2012-03-30 23:00:09
Σ' αυτή την εποχή νομίζω είναι ανάγκη να τοποθετήσω κι ένα σοβαρό ειδύλλιό μου — το πρώτο μου ειδύλλιο κι ίσως το τελευταίο! Θα το συνοψίσω, όσο μπορώ γοργότερα, για όσους έχουν κάποια περιέργεια, και κάποιο σχετικό ενδιαφέρον για τις φάσεις τις πολύ περίπλοκες της αισθηματικής μου της ζωής.
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
Λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι μου - κι ακριβέστερα, ένα τετράγωνο πιο πέρα -, στο μεσαίο πάτωμα ενός γωνιακού σπιτιού καθόταν μια κοπέλα - δεν θ' αναφέρω μήτε τ' αρχικά της - , με μεγάλα μαύρα μάτια αληθινή «βοώπις» -, που πήγαινε, την εποχή αυτή, στο Αρσάκειο.
Σ' αυτήν έλαχεν ο κλήρος να μου δώσει, μόλις είχα τελειώσει το Γυμνάσιο, τις πρώτες συγκινήσεις. Ποτισμένος ως το κόκαλο απ' τη ρομαντική φιλολογία από Μπάιρον πολύ και Λαμαρτίνο, και κυρίως από Βέρθερο κι Αθλίους, που καθώς το είπα και πιο πάνω με συντρόφευαν τις ανιαρές ώρες των παραδόσεων της Νομικής σχολής - , δοκίμασα να πλέξω το ειδύλλιό μου γύρω απ' τη γοητευτική, αληθινά, αυτή γειτονοπούλα, που έπρεπε να είναι η Λεϊλά, η Γκρατσιέλλα, η Καρλόττα και η Τιτίκα μου!
Φλογερά ποιήματα αφημένα στο παράθυρό της, λουλούδια μαδημένα στην πόρτα της μπροστά, δειλά και μακριά παρακολουθήματα στο δρόμο, την ώρα που σκολνούσε, με τη θαλασσιά ποδίτσα της κι ένα βαθυκύανο «μπερέ» στα κατάμαυρα, εβένινα μαλλιά της — όλες αυτές οι στερεότυπες, από καταβολής ανθρώπων κι ίσως και μέχρι συντελείας των, ερωτικές μας πρώτες εκδηλώσεις έγιναν αλληλοδιαδόχως κι όπως πρέπει...O επιδειxτικός ωστόσο τρόπος που τις έκανα - αδιαφορούσα για το Σύμπαν! - ήταν τόσος, ώστε ολόκληρη η γειτονιά - κατ' εξοxήν κοριτσογειτονιά - να το πληροφορηθεί απ' την αρxή. Είxε γίνει το κοινό της «μυστικό». Κάθε φορά που θα περνούσα απ' το σπίτι της - κι ήταν αυτός ο δρόμος του σπιτιού μου -, παράθυρα αμέσως ανοιγόκλειναν, μάτια πρόβαλλαν από παντού περίεργα, σιγανομιλήματα, νοήματα έδιναν κι έπαιρναν απ' όλες τις μεριές.Aλλά έμενα τι μ' ένοιαζαν αυτά;! Ήμουν ο «ερωτευμένος ποιητής», κι αυτή το «ίνδαλμά» μου - αυτό έφτανε! Εκείνη, κολακευμένη βέβαια, σαν κάθε κοριτσόπουλο, απ' τον καιρό που υπάρχουν κοριτσόπουλα, λίγο μεγαλύτερή μου φαντάζομαι στα χρόνια, και πολύ-πολύ πεπειραμένη σ' όλες τις ερωτικές μανούβρες (Αρσακειάδα άλλωστε του κλασικού καιρού!), «μ' άφηνε να κάνω» - «me laissait faire», καθώς λέν' οi Γάλλοι! Ίσως και να μ' ώκτειρε λιγάκι κατά βάθος για την ατζαμοσύνη μου και τ' αφελή μου και παιδιάστικα καμώματα.Με χαιρετούσε, μου χαμογελούσε, έβγαινε στο παράθυρο την ώρα που περνούσα κι αυτό ήταν όλο! Αλλά κι εγώ μήπως ζητούσα παραπάνω;! Οι «μεγάλοι», κλασικοί ερωτευμένοι, οι ρομαντικοί «διδάσκαλοί» μου, που προσπαθούσα, όσο ήταν δυνατόν, στην υπόθεση αυτή, να μιμηθώ, έκαναν τίποτ' άλλο περισσότερο, από το να κοιτούν το «ίνδαλμά» τους και να του γράφουν φλογερά ποιήματα;! Έτσι πίστευα τουλάχιστον την εποχήν εκείνη.
