2013-02-06 10:00:14
Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΟΥΡΤΗ
Δειλά-δειλά άρχισε η δημόσια συζήτηση γύρω από τον περίφημο πολλαπλασιαστή, αν το ΔΝΤ έκανε λάθος κι αν αυτό το λάθος κόστισε στην Ελλάδα. Και. Βεβαίως, αν, μετά την αναγνώριση του λάθους από την κ. Λαγκάρντ, πρέπει να γίνει αναδιαπραγμάτευση του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής και να «παρθούν πίσω» κάποια από τα μέτρα ή να ελαφρυνθεί το συνολικό πακέτο μέτρων. Πρέπει να ειπωθεί, πάντως, ότι το “λάθος”δεν είναι μόνο του ΔΝΤ, αλλά και της «Κομισιόν» και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Γιατί μπορεί τις έρευνες και τις μελέτες να τις έκανε το ΔΝΤ, αλλά οι άλλοι δύο δανειστές μας που ελάμβαναν γνώση και μελετούσαν τις προτάσεις που τους υποβάλλονταν είτε δεν αντιλήφθηκαν το “λάθος” είτε, ακόμα κι αν το αντιλήφθηκαν, άφησαν τα πράγματα να προχωρήσουν στη λάθος κατεύθυνση.
Επί του παρόντος η συζήτηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανιχνευτική κι αυτό γιατί κανένας δεν φαίνεται να είναι σε θέση να διατυπώσει και να υποστηρίξει κάτι πολύ συγκεκριμένο, λογικό και αποδεκτό από όλους και κυρίως από τους δανειστές
. Ευτυχώς, πάντως, μέχρι τώρα, η συζήτηση δεν έχει πάρει τη μορφή προηγούμενων συζητήσεων στις οποίες περίσσεψαν η απλούστευση και ο λαϊκισμός. Μια προσέγγιση έκανε ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος έζησε, ως υπουργός Οικονομικών, την όλη υπόθεση ως διαπραγματευτής από την ελληνική πλευρά, αλλά και αυτός προτίμησε να μη πει εντελώς καθαρά την άποψή του. Ίσως γιατί θεωρεί ότι υπάρχουν περαιτέρω περιθώρια ή γιατί δεν ήθελε να κατηγορηθεί ως “υποτακτικός” του ΔΝΤ. Αλλά και αυτά που είπε είναι πολύ σημαντικά και ίσως τα γνωρίζουν και τα υπόλοιπα κόμματα και ο Αντώνης Σαμαράς και κανένας δεν προχωρά πέραν του ερωτήματος: «έγινε λάθος, δεν πρέπει να το δούμε;». Κανένας, όμως, δεν λέει τι να δούμε, ακριβώς, αν χωράει επαναδιαπραγμάτευση ή οτιδήποτε άλλο. Ευτυχώς, επίσης, το θέμα δεν το πήραν πάνω τους οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ, κυρίως και ως συνήθως, λόγω άγνοιας, αλλά και διότι δεν είδαν τίποτα συγκεκριμένο από κανένα κόμμα, ώστε να βγουν και να το “αβαντάρουν”, καθώς κανένα κόμμα δεν προσπάθησε, ακόμα, να χαϊδέψει αυτιά, όπως έκαναν όλα τα κόμματα που βρέθηκαν στις τάξεις της αντιπολίτευσης, τα τελευταία τρία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό πως ούτε και το λαλίστατο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει αρθρώσει επίσημη θέση, ίσως διότι βρίσκεται πάνω σε μια δύσκολη “στροφή” της πολιτικής του και προσπαθεί να κρατηθεί μέσα σε αυτή και όχι να τον πετάξει στα χωράφια.
Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, είχαν αντιληφθεί ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και ότι κάποιο λάθος είχε γίνει. Το “i-R” είναι σε θέση να γνωρίζει ότι η κυβέρνηση άρχισε να προβληματίζεται σχετικά με τις προβλέψεις της τρόϊκας, (η οποία είχε προβλέψει και την επάνοδο της χώρας στις αγορές στο τέλος του 2011) σύμφωνα με τις οποίες η ύφεση θα έφθανε στο 2,8%. Η κυβέρνηση είχε πληροφορίες, από την αγορά, ότι ύφεση θα ξεπεράσει, ίσως, το 4,5% όπως και έγινε.
Ο πρωθυπουργός έδωσε εντολή στον τότε υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου να έρθει σε επαφή με την τρόϊκα και να μεταφέρει τις ανησυχίες της κυβέρνησης σχετικά με την ύφεση και να ζητήσει να ξαναδούν, οι εταίροι, τα στοιχεία. Πράγματι, ο κ. Παπακωνσταντίνου ήρθε σε επαφή με την τρόϊκα, η οποία τον διαβεβαίωσε ότι όλα έχουν καλώς και ότι οι προβλέψεις της ήταν σωστές.
Ωστόσο τα στοιχεία της ύφεσης συνέχιζαν να βρίσκονται σε πορεία επιδείνωσης. Ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να παρέμβει και ζήτησε από τον αρχηγό της ΝΔ τη συναίνεσή του για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, προσφερόμενος, μάλιστα, να παραιτηθεί από το αξίωμα του πρωθυπουργού. Η κίνησή του εξελήφθη ως αδυναμία από τον Α. Σαμαρά, ο οποίος είδε τη μεγάλη ευκαιρία να γίνει εκείνος πρωθυπουργός και μάλιστα με αυτοδύναμη πλειοψηφία, διέδωσε ότι ο Παπανδρέου υπέβαλε σε εκείνον την παραίτησή του (ο Παπανδρέου ποτέ δεν θα παρέβαινε το τυπικό) αρνήθηκε να συναινέσει και ζήτησε εκλογές. Από την εξέλιξη αυτή η χώρα άρχισε να χάνει χρόνο, ως προς την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς η κοινή γνώμη είχε πειστεί ότι το μόνο πρόβλημα ήταν ο Παπανδρέου και αρκούσε να φύγει για να αλλάξει η ακολουθούμενη πολιτική, κάτι που αποδείχθηκε μεγάλη φενάκη, διότι σήμερα ο Σαμαράς όχι μόνο ακολουθεί την πολιτική Παπανδρέου, αλλά και εφαρμόζει όσα εκείνος είχε συμφωνήσει. Την τύχη του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή την καθυστέρηση, είχαν και οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις.
Ύστερα από την απόρριψη Σαμαρά να αναλάβει ένα μέρος της ευθύνης, ώστε η προσπάθεια να είναι κοινή για την έξοδο της χώρας από την κρίση, ο Παπανδρέου αποφάσισε να προχωρήσει σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης, κυρίως για να αλλάξει την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, μιας και ο Παπακωνσταντίνου είχε πάρει μέρος στις μέχρι τότε διαπραγματεύσεις και για να στείλει, στην τρόϊκα, το μήνυμα ότι προτίθεται να ζητήσει αλλαγές στο συμφωνηθέν πρόγραμμα.
Επέλεξε να τοποθετήσει ως επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου τον Βενιζέλο, τον οποίο εξόπλισε, ύστερα από δική του πρόταση, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, ώστε να έχει αυξημένο κύρος. Η οδηγία προς το νέο υπουργό Οικονομικών ήταν να διαπραγματευτεί με την τρόϊκα αναπροσαρμογή του προγράμματος με βάση τα στοιχεία που έφθαναν από την αγορά για τον καλπασμό της ύφεσης.
