2013-01-10 23:57:04
Του Steven Blockmans
Λίγοι στις Βρυξέλλες ή στις πρωτεύουσες των κρατών-μελών προέβλεψαν τις αραβικές εξεγέρσεις, αλλά από το 2010 και μετά οι φορείς χάραξης της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής αναγκάστηκαν να αφιερώσουν πολύ χρόνο και προσοχή για να αποφασίσουν τί να κάνουν και τί να μην κάνουν στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή. Ουδεμία λίστα προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής για το 2013 θα μπορούσε να περιλαμβάνει όλες τις προκείμενες προκλήσεις και είναι βέβαιο πως η ΕΕ θα κληθεί να ασχοληθεί με θέματα που δεν περιέχονται σε καμία ατζέντα.
Με το δεδομένο αυτό, κάποιος θα μπορούσε κάλλιστα να προβλέψει ορισμένες ξένες πολιτικές προκλήσεις τις οποίες θα πρέπει να αντιμετωπίσει το τρέχον έτος η ΕΕ. Η ανάπτυξη λειτουργικών σχέσεων με την Ουκρανία, τη Ρωσία και άλλες γειτονικές χώρες στα ανατολικά, η αναβίωση της διατλαντικής εταιρικής σχέσης στο εμπόριο, η επανεξισορρόπηση συμμαχιών με τις ασιατικές χώρες, καθώς και η συγκέντρωση και η ανταλλαγή αμυντικών δυνατοτήτων θα κερδίσουν την προσοχή όλων εκείνων που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Αλλά η υπ’ αριθμόν ένα πρόκληση που θα καταναλώσει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων είναι η Μέση Ανατολή.
Αυτή η ταραγμένη περιοχή είναι για την ΕΕ και μάλιστα για όλη την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα, ένα κουβάρι διασυνδεδεμένων προκλήσεων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής: 1) την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης αναταραχής στις αραβικές χώρες, 2) τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, 3) την προσπάθεια επίτευξης ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, (4) το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Άλλες κρίσιμες μεταβλητές στην περιοχή περιλαμβάνουν τον κατακερματισμό του Ιράκ, την εμφάνιση των ριζοσπαστικών Ισλαμιστών κυβερνήσεων, καθώς και τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα της Βουλής των Σαούντ.
Ξεπερνώντας τη συνεχιζόμενη αναταραχή στις Αραβικές χώρες
Ο αραβικός κόσμος είναι στο έλεος των μεγάλων ανακατατάξεων, οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε κυβερνήσεις που είναι πιο ευαίσθητες στο λαϊκό συναίσθημα απ’ ό,τι οι προκάτοχοί τους. Μπορεί να μην είναι οι τέλειες δημοκρατίες, αλλά οι πολιτικοί ηγέτες θα ανησυχούν περισσότερο για την κοινή γνώμη από τους δικτάτορες που κυβέρνησαν πριν από αυτούς. Αλλά αυτή η διαδικασία θα πάρει χρόνο, ο οποίος μετράται σε χρόνια, όχι μήνες. Όπως είδαμε στην Τυνησία, τη Λιβύη και την Αίγυπτο, τα γεγονότα αυτά εγείρουν ερωτήματα-παγίδες στην ΕΕ: είναι μια ευκαιρία για να ένα χτύπημα υπέρ της δημοκρατίας και την περαιτέρω περιθωριοποίηση των αντιτιθέμενων στην ΕΕ δυνάμεων, ή μήπως η κατάρρευση της παλιάς τάξης πραγμάτων υπονομεύει τους παραδοσιακούς φιλοευρωπαίους κι επιτρέπει στους εξτρεμιστές ισλαμιστές (και αντιτιθέμενους με την ΕΕ) να έχουν μια δυνατότερη φωνή στην πολιτική της περιοχής; Τι θα συμβεί αν η Ιορδανία, ο Λίβανος, και οι Κούρδοι παρασυρθούν στη δίνη αυτή; Όπως ανακάλυψαν η Ύπατη Εκπρόσωπος Ashton και ο Επίτροπος της ΕΠΓ Füle, η ΕΕ δεν έχει μεγάλη επιρροή στην έκβαση αυτών των καταστάσεων και ελάχιστες ελκυστικές πολιτικές επιλογές. Ανάμεσα σε αυτές τις επιλογές είναι τα νομικά δεσμευτικά πολυμερή πλαίσια, όπως οι συνθήκες ενέργειας και κοινοτικών μεταφορών για παράδειγμα. Το να συμπεριληφθούν οι νότιες χώρες της ΕΠΓ στις υπάρχουσες συνθήκες θα στείλει ένα πραγματικό και θετικό μήνυμα ότι η ΕΕ δεν αστειεύεται σχετικά με τη χορήγηση στις εν λόγω χώρες μεριδίων στην εσωτερική αγορά και με την προβολή της σταθερότητας και της ευημερίας στη νότια γειτονιά της.
