2013-01-14 13:00:03
Ήταν ο Αετός της Αντίστασης και σαν το περήφανο αρπακτικό «φτερούγιζε» στις βουνοκορφές, μεταφέροντας τα μαντάτα του αγώνα στη γερμανοκατοχή, σε καπετάνιους και ομάδες Μα ο Σπύρος Αναστασάκης σήμερα, στα 88 του χρόνια, στο σπίτι των «Μπίρηδων» στο Ζουρίδι, ένα μικρό χωριουδάκι 58 ψυχών, στο Ρέθυμνο, νιώθει να τον κατατρώει μια πληγή που από το 1944 το καλοκαίρι, μένει ορθάνοιχτη και βασανιστική. Όσο περνά ο καιρός αυτό το τραύμα των εφηβικών του χρόνων τον σπαράζει Ήταν με δυο ακόμη νέους, συναγωνιστές του, και σκότωσαν το Γερμανό οδηγό του αυτοκινήτου. Του είπαν μετά οι δυο συμπρωταγωνιστές του επεισοδίου, πως από το δικό του τουφέκι έφυγε η σφαίρα που τον ξάπλωσε νεκρό και από τότε υπομένει μαρτυρικά ο Αετός. Σαν να θέλει να «ξαλαφρώσει» από τις Eρινύες και τα λέει, όπως θα τα έλεγε στον εξομολόγο του. Μα και πάλι δεν ησυχάζει!
Η εξομολόγηση στα ύστερά του, μοιάζει να είναι η τελεία που βάζει και περιμένει να μεταλάβει «των αχράντων μυστηρίων» και να λάβει άφεση αμαρτιών. Αλλά και ούτε πάλι αισθάνεται πως θα γαληνέψει στην ανοιξιάτικη λιακάδα, έχοντας απέναντι στο σπίτι του τις χιονισμένες βουνοκορφές που περπάτησε ατέλειωτες μέρες και ώρες ως μαντατοφόρος…
Έφηβος περπάτησε ως αγγελιαφόρος, τα βουνά του δυτικού Ρεθύμνου
Ο λόγος του τρέχει σαν το γάργαρο νερό και δεν βρίσκει παραποτάμια! Βιάζεται, όμως, για να απαλλαγεί από τις ενοχές στο κονάκι της ράτσας των Μπίρηδων και ψάχνει να ακουμπήσει στην αναπαυμένη συνείδηση. Είναι ευθύς: «Με τα φάρμακα ζω κι αν μου λείπει η ινσουλίνη κι η κορτιζόνη θα ποθάνω. Οι γιατροί δεν ξέρουν την αρρώστιά μου, ξέρεις τι είναι; Μου είπαν ότι θα είσαι υγιής και εκεί που θα στέκεις θα ποθάνεις. Δεν ξέρω, αλλά όσο περνά ο καιρός σκέφτομαι και πλιά πολύ το Γερμανό που σκοτώσαμε. Και μπορεί να ‘ναι κι αυτός αφορμή και τυραννιέμαι…»
«ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ Τ’ ΑΝΑΣΤΟΡΟΥΜΑΙ…»
Όλοι οι χώροι μέσα στην κατοικία αποπνέουν πολιτική του αείμνηστου υπουργού Σταύρου Μπίρη της κυβέρνησης του Γέρου της Δημοκρατίας. Και όταν πέθανε ο κουνιάδος του, έφερε το μαντάτο στον ίδιο και στο χωριό ο μεταφορέας Μανώλης Σπαντιδάκης, «ήταν αξέχαστα η μέρα που ρίχναμε, να εκείνη την κολώνα του σπιτιού. Πήγαμε στην Αθήνα από το χωριό εγώ η γυναίκα μου, τα κοπέλια μου, τα ανίψια μου. Πέθανε φτωχός και τον κηδέψαμε στο Α’ Νεκροταφείο και τέλειωσε ο κύκλος του Μπίρη…»
Επιστρέφει τη ζωή του στην εμπλοκή του στους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης κατά των κατοχικών δυνάμεων στη γενέτειρά του την Κούφη, ένα μικρό χωριουδάκι κοντά στο Ζουρίδι «που πήγε σώγαμπρος».
