2013-01-11 13:16:29
Του Μάριου Ευρυβιάδη*
Δεν πάμε καλά. Μέσα και έξω. Πουθενά. Η βία, το χάος και η αναρχία φαίνεται να παίρνουν το πάνω χέρι. Παντού. Στις γειτονιές μας. Στις πόλεις μας. Στις χώρες μας και έξω από αυτές.
Η βία έχει γίνει ποικιλόμορφη. Πέραν από τη βία του πολέμου, υπάρχει η βία της φτώχειας και της ανέχειας, η βία της μισαλλοδοξίας – του σοβινισμού, του ρατσισμού, του μισογυνισμού. Η βία κατά των παιδιών. Και υπάρχει και η βία από τους «προστάτες» μας – η βία της εξουσίας. Η κρατική βία και η κρατική τρομοκρατία.
Ο αιώνας που πέρασε υπήρξε ο πιο αιματηρός αιώνας στην ιστορία της ανθρωπότητας με πάνω από 100 εκατομμύρια νεκρούς – οι μισοί σε πολέμους και οι άλλοι μισοί θύματα της κρατικής βίας και της τρομοκρατίας. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η ανθρωπότητα ανακουφίσθηκε και ανάπνευσε, τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της, έναν αέρα ελευθερίας και ασφάλειας τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε παγκόσμιο
. Απομακρύνθηκε η δαμόκλειος σπάθη ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Και παντού υπήρχε μια αισιοδοξία για μια καινούρια μέρα, ένα μέλλον ευοίωνο και ότι μετά το «τέλος της ιστορίας» δηλαδή το τέλος των ιδεολογικών συγκρούσεων και τους πολέμους η ανθρωπότητα θα έβγαινε κερδισμένη σε πολλαπλά επίπεδα μαζί με ένα «μέρισμα ειρήνης» (peace dividend) από τη διοχέτευση πόρων σε παραγωγικές και όχι καταστροφικές δραστηριότητες.
Και όλοι εμείς, που είχαμε την επιπλέον τύχη να ζούμε στον ευρύτερο χώρο του Δυτικού Κόσμου και ειδικά σε αυτό της Δυτικής Ευρώπης, ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή υποψήφια μέλη για ένταξη, το μέλλον φάνταζε όχι απλώς εξασφαλισμένο, αλλά και παραμυθένιο.
Επιπλέον ένα μεγάλο μέρος της φιλελεύθερης δυτικής διανόησης έβλεπαν κυριολεκτικά καθημερινά το 1989-90-91 (κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, ενοποίηση της Γερμανίας, κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, συνεργασία των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά της ιρακινής εισβολής στο Κουβέιτ το 1990) να δικαιώνονται οι ιδέες τους αναφορικά με τον πόλεμο, την ειρήνη και τη δύναμη των συνεργατικών διαδικασιών για την επίλυση των συγκρούσεων και την εμπέδωση της ειρήνης.
Μέσα στο όχι αδικαιολόγητο αυτό κλίμα της ευφορίας και της αισιοδοξίας, οι Κασάνδρες, οι λιγοστές φωνές που αμφισβητούσαν τα πράγματα και την φιλελεύθερη ιδεολογία της «αρμονίας των συμφερόντων» και αυτό το έπρατταν στη βάση επιχειρημάτων βασισμένων σε πάμπολλα ιστορικά παραδείγματα με επίκεντρο τη διαχρονική συμπεριφορά των κρατών, δεν έβρισκαν ακροατήριο. Οι θέσεις τους δεν εισακούοντο ενώ αυτοί εθερωρούντο παρωχημένοι αντιπροοδευτικοί, αντιδραστικοί και … πολεμόχαροι.
