2012-03-27 22:45:05
Φωτογραφία για Τι προβλέπει το σχέδιο νόμου του υπουργείου εργασίας: Κανονισμός Ασφάλισης ΙΚΑ και λοιπές διατάξεις...
Από τον Χρήστο Τσίχλη

Δικηγόρο Αθηνών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α': ΡΥΘΜΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

Άρθρο 1 Υπαγωγή στους κλάδους και λογαριασμούς του ΟΑΕΔ:

1. Με το άρθρο τέταρτο παρ.1 ν. 1305/1982 (ΦΕΚ 146 Α'), όπως  τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 του ν. 1759/1988 (ΦΕΚ 50 Α'), με το οποίο συμπληρώθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 2 α.ν. 1846/1951, υπήχθησαν στην ασφάλιση του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ τα πρόσωπα που απασχολούνται με σύμβαση μίσθωσης έργου εφόσον εργάζονται με συνθήκες που απαντώνται στις μισθώσεις εργασίας. Οι προϋποθέσεις ασφάλισης, ο τρόπος υπολογισμού των ημερών των προσώπων αυτών κατά κατηγορία, η μισθολογική περίοδος, ο τρόπος υπολογισμού και καταβολής των εισφορών και ο υπόχρεος για την καταβολή τους καθορίστηκαν με τον Κανονισμό "για τον τρόπο ασφάλισης στο ΙΚΑ των απασχολουμένων με σύμβαση μίσθωσης έργου" που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης.


Τα παραπάνω πρόσωπα ασφαλίζονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τους κλάδους σύνταξης και ασθένειας, αλλά δεν καλύπτονται για τους κλάδους και λογαριασμούς του ΟΑΕΔ, ΟΕΕ και ΟΕΚ, επειδή δεν παρέχουν εξαρτημένη εργασία. Ο λόγος της υπαγωγής τους στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, όπως προκύπτει από την ίδια τη διάταξη της υπαγωγής τους, είναι η απασχόλησή τους με συνθήκες που απαντώνται στις μισθώσεις εργασίας, δηλαδή με συνθήκες που προσομοιάζουν με αυτές της εξαρτημένης εργασίας. Η εξαίρεση επομένως από τους κλάδους και λογαριασμούς του ΟΑΕΔ, ΟΕΕ και ΟΕΚ δεν φαίνεται δικαιολογημένη αφού και για την υπαγωγή στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ θεωρείται ότι υπάρχουν συνθήκες εξαρτημένης εργασίας. Με την προτεινόμενη διάταξη προβλέπεται ρητά η υπαγωγή των παραπάνω προσώπων στην ασφάλιση όλων των κλάδων και λογαριασμών του Ο.Α.Ε.Δ., του  Ο. Ε.Κ. και της Εργατικής Εστίας, ώστε να μην υπάρχει διαφοροποίηση στην ασφάλισης τους από τους λοιπούς ασφαλισμένους που εργάζονται με παρόμοιες συνθήκες.

2. Με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 1759/1988 (ΦΕΚ 50 Α') που προστέθηκε στο τέλος του άρθρου 2 του α.ν. 1846/1951 υπήχθησαν στην υποχρεωτική (και όχι αυτοδίκαιη) ασφάλιση του νόμου αυτού τα πρόσωπα που παρέχουν εργασία εντός των ορίων της χώρας κατά κύριο επάγγελμα σε εργοδότες με τους οποίους είναι σύζυγοι, ή συγγενείς πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγένειας, εφόσον για την εργασία τους αυτή δεν υπάγονται υποχρεωτικά ή προαιρετικά στην ασφάλιση άλλου φορέα κύριας ασφάλισης. Με την ίδια διάταξη προβλέφθηκε η έκδοση Κανονισμού για τη ρύθμιση των όρων και των προϋποθέσεων για την πραγματοποίηση της ασφάλισης των παραπάνω προσώπων. Σε εφαρμογή του νόμου εκδόθηκε ο «Κανονισμός ασφάλισης στο ΙΚΑ των προσώπων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις μελών της οικογένειάς τους, που εγκρίθηκε με την Φ21/3288/20-12-88 Απόφαση Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β' 4/89). Με το άρθρο 1 του Κανονισμού προβλέπεται ρητά η υπαγωγή των παραπάνω πρόσωπων ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, για όλους τους κλάδους ασφάλισής του, καθώς και του ΕΤΕΑΜ. Οι πιο πάνω ασφαλισμένοι δεν καλύπτονται για τους κλάδους και λογαριασμούς του ΟΑΕΔ, ΟΕΕ και ΟΕΚ, επειδή θεωρείται ότι δεν παρέχουν εξαρτημένη εργασία. Κατά τη θεωρία και τη μέχρι σήμερα διαμορφωμένη νομολογία, εξαρτημένη είναι η εργασία που παρέχεται αυτοπροσώπως, έναντι καταβολής μισθού, κάτω από την επίβλεψη και τον έλεγχο του εργοδότη, ο οποίος καθορίζει και τον τόπο και το χρόνο εργασίας του μισθωτού. Χαρακτηριστικό επομένως της εξαρτημένης εργασίας είναι η απασχόληση του μισθωτού κάτω από τον έλεγχο και την καθοδήγηση του εργοδότη. Επειδή το παραπάνω χαρακτηριστικό δεν απουσιάζει από την απασχόληση σε οικογενειακές επιχειρήσεις, δεν είναι δικαιολογημένη η διαφοροποίηση της ασφάλισης των παραπάνω προσώπων από τους λοιπούς ασφαλισμένους που εργάζονται με τις ίδιες συνθήκες και δεν είναι σύζυγοι, ή συγγενείς πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγένειας με τον εργοδότη τους. Για το λόγο αυτό προτείνεται η ρητή υπαγωγή των προσώ!

 πων που παρέχουν εργασία σε εργοδότες με τους οποίους είναι σύζυγοι, ή

 συγγενείς πρώτου και δευτέρου βαθμού συγγένειας στην ασφάλιση όλων των κλάδων και λογαριασμών του Ο.Α.Ε.Δ., του Ο.Ε.Κ. και της Εργατικής Εστίας.

3. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μαζί με τον έλεγχο, τη βεβαίωση και την είσπραξη των εισφορών υπέρ των κλάδων ασφάλισης αυτού (Συντάξεων, Ασθενείας έχει αναλάβει και τη συνβεβαίωση και συνείσπραξη των εισφορών του ΕΤΕΑΜ , υπέρ των κλάδων και λογαριασμών του Ο.Α.Ε.Δ. (Ανεργία, Στράτευση, ΔΛΟΕΜ, ΛΕΠΕΕ/ΕΛΠΕΚΕ, ΛΠΕαΑΕ και Ε.Κ.Λ.Α.) του Ο.Ε.Κ. και του Ο.Ε.Ε.. Υπάρχουν όμως διάφορες ομάδες εργαζομένων, οι οποίες εξαιρούνται από την ασφάλιση των κλάδων των παραπάνω οργανισμών με αποτέλεσμα να ισχύουν διαφορετικά ασφάλιστρα για κάθε κατηγορία. Η ανάγκη διαχείρισης όλων αυτών των εξαιρέσεων οδήγησε σε μεγάλη αύξηση του αριθμού των ΚΠΚ με αποτέλεσμα να καθίσταται το σύστημα εξαιρετικά δύσχρηστο για τους εργοδότες και να δημιουργούνται σοβαροί κίνδυνοι για σφάλματα στη δήλωση των ασφαλιστικών στοιχείων. Έτσι, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για απλοποίηση του συστήματος, με τη θέσπιση διατάξεων που υπαγάγουν στους κλάδους και λογαριασμούς του ΟΑΕΔ, ΟΕΚ και ΟΕΕ τις μεμονωμένες περιπτώσεις που εξαιρούνται με στόχο την ενιαία αντιμετώπιση των ασφαλισμένων όσο αυτό είναι δυνατό. Οι περιπτώσεις ασφαλισμένων που με την διάταξη προτείνεται να υπαχθούν στους πιο πάνω κλάδους είναι:

α) Οι Έλληνες υπήκοοι που εργάζονται στο εξωτερικό εκτός χωρών Ε.Ε για λογαριασμό εργοδότη που εδρεύει στην Ελλάδα.

β) Οι υπάλληλοι του Δημοσίου που κατά τη μονιμοποίησή τους επέλεξαν την πρότερή τους ασφάλιση στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

γ) Οι Ορκωτοί εκτιμητές μέλη του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών.

δ) Τα μέλη αστικών συνεταιρισμών.

ε) Οι αθλητές με αμοιβή και οι επαγγελματίες αθλητές.

στ) Οι εργάτες αλιείς που απασχολούνται σε πλοία με ξένη σημαία που ασφαλίζονται κατά τις διατάξεις του ν. 800/1978.

ζ) Οι εθελοντές πενταετούς υπηρεσίας των ενόπλων δυνάμεων καθώς και οι οπλίτες των ενόπλων δυνάμεων που μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, ανακατατάσσονται εθελοντικά για βραχεία περίοδο.

Άρθρο 2: Κατάργηση απαλλαγής από εργοδοτικές εισφορές ( Με το άρθρο έβδομο του ν. 1305/1982 (ΦΕΚ ΑΊ46/9-12-1982) προστέθηκε παράγραφος 11 στο άρθρο 25 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ ΑΊ79/21-6-1951), με την οποία ορίζεται ότι: «Απαλλαγές από εισφορές ή μειώσεις που έχουν θεσπισθεί υπέρ Νομικών Προσώπων Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου, Ιδρυμάτων και οποιουδήποτε άλλου Οργανισμού ή Λογαριασμού δεν καταλαμβάνουν και τις υπέρ των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης εισφορές, εκτός αν ρητά προβλέπεται τούτο από σχετική διάταξη νόμου.»

Ως διάταξη νόμου νοείται πράξη του νομοθετικού οργάνου που θεσπίζει κανόνες δικαίου (τυπικός νόμος). Επειδή κανόνες δικαίου περιλαμβάνονται και σε κανονιστικές πράξεις της Διοίκησης, όπως είναι τα διατάγματα, δημιουργήθηκαν αμφισβητήσεις ως προς το αν είναι σύμφωνες με το άρθρο έβδομο του ν. 1305/1982 απαλλαγές υπέρ Ιδρυμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα που προβλέπονται στις διατάξεις των Οργανισμών τους και καθορίζονται με τις Ιδρυτικές τους πράξεις, οι οποίες έχουν εγκριθεί με προεδρικά διατάγματα ή σε κάποιες περιπτώσεις που δεν λειτουργούσε η Βουλή (ανώμαλοι ή μεταβατικοί περίοδοι) και με νομοθετικά διατάγματα.

Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Κατά το άρθρο 22 παρ.5 του Συντάγματος, το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων όπως νόμος ορίζει. Ο α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ ΑΊ 79/21-6-1951), στο άρθρο 2 παρ.1 ορίζει ότι στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως όλα τα πρόσωπα, τα οποία μέσα στα όρια της χώρας παρέχουν κατά κύριο επάγγελμα εξαρτημένη εργασία ή υπηρεσία έναντι αμοιβής. Η υποχρεωτική ασφάλιση αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση, που απορρέει από το νόμο και για τον ασφαλισμένο και για τον ασφαλιστικό φορέα. Επιπλέον, η δημιουργία της ασφαλιστικής σχέσης συντελείται αυτοδίκαια, από το πραγματικό γεγονός της απασχόλησης. Οι ασφαλιστικές εισφορές, που οφείλονται προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ασφάλιση των εργαζομένων για την εργασία που παρέχουν, συνδέονται στενά με τις αποδοχές τους και κατά την εισηγητική έκθεση του α.ν.1846/1951 (ΦΕΚ ΑΊ 79/21-6- 1951) αποτελούν προέκταση του μισθού, του «κοινωνικού μισθού» όπως αποκαλείται.

Εξάλλου οι εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη αποτελούν τους θεσμοθετημένους κύριους πόρους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ ΑΊ79/21-6-1951). Επομένως οποιαδήποτε απαλλαγή ή μείωση ασφαλιστικών εισφορών, έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και, επειδή σχετίζεται με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να στηρίζεται σε απόφαση του νομοθετικού οργάνου και όχι σε διατάξεις οργανισμών Ιδρυμάτων ή λοιπών ΝΠΙΔ που απλώς εγκρίνονται με οποιασδήποτε μορφής διατάγματα.

