2013-02-24 23:57:03
Από τη δεύτερη γενιά των Μικρασιατών, το σύνολο σχεδόν έμεινε στο Αμπελάκι του «Βρύσινα», όμως η τρίτη γενιά, στην... πλειοψηφία της, άφησε το χωριό και «έψαξε» τη ζωή της στις πόλεις. Παντού, σε όλη την Κρήτη και στην Αθήνα! Στα χαλάσματα των τουρκόσπιτων, των λίγων που δεν αναστηλώθηκαν και επισκευάστηκαν, διακρίνεις τα φαντάσματα των Τουρκοκρητικών Τα δυο τελευταία χρόνια, απόγονοι τους από τη μικρασιατική γη ήλθαν στο Αμπελάκι για «να δουν τα σπίτια και τις περιουσίες των πατεράδων και των παππούδων τους». Και μιλούσαν την κρητική διάλεκτο «καλύτερα και από τους Κρητικούς». Είπαν σε αυτό το προσκύνημα και μαντινάδες και οι ντόπιοι από τις «χαμένες πατρίδες», αυτόματα έβαλαν στο μυαλό τους τη γη της Ιωνίας…
Στο χωριό του Βρύσινα, λοιπόν, θα συναντήσεις τους βλαστούς όλων που ήλθαν μετά την καταστροφή του ’22. Μόνο από μια οικογένεια δε θα βρεις άνθρωπό της, αυτή του Βοργιά. Οι υπόλοιπες έμειναν εκεί, στοίχειωσαν! Έμειναν τα μεγάλα σόγια του Δελήμπαση και του Καραγιώργη και οι μικρότερες φαμίλιες με ανθρώπους τους: Του Τσουντάνη, του Νταούτη, του Τσάμη, του Αναστασιάδη, του Κρεμμύδα, του Νταντή, του Κοντύλη, του Τσακίρη, του Τσουκαλά και του Λυγερού.
Και ποιοι επέλεξαν το Αμπελάκι από τους πρόσφυγες, για να συνεχίσουν τη ζωή τους; Μα οι «ματωμένοι» που αγαπούσαν το κρασί, γιατί πίστεψαν πως εδώ θα υπήρχε, λόγω ονομασίας, πολύ κρασί που το αγαπούσαν! Μπέρδεψαν με τους ντόπιους, όταν ήλθαν, αν και αρχικά οι εγχώριοι «δεν τους είδαν με καλό μάτι», και αφομοιώθηκαν στη νέα τους κοινωνία.
Βρήκαν οκτώ ντόπιες οικογένειες, αυτές των Λεντζάκη, Τζονεβράκη, Φουρναράκη, Χαλκιαδάκη, Μηναδάκη, Βουρβαχάκη, Ξεζωνάκη και Παλιεράκη, και περνώντας τα χρόνια, ο ένας μάθαινε τα χούγια του άλλου και η συνύπαρξη, πέρα από μεμονωμένα… παρατράγουδα, ήταν ομαλή. Όλοι έπεσαν στη γη για να επιβιώσουν και οι πιο πολλοί που ήταν ακάτεχοι, εξελίχθηκαν με τη γη που ζυμώθηκαν σε εξαιρετικούς γεωργούς, τυροκόμους και κτηνοτρόφους.
«ΕΔΩ ΗΤΑΝ 26-27 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥΡΚΩΝ…»
Από τους γηραιότερους Μικρασιάτες της δεύτερης γενιάς στο χωριό είναι ο Λευτέρης Νταντής στα 86 του χρόνια. Ο ίδιος γεννήθηκε το 1927 στο Αμπελάκι, είναι γόνος προσφύγων από το Τιγκελί και από τις διηγήσεις των γονιών του, όταν «βρέθηκαν εδώ βρήκαν 26-27 οικογένειες Τούρκων, που πήραν τα σπίτια τους». Πολύ γρήγορα, ο υπερήλικας σήμερα αφομοιώθηκε στο καινούργιο περιβάλλον της οικογένειας και νέος στα 17-18 του χρόνια έγινε και λυράρης και κρατούσε τα γλέντια και τις παρέες… Ωστόσο, νιώθει «Κρητικός έχοντας στις φλέβες του μικρασιατικό αίμα».