Ένας από αυτούς τους λιγοστούς αμφισβητίες υπήρξε ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο John J. Mearsheimer στο έργο του οποίου έχω ξανακάνει αναφορά μέσω της στήλης. Τον Αύγουστο του 1990, ενώ είχε ήδη καταρρεύσει το Τείχος, επήλθε η ενοποίηση της Γερμανίας και διαφαινόταν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (παρόλο που η Σοβιετική Ένωση δεν θα καταρρεύσει για ακόμη 16 μήνες), ο Mearsheimer δημοσιοποίησε ένα κείμενό του στο περιοδικό Atlantic Monthly. To κείμενο έφερε τον προφητικό τίτλο “Why We Will Soon Miss the Cold War”. Σε ελεύθερη μετάφραση ο Mearsheimer αρχίζει ως εξής: «Η ειρήνη είναι θαυμάσια. Μου αρέσει όσο αρέσει και στον διπλανό μου και δεν έχω καμία πρόθεση να παρουσιάζομαι ηθελημένα απαισιόδοξος τη στιγμή που η αισιοδοξία για το μέλλον του κόσμου περισσεύει. Παρά ταύτα, η θέση μου στο κείμενο που ακολουθεί είναι ότι όλοι μας πιθανότατα πολύ γρήγορα θα μετανιώνουμε για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου».
Σίγουρα, συνεχίζει, δεν θα μας λείψουν οι περιορισμένης φύσεως περιφερειακοί πόλεμοι και συγκρούσεις που αποτελούσαν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ψυχρού Πολέμου, ούτε οι αντιδημοκρατικές και αστυνομικές μέθοδοι των κρατών. Αλλά θα μας λείψει σίγουρα, υποστηρίζει, η τάξη και η πειθαρχία που ο Ψυχρός Πόλεμος επέβαλε στην εκ φύσεως αναρχία του διακρατικού συστήματος.
Την τάξη αυτήν την επέβαλλαν οι δυο υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση και δια της οποίας μαζί με την ισορροπία του τρόμου λόγω της κατοχής πυρηνικών όπλων, εξασφάλιζαν την παγκόσμια ειρήνη. Είχαμε δηλαδή ένα διακρατικό σύστημα του οποίου οι δομές διέπονταν από μια ισορροπία, έστω και αρνητική ισορροπία, η οποία νομοτελειακά εξασφάλιζε την ειρήνη.
Εδώ εδράζεται και η βασική θεώρηση του Mearsheimer που είναι επί της ουσίας μια «εκσυγχρονισμένη» επαναδιατύπωση της ρεαλιστικής σχολής σκέψης ως προς τα αίτια των διακρατικών σχέσεων, δηλαδή του πολέμου. Είναι η Θουκυδίδεια, Μακιαβελική και Χομπεσιανή θεώρηση. Κατά αυτήν, το διακρατικό σύστημα είναι εκ φύσεως άναρχο και το ζητούμενο για το κάθε κράτος, τον κάθε παίκτη του συστήματος, είναι η ασφάλειά του. Και για να την διασφαλίσει επιδιώκει συνεχώς όλο και περισσότερη ισχύ ώστε να ηγεμονεύσει του συστήματος. Αν δεν τα καταφέρνει δεν είναι διότι δεν προσπαθεί, αλλά διότι την ηγεμονία αυτήν την επιδιώκουν και άλλοι παίκτες του συστήματος (ξεχωριστά ή σε συνασπισμούς) και έτσι δημιουργούνται αντίρροπες δράσεις που καταλήγουν σε γενική εξισορρόπηση. Έτσι διατηρείται η ειρήνη.
Όσοι λιγότεροι είναι οι παίκτες του συστήματος τόσο καλύτερες είναι οι πιθανότητες διατήρησης της ειρήνης. Σε ένα διπολικό σύστημα που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του Ψυχρού Πολέμου, οι πιθανότητες διατήρησης της ειρήνης είναι περισσότερες από ένα πολυπολικό, όπως ήταν το σύστημα πριν το 1945 και όπως εξελίσσεται το διεθνές σύστημα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Κατά τον Mearsheimer και κατά γενική παραδοχή εάν δεν υπήρχαν πυρηνικά όπλα θα είχαμε νομοτελειακά μετά το 1945 επανάληψη των μεγάλων πολέμων του παρελθόντος. Για τον λόγο αυτό, συνεχίζει αιρετικά και πάλι ο Mearsheimer, δεν πρέπει να δαιμονοποιείται η κατοχή πυρηνικών όπλων διότι αποδεικνύονται στην πράξη «εργαλεία» διατήρησης της ειρήνης. Διατήρησαν την ειρήνη στον Ψυχρό Πόλεμο. Την διατήρησαν ανάμεσα σε Ινδία και Πακιστάν και ανάμεσα σε Ινδία και Κίνα. Και μελλοντικά θα την διατηρήσουν στη Μέση Ανατολή μεταξύ Ισραήλ και Αράβων, αλλά και μεταξύ μουσουλμάνων, όταν και άλλα κράτη, πέραν του Ισραήλ αποκτήσουν πυρηνικά όπλα.
