2013-02-07 11:07:12
Μου δίνει ιδιαίτερη χαρά η ευκαιρία να πω τι πιστεύω για τη σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη και το μέλλον της, γνώμες που εξέφρασα τελευταία και στην Ευρωπαϊκή βουλή, στον Όμιλο Σοσιαλιστών και Δημοκρατών βουλευτών. Μου δίνει ακόμα πιο πολλή χαρά που μαζί μου είναι η κ. Διαμαντοπούλου, με την οποία συνεργάστηκα για ένα μικρό χρονικό διάστημα όταν υπηρετούσε σαν Επίτροπος Απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
1. Κρίση και ανεργία
Όπως και τότε, η συνεργασία μου με την Επιτροπή πάνω σε θέματα εργασίας και ανεργίας συνεχίζεται, με αρκετά συχνές επαφές με τον Επίτροπο Andor.
Γιατί πιστεύω πως όσο και να έχουν σχεδόν μονοπωλήσει οι τραπεζίτες τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, το πραγματικό δράμα της σημερινής κρίσης δεν είναι στις τράπεζες αλλά στα νοικοκυριά που δεν έχουν να φάνε λόγω της μάστιγας της ανεργίας, και στα εκατομμύρια νέων που δεν έχουν ακόμα δοκιμάσει την πρώτη τους δουλειά.
Είναι αδιανόητο χώρες στο επίπεδο ανάπτυξης και μόρφωσης της Ελλάδας και Ισπανίας να απασχολούν μόνο ένα στους δύο νέους και νέες. Μια τόσο μεγάλη ανεργία νέων είναι καταστρεπτική για την κοινωνία. Και ψυχρά οικονομικά να το δούμε το θέμα έχει αρνητικές επιπτώσεις πάνω σε όλους. Η επαγγελματική απόδοση των νέων που παραμένουν στη χώρα επηρεάζεται αρνητικά για πολλά χρόνια. Οι πιο φιλόδοξοι φεύγουν και φτιάχνουν καριέρα αλλού. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό μόνο. Είναι κυρίως κοινωνικό. Ο άνεργος νέος αισθάνεται απομόνωση και κοινωνική απόρριψη. Βρίσκεται στα περιθώρια της κοινωνίας και πολλές φορές αντιμετωπίζει τη βία σαν τη μόνη διέξοδο. Η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν μπορεί να συνεχιστεί και οπωσδήποτε δεν μπορεί να επαναληφθεί.
Σημειώνω πως το θέμα της αποψινής συνάντησης είναι «η κρίση ως μάθημα για το μέλλον». Δυστυχώς πολλά μαθήματα θα έπρεπε να τα είχαμε μάθει από προηγούμενες κρίσεις. Αυτό που περνάμε σήμερα το είχαν περάσει άλλες χώρες πιο παλιά. Συναντήσαμε τα ίδια προβλήματα ψηλής ανεργίας και τότε. Κάτι μάθαμε από τις παλιές εμπειρίες αλλά ξεχάσαμε τα πιο σημαντικά μαθήματα για τη μακροοικονομική πολιτική. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που μας μαστίζει σήμερα. Η δική μου εργασία πάνω στην ανεργία χρωστά πολλά στις εμπειρίες της προηγούμενης μεγάλης κρίσης, της δεκαετία του 1980. Με τη σημερινή κρίση το μάθημα ολοκληρώνεται. Η έμφαση τότε ήταν στην αγορά εργασίας. Σήμερα είναι στη μακροοικονομία. Εκατοντάδες ερευνητές ασχολούνται σήμερα με τη νέα μακροοικονομία. Τι νέα μαθήματα πρωτοβγαίνουν;
2. Μαθήματα από τη σημερινή κρίση
Το πρώτο μάθημα, που οικονομολόγοι και πολιτικοί όλων των τάξεων φαίνεται να έχουν δεχτεί, είναι πως τα μεγάλα κρατικά χρέη πρέπει να καταπολεμηθούν, γιατί δεν επιτρέπουν την οικονομική ανάπτυξη. Ο καλύτερος δρόμος για οικονομική ανάπτυξη είναι μια εξ αποστάσεως συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ο δημόσιος τομέας αναλαμβάνει την ευθύνη για υποδομές υψηλού επιπέδου με βάση τις ανάγκες και σχετικά πλεονεκτήματα της οικονομίας και ο ιδιωτικός τομέας ασχολείται με την παραγωγή.
Για να ευημερήσει και ν’ αναπτυχθεί σήμερα μια οικονομία χρειάζεται υψηλή ανταγωνιστικότητα και για να το πετύχει αυτό χρειάζονται υψηλού επιπέδου υποδομές και χαμηλή φορολογία. Αλλά αυτά δεν μπορούν να συνυπάρχουν με το πολύ χρέος. Το πολύ χρέος είτε δεν επιτρέπει την κατασκευή υποδομών γιατί το δημόσιο δεν μπορεί να τις αναλάβει αφού τα έσοδα του πάνε προς συντήρηση του χρέους, είτε η φορολογία που επιβάλλεται στον ιδιωτικό τομέα είναι τόσο ψηλή που δεν παραμένουν κίνητρα για πρωτοβουλία και παραγωγή. Το αποτέλεσμα είναι μια οικονομία που ατροφεί, αφού δεν έχει τη δυνατότητα να συναγωνιστεί με επιτυχία στις διεθνείς αγορές, και γυρίζει είτε προς την παρανομία (ρουσφέτι, φοροδιαφυγή, μαύρη αγορά) είτε προς απομόνωση, εγκλωβισμό και υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου του λαού, όπως συμβαίνει στη Βιρμανία (Μιανμάρ) και Κούβα.
Αυτό είναι κάτι που δεν θέλουμε, ούτε για την Ελλάδα ούτε για την Κύπρο, και σας βεβαιώ πως ούτε και οι τροϊκανοί το επιθυμούν. Αντιθέτως, η μεγαλύτερη τους ανησυχία είναι πως τα χρέη τα οποία θα προκύψουν από τις απαιτήσεις των χωρών που ζητούν τη βοήθεια τους θα είναι τόσο ψηλά που η κατάσταση που έχω περιγράψει, με το φαύλο κύκλο της ανεπάρκειας παραγωγής και ψηλής φορολογίας, θα προκύψει. Αυτό είναι που εννοούν όταν μιλούν για μη βιώσιμο χρέος. Χρέος στα επίπεδα του 140% και πάνω του ετήσιου εθνικού προϊόντος δεν θεωρείται συναφές με σταθερή οικονομική ανάπτυξη.
Το δεύτερο μάθημα που πιστεύω έχουμε μάθει, από τις κρίσεις στην Ευρώπη και από την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Σοβιετικής Ένωσης και Ανατολικής Ευρώπης, είναι πως η παγκόσμια οικονομία έχει αλλάξει ριζικά. Σήμερα είναι πιο ανοικτή, ο ανταγωνισμός έχει γίνει πιο σκληρός και η τεχνολογία έχει αλλάξει μορφή. Έχει γίνει πιο ομοιόμορφη και πιο εύκολα αντιγράφεται. Δηλαδή δεν εξαρτάται πλέον από τι φυσικούς πόρους διαθέτει η κάθε χώρα και τι ειδικές συνθήκες τη χαρακτηρίζουν. Τα προϊόντα της Microsoft και της Apple χρησιμοποιούνται παντού, διευκολύνοντας το εμπόριο και την οικονομική ανάπτυξη.
Αυτό έχει σαν επακόλουθο πως για να ευημερήσει μια οικονομία στις σημερινές παγκόσμιες αγορές χρειάζεται εσωτερική ευελιξία. Πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει γρήγορα και θετικά τις νέες καταστάσεις που της παρουσιάζονται και τις οποίες δεν μπορεί να ελέγξει. Μα για να το πετύχει αυτό ο ιδιωτικός τομέας χρειάζεται γρήγορη εξυπηρέτηση από το δημόσιο χωρίς γραφειοκρατία, με άμεση παροχή υπηρεσιών. Και φυσικά χρειάζεται ευελιξία στην αγορά εργασίας για να μπορέσει ο επιχειρηματίας εργοδότης να αντιμετωπίσει μια κρίση χωρίς να χάσει την ανταγωνιστικότητα της εταιρείας του.
Οι εργατικές οργανώσεις πολλές φορές μιλούν ενάντια της ευελιξίας λες και σημαίνει περισσότερη ανεργία, περισσότερα κέρδη και χαμηλότερα ημερομίσθια. Δυστυχώς αυτή η αντιμετώπιση αγνοεί τα προβλήματα που δημιουργεί η ακαμψία και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, που είναι πάντα αρνητικά για τις εργατικές τάξεις. Οι πιο πετυχημένες οικονομίες στον κόσμο είναι οι οικονομίες που έχουν ευέλικτες αγορές, χαμηλό χρέος και ακολουθούν μια κοινωνική πολιτική που εξασφαλίζει το βιοτικό επίπεδο των άνεργων και νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα και περιορίζει την ανισότητα που η νέα τεχνολογία τείνει να επεκτείνει.
3. Απαραίτητες μεταρρυθμίσεις
Πολλές χώρες, μετά τη σημερινή κρίση, βρέθηκαν με ψηλά χρέη και χαμηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας. Για τα χρέη δεν είναι μόνο οι εκάστοτε κυβερνήσεις που φέρουν την ευθύνη αλλά και το τραπεζικό σύστημα στο σύνολο του. Οπωσδήποτε κάτι πρέπει να αλλάξει στο τραπεζικό σύστημα και οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πάνω σε αυτό το θέμα άρχισαν να φέρνουν αποτελέσματα. Θέλω να μιλήσω για τις επιπτώσεις της πολιτικής κατά του χρέους πάνω στην οικονομία, παρά για το λόγο που έχουμε τα ψηλά χρέη.
