2013-03-04 13:09:04
Φωτογραφία για Το παράδοξο της αφθονίας & οι κυπριακοί υδρογονάνθρακες
του Δρ. Κωνσταντίνου Χατζηστάσου*

Η επικείμενη επιβεβαίωση του πεδίου φυσικού αερίου Αφροδίτη, τα σχέδια για την κατασκευή του τερματικού υγροποίησης σε συνάρτηση με τις έρευνες για τον εντοπισμό πετρελαίου έχει δημιουργήσει ένα κλίμα ευφορίας στην Κυπριακή κοινωνία. Γιατί όμως να θέλει μια χώρα να αξιοποιήσει τις εθνικές μη-ανανεώσιμες πηγές ενέργειας; Μερικοί προφανείς λόγοι είναι να τους μετατρέψει από φυσικούς πόρους σε αξία για τους πολίτες της, να ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια, να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική της επιρροή, και ενδεχομένως να αποκτήσει κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων κρατών.

Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται. Όσο οξύμωρο και αν ακούγεται στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι οικονομίες χωρών με ψηλή αναλογία εξαγωγών φυσικών πόρων προς ΑΕΠ (natural resource exports to GDP ratio) τείνουν να έχουν βραδύτερη οικονομική ανάπτυξη σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που διαθέτουν λιγότερους (ή δεν αξιοποιούν) τους πλουτοπαραγωγικούς τους πόρους
. Γνωστή και ως «κατάρα των πόρων» (ή παράδοξο της αφθονίας) επηρεάζει ειδικότερα τις χώρες με πηγές ορυκτού πλούτου και ειδικότερα (ορυκτά) καύσιμα. Οι αιτίες αυτού του φαινομένου ποικίλουν. Επικρατέστερες εξηγήσεις είναι η υποβάθμιση της ανταγωνιστικότητας των υπολοίπων τομέων της οικονομίας, ευμετάβλητα έσοδα από την αυξομείωση των τιμών των αγαθών (commodities) στις διεθνείς αγορές, κακοδιαχείριση, διαφθορά, αναποτελεσματικότητα των θεσμών, και προγραμματισμός βάση λανθασμένων ή προσδοκώμενων εσόδων από την αξιοποίηση των ορυκτών πηγών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι χώρες μέλη του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ). Κατά την περίοδο 1965 με 1998, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (κατά κεφαλή) των χωρών του ΟΠΕΚ μειώθηκε κατά μέσο όρο 1.3% σε σχέση με τις υπόλοιπες αναπτυσσόμενες χώρες που σημείωσαν αύξηση 2.2%. Ηχηρά παραδείγματα αποτελούν η Βενεζουέλα, η Νιγηρία, και το Αζερμπαϊτζάν. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Κύπρος κατά την περίοδο 1970 με 1990, κατείχε αξιοζήλευτη θέση ως προς την ανάπτυξη της [1]. Σημείο αναφοράς επίσης αποτελεί η Δανία που μετά την αξιοποίηση του γιγαντιαίου πεδίου φυσικού αερίου Κρόνινγκεν, το 1959, η υποβάθμιση της ανταγωνιστικότητας της χώρας (π.χ., των βιομηχανικών εξαγωγών) επέφερε ύφεση στην οικονομία. Η αρνητική αύτη επίδραση ονομάστηκε η «Ολλανδική ασθένεια» (των φυσικών πόρων) γνωστή και ως Dutch disease.

Εμπειρίες Άλλων Χωρών

Τι μπορεί όμως να κάνει μια χώρα που βρίσκεται στα σκαριά αξιοποίησης του φυσικού της πλούτου για να αποφύγει τον κίνδυνο της κατάρας των πόρων; Το μυστικό είναι να αποφευχθεί η «υπερθέρμανση» της οικονομίας. Σε αντίθεση με την Ολλανδία στην Κύπρο η μεγαλύτερη συνεισφορά στο ΑΕΠ προέρχεται από τον τομέα των υπηρεσιών και του τουρισμού. Επιπλέον λόγω του Ευρώ, που αποτελεί ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, είναι απομακρυσμένο το ενδεχόμενο να επηρεαστεί η ισοτιμία του έναντι άλλων νομισμάτων λόγω των Κυπριακών ενεργειακών εξαγωγών όταν και εφόσον αρχίσουν.

Ο μεγαλύτερος ίσως κίνδυνος είναι η κυβέρνηση μιας χώρας να επικεντρωθεί αποκλειστικά στην ανάπτυξη των ενεργειακών της πόρων παραγκωνίζοντας έτσι άλλους τομείς ζωτικής σημασίας όπως η παιδεία, η έρευνα και η ανάπτυξη και οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η Βραζιλία που μετά την ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου ανοικτά του Ρίο ντε Τζανέιρο, αρχίζοντας από το 2006, τεράστια ποσά δαπανούνται στην πετρελαϊκή βιομηχανία πολλές φορές εις βάρος άλλων τομέων της οικονομίας με μικτά ως τώρα αποτελέσματα.