Στο μεσοδιάστημα, η κατάρρευση του διπολισμού άνοιξε διάπλατα την κερκόπορτα του πολυπολισμού και μαζί τον πειρασμό του ηγεμονισμού για παλιές και αναδυόμενες δυνάμεις. Παράλληλα η κατάρρευση του διπολισμού απελευθέρωσε και άλλες φυγόκεντρες δυνάμεις –φυλετικές, θρησκευτικές, οικονομικές. Είναι αυτές που σήμερα κυριαρχούν στα πρωτοσέλιδα και οι οποίες ξεχωριστά ή αθροιστικά δυναμιτίζουν το παγκόσμιο σύστημα σπρώχνοντάς το στην εντροπία.
Είναι στη βάση της εγγενούς αυτής εντροπίας του διακρατικού συστήματος που ο διαπρεπής Αμερικανός καθηγητής εδράζει τα απαισιόδοξα συμπεράσματά του για τα διεθνή δρώμενα και τα οποία επαληθεύονται με αυξανόμενη συχνότητα. Ο Mearsheimer δεν προφητεύει. Αναλύει. Κοντολογίς, δεν έχουμε ακόμη δει και βιώσει τα χειρότερα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου. Και μέχρι αυτά να περάσουν το μόνο καταφύγιο ασφάλειας που διαθέτουν μικρά και αδύναμα κράτη όπως είναι π.χ η Κύπρος παραμένει η αυθύπαρκτη ύπαρξή τους. Και όχι η κηδεμονία τους από παλιούς και νεόκοπους ηγεμόνες.
*Ο Μάριος Ευρυβιάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
InfoGnomon
Δεν πάμε καλά. Μέσα και έξω. Πουθενά. Η βία, το χάος και η αναρχία φαίνεται να παίρνουν το πάνω χέρι. Παντού. Στις γειτονιές μας. Στις πόλεις μας. Στις χώρες μας και έξω από αυτές.
Η βία έχει γίνει ποικιλόμορφη. Πέραν από τη βία του πολέμου, υπάρχει η βία της φτώχειας και της ανέχειας, η βία της μισαλλοδοξίας – του σοβινισμού, του ρατσισμού, του μισογυνισμού. Η βία κατά των παιδιών. Και υπάρχει και η βία από τους «προστάτες» μας – η βία της εξουσίας. Η κρατική βία και η κρατική τρομοκρατία.
Ο αιώνας που πέρασε υπήρξε ο πιο αιματηρός αιώνας στην ιστορία της ανθρωπότητας με πάνω από 100 εκατομμύρια νεκρούς – οι μισοί σε πολέμους και οι άλλοι μισοί θύματα της κρατικής βίας και της τρομοκρατίας. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η ανθρωπότητα ανακουφίσθηκε και ανάπνευσε, τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της, έναν αέρα ελευθερίας και ασφάλειας τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε παγκόσμιο
Και όλοι εμείς, που είχαμε την επιπλέον τύχη να ζούμε στον ευρύτερο χώρο του Δυτικού Κόσμου και ειδικά σε αυτό της Δυτικής Ευρώπης, ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή υποψήφια μέλη για ένταξη, το μέλλον φάνταζε όχι απλώς εξασφαλισμένο, αλλά και παραμυθένιο.
