2013-01-30 09:57:26
Δημήτριος Καρατζίδης*
Ο οραματιστής της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης Jean Monnet προέβλεψε ότι στη μακροχρόνια αυτή διαδικασία θα υπάρχουν και κρίσεις. Όμως πίστευε ότι «οι κρίσεις αυτές θα αποτελούν τον μεγάλο «ενοποιητή».
Πέρασε μια βδομάδα από την ομιλία του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον στο Bloomberg του Λονδίνου, για τις σχέσεις Μεγάλης Βρετανίας (ΜΒ) και Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), και αναλυτές και αρθρογράφοι προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το μήνυμά του.
Θα είναι η απαρχή μιας μεγάλης κρίσης που ίσως οδηγήσει σε ναυάγιο το όραμα του Jean Monnet, ή απλά άλλη μια φυσιολογική κρίση στο δρόμο προς την ενοποίηση; Προσωπικά εκτιμώ ότι θα συμβεί το πρώτο.
Επειδή το μήνυμα του Κάμερον είχε πολλούς αποδέκτες τόσο εντός όσο και εκτός της μεγάλης Βρετανίας, φρόντισε να αναβάλει την ομιλία του, έτσι ώστε αυτή να γίνει μετά την ορκωμοσία του Προέδρου των ΗΠΑ, η οποία όπως είναι φυσικό έχει πάντα παγκόσμια απήχηση και μονοπωλεί το ενδιαφέρον των ΜΜΕ. Στη συνέχεια όπως ήταν φυσικό επακόλουθο, στη συνάντηση του Νταβός έκλεψε τα φώτα της δημοσιότητας.
Το μήνυμα στο Bloomberg δεν ήταν προσωπικό επίτευγμα ή επινόηση του Κάμερον, στο οποίο επικεντρώνονται ορισμένοι αρθρογράφοι στη χώρα μας, χρησιμοποιώντας τη γνωστή πλην όμως «φθηνή» προεκλογική (πάντα) ελληνική γλώσσα. Το μήνυμα ήταν καθαρά ένα «Βρετανικό μήνυμα», καθόσον απευθύνθηκε από τον Βρετανό πρωθυπουργό που είναι και ο ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος (Conservatives). Δηλαδή οι εισηγήσεις που δέχθηκε, διαμόρφωσε και ενέκρινε τελικά ο Κάμερον προέρχονται όχι μόνο από την πανίσχυρη και με μεγάλη παράδοση Βρετανική διπλωματία και το πρωθυπουργικό γραφείο, αλλά και από τους τεχνοκράτες του κόμματός του.
Το καθαρό «Βρετανικό μήνυμα» που κρύβεται πίσω από τη πρόθεση διενέργειας δημοψηφίσματος πριν το τέλος του 2017, για την παραμονή ή όχι της ΜΒ στην ΕΕ ήταν απλό: Η ΜΒ λέει όχι στην Ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης και ναι στην «Ευρώπη των Πατρίδων». Το εθνικό συμφέρον της ΜΒ εξυπηρετείται καλύτερα σε μια ανοικτή ΕΕ, γιαυτό και προτείνει στην ηπειρωτική Ευρώπη να εγκαταλείψει τα σχέδια για μια πιο στενή ένωση («ever-closer union»). Η ΜΒ στηρίζει μια Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) με σωστή διακυβέρνηση που να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του Ευρώ, αλλά χωρίς να συμμετέχει η ίδια σε αυτή. Προς την κατεύθυνση αυτή και για μια «νέα Ευρώπη» στον 21ο αιώνα, η ΜΒ προτείνει τις δικές της αρχές που στοχεύουν στη διατήρηση του «εθνοκρατοκεντρικού» χαρακτήρα της γηραιάς ηπείρου, με την ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κυβερνήσεων («Power flow-back»).
Επειδή το παραπάνω μήνυμα τυγχάνει ευρείας αποδοχής από τη Βρετανική κοινή γνώμη (σχεδόν 40% των Βρετανών επιθυμεί έξοδο από την ΕΕ), εξυπηρετεί το κομματικό συμφέρον και κατ΄ επέκταση το προσωπικό του Κάμερον ως πολιτικού ηγέτη. Επίσης η κίνηση αυτή εκτιμώ ότι θα λειτουργήσει ως ενοποιητικός παράγων για όλη τη χώρα, καθόσον επίκειται το δημοψήφισμα για την ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας τον Οκτώβριο του 2014.