Για τους λόγους αυτούς με την προτεινόμενη διάταξη προστίθεται εδάφιο στην παράγραφο 11 του άρθρου 25 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ Α' 179/21-6-1951), που προστέθηκε με το άρθρο έβδομο του ν. 1305/1982 (ΦΕΚ Α' 146/9-12- 1982), με το οποίο ρητά ορίζεται ότι, από τη δημοσίευση του νόμου αυτού  καταργούνται όποιες απαλλαγές η μειώσεις είχαν θεσπιστεί με διατάγματα οποιασδήποτε μορφής, συμπεριλαμβανομένων και των νομοθετικών.

Άρθρο 3: Συγχώνευση του «Ειδικού Λογαριασμού Ξενοδοχοϋπαλλήλων» στον κλάδο ασθενείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Με την παρ 1 του άρθρου 4 παρ.1 του ν. 3655/2008 ο κλάδος ασθένειας του ΤΑΞΥ εντάσσεται στον κλάδο ασθένειας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και οι ασφαλισμένοι του εντασσόμενου κλάδου καθώς και τα μέλη οικογένειάς τους γίνονται υποχρεωτικά ασφαλισμένοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και διέπονται από τη νομοθεσία του κλάδου ασθένειας αυτού, ως προς τις παροχές σε είδος. Ως προς τις παροχές σε χρήιια, με την παράγραφο 2 συστήθηκε λογαριασμός με την ονομασία «Ειδικός Λογαριασμός Ξενοδοχοϋπαλλήλων», με πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια στον οποίο μεταφέρθηκε μέρος του αποθεματικού του ΤΑΞΥ, τα έσοδα του καταργούμενου κλάδου από εισφορές για παροχές σε χρήμα (ποσοστό 1,20 τοις εκατό επί των αποδοχών των ασφαλισμένων, από το οποίο 0,80 τοις εκατό σε βάρος των εργοδοτών και 0,40 τοις εκατό σε βάρος των ασφαλισμένων και ποσοστό 0,40 τοις εκατό επί των αποδοχών των ασφαλισμένων ως συμμετοχή του Κράτους στην ασφάλι!

 ση των από 1/1/1993 και μετά ασφαλισμένων), τα έσοδα από επιχορηγήσεις, προσόδους περιουσίας, αποδόσεις, καθώς και κάθε άλλο έσοδο που προκύπτει από τη δραστηριότητά του. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ καλείται να διαχειριστεί ένα καθεστώς με πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με αυτό που ισχύει για τους λοιπούς ασφαλισμένους του.

Πιο συγκεκριμένα:

α) Η ασφάλιση των υπαγομένων στον Ειδικό Λογαριασμό προσώπων μέσω της ΑΠΔ, δεν μπορεί να γίνει με τους κωδικούς που ισχύουν για τους λοιπούς ασφαλισμένους, με αποτέλεσμα την ανάγκη δημιουργίας νέων. Μέχρι σήμερα έχουν αποδοθεί 22 νέοι κωδικοί για την αιτία αυτή, χωρίς να αποκλείεται η δημιουργία και άλλων.

β) Λόγω της ασφάλισης στον Ειδικό Λογαριασμό δημιουργήθηκε η ανάγκη χρήσης και δεύτερου κωδικού για τον ίδιο ασφαλισμένο, σε αντίθεση με τα ισχύοντα για τους λοιπούς ασφαλισμένους στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, γεγονός που επιτείνει την πολυπλοκότητα του συστήματος.

γ) Οι ασφαλισμένοι του λογαριασμού υπάγονται για παροχές σε είδος στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και εξυπηρετούνται από τις υγειονομικές υπηρεσίες του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

δ) Η χορήγηση των παροχών σε χρήμα εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του καταστατικού του εντασσόμενου κλάδου ασθένειας του ΤΑΞΥ, το οποίο παραμένει σε ισχύ ως προς τις παροχές αυτές, εκτελείται δε για μεν τους κατοίκους της Αττικής από την Υποδ/νση Παροχών του Ειδικού Λογαριασμού Ξενοδοχοϋπαλλήλων που συστήθηκε στο Περιφερειακό Υποκ/μα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Αθήνας, για δε τις υπόλοιπες περιοχές οι πληρωμές διεκπεραιώνονται από τα Λογιστήρια των κατά τόπον αρμοδίων Υποκ/των του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

ε) Η διαδικασία χορήγησης των παροχών σε χρήμα του Ειδικού Λογαριασμού εξυπηρετείται από τις Υγειονομικές Επιτροπές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

στ) Η είσπραξη των εισφορών του Λογαριασμού γίνεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

ζ) Η διοίκηση και διαχείριση του Τομέα ασκείται από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Η διατήρηση της οικονομικής και λογιστικής αυτοτέλειας του λογαριασμού με τις ιδιαιτερότητες που αυτή συνεπάγεται επιφέρει πολυπλοκότητα στο σύστημα ασφάλισης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με δυσανάλογο λειτουργικό κόστος και άμεσες επιπτώσεις στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών στο σύνολο των ασφαλισμένων του. Προκειμένου να ξεπεραστούν οι διοικητικές και οργανωτικές δυσχέρειες και να μειωθεί το λειτουργικό κόστος, κρίνεται σκόπιμη η συγχώνευση του «Ειδικού Λογαριασμού Ξενοδοχοϋπαλλήλων», στον κλάδο ασθενείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, από τον οποίο θα γίνεται η χορήγηση των παροχών σε χρήμα στους δικαιούχους. Η χορήγηση των παροχών θα γίνεται με τις διατάξεις που ισχύουν και για τους λοιπούς ασφαλισμένους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με δεδομένο ότι τα ποσοστά εισφορών που καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι του Ειδικού Λογαριασμού δεν διαφοροποιούνται από αυτά των λοιπών ασφαλισμένων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και η πλήρωση των προϋποθέσεων γι!