Και είναι οδυνηρό να γυρνάς το ποτάμι της ζωής πίσω και να αναμοχλεύεις στα μονοπάτια της. Κάπου, όμως, όσο φρικτά κι αν είναι τα βιώματα που έχεις συγκεντρώσει κι αποθηκεύσει στις προθήκες σου, σε μερικά θα σταματήσεις γιατί σε έχουν πληγώσει και συνεχίζουν να σε κατατρώγουν!
Μένει, παρ'όλα αυτά, στον Αετό τον αγγελιαφόρο με τα «φτερωτά» πόδια, που ανέβαινε με τον αέρα της νιότης στα κακοτράχαλα βουνά του Κρυονερίτη και τ’ «Αγιού Πνευμάτου» και στα Μουντριανά Όρη και αρχίζει να βγάζει από τα βάθη της ψυχής του αυτά τα ματωμένα οδοιπορικά για να πάει ή να πάρει ένα μαντάτο ή ένα σημείωμα…
Η ροή του λόγου του κάνει στάση «στο σκοτωμό του Γερμανού οδηγού» και συγκλονίζεται, λες και ξαναζεί εκείνες τις «μαύρες ώρες»…
«Στην κατοχή, εμένα με φωνάζανε Αετό», αρχίζει με σπαραγμό ψυχής την αφήγηση. Και συνεχίζει: «Ήμουν στην ομάδα του Κωστή του Μαντζώρου από την Επισκοπή, λοχαγού Ιππικού και με το Βαγγέλη το Βαρδάκη από την Αργυρούπολη περπατήσαμε βουνά και λαγκάδια. Σαλέψαμε στ’ «Άγιο Πνεύμα» και στα βουνά του Μούντρου και πηγαίναμε στη Μικρή Γωνιά. Αυτή ήτανε η δουλειά μας! Και δε με νοιάζουν οι αποστολές που έκαμα, όσο το Γερμανό που σκοτώσαμε. Είναι πράγματα, που δε θέλω να τα αναστορούμαι γιατί μου καίνε την καρδιά…»
ΣΤΗ ΣΥΜΠΤΥΞΗ
»Τρεις που ήμασταν, σκοτώσαμε Γερμανό και μου είπαν πως τον σκότωσα εγώ. Ήτανε καλοκαίρι του ’44 και οι Γερμανοί οπισθοχωρούσανε και συμπτύσσονταν για να φύγουνε από την Κρήτη. Στο ύψωμα του Αγίου Αντωνίου, στην Κουφιανή γέφυρα, ήμασταν εγώ ο Αντρέας ο Γύπαρης, χωριανάκι μου από την Κούφη και ο Στελής ο Πετράκης, ο Κασαποστελής από τη Μέσα Γωνιά. Εγώ είμαι γεννημένος το 1925 κι ήμουνα, τότες, 18-19 χρονών…
»Μια φάλαγγα Γερμανών, προχωρούσε από τον παλιό εθνικό δρόμο, με κατεύθυνση προς τα Χανιά που συγκεντρωνότανε για να φύγουν. Της γερμανικής δύναμης προπορεύονταν μια μοτοσυκλέτα και ακολουθούσε ένα αυτοκίνητο, Όπελ, γερμανικό μόνο και μόνο για να εξασφαλίζουν «καθαρό» δρόμο από αντάρτες…
»Η μοτοσυκλέτα γύρισε πίσω, ίσως κάτι να αντιλήφτηκε ο οδηγός της. Το αυτοκίνητο, όμως, με τον οδηγό και τον συνοδηγό, συνέχιζαν κανονικά. Όταν το είδαμε από το ύψωμα αρχίσαμε να το πυροβολούμε και τα τρία τουφέκια, που τα είχαμε πάρει από το λημέρι της ομάδας μας…
»Μπορεί να ρίξαμε και είκοσι σφαίρες! Η μια σφαίρα βρήκε τον οδηγό και τον σκότωσε και ο συνοδηγός τραυματίστηκε και έφυγε με τα πόδια για την Επισκοπή. Ο οδηγός, τέλειωσε, σκοτώθηκε, ο Θεός να του συγχωρέσει γιατί είχενε και αυτός μάνα…