Ο Βενιζέλος, πράγματι, αφού ενημερώθηκε σχετικά, έθεσε το θέμα στην τρόϊκα. Ήταν τέλη Αυγούστου του 2001, όταν η τρόϊκα βρισκόταν στην Ελλάδα και οι μαραθώνιες συζητήσεις με τον υπουργό Οικονομικών της χώρας διαδέχονταν η μια την άλλη. Με οδηγία Παπανδρέου ο Βενιζέλος τήρησε σκληρή στάση στη διαπραγμάτευση ζητώντας να γίνουν διορθώσεις στο πρόγραμμα. Είναι γνωστό ότι η τρόϊκα αποχώρησε από το γραφείο του Βενιζέλου «θυμωμένη», καθώς δεν ήθελε, σε καμία περίπτωση να διαπραγματευτεί και κυρίως να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος.
Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας ήταν καταδικαστικές για τον Βενιζέλος και την κυβέρνηση. Όλοι έπεσαν πάνω του και τον κατηγόρησαν ότι «πούλησε τσαμπουκά», κάτι που δεν έπρεπε να κάνει. Κανένα κόμμα, κανένας δημοσιογράφος και κανένα μέσο ενημέρωσης δεν ήθελε να ακούσει όσα έλεγε ο υπουργός Οικονομικών περί διαπραγμάτευσης και φώναζαν σε όλους τους τόνους τα περί «τσαμπουκά», επικρίνοντας δριμύτατα τον Βενιζέλο, αλλά και τον Παπανδρέου, διότι, σύμφωνα με το επιχείρημά τους, δεν ήταν δυνατό όλα αυτά να έγιναν εν αγνοία του πρωθυπουργού, περιορίζοντας έως εξαλείψεως, κάθε περιθώριο ελιγμού της κυβέρνησης απέναντι στους δανειστές.
Παρόλα αυτά, τον Οκτώβριο του 2011, στη Σύνοδο Κορυφής και ύστερα από σκληρή διαπραγμάτευση, ελήφθη η γνωστή απόφαση της 26-27ης Οκτωβρίου, που περιελάμβανε τη χορήγηση νέου δανείου ύψους 130 δις ευρώ (συνολικά 240 δις με εκείνα του πρώτου πακέτου). Το ποσό της δόσης που πήρε η Ελλάδα στο τέλος του 2012, είναι μέρους του συνολικού πακέτου των 130 δις της συμφωνίας του Οκτωβρίου του 2011. Από τότε η Ελλάδα και μέχρι σήμερα, πορεύεται, οικονομικά, με τις δύο συμφωνίες του Παπανδρέου, χωρίς να αλλάξει τίποτε απολύτως. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, άλλαξε κάτι πολύ σημαντικό. ΄Αλλαξε ο χρόνος, υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Λόγω της καθυστέρησης η δόση που έπρεπε, με βάση τη συμφωνία, να πάρει η χώρα τον Ιούλιο του 2012, ήρθε με έξι σχεδόν, μήνες καθυστέρηση. Έχασε η χώρα με την καθυστέρηση; Προφανώς και έχασε. Αλλά με τέτοια θέματα δεν πρέπει να καταπιάνονται οι οικονομικοί εισαγγελείς, είναι πολύ βαριά για την καμπούρα τους.
Με τη απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Οκτωβρίου 2011, η Ελλάδα πέτυχε εκείνα που ζητούσε η ελληνική κυβέρνηση και ο Βενιζέλος τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου και τα οποία ήρθαν ως αποτέλεσμα της παραδοχής του “λάθους”, από την πλευρά των εταίρων. Ο “τσαμπουκάς” του Αυγούστου είχε ως αποτέλεσμα να μη δοθεί η λύση στο επίπεδο του Τόμσεν και των συν αυτώ, αλλά στο υψηλότερο κοινοτικό επίπεδο, στη Σύνοδο Κορυφής. Με τα αφεντικά και όχι με τους υπαλλήλους, που θα έλεγε και ο Τσίπρας.
Σ΄ εκείνη τη Σύνοδο αποφασίστηκαν (οι αρχικές αποφάσεις είχαν ληφθεί στη Σύνοδο της 29ης Ιουλίου 2011) και τα εξής, όπως ανέφερε στο πρόσφατο άρθρο του ο Βενιζέλος:
***το κούρεμα του χρέους, έστω με τη μορφή του πρώτου PSI στο επίπεδο του 21%. Το οποίο απέφερε μείωση του χρέους κατά 40 δις ευρώ.