Στις διηγήσεις του πατέρα του έχει μείνει από μικρό παιδί ο Ανδρέας Τσάμης. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της ζωής του, μένει, παρότι γέννημα και θρέμμα στην αμπελακιώτικη γη:«Νιώθω Μικρασιάτης. Έχω ένα γιό τον Αντώνη, που όταν δει Μικρασιάτη μπορεί και να κλαίει! Το αίμα στις φλέβες μου είναι από τις πατρίδες μας…»
Φυλλομετρώντας αυτό το βιβλίο ο 78χρονος αγρότης θα πει: «Ο πατέρας μου ο Νίκος ήλθε από τη Σμύρνη στο Ρέθυμνο το 1923. Προτίμησε το Αμπελάκι γιατί εδώ ήταν και η μετέπειτα γυναίκα του η Αμαλία. Παντρεύτηκαν και έκαναν δυο παιδιά, το Γιώργη και την Άννα που ζει σήμερα, γριά γυναίκα, στην Αθήνα. Πριν καταλήξει σε αυτό το χωριό, έμεινε για λίγο καιρό στο Ρέθυμνο και εργάστηκε στην Ηλεκτρική. Ερχόμενος εδώ ασχολήθηκε με τα γεωργικά…
»Πήρε σπίτι Τούρκου και περιουσία, ελιές και περιβόλι. Η Αμαλία η γυναίκα του πέθανε το 1934 και παντρεύτηκε μια δεύτερη μετά, την Χρυσή τη Λεονταράκη από το Μιξόρρουμα και γέννησε εμένα, το Στέλιο και την Ειρήνη. Γέννησε άλλα δυο παιδιά αλλά της πέθαναν. Τον πατέρα μου τον έχασα το 1964 όταν ήμουν στη Γερμανία που δούλεψα για τριάμιση χρόνια…»
ΑΜΑΝΕΔΕΣ
Η ζωή των Μικρασιατών στο Αμπελάκι μέχρι να μπουν στους νέους τους ρυθμούς, κυλούσε στους καημούς, στην παλιά τους πατρίδα και στην καθημερινή βιοπάλη για να στεριώσουν. Όλοι μαζί σαν ατσάλι, μέσα στον αναστεναγμό περνούσαν τις ώρες και τις μέρες τους οι περισσότεροι στο καφενείο του Ανδρέα του Τζονεβράκη και κάποιες φορές και στου Καραγιώργη.
«Όλοι οι μπεκρήδες από την προσφυγιά ήλθαν εδώ», θα πει ο κ. Τσάμης. «Άκουσαν Αμπελάκι και πίστεψαν ότι το χωριό θα βγάζει πολύ κρασί. Έκαναν τις παρέες τους, και τραγουδούσαν αμανέδες και τραγούδια της Μικρασίας. Όμως, όλοι μετά, έμαθαν να τραγουδούν και να χορεύουν τους κρητικούς σκοπούς…»
Αλλά όσο διηγείται, η θύμησή του μένει στον πατέρα του: «Ήταν φιλήσυχος, ήρεμος, νομοταγής, άνθρωπος του Θεού, πώς να στο πω…» Είπε αυτό και έφυγε, ενώ τέλειωνε το απόγευμα, για τα πρόβατα που νωρίτερα οδηγούσε στο βοσκοτόπι με το τρακτέρ του. Αυτόματα, θα του έλθουν στο μυαλό οι στίχοι των παλιών του, που θα τους ψιθυρίσει:
Η Σμύρνη και το Κορδελιό
δεν ήταν του Κεμάλι
μόνο τα παραδώσανε
βασιλικοί ρουφιάνοι.
madeincreta.gr
Στο χωριό του Βρύσινα, λοιπόν, θα συναντήσεις τους βλαστούς όλων που ήλθαν μετά την καταστροφή του ’22. Μόνο από μια οικογένεια δε θα βρεις άνθρωπό της, αυτή του Βοργιά. Οι υπόλοιπες έμειναν εκεί, στοίχειωσαν! Έμειναν τα μεγάλα σόγια του Δελήμπαση και του Καραγιώργη και οι μικρότερες φαμίλιες με ανθρώπους τους: Του Τσουντάνη, του Νταούτη, του Τσάμη, του Αναστασιάδη, του Κρεμμύδα, του Νταντή, του Κοντύλη, του Τσακίρη, του Τσουκαλά και του Λυγερού.
Και ποιοι επέλεξαν το Αμπελάκι από τους πρόσφυγες, για να συνεχίσουν τη ζωή τους; Μα οι «ματωμένοι» που αγαπούσαν το κρασί, γιατί πίστεψαν πως εδώ θα υπήρχε, λόγω ονομασίας, πολύ κρασί που το αγαπούσαν! Μπέρδεψαν με τους ντόπιους, όταν ήλθαν, αν και αρχικά οι εγχώριοι «δεν τους είδαν με καλό μάτι», και αφομοιώθηκαν στη νέα τους κοινωνία.
Βρήκαν οκτώ ντόπιες οικογένειες, αυτές των Λεντζάκη, Τζονεβράκη, Φουρναράκη, Χαλκιαδάκη, Μηναδάκη, Βουρβαχάκη, Ξεζωνάκη και Παλιεράκη, και περνώντας τα χρόνια, ο ένας μάθαινε τα χούγια του άλλου και η συνύπαρξη, πέρα από μεμονωμένα… παρατράγουδα, ήταν ομαλή. Όλοι έπεσαν στη γη για να επιβιώσουν και οι πιο πολλοί που ήταν ακάτεχοι, εξελίχθηκαν με τη γη που ζυμώθηκαν σε εξαιρετικούς γεωργούς, τυροκόμους και κτηνοτρόφους.