»Κατεβήκαμε μετά λιγάκι ώρα και τον είδαμε νεκρό, κάθετα, στο δρόμο. Αυτός πήρενε τη σφαίρα μέσα στο αυτοκίνητο, πρόλαβενε να ανοίξει, αλλά έπεσε μόλις άνοιξε την πόρτα. Ήτανε δυο μέρες σκοτωμένος και δεν τον είχανε πάρει να τον θάψουν…
»Το βράδυ πήγανε από την Κούφη χωριανοί και «γδύσανε» το αυτοκίνητο και το σκοτωμένο. Ο κόσμος, εκείνα τα χρόνια πεινούσε κι ό,τι βρήκανε το πήρανε. Θυμούμαι μια γυναίκα, Ερασμία Γερανιωτάκη τη λέγανε και πήρε ένα γυλιό κι είχε μέσα κι ένα περίστροφο, ιταλικό λέγανε πως ήτανε. Πάρα πολλοί χωριανοί πήγανε στο αυτοκίνητο κι ότι υπήρχε το αρπάξανε…»
«ΗΤΑΝ ΛΕΒΕΝΤΟΚΟΠΕΛΟ…»
Από τη θύμηση του Αετού, ωστόσο, είναι αδύνατο να «ξεγλιστρήσει» έστω και η παραμικρή λεπτομέρεια του φονικού. Ακόμη και τώρα, αν και έχουν παρέλθει σχεδόν εβδομήντα χρόνια, μένουν ακόμη «σφηνωμένα» στη μνήμη του το πρόσωπο του Γερμανού οδηγού, η νεότητά του, «η λεβεντιά του». Ενεργοποιούνται τα ευαίσθητα ανθρωπιστικά του κύτταρα και υποφέρει!
«Δεν ξέρω αν το σκότωσα εγώ», σημειώνει, μπας και απαλύνει τον πόνο του. «Οι άλλοι δυο, ο Πετράκης και ο Γύπαρης μου λέγανε μετά, πως εγώ τον σκότωσα γιατί από το δικό μου τουφέκι έφυγε η σφαίρα που τον θανάτωσε. Μα δεν είμαι απόλυτα βέβαιος, αλλά όπως και να ‘χουν τα πράγματα, παρέα ήμασταν και τα τρια τουφέκια παίζανε…
»Όπως και να είναι, νιώθω, αλήθεια, τύψεις και μέχρι να ζω θα με κυνηγούν. Μάνα τον έκαμε κι αυτό το Γερμανό! Τον είδα σκοτωμένο κι ήταν ένα λεβεντοκόπελο, 23-24 χρονών και ήτανε το πεντέρμο κόκκινο σαν την πιπερέ!
»Το λέω και σήμερα: Δεν υπάρχει άνθρωπος που να σκοτώσει άλλο άνθρωπο, ακόμη και σε ατύχημα να είναι, ακόμη και γάτα να σκοτώσεις και να μην έχεις τύψεις. Ακόμη και ο Μανουσέλης, ο Κιατύπης ο μέγας και τρανός που σκότωσε πολλούς Γερμανούς και δικούς μας, τέσσερα-πέντε χρόνια πριν πεθάνει μετάνιωσε για τα εγκλήματά του. Σε κυνηγά η συνείδησή σου, πώς να το πούμε!
»Μπορεί να θαρρείς πως με το να σκοτώσεις ένα Γερμανό έκαμες μια ηρωική πράξη, αλλά η πράξη δεν είναι γενναία. Κάτι σε βασανίζει και θα σε βασανίζει μέσα σου μέχρι να ζεις και να υπάρχεις. Μας έχει φάει ο ψευτοεγωισμός των Κρητικών…»
Και αφού τα είπε ο Αετός, έμεινε σκεφτικός σαν να τον περιτριγύριζε ξανά «το λεβεντοκόπελο με τη χιτλερική στολή που κάθονταν στο τιμόνι του Όπελ».
