2013-01-31 16:39:16
Βασίλης Βιλιάρδος
Είναι απογοητευτικό να το διαπιστώνει κανείς αλλά, χωρίς καμία αμφιβολία, τόσο η «έκρηξη ανοησίας», όσο και η «παραπλάνηση» των Ελλήνων από τους πολιτικούς τους, «ένθεν κακείθεν», συνεχίζεται, χωρίς καμία ντροπή – παράλληλα με τη διασπορά ψευδών ελπίδων.
Ειδικότερα, ακόμη και οι πιο ανόητοι γνωρίζουν ότι, δεν πρέπει να κρίνεις κάποιον από αυτά που λέει, αλλά από αυτά που κάνει – από τις πράξεις του δηλαδή και όχι από τα λόγια του.
Στα πλαίσια αυτά, όλες οι συζητήσεις σχετικά με το ότι, το ΔΝΤ «μετανόησε», αποδεχόμενο ότι έκανε λάθος (mea culpa ή mea maxima culpa καλύτερα, λάθος μου ή μεγάλο λάθος μου) με την πολιτική που εφάρμοσε στην Ελλάδα, είναι το λιγότερο «μωρές» – αφού δεν υπάρχει καμία άλλη πρόταση εκ μέρους του, ενώ συνεχίζει να επιμένει σε νέα μέτρα λιτότητας, εάν δεν αυξηθούν τα έσοδα (φορολογικοί διωγμοί, δήμευση της ιδιωτικής περιουσίας, λεηλασία του δημοσίου πλούτου κλπ.) ή εάν δεν μειωθούν οι δαπάνες (νέες απολύσεις κοκ).
Το ΔΝΤ ανήκει στην Τρόικα, η οποία είναι υπεύθυνη, ο αυστηρός κριτής καλύτερα και ο «ενορχηστρωτής» τόσο της οικονομικής, όσο και της δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζουν τα ελλειμματικά κράτη της Ευρωζώνης – ενώ δεν συμβουλεύει απλά τους πολιτικούς, αλλά καθορίζει την οικονομική και κοινωνική πολιτική που πρέπει υποχρεωτικά να ακολουθηθεί, αποτελώντας ουσιαστικά τη σκιώδη, τη μη δημοκρατικά εκλεγμένη εξουσία.
Όταν λοιπόν το ΔΝΤ αποδέχεται ότι, λόγω αριθμητικού λάθους (πολλαπλασιαστής μείωσης του ΑΕΠ σε σχέση με τα μέτρα λιτότητας 1,7 και όχι 0,5), υποχρέωσε πολλά κράτη να υιοθετήσουν μία αντιπαραγωγική πολιτική, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση του ΑΕΠ, την έκρηξη της ανεργίας, τη χρεοκοπία χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων κοκ., δεν μπορεί να δικαιολογείται λέγοντας απλά «έκανα λάθος» - πόσο μάλλον να απαιτεί τα ίδια μέτρα με αυτά «προ του μεγάλου λάθους».
Συμπερασματικά λοιπόν, εάν το ΔΝΤ είχε πράγματι «μετανοήσει», η πολιτική λιτότητας θα αποτελούσε ήδη παρελθόν – ενώ θα πίεζε όλες τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν άμεσα, επειγόντως, τώρα, μία αναπτυξιακή πολιτική. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, ενώ το ΔΝΤ δεν φαίνεται να αναλαμβάνει έμπρακτα τις ευθύνες που του αναλογούν – απλά αποδέχεται το λάθος του, επιμένοντας παραδόξως στη συνέχιση του!
Δυστυχώς, η αποδοχή των ανόητων δικαιολογιών του από την αντιπολίτευση στην πατρίδα μας, το «συγχωροχάρτι» δηλαδή που του δόθηκε, ήταν το λιγότερο απογοητευτική – ενώ τεκμηριώνει την αδυναμία των κομμάτων να κατανοήσουν ακόμη και τα απλούστερα πράγματα.
ΤΟ ΔΝΤ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Όσον αφορά την Ελλάδα τώρα, ας ελπίσουμε ότι θα πάψουμε κάποια στιγμή να αρκούμαστε στα λόγια και όχι στις πράξεις των πολιτικών, καθώς επίσης ότι θα σταματήσουμε να ενσαρκώνουμε την Ιφιγένεια στο ευρωπαϊκό δράμα, στο οποίο διαδραματίζουμε σκόπιμα πρωταγωνιστικό ρόλο – ότι δεν θα συνεχίσουμε δηλαδή να είμαστε για πολλοστή χρονιά στο μάτι του κυκλώνα, στο κέντρο της υπόγειας διαμάχης για το «χρυσόμαλλο ευρωπαϊκό δέρας», ή το «ιδανικό υποψήφιο θύμα της Γερμανίας, για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων εταίρων της Ευρωζώνης».
