2013-02-09 00:15:05
Σαν σήμερα πριν από 32 χρόνια (8 Φεβρουαρίου 1981) ο ελληνικός αθλητισμός έζησε την πιο μεγάλη τραγωδία της ιστορίας του.Οι πόρτες της θύρας 7 στο Στ. Καραϊσκάκη, μετά το παιχνίδι του Ολυμπιακού με την ΑΕΚ (6-0) παρέμειναν κλειστές, ο κόσμος που πιέζει από πίσω δεν το αντιλαμβάνεται και το κακό δεν αργεί να γίνει. Κάποιοι χάνουν την ισορροπία τους και πέφτουν στα σκαλιά, άλλοι στριμώχνονται στα κάγκελα και έτσι ξαφνικά ένας σωρός από σοβαρά τραυματίες και νεκρούς μετατρέπει μια ημέρα γιορτής σε απέραντη θλίψη! Αποσπάσματα από την συγκλονιστική μαρτυρία ενός φιλάθλου του Ολυμπιακού, που έχασε τον φίλο του, Σπύρο Λεωνιδάκη, που είχε βρεθεί εκείνη την ημέρα στην Θύρα 7 προκαλεί ανατριχίλα, συγκίνηση και δάκρυα: "....Ο Κουσουλάκης και ο Ορφανός είχαν ήδη βάλει από ένα γκολ. Το σκορ ήταν 4-0 και το γλέντι φούντωνε, γλέντι που έγινε ακόμα πιο ξέφρενο έπειτα από την τρελή κούρσα του Βαμβακούλα και το 5-0
. Το όνειρο που ζούσαμε, ένα πραγματικό γεγονός πλέον, έφτασε στην αποκορύφωση του όταν ο Μάϊκ Γαλάκος στο 84' έκανε το 6-0. Δεν θέλαμε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγμή, τίποτα άλλο δεν θα έφερνε την καρδιά μας σε τέτοιο παραλήρημα. Και έτσι ξαφνικά, όλα άρχισαν... «Πάμε ρε! Πάμεεεεεε!!!» «Που πάνε όλοι ρε Σπύρο, που να πάμε;» «Πάμε ρε σου λέω, πάμε να τους βρούμε ρεεεεε! Τα αγόρια μας, τους άρχοντες μας, πάμε που σου λέω!» «Κάτσε ρε Σπύρο, δεν τελείωσε, ένα λεπτό έχει ακόμα, κάτσε…» Που να ακούσει... «Γαλάκο, σου 'ρχομαι!», φώναζε. Άρχισε να τρέχει προς την έξοδο μαζί με τόσους άλλους.
Τρέχαμε όλοι μαζί, με το μάτι να γυαλίζει απο χαρά και περηφάνια. Κοντά στο πρώτο σκαλί, πήγα να τον πιάσω. «Μην χαθούμε, ρε!», του φώναζα. Λίγο πριν το πρώτο σκαλί, ξαφνικά, τον είδα να χάνεται, να πέφτει. Να πέφτουν όλοι από πάνω του, ο ένας μετά τον άλλον, με φόρα, με ορμή. Παντού φωνές, κραυγές, σπαραχτικές κραυγές... «Ρεεεεεεεεεεεεεεε! Ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!!!», φώναζα. «Σταματήστε, πέσαμε ρεεεεε!!!». Η φωνή μου, ένα τίποτα μέσα στον όχλο, όλοι τρέχανε όλο και πιό πολύ, χωρίς να ξέρουν οτι απο κάτω βρίσκεται κόσμος. «Ανοίξτε ρεεεεεεεε!!! Ανοίξτε καθάρματα τις πόρτες!!! Ανοίξτε γ... το στανιό μου...ΣΠΥΡΟΟΟΟΟΟ, που είσαι ρεεεεεε...Ανοίξτε μ...!!! Μηηηηηηη, μη τρέχετε, είμαστε κάτω ρεεεεεεε!!!»