Ύστερα θα ξεσπάσει, βγάζοντας με ορμή χειμάρρου την οργή του: «Πολεμήσαμε και λευτερώθηκε η πατρίδα. Μα οι ρουφιάνοι κι οι προδότες δεν ήτανε πάντα στα μέσα και στα έξω; Πού πήγανε οι αγνοί πατριώτες; Σκότωσαν τον Ποδιά επειδή ήταν αριστερός, σκότωσαν και το Λεμονιά και τόσους άλλους. Κι όταν λέω για τον Ποδιά, μου ‘ρχεται στο νου η μαντινάδα:
Ψηλορείτης και Μαδάρες
Λασιθιώτικα βουνά,
σεις γινήκατε λημέρια
στην ομάδα του Ποδιά…»
madeincreta.gr
Η εξομολόγηση στα ύστερά του, μοιάζει να είναι η τελεία που βάζει και περιμένει να μεταλάβει «των αχράντων μυστηρίων» και να λάβει άφεση αμαρτιών. Αλλά και ούτε πάλι αισθάνεται πως θα γαληνέψει στην ανοιξιάτικη λιακάδα, έχοντας απέναντι στο σπίτι του τις χιονισμένες βουνοκορφές που περπάτησε ατέλειωτες μέρες και ώρες ως μαντατοφόρος…
Έφηβος περπάτησε ως αγγελιαφόρος, τα βουνά του δυτικού Ρεθύμνου
Ο λόγος του τρέχει σαν το γάργαρο νερό και δεν βρίσκει παραποτάμια! Βιάζεται, όμως, για να απαλλαγεί από τις ενοχές στο κονάκι της ράτσας των Μπίρηδων και ψάχνει να ακουμπήσει στην αναπαυμένη συνείδηση. Είναι ευθύς: «Με τα φάρμακα ζω κι αν μου λείπει η ινσουλίνη κι η κορτιζόνη θα ποθάνω. Οι γιατροί δεν ξέρουν την αρρώστιά μου, ξέρεις τι είναι; Μου είπαν ότι θα είσαι υγιής και εκεί που θα στέκεις θα ποθάνεις. Δεν ξέρω, αλλά όσο περνά ο καιρός σκέφτομαι και πλιά πολύ το Γερμανό που σκοτώσαμε. Και μπορεί να ‘ναι κι αυτός αφορμή και τυραννιέμαι…»
«ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ Τ’ ΑΝΑΣΤΟΡΟΥΜΑΙ…»
Όλοι οι χώροι μέσα στην κατοικία αποπνέουν πολιτική του αείμνηστου υπουργού Σταύρου Μπίρη της κυβέρνησης του Γέρου της Δημοκρατίας. Και όταν πέθανε ο κουνιάδος του, έφερε το μαντάτο στον ίδιο και στο χωριό ο μεταφορέας Μανώλης Σπαντιδάκης, «ήταν αξέχαστα η μέρα που ρίχναμε, να εκείνη την κολώνα του σπιτιού. Πήγαμε στην Αθήνα από το χωριό εγώ η γυναίκα μου, τα κοπέλια μου, τα ανίψια μου. Πέθανε φτωχός και τον κηδέψαμε στο Α’ Νεκροταφείο και τέλειωσε ο κύκλος του Μπίρη…»
Επιστρέφει τη ζωή του στην εμπλοκή του στους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης κατά των κατοχικών δυνάμεων στη γενέτειρά του την Κούφη, ένα μικρό χωριουδάκι κοντά στο Ζουρίδι «που πήγε σώγαμπρος».
Και είναι οδυνηρό να γυρνάς το ποτάμι της ζωής πίσω και να αναμοχλεύεις στα μονοπάτια της. Κάπου, όμως, όσο φρικτά κι αν είναι τα βιώματα που έχεις συγκεντρώσει κι αποθηκεύσει στις προθήκες σου, σε μερικά θα σταματήσεις γιατί σε έχουν πληγώσει και συνεχίζουν να σε κατατρώγουν!
