εμπορία πετρελαίου και ο οποίος έγινε γνωστός ως ο ναυλωτής του Probo Coala, του δεξαμενόπλοιου που ρύπανε με τοξικά απόβλητα την Ακτή Ελεφαντοστού το 2006 [5]- περιλαμβάνει σαράντα νομικές οντότητες εγκατεστημένες σε φορολογικούς παραδείσους (Νήσους Μάρσαλ, Μπαχάμες, Κύπρο, κλπ.) [6]. Μέσα σε αυτήν την αναζήτηση της φορολογικής βελτιστοποίησης και της διάχυσης των νομικών ευθυνών, η Trafigura δεν αποτελεί μεμονωμένη εξαίρεση.
Η διακριτικότητα των ομίλων είναι αντιστρόφως ανάλογη της εξουσίας που διαθέτουν στις παγκόσμιες αγορές. Χάρη στη ραγδαία αύξηση της τιμής των πρώτων υλών που σημειώθηκε την τελευταία δεκαετία, έχουν υπερβεί τον παραδοσιακό τους ρόλο ως μεσάζοντες και έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους για να ελέγξουν τις τιμές των ενεργειακών πόρων, των τροφίμων και των μεταλλευμάτων. Κι όπως εξηγεί ο Εμανιέλ Φρανιέρ, καθηγητής στην Ηaute Ecole de gestion της Γενεύης, αγοράζουν βενζινάδικα, χωράφια, διυλιστήρια, και ορυχεία « για να ανέβουν την κλίμακα της ζήτησης (από την εμπορία στην παραγωγή) ή για να την κατέβουν (από την παραγωγή στην εμπορία) ». Έτσι, οι εταιρίες του διαμεσολαβητικού εμπορίου απομακρύνονται από το πρωταρχικό τους επάγγελμα, την παροχή υπηρεσιών ανεφοδιαστικής αλυσίδας, και μετατρέπονται σε παραγωγούς, σε παίκτες του λιανικού εμπορίου ή σε επιχειρήσεις εξόρυξης. Ακολουθώντας αντίστροφη πορεία, όμιλοι επιχειρήσεων που ασχολούνταν παραδοσιακά με την παραγωγή –για παράδειγμα η Total, η Xstrata και η Vale- αποκτούν και μια θυγατρική που δραστηριοποιείται στον κλάδο του διαμεσολαβητικού εμπορίου, για να ενταχθούν κι αυτές με τη σειρά τους στην λέσχη των ναυλωτών και των παικτών στις αγορές εμπορευμάτων.
« Δεν βλέπω κανένα λόγο να θεσπιστούν ρυθμίσεις για το εμπόριο »
Όπως εξηγεί ο Κρις Χάιντ από το « Mining Journal », στο εξής, οι μεγαλύτερες εταιρίες έχουν μετατραπεί σε « διαμορφωτές των τιμών » [7]. Έτσι, το 2010, η Trafigura και η Vitol πραγματοποιούσαν καθημερινά πωλήσεις 8,1 εκατομμυρίων βαρελιών αργού πετρελαίου, ποσότητα που αντιστοιχεί στο άθροισμα των εξαγωγών της Σαουδικής Αραβίας και της Βενεζουέλας. Αλλά κι η Glencore δεν υστερεί στον αγώνα δρόμου για τον έλεγχο των τιμών : ελέγχει το 55% του παγκόσμιου εμπορίου ψευδάργυρου και το 36% του χαλκού. Όταν φτάνουν σε αυτό το στάδιο, οι γίγαντες του κλάδου μετατρέπονται σε παίκτες στη σκακιέρα της γεωπολιτικής. Το 2011, η Vitol ανεφοδίασε με αργό πετρέλαιο, τόσο τους Λίβυους εξεγερμένους που προσπαθούσαν να καταλάβουν την Τρίπολη, όσο και το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία. Από την πλευρά της, η Glencore υπέγραψε εμπορικές συμφωνίες με την Τζούμπα, την νέα πρωτεύουσα του Νότιου Σουδάν, τρεις ημέρες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας τον Ιούλιο του 2011 [8]. Η ιστορία του εμπορίου είναι γεμάτη από παρόμοια παραδείγματα. Ως αντάλλαγμα γι’ αυτές τις δραστηριότητες που εγκυμονούν μεγάλο ρίσκο, οι εταιρίες αποσπούν από τις κυβερνήσεις ευνοϊκά συμβόλαια με ιδιαίτερα συμφέροντες όρους.