Εν τούτοις, κάτι τέτοιο απαιτεί και τη δική μας συνδρομή – «συν Αθηνά και χείρα κίνει» δηλαδή, όπως θα έλεγε ο Αίσωπος, αντικρίζοντας την καταστροφή, στην οποία έχει οδηγηθεί σκόπιμα η πατρίδα μας («ερήμην» δυστυχώς των πολιτών της, οι οποίοι συνεχίζουν «τον ύπνο του δικαίου» ή τη σιωπή των αμνών, πριν από τη σφαγή τους).
Στα πλαίσια αυτά, ειδικά όσον αφορά την ανάπτυξη και με δεδομένους τους τέσσερις πυλώνες του ΑΕΠ*, εκ των οποίων οι τρεις είναι αδύνατον να αυξηθούν σήμερα, λόγω της πιστωτικής παγίδας (κατανάλωση, ιδιωτικές επενδύσεις, δημόσιες επενδύσεις), αυτό που μας απομένει είναι η τέταρτη συνιστώσα – η αύξηση των εξαγωγών, με την παράλληλη μείωση των εισαγωγών.
Απλούστερα, οφείλουμε όχι μόνο να καταναλώνουμε Ελληνικά, αλλά και να εξάγουμε Ελληνικά – με κάθε τρόπο και με κάθε μέσον που έχουμε στη διάθεση μας (ο τουρισμός ανήκει έμμεσα στις εξαγωγές, αφού εισρέει συνάλλαγμα – επίσης η ναυτιλία).
Παράλληλα, πρέπει να πάψουμε να διαμαρτυρόμαστε «νυχθημερόν», χωρίς κανένα αποτέλεσμα, καθώς επίσης να «χειραγωγούμαστε» από τα ΜΜΕ – να «βομβαρδιζόμαστε» με ανόητες τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές συζητήσεις και να κουβεντιάζουμε μεταξύ μας, χωρίς κανέναν πρακτικό στόχο.
Αντίθετα, οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε άμεσα, εμείς οι ίδιοι, μεταξύ άλλων υποχρεώνοντας την πολιτική να εισάγει συνταγματικά τους βασικούς κανόνες της άμεσης, συμμετοχικής δημοκρατίας – καταρχήν, την ψήφιση των ουσιαστικών νόμων, απ’ ευθείας από τους ανιδιοτελείς πολίτες και όχι από το ιδιοτελές κοινοβούλιο.
* Υποσημείωση: Υπενθυμίζουμε ότι, τα τέσσερα βασικά στοιχεία του ακαθάριστού εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) είναι η ιδιωτική κατανάλωση (Κ), οι μικτές επενδύσεις (Ε), οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου (Δ), καθώς επίσης η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών (Εξ-Εισ.). Πρόκειται λοιπόν για την παρακάτω μαθηματική εξίσωση:
ΑΕΠ = Κ+Ε+Δ+(Εξαγωγές – Εισαγωγές)
(α) Σε μία οικονομία τώρα, η οποία είναι υπερχρεωμένη, ελλειμματική και διανύει τον πέμπτο χρόνο ύφεσης, η κατανάλωση (Κ) περιορίζεται συνεχώς – μεταξύ άλλων σαν αποτέλεσμα της μεγάλης ανεργίας, των χρεοκοπιών, της πιστωτικής συρρίκνωσης (τραπεζικό πρόβλημα), καθώς επίσης των συσσωρευμένων ιδιωτικών χρεών.
Η κατανάλωση δεν υποχωρεί σήμερα μόνο στην Ελλάδα, όσον αφορά την Ευρωζώνη, αλλά επίσης στην Ισπανία, στην Ιταλία και αλλού – τελευταία στην Ολλανδία και στη Γαλλία, η οποία αποτελεί την επόμενη βόμβα στα θεμέλια του κοινού νομίσματος (απειλούμενη, μεταξύ άλλων, από μία καταστροφική έκρηξη της φούσκας ακινήτων που έχει δημιουργηθεί στο παρελθόν).