Αυτό το πράγμα βάσταξε περίπου ένα χρόνο!...Εκείνο τον καιρό είχαμ' ένα σπίτι ιδιόκτητο στο Παλιό το Φάληρο, που υπάρχει, με μικρές προσθήκες μόνο, δίπλα στο ξενοδοχείο «Κύματα», με το ξύλινο μπαλκόνι του, ως σήμερα (το πούλησε κατόπιν ο πατέρας μου). Παραθερίσαμε ένα καλοκαίρι - το καλοκαίρι του «μεγάλου» έρωτά μου! Τότε το Παλιό Φάληρο δεν ήταν όπως σήμερα: ήταν μάλλον ένας ερημότοπος, με λίγα καλά σπίτια σειρά στην παραλία, που τέλειωνε ως το ξενοδοχείο «Αύρα», με μακρινό του, τελευταίο σύνορο, την έπαυλη της κόμισσας Καπνίστ. Μείναμε εκεί οικογενειακώς ως το φθινόπωρο που πήραν οι βροχές.Μοναδική του διασκέδαση ήταν, μπροστά μας ακριβώς, μια «ταραντέλα», δηλαδή ένα ξύλινο παράπηγμα, που μερικές βαμμένες Ιταλίδες τραγουδούσαν, με μια μικρή ορχήστρα, καντσονέτες τρυφερές, ναπολιτάνικες, με χτυπητά, φανταχτερά φορέματα, όλο χρυσές κι ασημένιες πούλιες, καθώς και τα πολύ της μόδας τότε βαλς της Εύθυμης χήρας και του Ονειρώδους. Είχα κι ένα πιάνο, ξεκούρντιστο, παλιό, και γρατσουνούσα τις Μπαλάντες του Chopin. Κάθε απόγευμα όμως έπαιρνα το τραίνο και πήγαινα στο Νέο Φάληρο απέναντι, που ήταν τότε το μεγάλο κέντρο, και που συγκέντρωνε τον κόσμο, ιδίως τρεις φορές την εβδομάδα - Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο -, με τις πολύ καλές του «μπάντες», τα ζαχαροπλαστεία του, την κλασική εξέδρα του, και το θερινό θέατρο του, που έπαιζαν κάθε καλοκαίρι θίασοι γαλλικοί κι ιταλικοί. Σύχναζε εκεί το άνθος της αριστοκρατίας μας.Το Νέο Φάληρο μαζί κι έπειτα από την Κηφισιά, ήταν το άπαντο των καλών μας παραθερισμών. Κάθε απόγευμα ήμουν εκεί, και πολλές φορές με τη μητέρα μου πηγαίναμε στο θέατρο τη νύχτα, στη γαλλική την οπερέτα, και γυρίζαμε αργά, με το τελευταίο τραίνο, στο Παλιό. Τότε είχα πρωτοδεί εκεί τη Μαμ'ζέλ Νιτούς και την Πουπέ, τους Κώδωνες της Κορνεβίλης κι άλλα. Άλλα όμως απογεύματα, όταν δεν συνόδευα, στο Νέο, τη μητέρα μου, ανέβαινα στην Αθήνα κι επισκεπτόμουνα τη γειτονιά μου και το σπίτι μου. Έβλεπα τα μάτια της «ωραίας» μου και γύριζα, με αναπαυμένη τη συνείδηση πως είχα εκπληρώσει το καθήκον μου, το βράδυ, στο Παλιό... Είχ' αρχίσει να κρατώ κι ένα ταχτικό ημερολόγιο της αισθηματικής μου της ζωής - πράγμα που επανέλαβα και σ' άλλα μου ειδύλλια κατόπιν.