Καθόλου τυχαία η Νορβηγία για να προστατεύσει την οικονομία της από πιθανή υπερθέρμανση και αποβιομηχανοποίηση επενδύει τα κέρδη από το εθνικό ταμείο υδρογονανθράκων στο εξωτερικό. Να μην ξεχνάμε ότι η Νορβηγία αποτελεί την κατά κανόνα εξαίρεση χώρα με ιστορία πέρα των 40 ετών στην εξόρυξη υδρογονανθράκων που βρίσκεται σε μια αξιοζήλευτη οικονομικά θέση. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το Νορβηγικό ταμείο Υ/Α διαθέτει αποθεματικό περίπου $600 δις.

Αειφόρος Ανάπτυξη και Ντόπια Συμμετοχή

Ποία βήματα συστήνεται να ακολουθήσει μια χώρα που μόλις τώρα προχωρεί στον εντοπισμό και αξιοποίηση των φυσικών της πόρων; Το πιο λογικό είναι να μελετήσει και να προσπαθήσει να εφαρμόσει πρακτικές από χώρες που διαπρέπουν σε αυτόν τον τομέα και να προσπαθήσει να αποφύγει αποτυχημένες συνταγές. Αν και σίγουρα πολλά προβλήματα θα προκύψουν στην πορεία συνήθως το τίμημα των λαθών είναι μεγαλύτερο σε σχέση με το σωστό εξαρχής προγραμματισμό. Εν μέρει μπορεί να είναι δύσκολο να αναπαράξει κανείς την επαγγελματική κουλτούρα και νοοτροπία άλλων χωρών αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και ευκολότερο για μια χώρα να χαράξει τη δική της πορεία εκ του μηδενός.

Η οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Κύπρος δυστυχώς δεν της επιτρέπει τόσο εύκολα να αντλήσει τα κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές που χρειάζονται για την δημιουργία των απαραίτητων υποδομών— τουλάχιστον προς το παρών. Η βιωσιμότητα των επενδύσεων μπορεί να αποδειχτεί μέσα από την διαδικασία μετατροπής των πόρων σε κοιτάσματα. Ένα αποδειγμένο κοίτασμα (prove(d) reserve) έχει 90% πιθανότητες να ανακτηθεί.

Μια διαδεδομένη πρακτική που εφαρμόζεται σχεδόν σε όλες τις χώρες που δεν διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία αλλά αποφασίζουν να εκχωρήσουν τα δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε ιδιωτικές εταιρείες είναι η εκπαίδευση και εργοδότηση ντόπιου εργατικού δυναμικού γνωστό και ως local content. Οι εταιρείες, βάση των συμβολαίων, μπορούν να δεσμευτούν και να αγοράζουν υπηρεσίες από ντόπιες εταιρείες ή/και να κατασκευάσουν μέρος των υποδομών στην ανάδοχο χώρα. Παρεμφερείς τομείς όπως υποστηριχτικές υπηρεσίες, π.χ. εφοδιασμός, προμήθειες, και επισκευές εξοπλισμού εφόσον υπάρχει ή αναπτυχτεί η τεχνογνωσία είναι από τα πρώτα οφέλη για την ντόπια οικονομία.

Η παραχώρηση των τεμαχίων 2, 3 και 9 στην κοινοπραξία ENI/KOGAS και των 10 και 11 στην Total έγινε μέσα από εντατικές διαπραγματεύσεις από μια μικρή ομάδα πλαισιωμένη μόνο από ένα βετεράνο της βιομηχανίας πετρελαίων και διήρκησε περίπου τρείς μήνες. Από τη μια το αρχικό ενδιαφέρον ενεργειακών κολοσσών όπως Total, Woodside, ENI, KOGAS, Petronas ξεπέρασε κάθε προσδοκία από την άλλη όμως είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι καμία Κυπριακή εταιρεία δεν επιλέγηκε να συμμετέχει σε καμία κοινοπραξία.

Αν και στον δεύτερο γύρο αδειοδότησης συμμετείχαν και εταιρείες Κυπριακών συμφερόντων για ευνόητους λόγους δεν είναι καθόλου εύκολο να αναμετρηθεί κανείς με τους μεγαλύτερους ενεργειακούς παίχτες.

