2013-01-23 11:32:03
Ήταν αδύνατο από τα πέντε παιδιά του Στέλιου Βουρβαχάκη, το ένα να μην ασχολούνταν με τον ευπρεπισμό της αντρικής ή γυναικείας κεφαλής! Έτσι η Γαρυφαλλιά, το ένα του ...κορίτσι, θέλοντας και μη, σταδιοδρόμησε στην κομμωτική τέχνη ακολουθώντας τις απαιτήσεις των καιρών και είναι «η κομμώτρια με τα χρυσά δάκτυλα», που όταν χρειαστεί κουρεύει και τη… γιαγιά Ελένη στο στυλ που της ταιριάζει!
Το κύριο επάγγελμα, βέβαια, του Στέλιου ήταν αγροφύλακας στο χωριό του το Αμπελάκι Ρεθύμνου και στις περιουσίες γειτονικών χωριών, όμως, όποτε χρειάστηκε «ξέθαβε» και την πρώτη του τέχνη για την εξυπηρέτηση «χωριανών και κοντοχωριανών», που «ήταν αδύνατο να πάνε στη Χώρα για να καλλωπίσουν την κεφαλή τους». Ουσιαστικά, ικανοποιούσε μια κοινωνική ανάγκη Εκείνο το βράδυ γύρισε από τα πρόβατα και το χωράφι αλλά σε λίγη ώρα εμφανίστηκε ... ο πελάτης που τον είχε παρακαλέσει από μέρες και είχαν ορίσει ραντεβού. Άνοιξε το βαλιτσάκι με τα εργαλεία, που το κρατά από τα χρόνια που εκπαιδεύονταν στους κουρείς της πόλης, κοντά στο μισό αιώνα, πήρε θέση στην πολυθρόνα του κουρέα ο Σήφης Χαλκιαδάκης απέναντι από το μεγάλο καθρέπτη και αρχίζει η… ιεροτελεστία του εξωραϊσμού, στο μοντέλο του καιρού εκείνου.
Η πρώτη του δουλειά είναι να ανοίξει το βαλιτσάκι και να βγάλει τα εργαλεία
Τα εργαλεία της τέχνης, μουσειακής αξίας, είναι όλα της παλαιάς εποχής και άπαντα χειροκίνητα. Απαγορεύεται να λειτουργήσουν με ηλεκτρισμό μη γίνει και… βραχυκύκλωμα και ο ευπρεπισμός είναι… παραδοσιακός, όπως τον προτιμούν οι γηραιοί που απαλλάσσονταν «από τη σκουλιαβέρα» κι έβγαιναν στα όρη ωραίοι και μοντέρνοι! Τα δάκτυλα του μπαρμπέρη είναι σβέλτα και τώρα, και η ηλικία, φαίνεται, δεν του έχει αδυνατίσει τις αντοχές. Μάλλον πως αναζητά την τέχνη και για να μην την ξεχνά, προθυμοποιείται όταν βρεθούν κεφάλια…
Ακολουθεί το πρώτο… ξεσκαρτάρισμα με τη χειροκίνητη μηχανή
ΕΜΑΘΕ ΚΟΥΡΕΑΣ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ… ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
Ο αγροφύλακας- κουρέας, που όπως έπαιζε «το μούζικο» του δραγάτη, «μαλάκωνε» επιδέξια στον αντίχειρα και στο δείχτη τα σκληρά χερούλια των κουρευτικών μηχανών του, κάνει μια επιστροφή ως μικρός εκπαιδευόμενος: «Μόλις ξεσκόλισα, σε ηλικία 12,13 χρονών, μου λέει ο αδερφός μου ο Αντώνης που δούλευε στο ραφείο του Χομπίτη στο Ρέθυμνο, να κατεβώ από το χωριό στη Χώρα να μάθω μια τέχνη. Του λέω: «Να ‘ρθω Αντώνη, να μάθω κουρέας». Θα ήτανε το ’55, ’56 και με πάει στη λεωφόρο στο κουρείο του Μανώλη του Σταματάκη, δίπλα στο φωτογραφείο του Τριαντάφυλλου. Κάθισα ένα μήνα κι ύστερα με παίρνει ο νονός μου ο Βαγγέλης ο Λιονής και με πάει στη Μεγάλη Πόρτα, στο κουρείο του Μάρκου του Παπαδουράκη που κουρευότανε ο ίδιος…»
Μετά αρχίζει η… ψιλή δουλειά με το ψαλίδι και το χτένι
Στο δεύτερο κουρείο, ο εκπαιδευόμενος εξάντλησε τη… θητεία του ως ασκούμενος και «χόρτασε» γνώση, αφού παρέμεινε και εμπέδωσε τις λεπτομέρειες της τέχνης πέντε χρόνια. Έτοιμος μπαρμπέρης πια, αναχώρησε για το Αμπελάκι και οι πελάτες ανέμεναν για χρόνια τον «κουρέα του χωριού τους», που θα τους έλυνε ένα μόνιμο πρόβλημα. Ο Στέλιος ο καλλιτέχνης, λοιπόν, «πιάστηκε» αμέσως!