(β) Κατ’ επέκταση, οι ιδιωτικές επενδύσεις (Ε) σε μηχανήματα και υποδομές, όπως και στον τομέα των ακινήτων, μειώνονται ανάλογα – αφού δεν υπάρχει ζήτηση, η οποία θα μπορούσε να τις αιτιολογήσει.
Προφανώς, κανένας επιχειρηματίας δεν επενδύει, εάν δεν περιμένει να πουλήσει τα προϊόντα του στους καταναλωτές – ενώ κανένας ιδιώτης δεν αγοράζει ακίνητα, όταν προβλέπει ή διαπιστώνει την αυξημένη φορολόγηση τους, παράλληλα με την αδυναμία επαναπώλησης, υπενοικίασης κοκ. Όταν λοιπόν μειώνεται η κατανάλωση, περιορίζονται οι επενδύσεις – οπότε και το ΑΕΠ, όσον αφορά τα δύο αυτά βασικά του στοιχεία.
Ειδικά όσον αφορά τις αποκρατικοποιήσεις, εκτός του ότι αποτελούν αναμφίβολα μία ύπουλη παγίδα (άρθρο μας) ακόμη και αν υποθέσουμε ότι δεν είναι σκανδαλώδεις (δυστυχώς αποδείχθηκε το αντίθετο στην πατρίδα μας, όσον αφορά τουλάχιστον το Ολυμπιακό χωριό ή την ΑΤΕ, ενώ πιθανότατα θα συμβεί το ίδιο και με τον ΟΠΑΠ, τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ κοκ.), δεν θεωρούνται νέες ιδιωτικές επενδύσεις και δεν βοηθούν την ανάπτυξη – αφού απλά αλλάζουν οι «μέτοχοι», ενώ οι καινούργιοι ιδιοκτήτες των κρατικών επιχειρήσεων συνήθως μειώνουν το προσωπικό, μεγεθύνοντας την ανεργία, αυξάνουν τις τιμές, επιδεινώνοντας τον πληθωρισμό, μεταφέρουν πολλά από τα κέρδη τους στο εξωτερικό, περιορίζοντας τη φορολογική βάση κλπ.
(γ) Οι δημόσιες δαπάνες βέβαια (Δ) μπορούν να αυξηθούν, κατά την πολιτική του Keynes, παρά το ότι μειώνονται η κατανάλωση και οι επενδύσεις – έτσι ώστε να αναθερμάνουν τη ζήτηση, για να κινηθεί ξανά η οικονομία μίας χώρας. Όταν όμως ένα κράτος, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, είναι υπερχρεωμένο και αναγκάζεται από τους δανειστές του ή από τις αγορές (Ισπανία, Ιταλία κλπ.) στη μείωση των δαπανών του, δεν είναι δυνατόν να προβεί σε δημόσιες επενδύσεις – ίσως μόνο να δημιουργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις, με τη βοήθεια των οποίων θα μπορέσει να προσελκύσει ξένους επενδυτές.
Ποιός όμως ξένος επενδύει σε μία χώρα, η οποία ευρίσκεται σε βαθιά ύφεση, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τόσο το επιχειρηματικό της πλαίσιο (μηδενική διαφθορά κλπ.), όσο και το φορολογικό (ανταγωνιστική, μακροπρόθεσμα σταθερή φορολόγηση), λειτουργούν τέλεια; Πόσο μάλλον όταν πολλές άλλες χώρες, την ίδια χρονική στιγμή (ακόμη και η Αίγυπτος σήμερα), αναζητούν απεγνωσμένα ξένες επενδύσεις;
(δ) Αυτό που απομένει λοιπόν για να υπάρξει ανάπτυξη σε μία τέτοια οικονομία, η οποία δεν μπορεί να αυξήσει την κατανάλωση, τις επενδύσεις, καθώς επίσης τις δημόσιες δαπάνες, είναι η μεγέθυνση των καθαρών (αφαιρουμένων των εισαγωγών) εξαγωγών – η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ενδυνάμωση δηλαδή του τελευταίου «πυλώνα» της οικονομίας της.
Απλούστερα, η αύξηση των εξαγωγών, παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών – γεγονός που σημαίνει ότι, εντός Ελλάδας, πρέπει να αγοράζουμε και να καταναλώνουμε αποκλειστικά και μόνο Ελληνικά Προϊόντα.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 31. Ιανουαρίου 2013
[email protected]
Είναι απογοητευτικό να το διαπιστώνει κανείς αλλά, χωρίς καμία αμφιβολία, τόσο η «έκρηξη ανοησίας», όσο και η «παραπλάνηση» των Ελλήνων από τους πολιτικούς τους, «ένθεν κακείθεν», συνεχίζεται, χωρίς καμία ντροπή – παράλληλα με τη διασπορά ψευδών ελπίδων.