Για τα χαμηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας όμως η ευθύνη είναι συνήθως στους κοινωνικούς εταίρους (πολιτική εξουσία, εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις), γιατί στις πιο πολλές περιπτώσεις η έλλειψη ανταγωνιστικότητας οφείλεται σε πολιτικές στρεβλώσεις. Για παράδειγμα υπερβολικές διαδικασίες διορισμού και απόλυσης προσωπικού, ή υπερβολικοί περιορισμοί σε επαγγέλματα και ώρες λειτουργίας καταστημάτων και γραφείων.
Η καλύτερη εποχή για μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας είναι μια εποχή που αναπτύσσεται η οικονομία. Για παράδειγμα στη Κύπρο μετά το 2000, όταν έγινε η αίτηση για εισδοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρώ, υπήρχε μια μοναδική ευκαιρία για μεταρρύθμιση. Εκείνη την εποχή η οικονομία αναπτυσσόταν κατά 4% και θα μπορούσε άνετα να δεχτεί τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται. Χάσαμε την ευκαιρία και σήμερα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πρόγραμμα με δύο ριζικές αλλαγές, στο δημοσιονομικό και στην αγορά εργασίας και προϊόντων. Θέλω να πω λίγα λόγια για τον τρόπο που αντιμετωπίζει η τρόικα τις μεταρρυθμίσεις.
Η τρόικα απαιτεί άμεση δημοσιονομική εξυγίανση και άμεση αλλαγή στη δομή εργασίας. Τα προβλήματα είναι δύο σε ένα τέτοιο σενάριο. Η δημοσιονομική εξυγίανση είναι κάπως πιο «εύκολο» να εφαρμοστεί γιατί αφορά κυβερνητικές αποφάσεις που επικυρώνονται από το κοινοβούλιο. Άμα υπάρχει πολιτική βούληση μπορεί να γίνει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (σε λογικά όρια). Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας χρειάζονται περισσότερο χρόνο και περισσότερη προσπάθεια, γιατί αφορούν άμεσα τα προς το ζην οικογενειών και ατόμων και χρειάζεται χρόνος να δεχτούν νέες καταστάσεις τις οποίες πολύ πιθανόν είναι να θεωρήσουν χειρότερες από αυτές που είχαν πιο πριν.
Ακόμα πιο προβληματικό όμως είναι το ότι αφού εφαρμοστούν οι αλλαγές, χρειάζεται χρόνος να καρποφορήσουν. Εδώ έχουμε χρήσιμα στοιχεία από την εμπειρία άλλων χωρών. Η δημοσιονομική λιτότητα φέρνει συνήθως άμεσα αποτελέσματα. Τουλάχιστον αρχικά τα αποτελέσματα αυτά είναι αρνητικά για την αγορά εργασίας: Υψηλή ανεργία, πτώση στην επιχειρηματικότητα, και γενικά πτώση στο επίπεδο ζωής. Η διαρθρωτική μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας φέρνει αποτελέσματα πιο καθυστερημένα. Τα αποτελέσματα είναι θετικά αλλά δεν τα βλέπουμε για αρκετό καιρό. Έτσι με το πρόγραμμα που επιβάλει η τρόικα αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση που για να ανακάμψει η οικονομία πρέπει να τη δούμε πρώτα να χειροτερεύει. Είναι λες και πας στο γιατρό με μια κάπως σοβαρή αρρώστια και σου λέει για να σε γιατρέψω το φάρμακο θα σε κάνει πρώτα να αισθανθείς πολύ πιο άρρωστος από ότι αισθάνεσαι τώρα. Το πρόβλημα εδώ είναι που η χειροτέρευση μπορεί να σκοτώσει τον ασθενή.
4. Μαθήματα πριν από την κρίση: Αγγλία και Γερμανία
Το είδαμε αυτό στις μεταρρυθμίσεις της Margaret Thatcher στην Αγγλία. Το 1976 η Αγγλική οικονομία αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και κάλεσε την τότε «τρόικα» να τη βοηθήσει, δηλαδή το ΔΝΤ αφού η ΕΚΤ και τα ταμεία της Κομισιόν δεν υπήρχαν ακόμα. Όπως και τώρα απαίτησαν μεταρρυθμίσεις, τις οποίες η εργατική κυβέρνηση της εποχής εκείνης δεν μπόρεσε να εφαρμόσει. Τα συνδικάτα που υποστήριζαν την κυβέρνηση ήταν αντίθετα, κατέβηκαν σε απεργίες, χώρισαν το εργατικό κίνημα και το Εργατικό Κόμμα έχασε την εξουσία για τα επόμενα 18 χρόνια. Την ξαναπήρε με τον Tony Blairκαι αφού μετατράπηκε από παραδοσιακό κόμμα της αριστεράς σε κόμμα του κέντρου με πολιτική του «Τρίτου Δρόμου».
Οι μεταρρυθμίσεις στην Αγγλία εφαρμόστηκαν μετά την εκλογή της Thatcher στην πρωθυπουργία το 1979. Το λάθος που έκανε η Thatcher ήταν κάτι παρόμοιο με το λάθος της σημερινής τρόικας. Επέβαλε αμέσως δημοσιονομική λιτότητα και άρχισε ριζικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Αλλά λόγω αντίστασης από τα συνδικάτα, και από το δικό της κόμμα ακόμα, οι μεταρρυθμίσεις καθυστέρησαν να εφαρμοστούν. Καθυστέρησαν ακόμα περισσότερο να φέρουν αποτέλεσμα. Έτσι η οικονομία μπήκε σε μια περίοδο κρίσης αμέσως μετά τη νίκη της στις εκλογές και η ανεργία ανέβηκε από το 5% που ήταν όταν κάλεσαν το ΔΝΤ στο 12% το 1983. Χρειάστηκαν ακόμα 3 χρόνια για να δει ο τόπος πτώση της ανεργίας, και χρειάστηκε και αλλαγή στην πολιτική λιτότητας, λίγο πριν τις εκλογές του 1987.
Έτσι βλέπουμε εδώ μία άμεση χειροτέρευση που κράτησε για 5 τουλάχιστον χρόνια στην αγορά εργασίας, και μια ανάκαμψη που όφειλε αρκετά στην αλλαγή δημοσιονομικής πολιτικής. Πρέπει όμως να πούμε πως οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας τελικά έφεραν θετικά αποτελέσματα που μαζί με μερικές άλλες μεταρρυθμίσεις των Blair και Brown έφεραν τον εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη στην οικονομία κατά την περίοδο 1993-2007.
Τα ίδια βλέπουμε και στην περίπτωση της Γερμανίας. Η Γερμανία ήταν χώρα με πολλές στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας και με χαμηλή επίδοση στην παραγωγικότητα. Το 2003 ο τότε Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Schroeder είπε στην Ομοσπονδιακή Βουλή ότι αν δεν γίνουν σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, η χώρα θα χάσει την ανταγωνιστικότητα της στις διεθνείς αγορές και οι εξαγωγές της θα υποφέρουν. Οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν από το 2003 ως το 2005 αλλά είχαν την ευνοϊκή τους επίδραση στην οικονομία μετά το 2007. Δηλαδή η εφαρμογή και το αποτέλεσα καθυστέρησαν δύο χρόνια. Η Γερμανία φάνηκε τυχερή σε αυτό γιατί έκανε τις αλλαγές σε περίοδο ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, έτσι δεν χρειάστηκε ταυτόχρονα να ακολουθήσει δημοσιονομική λιτότητα.
Αυτό που θέλω να συμπεράνω με αυτά τα παραδείγματα είναι το εξής. Παρά το ότι στο απώτερο μέλλον ο συνδυασμός λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα φέρει θετικά αποτελέσματα για την οικονομία, και είναι αναγκαίος, στο εγγύτερο μέλλον έχει αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί στη τελευταία ανάλυση να προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά στην οικονομία, και ακόμα χειρότερα στη κοινωνία. Είναι απαραίτητο κατά την εφαρμογή των μέτρων να λάβουμε υπ’ όψη τις αρνητικές αυτές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις για να αποφευχθούν τα πολλά προβλήματα που μπορούν να δημιουργήσουν στην κοινωνία και στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης.
5. Η αγορά εργασίας κατά την αναδιάρθρωση
Μπορούν μήπως να αποφευχθούν τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα; Δυστυχώς δεν μπορούν να αποφευχθούν τελείως, κυρίως σε κατάσταση παγκόσμιας κρίσης. Στο σημείο που φτάσαμε μπορούμε μόνο να αναζητήσουμε τρόπους που να ελαχιστοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Σε αυτό το σημείο είναι που πιστεύω δεν είναι αργά να επιδιώξουμε μια πιο ευνοϊκή πορεία στα μέτρα λιτότητας. Η πιο εύκολη αλλαγή, που οπωσδήποτε θα βοηθούσε, είναι η καθυστέρηση πληρωμής του χρέους για να αποφευχθεί ένα κυπριακό κούρεμα, είτε στα ομόλογα είτε στις μεγάλες καταθέσεις. Πιστεύω όμως πως θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα περισσότερα για να μειωθεί η αρνητική επίδραση της λιτότητας στην αγορά εργασίας.