Επιπλέον ένα μεγάλο μέρος της φιλελεύθερης δυτικής διανόησης έβλεπαν κυριολεκτικά καθημερινά το 1989-90-91 (κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, ενοποίηση της Γερμανίας, κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, συνεργασία των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά της ιρακινής εισβολής στο Κουβέιτ το 1990) να δικαιώνονται οι ιδέες τους αναφορικά με τον πόλεμο, την ειρήνη και τη δύναμη των συνεργατικών διαδικασιών για την επίλυση των συγκρούσεων και την εμπέδωση της ειρήνης.
Μέσα στο όχι αδικαιολόγητο αυτό κλίμα της ευφορίας και της αισιοδοξίας, οι Κασάνδρες, οι λιγοστές φωνές που αμφισβητούσαν τα πράγματα και την φιλελεύθερη ιδεολογία της «αρμονίας των συμφερόντων» και αυτό το έπρατταν στη βάση επιχειρημάτων βασισμένων σε πάμπολλα ιστορικά παραδείγματα με επίκεντρο τη διαχρονική συμπεριφορά των κρατών, δεν έβρισκαν ακροατήριο. Οι θέσεις τους δεν εισακούοντο ενώ αυτοί εθερωρούντο παρωχημένοι αντιπροοδευτικοί, αντιδραστικοί και … πολεμόχαροι.
Ένας από αυτούς τους λιγοστούς αμφισβητίες υπήρξε ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο John J. Mearsheimer στο έργο του οποίου έχω ξανακάνει αναφορά μέσω της στήλης. Τον Αύγουστο του 1990, ενώ είχε ήδη καταρρεύσει το Τείχος, επήλθε η ενοποίηση της Γερμανίας και διαφαινόταν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (παρόλο που η Σοβιετική Ένωση δεν θα καταρρεύσει για ακόμη 16 μήνες), ο Mearsheimer δημοσιοποίησε ένα κείμενό του στο περιοδικό Atlantic Monthly. To κείμενο έφερε τον προφητικό τίτλο “Why We Will Soon Miss the Cold War”. Σε ελεύθερη μετάφραση ο Mearsheimer αρχίζει ως εξής: «Η ειρήνη είναι θαυμάσια. Μου αρέσει όσο αρέσει και στον διπλανό μου και δεν έχω καμία πρόθεση να παρουσιάζομαι ηθελημένα απαισιόδοξος τη στιγμή που η αισιοδοξία για το μέλλον του κόσμου περισσεύει. Παρά ταύτα, η θέση μου στο κείμενο που ακολουθεί είναι ότι όλοι μας πιθανότατα πολύ γρήγορα θα μετανιώνουμε για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου».
Σίγουρα, συνεχίζει, δεν θα μας λείψουν οι περιορισμένης φύσεως περιφερειακοί πόλεμοι και συγκρούσεις που αποτελούσαν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ψυχρού Πολέμου, ούτε οι αντιδημοκρατικές και αστυνομικές μέθοδοι των κρατών. Αλλά θα μας λείψει σίγουρα, υποστηρίζει, η τάξη και η πειθαρχία που ο Ψυχρός Πόλεμος επέβαλε στην εκ φύσεως αναρχία του διακρατικού συστήματος.
Την τάξη αυτήν την επέβαλλαν οι δυο υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση και δια της οποίας μαζί με την ισορροπία του τρόμου λόγω της κατοχής πυρηνικών όπλων, εξασφάλιζαν την παγκόσμια ειρήνη. Είχαμε δηλαδή ένα διακρατικό σύστημα του οποίου οι δομές διέπονταν από μια ισορροπία, έστω και αρνητική ισορροπία, η οποία νομοτελειακά εξασφάλιζε την ειρήνη.