Τερματισμός του εμφυλίου πολέμου στη Συρία
Πρώτον, η ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσει το αν η χορήγηση στρατιωτικής υποστήριξης ή όχι θα συμβάλει στον τερματισμό του αιματηρού αδιεξόδου στη Συρία. Όταν, τον Δεκέμβριο του 2012 οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κορυφής, συμφώνησαν ότι η ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει «όλες τις επιλογές» για να βοηθήσει αντιπολίτευση της Συρίας στον αγώνα της ενάντια στο «παράνομο» καθεστώς του προέδρου Bashar al-Assad, απέφυγαν να απαντήσουν στο ζήτημα της στρατιωτικής υποστήριξης της αντιπολίτευσης. Επί του παρόντος, η ΕΕ απαγορεύει την πώληση και την προμήθεια όπλων και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης. Αυτό το εμπάργκο λήγει το Μάρτιο. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών να στραφεί η ΕΕ πέρα από τα όρια της πολιτικής της για τις κυρώσεις, στην παροχή πολιτικής υποστήριξης στην αντιπολίτευση και ανθρωπιστικής βοήθειας στους αμάχους. Μαζί με την Ιταλία, έπεισαν τη Γερμανία, την Ισπανία, τις χώρες της Benelux και τα άλλα κράτη-μέλη να αναγνωρίσουν το νέο ενιαίο Εθνικό Συνασπισμό των Συριακών Επαναστατικών και Αντιπολιτευτικών Δυνάμεων ως «το μοναδικό εκπρόσωπο του Συριακού λαού». Αλλά οι εκκλήσεις τους δεν έκαναν το Συμβούλιο της ΕΕ να προχωρήσει πέρα από την αναγνώριση των προαναφερθέντων ως τους «νόμιμους εκπρόσωπους των προσδοκιών του συριακού λαού», ή να σχολιάσει το πρόγραμμα του αντιπολιτευτικού συνασπισμού της Συρίας, ή να άρει το εμπάργκο στην προμήθεια όπλων που έχει εμποδίσει την ΕΕ να εξοπλίσει τις ομάδες που επιδιώκουν να ανατρέψουν το καθεστώς Assad. Η Σουηδία και η Γερμανία αντιτίθενται στην προοπτική του εξοπλισμού του συνασπισμού από το φόβο της τυχόν συμβολής τους σε έναν εμφύλιο πόλεμο πολύ μετά την αποχώρηση του Assad. Αν αυτές οι βαθιές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών δεν ξεπεραστούν υπέρ μιας πιο δυναμικής προσέγγισης, η ΕΕ δεν θα είναι σε θέση να δημιουργήσει το απαραίτητο σημείο καμπής σε αυτή την παρατεταμένη σύγκρουση, όπου ουδεμία πλευρά φαίνεται πρόθυμη να οπισθοχωρήσει ή να είναι σε θέση να επικρατήσει. Κατά συνέπεια, η αρνητικότητα αυτής της κατάστασης διαχέεται στη γειτονική Ιορδανία, τον Λίβανο και την Τουρκία.
Το πιο ανησυχητικό σενάριο μπορεί επίσης να είναι και το πιο πιθανό: παρατεταμένο χάος και θρησκευτικές συγκρούσεις, αφήνοντας ένα κενό ασφαλείας και μια ευκαιρία για τις τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Χεζμπολάχ που υποστηρίζεται από το Ιράν για την απόκτηση μεγάλων μεριδίων από το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας. Τα όρια της μονομέρειας στη Μέση Ανατολή υπογραμμίζουν μια παρατεταμένη περίοδο αβεβαιότητας, με περιφερειακές δυνάμεις όπως το Ιράν, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία να προσπαθούν να διατηρήσουν τα δικά τους συμφέροντα στη Συρία.