Το φθινόπωρο, που ανεβήκαμε ξανά στο σπίτι μας, ο έρωτάς μου εξακολουθούσε, με τα μπουκέτα στα παράθυρά της, και με τους στίxους τους απελπισμένους! Κι απ' όλα τα μικροεπεισόδια της φαιδρής τώρα εκείνης περιόδου, δεν απομένει παρά η ανάμνηση κάποιου απογεύματος, στο δρόμο, προς το σούρουπο, που περνώντας δίπλα της, της φώναξα: «Θα είμ' ο ίσκιος σας, παντού και πάντα!». Κι ήταν αυτό η τολμηρότερη μου πράξη σ' όλο το διάστημα εκείνο. Αλλά κι ο επίλογος αυτού του ειδυλλίου ήταν κι εκείνος τολμηρός κι αποφασιστικός: Η μητέρα της, που ήξερε τα πάντα, είχε μάθει - και ποιος δεν το 'χε μάθει! - πως είχα πάρει, απ' τα χέρια κάποιας φίλης της, που ευνοούσε το πασίγνωστό μου αίσθημα, κάποια φωτογραφία της σε κάρτα. Μου παράγγειλε πως θέλει να με δει.Πήγα λοιπόν ένα ιστορικό απόγευμα - ενώ ολόκληρη η γύρω γειτονιά είχε κατακλύσει τα παράθυρα, και το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε. Με δέχτηκαν πολύ ευγενικά, η μητέρα της, η ίδια κι οι δυο μικρότερές της αδερφές, στο καλοβαλμένο σαλονάκι τους. Μιλήσαμε ακαδημαϊκά μάλλον, μπορώ να πω, φιλοσοφήσαμε -, σχετικά με τις μικρές μου τρέλες (τα λουλούδια στα παράθυρά τους, τους φακέλους με τα φλογερά ποιήματα), κι αφού της αποκρίθηκα κι εγώ δεν ξέρω τι - αλλά με θάρρος, δίχως να δειλιάσω -, και σχεδόν της είπα πως εκείνη ...φταίει που 'κανε μια κόρη τόσο όμορφη, με παρακάλεσε, προς xάριν του γοήτρου και των δυο μας, να επιστρέψω τη φωτογραφία.Κι εγώ την έβγαλα αμέσως απ' την τσέπη μου (είχα φροντίσει μοναχά προηγουμένως να τραβήξω κι άλλα της αντίτυπα), και μεγαλοπρεπώς τής την παρέδωσα.Kαι της υποσχέθηκα ακόμα, ότι από δω και στο εξής θα πάψω να γεμίζω μ' άνθη τα παράθυρα, κι ούτε θα στέλνω φλογερούς φακέλους. Και με παρακάλεσε ακόμα να τους επισκέπτομαι συχνά, μια και γνωριστήκαμε, έστω και υπό κάπως δυσάρεστες συνθήκες, βεβαιώνοντάς με, επιπλέον, ότι όλες μου αυτές τις μικροαταξίες τις θεωρούσε πλέον ξεχασμένες... Κι έφυγα μ' αυτές τις υποσχέσεις, αλύγιστος και αξιοπρεπής, σαν τους ήρωες των μυθιστορημάτων που αγαπούσα τότε και που θαύμαζα.Αλλά μ' εκείνη την ιστορική, για τα χρονικά της γειτονιάς και για τον κοριτσόκοσμο, επίσκεψη, είχα κιόλας μισογιατρευτεί από το ...πάθος που με τυραννούσε, και θέλοντας να είμαι συνεπής και να δείξω τον ιπποτισμό μου, σταμάτησα οριστικά όλες τις εκδηλώσεις μου. Και το ειδύλλιό μου πήρε τέλος..."(Απόσπασμα από το βιβλίο του Η ζωή μου, Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, με την φιλολογική επιμέλεια του Γιάννη Παπακώστα, εκδ. Κέδρος, 2009, αναδημοσιευμένο στο autobiographies.blogspot.com) ---------------------"Τ' όνειρο μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω. Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονο μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου...