 α τη χορήγηση παροχών ασθενείας σε χρήμα κρίνεται κατά κύριο λόγο σε ετήσια βάση.

Άρθρο 4: Καθορισμός ενιαίου ποσοστού πρόσθετων ειδικών εισφορών.

1. Για ορισμένες κατηγορίες ασφαλισμένων ισχύουν ειδικά καθεστώτα συνταξιοδότησης, διαφορετικά από το συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει γενικά στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Η καθιέρωσή τους υπαγορεύθηκε από διάφορους λόγους ανά κατηγορία, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις ο σκοπός τους είναι η θεμελίωση δικαιώματος στη σύνταξη για τα υπαγόμενα σε κάθε ένα από αυτά πρόσωπα σε ηλικία μικρότερη από αυτήν η οποία γενικά ισχύει. Σε αντιστάθμισμα της δαπάνης που υφίσταται το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από την πρόωρη συνταξιοδότηση των υπαγομένων στα ειδικά αυτά συνταξιοδοτικά καθεστώτα έχει θεσμοθετηθεί η καταβολή αυξημένων εισφορών τόσο από τον εργοδότη όσο και από τον ασφαλισμένο. Από τις κατηγορίες αυτές, μόνο για τους υπαγομένους στα ΒΑΕ, ισχύει ενιαίο ποσοστό πρόσθετης εισφοράς 3,60 τοις εκατό για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους).

Για τις υπόλοιπες κατηγορίες, όσον αφορά τους ασφαλισμένους μετά την 1/1/1993 («νέους» ασφαλισμένους), με τη διάταξη του άρθρου 23 ν.2084/1992 θεσπίστηκε ενιαίο ποσοστό πρόσθετης εισφοράς 3,60 τοις εκατό επί των αποδοχών των ασφαλισμένων, με εξαίρεση τους απασχολουμένους σε υπόγειες στοές μεταλλείων-λιγνιτωρυχείων και σε εναέριες η υποθαλάσσιες εργασίες, καθώς και τους ασφαλισμένους της Διεύθυνσης Ασφαλίσεως Προσωπικού Δ.Ε.Η., που απασχολούνται σε ορυχεία, σταθμούς παραγωγής και δίκτυα, όπου το ποσοστό καθορίστηκε στο 7,50 τοις εκατό. Για τους ασφαλισμένους πριν την 1/1/1993 («παλαιούς» ασφαλισμένους) ισχύουν πολλά και διαφορετικά ποσοστά πρόσθετων εισφορών, τα οποία έχουν ως εξής: α. για το προσωπικό αεροπορικών επιχειρήσεων, ποσοστό πρόσθετης εισφοράς 6,82 τοις εκατό, β. για τους ιπτάμενους φροντιστές και ιπτάμενους συνοδούς της Ολυμπιακής Αεροπορίας και της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας ποσοστό πρόσθετης εισφοράς 23,30 τοις εκατό γ. για τους πτυχιούχους χειριστές αεροσκαφών που χ!

 ρησιμοποιούνται από οποιονδήποτε εργοδότη σε πτητικές εργασίες, ποσοστό πρόσθετης εισφοράς 10,85 τοις εκατό δ. για το προσωπικό εδάφους της Ολυμπιακής Αεροπορίας και Ολυμπιακής Αεροπλοΐας και το προσωπικό της OLYMPIC CATERING, ποσοστό πρόσθετης εισφοράς 8,72 τοις εκατό ε. για τους ηθοποιούς θεάτρου πρόζας και μουσικού, υποβολείς και μουσικούς εγχόρδων και κρουστών οργάνων, τεχνικούς θεάτρου και κινηματογράφου και προσωπικό σκηνής, ποσοστό πρόσθετης εισφοράς 3,60 τοις εκατό, στ. για τους ηθοποιούς μελοδραματικού θεάτρου, μουσικούς πνευστών οργάνων και χορευτές, ποσοστό πρόσθετης εισφοράς 10 τοις εκατό, ζ. για τους απασχολούμενους σε υπόγειες στοές Μεταλλείων-Λιγνιτωρυχείων, και σε χώρους εξόρυξης, εμπλουτισμού και κατεργασίας πετρωμάτων για παραγωγή ινών αμιάντου, καθώς και σε χώρους παραγωγής προϊόντων αμιαντοτσιμέντου, ποσοστό πρόσθετης εισφοράς 11,10 τοις εκατό, η. για το προσωπικό των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης το οποίο απασχολείται στην αποκομιδή, μεταφορά, διαλογ!

 ή, επιστασία, καταστροφή απορριμμάτων, σε συνεργεία συντήρησης, επισκε

υής των μέσων καθαριότητας και με το πλύσιμο αυτών, καθώς και τους οδοκαθαριστές, εργάτες αφοδευτηρίων, εκταφείς νεκρών και καθαριστές οστών, ποσοστό πρόσθετης εισφοράς 7 τοις εκατό. Τα διαφορετικά αυτά ποσοστά ειδικών πρόσθετων εισφορών που ισχύουν για τους «παλαιούς» ασφαλισμένους, σε συνδυασμό με την υπαγωγή ή μη στους λοιπούς κλάδους ασφάλισης, έχουν δημιουργήσει μεγάλο αριθμό ΚΠΚ που επιβαρύνουν το ασφαλιστικό σύστημα.

Για την απλοποίηση των διαδικασιών ασφάλισης και με δεδομένο ότι τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης επανακαθορίστηκαν με το νόμο 3863/2010 (ΦΕΚ ΑΊ15/15-7-2010) (ΦΕΚ ΑΊ85) προς την κατεύθυνση της ενιαίας αντιμετώπισης των ασφαλισμένων, προτείνεται, για όλες τις περιπτώσεις παλαιών ασφαλισμένων για τους οποίους προβλέπεται πρόσθετη ειδική εισφορά η θέσπιση ενιαίου ποσοστού που ορίζεται σε 7 τοις εκατό για όλες τις κατηγορίες. Το ίδιο ποσοστό προτείνεται να ισχύει και για τους υπαχθέντες στην ασφάλιση μετά την 1/1/1993 (νέους ασφαλισμένους) που απασχολούνται σε υπόγειες στοές μεταλλείων - λιγνιτωρυχείων και σε εναέριες ή υποθαλάσσιες εργασίες, καθώς και τους ασφαλισμένους της Διεύθυνσης Ασφαλίσεως Προσωπικού Δ.Ε.Η., που απασχολούνται σε ορυχεία, σταθμούς παραγωγής και δίκτυα, για τους οποίους με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 ν.2084/1992 όπως αντικαταστάθηκε από την παρ.2 άρθρ.4 Ν.2335/1995 είχε οριστεί σε 7,5 τοις εκατό. Το ποσοστό αυτό αποτελεί το μέσο όρο των ισχυόντων ποσοστών και κρίνεται, βάσει αναλογιστικής μελέτης ότι θα αποτελέσει το αντιστάθμισμα της συνολικής επιβάρυνσης του Κλάδου σύνταξης που επιφέρει η πρόωρη συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων που υπάγονται στα πιο πάνω ειδικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα.

2. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 45 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α'), η πρόσθετη ειδική εισφορά των ασφαλισμένων στο ΕΤΕΑΜ που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση πριν από την 1-1-1993, οι οποίοι απασχολούνται σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, ορίζεται σε ποσοστό 2 τοις εκατό και βαρύνει τους ασφαλισμένους κατά 1,25% και τους εργοδότες κατά 0,75 τοις εκατό. Για τους απασχολούμενους σε υπόγειες στοές μεταλλείων - λιγνιτωρυχείων, καθώς και σε υποθαλάσσιες εργασίες, η πρόσθετη ειδική εισφορά ορίζεται σε ποσοστό 3 τοις εκατό και βαρύνει κατά 1 τοις εκατό τους ασφαλισμένους και κατά 2 τοις εκατό τους εργοδότες. Ίδια κατά το περιεχόμενο ρύθμιση ισχύει με βάση τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 32 του ν. 2084/1992 για τους ασφαλισμένους των ανωτέρω κατηγοριών που έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση από 1.1.1993 και εφεξής («νέους» ασφαλισμένους). Με το Προεδρικό Διάταγμα 34/2004 (ΦΕΚ 29/6-2-2004), από 1/4/2004, το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Αεροπορικών Επιχειρήσεων (ΤΕΑΠΑΕ), συγχωνεύθηκε στο ΕΤΕΑΜ. Από την ημερομηνία συγχώνευσης, όλο το προσωπικό των αεροπορικών επιχειρήσεων, καθώς και το προσωπικό της OLYMPIC CATERING και της ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΕ, για επικουρική σύνταξη υπήχθη στο ΕΤΕΑΜ. Με τις διατάξεις της παρ. 18 του άρθρου 22 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α'), όπως ισχύει μετά το άρθρο 58 παρ.8 ν.3518/2006 (ΦΕΚ 272 Α'), ορίζεται ότι η καθοριζόμενη από τις περιπτώσεις α' και β' της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 997/1979 μηνιαία συνολική εισφορά του ΕΤΕΑΜ προσαυξάνεται για τις παρακάτω κατηγορίες ασφαλισμένων ως εξής:

α. Ιπτάμενοι συνοδοί και φροντιστές ασφαλισμένοι Ολυμπιακής Αεροπορίας ΑΕ και Ολυμπιακής Αεροπλοίας ΑΕ κατά 4%. β. Λοιπό ιπτάμενο προσωπικό και διοικητικό, τεχνικό και λοιπό προσωπικό εδάφους των αεροπορικών επιχειρήσεων, καθώς και της Olympic Catering κατά 1,8%, εκτός αυτού που υπάγεται στον Κανονισμό Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.. Επίσης ορίζεται ότι τα παραπάνω ποσοστά εισφορών επιμερίζονται ισόποσα μεταξύ ασφαλισμένου και εργοδότη. Ο λόγος για τον οποίο θεσπίστηκε η προσαύξηση, είναι η αντιμετώπιση της επιβάρυνσης του ΕΤΕΑΜ, μετά τη συγχώνευση σε αυτό του ΤΕΑΠΑΕ, από το γεγονός ότι οι ασφαλισμένοι του συνταξιοδοτούνται σε μειωμένα όρια ηλικίας.

Η διαφοροποίηση όμως των ποσοστών με τα οποία προσαυξήθηκε η εισφορά του ΕΤΕΑΜ ανά κατηγορία ασφαλισμένων που προέρχονται από το τ. ΤΕΑΠΑΕ, σε συνδυασμό με την υπαγωγή ή μη στους λοιπούς κλάδους ασφάλισης, έχουν δημιουργήσει στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, που βεβαιώνει και εισπράττει τις εισφορές του ΕΤΕΑΜ, μεγάλο αριθμό ΚΠΚ που επιβαρύνουν το ασφαλιστικό σύστημα. Για την απλοποίηση των διαδικασιών ασφάλισης και με δεδομένο ότι τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης επανακαθορίστηκαν με το νόμο 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α') προς την κατεύθυνση της ενιαίας αντιμετώπισης των ασφαλισμένων, προτείνεται, για τις περιπτώσεις ασφαλισμένων στο ΕΤΕΑΜ που απασχολούνται σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, να παραμείνει υπέρ ΕΤΕΑΜ ποσοστό εισφοράς 2% για όλες τις κατηγορίες, πλην των απασχολουμένων σε υπόγειες στοές μεταλλείων - λιγνιτωρυχείων, καθώς και σε υποθαλάσσιες εργασίες, για τους οποίους ισχύει η πρόσθετη ειδική εισφορά του 3% που βαρύνει κατά 1% τους ασφαλισμένους και κατά 2% τους εργοδότες. Το ποσοστό αυτ!

 ό του 3 % με τον επιμερισμό που ορίζεται ανωτέρω, προτείνεται να θεσπιστεί για όλες τις κατηγορίες υπαγομένων στα ειδικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα εκτός των ΒΑΕ, εφόσον ασφαλίζονται επικουρικά στο ΕΤΕΑΜ και να καταργηθούν αντίστοιχα οι διατάξεις της παρ. 18 του άρθρου 22 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ Α'48/12-2-2004) και της παρ. 8 του άρθρου 58 του ν.3518/2006 (ΦΕΚ Α' 272/21-12-2006), που προβλέπουν την προσαύξηση εισφοράς υπέρ ΕΤΕΑΜ για τους προερχόμενους από το τ. ΤΕΑΠΑΕ.