Είναι πολλά δημοσιονομικά έξοδα που έχουν μορφή επένδυσης. Για παράδειγμα η εκπαίδευση και οι υποδομές. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα έξοδα γίνονται άμεσα και τα έσοδα από την επένδυση πραγματοποιούνται σε ένα, δύο ή και σε πιο πολλά χρόνια. Ας πάρουμε την εκπαίδευση σαν παράδειγμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει πως η απόδοση της πανεπιστημιακής μόρφωσης στην Ευρώπη είναι κοντά στα 12%, δηλαδή για κάθε χρόνο πανεπιστημιακής μόρφωσης, το εισόδημα του φοιτητή, για τα επόμενα χρόνια στην καριέρα του, θα είναι πιο ψηλό από το εισόδημα του μη πτυχιούχου κατά 12%. Από αυτά τα 12% ο πτυχιούχος θα πληρώνει φόρο, ο οποίος θα προσφέρει στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Έτσι βλέπουμε πως μια επένδυση στην εκπαίδευση σήμερα επιδρά αρνητικά πάνω στο έλλειμμα σήμερα αλλά θετικά σε μερικά χρόνια. Αν τώρα τα μέτρα λιτότητας έχουν σαν αποτέλεσμα μικρότερες επενδύσεις στην εκπαίδευση, μπορεί μεν να βοηθήσουν στη μείωση του ελλείμματος τώρα, αλλά θα βλάψουν στο μέλλον. Δηλαδή όταν πρόκειται για δημοσιονομικά έξοδα επενδυτικού χαρακτήρα, δεν έχει νόημα να επιβάλλεται λιτότητα.
Μέτρα που θεωρώ επενδυτικά στην αγορά εργασίας συμπεριλαμβάνουν όλα τα έξοδα για την καταπολέμηση της ανεργίας (εκτός από κοινωνικές ασφαλίσεις), μέτρα που βοηθούν τον άνεργο να πάρει πιο γρήγορα θέση εργασίας, και μέτρα που χορηγούν θέσεις στον ιδιωτικό τομέα. Η Γερμανία έχει δοκιμάσει εκτεταμένα προγράμματα επιχορηγήσεων στις αρχές της κρίσης και παρά τα αρχικά έξοδα, στο σύνολο τους, μετά από 2 ως 3 χρόνια, άφησαν καθαρά εισοδήματα στο δημόσιο. Οι χορηγήσεις βοήθησαν στο άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας, ελάττωσαν την ανεργία, και μ’ αυτόν τον τρόπο είχαν σαν αποτέλεσμα πιο ψηλά εισοδήματα από τη φορολογία και πιο χαμηλά έξοδα πάνω σε επιδόματα ανεργίας. Χώρες σαν την Ελλάδα δεν μπορούν σήμερα να εφαρμόσουν τέτοια μέτρα εξ αιτίας του μνημονίου, που μου φαίνεται παράδοξο, αν όχι παράλογο.
Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζω πως στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα θα πρέπει να επιμένουμε σε καθυστέρηση στα μέτρα λιτότητας, για να δοθεί περισσότερος χρόνος στις μεταρρυθμίσεις να φέρουν αποτελέσματα, και δεύτερο, στην εξαίρεση επενδυτικών μέτρων από τα μέτρα λιτότητας. Χαίρομαι που το ΔΝΤ έχει δημοσιεύσει τελευταία τα αποτελέσματα ερευνών, που δεν είναι μέρος της επίσημης του πολιτικής αλλά έχει σαν ένα από τους συγγραφείς το διευθυντή του τμήματος ερευνών Olivier Blanchard, που υποστηρίζει πάνω κάτω αυτά που λέω εδώ. Λυπούμαι ιδιαίτερα όμως που ακούω, παρά τις συστάσεις από την τρόικα, πως κόβονται αναπτυξιακά έργα σήμερα στη Κύπρο για να εξοικονομήσει ο τόπος λεφτά για ακόμα κανένα-δυο μήνες. Αυτή είναι η πολιτικά πιο εύκολη αντιμετώπιση της κρίσης αλλά και η πιο δυσμενής για την οικονομία και ανεργία.
Πιο συγκεκριμένα, θα εξαιρούσα από τη λιτότητα τα εξής μέτρα.
(α) Την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση είναι το πιο σημαντικό επενδυτικό μέτρο που δεν πρέπει να επηρεαστεί από τη λιτότητα. Το πρόβλημα εδώ είναι το ότι εάν επιτρέψουμε την ποιότητα της μόρφωσης να χειροτερέψει λόγω περικοπών, τότε χάνουμε μια ολόκληρη γενιά νέων. Οι νέοι που φοιτούν στα σχολεία και πανεπιστήμια δεν θα επιστρέψουν να συμπληρώσουν τη μόρφωση τους όταν η οικονομία ανακάμψει, απλώς θα ζήσουν την υπόλοιπη τους ζωή με κατώτερη μόρφωση.
(β) Αναπτυξιακά έργα και έργα υποδομής. Εδώ είναι που άρχισαν οι περικοπές, αλλά όπως είδαμε και στις έρευνες του ΔΝΤ, τέτοιας μορφής έργα περιορίζουν την αύξηση της ανεργίας και βοηθούν την ανάπτυξη.
(γ) Προγράμματα μετεκπαίδευσης και άλλης βοήθειας προς τους άνεργους, για να είναι έτοιμοι να μπουν σε νέες θέσεις εργασίας όταν τους δοθεί η ευκαιρία. Το ότι οι θέσεις εργασίας που ανοίγουν τώρα είναι περιορισμένες δεν συνεπάγει πως οι άνεργοι δεν πρέπει να βοηθούνται με προγράμματα, γιατί χωρίς τέτοια βοήθεια οι γνώσεις τους και η διάθεση τους για δουλειά θα ατροφήσουν, και όταν τους δοθεί η ευκαιρία να πάρουν θέσεις εργασίας δεν θα είναι σε θέσει να ανταποκριθούν θετικά.
6. Τα δημοσιονομικά κατά την αναδιάρθρωση και μετά
Είναι γνωστό τώρα πως τα απαραίτητα μέτρα για μια σωστή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική δεν αποφασίζονται και δεν εφαρμόζονται εύκολα σε ένα δημοκρατικό σύστημα. Στα δημοσιονομικά, η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση θα επιλέξει πιο μεγάλα ελλείμματα από ότι απαιτεί μια σωστή οικονομική πολιτική. Στα νομισματικά θα επιλέξει πολιτική που θα φέρει πιο ψηλό πληθωρισμό. Για να εδραιώσουμε τους δημοκρατικούς μας θεσμούς και ταυτόχρονα να αποφύγουμε οικονομικά προβλήματα της μορφής που αντιμετωπίζουμε σήμερα, κάτι πρέπει να γίνει για να περιοριστούν τα ελλείμματα και ο πληθωρισμός. Οι οικονομολόγοι πάσχουν να καταλάβουν γιατί υπάρχουν αυτά τα προβλήματα, και ποια μπορεί να είναι η λύση τους. Στη νομισματική πολιτική έχουν καταλήξει κάπου και το μήνυμα έχει γίνει αντιληπτό. Οι κεντρικές τράπεζες στις μεγάλες δημοκρατίες του κόσμου έχουν γίνει τεχνοκρατικές, και εκτός από το διορισμό του διοικητή και τον προσδιορισμό των στόχων της νομισματικής πολιτικής, δεν υπάρχει επέμβαση από την πολιτική εξουσία. (Και ούτε επέμβαση από το διοικητή στη δημοσιονομική ή άλλης μορφής πολιτική του κράτους.)
Στα δημοσιονομικά οι έρευνες των οικονομολόγων δεν έχουν ακόμα επηρεάσει την πολιτική όσο επηρέασαν στη νομισματική πολιτική, αλλά πιστεύω πως μετά τη σημερινή δημοσιονομική κρίση η αντιμετώπιση του προβλήματος θα αλλάξει. Οπωσδήποτε, οι έρευνες πάνω στο πρόβλημα του υπερβολικού χρέους έχουν καταλήξει σε μερικά συμπεράσματα, που μπορούν να βοηθήσουν τον τόπο μας να ακολουθήσει στο μέλλον πιο σωστή δημοσιονομική πολιτική.
Πιστεύω πως είναι ακόμα νωρίς να πάρουμε από τα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας τη δημοσιονομική πολιτική (όπως έχει γίνει με τη νομισματική πολιτική). Αντί αυτού, πιστεύω πως χρειάζεται μια ανεξάρτητη αρχή που να τσεκάρει, ας πούμε, τη δημοσιονομική πολιτική, και να κατατοπίζει τη Βουλή και τους πολίτες της χώρας για τις πραγματικές οικονομικές επιπτώσεις του ετήσιου προϋπολογισμού. Ο λόγος είναι απλός: Η ιστορία μας διδάσκει πως οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν είναι πολύ πρόθυμες να δώσουν όλα τα στοιχεία του προϋπολογισμού στη δημοσιότητα και να συζητήσουν ανοικτά όλες τις επιπτώσεις πάνω στην οικονομία. Ούτε η Βουλή ούτε και η κοινή γνώμη ξέρουν ακριβώς τι γίνεται. Ώσπου να το μάθουν, το κακό έγινε. Όχι πάντα βέβαια, γιατί υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά το πρόβλημα είναι το ότι ώσπου να μάθει το κοινό ποιες είναι οι εξαιρέσεις, οι εκλογές έρχονται και φεύγουν, και η ευκαιρία που έχουμε σαν πολίτες να εκφράσουμε τη γνώμη μας χάνεται. Τα δημοσιονομικά μιας μοντέρνας οικονομίας έχουν γίνει εξ άλλου πολύ περίπλοκα, και οι πολιτικοί μπορεί να μην είναι ειδικοί πάνω στο θέμα. Μια δεύτερη γνώμη από επαγγελματίες οικονομολόγους είναι και ασφαλιστική δικλίδα και πηγή πληροφόρησης για το κοινό. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου στο παρελθόν οι προβλέψεις του υπουργείου βγήκαν πιο αισιόδοξες από την πραγματικότητα, και τα στατιστικά στοιχεία που μπορεί να βοηθήσουν σε μια ανεξάρτητη μελέτη στο θέμα δίδονται στη δημοσιότητα με μεγάλες καθυστερήσεις.