«Πήρα το βαλιτσάκι με τα σύνεργα κι ανέβηκα στο Αμπελάκι», εξιστορεί και συνεχίζει: «Ήμουν ο μοναδικός κουρέας και μόνιμους πελάτες είχα σαράντα χωριανούς. Πήγαινα και στο Σελλί με το μουλάρι δυο φορές το μήνα, και κούρευα και εκεί καμιά τριανταριά, στο καφενείο του Βασίλη του Ανδρεαδάκη, ερχότανε και από την Καρέ. Πήγα στρατιώτης και μου ανάθεσαν να κουρεύω τους φαντάρους. Γύρισα και συνέχισα την τέχνη…»
Ώσπου, το 1975 στο χωριό του άδειασε η θέση του αγροφύλακα, παντρεμένος ήδη και πατέρας τριών παιδιών, κάθισε και σκέφτηκε ότι η σιγουριά δεν έρχεται από τις… τρίχες και διορίστηκε φύλακας των αγροτικών περιουσιών από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. «Τώρα», λέει, «για να μη ξεχνώ την τέχνη, έρχονται μερικοί παλιοί χωριανοί και τους κουρεύω και περνά η ώρα μου…»
Και στο τέλος ο κουρέας και η… βοηθός του παίρνουν πόζα για μια αναμνηστική φωτογραφία
Ο Στέλιος Βουρβαχάκης, όπως όλοι οι κουρείς της «παλιάς φρουράς», είναι μονίμως καλλωπισμένος και θεωρεί ότι «ο καλός και πιτήδειος κουρέας, πάντα πρέπει να τηρεί τους κανόνες υγιεινής στο μαγαζί και στα εργαλεία του». Στα είκοσι χρόνια που δούλεψε την τέχνη, χιλιάδες εμπιστεύτηκαν τον ευπρεπισμό τους στον ίδιο. Και η σύζυγός του Κατίνα που και τώρα είναι… βοηθός του σκουπίζοντας τα μαλλιά από το δάπεδο και καθαρίζοντας την παραδοσιακή πολυθρόνα του, επιμένει: « Εγώ παντρεύτηκα τον Στέλιο τον κουρέα…»
Πάντως, ο Σήφης ο συμπαθής πελάτης, αφού δέχτηκε τον καλλωπισμό, πήρε, όπως παλαιά, και κάμποσες σταγόνες μυρωδικό και τις συνηθισμένες ευχές του μπαρμπέρη: «Με τσ’ υγείες σου». Σε κάποιον άλλο, νεότερο, θα του απηύθυνε όπως συνηθίζεται: «Και γαμπρός!»
madeincreta.gr
Το κύριο επάγγελμα, βέβαια, του Στέλιου ήταν αγροφύλακας στο χωριό του το Αμπελάκι Ρεθύμνου και στις περιουσίες γειτονικών χωριών, όμως, όποτε χρειάστηκε «ξέθαβε» και την πρώτη του τέχνη για την εξυπηρέτηση «χωριανών και κοντοχωριανών», που «ήταν αδύνατο να πάνε στη Χώρα για να καλλωπίσουν την κεφαλή τους». Ουσιαστικά, ικανοποιούσε μια κοινωνική ανάγκη Εκείνο το βράδυ γύρισε από τα πρόβατα και το χωράφι αλλά σε λίγη ώρα εμφανίστηκε ... ο πελάτης που τον είχε παρακαλέσει από μέρες και είχαν ορίσει ραντεβού. Άνοιξε το βαλιτσάκι με τα εργαλεία, που το κρατά από τα χρόνια που εκπαιδεύονταν στους κουρείς της πόλης, κοντά στο μισό αιώνα, πήρε θέση στην πολυθρόνα του κουρέα ο Σήφης Χαλκιαδάκης απέναντι από το μεγάλο καθρέπτη και αρχίζει η… ιεροτελεστία του εξωραϊσμού, στο μοντέλο του καιρού εκείνου.
