2013-03-10 09:42:57
Χρυσούλα Παπαϊωάννου,
H μπαγκέτα που δεν υπάρχει. Τα δυνατά χέρια με τα νευρώδη δάχτυλα. Οι απότομες χειρονομίες διεύθυνσης και καθοδήγησης. Χειροκροτήθηκε από αμέτρητες χιλιάδες ανθρώπους. Αλλά επέλεξε να υπάρξει κοντά στους λιγοστούς. Σε μερικούς φίλους, η παρέα των οποίων υπήρξε σύντομο διάλειμμα μιας μοναχικής, βάναυσα ασκητικής ζωής. Κι όμως, το σήμα κατατεθέν που προσδιόριζε τον Δημήτρη Μητρόπουλο, τουλάχιστον στα μάτια των πολλών, ήταν ο τρόπος που διηύθυνε πάνω στα διασημότερα πόντιουμ του κόσμου: με γυμνά χέρια.
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ιδανικότερος τίτλος για το ντοκιμαντέρ «Γυμνά χέρια» του Γιώργου Σκεύα, που προβάλλεται 19 και 20 Φεβρουαρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Οι επιστολές του διάσημου μαέστρου προς την επιστήθια φίλη του Καίτη Κατσογιάννη και σπάνιο αρχειακό υλικό, καθοδηγούν αυτή τη σκηνοθετική διαδρομή στη ζωή και το έργο του, με οδηγό τον Λευτέρη Βογιατζή, ο οποίος διαβάζει τις επιστολές.
Το επίσημο βιογραφικό του Δημήτρη Μητρόπουλου είναι γεμάτο διαδρομές και επιτυχίες. Γεννήθηκε το 1896. Από πολύ νέος ξεκίνησε ως διευθυντής της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Τη δεκαετία του ’30 βρέθηκε στις ΗΠΑ, όπου κατέλαβε τη θέση μουσικού διευθυντή της Συμφωνικής της Μινεάπολης. Η μεγάλη καταξίωση ήρθε όταν έγινε διευθυντής της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης. Παράλληλα, διηύθυνε τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου, κερδίζοντας δόξα, φήμη και υστεροφημία, αλλά όχι χρήματα. «Είναι χίλιες φορές καλύτερα να τελειώσεις απότομα από το να είσαι υποχρεωμένος να ζεις δανεικά – τόσο σωματικά όσο και οικονομικά», έλεγε πριν έρθει το τέλος του, όταν τα δύο εμφράγματα που υπέστη τον ανάγκασαν σε πολύμηνη απουσία από τη δουλειά. Πολλοί τον φαντάζονταν πλούσιο. Οι αθόρυβες αγαθοεργίες, όμως, που έκανε συχνά, του «ξεκοκάλιζαν» όσα χρήματα έβγαζε.
Το ανεπίσημο βιογραφικό του, το πιο προσωπικό, αυτό που γνώριζαν και έβλεπαν οι λιγοστοί , έγραφε «μοναξιά». Έδινε ευτυχία στους άλλους, έσπερνε τη ζωή μέσα από την ευφροσύνη της μουσικής, αλλά στερούσε από τον εαυτό του την αληθινή ζωή. Τις μικρές και συνεχείς καθημερινές απολαύσεις, αυτές που ένας «θνητός» γεύεται γενναιόδωρα και χωρίς ενοχές. Κλειστός, εσωστρεφής και ενοχικός, άτολμος στη ζωή, ο Μητρόπουλος υπήρξε διχασμένος ανάμεσα σε μια παγκόσμια διασημότητα και σε μια μοναχική στην ουσία της ζωή. Αυτός, όμως, που τσιγκουνεύτηκε στον εαυτό του τη ζωή, είχε καλά μελετήσει τον θάνατό του, με μαθηματική ακρίβεια. Κουβαλούσε πάνω του ένα σημείωμα, όπου ζητούσε να τον αποτεφρώσουν χωρίς τελετή. Ο θάνατος τον βρήκε το 1960, την ώρα που απολάμβανε τις αρμονίες του Μάλερ, που τόσο θαύμαζε. Πέθανε πάνω στην πρόβα της τρίτης συμφωνίας του Μάλερ.