Γενικά, η παρουσία των εταιριών αυτών γίνεται πάντα αισθητή στις « καυτές » περιοχές του πλανήτη. Όπως υπογραμμίζει ο Ζ.Ο. Τομάν, « λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων τους, δηλαδή του ανεφοδιασμού των αγορών με πρώτες ύλες, προμηθεύονται μερικές φορές αυτές τις πρώτες ύλες από παραγωγούς που βρίσκονται σε “δύσκολες” χώρες. Ωστόσο, οι περισσότερες συναλλαγές πραγματοποιούνται μέσα από διαγωνισμούς και από την υποβολή προσφορών ». Όταν ο πρώην διευθυντής της διεύθυνσης χρηματοδότησης του διαμεσολαβητικού εμπορίου της BNP Paribas (της τράπεζας που κατέχει ηγετική θέση στον κλάδο) ρωτήθηκε για το αν υπάρχει ο κίνδυνος η προσφορά μιας εταιρίας του κλάδου να συμπληρώνεται κι από ένα γερό πακέτο χρημάτων που δίνεται « κάτω από το τραπέζι », προσπάθησε να φανεί καθησυχαστικός : « Ο τραπεζίτης οφείλει να αναρωτηθεί για την φήμη του προμηθευτή, την τιμή στην οποία πραγματοποιείται η αγορά, τον δικαιούχο της πληρωμής του ποσού και το ευρύτερο περιβάλλον μέσα στο οποίο πραγματοποιείται μια συναλλαγή. Οφείλει επίσης να βεβαιωθεί ότι αυτή δεν παραβιάζει κάποιο εμπάργκο ή κάποιον νόμο ». Βέβαια, δεν μπορεί (ή δεν θέλει) να ξέρει εάν ένας αξιωματούχος που χειρίζεται ανεξέλεγκτος τις υποθέσεις της χώρας του συγχέει την κεντρική τράπεζά της με το πορτοφόλι του.
Ο κίνδυνος αυτός δεν ώθησε ποτέ τον κλάδο να αγωνιστεί για να υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια στις αγορές των πρώτων υλών. Για παράδειγμα, ο Τόρμπζορν Τορνκβιστ, διευθύνων σύμβουλος της Gunvor, δηλώνει ότι « δεν βλέπει κανένα λόγο να θεσπιστούν ρυθμίσεις για το εμπόριο ». Ο δε Πιέρ Μπαρμπ, ο ομόλογός του στην Totsa (την θυγατρική της Total η οποία ασχολείται με το διαμεσολαβητικό εμπόριο και εδρεύει στη Γενεύη) συμφωνεί απόλυτα κι υπερθεματίζει : « Έχουμε τα μυστικά μας. Και αυτά αφορούν μονάχα την χώρα με την οποία συναλλασσόμαστε και εμάς [9]. »
Και φυσικά, αυτές οι εταιρίες σκοπεύουν να διαφυλάξουν καλά αυτά τα μυστικά. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Glencore επιδόταν σε διάφορους αμυντικούς ελιγμούς για να διαφυλάξει τα μυστικά της : προτού επιλέξει to 1994 το ακρωνύμιο που προκύπτει από τις λέξεις Global Energy and Commodity Resources, η εταιρία ονομαζόταν Marc Rich & Co AG, φέροντας το όνομα του διαβόητου ιδρυτή της. Η ελβετική ουδετερότητα επέτρεψε στον βελγικής καταγωγής επιχειρηματία, ο οποίος είχε μεταναστεύσει για ένα διάστημα στις ΗΠΑ, να αδιαφορεί επιδεικτικά για τα εμπάργκο και να διατηρεί εμπορικές σχέσεις, τόσο με το καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, όσο και με το Ιράν του Ρουχολάχ Χομεϊνί ή με την Κούβα του Φιντέλ Κάστρο. Συμπεριλαμβανόταν δε στον κατάλογο των δέκα σημαντικότερων καταζητούμενων από το FBI προτού του απονεμηθεί χάρη –για σκοτεινούς κι αδιευκρίνιστους λόγους- από τον πρόεδρο Ουίλιαμ Κλίντον, την τελευταία ημέρα της θητείας του.
