2013-02-17 12:00:18
Τα προβλήματα της Δυτικής Αφρικής μεταναστεύουν στην Ανατολή
Sebastian Elischer
Τον περασμένο μήνα, η ταχεία προώθηση του γαλλικού στρατού στο βόρειο Μάλι και η έγκαιρη ανάπτυξη των στρατευμάτων από την Οικονομική Κοινότητα των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (ECOWAS) φάνηκε να οδηγεί σε ταχεία νίκη έναντι των ισλαμιστών μαχητών και των Τουαρέγκ εκεί. Εξίσου σημαντική, όμως, ήταν η βιαστική απόσυρση των ισλαμιστών μαχητών και των Τουαρέγκ στο βορειοανατολικό Μάλι. Με τη Γαλλία να σχεδιάζει να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη χώρα μόλις τον Μάρτιο, το Μάλι θα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα στραφεί προς μια κηδεμονία της ECOWAS. Το πιο πιθανό αποτέλεσμα δεν είναι ένας ήρεμος τερματισμός της σύγκρουσης, αλλά μάλλον η μετανάστευση του προβλήματος στον γειτονικό Νίγηρα.
Μέλη της ηγεσίας των Τουαρέγκ, που υπέγραψαν μια συμφωνία κατανομής της εξουσίας τον Μάρτιο του 2012 με τρεις παραστρατιωτικές ομάδες τζιχαντιστών – την αλ Κάιντα στην ισλαμική Μαγκρέμπ, την Ansar Dine και το Κίνημα για την Ενότητα και τη Τζιχάντ στην Δυτική Αφρική - έχουν ήδη φύγει μέσω των αφύλακτων συνόρων του Νίγηρα, όπου θα προσπαθήσουν να ανασυνταχθούν
. Δεδομένης της αδύναμης δομής της κυβέρνησης του Νίγηρα, αποτελούν σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της χώρας στο σύνολό της.
Ο Νίγηρας αποτελεί έναν ελκυστικά εύκολο στόχο. Πρώτον, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες μεταρρύθμισης από τον Πρόεδρο Mahamadou Issoufou, ο οποίος εξελέγη τον Απρίλιο του 2011, η κοσμική πολιτική ελίτ του Νίγηρα στερείται νομιμοποίησης στα μάτια κυρίως των αναλφάβητων, των αγροτών και του βαθιά θρησκευόμενου τμήματος του πληθυσμού. Οι πολλές αποτυχημένες προσπάθειες εκδημοκρατισμού και η ανεξέλεγκτη διαφθορά προηγούμενων κυβερνήσεων μάστιζαν την χώρα για πάνω από δύο δεκαετίες. Στόν πληθυσμό, αυτή η προβληματική κληρονομιά έχει καλλιεργήσει μια γενική αίσθηση αποξένωσης από την πρωτεύουσα.
Μεγάλα τμήματα του στρατού του Νίγηρα, εν τω μεταξύ, αντιτίθενται στην ιδέα της πολιτικής διακυβέρνησης. Από τότε που απομακρύνθηκε από την εξουσία το 1991, η ηγεσία του στρατού έχει καλλιεργήσει μια βαθιά δυσπιστία για την πολιτική ελίτ μέσα σε όλες τις στρατιωτικές τάξεις. Τρέφοντας μίσος για τους Τουαρέγκ μετά από δύο μεγάλες στρατιωτικές εκστρατείες εναντίον τους (1990-1995 και 2007-2009, αντίστοιχα), ο στρατός του Νίγηρα ανέτρεψε τρεις κυβερνήσεις από το 1993. Παρά το γεγονός ότι οι πρόσφατες απόπειρες πραξικοπήματος το 2011 και το 2012 αποδείχθηκαν ερασιτεχνικές και δεν είχαν επαρκή υποστήριξη τόσο μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων όσο και του πληθυσμού, δείχνουν μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ τμημάτων του στρατού και των πολιτικών ελίτ.
Παρά το σύμφωνο ειρήνης του 2009 με την κυβέρνηση, οι φυλές των Τουαρέγκ του Νίγηρα παραμένουν οικονομικά στο περιθώριο και στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων. Παρ’ ότι το 2009 η κεντρική κυβέρνηση συμφώνησε να παρέχει περισσότερους πόρους για τους Τουαρέγκ, η υπόσχεση αυτή σαφώς δεν τηρήθηκε. Οι Τουαρέγκ έτσι παρέμειναν φτωχότεροι από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η Τουαρέγκ καταγωγή του σημερινού πρωθυπουργού δεν θα πρέπει να αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι η κοινότητα δεν διαθέτει πραγματική πολιτική εκπροσώπηση στην πρωτεύουσα.