Μένει, παρ'όλα αυτά, στον Αετό τον αγγελιαφόρο με τα «φτερωτά» πόδια, που ανέβαινε με τον αέρα της νιότης στα κακοτράχαλα βουνά του Κρυονερίτη και τ’ «Αγιού Πνευμάτου» και στα Μουντριανά Όρη και αρχίζει να βγάζει από τα βάθη της ψυχής του αυτά τα ματωμένα οδοιπορικά για να πάει ή να πάρει ένα μαντάτο ή ένα σημείωμα…
Η ροή του λόγου του κάνει στάση «στο σκοτωμό του Γερμανού οδηγού» και συγκλονίζεται, λες και ξαναζεί εκείνες τις «μαύρες ώρες»…
«Στην κατοχή, εμένα με φωνάζανε Αετό», αρχίζει με σπαραγμό ψυχής την αφήγηση. Και συνεχίζει: «Ήμουν στην ομάδα του Κωστή του Μαντζώρου από την Επισκοπή, λοχαγού Ιππικού και με το Βαγγέλη το Βαρδάκη από την Αργυρούπολη περπατήσαμε βουνά και λαγκάδια. Σαλέψαμε στ’ «Άγιο Πνεύμα» και στα βουνά του Μούντρου και πηγαίναμε στη Μικρή Γωνιά. Αυτή ήτανε η δουλειά μας! Και δε με νοιάζουν οι αποστολές που έκαμα, όσο το Γερμανό που σκοτώσαμε. Είναι πράγματα, που δε θέλω να τα αναστορούμαι γιατί μου καίνε την καρδιά…»
ΣΤΗ ΣΥΜΠΤΥΞΗ
»Τρεις που ήμασταν, σκοτώσαμε Γερμανό και μου είπαν πως τον σκότωσα εγώ. Ήτανε καλοκαίρι του ’44 και οι Γερμανοί οπισθοχωρούσανε και συμπτύσσονταν για να φύγουνε από την Κρήτη. Στο ύψωμα του Αγίου Αντωνίου, στην Κουφιανή γέφυρα, ήμασταν εγώ ο Αντρέας ο Γύπαρης, χωριανάκι μου από την Κούφη και ο Στελής ο Πετράκης, ο Κασαποστελής από τη Μέσα Γωνιά. Εγώ είμαι γεννημένος το 1925 κι ήμουνα, τότες, 18-19 χρονών…
»Μια φάλαγγα Γερμανών, προχωρούσε από τον παλιό εθνικό δρόμο, με κατεύθυνση προς τα Χανιά που συγκεντρωνότανε για να φύγουν. Της γερμανικής δύναμης προπορεύονταν μια μοτοσυκλέτα και ακολουθούσε ένα αυτοκίνητο, Όπελ, γερμανικό μόνο και μόνο για να εξασφαλίζουν «καθαρό» δρόμο από αντάρτες…
»Η μοτοσυκλέτα γύρισε πίσω, ίσως κάτι να αντιλήφτηκε ο οδηγός της. Το αυτοκίνητο, όμως, με τον οδηγό και τον συνοδηγό, συνέχιζαν κανονικά. Όταν το είδαμε από το ύψωμα αρχίσαμε να το πυροβολούμε και τα τρία τουφέκια, που τα είχαμε πάρει από το λημέρι της ομάδας μας…
»Μπορεί να ρίξαμε και είκοσι σφαίρες! Η μια σφαίρα βρήκε τον οδηγό και τον σκότωσε και ο συνοδηγός τραυματίστηκε και έφυγε με τα πόδια για την Επισκοπή. Ο οδηγός, τέλειωσε, σκοτώθηκε, ο Θεός να του συγχωρέσει γιατί είχενε και αυτός μάνα…
»Κατεβήκαμε μετά λιγάκι ώρα και τον είδαμε νεκρό, κάθετα, στο δρόμο. Αυτός πήρενε τη σφαίρα μέσα στο αυτοκίνητο, πρόλαβενε να ανοίξει, αλλά έπεσε μόλις άνοιξε την πόρτα. Ήτανε δυο μέρες σκοτωμένος και δεν τον είχανε πάρει να τον θάψουν…
»Το βράδυ πήγανε από την Κούφη χωριανοί και «γδύσανε» το αυτοκίνητο και το σκοτωμένο. Ο κόσμος, εκείνα τα χρόνια πεινούσε κι ό,τι βρήκανε το πήρανε. Θυμούμαι μια γυναίκα, Ερασμία Γερανιωτάκη τη λέγανε και πήρε ένα γυλιό κι είχε μέσα κι ένα περίστροφο, ιταλικό λέγανε πως ήτανε. Πάρα πολλοί χωριανοί πήγανε στο αυτοκίνητο κι ότι υπήρχε το αρπάξανε…»
«ΗΤΑΝ ΛΕΒΕΝΤΟΚΟΠΕΛΟ…»
Από τη θύμηση του Αετού, ωστόσο, είναι αδύνατο να «ξεγλιστρήσει» έστω και η παραμικρή λεπτομέρεια του φονικού. Ακόμη και τώρα, αν και έχουν παρέλθει σχεδόν εβδομήντα χρόνια, μένουν ακόμη «σφηνωμένα» στη μνήμη του το πρόσωπο του Γερμανού οδηγού, η νεότητά του, «η λεβεντιά του». Ενεργοποιούνται τα ευαίσθητα ανθρωπιστικά του κύτταρα και υποφέρει!