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα και θα φύγω. "(Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στο διπλό τεύχος της «Νέας Εστίας», 1 -15.1.1944 μαζί με την αναγγελία της αυτοκτονίας του, με τίτλο «Αποχαιρετισμοί στη μουσική», επίτιτλο «ανέκδοτοι στίχοι» και υπότιτλο σε παρένθεση «Στίχοι της παλιάς τεχνοτροπίας»)
---------------------
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε επίσης μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής.Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε κανονικά, δεν άσκησε όμως ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο Νουμά το ποίημα Έκσταση. Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα Εσπερινή και το περιοδικό Ελλάς του Σ.Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με το Χρηστομάνο και το Σικελιανό. Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά Δάφνη και Ανεμώνη (1909-1910) με την εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα (από το 1924) με το περιοδικό Η Διάπλασις των παίδων (1925), με το περιοδικό Μπουκέττο (1931), με τη Νέα Εστία (1933 - όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου), την Πνευματική Ζωή (1938) και τα Νεοελληνικά γράμματα (1940).Το 1917 συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Μετά τα Νοεμβριανά γεγονότα του 1920 κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή. Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε ήταν η Τα πρώτα ποιήματα (1939).Εθισμένος στις ναρκωτικές ουσίες αναγκάστηκε να ξεπουλήσει τη βιβλιοθήκη του και αυτοπυροβολήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση με σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού (νεανικά του πρότυπα στάθηκαν οι Walter Pater και Oscar Wilde). Δημοσίευσε μανιφέστα για τον αισθητισμό και προσπάθησε να αντιδράσει στο ασφυκτικά συντηρητικό κλίμα της εποχής του με τολμηρούς στίχους και προκλητικές εμφανίσεις.Η θλίψη που χαρακτήριζε τη ζωή του τον οδήγησε στα τελευταία χρόνια του σε συμβολιστικές επιλογές με έντονα μελαγχολικό τόνο και σταθερή πάντα την επιμελημένη μορφή των ποιημάτων του. Έγραψε επίσης λογοτεχνικές μεταφράσεις και θεατρικά έργα (Νέρων ο τύραννος[1900], Η τιμή της συζύγου [1901], Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα [1908]) και ασχολήθηκε με το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση.Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη βλ. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Παναγιώτου Γιώργος, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και η εποχή του. Χρονολογικός πίνακας», Η λέξη 33, 3-4/1984, σ.238-247, Παληοδήμου Αλίκη, «Ναπολέων Λαπαθιώτης: Χρονοβιογραφία», Διαβάζω 95, 30/5/1984, σ.12-17, Κόρφης Τάσος, Ναπολέων Λαπαθιώτης Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του. Αθήνα, Πρόσπερος, 1985, Κωστίου Κατερίνα, «Λαπαθιώτης Ναπολέων», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, και Λαπαθιώτης Ναπολέων, Η ζωή μου · Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας · Φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας. Αθήνα, Στιγμή, 1986. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
------------------------Ερωτικό
Στίχοι: Ναπολέων Λαπαθιώτης
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη
Καημός αλήθεια να περνώ
του έρωτα πάλι το στενό
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά
μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό
που θα θυμάμαι για καιρό
τι μου στοιχίζει στην καρδιά
το ξαναπέρασμά του.
Ας είν' ωστόσο, τι ωφελεί
γυρεύω πάντα το φιλί
στερνό φιλί, πρώτο φιλί
και με λαχτάρα πόση.
Γυρεύω πάντα το φιλί
αχ, καρδιά μου
που μου το τάξανε πολλοί
όμως δε μπόρεσε κανείς
ποτέ να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα όταν χαθώ
γυρνώντας πάλι στο βυθό
και με τη νύχτα μυστικά
γίνουμε πάλι ταίρι
Αυτό το ανεύρετο φιλί
που το λαχτάρησα πολύ
σαν μια παλιά της οφειλή
να μου το ξαναφέρει. tvxs.gr
Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)
Λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι μου - κι ακριβέστερα, ένα τετράγωνο πιο πέρα -, στο μεσαίο πάτωμα ενός γωνιακού σπιτιού καθόταν μια κοπέλα - δεν θ' αναφέρω μήτε τ' αρχικά της - , με μεγάλα μαύρα μάτια αληθινή «βοώπις» -, που πήγαινε, την εποχή αυτή, στο Αρσάκειο.
Σ' αυτήν έλαχεν ο κλήρος να μου δώσει, μόλις είχα τελειώσει το Γυμνάσιο, τις πρώτες συγκινήσεις. Ποτισμένος ως το κόκαλο απ' τη ρομαντική φιλολογία από Μπάιρον πολύ και Λαμαρτίνο, και κυρίως από Βέρθερο κι Αθλίους, που καθώς το είπα και πιο πάνω με συντρόφευαν τις ανιαρές ώρες των παραδόσεων της Νομικής σχολής - , δοκίμασα να πλέξω το ειδύλλιό μου γύρω απ' τη γοητευτική, αληθινά, αυτή γειτονοπούλα, που έπρεπε να είναι η Λεϊλά, η Γκρατσιέλλα, η Καρλόττα και η Τιτίκα μου!