Δεδομένου ότι οι Τουαρέγκ είναι ένας νομαδικός λαός, κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσοι είναι - αλλά οι καλύτερες εκτιμήσεις δείχνουν ότι υπάρχουν συνολικά περίπου 1,2 εκατομμύρια Τουαρέγκ, με τους περισσότερους από αυτούς να ζουν στο Μαλί και στον Νίγηρα. Ο Issoufou αρχικά, έχει προειδοποιήσει ρητά για την απειλή μιας νέας εξέγερσης των Τουαρέγκ στο βορρά. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης σχετικά με ένα πακέτο 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ενίσχυση των κατοικημένων περιοχών των Τουαρέγκ στο αποκορύφωμα της γαλλικής παρέμβασης, ήταν πιθανόν μια προσπάθεια να αποτραπεί μια τέτοια εξέγερση.
Εν τω μεταξύ, στον νότιο Νίγηρα, τα αφύλακτα σημεία ελέγχου κατά μήκος των συνόρων με τη Νιγηρία έχουν επιτρέψει την εισροή ριζοσπαστικών ισλαμιστών ιεροκηρύκων, οι οποίοι προσπάθησαν να κερδίσουν την συμπάθεια των πολιτών με την υπόσχεση να παρέχουν δημόσια αγαθά που η πολιτεία δεν προσφέρει. Η Boko Haram, μια μαχητική οργάνωση τζιχαντιστών που εδρεύει στην Νιγηρία και εγχώριες ριζοσπαστικές ισλαμικές αιρέσεις, όπως το κίνημα Izala, λειτουργούν πολύ γνωστά παραρτήματα στις νότιες πόλεις του Νίγηρα, την Ντίφα, την Μαραντί και την Ζίντερ. Οι μαχητές τους συγκρούονται τακτικά με τις δυνάμεις ασφαλείας του Νίγηρα.
Εν ολίγοις, η εγχώρια πολιτική σκηνή του Νίγηρα παραμένει εξαιρετικά ασταθής. Και το «λάδι στην φωτιά» θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η εισροή των ανταρτών από το Μάλι. Αυτοί οι αντάρτες θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να υποδαυλίσουν μια εξέγερση είτε των ισλαμιστών είτε των Τουαρέγκ - ή και των δύο. Η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των Τουαρέγκ στο βόρειο Νίγηρα και η αυξανόμενη επιρροή των ισλαμικών ομάδων στο νότο προσφέρει εύφορο έδαφος για κάτι τέτοιο.
Το ξέσπασμα ευρύτερης αναταραχής στο Νίγηρα θα μπορούσε να παρασύρει την Δύση σε μια μακροπρόθεσμη στρατιωτική εμπλοκή στην περιοχή του Σαχέλ. Η Γαλλία παίρνει περίπου τα τρία τέταρτα της ενέργειάς της από το ουράνιο που εξορύσσεται στον βόρειο Νίγηρα, κοντά στην πόλη Αρλίτ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Γαλλία έχει ήδη εγκαταστήσει στρατιώτες για την προστασία αυτών των πόρων και η Κίνα φέρεται να έχει κάνει το ίδιο στο ορυχείο ουρανίου κοντά στην Αζαλίκ. Ο Νίγηρας είναι επίσης εξαγωγέας πετρελαίου και η παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά κατά τους επόμενους μήνες. Τα επαναστατικά κινήματα και οι ισλαμιστές είναι σε κοντινή απόσταση από τα ορυχεία του Νίγηρα και τα κοιτάσματα πετρελαίου, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να τα χρηματοδοτήσουν την εξέγερση τους. Περαιτέρω επιθέσεις στο έδαφος του Νίγηρα και της Αλγερίας παραμένουν ένα από τα ενδεχόμενα.