«ΕΔΩ ΗΤΑΝ 26-27 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥΡΚΩΝ…»
Από τους γηραιότερους Μικρασιάτες της δεύτερης γενιάς στο χωριό είναι ο Λευτέρης Νταντής στα 86 του χρόνια. Ο ίδιος γεννήθηκε το 1927 στο Αμπελάκι, είναι γόνος προσφύγων από το Τιγκελί και από τις διηγήσεις των γονιών του, όταν «βρέθηκαν εδώ βρήκαν 26-27 οικογένειες Τούρκων, που πήραν τα σπίτια τους». Πολύ γρήγορα, ο υπερήλικας σήμερα αφομοιώθηκε στο καινούργιο περιβάλλον της οικογένειας και νέος στα 17-18 του χρόνια έγινε και λυράρης και κρατούσε τα γλέντια και τις παρέες… Ωστόσο, νιώθει «Κρητικός έχοντας στις φλέβες του μικρασιατικό αίμα».
Στις διηγήσεις του πατέρα του έχει μείνει από μικρό παιδί ο Ανδρέας Τσάμης. Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της ζωής του, μένει, παρότι γέννημα και θρέμμα στην αμπελακιώτικη γη:«Νιώθω Μικρασιάτης. Έχω ένα γιό τον Αντώνη, που όταν δει Μικρασιάτη μπορεί και να κλαίει! Το αίμα στις φλέβες μου είναι από τις πατρίδες μας…»
Φυλλομετρώντας αυτό το βιβλίο ο 78χρονος αγρότης θα πει: «Ο πατέρας μου ο Νίκος ήλθε από τη Σμύρνη στο Ρέθυμνο το 1923. Προτίμησε το Αμπελάκι γιατί εδώ ήταν και η μετέπειτα γυναίκα του η Αμαλία. Παντρεύτηκαν και έκαναν δυο παιδιά, το Γιώργη και την Άννα που ζει σήμερα, γριά γυναίκα, στην Αθήνα. Πριν καταλήξει σε αυτό το χωριό, έμεινε για λίγο καιρό στο Ρέθυμνο και εργάστηκε στην Ηλεκτρική. Ερχόμενος εδώ ασχολήθηκε με τα γεωργικά…
»Πήρε σπίτι Τούρκου και περιουσία, ελιές και περιβόλι. Η Αμαλία η γυναίκα του πέθανε το 1934 και παντρεύτηκε μια δεύτερη μετά, την Χρυσή τη Λεονταράκη από το Μιξόρρουμα και γέννησε εμένα, το Στέλιο και την Ειρήνη. Γέννησε άλλα δυο παιδιά αλλά της πέθαναν. Τον πατέρα μου τον έχασα το 1964 όταν ήμουν στη Γερμανία που δούλεψα για τριάμιση χρόνια…»
ΑΜΑΝΕΔΕΣ
Η ζωή των Μικρασιατών στο Αμπελάκι μέχρι να μπουν στους νέους τους ρυθμούς, κυλούσε στους καημούς, στην παλιά τους πατρίδα και στην καθημερινή βιοπάλη για να στεριώσουν. Όλοι μαζί σαν ατσάλι, μέσα στον αναστεναγμό περνούσαν τις ώρες και τις μέρες τους οι περισσότεροι στο καφενείο του Ανδρέα του Τζονεβράκη και κάποιες φορές και στου Καραγιώργη.
«Όλοι οι μπεκρήδες από την προσφυγιά ήλθαν εδώ», θα πει ο κ. Τσάμης. «Άκουσαν Αμπελάκι και πίστεψαν ότι το χωριό θα βγάζει πολύ κρασί. Έκαναν τις παρέες τους, και τραγουδούσαν αμανέδες και τραγούδια της Μικρασίας. Όμως, όλοι μετά, έμαθαν να τραγουδούν και να χορεύουν τους κρητικούς σκοπούς…»
Αλλά όσο διηγείται, η θύμησή του μένει στον πατέρα του: «Ήταν φιλήσυχος, ήρεμος, νομοταγής, άνθρωπος του Θεού, πώς να στο πω…» Είπε αυτό και έφυγε, ενώ τέλειωνε το απόγευμα, για τα πρόβατα που νωρίτερα οδηγούσε στο βοσκοτόπι με το τρακτέρ του. Αυτόματα, θα του έλθουν στο μυαλό οι στίχοι των παλιών του, που θα τους ψιθυρίσει:
Η Σμύρνη και το Κορδελιό
δεν ήταν του Κεμάλι
μόνο τα παραδώσανε
βασιλικοί ρουφιάνοι.
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι Σουλιώτες απόγονοι των Σπαρτιατών δεν αποχωρούν ποτέ..
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