Μπορεί η αντιπολίτευση να τον κατηγορεί ότι με την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος «υπονομεύει την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, θέτοντας το κομματικό συμφέρον πάνω από το εθνικό», όμως ήδη η ΜΒ «βρίσκεται και αυτή το τελευταίο χρόνο σε μια περίοδο λιτότητας με στόχο την εσωτερική ενίσχυση της οικονομίας και τον περιορισμό των ελλειμμάτων της».
Πρόσφατα στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, εκτός από τις αρνητικές κριτικές ότι το προτεινόμενο δημοψήφισμα θα επιφέρει αβεβαιότητα άρα και τη συνέχιση της οικονομικής κρίσης, ακούστηκα και αρκετά θετικά σχόλια. Υπάρχουν πολλοί που φοβούνται την αδράνεια και βλέπουν αυτή τη πρωτοβουλία της ΜΒ ως μια ευκαιρία μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης για τη φυγή προς τα εμπρός με όχημα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ.
Τα τελευταία χρόνια την πρωτοβουλία των κινήσεων εντός της ΕΕ την είχε πρωτίστως η Γερμανία, λόγω της οικονομικής ισχύος που απορρέει και από την συμμετοχή της στην ΟΝΕ. Οι πρωτοβουλίες αυτές περιλαμβάνουν μεταξύ των άλλων την Τραπεζική Ένωση και κυρίως τον ευρωζωνικό προϋπολογισμό, ο οποίος θα ανέρχεται στο 5% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) των χωρών μελών της ευρωζώνης, δηλαδή μια αυξημένη συγκέντρωση της εξουσίας στην ευρωζώνη. Μετά όμως την ομιλία του βρετανού πρωθυπουργού, η ΜΒ είναι αυτή που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο πολιτικό επίπεδο αλλά και στο οικονομικό επίπεδο, επιδιώκοντας ξεκάθαρα, όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω την εξυπηρέτηση του Βρετανικού εθνικού συμφέροντος.
Η ομιλία αυτή σηματοδοτεί ενδεχομένως, την απαρχή αλλαγής του Βρετανικού στρατηγικού δόγματος ή αποτελεί απλά μια ξεκάθαρη επιβεβαίωση του υπάρχοντος; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία και με τη βοήθεια της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων και της Στρατηγικής Ανάλυσης να εξάγουμε τα συμπεράσματά μας.
Εκτιμάται ότι το Βρετανικό στρατηγικό δόγμα που διατυπώθηκε το 1946 από τον Ουίλσον Τσόρτσιλ δεν έχει αλλάξει. Το δόγμα αυτό καθορίζει την ειδική στρατηγική σχέση της ΜΒ με τις ΗΠΑ ως την «υπέρτατη επιλογή» στην μετααποικιακή εποχή. Επίσης υποστηρίζει ξεκάθαρα τη συνεργασία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, χωρίς όμως την ενοποίησή της. Η φράση του Τσόρτσιλ «είμαστε μαζί σας, αλλά όχι ένας από εσάς» («we are with you, but not one of you») καθορίζει και τα όρια αυτής της συνεργασίας εντός της Ευρώπης. Στη συνέχεια το 1979 η Μάργκαρετ Θάτσερ το επιβεβαιώνει δηλώνοντας ότι «όριο είναι ο ουρανός για μια ευρωπαϊκή πολιτική διπλωματίας, άμυνας και ασφάλειας. Αλλά αυτός ο ουρανός, συνέχισε, έχει οροφή, δηλαδή την Ατλαντική Συμμαχία».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Παναγιώτη Ήφαιστο (http://www.ifestos.edu.gr/), «η σταθερότητα, η οικονομική συνεργασία, ο Ατλαντισμός και η ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων είναι το τρίπτυχο της Βρετανικής διπλωματίας απέναντι στην ηπειρωτική Ευρώπη». Και όσον αφορά τις παρεμβάσεις της Βρετανικής διπλωματίας έχει από καιρό υποστηρίξει ότι η «Βρετανία παρεμβαίνει δραστήρια, όταν η Ευρώπη οδηγείται σε αστάθεια ή όταν ενοποιείται αμφισβητώντας τη Βρετανική στρατηγική πρωτοκαθεδρία. Στην παρούσα φάση, εκτιμάται, το Λονδίνο παρεμβαίνει επειδή στρατηγικά μιλώντας διαφαίνεται στον ορίζοντα το ενδεχόμενο μιας πιθανής Γερμανικής ηγεμονίας και το φάσμα μιας ανεπίστροφης δρομολόγησης προϋποθέσεων μεγάλης αστάθειας». Δηλαδή με λίγα λόγια προέβλεψε έγκαιρα την παρέμβαση της ΜΒ γιατί απλά το συμφέρον της ΜΒ έγκειται στο σταδιακό «ξεφούσκωμα της θεσμικοπολιτικής και οικονομικής φούσκας» της ΕΕ και στη «δημιουργία μιας νέας θεσμικά πιο χαλαρής ευρωατλαντικής αρχιτεκτονικής (στο παρελθόν είχε προταθεί άπειρες φορές)». Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι μετά τον Β΄ΠΠ η ΜΒ χρησιμοποιώντας ως εργαλεία τους ατλαντικούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς, με κυριότερους το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αποσκοπεί στον «οικονομικό, πολιτικό και στρατηγικό έλεγχο της Γερμανίας».