Ειδικότερα, ακόμη και οι πιο ανόητοι γνωρίζουν ότι, δεν πρέπει να κρίνεις κάποιον από αυτά που λέει, αλλά από αυτά που κάνει – από τις πράξεις του δηλαδή και όχι από τα λόγια του.
Στα πλαίσια αυτά, όλες οι συζητήσεις σχετικά με το ότι, το ΔΝΤ «μετανόησε», αποδεχόμενο ότι έκανε λάθος (mea culpa ή mea maxima culpa καλύτερα, λάθος μου ή μεγάλο λάθος μου) με την πολιτική που εφάρμοσε στην Ελλάδα, είναι το λιγότερο «μωρές» – αφού δεν υπάρχει καμία άλλη πρόταση εκ μέρους του, ενώ συνεχίζει να επιμένει σε νέα μέτρα λιτότητας, εάν δεν αυξηθούν τα έσοδα (φορολογικοί διωγμοί, δήμευση της ιδιωτικής περιουσίας, λεηλασία του δημοσίου πλούτου κλπ.) ή εάν δεν μειωθούν οι δαπάνες (νέες απολύσεις κοκ).
Το ΔΝΤ ανήκει στην Τρόικα, η οποία είναι υπεύθυνη, ο αυστηρός κριτής καλύτερα και ο «ενορχηστρωτής» τόσο της οικονομικής, όσο και της δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόζουν τα ελλειμματικά κράτη της Ευρωζώνης – ενώ δεν συμβουλεύει απλά τους πολιτικούς, αλλά καθορίζει την οικονομική και κοινωνική πολιτική που πρέπει υποχρεωτικά να ακολουθηθεί, αποτελώντας ουσιαστικά τη σκιώδη, τη μη δημοκρατικά εκλεγμένη εξουσία.
Όταν λοιπόν το ΔΝΤ αποδέχεται ότι, λόγω αριθμητικού λάθους (πολλαπλασιαστής μείωσης του ΑΕΠ σε σχέση με τα μέτρα λιτότητας 1,7 και όχι 0,5), υποχρέωσε πολλά κράτη να υιοθετήσουν μία αντιπαραγωγική πολιτική, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση του ΑΕΠ, την έκρηξη της ανεργίας, τη χρεοκοπία χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων κοκ., δεν μπορεί να δικαιολογείται λέγοντας απλά «έκανα λάθος» - πόσο μάλλον να απαιτεί τα ίδια μέτρα με αυτά «προ του μεγάλου λάθους».
Συμπερασματικά λοιπόν, εάν το ΔΝΤ είχε πράγματι «μετανοήσει», η πολιτική λιτότητας θα αποτελούσε ήδη παρελθόν – ενώ θα πίεζε όλες τις κυβερνήσεις να υιοθετήσουν άμεσα, επειγόντως, τώρα, μία αναπτυξιακή πολιτική. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, ενώ το ΔΝΤ δεν φαίνεται να αναλαμβάνει έμπρακτα τις ευθύνες που του αναλογούν – απλά αποδέχεται το λάθος του, επιμένοντας παραδόξως στη συνέχιση του!
Δυστυχώς, η αποδοχή των ανόητων δικαιολογιών του από την αντιπολίτευση στην πατρίδα μας, το «συγχωροχάρτι» δηλαδή που του δόθηκε, ήταν το λιγότερο απογοητευτική – ενώ τεκμηριώνει την αδυναμία των κομμάτων να κατανοήσουν ακόμη και τα απλούστερα πράγματα.
ΤΟ ΔΝΤ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Όσον αφορά την Ελλάδα τώρα, ας ελπίσουμε ότι θα πάψουμε κάποια στιγμή να αρκούμαστε στα λόγια και όχι στις πράξεις των πολιτικών, καθώς επίσης ότι θα σταματήσουμε να ενσαρκώνουμε την Ιφιγένεια στο ευρωπαϊκό δράμα, στο οποίο διαδραματίζουμε σκόπιμα πρωταγωνιστικό ρόλο – ότι δεν θα συνεχίσουμε δηλαδή να είμαστε για πολλοστή χρονιά στο μάτι του κυκλώνα, στο κέντρο της υπόγειας διαμάχης για το «χρυσόμαλλο ευρωπαϊκό δέρας», ή το «ιδανικό υποψήφιο θύμα της Γερμανίας, για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων εταίρων της Ευρωζώνης».