Πολλές χώρες στην Ευρώπη και αλλού έχουν Συμβούλια Δημοσιονομικής Πολιτικής. Σκοπός τους είναι η επίβλεψη της δημοσιονομικής πολιτικής από ανεξάρτητους οικονομολόγους. Πρώτη το ξεκίνησε η Ολλανδία το 1947, και ακολούθησαν πολύ πιο πρόσφατα το Βέλγιο, Σουηδία, Αγγλία και άλλοι. Τα συμβούλια είναι μικρά, τα μέλη τους είναι εμπειρογνώμονες που δεν έχουν ασχοληθεί με την πολιτική, και διορίζονται για 5 συνήθως χρόνια (με δυνατότητα ανανέωσης). Ο τρόπος διορισμού είναι προβληματικός για χώρες σαν την Ελλάδα και την Κύπρο. Ο λόγος είναι πως πολλές φορές, όταν γίνονται διορισμοί σε Συμβούλια, ο κομματισμός κυριαρχεί και αντί να επιλέγεται ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση, διορίζεται ο επόμενος στη σειρά για μια καλή μεταχείριση από το κόμμα. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία, αν θα σωθεί ο τόπος (Ελλάδα ή Κύπρος!). Έτσι θα ‘λεγα, σαν αρχή, πως ο διορισμός των μελών του Συμβουλίου θα ήταν προτιμότερο να γίνεται από τη Βουλή παρά από το υπουργείο, και να λαμβάνει μέρος και η Κεντρική Τράπεζα στις διαβουλεύσεις. Στην Ελλάδα υπάρχει εμπειρία με ανεξάρτητες αρχές. Πχ, οι Ελλαδίτες φίλοι μου λένε πως ιδιαίτερα επιτυχημένη αρχή είναι ο Συνήγορος του Πολίτη.
Το Συμβούλιο Δημοσιονομικής Πολιτικής δεν έχει εκτελεστικές εξουσίες, γιατί ζούμε σε δημοκρατία και τα μέλη του εκλέγονται έμμεσα δημοκρατικά (μήπως δεν θα μπορούσε κανείς να πει το ίδιο και για την κεντρική τράπεζα;). Έχει όμως σαν υποχρέωση να κατατοπίζει το κοινό και τη Βουλή για τις πραγματικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής, και να λέει καθαρά και απλά αν η κυβέρνηση τα λέει σωστά όταν βγάζει εκτιμήσεις για το μελλοντικό έλλειμμα και χρέος. Τώρα θα μπορούσε να πει κανείς, τι γίνεται αν το Συμβούλιο φωνάζει αλλά κανείς δεν του ακούει; Η εμπειρία που έχουμε από άλλα κράτη είναι η αντίθετη. Αν το Συμβούλιο έχει πολιτικά ανεξάρτητα μέλη, όταν φωνάξει ακούγεται. Έστω και αν η εκτελεστική εξουσία δεν ακούσει την αρχή, η Βουλή και η κοινή γνώμη την αναγκάζουν να ακούσει. Και αν και αυτό αποτύχει, θα το μάθουν οι διεθνείς αγορές και θα φωνάξουν πριν οι οίκοι αξιολόγησης προλάβουν ν’ αντιδράσουν με υποβαθμίσεις.
7. Τι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται;
Τα κυριότερα σημεία οικονομικής μεταρρύθμισης που θα υποστήριζα είναι τα εξής:
Η παραγωγή πρέπει να είναι στα χέρια του ιδιωτικού τομέα. Αν υπάρχουν κλάδοι που θεωρούνται πολύ ευαίσθητοι για τον ιδιωτικό τομέα ας παραμείνουν στο δημόσιο, αλλά θα πρέπει η διοίκηση τους να είναι αντίστοιχη με αυτή μιας ιδιωτικής εταιρίας. Ένα τέτοιο σύστημα εξασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα που είναι απαραίτητη σε μια ανοικτή οικονομία.
Το κράτος, εκτός από τις πολιτικές του εξουσίες, στον οικονομικό τομέα ασχολείται μόνο με υποδομές, την ανισότητα και προστασία του άνεργου και χαμηλά αμειβόμενου νοικοκυριού. Δηλαδή το κράτος βοηθά τον ιδιωτικό τομέα στην ανάπτυξη και κοινωνική αξιοπρέπεια.
Ο εργοδότης έχει ευελιξία στην εκλογή αριθμού θέσεων εργασίας, ωραρίου και απολύσεων, μέσα στα πλαίσια των κανόνων καλής απασχόλησης του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας που εδρεύει στη Γενεύη ή του ΟΟΣΑ, που εδρεύει στο Παρίσι.
Οι μισθοί, και ίσως άλλοι όροι εργασίας (όπως υπερωρίες κλπ.), καθορίζονται με συλλογικές συμβάσεις μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Είναι απαραίτητο οι μισθοί να αντανακλούν την παραγωγικότητα της εταιρείας και εργαζομένου, και όχι τη δύναμη και πολιτική επιρροή της συντεχνίας ή του εργοδότη. Τα μονοπώλια καταργούνται και από τις δύο πλευρές, εργάτη και εργοδότη
Ίσως να σκέφτεστε τώρα, από πού κατέβηκε αυτός με τέτοιες ριζοσπαστικές ιδέες (ή, όπως τις είχε περιγράψει κάποτε μια κυπριακή εφημερίδα, νεοφιλελεύθερες, ένας όρος που ακόμα δεν έχω καταφέρει να καταλάβω). Αρκεί να σας πω, πως για μένα οι δύο ευρωπαϊκές χώρες που είναι πλησιέστερες στην κατάσταση που έχω περιγράψει είναι πολύ μακριά από το νεοφιλελευθερισμό (όπως τον καταλαβαίνω τουλάχιστον, σωστά ή όχι). Θα της έλεγα σοσιαλδημοκρατικές. Είναι η Ολλανδία και η Δανία.
Μπορεί τη Δανία να τη θεωρείτε από άλλο πλανήτη και ως εκ τούτου δύσκολη προς μίμηση. Εξ άλλου, στις έρευνες «ευτυχίας» των λαών, η Δανία έρχεται συνήθως πρώτη στην Ευρώπη ενώ η Ελλάδα τελευταία. Αλλά η Ολλανδία πριν μερικά χρόνια ήταν σε άσχημη κατάσταση, με χαμηλή παραγωγικότητα και πολύ ψηλή ανεργία. Τις μεταρρυθμίσεις που περιγράφω τις έκανε χωρίς αντιμαχίες, σε συνεννόηση με όλους τους κοινωνικούς εταίρους, προς το τέλος της δεκαετίας του 1980. Αυτή ήταν και η αρχή του συστήματος flexicurity που έχει υιοθετηθεί σήμερα σαν πολιτική από αρχηγούς κρατών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι με άλλα λόγια αυτό που χρειάζονται σήμερα Ελλάδα και Κύπρος δεν είναι τίποτα άλλο από ένα καλό σύστημα flexicurity, «ευελισφάλεια» στα Ελληνικά, σαν αυτό της Ολλανδίας.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του συστήματος flexicurity είναι ότι το δημόσιο αναλαμβάνει την προστασία του εισοδήματος του εργαζόμενου. Το πετυχαίνει με απ’ ευθείας μέτρα κατά της φτώχειας και ανισότητας, και όχι μέσω του εργοδότη, με μέτρα που του επιβάλλει δια νόμου. Ο εργοδότης κάνει αυτό που λέει ο όρος: Δημιουργεί θέσεις εργασίας. Ο εργαζόμενος κάνει και αυτός αυτό που λέει ο όρος: Πληροί αυτές τις θέσεις και μαζί με τον εργοδότη που προσφέρει το κεφάλαιο αποδίδει. Το κράτος επιβλέπει τη σχέση και ασφαλίζει το εισόδημα του εργαζομένου, σε περίπτωση ανεργίας ή προσωρινά χαμηλής παραγωγικότητας. Έτσι, αυστηρές γραφειοκρατικές διατυπώσεις για τη δημιουργία και κλείσιμο θέσεων εργασίας δεν έχουν θέση στη μοντέρνα οικονομία του flexicurity. Λογικά ελάχιστα ημερομίσθια, ας πούμε περίπου ως 50% του μέσου όρου και που μπορεί να διαφέρουν σε μερικά επαγγέλματα ή ηλικίες, μπορούν να προσφέρουν θετικά στην αγορά εργασίας, ενθαρρύνοντας τον εργαζόμενο, και τα υποστηρίζω.
Αυτό που θα ‘λεγα με βεβαιότητα, είναι πως αφού το δημόσιο εγγυηθεί το εισόδημα του άνεργου ή και του χαμηλά αμειβόμενου εργάτη, με ένα σύγχρονο σύστημα φορολογίας και κοινωνικών ασφαλίσεων, οι θέσεις εργασίας θα πολλαπλασιαστούν, τα κίνητρα για μετεκπαίδευση θα μεγιστοποιηθούν και η παραγωγικότητα και ανάπτυξη θα ανθίσουν. Δυστυχώς άλλη λύση δεν υπάρχει που να μπορεί να φέρει ανάπτυξη στη χώρα μας, μέσα στα ευρωπαϊκά δημοκρατικά πλαίσια που επιλέξαμε και που σαν μέρος του ελληνικού χώρου είμαστε μέρος των πρωτοπόρων.
Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης είναι κάτοχος Νόμπελ (2010) στις Οικονομικές Επιστήμες.