Η αναζήτηση για την ειρηνική συνύπαρξη Ισραήλ και Παλαιστίνης
Η ΕΕ έχει επίσης να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι δεν πρόκειται να βρεθεί μια λύση δύο κρατών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που είχε προβλεφτεί πριν λάβει η Παλαιστίνη τη συντριπτική υποστήριξη στη Γενική Συνέλευση για το αίτημά της να αναγνωριστεί ως μη κράτος μέλος παρατηρητής στα Ηνωμένα Έθνη. Η ισραηλινή δεξιά δεν έχει επιδείξει κάποιο ενδιαφέρον για την λύση των δύο κρατών, οι Παλαιστίνιοι είναι πολύ αδύναμοι και διχασμένοι για να τους ασκήσουν κάποια ουσιαστική πίεση και οι ΗΠΑ είναι υπερβολικά υπονομευμένες από το ισραηλινό λόμπι για να παίξουν το ρόλο ενός αποτελεσματικού μεσολαβητή. Η λιτανεία της λύσης των δύο κρατών έχει γίνει ένα βολικό φύλλο συκής για τους πολιτικούς, ενώ η πραγματικότητα καθιστά κάτι τέτοιο όλο και λιγότερο πιθανό μέρα με τη μέρα. Στη σύνοδο κορυφής το Δεκέμβριο του 2012 στις Βρυξέλλες, η ΕΕ και η Ρωσία έριξαν την πρώτη βολή σε αυτή τη μάχη καλώντας για «τολμηρά και συγκεκριμένα βήματα προς την ειρήνη» που πρέπει να γίνουν από τις δύο πλευρές «σε άμεσες και ουσιαστικές διαπραγματεύσεις χωρίς προϋποθέσεις, προκειμένου να επιτευχθεί μια οριστική επίλυση της σύγκρουσης». Η ΕΕ και η Ρωσία δήλωσαν ότι «δεν θα αναγνωρίσουν καμία μεταβολή των προ του 1967 συνόρων, συμπεριλαμβανομένης της Ιερουσαλήμ, εκτός από εκείνες που θα συμφωνηθούν από τα συμβαλλόμενα μέρη». Το 2013, η ΕΕ και τα άλλα μέλη του Κουαρτέτου, θα πρέπει να κάνουν μια σοβαρή ενδοσκόπηση σχετικά με το ποιά θα πρέπει να είναι η πολιτική εναλλακτική λύση για την αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων σαν το πώς θα επιτευχθεί η ασφάλεια όλων, το «ένα άτομο, μία ψήφος» και το πώς θα τερματιστεί η τρέχουσα κατάσταση του απαρτχάιντ.
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν
Αυτή τη χρονιά θα είναι απίθανο να γίνουμε μάρτυρες μιας ένοπλης επίθεσης από το Ισραήλ ή τις ΗΠΑ κατά του Ιράν, γιατί το Ιράν δεν θα προκαλέσει μια τέτοια αντίδραση ξεπερνώντας «κόκκινες γραμμές», που σημαίνει ότι δεν πρόκειται να προσπαθήσει να κατασκευάσει ή να δοκιμάσει ένα πυρηνικό όπλο ή να αρχίσει τον εμπλουτισμό ουρανίου σε ποσοστό 90%. Επίσης, το διακύβευμα και το κόστος ενός προληπτικού χτυπήματος στο Ιράν είναι απλά πάρα πολύ υψηλό. Οι περισσότεροι από το εθνικό σύστημα ασφάλειας των ΗΠΑ πιστεύουν ότι το Ιράν δεν βρίσκεται καν κοντά στο επίπεδο κατασκευής πυρηνικής βόμβας ούτως ή άλλως. Την ίδια στιγμή, η συναίνεση που προκύπτει είναι ότι οι ΗΠΑ, όπως άλλωστε και ολόκληρη η διεθνής κοινότητα, θα πρέπει να προσαρμοστούν σταδιακά σε ένα πυρηνικά ικανό (αλλά όχι με πυρηνικά όπλα) Ιράν. Με την αναποτελεσματική πολιτική των κυρώσεων, οι επιλογές της Δύσης για τον εξαναγκασμό του Ιρανικού καθεστώτος να εγκαταλείψει τις έρευνές του για να μετατραπεί σε πυρηνική δύναμη λιγοστεύουν. Είναι επομένως πιθανό φέτος να δούμε μια νέα ώθηση για κάποια διπλωματική συμφωνία με το Ιράν. Έχει