«Δεν ξέρω αν το σκότωσα εγώ», σημειώνει, μπας και απαλύνει τον πόνο του. «Οι άλλοι δυο, ο Πετράκης και ο Γύπαρης μου λέγανε μετά, πως εγώ τον σκότωσα γιατί από το δικό μου τουφέκι έφυγε η σφαίρα που τον θανάτωσε. Μα δεν είμαι απόλυτα βέβαιος, αλλά όπως και να ‘χουν τα πράγματα, παρέα ήμασταν και τα τρια τουφέκια παίζανε…
»Όπως και να είναι, νιώθω, αλήθεια, τύψεις και μέχρι να ζω θα με κυνηγούν. Μάνα τον έκαμε κι αυτό το Γερμανό! Τον είδα σκοτωμένο κι ήταν ένα λεβεντοκόπελο, 23-24 χρονών και ήτανε το πεντέρμο κόκκινο σαν την πιπερέ!
»Το λέω και σήμερα: Δεν υπάρχει άνθρωπος που να σκοτώσει άλλο άνθρωπο, ακόμη και σε ατύχημα να είναι, ακόμη και γάτα να σκοτώσεις και να μην έχεις τύψεις. Ακόμη και ο Μανουσέλης, ο Κιατύπης ο μέγας και τρανός που σκότωσε πολλούς Γερμανούς και δικούς μας, τέσσερα-πέντε χρόνια πριν πεθάνει μετάνιωσε για τα εγκλήματά του. Σε κυνηγά η συνείδησή σου, πώς να το πούμε!
»Μπορεί να θαρρείς πως με το να σκοτώσεις ένα Γερμανό έκαμες μια ηρωική πράξη, αλλά η πράξη δεν είναι γενναία. Κάτι σε βασανίζει και θα σε βασανίζει μέσα σου μέχρι να ζεις και να υπάρχεις. Μας έχει φάει ο ψευτοεγωισμός των Κρητικών…»
Και αφού τα είπε ο Αετός, έμεινε σκεφτικός σαν να τον περιτριγύριζε ξανά «το λεβεντοκόπελο με τη χιτλερική στολή που κάθονταν στο τιμόνι του Όπελ».
Ύστερα θα ξεσπάσει, βγάζοντας με ορμή χειμάρρου την οργή του: «Πολεμήσαμε και λευτερώθηκε η πατρίδα. Μα οι ρουφιάνοι κι οι προδότες δεν ήτανε πάντα στα μέσα και στα έξω; Πού πήγανε οι αγνοί πατριώτες; Σκότωσαν τον Ποδιά επειδή ήταν αριστερός, σκότωσαν και το Λεμονιά και τόσους άλλους. Κι όταν λέω για τον Ποδιά, μου ‘ρχεται στο νου η μαντινάδα:
Ψηλορείτης και Μαδάρες
Λασιθιώτικα βουνά,
σεις γινήκατε λημέρια
στην ομάδα του Ποδιά…»
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Επικίνδυνες ισορροπίες Τσίπρα στο Βερολίνο
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Να μη βγεί χαμένη η ΑΕΚ από τις...κομπίνες των Ιταλών
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