2013-03-04 15:58:59
Του Δημήτρη ΚΙΚΗ
Όταν το 1989 στη Δερβιτσάνη είχε έρθει ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του Αντώνη Σαμαρά, η πλατεία μπροστά στο Πολιτιστικό Μέγαρο ήταν κατάμεστη από Βορειοηπειρώτες: από παιδιά, μεσήλικες και υπερήλικες, που είχαν έρθει από τα τέσσερα άκρα της Βορείου Ηπείρου.
Ήταν η περίοδος που φαινόταν πως η Αλβανία βρισκόταν σε τροχιά «ελεύθερης πτώσης» και οι ελπίδες του λαού της για ελευθερία και δημοκρατία είχαν αναπτερωθεί. Τότε η λαοθάλασσα της Δερβιτσάνης, για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρονικά της Αλβανίας, θα γιουχάιζε ανοιχτά των πρωθυπουργό Αντίλ Τσαρτσάνη. Χρειάστηκε η παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού ώστε να ηρεμήσει το πλήθος.
Σ' εκείνη τη συγκέντρωση, μπροστά στη λαοθάλασσα, Μητσοτάκης και Σαμαράς επεσήμαναν το γεγονός πως ο δρόμος προς την ελευθερία είχε ανοίξει διάπλατα και πως η Μητέρα Πατρίδα τούς περίμενε με ανοιχτές αγκάλες.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι Βορειοηπειρώτες πήραν τα βουνά, μέσα στα χιόνια και κάτω ακόμη και από τις σφαίρες των Αλβανών συνοριακών φρουρών κατέφθαναν κατά εκατοντάδες στην Πατρίδα τους, που τόσο αγαπούσαν, που τόσο λαχταρούσαν όλα αυτά τα χρόνια της δικτατορίας. Ήταν τότε που Μητσοτάκης και Σαμαράς θεωρήθηκαν από τους Βορειοηπειρώτες ως «Μεσσίες».
Οι Βορειοηπειρώτες πράγματι εκπλήρωσαν το όνειρό τους να ζήσουν στην πατρίδα τους την Ελλάδα. Και νόμισαν πως εκεί θα τους περίμενε ο παράδεισος, εκείνος ο παράδεισος για τον οποίο τους επιβεβαίωσε στη Δερβιτσάνη ο κ. Σαμαράς. Νόμισαν πως, όταν θα έφταναν εκεί, θα έπιαναν πλέον αυτό τον παράδεισο και θα ξεχνούσαν την κόλαση στην οποία έζησαν δεκάδες χρόνια υπό το στυγνό καθεστώς του Εμβέρ Χότζα.
Τι συνέβηκε όμως στην πραγματικότητα; Ενώ τα αδέρφια τους οι ελλαδίτες τους περίμεναν όπως ο αδερφός τον αδερφό, δε συνέβηκε το ίδιο και με την Ελληνική Πολιτεία. Και τότε, από την αρχή, οι Βορειοηπειρώτες ήταν υποχρεωμένοι να ξεκινήσουν έναν νέο αγώνα για να αποκτήσουν εκεί στην πατρίδα τους τα δικαιώματά τους ως Έλληνες και όχι ως αλλοδαποί. Πράγμα πολύ δύσκολο, αφού η γραφειοκρατία, ίσως ακόμη και η πραγματική βούληση των κυβερνώντων, έκαναν τη δουλειά τους.
Όλοι οι Βορειοηπειρώτες γνωρίζουν καλά τι αγώνας χρειάστηκε ακόμη και για να φύγει από πάνω τους η ρετσινιά του αλλοδαπού, του Αλβανού. Τότε μερικοί από τους Βορειοηπειρώτες αναγκάστηκαν μέσα στην οργή και την απελπισία τους να αναφωνήσουν: «Τι είμαστε τέλος πάντων εμείς; Πηγαίνουμε στην Ελλάδα, μας αποκαλούν Αλβανούς, πηγαίνουμε στην Αλβανία, μας αποκαλούν σκατοέλληνες!». Χρειάστηκε σκληρός αγώνας ώστε να πειστούν οι κυβερνώντες για την θεώρηση πολλαπλών διαδρομών, την πεντάχρονη βίζα, το ΕΔΤΟ, την απόδοση της ιθαγένειας, το βιβλιάριο υγείας, τη σύνταξη του ΟΓΑ στους υπερήλικες κτλ. κτλ.