αναφερθεί (και κατόπιν διαψευσθεί) ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Obama προτίθεται να συνεργαστεί με τους Ιρανούς άμεσα, αλλά μέχρι να δεχθεί κάτι τέτοιο ο προαναφερθείς, η ΕΕ παραμένει στη θέση του οδηγού των διαπραγματεύσεων των Ε3+3. Η ΕΕ, μέσω της Ύπατης Εκπροσώπου της και με την υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, θα πρέπει να εργαστεί προς την επίτευξη μιας τυπικής διπλωματικής συμφωνίας, μιας συμφωνίας που θα επιτρέπει στο Ιράν να εμπλουτίσει ουράνιο σε χαμηλά επίπεδα με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη των φιλοδοξιών του για την κατασκευή πυρηνικών όπλων, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την ΕΕ να μειώσει σταδιακά τις κυρώσεις και να ενισχύσει τους οικονομικούς της δεσμούς. Το βήμα αυτό θα σημαίνει επίσης τη διαπραγμάτευση συμφωνιών ασφαλείας με άλλες χώρες της περιοχής σε μια περίοδο όπου η περιφερειακή πολιτική είναι ήδη αρκετά ευμετάβλητη. Αυτή είναι μια υπερβολική απαίτηση για την ΕΕ και θα πρέπει να έχει τη συνεχή υποστήριξη όλων των κρατών μελών για τον ηγετικό ρόλο του Ύπατου Εκπροσώπου στους E3+3, καθώς και την υποστήριξη των μη-ευρωπαϊκών μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Υπάρχει η ελπίδα ότι οι προεδρικές εκλογές τον Ιούνιο του 2013 θα φέρουν στην εξουσία ένα λιγότερο προκλητικό ηγέτη από τον πρόεδρο Mahmoud Ahmadinejad και θα επιτρέψουν στην ΕΕ να ξεκινήσει ένα νέο και αξιόπιστο γύρο διαπραγματεύσεων με το Ιράν.
Μεγάλο παζάρι
Η βίαιη κατάρρευση της Συρίας και ο πρόσφατος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Γάζας υπογράμμισαν την έντονη επιδείνωση του στρατηγικού περιβάλλοντος στη Μέση Ανατολή. Είναι επίσης σαφές ότι οι προκλήσεις για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή είναι, σε μεγάλο βαθμό, αλληλένδετες και ούτε η ΕΕ ούτε η διεθνής κοινότητα στο σύνολό της μπορεί να διατηρήσει το status quo. Η ΕΕ πρέπει να αναθεωρήσει και να αναπροσαρμόσει τις πολιτικές της γειτονιάς της και τα κράτη μέλη πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η ΕΕ δεν μπορεί να ακολουθήσει μια αποτελεσματική ανθρωπιστική ή πολιτική στρατηγική, χωρίς να επικαλεστεί τη στρατιωτική συνιστώσα, αλλά ούτε και μπορεί να το πράξει χωρίς τους ΝΑΤΟϊκούς της συμμάχους, τη Ρωσία και την Κίνα. Η σφυρηλάτηση μιας ισχυρότερης διεθνούς σύμπραξης είναι επομένως ζωτικής σημασίας για όλες τις πλευρές. Μετά από μήνες κακοσχεδιασμένων, μονομερών προσπαθειών για την επίλυση των ξένων πολιτικών προκλήσεων που τίθενται από τη Μέση Ανατολή, έχει έρθει η ώρα για ένα μεγάλο παζάρι. Σε αυτό το εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον και με την αξιοπιστία της ως ξένη χαράκτρια πολιτικής στη μέση, η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να παραμείνει καθισμένη στο φράκτη. Η ίδια η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμη να λάβει τολμηρά και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας στη Μέση Ανατολή.