*Ημερίδα ΟΠΕΚ με θέμα, Η Κρίση ως Μάθημα για το Μέλλον, Λευκωσία, 30.01.2013.
InfoGnomon
1. Κρίση και ανεργία
Όπως και τότε, η συνεργασία μου με την Επιτροπή πάνω σε θέματα εργασίας και ανεργίας συνεχίζεται, με αρκετά συχνές επαφές με τον Επίτροπο Andor.
Γιατί πιστεύω πως όσο και να έχουν σχεδόν μονοπωλήσει οι τραπεζίτες τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, το πραγματικό δράμα της σημερινής κρίσης δεν είναι στις τράπεζες αλλά στα νοικοκυριά που δεν έχουν να φάνε λόγω της μάστιγας της ανεργίας, και στα εκατομμύρια νέων που δεν έχουν ακόμα δοκιμάσει την πρώτη τους δουλειά.
Είναι αδιανόητο χώρες στο επίπεδο ανάπτυξης και μόρφωσης της Ελλάδας και Ισπανίας να απασχολούν μόνο ένα στους δύο νέους και νέες. Μια τόσο μεγάλη ανεργία νέων είναι καταστρεπτική για την κοινωνία. Και ψυχρά οικονομικά να το δούμε το θέμα έχει αρνητικές επιπτώσεις πάνω σε όλους. Η επαγγελματική απόδοση των νέων που παραμένουν στη χώρα επηρεάζεται αρνητικά για πολλά χρόνια. Οι πιο φιλόδοξοι φεύγουν και φτιάχνουν καριέρα αλλού. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό μόνο. Είναι κυρίως κοινωνικό. Ο άνεργος νέος αισθάνεται απομόνωση και κοινωνική απόρριψη. Βρίσκεται στα περιθώρια της κοινωνίας και πολλές φορές αντιμετωπίζει τη βία σαν τη μόνη διέξοδο. Η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν μπορεί να συνεχιστεί και οπωσδήποτε δεν μπορεί να επαναληφθεί.
Σημειώνω πως το θέμα της αποψινής συνάντησης είναι «η κρίση ως μάθημα για το μέλλον». Δυστυχώς πολλά μαθήματα θα έπρεπε να τα είχαμε μάθει από προηγούμενες κρίσεις. Αυτό που περνάμε σήμερα το είχαν περάσει άλλες χώρες πιο παλιά. Συναντήσαμε τα ίδια προβλήματα ψηλής ανεργίας και τότε. Κάτι μάθαμε από τις παλιές εμπειρίες αλλά ξεχάσαμε τα πιο σημαντικά μαθήματα για τη μακροοικονομική πολιτική. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που μας μαστίζει σήμερα. Η δική μου εργασία πάνω στην ανεργία χρωστά πολλά στις εμπειρίες της προηγούμενης μεγάλης κρίσης, της δεκαετία του 1980. Με τη σημερινή κρίση το μάθημα ολοκληρώνεται. Η έμφαση τότε ήταν στην αγορά εργασίας. Σήμερα είναι στη μακροοικονομία. Εκατοντάδες ερευνητές ασχολούνται σήμερα με τη νέα μακροοικονομία. Τι νέα μαθήματα πρωτοβγαίνουν;
2. Μαθήματα από τη σημερινή κρίση
Το πρώτο μάθημα, που οικονομολόγοι και πολιτικοί όλων των τάξεων φαίνεται να έχουν δεχτεί, είναι πως τα μεγάλα κρατικά χρέη πρέπει να καταπολεμηθούν, γιατί δεν επιτρέπουν την οικονομική ανάπτυξη. Ο καλύτερος δρόμος για οικονομική ανάπτυξη είναι μια εξ αποστάσεως συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Ο δημόσιος τομέας αναλαμβάνει την ευθύνη για υποδομές υψηλού επιπέδου με βάση τις ανάγκες και σχετικά πλεονεκτήματα της οικονομίας και ο ιδιωτικός τομέας ασχολείται με την παραγωγή.
Για να ευημερήσει και ν’ αναπτυχθεί σήμερα μια οικονομία χρειάζεται υψηλή ανταγωνιστικότητα και για να το πετύχει αυτό χρειάζονται υψηλού επιπέδου υποδομές και χαμηλή φορολογία. Αλλά αυτά δεν μπορούν να συνυπάρχουν με το πολύ χρέος. Το πολύ χρέος είτε δεν επιτρέπει την κατασκευή υποδομών γιατί το δημόσιο δεν μπορεί να τις αναλάβει αφού τα έσοδα του πάνε προς συντήρηση του χρέους, είτε η φορολογία που επιβάλλεται στον ιδιωτικό τομέα είναι τόσο ψηλή που δεν παραμένουν κίνητρα για πρωτοβουλία και παραγωγή. Το αποτέλεσμα είναι μια οικονομία που ατροφεί, αφού δεν έχει τη δυνατότητα να συναγωνιστεί με επιτυχία στις διεθνείς αγορές, και γυρίζει είτε προς την παρανομία (ρουσφέτι, φοροδιαφυγή, μαύρη αγορά) είτε προς απομόνωση, εγκλωβισμό και υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου του λαού, όπως συμβαίνει στη Βιρμανία (Μιανμάρ) και Κούβα.
Αυτό είναι κάτι που δεν θέλουμε, ούτε για την Ελλάδα ούτε για την Κύπρο, και σας βεβαιώ πως ούτε και οι τροϊκανοί το επιθυμούν. Αντιθέτως, η μεγαλύτερη τους ανησυχία είναι πως τα χρέη τα οποία θα προκύψουν από τις απαιτήσεις των χωρών που ζητούν τη βοήθεια τους θα είναι τόσο ψηλά που η κατάσταση που έχω περιγράψει, με το φαύλο κύκλο της ανεπάρκειας παραγωγής και ψηλής φορολογίας, θα προκύψει. Αυτό είναι που εννοούν όταν μιλούν για μη βιώσιμο χρέος. Χρέος στα επίπεδα του 140% και πάνω του ετήσιου εθνικού προϊόντος δεν θεωρείται συναφές με σταθερή οικονομική ανάπτυξη.
Το δεύτερο μάθημα που πιστεύω έχουμε μάθει, από τις κρίσεις στην Ευρώπη και από την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Σοβιετικής Ένωσης και Ανατολικής Ευρώπης, είναι πως η παγκόσμια οικονομία έχει αλλάξει ριζικά. Σήμερα είναι πιο ανοικτή, ο ανταγωνισμός έχει γίνει πιο σκληρός και η τεχνολογία έχει αλλάξει μορφή. Έχει γίνει πιο ομοιόμορφη και πιο εύκολα αντιγράφεται. Δηλαδή δεν εξαρτάται πλέον από τι φυσικούς πόρους διαθέτει η κάθε χώρα και τι ειδικές συνθήκες τη χαρακτηρίζουν. Τα προϊόντα της Microsoft και της Apple χρησιμοποιούνται παντού, διευκολύνοντας το εμπόριο και την οικονομική ανάπτυξη.
Αυτό έχει σαν επακόλουθο πως για να ευημερήσει μια οικονομία στις σημερινές παγκόσμιες αγορές χρειάζεται εσωτερική ευελιξία. Πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει γρήγορα και θετικά τις νέες καταστάσεις που της παρουσιάζονται και τις οποίες δεν μπορεί να ελέγξει. Μα για να το πετύχει αυτό ο ιδιωτικός τομέας χρειάζεται γρήγορη εξυπηρέτηση από το δημόσιο χωρίς γραφειοκρατία, με άμεση παροχή υπηρεσιών. Και φυσικά χρειάζεται ευελιξία στην αγορά εργασίας για να μπορέσει ο επιχειρηματίας εργοδότης να αντιμετωπίσει μια κρίση χωρίς να χάσει την ανταγωνιστικότητα της εταιρείας του.
Οι εργατικές οργανώσεις πολλές φορές μιλούν ενάντια της ευελιξίας λες και σημαίνει περισσότερη ανεργία, περισσότερα κέρδη και χαμηλότερα ημερομίσθια. Δυστυχώς αυτή η αντιμετώπιση αγνοεί τα προβλήματα που δημιουργεί η ακαμψία και η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, που είναι πάντα αρνητικά για τις εργατικές τάξεις. Οι πιο πετυχημένες οικονομίες στον κόσμο είναι οι οικονομίες που έχουν ευέλικτες αγορές, χαμηλό χρέος και ακολουθούν μια κοινωνική πολιτική που εξασφαλίζει το βιοτικό επίπεδο των άνεργων και νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα και περιορίζει την ανισότητα που η νέα τεχνολογία τείνει να επεκτείνει.
3. Απαραίτητες μεταρρυθμίσεις
Πολλές χώρες, μετά τη σημερινή κρίση, βρέθηκαν με ψηλά χρέη και χαμηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας. Για τα χρέη δεν είναι μόνο οι εκάστοτε κυβερνήσεις που φέρουν την ευθύνη αλλά και το τραπεζικό σύστημα στο σύνολο του. Οπωσδήποτε κάτι πρέπει να αλλάξει στο τραπεζικό σύστημα και οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πάνω σε αυτό το θέμα άρχισαν να φέρνουν αποτελέσματα. Θέλω να μιλήσω για τις επιπτώσεις της πολιτικής κατά του χρέους πάνω στην οικονομία, παρά για το λόγο που έχουμε τα ψηλά χρέη.
Για τα χαμηλά επίπεδα ανταγωνιστικότητας όμως η ευθύνη είναι συνήθως στους κοινωνικούς εταίρους (πολιτική εξουσία, εργοδοτικές και εργατικές οργανώσεις), γιατί στις πιο πολλές περιπτώσεις η έλλειψη ανταγωνιστικότητας οφείλεται σε πολιτικές στρεβλώσεις. Για παράδειγμα υπερβολικές διαδικασίες διορισμού και απόλυσης προσωπικού, ή υπερβολικοί περιορισμοί σε επαγγέλματα και ώρες λειτουργίας καταστημάτων και γραφείων.