Είναι όμως εφικτή μια «διαρκής στρατηγική εποπτεία επί της Γερμανίας στα πεδία της οικονομίας, της άμυνας και της διπλωματίας» με υπερεθνικούς θεσμούς; Ήδη η Γερμανία τείνει να ηγεμονεύσει οικονομικά την Ευρώπη, άσχετα με την ύπαρξη ή όχι της ΟΝΕ. Όταν όμως ολοκληρωθεί αυτή η οικονομική της ηγεμονία, μήπως θα αρχίσει να μετατρέπεται και σε πολιτική ηγεμονία η οποία θα είναι στη συνέχεια και ο προάγγελος της «απελευθέρωσής» της και από τα τελευταία της δεσμά και τελικά η απόκτηση πλήρους ελευθερίας στις στρατηγικές της επιλογές; Αυτό το τελευταίο είναι που απεύχονται οι ΗΠΑ και συμπορεύεται πλήρως και η ΜΒ, η οποία εξάλλου έχει μακρά παράδοση στις «εξισορροπητικές πρακτικές». Οποιαδήποτε ανατροπή της ισορροπίας στην ηπειρωτική Ευρώπη δεν είναι αποδεκτή όχι μόνο από τις ΗΠΑ, αλλά κυρίως από τη ΜΒ. Η ανατροπή της ισορροπίας μπορεί να εμφανιστεί όταν «μια ηπειρωτική δύναμη ή μια συμμαχία δυνάμεων κατορθώσει να ενοποιήσει την ηπειρωτική περιοχή Ανατολικά της Μάγχης». Για το λόγο αυτό και η πάγια θέση του Λονδίνου είναι: ναι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά μόνο αν δεν οδηγεί σε πολιτική ενοποίηση. Αυτό δηλαδή που στην ουσία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ΜΒ είναι μια ζώνη ελευθέρων συναλλαγών υπό την υψηλή εποπτεία της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Γιατί όμως η ΜΒ φοβάται μια συμμαχία δυνάμεων στην ηπειρωτική Ευρώπη με τη συμμετοχή της Γερμανίας; Η απάντηση βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή ιστορία, δεδομένου ότι η ιστορία μπορεί να μην επαναλαμβάνεται, αλλά σίγουρα μας διδάσκει ανά τους αιώνες, όπως μας πληροφορεί και ο Θουκυδίδης.