Νόμισαν οι Βορειοηπειρώτες πως, έστω και αργά και με το σκληρό τους αγώνα, θα τελείωναν πλέον τα βάσανά τους μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Όμως δεν ήταν γραφτό. Οι καλαμαράδες των Αθηνών, δεξιοί και αριστεροί (με εξαιρέσεις πάντα, διότι κάθε κανόνας έχει και εξαιρέσεις), ήταν πάντα ψυχροί και θα τολμούσα να πω «δολοφόνοι» του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Και άρχισαν σταδιακά να αφαιρούν χωρίς καθόλου να ντρέπονται, όσα είχαν αποκτήσει με τον αγώνα τους οι Βορειοηπειρώτες και αυτά τα όσα ήταν ό,τι δικαιούνταν ως Έλληνες. Στην αρχή έκοψαν από τους νεότερους το βιβλιάριο υγείας με το δικαιολογητικό ότι δεν μένουν στην Ελλάδα και να τους κάνουν να πεθαίνουν ακόμη και για μία απλή εγχείρηση στα ανύπαρκτα νοσοκομεία της Αλβανίας. Στη συνέχεια έκαμαν γολγοθά ακόμη και την ανανέωση του ΕΔΤΟ, αφού ζητούσαν λαγούς με πετραχήλια. Η απόδοση της ιθαγένειας άρχισε και συνεχίζεται με ρυθμούς χελώνας, για να μην πούμε πως έχει διακοπή.
Ήρθε όμως και το τελευταίο πλήγμα, το πιο δολοφονικό, το πιο προδοτικό, εκείνο που πραγματικά έβαλε την ταφόπετρα στο μαρτυρικό χώρο της Βορείου Ηπείρου. Με το σκεπτικό της μη μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα, αρχικά έκοψαν τη σύνταξη του ενός εκ των δύο Βορειοηπειρωτών συζύγων και τώρα και στους δύο. Έδωσαν δηλαδή τη χαριστική βολή σε εκείνους που επί μισό αιώνα και σε αντίξοες συνθήκες, όχι μόνο κράτησαν μέσα τους αναμμένη τη φλόγα του ελληνισμού και της χριστιανοσύνης, αλλά τα μεταλαμπάδευσαν αυτά και στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους. Η σύνταξη της πείνας των 300 ευρώ, από τη μια μεριά τους έκανε τουλάχιστον υπερήφανους γιατί τους σκεφτόταν η Μητέρα Πατρίδα, ενώ από την άλλη τους έδινε το έναυσμα να παραμείνουν με αξιοπρέπεια στα πατρώα τους εδάφη και να κρατούν ζωντανά τα χωριά της Βορείου Ηπείρου, αφού οι νέοι αναγκάστηκαν να φύγουν για τους γνωστούς πλέον λόγους.
Το 1989 στη Δερβιτσάνη ο Σαμαράς τους υποσχέθηκε τον ελληνικό παράδεισο και τους παρότρυνε να εγκαταλείψουν το μαρτυρικό χώρο της Βορείου Ηπείρου και να εγκατασταθούν στη μητέρα τους την Ελλάδα. Μάρτης του 2013, μετά από 24 χρόνια, το ίδιο άτομο, ο Αντώνης Σαμαράς, ο κάποτε «Μεσσίας», τούς δολοφονεί εν ψυχρό με τη διακοπή της σύνταξης του ΟΓΑ.