Η ζωή και η προσωπικότητά του επηρεάστηκαν από ένα σωρό μικρές ιδιαίτερες, φυσιολατρικές ή και μεταφυσικές αγάπες. Με έναν περίεργο τρόπο, πυξίδα στη ζωή του υπήρξε ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης. Είχε μια βαθιά αγάπη για τη φύση – ήταν τολμηρός ορειβάτης –, για το φευγιό, για τους ανοιχτούς δρόμους, τα ταξίδια με το αμάξι. Κατέκτησε τις κορυφές βουνών, αλλά και των πιο φημισμένων πόντιουμ. Για αυτό και στις συναυλίες του στα αρχαία θέατρα της Επιδαύρου, των Δελφών, της Σικευώνας, δεχόταν να μοιραστεί το χειροκρότημα με το μεγαλείο της φύσης. Η ύπαρξή του υπέφερε συχνά, τόσο από τη μικροψυχία των συμπατριωτών του, που έσπευδαν να αποδομήσουν τη σπουδαιότητά του, είτε μέσω αμφισβήτησης του ταλέντου είτε μέσω της ομοφυλοφιλίας του, όσο και από την εξάρτησή του από τη μουσική. Μια σχέση εξάρτησης, αναγκαιότητας και προσδιορισμού της ίδιας της ουσίας του, χωρίς την οποία δεν μπορούσε να υπάρξει. «Από τότε που έγινα ο πλέον περιζήτητος μαέστρος, έγινα ένας απόλυτος σκλάβος (…) ακριβώς όπως ένας τοξικομανής ή ένας μορφινομανής, ο οποίος με το που σταματάει τις ενέσεις, νιώθει δυστυχής και πρέπει να συνεχίσει μέχρις ότου δηλητηριασθεί εντελώς, χωρίς ελπίδα ανάρρωσης».
Αναδημοσιευσα Από Ποντικι
molibixarti
H μπαγκέτα που δεν υπάρχει. Τα δυνατά χέρια με τα νευρώδη δάχτυλα. Οι απότομες χειρονομίες διεύθυνσης και καθοδήγησης. Χειροκροτήθηκε από αμέτρητες χιλιάδες ανθρώπους. Αλλά επέλεξε να υπάρξει κοντά στους λιγοστούς. Σε μερικούς φίλους, η παρέα των οποίων υπήρξε σύντομο διάλειμμα μιας μοναχικής, βάναυσα ασκητικής ζωής. Κι όμως, το σήμα κατατεθέν που προσδιόριζε τον Δημήτρη Μητρόπουλο, τουλάχιστον στα μάτια των πολλών, ήταν ο τρόπος που διηύθυνε πάνω στα διασημότερα πόντιουμ του κόσμου: με γυμνά χέρια.
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ιδανικότερος τίτλος για το ντοκιμαντέρ «Γυμνά χέρια» του Γιώργου Σκεύα, που προβάλλεται 19 και 20 Φεβρουαρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Οι επιστολές του διάσημου μαέστρου προς την επιστήθια φίλη του Καίτη Κατσογιάννη και σπάνιο αρχειακό υλικό, καθοδηγούν αυτή τη σκηνοθετική διαδρομή στη ζωή και το έργο του, με οδηγό τον Λευτέρη Βογιατζή, ο οποίος διαβάζει τις επιστολές.