Η καλύτερη εποχή για μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας είναι μια εποχή που αναπτύσσεται η οικονομία. Για παράδειγμα στη Κύπρο μετά το 2000, όταν έγινε η αίτηση για εισδοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρώ, υπήρχε μια μοναδική ευκαιρία για μεταρρύθμιση. Εκείνη την εποχή η οικονομία αναπτυσσόταν κατά 4% και θα μπορούσε άνετα να δεχτεί τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται. Χάσαμε την ευκαιρία και σήμερα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα πρόγραμμα με δύο ριζικές αλλαγές, στο δημοσιονομικό και στην αγορά εργασίας και προϊόντων. Θέλω να πω λίγα λόγια για τον τρόπο που αντιμετωπίζει η τρόικα τις μεταρρυθμίσεις.
Η τρόικα απαιτεί άμεση δημοσιονομική εξυγίανση και άμεση αλλαγή στη δομή εργασίας. Τα προβλήματα είναι δύο σε ένα τέτοιο σενάριο. Η δημοσιονομική εξυγίανση είναι κάπως πιο «εύκολο» να εφαρμοστεί γιατί αφορά κυβερνητικές αποφάσεις που επικυρώνονται από το κοινοβούλιο. Άμα υπάρχει πολιτική βούληση μπορεί να γίνει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα (σε λογικά όρια). Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας χρειάζονται περισσότερο χρόνο και περισσότερη προσπάθεια, γιατί αφορούν άμεσα τα προς το ζην οικογενειών και ατόμων και χρειάζεται χρόνος να δεχτούν νέες καταστάσεις τις οποίες πολύ πιθανόν είναι να θεωρήσουν χειρότερες από αυτές που είχαν πιο πριν.
Ακόμα πιο προβληματικό όμως είναι το ότι αφού εφαρμοστούν οι αλλαγές, χρειάζεται χρόνος να καρποφορήσουν. Εδώ έχουμε χρήσιμα στοιχεία από την εμπειρία άλλων χωρών. Η δημοσιονομική λιτότητα φέρνει συνήθως άμεσα αποτελέσματα. Τουλάχιστον αρχικά τα αποτελέσματα αυτά είναι αρνητικά για την αγορά εργασίας: Υψηλή ανεργία, πτώση στην επιχειρηματικότητα, και γενικά πτώση στο επίπεδο ζωής. Η διαρθρωτική μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας φέρνει αποτελέσματα πιο καθυστερημένα. Τα αποτελέσματα είναι θετικά αλλά δεν τα βλέπουμε για αρκετό καιρό. Έτσι με το πρόγραμμα που επιβάλει η τρόικα αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση που για να ανακάμψει η οικονομία πρέπει να τη δούμε πρώτα να χειροτερεύει. Είναι λες και πας στο γιατρό με μια κάπως σοβαρή αρρώστια και σου λέει για να σε γιατρέψω το φάρμακο θα σε κάνει πρώτα να αισθανθείς πολύ πιο άρρωστος από ότι αισθάνεσαι τώρα. Το πρόβλημα εδώ είναι που η χειροτέρευση μπορεί να σκοτώσει τον ασθενή.
4. Μαθήματα πριν από την κρίση: Αγγλία και Γερμανία
Το είδαμε αυτό στις μεταρρυθμίσεις της Margaret Thatcher στην Αγγλία. Το 1976 η Αγγλική οικονομία αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και κάλεσε την τότε «τρόικα» να τη βοηθήσει, δηλαδή το ΔΝΤ αφού η ΕΚΤ και τα ταμεία της Κομισιόν δεν υπήρχαν ακόμα. Όπως και τώρα απαίτησαν μεταρρυθμίσεις, τις οποίες η εργατική κυβέρνηση της εποχής εκείνης δεν μπόρεσε να εφαρμόσει. Τα συνδικάτα που υποστήριζαν την κυβέρνηση ήταν αντίθετα, κατέβηκαν σε απεργίες, χώρισαν το εργατικό κίνημα και το Εργατικό Κόμμα έχασε την εξουσία για τα επόμενα 18 χρόνια. Την ξαναπήρε με τον Tony Blairκαι αφού μετατράπηκε από παραδοσιακό κόμμα της αριστεράς σε κόμμα του κέντρου με πολιτική του «Τρίτου Δρόμου».
Οι μεταρρυθμίσεις στην Αγγλία εφαρμόστηκαν μετά την εκλογή της Thatcher στην πρωθυπουργία το 1979. Το λάθος που έκανε η Thatcher ήταν κάτι παρόμοιο με το λάθος της σημερινής τρόικας. Επέβαλε αμέσως δημοσιονομική λιτότητα και άρχισε ριζικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Αλλά λόγω αντίστασης από τα συνδικάτα, και από το δικό της κόμμα ακόμα, οι μεταρρυθμίσεις καθυστέρησαν να εφαρμοστούν. Καθυστέρησαν ακόμα περισσότερο να φέρουν αποτέλεσμα. Έτσι η οικονομία μπήκε σε μια περίοδο κρίσης αμέσως μετά τη νίκη της στις εκλογές και η ανεργία ανέβηκε από το 5% που ήταν όταν κάλεσαν το ΔΝΤ στο 12% το 1983. Χρειάστηκαν ακόμα 3 χρόνια για να δει ο τόπος πτώση της ανεργίας, και χρειάστηκε και αλλαγή στην πολιτική λιτότητας, λίγο πριν τις εκλογές του 1987.
Έτσι βλέπουμε εδώ μία άμεση χειροτέρευση που κράτησε για 5 τουλάχιστον χρόνια στην αγορά εργασίας, και μια ανάκαμψη που όφειλε αρκετά στην αλλαγή δημοσιονομικής πολιτικής. Πρέπει όμως να πούμε πως οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας τελικά έφεραν θετικά αποτελέσματα που μαζί με μερικές άλλες μεταρρυθμίσεις των Blair και Brown έφεραν τον εκσυγχρονισμό και ανάπτυξη στην οικονομία κατά την περίοδο 1993-2007.
Τα ίδια βλέπουμε και στην περίπτωση της Γερμανίας. Η Γερμανία ήταν χώρα με πολλές στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας και με χαμηλή επίδοση στην παραγωγικότητα. Το 2003 ο τότε Σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Schroeder είπε στην Ομοσπονδιακή Βουλή ότι αν δεν γίνουν σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, η χώρα θα χάσει την ανταγωνιστικότητα της στις διεθνείς αγορές και οι εξαγωγές της θα υποφέρουν. Οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν από το 2003 ως το 2005 αλλά είχαν την ευνοϊκή τους επίδραση στην οικονομία μετά το 2007. Δηλαδή η εφαρμογή και το αποτέλεσα καθυστέρησαν δύο χρόνια. Η Γερμανία φάνηκε τυχερή σε αυτό γιατί έκανε τις αλλαγές σε περίοδο ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, έτσι δεν χρειάστηκε ταυτόχρονα να ακολουθήσει δημοσιονομική λιτότητα.
Αυτό που θέλω να συμπεράνω με αυτά τα παραδείγματα είναι το εξής. Παρά το ότι στο απώτερο μέλλον ο συνδυασμός λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα φέρει θετικά αποτελέσματα για την οικονομία, και είναι αναγκαίος, στο εγγύτερο μέλλον έχει αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί στη τελευταία ανάλυση να προκαλέσουν ανεπανόρθωτη ζημιά στην οικονομία, και ακόμα χειρότερα στη κοινωνία. Είναι απαραίτητο κατά την εφαρμογή των μέτρων να λάβουμε υπ’ όψη τις αρνητικές αυτές βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις για να αποφευχθούν τα πολλά προβλήματα που μπορούν να δημιουργήσουν στην κοινωνία και στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης.
5. Η αγορά εργασίας κατά την αναδιάρθρωση
Μπορούν μήπως να αποφευχθούν τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα; Δυστυχώς δεν μπορούν να αποφευχθούν τελείως, κυρίως σε κατάσταση παγκόσμιας κρίσης. Στο σημείο που φτάσαμε μπορούμε μόνο να αναζητήσουμε τρόπους που να ελαχιστοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Σε αυτό το σημείο είναι που πιστεύω δεν είναι αργά να επιδιώξουμε μια πιο ευνοϊκή πορεία στα μέτρα λιτότητας. Η πιο εύκολη αλλαγή, που οπωσδήποτε θα βοηθούσε, είναι η καθυστέρηση πληρωμής του χρέους για να αποφευχθεί ένα κυπριακό κούρεμα, είτε στα ομόλογα είτε στις μεγάλες καταθέσεις. Πιστεύω όμως πως θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα περισσότερα για να μειωθεί η αρνητική επίδραση της λιτότητας στην αγορά εργασίας.