... Λόγια, οδύνης λόγια, χαραγμένα σαν από κοφτερή λεπίδα πάνω στην καρδιά μου. Είχαν πέσει από πάνω μου παιδιά και απο κάτω μου άλλα να φωνάζουν σπαρακτικά. Μετά από κάποια ώρα, κατάφερα να σηκωθώ ενώ ακόμα παλικάρια, το ένα μετά το άλλο, έπεφταν κάτω στις σκάλες. Βλέπω, μέσα στον χαλασμό, τον Σπύρο σφηνωμένο στην γωνία της πόρτας. Ένα κουβάρι να φωνάζει: «Ααααααααααααα το κεφάλι μου, το κεφαλάκι μουυυυυυ...". Πήγα κοντά του. Του έβγαλα το κεφάλι μέσα από το κάγκελο. Ήταν σαν ένα ξένο σώμα πάνω του, δεν το αισθανόταν. Βρήκαμε ένα άνοιγμα, μια τρύπα που προσπάθησαν να ανοίξουν στην πόρτα. Βγήκαμε έξω. Έσυρα σαν τσουβάλι τον Σπύρο στον περίβολο της θύρας, και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Δεν ένιωθε τίποτα πάνω του. Του στερέωσα το κεφάλι στο τοίχο. Έβαλα τα κλάματα.. Δεν θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει ούτε η μανά του έτσι όπως ήταν... «Σπύρο...Μίλα ρε φίλε. ΜΙΛΑΑΑΑ!!!» «Πονάω...Το κεφάλι μου...Πονάω…Τι γίνεται;...Tι έγινε;...Πονάω Μανωλιό. Πονάωωωωωω...» «Σώπα, σώπα. Έρχονται ρε, έρχονται. Θα σε φτιάξουν ρε, μη μιλάς...Σώπα...» «Γιατί φωνάζουν; Τι γίνεται ρε Mανωλιό. Τι γίνεται, τι μας κάνανε.» «Τίποτα, σταμάτα αγόρι μου, έρχονται». Τα πρώτα ασθενοφόρα έφτασαν. Έτρεξα στον Σπύρο. «Σπύρακλα, έλα φτάσανε, έλα πάμε στον γιατρό, πάμε! Ακούς; Θα σε πάρω αγκαλιά να σε πάω μέχρι εκεί, ακούς; Κάνε υπομονή, ήρθαν...» Δεν μιλούσε. Τα μάτια του τρεμόπαιζαν κλειστά, δεν μίλαγε, δεν κουνιόταν. Μπαίνουμε μέσα και κατευθυνόμαστε προς το Τζάνειο....Ο γιατρός γύρισε σε εμένα, τα μάτια μου τρέχανε, δεν έβγαλα μιλιά. Μίλησε αυτός. «Λυπάμαι, το χάσαμε το παλικάρι, λυπάμαι ειλικρινά», είπε. Έπεσα, κάθισα στο πάτωμα. «Όχι ρε Σπύρο, όχι ρε φίλε...ΦΙΛΕ ΜΟΥ…ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ…ΟΧΙ» Ήταν το τέλος μιας ζωής, μόλις 18 χρόνων. Μια ζωής, που μου χάρισε πολλά, και μου πήρε άλλα τόσα. Ήταν ο φίλος μου, ο αδερφός μου, ένα κομμάτι από την ζωή μου, από την ψυχή μου. Δυστυχώς κανένας δεν μπήκε στον κόπο να ψάξει υπεύθυνα τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή την τραγωδία. Η ανάκριση δεν είπε ποτέ, επίσημα, αν η πόρτα ήταν κλειστή ή ανοικτή, μόνο εμείς που ποδοπατηθήκαμε, χάσαμε τις αισθήσεις μας για αρκετή ώρα, την αναπνοή μας την ίδια, ξέρουμε την αλήθεια και είναι ντροπή μπροστά σε μια τέτοια τραγωδία να την κρύβουμε."