Στη σημερινή συγκυρία μια πολιτικά ανεξάρτητη Γερμανία θα μπορεί να προσεγγίσει τη Ρωσία όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο, που ήδη το έχει κάνει ως ένα βαθμό, αλλά και στο πολιτικό και στη συνέχεια στο στρατηγικό επίπεδο. Κάτι που δεν επιτεύχθηκε με την αντιπαλότητα και την ισχύ των όπλων μπορεί στο μέλλον να επιτευχθεί με τη συνεργασία με στόχο το κοινό συμφέρον των δυο κρατών. Η Γερμανία για εγγενείς δομικούς οικονομικούς λόγους που σχετίζονται με αγορές και πρώτες ύλες, έχει την ανάγκη να αποκτήσει πρόσβαση στον ζωτικής σημασίας χώρο της Ανατολικής Ευρώπη, όπως σταδιακά έχει κάνει στην Κεντρική Ευρώπη. Αυτό όμως «αναβιώνει εφιάλτες του παρελθόντος, όποτε και όταν Μόσχα και Βερολίνο συμπορεύτηκαν στρατηγικά». Και εδώ είναι που ενεργοποιούνται σχεδόν αυτόματα οι εξισορροπητικές δυνάμεις με κύριο κατά παράδοση εκφραστή τη ΜΒ.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να αναλύσουμε και την ισορροπία μέσω της πυρηνικής αποτροπής. Θα παραμείνουμε παρά ταύτα στα σενάρια συνεργασίας, δεδομένου ότι η πλειοψηφία τα προκρίνει. Κάποια στιγμή εντούτοις, χρήσιμο είναι να μελετηθούν όλα τα πιθανά σενάρια, μιας και η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων είναι γεγονός και εκτιμάται ότι ο πυρηνικός αφοπλισμός αποτελεί μάλλον ουτοπία.
Είναι προφανές ότι ο κλασικός στρατηγικός εξισορροπητής στην Ευρώπη, δηλαδή η ΜΒ, ανέλαβε δράση. Τελούμε εν αναμονή της αντίδρασης της Γερμανίας, η οποία θα κληθεί να αποδείξει πρακτικά εάν όντως επιθυμεί μια ενωμένη Ευρώπη, έστω και δίχως τη ΜΒ, ή μια «Ευρώπη των Πατρίδων» στηριζόμενη σε κατάλληλο ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει την ισομερή ανάπτυξη όλων των κρατών της γηραιάς Ηπείρου και την ευημερία του συνόλου του πληθυσμού της.
* Ο Δημήτριος Καρατζίδης είναι Ταξίαρχος ε.α., Πολιτικός επιστήμονας - Διεθνολόγος
InfoGnomon
Ο οραματιστής της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης Jean Monnet προέβλεψε ότι στη μακροχρόνια αυτή διαδικασία θα υπάρχουν και κρίσεις. Όμως πίστευε ότι «οι κρίσεις αυτές θα αποτελούν τον μεγάλο «ενοποιητή».
Πέρασε μια βδομάδα από την ομιλία του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον στο Bloomberg του Λονδίνου, για τις σχέσεις Μεγάλης Βρετανίας (ΜΒ) και Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), και αναλυτές και αρθρογράφοι προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν το μήνυμά του.
Θα είναι η απαρχή μιας μεγάλης κρίσης που ίσως οδηγήσει σε ναυάγιο το όραμα του Jean Monnet, ή απλά άλλη μια φυσιολογική κρίση στο δρόμο προς την ενοποίηση; Προσωπικά εκτιμώ ότι θα συμβεί το πρώτο.
Επειδή το μήνυμα του Κάμερον είχε πολλούς αποδέκτες τόσο εντός όσο και εκτός της μεγάλης Βρετανίας, φρόντισε να αναβάλει την ομιλία του, έτσι ώστε αυτή να γίνει μετά την ορκωμοσία του Προέδρου των ΗΠΑ, η οποία όπως είναι φυσικό έχει πάντα παγκόσμια απήχηση και μονοπωλεί το ενδιαφέρον των ΜΜΕ. Στη συνέχεια όπως ήταν φυσικό επακόλουθο, στη συνάντηση του Νταβός έκλεψε τα φώτα της δημοσιότητας.
Το μήνυμα στο Bloomberg δεν ήταν προσωπικό επίτευγμα ή επινόηση του Κάμερον, στο οποίο επικεντρώνονται ορισμένοι αρθρογράφοι στη χώρα μας, χρησιμοποιώντας τη γνωστή πλην όμως «φθηνή» προεκλογική (πάντα) ελληνική γλώσσα. Το μήνυμα ήταν καθαρά ένα «Βρετανικό μήνυμα», καθόσον απευθύνθηκε από τον Βρετανό πρωθυπουργό που είναι και ο ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος (Conservatives). Δηλαδή οι εισηγήσεις που δέχθηκε, διαμόρφωσε και ενέκρινε τελικά ο Κάμερον προέρχονται όχι μόνο από την πανίσχυρη και με μεγάλη παράδοση Βρετανική διπλωματία και το πρωθυπουργικό γραφείο, αλλά και από τους τεχνοκράτες του κόμματός του.