Είναι πολλά δημοσιονομικά έξοδα που έχουν μορφή επένδυσης. Για παράδειγμα η εκπαίδευση και οι υποδομές. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα έξοδα γίνονται άμεσα και τα έσοδα από την επένδυση πραγματοποιούνται σε ένα, δύο ή και σε πιο πολλά χρόνια. Ας πάρουμε την εκπαίδευση σαν παράδειγμα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει πως η απόδοση της πανεπιστημιακής μόρφωσης στην Ευρώπη είναι κοντά στα 12%, δηλαδή για κάθε χρόνο πανεπιστημιακής μόρφωσης, το εισόδημα του φοιτητή, για τα επόμενα χρόνια στην καριέρα του, θα είναι πιο ψηλό από το εισόδημα του μη πτυχιούχου κατά 12%. Από αυτά τα 12% ο πτυχιούχος θα πληρώνει φόρο, ο οποίος θα προσφέρει στη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Έτσι βλέπουμε πως μια επένδυση στην εκπαίδευση σήμερα επιδρά αρνητικά πάνω στο έλλειμμα σήμερα αλλά θετικά σε μερικά χρόνια. Αν τώρα τα μέτρα λιτότητας έχουν σαν αποτέλεσμα μικρότερες επενδύσεις στην εκπαίδευση, μπορεί μεν να βοηθήσουν στη μείωση του ελλείμματος τώρα, αλλά θα βλάψουν στο μέλλον. Δηλαδή όταν πρόκειται για δημοσιονομικά έξοδα επενδυτικού χαρακτήρα, δεν έχει νόημα να επιβάλλεται λιτότητα.
Μέτρα που θεωρώ επενδυτικά στην αγορά εργασίας συμπεριλαμβάνουν όλα τα έξοδα για την καταπολέμηση της ανεργίας (εκτός από κοινωνικές ασφαλίσεις), μέτρα που βοηθούν τον άνεργο να πάρει πιο γρήγορα θέση εργασίας, και μέτρα που χορηγούν θέσεις στον ιδιωτικό τομέα. Η Γερμανία έχει δοκιμάσει εκτεταμένα προγράμματα επιχορηγήσεων στις αρχές της κρίσης και παρά τα αρχικά έξοδα, στο σύνολο τους, μετά από 2 ως 3 χρόνια, άφησαν καθαρά εισοδήματα στο δημόσιο. Οι χορηγήσεις βοήθησαν στο άνοιγμα νέων θέσεων εργασίας, ελάττωσαν την ανεργία, και μ’ αυτόν τον τρόπο είχαν σαν αποτέλεσμα πιο ψηλά εισοδήματα από τη φορολογία και πιο χαμηλά έξοδα πάνω σε επιδόματα ανεργίας. Χώρες σαν την Ελλάδα δεν μπορούν σήμερα να εφαρμόσουν τέτοια μέτρα εξ αιτίας του μνημονίου, που μου φαίνεται παράδοξο, αν όχι παράλογο.
Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζω πως στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα θα πρέπει να επιμένουμε σε καθυστέρηση στα μέτρα λιτότητας, για να δοθεί περισσότερος χρόνος στις μεταρρυθμίσεις να φέρουν αποτελέσματα, και δεύτερο, στην εξαίρεση επενδυτικών μέτρων από τα μέτρα λιτότητας. Χαίρομαι που το ΔΝΤ έχει δημοσιεύσει τελευταία τα αποτελέσματα ερευνών, που δεν είναι μέρος της επίσημης του πολιτικής αλλά έχει σαν ένα από τους συγγραφείς το διευθυντή του τμήματος ερευνών Olivier Blanchard, που υποστηρίζει πάνω κάτω αυτά που λέω εδώ. Λυπούμαι ιδιαίτερα όμως που ακούω, παρά τις συστάσεις από την τρόικα, πως κόβονται αναπτυξιακά έργα σήμερα στη Κύπρο για να εξοικονομήσει ο τόπος λεφτά για ακόμα κανένα-δυο μήνες. Αυτή είναι η πολιτικά πιο εύκολη αντιμετώπιση της κρίσης αλλά και η πιο δυσμενής για την οικονομία και ανεργία.
Πιο συγκεκριμένα, θα εξαιρούσα από τη λιτότητα τα εξής μέτρα.
(α) Την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση είναι το πιο σημαντικό επενδυτικό μέτρο που δεν πρέπει να επηρεαστεί από τη λιτότητα. Το πρόβλημα εδώ είναι το ότι εάν επιτρέψουμε την ποιότητα της μόρφωσης να χειροτερέψει λόγω περικοπών, τότε χάνουμε μια ολόκληρη γενιά νέων. Οι νέοι που φοιτούν στα σχολεία και πανεπιστήμια δεν θα επιστρέψουν να συμπληρώσουν τη μόρφωση τους όταν η οικονομία ανακάμψει, απλώς θα ζήσουν την υπόλοιπη τους ζωή με κατώτερη μόρφωση.
(β) Αναπτυξιακά έργα και έργα υποδομής. Εδώ είναι που άρχισαν οι περικοπές, αλλά όπως είδαμε και στις έρευνες του ΔΝΤ, τέτοιας μορφής έργα περιορίζουν την αύξηση της ανεργίας και βοηθούν την ανάπτυξη.
(γ) Προγράμματα μετεκπαίδευσης και άλλης βοήθειας προς τους άνεργους, για να είναι έτοιμοι να μπουν σε νέες θέσεις εργασίας όταν τους δοθεί η ευκαιρία. Το ότι οι θέσεις εργασίας που ανοίγουν τώρα είναι περιορισμένες δεν συνεπάγει πως οι άνεργοι δεν πρέπει να βοηθούνται με προγράμματα, γιατί χωρίς τέτοια βοήθεια οι γνώσεις τους και η διάθεση τους για δουλειά θα ατροφήσουν, και όταν τους δοθεί η ευκαιρία να πάρουν θέσεις εργασίας δεν θα είναι σε θέσει να ανταποκριθούν θετικά.
6. Τα δημοσιονομικά κατά την αναδιάρθρωση και μετά
Είναι γνωστό τώρα πως τα απαραίτητα μέτρα για μια σωστή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική δεν αποφασίζονται και δεν εφαρμόζονται εύκολα σε ένα δημοκρατικό σύστημα. Στα δημοσιονομικά, η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση θα επιλέξει πιο μεγάλα ελλείμματα από ότι απαιτεί μια σωστή οικονομική πολιτική. Στα νομισματικά θα επιλέξει πολιτική που θα φέρει πιο ψηλό πληθωρισμό. Για να εδραιώσουμε τους δημοκρατικούς μας θεσμούς και ταυτόχρονα να αποφύγουμε οικονομικά προβλήματα της μορφής που αντιμετωπίζουμε σήμερα, κάτι πρέπει να γίνει για να περιοριστούν τα ελλείμματα και ο πληθωρισμός. Οι οικονομολόγοι πάσχουν να καταλάβουν γιατί υπάρχουν αυτά τα προβλήματα, και ποια μπορεί να είναι η λύση τους. Στη νομισματική πολιτική έχουν καταλήξει κάπου και το μήνυμα έχει γίνει αντιληπτό. Οι κεντρικές τράπεζες στις μεγάλες δημοκρατίες του κόσμου έχουν γίνει τεχνοκρατικές, και εκτός από το διορισμό του διοικητή και τον προσδιορισμό των στόχων της νομισματικής πολιτικής, δεν υπάρχει επέμβαση από την πολιτική εξουσία. (Και ούτε επέμβαση από το διοικητή στη δημοσιονομική ή άλλης μορφής πολιτική του κράτους.)
Στα δημοσιονομικά οι έρευνες των οικονομολόγων δεν έχουν ακόμα επηρεάσει την πολιτική όσο επηρέασαν στη νομισματική πολιτική, αλλά πιστεύω πως μετά τη σημερινή δημοσιονομική κρίση η αντιμετώπιση του προβλήματος θα αλλάξει. Οπωσδήποτε, οι έρευνες πάνω στο πρόβλημα του υπερβολικού χρέους έχουν καταλήξει σε μερικά συμπεράσματα, που μπορούν να βοηθήσουν τον τόπο μας να ακολουθήσει στο μέλλον πιο σωστή δημοσιονομική πολιτική.
Πιστεύω πως είναι ακόμα νωρίς να πάρουμε από τα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας τη δημοσιονομική πολιτική (όπως έχει γίνει με τη νομισματική πολιτική). Αντί αυτού, πιστεύω πως χρειάζεται μια ανεξάρτητη αρχή που να τσεκάρει, ας πούμε, τη δημοσιονομική πολιτική, και να κατατοπίζει τη Βουλή και τους πολίτες της χώρας για τις πραγματικές οικονομικές επιπτώσεις του ετήσιου προϋπολογισμού. Ο λόγος είναι απλός: Η ιστορία μας διδάσκει πως οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν είναι πολύ πρόθυμες να δώσουν όλα τα στοιχεία του προϋπολογισμού στη δημοσιότητα και να συζητήσουν ανοικτά όλες τις επιπτώσεις πάνω στην οικονομία. Ούτε η Βουλή ούτε και η κοινή γνώμη ξέρουν ακριβώς τι γίνεται. Ώσπου να το μάθουν, το κακό έγινε. Όχι πάντα βέβαια, γιατί υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά το πρόβλημα είναι το ότι ώσπου να μάθει το κοινό ποιες είναι οι εξαιρέσεις, οι εκλογές έρχονται και φεύγουν, και η ευκαιρία που έχουμε σαν πολίτες να εκφράσουμε τη γνώμη μας χάνεται. Τα δημοσιονομικά μιας μοντέρνας οικονομίας έχουν γίνει εξ άλλου πολύ περίπλοκα, και οι πολιτικοί μπορεί να μην είναι ειδικοί πάνω στο θέμα. Μια δεύτερη γνώμη από επαγγελματίες οικονομολόγους είναι και ασφαλιστική δικλίδα και πηγή πληροφόρησης για το κοινό. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου στο παρελθόν οι προβλέψεις του υπουργείου βγήκαν πιο αισιόδοξες από την πραγματικότητα, και τα στατιστικά στοιχεία που μπορεί να βοηθήσουν σε μια ανεξάρτητη μελέτη στο θέμα δίδονται στη δημοσιότητα με μεγάλες καθυστερήσεις.