Η πρώτη του δουλειά είναι να ανοίξει το βαλιτσάκι και να βγάλει τα εργαλεία
Τα εργαλεία της τέχνης, μουσειακής αξίας, είναι όλα της παλαιάς εποχής και άπαντα χειροκίνητα. Απαγορεύεται να λειτουργήσουν με ηλεκτρισμό μη γίνει και… βραχυκύκλωμα και ο ευπρεπισμός είναι… παραδοσιακός, όπως τον προτιμούν οι γηραιοί που απαλλάσσονταν «από τη σκουλιαβέρα» κι έβγαιναν στα όρη ωραίοι και μοντέρνοι! Τα δάκτυλα του μπαρμπέρη είναι σβέλτα και τώρα, και η ηλικία, φαίνεται, δεν του έχει αδυνατίσει τις αντοχές. Μάλλον πως αναζητά την τέχνη και για να μην την ξεχνά, προθυμοποιείται όταν βρεθούν κεφάλια…
Ακολουθεί το πρώτο… ξεσκαρτάρισμα με τη χειροκίνητη μηχανή
ΕΜΑΘΕ ΚΟΥΡΕΑΣ ΚΑΙ ΕΓΙΝΕ… ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ
Ο αγροφύλακας- κουρέας, που όπως έπαιζε «το μούζικο» του δραγάτη, «μαλάκωνε» επιδέξια στον αντίχειρα και στο δείχτη τα σκληρά χερούλια των κουρευτικών μηχανών του, κάνει μια επιστροφή ως μικρός εκπαιδευόμενος: «Μόλις ξεσκόλισα, σε ηλικία 12,13 χρονών, μου λέει ο αδερφός μου ο Αντώνης που δούλευε στο ραφείο του Χομπίτη στο Ρέθυμνο, να κατεβώ από το χωριό στη Χώρα να μάθω μια τέχνη. Του λέω: «Να ‘ρθω Αντώνη, να μάθω κουρέας». Θα ήτανε το ’55, ’56 και με πάει στη λεωφόρο στο κουρείο του Μανώλη του Σταματάκη, δίπλα στο φωτογραφείο του Τριαντάφυλλου. Κάθισα ένα μήνα κι ύστερα με παίρνει ο νονός μου ο Βαγγέλης ο Λιονής και με πάει στη Μεγάλη Πόρτα, στο κουρείο του Μάρκου του Παπαδουράκη που κουρευότανε ο ίδιος…»
Μετά αρχίζει η… ψιλή δουλειά με το ψαλίδι και το χτένι
Στο δεύτερο κουρείο, ο εκπαιδευόμενος εξάντλησε τη… θητεία του ως ασκούμενος και «χόρτασε» γνώση, αφού παρέμεινε και εμπέδωσε τις λεπτομέρειες της τέχνης πέντε χρόνια. Έτοιμος μπαρμπέρης πια, αναχώρησε για το Αμπελάκι και οι πελάτες ανέμεναν για χρόνια τον «κουρέα του χωριού τους», που θα τους έλυνε ένα μόνιμο πρόβλημα. Ο Στέλιος ο καλλιτέχνης, λοιπόν, «πιάστηκε» αμέσως!
«Πήρα το βαλιτσάκι με τα σύνεργα κι ανέβηκα στο Αμπελάκι», εξιστορεί και συνεχίζει: «Ήμουν ο μοναδικός κουρέας και μόνιμους πελάτες είχα σαράντα χωριανούς. Πήγαινα και στο Σελλί με το μουλάρι δυο φορές το μήνα, και κούρευα και εκεί καμιά τριανταριά, στο καφενείο του Βασίλη του Ανδρεαδάκη, ερχότανε και από την Καρέ. Πήγα στρατιώτης και μου ανάθεσαν να κουρεύω τους φαντάρους. Γύρισα και συνέχισα την τέχνη…»
Ώσπου, το 1975 στο χωριό του άδειασε η θέση του αγροφύλακα, παντρεμένος ήδη και πατέρας τριών παιδιών, κάθισε και σκέφτηκε ότι η σιγουριά δεν έρχεται από τις… τρίχες και διορίστηκε φύλακας των αγροτικών περιουσιών από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. «Τώρα», λέει, «για να μη ξεχνώ την τέχνη, έρχονται μερικοί παλιοί χωριανοί και τους κουρεύω και περνά η ώρα μου…»
Και στο τέλος ο κουρέας και η… βοηθός του παίρνουν πόζα για μια αναμνηστική φωτογραφία
Ο Στέλιος Βουρβαχάκης, όπως όλοι οι κουρείς της «παλιάς φρουράς», είναι μονίμως καλλωπισμένος και θεωρεί ότι «ο καλός και πιτήδειος κουρέας, πάντα πρέπει να τηρεί τους κανόνες υγιεινής στο μαγαζί και στα εργαλεία του». Στα είκοσι χρόνια που δούλεψε την τέχνη, χιλιάδες εμπιστεύτηκαν τον ευπρεπισμό τους στον ίδιο. Και η σύζυγός του Κατίνα που και τώρα είναι… βοηθός του σκουπίζοντας τα μαλλιά από το δάπεδο και καθαρίζοντας την παραδοσιακή πολυθρόνα του, επιμένει: « Εγώ παντρεύτηκα τον Στέλιο τον κουρέα…»
Πάντως, ο Σήφης ο συμπαθής πελάτης, αφού δέχτηκε τον καλλωπισμό, πήρε, όπως παλαιά, και κάμποσες σταγόνες μυρωδικό και τις συνηθισμένες ευχές του μπαρμπέρη: «Με τσ’ υγείες σου». Σε κάποιον άλλο, νεότερο, θα του απηύθυνε όπως συνηθίζεται: «Και γαμπρός!»
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κάμερον: Δημοψήφισμα το 2015 για παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