Η Δύση δεν πρέπει να εμπιστευτεί τον στρατό του Νίγηρα για να διαχειριστεί μόνος του μια τέτοια σύγκρουση. Οι ανώτερες τάξεις του διορίστηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση - με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις, όχι αξιοκρατικά. Ως αποτέλεσμα, ο στρατός δεν έχει επαγγελματισμό και την κατάλληλη κατάρτιση. Και οι ήδη ανίσχυρες δυνάμεις της χώρας σύντομα θα εξαντληθούν περισσότερο: ο Νίγηρας έχει προσφέρει στην ECOWAS το 20% των στρατιωτών του είτε για να συμμετάσχουν στην επιχείρηση στο Μάλι είτε για να βρίσκονται σε επιφυλακή.
Η ικανότητα της ECOWAS να αστυνομεύει την περιοχή είναι επίσης εξαιρετικά αμφίβολη. Πρώτον, οι προηγούμενες αποστολές της ECOWAS - στη Σιέρα Λεόνε και τη Λιβερία – αποδείχθηκαν επιδερμικές. Και στις δύο περιπτώσεις, η δυσπιστία και ο διχασμός μάστιζε τις σχέσεις μεταξύ της στρατιωτικής ηγεσίας. Οι επιχειρήσεις αυτές της ECOWAS επίσης υπέφεραν από ανεπαρκείς πόρους, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης όπλων. Σε τελική ανάλυση, ο μόνος λόγος για τον οποίο ήταν αποτελεσματικοί ήταν μια ισχυρή βρετανική στρατιωτική παρουσία. Αλλά με την αποχώρηση της Γαλλίας από το Μάλι να επίκειται, μια τέτοια δύναμη θα λείπει από την περιοχή του Σαχέλ.
Επιπλέον, οι διάφορες αφρικανικές χώρες που έχουν δεσμευθεί για υποστήριξη στην στρατιωτική εμπλοκή στο Μάλι δεν διαθέτουν τα αναγκαία οικονομικά μέσα ακόμα και για αυτόν τον πόλεμο. Έχουν ήδη ζητήσει από τους Δυτικούς χορηγούς 1 δισ. δολάρια ως βοήθεια και μέχρι στιγμής η Δύση έχει δώσει μόνο το μισό του ποσού αυτού. Δεν θα είναι εύκολο γι' αυτούς να ανοίξουν άλλο ένα μέτωπο.
Επιπλέον, περίπου το 1/3 του συνόλου των Αφρικανών στρατιωτών που δεσμεύτηκαν για την αποστολή στο Μάλι προέρχονται από το Τσαντ, χώρα η οποία δεν είναι μέλος της ECOWAS. Παρά το γεγονός ότι η εντολή των Ηνωμένων Εθνών για το Μάλι αναφέρεται σε «μια υπό αφρικανική ηγεσία Διεθνή Αποστολή Υποστήριξης» και ως εκ τούτου επιτρέπει σε κάθε αφρικανική χώρα να ενταχθεί στην σύγκρουση, μια μακροπρόθεσμη, πολυμερής αποστολή θα «φουντώσει» τελικά το ερώτημα αν είναι υπεύθυνη η ECOWAS ή το Τσαντ.
Δυστυχώς, όμως, η βοήθεια από το εξωτερικό δεν φαίνεται να έρχεται. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία δεν φαίνεται να κατανοούν την σημασία του Σαχέλ στην ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια. Η Γερμανία έχει αφιερώσει μόνο τρία αεροσκάφη στην εκστρατεία στο Μάλι και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει στείλει 240 «μη μάχιμους» στρατιώτες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν έχει μια ολοκληρωμένη αφρικανική στρατηγική, πόσο μάλλον ένα σχέδιο για την περιοχή του Σαχέλ. Η «εξ αποστάσεως» αστυνόμευση – η προτιμώμενη τακτική της κυβέρνησης Ομπάμα - παρέχει ελάχιστα περισσότερα από μια βραχυπρόθεσμη λύση. Αν η Δύση θέλει να αποτρέψει το Σαχέλ να καταστεί όμηρος των Τουαρέγκ και των ισλαμιστών μαχητών, η μακροπρόθεσμη στρατιωτική και οικονομική δέσμευση απαιτείται επειγόντως.