Το καθαρό «Βρετανικό μήνυμα» που κρύβεται πίσω από τη πρόθεση διενέργειας δημοψηφίσματος πριν το τέλος του 2017, για την παραμονή ή όχι της ΜΒ στην ΕΕ ήταν απλό: Η ΜΒ λέει όχι στην Ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης και ναι στην «Ευρώπη των Πατρίδων». Το εθνικό συμφέρον της ΜΒ εξυπηρετείται καλύτερα σε μια ανοικτή ΕΕ, γιαυτό και προτείνει στην ηπειρωτική Ευρώπη να εγκαταλείψει τα σχέδια για μια πιο στενή ένωση («ever-closer union»). Η ΜΒ στηρίζει μια Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) με σωστή διακυβέρνηση που να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του Ευρώ, αλλά χωρίς να συμμετέχει η ίδια σε αυτή. Προς την κατεύθυνση αυτή και για μια «νέα Ευρώπη» στον 21ο αιώνα, η ΜΒ προτείνει τις δικές της αρχές που στοχεύουν στη διατήρηση του «εθνοκρατοκεντρικού» χαρακτήρα της γηραιάς ηπείρου, με την ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κυβερνήσεων («Power flow-back»).
Επειδή το παραπάνω μήνυμα τυγχάνει ευρείας αποδοχής από τη Βρετανική κοινή γνώμη (σχεδόν 40% των Βρετανών επιθυμεί έξοδο από την ΕΕ), εξυπηρετεί το κομματικό συμφέρον και κατ΄ επέκταση το προσωπικό του Κάμερον ως πολιτικού ηγέτη. Επίσης η κίνηση αυτή εκτιμώ ότι θα λειτουργήσει ως ενοποιητικός παράγων για όλη τη χώρα, καθόσον επίκειται το δημοψήφισμα για την ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας τον Οκτώβριο του 2014.
Μπορεί η αντιπολίτευση να τον κατηγορεί ότι με την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος «υπονομεύει την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, θέτοντας το κομματικό συμφέρον πάνω από το εθνικό», όμως ήδη η ΜΒ «βρίσκεται και αυτή το τελευταίο χρόνο σε μια περίοδο λιτότητας με στόχο την εσωτερική ενίσχυση της οικονομίας και τον περιορισμό των ελλειμμάτων της».
Πρόσφατα στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, εκτός από τις αρνητικές κριτικές ότι το προτεινόμενο δημοψήφισμα θα επιφέρει αβεβαιότητα άρα και τη συνέχιση της οικονομικής κρίσης, ακούστηκα και αρκετά θετικά σχόλια. Υπάρχουν πολλοί που φοβούνται την αδράνεια και βλέπουν αυτή τη πρωτοβουλία της ΜΒ ως μια ευκαιρία μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης για τη φυγή προς τα εμπρός με όχημα την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ.
Τα τελευταία χρόνια την πρωτοβουλία των κινήσεων εντός της ΕΕ την είχε πρωτίστως η Γερμανία, λόγω της οικονομικής ισχύος που απορρέει και από την συμμετοχή της στην ΟΝΕ. Οι πρωτοβουλίες αυτές περιλαμβάνουν μεταξύ των άλλων την Τραπεζική Ένωση και κυρίως τον ευρωζωνικό προϋπολογισμό, ο οποίος θα ανέρχεται στο 5% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) των χωρών μελών της ευρωζώνης, δηλαδή μια αυξημένη συγκέντρωση της εξουσίας στην ευρωζώνη. Μετά όμως την ομιλία του βρετανού πρωθυπουργού, η ΜΒ είναι αυτή που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο πολιτικό επίπεδο αλλά και στο οικονομικό επίπεδο, επιδιώκοντας ξεκάθαρα, όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω την εξυπηρέτηση του Βρετανικού εθνικού συμφέροντος.