Πηγή:www.capital.gr
Λίγοι στις Βρυξέλλες ή στις πρωτεύουσες των κρατών-μελών προέβλεψαν τις αραβικές εξεγέρσεις, αλλά από το 2010 και μετά οι φορείς χάραξης της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής αναγκάστηκαν να αφιερώσουν πολύ χρόνο και προσοχή για να αποφασίσουν τί να κάνουν και τί να μην κάνουν στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη και τη Μέση Ανατολή. Ουδεμία λίστα προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής για το 2013 θα μπορούσε να περιλαμβάνει όλες τις προκείμενες προκλήσεις και είναι βέβαιο πως η ΕΕ θα κληθεί να ασχοληθεί με θέματα που δεν περιέχονται σε καμία ατζέντα.
Με το δεδομένο αυτό, κάποιος θα μπορούσε κάλλιστα να προβλέψει ορισμένες ξένες πολιτικές προκλήσεις τις οποίες θα πρέπει να αντιμετωπίσει το τρέχον έτος η ΕΕ. Η ανάπτυξη λειτουργικών σχέσεων με την Ουκρανία, τη Ρωσία και άλλες γειτονικές χώρες στα ανατολικά, η αναβίωση της διατλαντικής εταιρικής σχέσης στο εμπόριο, η επανεξισορρόπηση συμμαχιών με τις ασιατικές χώρες, καθώς και η συγκέντρωση και η ανταλλαγή αμυντικών δυνατοτήτων θα κερδίσουν την προσοχή όλων εκείνων που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Αλλά η υπ’ αριθμόν ένα πρόκληση που θα καταναλώσει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων είναι η Μέση Ανατολή.
Αυτή η ταραγμένη περιοχή είναι για την ΕΕ και μάλιστα για όλη την υπόλοιπη διεθνή κοινότητα, ένα κουβάρι διασυνδεδεμένων προκλήσεων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής: 1) την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης αναταραχής στις αραβικές χώρες, 2) τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, 3) την προσπάθεια επίτευξης ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, (4) το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Άλλες κρίσιμες μεταβλητές στην περιοχή περιλαμβάνουν τον κατακερματισμό του Ιράκ, την εμφάνιση των ριζοσπαστικών Ισλαμιστών κυβερνήσεων, καθώς και τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα της Βουλής των Σαούντ.
Ξεπερνώντας τη συνεχιζόμενη αναταραχή στις Αραβικές χώρες
Ο αραβικός κόσμος είναι στο έλεος των μεγάλων ανακατατάξεων, οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε κυβερνήσεις που είναι πιο ευαίσθητες στο λαϊκό συναίσθημα απ’ ό,τι οι προκάτοχοί τους. Μπορεί να μην είναι οι τέλειες δημοκρατίες, αλλά οι πολιτικοί ηγέτες θα ανησυχούν περισσότερο για την κοινή γνώμη από τους δικτάτορες που κυβέρνησαν πριν από αυτούς. Αλλά αυτή η διαδικασία θα πάρει χρόνο, ο οποίος μετράται σε χρόνια, όχι μήνες. Όπως είδαμε στην Τυνησία, τη Λιβύη και την Αίγυπτο, τα γεγονότα αυτά εγείρουν ερωτήματα-παγίδες στην ΕΕ: είναι μια ευκαιρία για να ένα χτύπημα υπέρ της δημοκρατίας και την περαιτέρω περιθωριοποίηση των αντιτιθέμενων στην ΕΕ δυνάμεων, ή μήπως η κατάρρευση της παλιάς τάξης πραγμάτων υπονομεύει τους παραδοσιακούς φιλοευρωπαίους κι επιτρέπει στους εξτρεμιστές ισλαμιστές (και αντιτιθέμενους με την ΕΕ) να έχουν μια δυνατότερη φωνή στην πολιτική της περιοχής; Τι θα συμβεί αν η Ιορδανία, ο Λίβανος, και οι Κούρδοι παρασυρθούν στη δίνη αυτή; Όπως ανακάλυψαν η Ύπατη Εκπρόσωπος Ashton και ο Επίτροπος της ΕΠΓ Füle, η ΕΕ δεν έχει μεγάλη επιρροή στην έκβαση αυτών των καταστάσεων και ελάχιστες ελκυστικές πολιτικές επιλογές. Ανάμεσα σε αυτές τις επιλογές είναι τα νομικά δεσμευτικά πολυμερή πλαίσια, όπως οι συνθήκες ενέργειας και κοινοτικών μεταφορών για παράδειγμα. Το να συμπεριληφθούν οι νότιες χώρες της ΕΠΓ στις υπάρχουσες συνθήκες θα στείλει ένα πραγματικό και θετικό μήνυμα ότι η ΕΕ δεν αστειεύεται σχετικά με τη χορήγηση στις εν λόγω χώρες μεριδίων στην εσωτερική αγορά και με την προβολή της σταθερότητας και της ευημερίας στη νότια γειτονιά της.