***η μείωση των επιτοκίων του πρώτου δανείου που είχε ήδη τεθεί στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου 2011.
***η ανάγκη δέσμης μέτρων αναπτυξιακής στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Η οποία είχε πληγεί από την αυξημένη ύφεση, την οποία δεν μπόρεσε να προβλέψει η τρόϊκα.
Ως αποτέλεσμα αυτών, τον Φεβρουάριο του 2012, έξι μήνες πριν τις εκλογές και τη συγκρότηση της τρικομματικής κυβέρνησης, κατά τις συζητήσεις για το δεύτερο πρόγραμμα, που έγιναν από τον Βενιζέλο, υπήρξε κατάληξη σε συμφωνία στην οποία προβλέπεται ρητά η ρήτρα της “βαθύτερης ύφεσης”, η οποία οδηγεί σε επαναδιαπραγμάτευση και αναθεώρηση της σύμβασης.
Αυτά έγιναν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2012 για την αντιμετώπιση του “λάθους” του ΔΝΤ, το οποίο ανακάλυψαν κάποιοι τώρα. Και έχει δίκιο ο Βενιζέλος να λέει ότι δεν περιμέναμε τον Μπλανσάρ να μας πει για το “λάθος”.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση και το εντόπισε και το αντιμετώπισε. Αν όχι ολοκληρωτικά οπωσδήποτε σε μεγάλο βαθμό.
Η τρικομματική κυβέρνηση και ο Σαμαράς, που βρίσκονται στην εξουσία εδώ και επτά μήνες, δεν έκαναν τίποτα σχετικά. Ενδεχομένως να θεώρησαν ότι δεν υφίσταται θέμα. Όμως θέμα ανέκυψε μετά την έκθεση Μπλανσάρ και η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να πάρει θέση. Υπάρχει ή όχι θέμα, ποιο είναι αυτό και πως σκοπεύει να το χειριστεί; Τι θα ζητήσει από τους εταίρους; Το χειρότερο που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση είναι να αφήσει το θέμα να “σέρνεται”.
Αν εκτιμά ότι μπορεί και πρέπει να θέσει θέμα, πρέπει να το πράξει. Άλλωστε γι αυτό εξελέγη, για να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους σοβαρά ζητήματα.
Αλλιώς ας κλείσει τη συζήτηση, γιατί θα κάνει πολύ μεγάλο κακό αν αφήσει να καλλιεργηθούν προσδοκίες στην κοινή γνώμη ότι μπορεί να περιοριστούν οι μειώσεις στις συντάξεις και στους μισθούς, να μην αυξηθούν οι φόροι στα επίπεδα που αυξάνονται κλπ. Είναι ο μόνος τρόπος για να μην ανοίξει ο «ασκός του Αιόλου». I-Reporter
Δειλά-δειλά άρχισε η δημόσια συζήτηση γύρω από τον περίφημο πολλαπλασιαστή, αν το ΔΝΤ έκανε λάθος κι αν αυτό το λάθος κόστισε στην Ελλάδα. Και. Βεβαίως, αν, μετά την αναγνώριση του λάθους από την κ. Λαγκάρντ, πρέπει να γίνει αναδιαπραγμάτευση του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής και να «παρθούν πίσω» κάποια από τα μέτρα ή να ελαφρυνθεί το συνολικό πακέτο μέτρων. Πρέπει να ειπωθεί, πάντως, ότι το “λάθος”δεν είναι μόνο του ΔΝΤ, αλλά και της «Κομισιόν» και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Γιατί μπορεί τις έρευνες και τις μελέτες να τις έκανε το ΔΝΤ, αλλά οι άλλοι δύο δανειστές μας που ελάμβαναν γνώση και μελετούσαν τις προτάσεις που τους υποβάλλονταν είτε δεν αντιλήφθηκαν το “λάθος” είτε, ακόμα κι αν το αντιλήφθηκαν, άφησαν τα πράγματα να προχωρήσουν στη λάθος κατεύθυνση.