Πηγή: redplanet.gr
Τρέχαμε όλοι μαζί, με το μάτι να γυαλίζει απο χαρά και περηφάνια. Κοντά στο πρώτο σκαλί, πήγα να τον πιάσω. «Μην χαθούμε, ρε!», του φώναζα. Λίγο πριν το πρώτο σκαλί, ξαφνικά, τον είδα να χάνεται, να πέφτει. Να πέφτουν όλοι από πάνω του, ο ένας μετά τον άλλον, με φόρα, με ορμή. Παντού φωνές, κραυγές, σπαραχτικές κραυγές... «Ρεεεεεεεεεεεεεεε! Ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε!!!», φώναζα. «Σταματήστε, πέσαμε ρεεεεε!!!». Η φωνή μου, ένα τίποτα μέσα στον όχλο, όλοι τρέχανε όλο και πιό πολύ, χωρίς να ξέρουν οτι απο κάτω βρίσκεται κόσμος. «Ανοίξτε ρεεεεεεεε!!! Ανοίξτε καθάρματα τις πόρτες!!! Ανοίξτε γ... το στανιό μου...ΣΠΥΡΟΟΟΟΟΟ, που είσαι ρεεεεεε...Ανοίξτε μ...!!! Μηηηηηηη, μη τρέχετε, είμαστε κάτω ρεεεεεεε!!!»... Λόγια, οδύνης λόγια, χαραγμένα σαν από κοφτερή λεπίδα πάνω στην καρδιά μου. Είχαν πέσει από πάνω μου παιδιά και απο κάτω μου άλλα να φωνάζουν σπαρακτικά. Μετά από κάποια ώρα, κατάφερα να σηκωθώ ενώ ακόμα παλικάρια, το ένα μετά το άλλο, έπεφταν κάτω στις σκάλες. Βλέπω, μέσα στον χαλασμό, τον Σπύρο σφηνωμένο στην γωνία της πόρτας. Ένα κουβάρι να φωνάζει: «Ααααααααααααα το κεφάλι μου, το κεφαλάκι μουυυυυυ...". Πήγα κοντά του. Του έβγαλα το κεφάλι μέσα από το κάγκελο. Ήταν σαν ένα ξένο σώμα πάνω του, δεν το αισθανόταν. Βρήκαμε ένα άνοιγμα, μια τρύπα που προσπάθησαν να ανοίξουν στην πόρτα. Βγήκαμε έξω. Έσυρα σαν τσουβάλι τον Σπύρο στον περίβολο της θύρας, και τον πήρα στην αγκαλιά μου. Δεν ένιωθε τίποτα πάνω του. Του στερέωσα το κεφάλι στο τοίχο. Έβαλα τα κλάματα.. Δεν θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει ούτε η μανά του έτσι όπως ήταν... «Σπύρο...Μίλα ρε φίλε. ΜΙΛΑΑΑΑ!!!» «Πονάω...Το κεφάλι μου...Πονάω…Τι γίνεται;...Tι έγινε;...Πονάω Μανωλιό. Πονάωωωωωω...» «Σώπα, σώπα. Έρχονται ρε, έρχονται. Θα σε φτιάξουν ρε, μη μιλάς...Σώπα...» «Γιατί φωνάζουν; Τι γίνεται ρε Mανωλιό. Τι γίνεται, τι μας κάνανε.» «Τίποτα, σταμάτα αγόρι μου, έρχονται». Τα πρώτα ασθενοφόρα έφτασαν. Έτρεξα στον Σπύρο. «Σπύρακλα, έλα φτάσανε, έλα πάμε στον γιατρό, πάμε! Ακούς; Θα σε πάρω αγκαλιά να σε πάω μέχρι εκεί, ακούς; Κάνε υπομονή, ήρθαν...» Δεν μιλούσε. Τα μάτια του τρεμόπαιζαν κλειστά, δεν μίλαγε, δεν κουνιόταν. Μπαίνουμε μέσα και κατευθυνόμαστε προς το Τζάνειο....Ο γιατρός γύρισε σε εμένα, τα μάτια μου τρέχανε, δεν έβγαλα μιλιά. Μίλησε αυτός. «Λυπάμαι, το χάσαμε το παλικάρι, λυπάμαι ειλικρινά», είπε. Έπεσα, κάθισα στο πάτωμα. «Όχι ρε Σπύρο, όχι ρε φίλε...ΦΙΛΕ ΜΟΥ…ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ…ΟΧΙ» Ήταν το τέλος μιας ζωής, μόλις 18 χρόνων. Μια ζωής, που μου χάρισε πολλά, και μου πήρε άλλα τόσα. Ήταν ο φίλος μου, ο αδερφός μου, ένα κομμάτι από την ζωή μου, από την ψυχή μου. Δυστυχώς κανένας δεν μπήκε στον κόπο να ψάξει υπεύθυνα τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή την τραγωδία. Η ανάκριση δεν είπε ποτέ, επίσημα, αν η πόρτα ήταν κλειστή ή ανοικτή, μόνο εμείς που ποδοπατηθήκαμε, χάσαμε τις αισθήσεις μας για αρκετή ώρα, την αναπνοή μας την ίδια, ξέρουμε την αλήθεια και είναι ντροπή μπροστά σε μια τέτοια τραγωδία να την κρύβουμε."
Πηγή: redplanet.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