Η ομιλία αυτή σηματοδοτεί ενδεχομένως, την απαρχή αλλαγής του Βρετανικού στρατηγικού δόγματος ή αποτελεί απλά μια ξεκάθαρη επιβεβαίωση του υπάρχοντος; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία και με τη βοήθεια της επιστήμης των Διεθνών Σχέσεων και της Στρατηγικής Ανάλυσης να εξάγουμε τα συμπεράσματά μας.
Εκτιμάται ότι το Βρετανικό στρατηγικό δόγμα που διατυπώθηκε το 1946 από τον Ουίλσον Τσόρτσιλ δεν έχει αλλάξει. Το δόγμα αυτό καθορίζει την ειδική στρατηγική σχέση της ΜΒ με τις ΗΠΑ ως την «υπέρτατη επιλογή» στην μετααποικιακή εποχή. Επίσης υποστηρίζει ξεκάθαρα τη συνεργασία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, χωρίς όμως την ενοποίησή της. Η φράση του Τσόρτσιλ «είμαστε μαζί σας, αλλά όχι ένας από εσάς» («we are with you, but not one of you») καθορίζει και τα όρια αυτής της συνεργασίας εντός της Ευρώπης. Στη συνέχεια το 1979 η Μάργκαρετ Θάτσερ το επιβεβαιώνει δηλώνοντας ότι «όριο είναι ο ουρανός για μια ευρωπαϊκή πολιτική διπλωματίας, άμυνας και ασφάλειας. Αλλά αυτός ο ουρανός, συνέχισε, έχει οροφή, δηλαδή την Ατλαντική Συμμαχία».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Παναγιώτη Ήφαιστο (http://www.ifestos.edu.gr/), «η σταθερότητα, η οικονομική συνεργασία, ο Ατλαντισμός και η ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων είναι το τρίπτυχο της Βρετανικής διπλωματίας απέναντι στην ηπειρωτική Ευρώπη». Και όσον αφορά τις παρεμβάσεις της Βρετανικής διπλωματίας έχει από καιρό υποστηρίξει ότι η «Βρετανία παρεμβαίνει δραστήρια, όταν η Ευρώπη οδηγείται σε αστάθεια ή όταν ενοποιείται αμφισβητώντας τη Βρετανική στρατηγική πρωτοκαθεδρία. Στην παρούσα φάση, εκτιμάται, το Λονδίνο παρεμβαίνει επειδή στρατηγικά μιλώντας διαφαίνεται στον ορίζοντα το ενδεχόμενο μιας πιθανής Γερμανικής ηγεμονίας και το φάσμα μιας ανεπίστροφης δρομολόγησης προϋποθέσεων μεγάλης αστάθειας». Δηλαδή με λίγα λόγια προέβλεψε έγκαιρα την παρέμβαση της ΜΒ γιατί απλά το συμφέρον της ΜΒ έγκειται στο σταδιακό «ξεφούσκωμα της θεσμικοπολιτικής και οικονομικής φούσκας» της ΕΕ και στη «δημιουργία μιας νέας θεσμικά πιο χαλαρής ευρωατλαντικής αρχιτεκτονικής (στο παρελθόν είχε προταθεί άπειρες φορές)». Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι μετά τον Β΄ΠΠ η ΜΒ χρησιμοποιώντας ως εργαλεία τους ατλαντικούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς, με κυριότερους το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αποσκοπεί στον «οικονομικό, πολιτικό και στρατηγικό έλεγχο της Γερμανίας».