Εν τούτοις, κάτι τέτοιο απαιτεί και τη δική μας συνδρομή – «συν Αθηνά και χείρα κίνει» δηλαδή, όπως θα έλεγε ο Αίσωπος, αντικρίζοντας την καταστροφή, στην οποία έχει οδηγηθεί σκόπιμα η πατρίδα μας («ερήμην» δυστυχώς των πολιτών της, οι οποίοι συνεχίζουν «τον ύπνο του δικαίου» ή τη σιωπή των αμνών, πριν από τη σφαγή τους).
Στα πλαίσια αυτά, ειδικά όσον αφορά την ανάπτυξη και με δεδομένους τους τέσσερις πυλώνες του ΑΕΠ*, εκ των οποίων οι τρεις είναι αδύνατον να αυξηθούν σήμερα, λόγω της πιστωτικής παγίδας (κατανάλωση, ιδιωτικές επενδύσεις, δημόσιες επενδύσεις), αυτό που μας απομένει είναι η τέταρτη συνιστώσα – η αύξηση των εξαγωγών, με την παράλληλη μείωση των εισαγωγών.
Απλούστερα, οφείλουμε όχι μόνο να καταναλώνουμε Ελληνικά, αλλά και να εξάγουμε Ελληνικά – με κάθε τρόπο και με κάθε μέσον που έχουμε στη διάθεση μας (ο τουρισμός ανήκει έμμεσα στις εξαγωγές, αφού εισρέει συνάλλαγμα – επίσης η ναυτιλία).
Παράλληλα, πρέπει να πάψουμε να διαμαρτυρόμαστε «νυχθημερόν», χωρίς κανένα αποτέλεσμα, καθώς επίσης να «χειραγωγούμαστε» από τα ΜΜΕ – να «βομβαρδιζόμαστε» με ανόητες τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές συζητήσεις και να κουβεντιάζουμε μεταξύ μας, χωρίς κανέναν πρακτικό στόχο.
Αντίθετα, οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε άμεσα, εμείς οι ίδιοι, μεταξύ άλλων υποχρεώνοντας την πολιτική να εισάγει συνταγματικά τους βασικούς κανόνες της άμεσης, συμμετοχικής δημοκρατίας – καταρχήν, την ψήφιση των ουσιαστικών νόμων, απ’ ευθείας από τους ανιδιοτελείς πολίτες και όχι από το ιδιοτελές κοινοβούλιο.
* Υποσημείωση: Υπενθυμίζουμε ότι, τα τέσσερα βασικά στοιχεία του ακαθάριστού εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) είναι η ιδιωτική κατανάλωση (Κ), οι μικτές επενδύσεις (Ε), οι καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου (Δ), καθώς επίσης η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών (Εξ-Εισ.). Πρόκειται λοιπόν για την παρακάτω μαθηματική εξίσωση:
ΑΕΠ = Κ+Ε+Δ+(Εξαγωγές – Εισαγωγές)
(α) Σε μία οικονομία τώρα, η οποία είναι υπερχρεωμένη, ελλειμματική και διανύει τον πέμπτο χρόνο ύφεσης, η κατανάλωση (Κ) περιορίζεται συνεχώς – μεταξύ άλλων σαν αποτέλεσμα της μεγάλης ανεργίας, των χρεοκοπιών, της πιστωτικής συρρίκνωσης (τραπεζικό πρόβλημα), καθώς επίσης των συσσωρευμένων ιδιωτικών χρεών.
Η κατανάλωση δεν υποχωρεί σήμερα μόνο στην Ελλάδα, όσον αφορά την Ευρωζώνη, αλλά επίσης στην Ισπανία, στην Ιταλία και αλλού – τελευταία στην Ολλανδία και στη Γαλλία, η οποία αποτελεί την επόμενη βόμβα στα θεμέλια του κοινού νομίσματος (απειλούμενη, μεταξύ άλλων, από μία καταστροφική έκρηξη της φούσκας ακινήτων που έχει δημιουργηθεί στο παρελθόν).