Τερματισμός του εμφυλίου πολέμου στη Συρία
Πρώτον, η ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσει το αν η χορήγηση στρατιωτικής υποστήριξης ή όχι θα συμβάλει στον τερματισμό του αιματηρού αδιεξόδου στη Συρία. Όταν, τον Δεκέμβριο του 2012 οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κορυφής, συμφώνησαν ότι η ΕΕ θα πρέπει να εξετάσει «όλες τις επιλογές» για να βοηθήσει αντιπολίτευση της Συρίας στον αγώνα της ενάντια στο «παράνομο» καθεστώς του προέδρου Bashar al-Assad, απέφυγαν να απαντήσουν στο ζήτημα της στρατιωτικής υποστήριξης της αντιπολίτευσης. Επί του παρόντος, η ΕΕ απαγορεύει την πώληση και την προμήθεια όπλων και στις δύο πλευρές της σύγκρουσης. Αυτό το εμπάργκο λήγει το Μάρτιο. Η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν στην πρώτη γραμμή των προσπαθειών να στραφεί η ΕΕ πέρα από τα όρια της πολιτικής της για τις κυρώσεις, στην παροχή πολιτικής υποστήριξης στην αντιπολίτευση και ανθρωπιστικής βοήθειας στους αμάχους. Μαζί με την Ιταλία, έπεισαν τη Γερμανία, την Ισπανία, τις χώρες της Benelux και τα άλλα κράτη-μέλη να αναγνωρίσουν το νέο ενιαίο Εθνικό Συνασπισμό των Συριακών Επαναστατικών και Αντιπολιτευτικών Δυνάμεων ως «το μοναδικό εκπρόσωπο του Συριακού λαού». Αλλά οι εκκλήσεις τους δεν έκαναν το Συμβούλιο της ΕΕ να προχωρήσει πέρα από την αναγνώριση των προαναφερθέντων ως τους «νόμιμους εκπρόσωπους των προσδοκιών του συριακού λαού», ή να σχολιάσει το πρόγραμμα του αντιπολιτευτικού συνασπισμού της Συρίας, ή να άρει το εμπάργκο στην προμήθεια όπλων που έχει εμποδίσει την ΕΕ να εξοπλίσει τις ομάδες που επιδιώκουν να ανατρέψουν το καθεστώς Assad. Η Σουηδία και η Γερμανία αντιτίθενται στην προοπτική του εξοπλισμού του συνασπισμού από το φόβο της τυχόν συμβολής τους σε έναν εμφύλιο πόλεμο πολύ μετά την αποχώρηση του Assad. Αν αυτές οι βαθιές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών δεν ξεπεραστούν υπέρ μιας πιο δυναμικής προσέγγισης, η ΕΕ δεν θα είναι σε θέση να δημιουργήσει το απαραίτητο σημείο καμπής σε αυτή την παρατεταμένη σύγκρουση, όπου ουδεμία πλευρά φαίνεται πρόθυμη να οπισθοχωρήσει ή να είναι σε θέση να επικρατήσει. Κατά συνέπεια, η αρνητικότητα αυτής της κατάστασης διαχέεται στη γειτονική Ιορδανία, τον Λίβανο και την Τουρκία.
Το πιο ανησυχητικό σενάριο μπορεί επίσης να είναι και το πιο πιθανό: παρατεταμένο χάος και θρησκευτικές συγκρούσεις, αφήνοντας ένα κενό ασφαλείας και μια ευκαιρία για τις τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Χεζμπολάχ που υποστηρίζεται από το Ιράν για την απόκτηση μεγάλων μεριδίων από το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας. Τα όρια της μονομέρειας στη Μέση Ανατολή υπογραμμίζουν μια παρατεταμένη περίοδο αβεβαιότητας, με περιφερειακές δυνάμεις όπως το Ιράν, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία να προσπαθούν να διατηρήσουν τα δικά τους συμφέροντα στη Συρία.