Αυτή είναι η τραγική ειρωνεία της τύχης Η Αυτόνομη
InfoGnomon
Όταν το 1989 στη Δερβιτσάνη είχε έρθει ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του Αντώνη Σαμαρά, η πλατεία μπροστά στο Πολιτιστικό Μέγαρο ήταν κατάμεστη από Βορειοηπειρώτες: από παιδιά, μεσήλικες και υπερήλικες, που είχαν έρθει από τα τέσσερα άκρα της Βορείου Ηπείρου.
Ήταν η περίοδος που φαινόταν πως η Αλβανία βρισκόταν σε τροχιά «ελεύθερης πτώσης» και οι ελπίδες του λαού της για ελευθερία και δημοκρατία είχαν αναπτερωθεί. Τότε η λαοθάλασσα της Δερβιτσάνης, για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρονικά της Αλβανίας, θα γιουχάιζε ανοιχτά των πρωθυπουργό Αντίλ Τσαρτσάνη. Χρειάστηκε η παρέμβαση του Έλληνα πρωθυπουργού ώστε να ηρεμήσει το πλήθος.
Σ' εκείνη τη συγκέντρωση, μπροστά στη λαοθάλασσα, Μητσοτάκης και Σαμαράς επεσήμαναν το γεγονός πως ο δρόμος προς την ελευθερία είχε ανοίξει διάπλατα και πως η Μητέρα Πατρίδα τούς περίμενε με ανοιχτές αγκάλες.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι Βορειοηπειρώτες πήραν τα βουνά, μέσα στα χιόνια και κάτω ακόμη και από τις σφαίρες των Αλβανών συνοριακών φρουρών κατέφθαναν κατά εκατοντάδες στην Πατρίδα τους, που τόσο αγαπούσαν, που τόσο λαχταρούσαν όλα αυτά τα χρόνια της δικτατορίας. Ήταν τότε που Μητσοτάκης και Σαμαράς θεωρήθηκαν από τους Βορειοηπειρώτες ως «Μεσσίες».
Οι Βορειοηπειρώτες πράγματι εκπλήρωσαν το όνειρό τους να ζήσουν στην πατρίδα τους την Ελλάδα. Και νόμισαν πως εκεί θα τους περίμενε ο παράδεισος, εκείνος ο παράδεισος για τον οποίο τους επιβεβαίωσε στη Δερβιτσάνη ο κ. Σαμαράς. Νόμισαν πως, όταν θα έφταναν εκεί, θα έπιαναν πλέον αυτό τον παράδεισο και θα ξεχνούσαν την κόλαση στην οποία έζησαν δεκάδες χρόνια υπό το στυγνό καθεστώς του Εμβέρ Χότζα.
Τι συνέβηκε όμως στην πραγματικότητα; Ενώ τα αδέρφια τους οι ελλαδίτες τους περίμεναν όπως ο αδερφός τον αδερφό, δε συνέβηκε το ίδιο και με την Ελληνική Πολιτεία. Και τότε, από την αρχή, οι Βορειοηπειρώτες ήταν υποχρεωμένοι να ξεκινήσουν έναν νέο αγώνα για να αποκτήσουν εκεί στην πατρίδα τους τα δικαιώματά τους ως Έλληνες και όχι ως αλλοδαποί. Πράγμα πολύ δύσκολο, αφού η γραφειοκρατία, ίσως ακόμη και η πραγματική βούληση των κυβερνώντων, έκαναν τη δουλειά τους.
Όλοι οι Βορειοηπειρώτες γνωρίζουν καλά τι αγώνας χρειάστηκε ακόμη και για να φύγει από πάνω τους η ρετσινιά του αλλοδαπού, του Αλβανού. Τότε μερικοί από τους Βορειοηπειρώτες αναγκάστηκαν μέσα στην οργή και την απελπισία τους να αναφωνήσουν: «Τι είμαστε τέλος πάντων εμείς; Πηγαίνουμε στην Ελλάδα, μας αποκαλούν Αλβανούς, πηγαίνουμε στην Αλβανία, μας αποκαλούν σκατοέλληνες!». Χρειάστηκε σκληρός αγώνας ώστε να πειστούν οι κυβερνώντες για την θεώρηση πολλαπλών διαδρομών, την πεντάχρονη βίζα, το ΕΔΤΟ, την απόδοση της ιθαγένειας, το βιβλιάριο υγείας, τη σύνταξη του ΟΓΑ στους υπερήλικες κτλ. κτλ.