Άρθρο 5: Εισφορές απασχολούμενων συνταξιούχων.

1. Για την ασφάλιση των εργαζόμενων συνταξιούχων και την καταβολή εισφορών γΓ αυτούς έχουν θεσπιστεί αποκλίσεις από τα ισχύοντα για τους λοιπούς ασφαλισμένους, όπως η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 1902/1990, κατά την οποία οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. εξ ιδίας υπηρεσίας και οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, αποχωρήσεως και αναπηρίας των φορέων κύριας ασφάλισης γενικά από δικό τους δικαίωμα που παρέχουν οποιαδήποτε εργασία ασφαλιστέα στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, υπόκεινται, επί πλέον των νομίμων κρατήσεων για την ασφάλισή τους, και σε κράτηση 3% επί των αποδοχών τους, υπέρ του κλάδου ανεργίας του ΟΑΕΔ. Το ποσοστό κράτησης 3% ειδικά για την συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων δεν κατανέμεται κατά εργοδότη και ασφαλισμένο, αλλά βαρύνει εξ ολοκλήρου τον εργαζόμενο συνταξιούχο, παρέμεινε δε ίδιο και μετά τις διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 6 του ν. 2084/1992, αφού η αύξηση της εισφοράς του κλάδου ανεργίας που προέβλεπαν οι τελευταίες δεν αναφερόταν και στη διάταξη του άρθρου 25 !

 του ν. 1902/1990. Με το άρθρο 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α') του οποίου η ισχύς με το άρθρο 16 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α') επεκτάθηκε και στους συνταξιούχους του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) που αναλαμβάνουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται προβλέπεται η υποχρέωση καταβολής των προβλεπόμενων και για τους λοιπούς (μη συνταξιούχους) ασφαλισμένους εισφορών, όπως αυτές προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις των φορέων. Επομένως, για τους απασχολούμενους συνταξιούχους στους οποίους έχει εφαρμογή το άρθρο 63 του ν.2676/1999 το ποσοστό υπέρ του κλάδου ανεργίας ανέρχεται στο 5% και κατανέμεται μεταξύ εργοδότη και ασφαλισμένου. Όμως, όπως προκύπτει από την περ. α της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 ακόμα και μετά την πλήρη ισχύ της διάταξης (1/1/2013) παραμένει εκτός του πεδίου εφαρμογής της η κατηγορία των συνταξιούχων του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) που εργάζονται στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα. Τα παραπάνω πρόσωπα θα εξακολουθούν να κα

ταβάλλουν για τον κλάδο ανεργίας το 3% που προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ.2 του ν. 1902/1990.

Παρά το γεγονός ότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 25 παρ.2 θα περιοριστεί σε έναν μικρό αριθμό προσώπων, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για την υποστήριξη της ασφάλισής τους θα υποχρεωθεί να διατηρήσει 152 επιπλέον κωδικούς που εμπεριέχουν το ανωτέρω ποσοστό, γεγονός που προκαλεί σύγχυση σε εργοδότες και ασφαλισμένους και δημιουργεί τον κίνδυνο εσφαλμένης ασφάλισης.

Για την απλοποίηση των διαδικασιών ασφάλισης αλλά και για τον λόγο ότι δεν δικαιολογείται η διαφοροποίηση του ποσοστού υπέρ του κλάδου ανεργίας μόνο για τους εργαζόμενους στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα συνταξιούχους του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), προτείνεται η αντικατάσταση της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 1902/1990 ώστε να καταβάλλεται για το σύνολο των απασχολούμενων συνταξιούχων το ίδιο ποσοστό που καταβάλλεται και για τους λοιπούς ασφαλισμένους, επιμεριζόμενο μεταξύ εργοδοτών και ασφαλισμένων κατά την αναλογία που ορίζουν οι οικείες διατάξεις.

2. Στην ισχύουσα στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ νομοθεσία και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 παρ.1 εδ. δ' του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α') ρητά προβλέπεται ότι στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ υπάγονται υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και των πάσης φύσεως Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, που παρέχουν κατά κύριο επάγγελμα εξαρτημένη εργασία έναντι αμοιβής, καθώς και το πάσης φύσεως έκτακτο, ημερομίσθιο και επί συμβάσει προσωπικό του Δημοσίου, εφόσον ο χρόνος υπηρεσίας του δεν υπολογίζεται για την απονομή της σύνταξης από το Δημόσιο.

Όμως με τη διάταξη του άρθρου 10 Ν Δ 4104/1960( ΦΕΚ 147 Α'), όπως ερμηνεύθηκε με το άρθρο 26 του Ν.Δ/τος 4197/1961, οι εισφορές κλάδου Σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εργοδότη και ασφαλισμένου, προκειμένου περί ασφαλίσεως απασχολουμένου συνταξιούχου του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή Ασφαλιστικού Οργανισμού από δικό του δικαίωμα καταβάλλονται διπλάσιες εφόσον το συνολικό μηνιαίο εισόδημα από σύνταξη, βοηθήματα και μερίσματα τύπου σύνταξης είναι μεγαλύτερο του εκάστοτε ισχύοντος κατωτάτου ορίου αμοιβής ιδιωτικού υπαλλήλου γραφείων αυξημένου κατά 50 τοις εκατό.

Η διάταξη αυτή εξακολούθησε να εφαρμόζεται παρά το γεγονός ότι το ΝΔ 4197/61 καταργήθηκε από το άρθρο 28 του ΝΔ 404/74 του οποίου πολλές διατάξεις μεταξύ των οποίων και το άρθρο 28 καταργήθηκαν από το ΠΔ 669/81, γιατί θεωρήθηκε ότι, παρά την γενικότητα της καταργητικής διάταξης του άρθρου 28 του ΝΔ 404/74, η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να καταργήσει το νομοθετικό διάταγμα 4197/61 μόνο για τα θέματα του ΤΣΑ. Με το άρθρο 16 ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α') επεκτάθηκαν οι περιορισμοί του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α') και στους συνταξιούχους του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) που αναλαμβάνουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται και προβλέφθηκε ότι και γι αυτούς καταβάλλονται οι προβλεπόμενες και για τους λοιπούς ασφαλισμένους εισφορές, όπως αυτές προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις των φορέων. Όμως, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α'), οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη!

 εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, που εργάζονται εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982.

Οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2676/1999, όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ.1 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, θα λάβουν την πλήρη εφαρμογή τους από 1/1/2013. Επομένως, από την ημερομηνία αυτή, οι διατάξεις περί διπλασιασμού εισφορών θα περιοριστούν μόνο στους συνταξιούχους του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και Ασφαλιστικών Οργανισμών που εργάζονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (στους οποίους δεν θα έχει εφαρμογή το άρθρο 63 του ν. 2676/1999), εφόσον το συνολικό μηνιαίο εισόδημα τους από σύνταξη, βοηθήματα και μερίσματα τύπου σύνταξης είναι μεγαλύτερο του εκάστοτε ισχύοντος κατωτάτου ορίου αμοιβής ιδιωτικού υπαλλήλου γραφείων αυξημένου κατά 50 τοις εκατό. Αντίθετα, όσοι εξ αυτών εργάζονται εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα (στους οποίους θα έχει εφαρμογή το άρθρο 63 του ν. 2676/1999) δεν υπόκεινται σε διπλασιασμό. Η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι δικαιολογημένη, αφού και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις πληρούνται τα κριτήρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 10 Ν.Δ 4104/60 όπως ερμηνεύθηκε με το άρθρο 26 του Ν.Δ/τος 4197/1961 για το διπλασιασμό των εισφορών κλάδου σύνταξης, τα οποία είναι αφενός η ιδιότητα του απασχολούμενου ως συνταξιούχου του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή Ασφαλιστικού Οργανισμού και αφετέρου η υπέρβαση ορισμένου ύψους εισοδήματος (εισοδηματικό κριτήριο).

Για την αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών και την ίση μεταχείριση από πλευράς ασφάλισης των παραπάνω προσώπων, αλλά και προς το σκοπό της απλούστευσης της διαδικασίας ασφάλισής τους, προτείνεται η κατάργηση της διάταξης που προβλέπει το διπλασιασμό εισφορών κλάδου σύνταξης για τους απασχολουμένους συνταξιούχους του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή Ασφαλιστικού Οργανισμού.

3. Με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 9 Α.Ν 1846/51 όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 του ν. 825/78, ο εργοδότης που απασχολεί συνταξιούχους του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ βαρύνεται με ολόκληρη την εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη. Μετά τη θέσπιση του άρθρου 63 του ν. 2676/1999, με το οποίο τέθηκαν περιορισμοί για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος ή θανάτου Φορέων κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που αναλαμβάνουν εργασία και ορίστηκε ότι για τους συνταξιούχους αυτούς καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις για τους λοιπούς ασφαλισμένους εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου, οι οποίες βαρύνουν τον ασφαλισμένο και τον εργοδότη αντίστοιχα, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 9 Α.Ν 1846/51 περιορίστηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνει μόνο τους συνταξιούχους  υπαλλήλους του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ (ειδικού καθεστώτος) για τους οποίους δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 63 του Ν. 2676/99».

Με το άρθρο 16 ν. 3863/2010 (ΦΕΚ 115 Α') επεκτάθηκε η εφαρμογή του άρθρου 63 του ν. 2676/1999 και στους συνταξιούχους του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) που αναλαμβάνουν εργασία ή αυτοαπασχολούνται. Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 3863/2010 οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, που εργάζονται εκτός του ευρύτερου δημόσιου τομέα όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982.

Τα παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα, να περιοριστεί ακόμα περισσότερο το πεδίο εφαρμογής της διάταξης της παρ.9 του άρθρου 25 του α.ν. 1846/1951 ώστε από τους συνταξιούχους υπαλλήλους του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ (ειδικού καθεστώτος) φαίνεται να καταλαμβάνει μόνο όσους εργάζονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα όπως αυτός έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982.

Η διαφοροποίηση όμως μιας τόσο μικρής κατηγορίας απασχολούμενων συνταξιούχων από πλευράς ασφάλισης η οποία προκύπτει από το συνδυασμό όλων των παραπάνω διατάξεων δεν είναι δικαιολογημένη και δημιουργεί κίνδυνο εσφαλμένης ασφάλισης. Προς το σκοπό της ενιαίας αντιμετώπισης των απασχολούμενων συνταξιούχων αλλά και για την αποφυγή σφαλμάτων στην ασφάλιση των προσώπων που εμπίπτουν ή δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 9 του άρθρου 25 του Α.Ν 1846/51 προτείνεται η αντικατάσταση της παραγράφου αυτής, ώστε να απαλειφθεί από το περιεχόμενο της η διάταξη που προβλέπει την επιβάρυνση του εργοδότη με το σύνολο της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη για τους απασχολούμενους συνταξιούχους του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ.

Άρθρο 6: Ασφάλιση οικοδόμων που απασχολούνται σε σταθερό εργοδότη ως συντηρητές κτιριακών εγκαταστάσεων.