Είναι όμως εφικτή μια «διαρκής στρατηγική εποπτεία επί της Γερμανίας στα πεδία της οικονομίας, της άμυνας και της διπλωματίας» με υπερεθνικούς θεσμούς; Ήδη η Γερμανία τείνει να ηγεμονεύσει οικονομικά την Ευρώπη, άσχετα με την ύπαρξη ή όχι της ΟΝΕ. Όταν όμως ολοκληρωθεί αυτή η οικονομική της ηγεμονία, μήπως θα αρχίσει να μετατρέπεται και σε πολιτική ηγεμονία η οποία θα είναι στη συνέχεια και ο προάγγελος της «απελευθέρωσής» της και από τα τελευταία της δεσμά και τελικά η απόκτηση πλήρους ελευθερίας στις στρατηγικές της επιλογές; Αυτό το τελευταίο είναι που απεύχονται οι ΗΠΑ και συμπορεύεται πλήρως και η ΜΒ, η οποία εξάλλου έχει μακρά παράδοση στις «εξισορροπητικές πρακτικές». Οποιαδήποτε ανατροπή της ισορροπίας στην ηπειρωτική Ευρώπη δεν είναι αποδεκτή όχι μόνο από τις ΗΠΑ, αλλά κυρίως από τη ΜΒ. Η ανατροπή της ισορροπίας μπορεί να εμφανιστεί όταν «μια ηπειρωτική δύναμη ή μια συμμαχία δυνάμεων κατορθώσει να ενοποιήσει την ηπειρωτική περιοχή Ανατολικά της Μάγχης». Για το λόγο αυτό και η πάγια θέση του Λονδίνου είναι: ναι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά μόνο αν δεν οδηγεί σε πολιτική ενοποίηση. Αυτό δηλαδή που στην ουσία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ΜΒ είναι μια ζώνη ελευθέρων συναλλαγών υπό την υψηλή εποπτεία της Ατλαντικής Συμμαχίας.
Γιατί όμως η ΜΒ φοβάται μια συμμαχία δυνάμεων στην ηπειρωτική Ευρώπη με τη συμμετοχή της Γερμανίας; Η απάντηση βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή ιστορία, δεδομένου ότι η ιστορία μπορεί να μην επαναλαμβάνεται, αλλά σίγουρα μας διδάσκει ανά τους αιώνες, όπως μας πληροφορεί και ο Θουκυδίδης.
Στη σημερινή συγκυρία μια πολιτικά ανεξάρτητη Γερμανία θα μπορεί να προσεγγίσει τη Ρωσία όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο, που ήδη το έχει κάνει ως ένα βαθμό, αλλά και στο πολιτικό και στη συνέχεια στο στρατηγικό επίπεδο. Κάτι που δεν επιτεύχθηκε με την αντιπαλότητα και την ισχύ των όπλων μπορεί στο μέλλον να επιτευχθεί με τη συνεργασία με στόχο το κοινό συμφέρον των δυο κρατών. Η Γερμανία για εγγενείς δομικούς οικονομικούς λόγους που σχετίζονται με αγορές και πρώτες ύλες, έχει την ανάγκη να αποκτήσει πρόσβαση στον ζωτικής σημασίας χώρο της Ανατολικής Ευρώπη, όπως σταδιακά έχει κάνει στην Κεντρική Ευρώπη. Αυτό όμως «αναβιώνει εφιάλτες του παρελθόντος, όποτε και όταν Μόσχα και Βερολίνο συμπορεύτηκαν στρατηγικά». Και εδώ είναι που ενεργοποιούνται σχεδόν αυτόματα οι εξισορροπητικές δυνάμεις με κύριο κατά παράδοση εκφραστή τη ΜΒ.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να αναλύσουμε και την ισορροπία μέσω της πυρηνικής αποτροπής. Θα παραμείνουμε παρά ταύτα στα σενάρια συνεργασίας, δεδομένου ότι η πλειοψηφία τα προκρίνει. Κάποια στιγμή εντούτοις, χρήσιμο είναι να μελετηθούν όλα τα πιθανά σενάρια, μιας και η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων είναι γεγονός και εκτιμάται ότι ο πυρηνικός αφοπλισμός αποτελεί μάλλον ουτοπία.
Είναι προφανές ότι ο κλασικός στρατηγικός εξισορροπητής στην Ευρώπη, δηλαδή η ΜΒ, ανέλαβε δράση. Τελούμε εν αναμονή της αντίδρασης της Γερμανίας, η οποία θα κληθεί να αποδείξει πρακτικά εάν όντως επιθυμεί μια ενωμένη Ευρώπη, έστω και δίχως τη ΜΒ, ή μια «Ευρώπη των Πατρίδων» στηριζόμενη σε κατάλληλο ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που θα εξασφαλίζει την ισομερή ανάπτυξη όλων των κρατών της γηραιάς Ηπείρου και την ευημερία του συνόλου του πληθυσμού της.
* Ο Δημήτριος Καρατζίδης είναι Ταξίαρχος ε.α., Πολιτικός επιστήμονας - Διεθνολόγος
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στις 29 Σεπτεμβρίου 2010 πήρε το CD o Παπακωνσταντίνου
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αξίες και πρότυπα για τους νέους μας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