Ο SEBASTIAN ELISCHER είναι επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Leuphana του Lüneburg και ανώτερος ερευνητής στο Γερμανικό Ινστιτούτο για τις Παγκόσμιες και Τοπικές Σπουδές, στο Αμβούργο. Το βιβλίο του: «Τα πολιτικά κόμματα στην Αφρική: Εθνότητα και Σχηματισμός Κόμματος» θα εκδοθεί από το Cambridge University Press.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
FOREIGN AFFAIRS The Hellenic Edition
InfoGnomon
Sebastian Elischer
Τον περασμένο μήνα, η ταχεία προώθηση του γαλλικού στρατού στο βόρειο Μάλι και η έγκαιρη ανάπτυξη των στρατευμάτων από την Οικονομική Κοινότητα των Κρατών της Δυτικής Αφρικής (ECOWAS) φάνηκε να οδηγεί σε ταχεία νίκη έναντι των ισλαμιστών μαχητών και των Τουαρέγκ εκεί. Εξίσου σημαντική, όμως, ήταν η βιαστική απόσυρση των ισλαμιστών μαχητών και των Τουαρέγκ στο βορειοανατολικό Μάλι. Με τη Γαλλία να σχεδιάζει να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη χώρα μόλις τον Μάρτιο, το Μάλι θα είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα στραφεί προς μια κηδεμονία της ECOWAS. Το πιο πιθανό αποτέλεσμα δεν είναι ένας ήρεμος τερματισμός της σύγκρουσης, αλλά μάλλον η μετανάστευση του προβλήματος στον γειτονικό Νίγηρα.
Μέλη της ηγεσίας των Τουαρέγκ, που υπέγραψαν μια συμφωνία κατανομής της εξουσίας τον Μάρτιο του 2012 με τρεις παραστρατιωτικές ομάδες τζιχαντιστών – την αλ Κάιντα στην ισλαμική Μαγκρέμπ, την Ansar Dine και το Κίνημα για την Ενότητα και τη Τζιχάντ στην Δυτική Αφρική - έχουν ήδη φύγει μέσω των αφύλακτων συνόρων του Νίγηρα, όπου θα προσπαθήσουν να ανασυνταχθούν
Ο Νίγηρας αποτελεί έναν ελκυστικά εύκολο στόχο. Πρώτον, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες μεταρρύθμισης από τον Πρόεδρο Mahamadou Issoufou, ο οποίος εξελέγη τον Απρίλιο του 2011, η κοσμική πολιτική ελίτ του Νίγηρα στερείται νομιμοποίησης στα μάτια κυρίως των αναλφάβητων, των αγροτών και του βαθιά θρησκευόμενου τμήματος του πληθυσμού. Οι πολλές αποτυχημένες προσπάθειες εκδημοκρατισμού και η ανεξέλεγκτη διαφθορά προηγούμενων κυβερνήσεων μάστιζαν την χώρα για πάνω από δύο δεκαετίες. Στόν πληθυσμό, αυτή η προβληματική κληρονομιά έχει καλλιεργήσει μια γενική αίσθηση αποξένωσης από την πρωτεύουσα.
Μεγάλα τμήματα του στρατού του Νίγηρα, εν τω μεταξύ, αντιτίθενται στην ιδέα της πολιτικής διακυβέρνησης. Από τότε που απομακρύνθηκε από την εξουσία το 1991, η ηγεσία του στρατού έχει καλλιεργήσει μια βαθιά δυσπιστία για την πολιτική ελίτ μέσα σε όλες τις στρατιωτικές τάξεις. Τρέφοντας μίσος για τους Τουαρέγκ μετά από δύο μεγάλες στρατιωτικές εκστρατείες εναντίον τους (1990-1995 και 2007-2009, αντίστοιχα), ο στρατός του Νίγηρα ανέτρεψε τρεις κυβερνήσεις από το 1993. Παρά το γεγονός ότι οι πρόσφατες απόπειρες πραξικοπήματος το 2011 και το 2012 αποδείχθηκαν ερασιτεχνικές και δεν είχαν επαρκή υποστήριξη τόσο μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων όσο και του πληθυσμού, δείχνουν μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ τμημάτων του στρατού και των πολιτικών ελίτ.
Παρά το σύμφωνο ειρήνης του 2009 με την κυβέρνηση, οι φυλές των Τουαρέγκ του Νίγηρα παραμένουν οικονομικά στο περιθώριο και στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων. Παρ’ ότι το 2009 η κεντρική κυβέρνηση συμφώνησε να παρέχει περισσότερους πόρους για τους Τουαρέγκ, η υπόσχεση αυτή σαφώς δεν τηρήθηκε. Οι Τουαρέγκ έτσι παρέμειναν φτωχότεροι από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η Τουαρέγκ καταγωγή του σημερινού πρωθυπουργού δεν θα πρέπει να αποσπάσει την προσοχή από το γεγονός ότι η κοινότητα δεν διαθέτει πραγματική πολιτική εκπροσώπηση στην πρωτεύουσα.