Η Κρατικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων Κύπρου (ΚΡ.ΕΤ.Υ.Κ.) μπορούσε όμως να αποτελέσει την εξαίρεση και να συμμετέχει στην ανάπτυξη των τεμαχίων κατά το 2ο γύρο. Νοουμένου ότι οι διαδικασίες στελέχωσης της εταιρείας τύγχαναν αξιοκρατικής μεταχείρισης και η βουλή ενέκρινε της λειτουργία της, η ΚΡ.ΕΤ.Υ.Κ. μπορούσε να προχωρήσει να αντλήσει τους απαραίτητους πόρους που θα της εξασφάλιζαν τη συμμετοχή της σε αρκετά τεμάχια (αν όχι σε όλα). Κάτι τέτοιο επιβάλλεται ώστε να μπορέσει η Κύπρος να αναπτύξει την απαραίτητη τεχνογνωσία για την αειφόρο ανάπτυξη των Κυπριακών υδρογονανθράκων. Πολλές χώρες, όπως η Νορβηγία μέσω της Statoil και η Βραζιλία μέσω της Petrobras, θέτουν ως προϋπόθεση την συμμετοχή των κρατικών τους εταιρειών (π.χ., με μερίδιο 30%) στις άδειες για έρευνα και εκμετάλλευση υπεράκτιων τεμαχίων.

Επακόλουθο της μη-συμμετοχής ντόπιων ή εθνικών οργανισμών στον 2ο γύρο είναι να περιοριστεί το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα για την ντόπια οικονομία. Αρκεί να αναφέρουμε ότι όταν η Νορβηγία αρχικά προσκάλεσε τις διεθνείς εταιρείες να αξιοποιήσουν τα εθνικά της αποθέματα τη δεκαετία του 70 επιδίωξε τη μεταφορά εμπειριών. Παράλληλα δόθηκαν κίνητρα ώστε να αναπτυχθεί η ντόπια υποστηριχτική πέτρο-βιομηχανία που σήμερα αποτελείτε από μερικούς από τους παγκόσμιους πρωταθλητές που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο.

Αν θέλουμε λοιπόν η Κύπρος να μπορέσει να ξεπεράσει την οικονομική κρίση και να μετατραπεί σε περιφερειακό κέντρο παροχής υπηρεσιών προς την πετρελαϊκή βιομηχανία η ντόπια συμμετοχή και εκπροσώπηση εταιρειών σε πετρελαϊκές δραστηριότητες στην Κυπριακή ΑΟΖ θεωρείται επιβεβλημένη.

Τα Πλεονεκτήματα της Κύπρου και Δυνατότητες Εργοδότησης

Τι πλεονεκτήματα διαθέτει η Κύπρος και πώς μπορεί να εμπλακεί ουσιαστικά ο ιδιωτικός τομέας στους «ανάντη» (upstream) και «κατάντη» (downstream) τομείς; Το ψηλό ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας (πανεπιστημιακής) μόρφωσης μπορεί να συνεισφέρει στην πλήρωση αναγκών θέσεων πανεπιστημιακού επιπέδου όπως πετροφυσικοί, γεωλόγοι, μηχανικοί πετρελαίων, πετροχημικοί, μηχανικοί, κλπ. Για παράδειγμα, η επεξεργασία και αξιολόγηση σεισμικών δεδομένων είναι μια εξειδικευμένη διαδικασία που χρειάζεται ανώτατού επιπέδου εκπαίδευση.

Ειδικότερα αν υλοποιηθεί η απόφαση για τη δημιουργία τερματικού σταθμού υγροποίησης ενδέχεται να δημιουργηθούν 4,000 και πλέον θέσεις εργασίας σε χρονικό ορίζοντα 4 ετών. Σύμφωνα με μελέτη της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (ΑνΑΔ) τα επαγγέλματα «μέσου» (μορφωτικού) επιπέδου όπως εξειδικευμένοι συγκολλητές, τεχνίτες, χειριστές μηχανημάτων, οικοδόμοι, υδραυλικοί, κλπ αναμένεται να έχουν ιδιαίτερη ζήτηση.

Μπορεί να είναι δύσκολο η Κύπρος να καταστεί ανταγωνιστική στις κατασκευές (manufacturing) ειδικευμένου εξοπλισμού για την πετρελαϊκή βιομηχανία όμως σε επιστημονικά επαγγέλματα υπερέχει συγκριτικά. Η απαραίτητη κατάρτιση και (μετ)εκπαίδευση του ντόπιου ανθρώπινου εργατικού δυναμικού είναι σημαντική για την καταπολέμηση της ανεργίας. Δεν αρκεί να καυχιόμαστε ότι καταφέραμε να ελκύσουμε σοβαρές εταιρείες με αξιοζήλευτη τεχνική κατάρτιση και οικονομική επιφάνεια. Εν κατακλείδι, παραθέσαμε μόνο μερικά από τα θέματα που πρέπει να προβληματίσουν τη νέα Κυβέρνηση.

*ερευνητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στον τομέα των υδρογονανθράκων και τεχνολογιών έκλυσης χαμηλών επιπέδων άνθρακα.
campuscy.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