(β) Κατ’ επέκταση, οι ιδιωτικές επενδύσεις (Ε) σε μηχανήματα και υποδομές, όπως και στον τομέα των ακινήτων, μειώνονται ανάλογα – αφού δεν υπάρχει ζήτηση, η οποία θα μπορούσε να τις αιτιολογήσει.
Προφανώς, κανένας επιχειρηματίας δεν επενδύει, εάν δεν περιμένει να πουλήσει τα προϊόντα του στους καταναλωτές – ενώ κανένας ιδιώτης δεν αγοράζει ακίνητα, όταν προβλέπει ή διαπιστώνει την αυξημένη φορολόγηση τους, παράλληλα με την αδυναμία επαναπώλησης, υπενοικίασης κοκ. Όταν λοιπόν μειώνεται η κατανάλωση, περιορίζονται οι επενδύσεις – οπότε και το ΑΕΠ, όσον αφορά τα δύο αυτά βασικά του στοιχεία.
Ειδικά όσον αφορά τις αποκρατικοποιήσεις, εκτός του ότι αποτελούν αναμφίβολα μία ύπουλη παγίδα (άρθρο μας) ακόμη και αν υποθέσουμε ότι δεν είναι σκανδαλώδεις (δυστυχώς αποδείχθηκε το αντίθετο στην πατρίδα μας, όσον αφορά τουλάχιστον το Ολυμπιακό χωριό ή την ΑΤΕ, ενώ πιθανότατα θα συμβεί το ίδιο και με τον ΟΠΑΠ, τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ κοκ.), δεν θεωρούνται νέες ιδιωτικές επενδύσεις και δεν βοηθούν την ανάπτυξη – αφού απλά αλλάζουν οι «μέτοχοι», ενώ οι καινούργιοι ιδιοκτήτες των κρατικών επιχειρήσεων συνήθως μειώνουν το προσωπικό, μεγεθύνοντας την ανεργία, αυξάνουν τις τιμές, επιδεινώνοντας τον πληθωρισμό, μεταφέρουν πολλά από τα κέρδη τους στο εξωτερικό, περιορίζοντας τη φορολογική βάση κλπ.
(γ) Οι δημόσιες δαπάνες βέβαια (Δ) μπορούν να αυξηθούν, κατά την πολιτική του Keynes, παρά το ότι μειώνονται η κατανάλωση και οι επενδύσεις – έτσι ώστε να αναθερμάνουν τη ζήτηση, για να κινηθεί ξανά η οικονομία μίας χώρας. Όταν όμως ένα κράτος, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, είναι υπερχρεωμένο και αναγκάζεται από τους δανειστές του ή από τις αγορές (Ισπανία, Ιταλία κλπ.) στη μείωση των δαπανών του, δεν είναι δυνατόν να προβεί σε δημόσιες επενδύσεις – ίσως μόνο να δημιουργήσει εκείνες τις προϋποθέσεις, με τη βοήθεια των οποίων θα μπορέσει να προσελκύσει ξένους επενδυτές.
Ποιός όμως ξένος επενδύει σε μία χώρα, η οποία ευρίσκεται σε βαθιά ύφεση, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τόσο το επιχειρηματικό της πλαίσιο (μηδενική διαφθορά κλπ.), όσο και το φορολογικό (ανταγωνιστική, μακροπρόθεσμα σταθερή φορολόγηση), λειτουργούν τέλεια; Πόσο μάλλον όταν πολλές άλλες χώρες, την ίδια χρονική στιγμή (ακόμη και η Αίγυπτος σήμερα), αναζητούν απεγνωσμένα ξένες επενδύσεις;
(δ) Αυτό που απομένει λοιπόν για να υπάρξει ανάπτυξη σε μία τέτοια οικονομία, η οποία δεν μπορεί να αυξήσει την κατανάλωση, τις επενδύσεις, καθώς επίσης τις δημόσιες δαπάνες, είναι η μεγέθυνση των καθαρών (αφαιρουμένων των εισαγωγών) εξαγωγών – η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ενδυνάμωση δηλαδή του τελευταίου «πυλώνα» της οικονομίας της.
Απλούστερα, η αύξηση των εξαγωγών, παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών – γεγονός που σημαίνει ότι, εντός Ελλάδας, πρέπει να αγοράζουμε και να καταναλώνουμε αποκλειστικά και μόνο Ελληνικά Προϊόντα.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 31. Ιανουαρίου 2013
[email protected]
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έχει και η Βουλή τον … «Γκουσκούνη» της
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η θαυματουργή μαστίχα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