2013-01-25 15:17:09
Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου μακριά αλλά ίσως και κοντά, σε ένα φανταστικό χωριό αλλά ίσως και πραγματικό, ζούσανε τα Μπομπιράκια. Τα Μπομπιράκια ήταν μια μικρή παρεούλα από 31 πανέμορφα πλασματάκια. Άλλα με ροζ σκουφάκι και άλλα με γαλάζιο. Ροζ σκουφάκι για τις Μπομπιρούλες και γαλάζιο για τους Μπομπιρούληδες. Μα πάντα με σκουφάκι.
Η μοίρα βλέπεις τά ‘θελε να πρέπει να φορούν συνέχεια το σκουφάκι τους. Το σκουφάκι τους σκέπαζε το μυστικό τους. Ένα μυστικό που έκανε τα Μπομπιράκια να ξεχωρίζουν απ´ τα υπόλοιπα παιδάκια. Ένα μυστικό που όσο τα ξεχώριζε άλλο τόσο τους έδινε και μια δύναμη. Μια δυναμή μαγική, τεράστια, μια δύναμη πέρα από κάθε φαντασία.
Κοντά στο Μπομπιροχωριό ζόυσε ένας Δράκος. Ένας μεγάλος, κακός και μοχθηρός Δράκος. Τα Μπομπιράκια κάθε μέρα πάλευαν μαζί του. Πάλευαν να τον κρατήσουν μακριά από το Μπομπιροχωριό. Πάλευαν και τον έκαναν να γυρνάει τα βράδια στη σκοτεινή σπηλιά του όλο και πιο αποδυναμωμένος. Όπως είπαμε τα Μπομπιράκια ήταν ισχυρά, με δύναμη τέτοια που δεν την χωρούσε ανθρώπινος νους. Κι όταν ο Δράκος λαβωμένος γυρνούσε στη κατάμαυρη κρυψώνα του τα βράδια, τα Μπομπιράκια μαζεύονταν όλα μαζί στο κέντρο του χωριού γύρω από μια τεράστια φωτιά και κοιμόντουσαν έχοντας αγκαλιά το ένα το άλλο.
Η φωτιά αυτή δεν ηταν μια οποιαδήποτε φωτιά. Η μεγάλη αυτή φωτιά στο κέντρο του χωριού ήταν το κρυφό τους όπλο. Ηταν μια πελώρια φλόγα που ανάβλυζε φως τόσο έντονο και τόσο λαμπερό που γέμιζε τις καρδούλες τους με αγάπη και ζέσταινε τις ψυχούλες τους. Και έτσι το πρωι ξυπναγαν πάλι με όρεξη και θάρρος να πάνε να ξεκάνουνε τον Δράκο. Ήταν πολύ σημαντικό η φλόγα να καίει και να είναι πάντα δυνατή. Αλλιώς θα απλωνόταν το σκοτάδι και ο Δράκος θα άρχιζε να κερδίζει τις μάχες..
Μια βραδιά σαν όλες τις άλλες τα Μπομπιράκια επέστρεψαν ένα ένα στο χωριό μετά
τις μάχες και κουρνιασαν να κοιμηθούν το ένα πλάι στ´ άλλο όπως ´καναν κάθε νύχτα. Μα ξάφνου ένιωσαν να κρυώνουν και τα πάντα γύρω δεν ήταν τόσο φωτεινά όσο συνήθως.
Σαν η φλόγα να αρχιζε να χάνεται λίγο.. Τα Μπομπιράκια τρόμαξαν! Τι θα καναν άμα έσβηνε η φλόγα;
xespao
Η μοίρα βλέπεις τά ‘θελε να πρέπει να φορούν συνέχεια το σκουφάκι τους. Το σκουφάκι τους σκέπαζε το μυστικό τους. Ένα μυστικό που έκανε τα Μπομπιράκια να ξεχωρίζουν απ´ τα υπόλοιπα παιδάκια. Ένα μυστικό που όσο τα ξεχώριζε άλλο τόσο τους έδινε και μια δύναμη. Μια δυναμή μαγική, τεράστια, μια δύναμη πέρα από κάθε φαντασία.
Κοντά στο Μπομπιροχωριό ζόυσε ένας Δράκος. Ένας μεγάλος, κακός και μοχθηρός Δράκος. Τα Μπομπιράκια κάθε μέρα πάλευαν μαζί του. Πάλευαν να τον κρατήσουν μακριά από το Μπομπιροχωριό. Πάλευαν και τον έκαναν να γυρνάει τα βράδια στη σκοτεινή σπηλιά του όλο και πιο αποδυναμωμένος. Όπως είπαμε τα Μπομπιράκια ήταν ισχυρά, με δύναμη τέτοια που δεν την χωρούσε ανθρώπινος νους. Κι όταν ο Δράκος λαβωμένος γυρνούσε στη κατάμαυρη κρυψώνα του τα βράδια, τα Μπομπιράκια μαζεύονταν όλα μαζί στο κέντρο του χωριού γύρω από μια τεράστια φωτιά και κοιμόντουσαν έχοντας αγκαλιά το ένα το άλλο.
Η φωτιά αυτή δεν ηταν μια οποιαδήποτε φωτιά. Η μεγάλη αυτή φωτιά στο κέντρο του χωριού ήταν το κρυφό τους όπλο. Ηταν μια πελώρια φλόγα που ανάβλυζε φως τόσο έντονο και τόσο λαμπερό που γέμιζε τις καρδούλες τους με αγάπη και ζέσταινε τις ψυχούλες τους. Και έτσι το πρωι ξυπναγαν πάλι με όρεξη και θάρρος να πάνε να ξεκάνουνε τον Δράκο. Ήταν πολύ σημαντικό η φλόγα να καίει και να είναι πάντα δυνατή. Αλλιώς θα απλωνόταν το σκοτάδι και ο Δράκος θα άρχιζε να κερδίζει τις μάχες..
Μια βραδιά σαν όλες τις άλλες τα Μπομπιράκια επέστρεψαν ένα ένα στο χωριό μετά
τις μάχες και κουρνιασαν να κοιμηθούν το ένα πλάι στ´ άλλο όπως ´καναν κάθε νύχτα. Μα ξάφνου ένιωσαν να κρυώνουν και τα πάντα γύρω δεν ήταν τόσο φωτεινά όσο συνήθως.
Σαν η φλόγα να αρχιζε να χάνεται λίγο.. Τα Μπομπιράκια τρόμαξαν! Τι θα καναν άμα έσβηνε η φλόγα;
xespao
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η μπαλάντα της καρδιάς μας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