Η αναζήτηση για την ειρηνική συνύπαρξη Ισραήλ και Παλαιστίνης
Η ΕΕ έχει επίσης να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι δεν πρόκειται να βρεθεί μια λύση δύο κρατών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που είχε προβλεφτεί πριν λάβει η Παλαιστίνη τη συντριπτική υποστήριξη στη Γενική Συνέλευση για το αίτημά της να αναγνωριστεί ως μη κράτος μέλος παρατηρητής στα Ηνωμένα Έθνη. Η ισραηλινή δεξιά δεν έχει επιδείξει κάποιο ενδιαφέρον για την λύση των δύο κρατών, οι Παλαιστίνιοι είναι πολύ αδύναμοι και διχασμένοι για να τους ασκήσουν κάποια ουσιαστική πίεση και οι ΗΠΑ είναι υπερβολικά υπονομευμένες από το ισραηλινό λόμπι για να παίξουν το ρόλο ενός αποτελεσματικού μεσολαβητή. Η λιτανεία της λύσης των δύο κρατών έχει γίνει ένα βολικό φύλλο συκής για τους πολιτικούς, ενώ η πραγματικότητα καθιστά κάτι τέτοιο όλο και λιγότερο πιθανό μέρα με τη μέρα. Στη σύνοδο κορυφής το Δεκέμβριο του 2012 στις Βρυξέλλες, η ΕΕ και η Ρωσία έριξαν την πρώτη βολή σε αυτή τη μάχη καλώντας για «τολμηρά και συγκεκριμένα βήματα προς την ειρήνη» που πρέπει να γίνουν από τις δύο πλευρές «σε άμεσες και ουσιαστικές διαπραγματεύσεις χωρίς προϋποθέσεις, προκειμένου να επιτευχθεί μια οριστική επίλυση της σύγκρουσης». Η ΕΕ και η Ρωσία δήλωσαν ότι «δεν θα αναγνωρίσουν καμία μεταβολή των προ του 1967 συνόρων, συμπεριλαμβανομένης της Ιερουσαλήμ, εκτός από εκείνες που θα συμφωνηθούν από τα συμβαλλόμενα μέρη». Το 2013, η ΕΕ και τα άλλα μέλη του Κουαρτέτου, θα πρέπει να κάνουν μια σοβαρή ενδοσκόπηση σχετικά με το ποιά θα πρέπει να είναι η πολιτική εναλλακτική λύση για την αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων σαν το πώς θα επιτευχθεί η ασφάλεια όλων, το «ένα άτομο, μία ψήφος» και το πώς θα τερματιστεί η τρέχουσα κατάσταση του απαρτχάιντ.
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν
Αυτή τη χρονιά θα είναι απίθανο να γίνουμε μάρτυρες μιας ένοπλης επίθεσης από το Ισραήλ ή τις ΗΠΑ κατά του Ιράν, γιατί το Ιράν δεν θα προκαλέσει μια τέτοια αντίδραση ξεπερνώντας «κόκκινες γραμμές», που σημαίνει ότι δεν πρόκειται να προσπαθήσει να κατασκευάσει ή να δοκιμάσει ένα πυρηνικό όπλο ή να αρχίσει τον εμπλουτισμό ουρανίου σε ποσοστό 90%. Επίσης, το διακύβευμα και το κόστος ενός προληπτικού χτυπήματος στο Ιράν είναι απλά πάρα πολύ υψηλό. Οι περισσότεροι από το εθνικό σύστημα ασφάλειας των ΗΠΑ πιστεύουν ότι το Ιράν δεν βρίσκεται καν κοντά στο επίπεδο κατασκευής πυρηνικής βόμβας ούτως ή άλλως. Την ίδια στιγμή, η συναίνεση που προκύπτει είναι ότι οι ΗΠΑ, όπως άλλωστε και ολόκληρη η διεθνής κοινότητα, θα πρέπει να προσαρμοστούν σταδιακά σε ένα πυρηνικά ικανό (αλλά όχι με πυρηνικά όπλα) Ιράν. Με την αναποτελεσματική πολιτική των κυρώσεων, οι επιλογές της Δύσης για τον εξαναγκασμό του Ιρανικού καθεστώτος να εγκαταλείψει τις έρευνές του για να μετατραπεί σε πυρηνική δύναμη λιγοστεύουν. Είναι επομένως πιθανό φέτος να δούμε μια νέα ώθηση για κάποια διπλωματική συμφωνία με το Ιράν. Έχει αναφερθεί (και κατόπιν διαψευσθεί) ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Obama