Ωστόσο, τον Μάιο του 2011 η Glencore προσέλκυσε τους προβολείς της δημοσιότητας με την μερική εισαγωγή της στα χρηματιστήρια του Λονδίνου και του Χονγκ Κονγκ. Η ενέργεια της είχε ως αποτέλεσμα την μαζική εισροή κεφαλαίων στην εταιρία, η οποία της επέτρεψε να επιδοθεί σε μια φρενίτιδα εξαγορών. Σίγουρα, όλα αυτά αντισταθμίζουν με το παραπάνω την απώλεια της ησυχίας και τις διακριτικότητας που απολάμβανε στο καντόνι του Ζουγκ. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συγχώνευσή της με τον όμιλο Xstrata, έναν γίγαντα του μεταλλευτικού κλάδου ο οποίος επίσης έχει την έδρα του στο Ζουγκ. Ο όμιλος που προέκυψε έχει κεφαλαιοποίηση 40 δισ. δολαρίων. Η εισαγωγή της Glencore στο χρηματιστήριο μετέτρεψε μέσα σε λίγα λεπτά σε δισεκατομμυριούχους έξι μάνατζερ-μετόχους της εταιρίας, οι οποίοι εξακολουθούν να ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό την εταιρία. Όμως, όλα αυτά δεν πείθουν διόλου τον Ιαν Τέιλορ, πρόεδρο της Vitol, να ακολουθήσει το παράδειγμα της Glencore : και μόνο η ιδέα ότι θα « οφείλει να αφιερώνει πολύ χρόνο στους νέους μετόχους της εταιρίας και στους δημοσιογράφους » αρκεί για να τον αποτρέψει από παρόμοιες ενέργειες.
Εν τω μεταξύ, ο διευθύνων σύμβουλος της Glencore κατέχει ένα πακέτο μετοχών του οποίου η αξία ισοδυναμεί με το ήμισυ σχεδόν του ΑΕΠ της Ζάμπιας (το οποίο το 2010 ανερχόταν σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στα 16,2 δισ. δολάρια). Η εταιρία του και η Morani Copper Mines (MCM) είναι ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου ορυχείου χαλκού και κοβαλτίου αυτής της χώρας που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Αφρικής [10]. Το ορυχείο που βρίσκεται στη « ζώνη του χαλκού », στη βόρεια επαρχία της χώρας με τον μεγάλο μεταλλευτικό πλούτο, προσέλκυσε πέρσι τους προβολείς της δημοσιότητας μετά τη διαρροή ενός πιλοτικού λογιστικού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε μετά από αίτηση των φορολογικών αρχών της Ζάμπια [11]. Οι ελεγκτικές εταιρίες Grant Thornton και Econ Pövry διαπίστωσαν ότι την περίοδο 2005-2008 υπήρξαν πολλές λογιστικές « ασυναρτησίες » οι οποίες μπορούν να εξηγηθούν μονάχα με την επιθυμία της MCM να επιτύχει τη μείωση του φόρου που καταβάλλει. Διαπιστώθηκε ότι εφάρμοζε μηχανισμούς μεταφοράς των τιμών οι οποίοι της επέτρεπαν να εξάγει τα κέρδη της στην Ελβετία όπου φορολογούνται με ευνοϊκό τρόπο, με αποτέλεσμα να περιορίζονται τα φορολογικά έσοδα της Ζάμπιας. Η Glencore ανακοίνωσε στις 11 Ιουνίου του 2011 ότι θεωρεί « λανθασμένο » τον τρόπο με τον οποίο αποδείχθηκε η απόκρυψη φορολογικών εσόδων, η οποία περιγράφεται στο εν λόγω έγγραφο. Ωστόσο, ένας συνασπισμός Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων κατέθεσε μια καταγγελία εναντίον της στα ελβετικά γραφεία του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ).
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι απειλείται η ησυχία που απολαμβάνουν ως τώρα οι εταιρίες αυτού του κλάδου. Πράγματι, η ελβετική κυβέρνηση παραιτήθηκε από την ιδέα να ενταχθεί ο κλάδος στον νόμο για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Ο Ζ.Ο. Τομάν υποστηρίζει ότι « οι επιχειρήσεις του διαμεσολαβητικού εμπορίου, η χρηματοδότησή τους και οι πληρωμές τους περνάνε μέσα από το τραπεζικό σύστημα, το οποίο υπόκειται σε αυτό το νομοθετικό πλαίσιο. Εξάλλου, οι εταιρίες οφείλουν να σέβονται το σύνολο του ελβετικού ποινικού κώδικα στον οποίο περιλαμβάνεται και η απαγόρευση της οικονομικής διαφθοράς ». Όλα αυτά όμως είναι εντελώς ανεπαρκή κατά τη γνώμη του Μαρκ Πιέτ, προέδρου της ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της διαφθοράς και μέλους της επιτροπής που έχει αναλάβει την διεξαγωγή ερευνών για το σκάνδαλο του ιρακινού προγράμματος του ΟΗΕ « Πετρέλαιο έναντι τροφίμων (στο οποίο ενεπλάκησαν πολλές εταιρίες που έχουν την έδρα τους στην Ελβετία). Σύμφωνα με την ανάλυσή του, « τα καθοριστικά στοιχεία που μετέτρεψαν την Ελβετία σε καίριο κόμβο του εμπορίου πρώτων υλών είναι το τραπεζικό απόρρητο και το γεγονός ότι η πολιτική της χώρας μας χαρακτηρίζεται από την απροθυμία να θεσπιστεί ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα ρυθμίζει τις δραστηριότητες του κλάδου ».