Εδώ εδράζεται και η βασική θεώρηση του Mearsheimer που είναι επί της ουσίας μια «εκσυγχρονισμένη» επαναδιατύπωση της ρεαλιστικής σχολής σκέψης ως προς τα αίτια των διακρατικών σχέσεων, δηλαδή του πολέμου. Είναι η Θουκυδίδεια, Μακιαβελική και Χομπεσιανή θεώρηση. Κατά αυτήν, το διακρατικό σύστημα είναι εκ φύσεως άναρχο και το ζητούμενο για το κάθε κράτος, τον κάθε παίκτη του συστήματος, είναι η ασφάλειά του. Και για να την διασφαλίσει επιδιώκει συνεχώς όλο και περισσότερη ισχύ ώστε να ηγεμονεύσει του συστήματος. Αν δεν τα καταφέρνει δεν είναι διότι δεν προσπαθεί, αλλά διότι την ηγεμονία αυτήν την επιδιώκουν και άλλοι παίκτες του συστήματος (ξεχωριστά ή σε συνασπισμούς) και έτσι δημιουργούνται αντίρροπες δράσεις που καταλήγουν σε γενική εξισορρόπηση. Έτσι διατηρείται η ειρήνη.
Όσοι λιγότεροι είναι οι παίκτες του συστήματος τόσο καλύτερες είναι οι πιθανότητες διατήρησης της ειρήνης. Σε ένα διπολικό σύστημα που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του Ψυχρού Πολέμου, οι πιθανότητες διατήρησης της ειρήνης είναι περισσότερες από ένα πολυπολικό, όπως ήταν το σύστημα πριν το 1945 και όπως εξελίσσεται το διεθνές σύστημα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Κατά τον Mearsheimer και κατά γενική παραδοχή εάν δεν υπήρχαν πυρηνικά όπλα θα είχαμε νομοτελειακά μετά το 1945 επανάληψη των μεγάλων πολέμων του παρελθόντος. Για τον λόγο αυτό, συνεχίζει αιρετικά και πάλι ο Mearsheimer, δεν πρέπει να δαιμονοποιείται η κατοχή πυρηνικών όπλων διότι αποδεικνύονται στην πράξη «εργαλεία» διατήρησης της ειρήνης. Διατήρησαν την ειρήνη στον Ψυχρό Πόλεμο. Την διατήρησαν ανάμεσα σε Ινδία και Πακιστάν και ανάμεσα σε Ινδία και Κίνα. Και μελλοντικά θα την διατηρήσουν στη Μέση Ανατολή μεταξύ Ισραήλ και Αράβων, αλλά και μεταξύ μουσουλμάνων, όταν και άλλα κράτη, πέραν του Ισραήλ αποκτήσουν πυρηνικά όπλα.
Στο μεσοδιάστημα, η κατάρρευση του διπολισμού άνοιξε διάπλατα την κερκόπορτα του πολυπολισμού και μαζί τον πειρασμό του ηγεμονισμού για παλιές και αναδυόμενες δυνάμεις. Παράλληλα η κατάρρευση του διπολισμού απελευθέρωσε και άλλες φυγόκεντρες δυνάμεις –φυλετικές, θρησκευτικές, οικονομικές. Είναι αυτές που σήμερα κυριαρχούν στα πρωτοσέλιδα και οι οποίες ξεχωριστά ή αθροιστικά δυναμιτίζουν το παγκόσμιο σύστημα σπρώχνοντάς το στην εντροπία.
Είναι στη βάση της εγγενούς αυτής εντροπίας του διακρατικού συστήματος που ο διαπρεπής Αμερικανός καθηγητής εδράζει τα απαισιόδοξα συμπεράσματά του για τα διεθνή δρώμενα και τα οποία επαληθεύονται με αυξανόμενη συχνότητα. Ο Mearsheimer δεν προφητεύει. Αναλύει. Κοντολογίς, δεν έχουμε ακόμη δει και βιώσει τα χειρότερα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου. Και μέχρι αυτά να περάσουν το μόνο καταφύγιο ασφάλειας που διαθέτουν μικρά και αδύναμα κράτη όπως είναι π.χ η Κύπρος παραμένει η αυθύπαρκτη ύπαρξή τους. Και όχι η κηδεμονία τους από παλιούς και νεόκοπους ηγεμόνες.
*Ο Μάριος Ευρυβιάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οικολογικά καθαριστικά για το σπίτι
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