Με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 38 του α.ν. 1846/1951 καθορίζεται το ποσό του επιδόματος που δικαιούται ο ασφαλισμένος σε περίπτωση ασθενείας με βάση το τεκμαρτό ημερομίσθιο της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία ανήκει. Κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 38 του α.ν. 1846/1951 που προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 1759/1988 (ΦΕΚ 50 Α'), το ποσό του επιδόματος ασθενείας των πρώτων δεκαπέντε (15) \ Μ ημερών καταβάλλεται μειωμένο κατά 50 τοις εκατό. Αυτή η μείωση όμως δεν ισχύει για τους εργατοτεχνίτες οικοδόμους, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο που προστέθηκε στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 38 του α.ν. 1846/1951 με το άρθρο 4 παρ 1 του ν. 1880/1990 (ΦΕΚ 70 Α'). Στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι για την κάλυψη της επιβάρυνσης από τη χορήγηση του επί πλέον ποσού αυξάνεται κατά 1 τοις εκατό το ποσοστό Κλάδου Ασθενείας σε χρήμα και βαρύνει εξ ολοκλήρου τους εργοδότες που απασχολούν οικοδόμους. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή για όλα τα πρόσωπα που απασχολούνται στην εκτέλεση οικοδομικών και τεχνικών εργασιών και ασφαλίζονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με τις διατάξεις των άρθρων 35 έως 51 του Κ.Α.-ΙΚΑ για όλη τη χρονική διάρκεια της απασχόλησής τους στις εργασίες αυτές. Εκτός όμως από τους εργατοτεχνίτες οικοδόμους που δεν έχουν σταθερό εργοδότη, υπάρχει και μία κατηγορία προσώπων που εκτελούν οικοδομικές εργασίες αλλά εργάζονται σε μη οικοδομικές επιχειρήσεις, συνήθως με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου για τη συντήρηση των κτιριακών εγκαταστάσεων των επιχειρήσεων αυτών και ασφαλίζονται με τις κοινές διατάξεις. Μάλιστα τα πρόσωπα αυτά δεν ασφαλίζονται στον ΕΛΔΕΟ, διότι λαμβάνουν τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας από τους εργοδότες τους όπως ισχύει και για τους λοιπούς ασφαλισμένους. Παρ όλα αυτά καταβάλλουν την αυξημένη κατά 1 τοις εκατό εισφορά για τον κλάδο παροχών ασθενείας σε χρήμα και λαμβάνουν το επί πλέον ποσό επιδόματος ασθενείας για τις πρώτες 15 ημέρες, που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 38 του α.ν 1846/51 για τους εργατοτεχνίτες οικοδόμους.

Η διαφοροποίηση αυτή από τους κοινούς ασφαλισμένους δεν είναι δικαιολογημένη, καθόσον τα πρόσωπα αυτά απασχολούνται μόνιμα σε συγκεκριμένο εργοδότη, με τον οποίο συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας και ο οποίος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 657 και 658 του Αστικού Κώδικα έχει υποχρέωση καταβολής προς τους μισθωτούς του μισθού μέχρι ένα μήνα σε περίπτωση ασθένειας, αφού εκπέσει τα ποσά του επιδόματος που καταβλήθηκαν. Αυτά δεν ισχύουν για τους εργατοτεχνίτες οικοδόμους που ασφαλίζονται με τα άρθρα 35 έως 51 του Κ.Α.-ΙΚΑ, οι οποίοι λόγω της φύσης της εργασίας τους απασχολούνται σε διαφορετικούς εργοδότες κατά τη διάρκεια της ίδιας μισθολογικής περιόδου. Επιπλέον, η διαφορετική αντιμετώπιση των συντηρητών από τους κοινούς ασφαλισμένους έχει δημιουργήσει στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ την ανάγκη διατήρησης 30 επιπλέον κωδικών πακέτων κάλυψης, που επιτείνουν την πολυπλοκότητα του ασφαλιστικού συστήματος και δυσχεραίνουν τη λειτουργία της ασφάλισης. Για το λόγο αυτό προτείνεται η κατάργηση για την κατηγορία αυτή ασφαλισμένων της πρόσθετης εισφοράς του κλάδου παροχών ασθενείας σε χρήμα και η χορήγηση του ποσού του επιδόματος ασθενείας για τις πρώτες 15 ημέρες μειωμένου κατά 50%, όπως ισχύει για τους λοιπούς ασφαλισμένους που δεν υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 35 έως 51 του Κ.Α.-ΙΚΑ.

Άρθρο 7: Υπαγωγή κατηγοριών ασφαλισμένων σε κλάδους και λογαριασμούς του ΟΑΕΔ.

1. Με την παρ. 2 προτείνεται η κατάργηση της εξαίρεσης από τον κλάδο ανεργίας του ΟΑΕΔ και κατ' επέκταση και από τον ΟΕΕ των μόνιμων, δόκιμων και έκτακτων εργατών, καθώς και των δόκιμων και μαθητευόμενων τεχνιτών που υπηρετούν στον ΟΛΠ. Με την παρ.1 του άρθρου 12 του ΝΔ 2961/1954, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3464/55 και την παρ.1 του άρθρου 21 του ν. 1082/1980 εξαιρούνται της ασφαλίσεως της ανεργίας οι τακτικοί υπάλληλοι και υπηρέτες του Δημοσίου και των Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου. Με το άρθρο 1 παρ.6 του ΝΔ 3398/55 ορίστηκε ειδικά ότι εξαιρούνται της ασφαλίσεως της ανεργίας οι μόνιμοι, δόκιμοι και έκτακτοι εργάτες, καθώς και οι δόκιμοι και μαθητευόμενοι τεχνίτες που υπηρετούν στον ΟΛΠ. Ο ΟΛΠ, που ήταν αρχικά ΝΠΔΔ, μετατράπηκε με το ν.2688/99 σε ανώνυμη εταιρεία. Μετά τη μετατροπή του ΟΛΠ σε ανώνυμη εταιρία το προσωπικό όλων των ειδικοτήτων που προσλαμβάνεται από την 1-5-99 και εφεξής με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, το οποίο υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για τον κλάδο σύνταξης (κοινό καθεστώς) υπάγεται στον κλάδο ανεργίας του ΟΑΕΔ και στον ΟΕΕ. Αντίθετα, το προσωπικό που ήδη υπηρετούσε στον ΟΛΠ πριν τη μετατροπή του σε ανώνυμη εταιρία εξακολουθεί να εξαιρείται από την ασφάλιση του κλάδου ανεργίας και κατ' ακολουθία και από την Εργατική Εστία, κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρ.1 του άρθρου 12 του ΝΔ 2961/1954 και της παρ.6 του άρθρου 1 του ΝΔ 3398/55 ως συνδεόμενες με την αρχική μορφή του ως ΝΠΔΔ. Επειδή η διατήρηση της εξαίρεσης αυτής επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα με επιπλέον ΚΠΚ, είναι αναγκαία η υπαγωγή των προσώπων αυτών και στον κλάδο ανεργίας του ΟΑΕΔ και κατ επέκτα Press-GR
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