Επί του παρόντος η συζήτηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανιχνευτική κι αυτό γιατί κανένας δεν φαίνεται να είναι σε θέση να διατυπώσει και να υποστηρίξει κάτι πολύ συγκεκριμένο, λογικό και αποδεκτό από όλους και κυρίως από τους δανειστές
Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, είχαν αντιληφθεί ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και ότι κάποιο λάθος είχε γίνει. Το “i-R” είναι σε θέση να γνωρίζει ότι η κυβέρνηση άρχισε να προβληματίζεται σχετικά με τις προβλέψεις της τρόϊκας, (η οποία είχε προβλέψει και την επάνοδο της χώρας στις αγορές στο τέλος του 2011) σύμφωνα με τις οποίες η ύφεση θα έφθανε στο 2,8%. Η κυβέρνηση είχε πληροφορίες, από την αγορά, ότι ύφεση θα ξεπεράσει, ίσως, το 4,5% όπως και έγινε.
Ο πρωθυπουργός έδωσε εντολή στον τότε υπουργό Οικονομικών Γιώργο Παπακωνσταντίνου να έρθει σε επαφή με την τρόϊκα και να μεταφέρει τις ανησυχίες της κυβέρνησης σχετικά με την ύφεση και να ζητήσει να ξαναδούν, οι εταίροι, τα στοιχεία. Πράγματι, ο κ. Παπακωνσταντίνου ήρθε σε επαφή με την τρόϊκα, η οποία τον διαβεβαίωσε ότι όλα έχουν καλώς και ότι οι προβλέψεις της ήταν σωστές.
Ωστόσο τα στοιχεία της ύφεσης συνέχιζαν να βρίσκονται σε πορεία επιδείνωσης. Ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να παρέμβει και ζήτησε από τον αρχηγό της ΝΔ τη συναίνεσή του για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, προσφερόμενος, μάλιστα, να παραιτηθεί από το αξίωμα του πρωθυπουργού. Η κίνησή του εξελήφθη ως αδυναμία από τον Α. Σαμαρά, ο οποίος είδε τη μεγάλη ευκαιρία να γίνει εκείνος πρωθυπουργός και μάλιστα με αυτοδύναμη πλειοψηφία, διέδωσε ότι ο Παπανδρέου υπέβαλε σε εκείνον την παραίτησή του (ο Παπανδρέου ποτέ δεν θα παρέβαινε το τυπικό) αρνήθηκε να συναινέσει και ζήτησε εκλογές. Από την εξέλιξη αυτή η χώρα άρχισε να χάνει χρόνο, ως προς την εφαρμογή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς η κοινή γνώμη είχε πειστεί ότι το μόνο πρόβλημα ήταν ο Παπανδρέου και αρκούσε να φύγει για να αλλάξει η ακολουθούμενη πολιτική, κάτι που αποδείχθηκε μεγάλη φενάκη, διότι σήμερα ο Σαμαράς όχι μόνο ακολουθεί την πολιτική Παπανδρέου, αλλά και εφαρμόζει όσα εκείνος είχε συμφωνήσει. Την τύχη του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή την καθυστέρηση, είχαν και οι λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις.
Ύστερα από την απόρριψη Σαμαρά να αναλάβει ένα μέρος της ευθύνης, ώστε η προσπάθεια να είναι κοινή για την έξοδο της χώρας από την κρίση, ο Παπανδρέου αποφάσισε να προχωρήσει σε ανασχηματισμό της κυβέρνησης, κυρίως για να αλλάξει την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, μιας και ο Παπακωνσταντίνου είχε πάρει μέρος στις μέχρι τότε διαπραγματεύσεις και για να στείλει, στην τρόϊκα, το μήνυμα ότι προτίθεται να ζητήσει αλλαγές στο συμφωνηθέν πρόγραμμα.