Πολλές χώρες στην Ευρώπη και αλλού έχουν Συμβούλια Δημοσιονομικής Πολιτικής. Σκοπός τους είναι η επίβλεψη της δημοσιονομικής πολιτικής από ανεξάρτητους οικονομολόγους. Πρώτη το ξεκίνησε η Ολλανδία το 1947, και ακολούθησαν πολύ πιο πρόσφατα το Βέλγιο, Σουηδία, Αγγλία και άλλοι. Τα συμβούλια είναι μικρά, τα μέλη τους είναι εμπειρογνώμονες που δεν έχουν ασχοληθεί με την πολιτική, και διορίζονται για 5 συνήθως χρόνια (με δυνατότητα ανανέωσης). Ο τρόπος διορισμού είναι προβληματικός για χώρες σαν την Ελλάδα και την Κύπρο. Ο λόγος είναι πως πολλές φορές, όταν γίνονται διορισμοί σε Συμβούλια, ο κομματισμός κυριαρχεί και αντί να επιλέγεται ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση, διορίζεται ο επόμενος στη σειρά για μια καλή μεταχείριση από το κόμμα. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία, αν θα σωθεί ο τόπος (Ελλάδα ή Κύπρος!). Έτσι θα ‘λεγα, σαν αρχή, πως ο διορισμός των μελών του Συμβουλίου θα ήταν προτιμότερο να γίνεται από τη Βουλή παρά από το υπουργείο, και να λαμβάνει μέρος και η Κεντρική Τράπεζα στις διαβουλεύσεις. Στην Ελλάδα υπάρχει εμπειρία με ανεξάρτητες αρχές. Πχ, οι Ελλαδίτες φίλοι μου λένε πως ιδιαίτερα επιτυχημένη αρχή είναι ο Συνήγορος του Πολίτη.
Το Συμβούλιο Δημοσιονομικής Πολιτικής δεν έχει εκτελεστικές εξουσίες, γιατί ζούμε σε δημοκρατία και τα μέλη του εκλέγονται έμμεσα δημοκρατικά (μήπως δεν θα μπορούσε κανείς να πει το ίδιο και για την κεντρική τράπεζα;). Έχει όμως σαν υποχρέωση να κατατοπίζει το κοινό και τη Βουλή για τις πραγματικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής, και να λέει καθαρά και απλά αν η κυβέρνηση τα λέει σωστά όταν βγάζει εκτιμήσεις για το μελλοντικό έλλειμμα και χρέος. Τώρα θα μπορούσε να πει κανείς, τι γίνεται αν το Συμβούλιο φωνάζει αλλά κανείς δεν του ακούει; Η εμπειρία που έχουμε από άλλα κράτη είναι η αντίθετη. Αν το Συμβούλιο έχει πολιτικά ανεξάρτητα μέλη, όταν φωνάξει ακούγεται. Έστω και αν η εκτελεστική εξουσία δεν ακούσει την αρχή, η Βουλή και η κοινή γνώμη την αναγκάζουν να ακούσει. Και αν και αυτό αποτύχει, θα το μάθουν οι διεθνείς αγορές και θα φωνάξουν πριν οι οίκοι αξιολόγησης προλάβουν ν’ αντιδράσουν με υποβαθμίσεις.
7. Τι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται;
Τα κυριότερα σημεία οικονομικής μεταρρύθμισης που θα υποστήριζα είναι τα εξής:
Η παραγωγή πρέπει να είναι στα χέρια του ιδιωτικού τομέα. Αν υπάρχουν κλάδοι που θεωρούνται πολύ ευαίσθητοι για τον ιδιωτικό τομέα ας παραμείνουν στο δημόσιο, αλλά θα πρέπει η διοίκηση τους να είναι αντίστοιχη με αυτή μιας ιδιωτικής εταιρίας. Ένα τέτοιο σύστημα εξασφαλίζει την ανταγωνιστικότητα που είναι απαραίτητη σε μια ανοικτή οικονομία.
Το κράτος, εκτός από τις πολιτικές του εξουσίες, στον οικονομικό τομέα ασχολείται μόνο με υποδομές, την ανισότητα και προστασία του άνεργου και χαμηλά αμειβόμενου νοικοκυριού. Δηλαδή το κράτος βοηθά τον ιδιωτικό τομέα στην ανάπτυξη και κοινωνική αξιοπρέπεια.
Ο εργοδότης έχει ευελιξία στην εκλογή αριθμού θέσεων εργασίας, ωραρίου και απολύσεων, μέσα στα πλαίσια των κανόνων καλής απασχόλησης του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας που εδρεύει στη Γενεύη ή του ΟΟΣΑ, που εδρεύει στο Παρίσι.
Οι μισθοί, και ίσως άλλοι όροι εργασίας (όπως υπερωρίες κλπ.), καθορίζονται με συλλογικές συμβάσεις μετά από διαβουλεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Είναι απαραίτητο οι μισθοί να αντανακλούν την παραγωγικότητα της εταιρείας και εργαζομένου, και όχι τη δύναμη και πολιτική επιρροή της συντεχνίας ή του εργοδότη. Τα μονοπώλια καταργούνται και από τις δύο πλευρές, εργάτη και εργοδότη
Ίσως να σκέφτεστε τώρα, από πού κατέβηκε αυτός με τέτοιες ριζοσπαστικές ιδέες (ή, όπως τις είχε περιγράψει κάποτε μια κυπριακή εφημερίδα, νεοφιλελεύθερες, ένας όρος που ακόμα δεν έχω καταφέρει να καταλάβω). Αρκεί να σας πω, πως για μένα οι δύο ευρωπαϊκές χώρες που είναι πλησιέστερες στην κατάσταση που έχω περιγράψει είναι πολύ μακριά από το νεοφιλελευθερισμό (όπως τον καταλαβαίνω τουλάχιστον, σωστά ή όχι). Θα της έλεγα σοσιαλδημοκρατικές. Είναι η Ολλανδία και η Δανία.
Μπορεί τη Δανία να τη θεωρείτε από άλλο πλανήτη και ως εκ τούτου δύσκολη προς μίμηση. Εξ άλλου, στις έρευνες «ευτυχίας» των λαών, η Δανία έρχεται συνήθως πρώτη στην Ευρώπη ενώ η Ελλάδα τελευταία. Αλλά η Ολλανδία πριν μερικά χρόνια ήταν σε άσχημη κατάσταση, με χαμηλή παραγωγικότητα και πολύ ψηλή ανεργία. Τις μεταρρυθμίσεις που περιγράφω τις έκανε χωρίς αντιμαχίες, σε συνεννόηση με όλους τους κοινωνικούς εταίρους, προς το τέλος της δεκαετίας του 1980. Αυτή ήταν και η αρχή του συστήματος flexicurity που έχει υιοθετηθεί σήμερα σαν πολιτική από αρχηγούς κρατών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι με άλλα λόγια αυτό που χρειάζονται σήμερα Ελλάδα και Κύπρος δεν είναι τίποτα άλλο από ένα καλό σύστημα flexicurity, «ευελισφάλεια» στα Ελληνικά, σαν αυτό της Ολλανδίας.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του συστήματος flexicurity είναι ότι το δημόσιο αναλαμβάνει την προστασία του εισοδήματος του εργαζόμενου. Το πετυχαίνει με απ’ ευθείας μέτρα κατά της φτώχειας και ανισότητας, και όχι μέσω του εργοδότη, με μέτρα που του επιβάλλει δια νόμου. Ο εργοδότης κάνει αυτό που λέει ο όρος: Δημιουργεί θέσεις εργασίας. Ο εργαζόμενος κάνει και αυτός αυτό που λέει ο όρος: Πληροί αυτές τις θέσεις και μαζί με τον εργοδότη που προσφέρει το κεφάλαιο αποδίδει. Το κράτος επιβλέπει τη σχέση και ασφαλίζει το εισόδημα του εργαζομένου, σε περίπτωση ανεργίας ή προσωρινά χαμηλής παραγωγικότητας. Έτσι, αυστηρές γραφειοκρατικές διατυπώσεις για τη δημιουργία και κλείσιμο θέσεων εργασίας δεν έχουν θέση στη μοντέρνα οικονομία του flexicurity. Λογικά ελάχιστα ημερομίσθια, ας πούμε περίπου ως 50% του μέσου όρου και που μπορεί να διαφέρουν σε μερικά επαγγέλματα ή ηλικίες, μπορούν να προσφέρουν θετικά στην αγορά εργασίας, ενθαρρύνοντας τον εργαζόμενο, και τα υποστηρίζω.
Αυτό που θα ‘λεγα με βεβαιότητα, είναι πως αφού το δημόσιο εγγυηθεί το εισόδημα του άνεργου ή και του χαμηλά αμειβόμενου εργάτη, με ένα σύγχρονο σύστημα φορολογίας και κοινωνικών ασφαλίσεων, οι θέσεις εργασίας θα πολλαπλασιαστούν, τα κίνητρα για μετεκπαίδευση θα μεγιστοποιηθούν και η παραγωγικότητα και ανάπτυξη θα ανθίσουν. Δυστυχώς άλλη λύση δεν υπάρχει που να μπορεί να φέρει ανάπτυξη στη χώρα μας, μέσα στα ευρωπαϊκά δημοκρατικά πλαίσια που επιλέξαμε και που σαν μέρος του ελληνικού χώρου είμαστε μέρος των πρωτοπόρων.
Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης είναι κάτοχος Νόμπελ (2010) στις Οικονομικές Επιστήμες.
*Ημερίδα ΟΠΕΚ με θέμα, Η Κρίση ως Μάθημα για το Μέλλον, Λευκωσία, 30.01.2013.
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Με μισθούς Μπαγκλαντές, τιμές Λονδίνου και φόρους Σουηδίας…
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