Δεδομένου ότι οι Τουαρέγκ είναι ένας νομαδικός λαός, κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσοι είναι - αλλά οι καλύτερες εκτιμήσεις δείχνουν ότι υπάρχουν συνολικά περίπου 1,2 εκατομμύρια Τουαρέγκ, με τους περισσότερους από αυτούς να ζουν στο Μαλί και στον Νίγηρα. Ο Issoufou αρχικά, έχει προειδοποιήσει ρητά για την απειλή μιας νέας εξέγερσης των Τουαρέγκ στο βορρά. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης σχετικά με ένα πακέτο 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ενίσχυση των κατοικημένων περιοχών των Τουαρέγκ στο αποκορύφωμα της γαλλικής παρέμβασης, ήταν πιθανόν μια προσπάθεια να αποτραπεί μια τέτοια εξέγερση.
Εν τω μεταξύ, στον νότιο Νίγηρα, τα αφύλακτα σημεία ελέγχου κατά μήκος των συνόρων με τη Νιγηρία έχουν επιτρέψει την εισροή ριζοσπαστικών ισλαμιστών ιεροκηρύκων, οι οποίοι προσπάθησαν να κερδίσουν την συμπάθεια των πολιτών με την υπόσχεση να παρέχουν δημόσια αγαθά που η πολιτεία δεν προσφέρει. Η Boko Haram, μια μαχητική οργάνωση τζιχαντιστών που εδρεύει στην Νιγηρία και εγχώριες ριζοσπαστικές ισλαμικές αιρέσεις, όπως το κίνημα Izala, λειτουργούν πολύ γνωστά παραρτήματα στις νότιες πόλεις του Νίγηρα, την Ντίφα, την Μαραντί και την Ζίντερ. Οι μαχητές τους συγκρούονται τακτικά με τις δυνάμεις ασφαλείας του Νίγηρα.
Εν ολίγοις, η εγχώρια πολιτική σκηνή του Νίγηρα παραμένει εξαιρετικά ασταθής. Και το «λάδι στην φωτιά» θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η εισροή των ανταρτών από το Μάλι. Αυτοί οι αντάρτες θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να υποδαυλίσουν μια εξέγερση είτε των ισλαμιστών είτε των Τουαρέγκ - ή και των δύο. Η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των Τουαρέγκ στο βόρειο Νίγηρα και η αυξανόμενη επιρροή των ισλαμικών ομάδων στο νότο προσφέρει εύφορο έδαφος για κάτι τέτοιο.
Το ξέσπασμα ευρύτερης αναταραχής στο Νίγηρα θα μπορούσε να παρασύρει την Δύση σε μια μακροπρόθεσμη στρατιωτική εμπλοκή στην περιοχή του Σαχέλ. Η Γαλλία παίρνει περίπου τα τρία τέταρτα της ενέργειάς της από το ουράνιο που εξορύσσεται στον βόρειο Νίγηρα, κοντά στην πόλη Αρλίτ. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Γαλλία έχει ήδη εγκαταστήσει στρατιώτες για την προστασία αυτών των πόρων και η Κίνα φέρεται να έχει κάνει το ίδιο στο ορυχείο ουρανίου κοντά στην Αζαλίκ. Ο Νίγηρας είναι επίσης εξαγωγέας πετρελαίου και η παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά κατά τους επόμενους μήνες. Τα επαναστατικά κινήματα και οι ισλαμιστές είναι σε κοντινή απόσταση από τα ορυχεία του Νίγηρα και τα κοιτάσματα πετρελαίου, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να τα χρηματοδοτήσουν την εξέγερση τους. Περαιτέρω επιθέσεις στο έδαφος του Νίγηρα και της Αλγερίας παραμένουν ένα από τα ενδεχόμενα.
Η Δύση δεν πρέπει να εμπιστευτεί τον στρατό του Νίγηρα για να διαχειριστεί μόνος του μια τέτοια σύγκρουση. Οι ανώτερες τάξεις του διορίστηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση - με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις, όχι αξιοκρατικά. Ως αποτέλεσμα, ο στρατός δεν έχει επαγγελματισμό και την κατάλληλη κατάρτιση. Και οι ήδη ανίσχυρες δυνάμεις της χώρας σύντομα θα εξαντληθούν περισσότερο: ο Νίγηρας έχει προσφέρει στην ECOWAS το 20% των στρατιωτών του είτε για να συμμετάσχουν στην επιχείρηση στο Μάλι είτε για να βρίσκονται σε επιφυλακή.