Επέλεξε να τοποθετήσει ως επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου τον Βενιζέλο, τον οποίο εξόπλισε, ύστερα από δική του πρόταση, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, ώστε να έχει αυξημένο κύρος. Η οδηγία προς το νέο υπουργό Οικονομικών ήταν να διαπραγματευτεί με την τρόϊκα αναπροσαρμογή του προγράμματος με βάση τα στοιχεία που έφθαναν από την αγορά για τον καλπασμό της ύφεσης.
Ο Βενιζέλος, πράγματι, αφού ενημερώθηκε σχετικά, έθεσε το θέμα στην τρόϊκα. Ήταν τέλη Αυγούστου του 2001, όταν η τρόϊκα βρισκόταν στην Ελλάδα και οι μαραθώνιες συζητήσεις με τον υπουργό Οικονομικών της χώρας διαδέχονταν η μια την άλλη. Με οδηγία Παπανδρέου ο Βενιζέλος τήρησε σκληρή στάση στη διαπραγμάτευση ζητώντας να γίνουν διορθώσεις στο πρόγραμμα. Είναι γνωστό ότι η τρόϊκα αποχώρησε από το γραφείο του Βενιζέλου «θυμωμένη», καθώς δεν ήθελε, σε καμία περίπτωση να διαπραγματευτεί και κυρίως να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος.
Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας ήταν καταδικαστικές για τον Βενιζέλος και την κυβέρνηση. Όλοι έπεσαν πάνω του και τον κατηγόρησαν ότι «πούλησε τσαμπουκά», κάτι που δεν έπρεπε να κάνει. Κανένα κόμμα, κανένας δημοσιογράφος και κανένα μέσο ενημέρωσης δεν ήθελε να ακούσει όσα έλεγε ο υπουργός Οικονομικών περί διαπραγμάτευσης και φώναζαν σε όλους τους τόνους τα περί «τσαμπουκά», επικρίνοντας δριμύτατα τον Βενιζέλο, αλλά και τον Παπανδρέου, διότι, σύμφωνα με το επιχείρημά τους, δεν ήταν δυνατό όλα αυτά να έγιναν εν αγνοία του πρωθυπουργού, περιορίζοντας έως εξαλείψεως, κάθε περιθώριο ελιγμού της κυβέρνησης απέναντι στους δανειστές.
Παρόλα αυτά, τον Οκτώβριο του 2011, στη Σύνοδο Κορυφής και ύστερα από σκληρή διαπραγμάτευση, ελήφθη η γνωστή απόφαση της 26-27ης Οκτωβρίου, που περιελάμβανε τη χορήγηση νέου δανείου ύψους 130 δις ευρώ (συνολικά 240 δις με εκείνα του πρώτου πακέτου). Το ποσό της δόσης που πήρε η Ελλάδα στο τέλος του 2012, είναι μέρους του συνολικού πακέτου των 130 δις της συμφωνίας του Οκτωβρίου του 2011. Από τότε η Ελλάδα και μέχρι σήμερα, πορεύεται, οικονομικά, με τις δύο συμφωνίες του Παπανδρέου, χωρίς να αλλάξει τίποτε απολύτως. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, άλλαξε κάτι πολύ σημαντικό. ΄Αλλαξε ο χρόνος, υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Λόγω της καθυστέρησης η δόση που έπρεπε, με βάση τη συμφωνία, να πάρει η χώρα τον Ιούλιο του 2012, ήρθε με έξι σχεδόν, μήνες καθυστέρηση. Έχασε η χώρα με την καθυστέρηση; Προφανώς και έχασε. Αλλά με τέτοια θέματα δεν πρέπει να καταπιάνονται οι οικονομικοί εισαγγελείς, είναι πολύ βαριά για την καμπούρα τους.