Νόμισαν οι Βορειοηπειρώτες πως, έστω και αργά και με το σκληρό τους αγώνα, θα τελείωναν πλέον τα βάσανά τους μέσα στην ίδια τους την πατρίδα. Όμως δεν ήταν γραφτό. Οι καλαμαράδες των Αθηνών, δεξιοί και αριστεροί (με εξαιρέσεις πάντα, διότι κάθε κανόνας έχει και εξαιρέσεις), ήταν πάντα ψυχροί και θα τολμούσα να πω «δολοφόνοι» του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Και άρχισαν σταδιακά να αφαιρούν χωρίς καθόλου να ντρέπονται, όσα είχαν αποκτήσει με τον αγώνα τους οι Βορειοηπειρώτες και αυτά τα όσα ήταν ό,τι δικαιούνταν ως Έλληνες. Στην αρχή έκοψαν από τους νεότερους το βιβλιάριο υγείας με το δικαιολογητικό ότι δεν μένουν στην Ελλάδα και να τους κάνουν να πεθαίνουν ακόμη και για μία απλή εγχείρηση στα ανύπαρκτα νοσοκομεία της Αλβανίας. Στη συνέχεια έκαμαν γολγοθά ακόμη και την ανανέωση του ΕΔΤΟ, αφού ζητούσαν λαγούς με πετραχήλια. Η απόδοση της ιθαγένειας άρχισε και συνεχίζεται με ρυθμούς χελώνας, για να μην πούμε πως έχει διακοπή.
Ήρθε όμως και το τελευταίο πλήγμα, το πιο δολοφονικό, το πιο προδοτικό, εκείνο που πραγματικά έβαλε την ταφόπετρα στο μαρτυρικό χώρο της Βορείου Ηπείρου. Με το σκεπτικό της μη μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα, αρχικά έκοψαν τη σύνταξη του ενός εκ των δύο Βορειοηπειρωτών συζύγων και τώρα και στους δύο. Έδωσαν δηλαδή τη χαριστική βολή σε εκείνους που επί μισό αιώνα και σε αντίξοες συνθήκες, όχι μόνο κράτησαν μέσα τους αναμμένη τη φλόγα του ελληνισμού και της χριστιανοσύνης, αλλά τα μεταλαμπάδευσαν αυτά και στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους. Η σύνταξη της πείνας των 300 ευρώ, από τη μια μεριά τους έκανε τουλάχιστον υπερήφανους γιατί τους σκεφτόταν η Μητέρα Πατρίδα, ενώ από την άλλη τους έδινε το έναυσμα να παραμείνουν με αξιοπρέπεια στα πατρώα τους εδάφη και να κρατούν ζωντανά τα χωριά της Βορείου Ηπείρου, αφού οι νέοι αναγκάστηκαν να φύγουν για τους γνωστούς πλέον λόγους.
Το 1989 στη Δερβιτσάνη ο Σαμαράς τους υποσχέθηκε τον ελληνικό παράδεισο και τους παρότρυνε να εγκαταλείψουν το μαρτυρικό χώρο της Βορείου Ηπείρου και να εγκατασταθούν στη μητέρα τους την Ελλάδα. Μάρτης του 2013, μετά από 24 χρόνια, το ίδιο άτομο, ο Αντώνης Σαμαράς, ο κάποτε «Μεσσίας», τούς δολοφονεί εν ψυχρό με τη διακοπή της σύνταξης του ΟΓΑ.
Αυτή είναι η τραγική ειρωνεία της τύχης Η Αυτόνομη
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΑΤΡΩΝ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