Η ικανότητα της ECOWAS να αστυνομεύει την περιοχή είναι επίσης εξαιρετικά αμφίβολη. Πρώτον, οι προηγούμενες αποστολές της ECOWAS - στη Σιέρα Λεόνε και τη Λιβερία – αποδείχθηκαν επιδερμικές. Και στις δύο περιπτώσεις, η δυσπιστία και ο διχασμός μάστιζε τις σχέσεις μεταξύ της στρατιωτικής ηγεσίας. Οι επιχειρήσεις αυτές της ECOWAS επίσης υπέφεραν από ανεπαρκείς πόρους, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης όπλων. Σε τελική ανάλυση, ο μόνος λόγος για τον οποίο ήταν αποτελεσματικοί ήταν μια ισχυρή βρετανική στρατιωτική παρουσία. Αλλά με την αποχώρηση της Γαλλίας από το Μάλι να επίκειται, μια τέτοια δύναμη θα λείπει από την περιοχή του Σαχέλ.
Επιπλέον, οι διάφορες αφρικανικές χώρες που έχουν δεσμευθεί για υποστήριξη στην στρατιωτική εμπλοκή στο Μάλι δεν διαθέτουν τα αναγκαία οικονομικά μέσα ακόμα και για αυτόν τον πόλεμο. Έχουν ήδη ζητήσει από τους Δυτικούς χορηγούς 1 δισ. δολάρια ως βοήθεια και μέχρι στιγμής η Δύση έχει δώσει μόνο το μισό του ποσού αυτού. Δεν θα είναι εύκολο γι' αυτούς να ανοίξουν άλλο ένα μέτωπο.
Επιπλέον, περίπου το 1/3 του συνόλου των Αφρικανών στρατιωτών που δεσμεύτηκαν για την αποστολή στο Μάλι προέρχονται από το Τσαντ, χώρα η οποία δεν είναι μέλος της ECOWAS. Παρά το γεγονός ότι η εντολή των Ηνωμένων Εθνών για το Μάλι αναφέρεται σε «μια υπό αφρικανική ηγεσία Διεθνή Αποστολή Υποστήριξης» και ως εκ τούτου επιτρέπει σε κάθε αφρικανική χώρα να ενταχθεί στην σύγκρουση, μια μακροπρόθεσμη, πολυμερής αποστολή θα «φουντώσει» τελικά το ερώτημα αν είναι υπεύθυνη η ECOWAS ή το Τσαντ.
Δυστυχώς, όμως, η βοήθεια από το εξωτερικό δεν φαίνεται να έρχεται. Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία δεν φαίνεται να κατανοούν την σημασία του Σαχέλ στην ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια. Η Γερμανία έχει αφιερώσει μόνο τρία αεροσκάφη στην εκστρατεία στο Μάλι και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει στείλει 240 «μη μάχιμους» στρατιώτες. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δεν έχει μια ολοκληρωμένη αφρικανική στρατηγική, πόσο μάλλον ένα σχέδιο για την περιοχή του Σαχέλ. Η «εξ αποστάσεως» αστυνόμευση – η προτιμώμενη τακτική της κυβέρνησης Ομπάμα - παρέχει ελάχιστα περισσότερα από μια βραχυπρόθεσμη λύση. Αν η Δύση θέλει να αποτρέψει το Σαχέλ να καταστεί όμηρος των Τουαρέγκ και των ισλαμιστών μαχητών, η μακροπρόθεσμη στρατιωτική και οικονομική δέσμευση απαιτείται επειγόντως.
Ο SEBASTIAN ELISCHER είναι επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Leuphana του Lüneburg και ανώτερος ερευνητής στο Γερμανικό Ινστιτούτο για τις Παγκόσμιες και Τοπικές Σπουδές, στο Αμβούργο. Το βιβλίο του: «Τα πολιτικά κόμματα στην Αφρική: Εθνότητα και Σχηματισμός Κόμματος» θα εκδοθεί από το Cambridge University Press.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
FOREIGN AFFAIRS The Hellenic Edition
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πάτρα: Θρήνος για τον θάνατο του Παναγιώτη Κυριακόπουλου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