Με τη απόφαση της Συνόδου Κορυφής του Οκτωβρίου 2011, η Ελλάδα πέτυχε εκείνα που ζητούσε η ελληνική κυβέρνηση και ο Βενιζέλος τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου και τα οποία ήρθαν ως αποτέλεσμα της παραδοχής του “λάθους”, από την πλευρά των εταίρων. Ο “τσαμπουκάς” του Αυγούστου είχε ως αποτέλεσμα να μη δοθεί η λύση στο επίπεδο του Τόμσεν και των συν αυτώ, αλλά στο υψηλότερο κοινοτικό επίπεδο, στη Σύνοδο Κορυφής. Με τα αφεντικά και όχι με τους υπαλλήλους, που θα έλεγε και ο Τσίπρας.
Σ΄ εκείνη τη Σύνοδο αποφασίστηκαν (οι αρχικές αποφάσεις είχαν ληφθεί στη Σύνοδο της 29ης Ιουλίου 2011) και τα εξής, όπως ανέφερε στο πρόσφατο άρθρο του ο Βενιζέλος:
***το κούρεμα του χρέους, έστω με τη μορφή του πρώτου PSI στο επίπεδο του 21%. Το οποίο απέφερε μείωση του χρέους κατά 40 δις ευρώ.
***η μείωση των επιτοκίων του πρώτου δανείου που είχε ήδη τεθεί στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου 2011.
***η ανάγκη δέσμης μέτρων αναπτυξιακής στήριξης της ελληνικής οικονομίας. Η οποία είχε πληγεί από την αυξημένη ύφεση, την οποία δεν μπόρεσε να προβλέψει η τρόϊκα.
Ως αποτέλεσμα αυτών, τον Φεβρουάριο του 2012, έξι μήνες πριν τις εκλογές και τη συγκρότηση της τρικομματικής κυβέρνησης, κατά τις συζητήσεις για το δεύτερο πρόγραμμα, που έγιναν από τον Βενιζέλο, υπήρξε κατάληξη σε συμφωνία στην οποία προβλέπεται ρητά η ρήτρα της “βαθύτερης ύφεσης”, η οποία οδηγεί σε επαναδιαπραγμάτευση και αναθεώρηση της σύμβασης.
Αυτά έγιναν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2012 για την αντιμετώπιση του “λάθους” του ΔΝΤ, το οποίο ανακάλυψαν κάποιοι τώρα. Και έχει δίκιο ο Βενιζέλος να λέει ότι δεν περιμέναμε τον Μπλανσάρ να μας πει για το “λάθος”.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση και το εντόπισε και το αντιμετώπισε. Αν όχι ολοκληρωτικά οπωσδήποτε σε μεγάλο βαθμό.
Η τρικομματική κυβέρνηση και ο Σαμαράς, που βρίσκονται στην εξουσία εδώ και επτά μήνες, δεν έκαναν τίποτα σχετικά. Ενδεχομένως να θεώρησαν ότι δεν υφίσταται θέμα. Όμως θέμα ανέκυψε μετά την έκθεση Μπλανσάρ και η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να πάρει θέση. Υπάρχει ή όχι θέμα, ποιο είναι αυτό και πως σκοπεύει να το χειριστεί; Τι θα ζητήσει από τους εταίρους; Το χειρότερο που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση είναι να αφήσει το θέμα να “σέρνεται”.
Αν εκτιμά ότι μπορεί και πρέπει να θέσει θέμα, πρέπει να το πράξει. Άλλωστε γι αυτό εξελέγη, για να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους σοβαρά ζητήματα.
Αλλιώς ας κλείσει τη συζήτηση, γιατί θα κάνει πολύ μεγάλο κακό αν αφήσει να καλλιεργηθούν προσδοκίες στην κοινή γνώμη ότι μπορεί να περιοριστούν οι μειώσεις στις συντάξεις και στους μισθούς, να μην αυξηθούν οι φόροι στα επίπεδα που αυξάνονται κλπ. Είναι ο μόνος τρόπος για να μην ανοίξει ο «ασκός του Αιόλου». I-Reporter
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Βιντιάδη δείξε μας τα λεφτά σου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