προτίθεται να συνεργαστεί με τους Ιρανούς άμεσα, αλλά μέχρι να δεχθεί κάτι τέτοιο ο προαναφερθείς, η ΕΕ παραμένει στη θέση του οδηγού των διαπραγματεύσεων των Ε3+3. Η ΕΕ, μέσω της Ύπατης Εκπροσώπου της και με την υποστήριξη από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, θα πρέπει να εργαστεί προς την επίτευξη μιας τυπικής διπλωματικής συμφωνίας, μιας συμφωνίας που θα επιτρέπει στο Ιράν να εμπλουτίσει ουράνιο σε χαμηλά επίπεδα με αντάλλαγμα την εγκατάλειψη των φιλοδοξιών του για την κατασκευή πυρηνικών όπλων, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την ΕΕ να μειώσει σταδιακά τις κυρώσεις και να ενισχύσει τους οικονομικούς της δεσμούς. Το βήμα αυτό θα σημαίνει επίσης τη διαπραγμάτευση συμφωνιών ασφαλείας με άλλες χώρες της περιοχής σε μια περίοδο όπου η περιφερειακή πολιτική είναι ήδη αρκετά ευμετάβλητη. Αυτή είναι μια υπερβολική απαίτηση για την ΕΕ και θα πρέπει να έχει τη συνεχή υποστήριξη όλων των κρατών μελών για τον ηγετικό ρόλο του Ύπατου Εκπροσώπου στους E3+3, καθώς και την υποστήριξη των μη-ευρωπαϊκών μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Υπάρχει η ελπίδα ότι οι προεδρικές εκλογές τον Ιούνιο του 2013 θα φέρουν στην εξουσία ένα λιγότερο προκλητικό ηγέτη από τον πρόεδρο Mahmoud Ahmadinejad και θα επιτρέψουν στην ΕΕ να ξεκινήσει ένα νέο και αξιόπιστο γύρο διαπραγματεύσεων με το Ιράν.
Μεγάλο παζάρι
Η βίαιη κατάρρευση της Συρίας και ο πρόσφατος πόλεμος μεταξύ Ισραήλ και Γάζας υπογράμμισαν την έντονη επιδείνωση του στρατηγικού περιβάλλοντος στη Μέση Ανατολή. Είναι επίσης σαφές ότι οι προκλήσεις για την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή είναι, σε μεγάλο βαθμό, αλληλένδετες και ούτε η ΕΕ ούτε η διεθνής κοινότητα στο σύνολό της μπορεί να διατηρήσει το status quo. Η ΕΕ πρέπει να αναθεωρήσει και να αναπροσαρμόσει τις πολιτικές της γειτονιάς της και τα κράτη μέλη πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η ΕΕ δεν μπορεί να ακολουθήσει μια αποτελεσματική ανθρωπιστική ή πολιτική στρατηγική, χωρίς να επικαλεστεί τη στρατιωτική συνιστώσα, αλλά ούτε και μπορεί να το πράξει χωρίς τους ΝΑΤΟϊκούς της συμμάχους, τη Ρωσία και την Κίνα. Η σφυρηλάτηση μιας ισχυρότερης διεθνούς σύμπραξης είναι επομένως ζωτικής σημασίας για όλες τις πλευρές. Μετά από μήνες κακοσχεδιασμένων, μονομερών προσπαθειών για την επίλυση των ξένων πολιτικών προκλήσεων που τίθενται από τη Μέση Ανατολή, έχει έρθει η ώρα για ένα μεγάλο παζάρι. Σε αυτό το εξαιρετικά ασταθές περιβάλλον και με την αξιοπιστία της ως ξένη χαράκτρια πολιτικής στη μέση, η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια να παραμείνει καθισμένη στο φράκτη. Η ίδια η ΕΕ πρέπει να είναι έτοιμη να λάβει τολμηρά και συγκεκριμένα μέτρα για τη διασφάλιση της ειρήνης και της σταθερότητας στη Μέση Ανατολή.
Πηγή:www.capital.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Χάθηκαν» τα ηλεκτρονικά αρχεία για το σχέδιο «Βαριοπούλα»;
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Ασφάλεια ψάχνει τον Τσάκα για..αυτόφωρο!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