Η κατάσταση οδηγεί σε ένα καθαρά ελβετικό παράδοξο : με το αριστερό της χέρι, η Ελβετική Συνομοσπονδία στηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και προβάλλει την γενναιοδωρία της στον τομέα της αναπτυξιακής βοήθειας. Από την άλλη πλευρά, με το δεξί της χέρι, προσελκύει τις εταιρίες διαμεσολαβητικού εμπορίου πρώτων υλών με την επιθετική της φορολογική πολιτική, ενώ παράλληλα αγνοεί τις πολιτικές που εφαρμόζουν οι θυγατρικές τους στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ωστόσο, αυτή η μεγάλη αντίθεση –τόσο στο επίπεδο των εννοιών και των ιδεών όσο και στο πολιτικό- είναι πλέον δύσκολο να δικαιολογηθεί. Κι όπως συνέβη και στην περίπτωση της « βιομηχανίας της φοροδιαφυγής », μονάχα όταν της ασκούνται πιέσεις καταδέχεται η Βέρνη να ασχοληθεί με το παγκόσμιο εμπόριο εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου ή εκατομμυρίων τόνων χαλκού ή σιταριού που διέρχονται –εικονικά τουλάχιστον- από την Ελβετία. Τον Δεκέμβριο του 2011, λίγο πριν την έναρξη μιας εκστρατείας για την άσκηση πιέσεων στο Κοινοβούλιο για να ψηφίσει έναν νόμο που θα υποχρεώνει τις εταιρίες με έδρα στην Ελβετία να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον σε κάθε γωνιά του πλανήτη [12], το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο αναγκάστηκε τελικά να λάβει την απόφαση να συντάξει μια έκθεση για τις δραστηριότητες του κλάδου [13].
Ανησυχίες για την εικόνα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας
Ακόμα πιο πρόσφατα, ο Ρεμί Φριντμάν, υπεύθυνος του τομέα « Οικονομίας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων » του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εξωτερικών, συνόψισε ως εξής τις θέσεις της Ελβετίας : « Δεδομένου ότι οι ελβετικές επιχειρήσεις επωφελούνται από την εικόνα μας ως χώρας πατρίδας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δεν επιθυμούμε να θέσουν σε κίνδυνο αυτήν την εικόνα. Οφείλουν να κατανοήσουν ότι η ανθρώπινη ασφάλεια και η ασφάλεια των επενδύσεων αποτελούν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Οφείλουν δε να γνωρίζουν ότι οι ενέργειές τους ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στις οικονομικές τους δραστηριότητες [14] ».
Από την πλευρά του, ο Πιέτ εκτιμάει ότι, με το εμπόριο των πρώτων υλών, η Ελβετία κινδυνεύει να βλάψει τη φήμη της, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του τραπεζικού απορρήτου. Ωστόσο, ακόμα κι όταν πρόκειται για ελάχιστα φιλόδοξες προσπάθειες για να θεσπιστεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, οι εταιρίες του διαμεσολαβητικού εμπορίου αρνούνται να κάνουν ακόμα και την παραμικρή παραχώρηση. Ορισμένοι έχουν ήδη απειλήσει ότι θα μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους σε ένα πολύ πιο ευνοϊκό γι’ αυτές περιβάλλον όπως η Σιγκαπούρη ή το Ντουμπάι. Και, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των τραπεζών, οι εταιρίες αυτού του κλάδου αποτελούν ευέλικτες δομές οι οποίες μπορούν πολύ γρήγορα να μετακομίσουν οπουδήποτε τους υπόσχονται ευνοϊκό φορολογικό και νομοθετικό πλαίσιο.
greekfinanceforum.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα "καράτια" της Χρυσής Μπάλας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