Το επίσημο βιογραφικό του Δημήτρη Μητρόπουλου είναι γεμάτο διαδρομές και επιτυχίες. Γεννήθηκε το 1896. Από πολύ νέος ξεκίνησε ως διευθυντής της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών. Τη δεκαετία του ’30 βρέθηκε στις ΗΠΑ, όπου κατέλαβε τη θέση μουσικού διευθυντή της Συμφωνικής της Μινεάπολης. Η μεγάλη καταξίωση ήρθε όταν έγινε διευθυντής της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης. Παράλληλα, διηύθυνε τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου, κερδίζοντας δόξα, φήμη και υστεροφημία, αλλά όχι χρήματα. «Είναι χίλιες φορές καλύτερα να τελειώσεις απότομα από το να είσαι υποχρεωμένος να ζεις δανεικά – τόσο σωματικά όσο και οικονομικά», έλεγε πριν έρθει το τέλος του, όταν τα δύο εμφράγματα που υπέστη τον ανάγκασαν σε πολύμηνη απουσία από τη δουλειά. Πολλοί τον φαντάζονταν πλούσιο. Οι αθόρυβες αγαθοεργίες, όμως, που έκανε συχνά, του «ξεκοκάλιζαν» όσα χρήματα έβγαζε.
Το ανεπίσημο βιογραφικό του, το πιο προσωπικό, αυτό που γνώριζαν και έβλεπαν οι λιγοστοί , έγραφε «μοναξιά». Έδινε ευτυχία στους άλλους, έσπερνε τη ζωή μέσα από την ευφροσύνη της μουσικής, αλλά στερούσε από τον εαυτό του την αληθινή ζωή. Τις μικρές και συνεχείς καθημερινές απολαύσεις, αυτές που ένας «θνητός» γεύεται γενναιόδωρα και χωρίς ενοχές. Κλειστός, εσωστρεφής και ενοχικός, άτολμος στη ζωή, ο Μητρόπουλος υπήρξε διχασμένος ανάμεσα σε μια παγκόσμια διασημότητα και σε μια μοναχική στην ουσία της ζωή. Αυτός, όμως, που τσιγκουνεύτηκε στον εαυτό του τη ζωή, είχε καλά μελετήσει τον θάνατό του, με μαθηματική ακρίβεια. Κουβαλούσε πάνω του ένα σημείωμα, όπου ζητούσε να τον αποτεφρώσουν χωρίς τελετή. Ο θάνατος τον βρήκε το 1960, την ώρα που απολάμβανε τις αρμονίες του Μάλερ, που τόσο θαύμαζε. Πέθανε πάνω στην πρόβα της τρίτης συμφωνίας του Μάλερ.
Η ζωή και η προσωπικότητά του επηρεάστηκαν από ένα σωρό μικρές ιδιαίτερες, φυσιολατρικές ή και μεταφυσικές αγάπες. Με έναν περίεργο τρόπο, πυξίδα στη ζωή του υπήρξε ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης. Είχε μια βαθιά αγάπη για τη φύση – ήταν τολμηρός ορειβάτης –, για το φευγιό, για τους ανοιχτούς δρόμους, τα ταξίδια με το αμάξι. Κατέκτησε τις κορυφές βουνών, αλλά και των πιο φημισμένων πόντιουμ. Για αυτό και στις συναυλίες του στα αρχαία θέατρα της Επιδαύρου, των Δελφών, της Σικευώνας, δεχόταν να μοιραστεί το χειροκρότημα με το μεγαλείο της φύσης. Η ύπαρξή του υπέφερε συχνά, τόσο από τη μικροψυχία των συμπατριωτών του, που έσπευδαν να αποδομήσουν τη σπουδαιότητά του, είτε μέσω αμφισβήτησης του ταλέντου είτε μέσω της ομοφυλοφιλίας του, όσο και από την εξάρτησή του από τη μουσική. Μια σχέση εξάρτησης, αναγκαιότητας και προσδιορισμού της ίδιας της ουσίας του, χωρίς την οποία δεν μπορούσε να υπάρξει. «Από τότε που έγινα ο πλέον περιζήτητος μαέστρος, έγινα ένας απόλυτος σκλάβος (…) ακριβώς όπως ένας τοξικομανής ή ένας μορφινομανής, ο οποίος με το που σταματάει τις ενέσεις, νιώθει δυστυχής και πρέπει να συνεχίσει μέχρις ότου δηλητηριασθεί εντελώς, χωρίς ελπίδα ανάρρωσης».
Αναδημοσιευσα Από Ποντικι
molibixarti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αναθέρμανση στις σχέσεις Ρωσίας - Γεωργίας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