Φλογερά ποιήματα αφημένα στο παράθυρό της, λουλούδια μαδημένα στην πόρτα της μπροστά, δειλά και μακριά παρακολουθήματα στο δρόμο, την ώρα που σκολνούσε, με τη θαλασσιά ποδίτσα της κι ένα βαθυκύανο «μπερέ» στα κατάμαυρα, εβένινα μαλλιά της — όλες αυτές οι στερεότυπες, από καταβολής ανθρώπων κι ίσως και μέχρι συντελείας των, ερωτικές μας πρώτες εκδηλώσεις έγιναν αλληλοδιαδόχως κι όπως πρέπει...O επιδειxτικός ωστόσο τρόπος που τις έκανα - αδιαφορούσα για το Σύμπαν! - ήταν τόσος, ώστε ολόκληρη η γειτονιά - κατ' εξοxήν κοριτσογειτονιά - να το πληροφορηθεί απ' την αρxή. Είxε γίνει το κοινό της «μυστικό». Κάθε φορά που θα περνούσα απ' το σπίτι της - κι ήταν αυτός ο δρόμος του σπιτιού μου -, παράθυρα αμέσως ανοιγόκλειναν, μάτια πρόβαλλαν από παντού περίεργα, σιγανομιλήματα, νοήματα έδιναν κι έπαιρναν απ' όλες τις μεριές.Aλλά έμενα τι μ' ένοιαζαν αυτά;! Ήμουν ο «ερωτευμένος ποιητής», κι αυτή το «ίνδαλμά» μου - αυτό έφτανε! Εκείνη, κολακευμένη βέβαια, σαν κάθε κοριτσόπουλο, απ' τον καιρό που υπάρχουν κοριτσόπουλα, λίγο μεγαλύτερή μου φαντάζομαι στα χρόνια, και πολύ-πολύ πεπειραμένη σ' όλες τις ερωτικές μανούβρες (Αρσακειάδα άλλωστε του κλασικού καιρού!), «μ' άφηνε να κάνω» - «me laissait faire», καθώς λέν' οi Γάλλοι! Ίσως και να μ' ώκτειρε λιγάκι κατά βάθος για την ατζαμοσύνη μου και τ' αφελή μου και παιδιάστικα καμώματα.Με χαιρετούσε, μου χαμογελούσε, έβγαινε στο παράθυρο την ώρα που περνούσα κι αυτό ήταν όλο! Αλλά κι εγώ μήπως ζητούσα παραπάνω;! Οι «μεγάλοι», κλασικοί ερωτευμένοι, οι ρομαντικοί «διδάσκαλοί» μου, που προσπαθούσα, όσο ήταν δυνατόν, στην υπόθεση αυτή, να μιμηθώ, έκαναν τίποτ' άλλο περισσότερο, από το να κοιτούν το «ίνδαλμά» τους και να του γράφουν φλογερά ποιήματα;! Έτσι πίστευα τουλάχιστον την εποχήν εκείνη.
Αυτό το πράγμα βάσταξε περίπου ένα χρόνο!...Εκείνο τον καιρό είχαμ' ένα σπίτι ιδιόκτητο στο Παλιό το Φάληρο, που υπάρχει, με μικρές προσθήκες μόνο, δίπλα στο ξενοδοχείο «Κύματα», με το ξύλινο μπαλκόνι του, ως σήμερα (το πούλησε κατόπιν ο πατέρας μου). Παραθερίσαμε ένα καλοκαίρι - το καλοκαίρι του «μεγάλου» έρωτά μου! Τότε το Παλιό Φάληρο δεν ήταν όπως σήμερα: ήταν μάλλον ένας ερημότοπος, με λίγα καλά σπίτια σειρά στην παραλία, που τέλειωνε ως το ξενοδοχείο «Αύρα», με μακρινό του, τελευταίο σύνορο, την έπαυλη της κόμισσας Καπνίστ. Μείναμε εκεί οικογενειακώς ως το φθινόπωρο που πήραν οι βροχές.Μοναδική του διασκέδαση ήταν, μπροστά μας ακριβώς, μια «ταραντέλα», δηλαδή ένα ξύλινο παράπηγμα, που μερικές βαμμένες Ιταλίδες τραγουδούσαν, με μια μικρή ορχήστρα, καντσονέτες τρυφερές, ναπολιτάνικες, με χτυπητά, φανταχτερά φορέματα, όλο χρυσές κι ασημένιες πούλιες, καθώς και τα πολύ της μόδας τότε βαλς της Εύθυμης χήρας και του Ονειρώδους. Είχα κι ένα πιάνο, ξεκούρντιστο, παλιό, και γρατσουνούσα τις Μπαλάντες του Chopin. Κάθε απόγευμα όμως έπαιρνα το τραίνο και πήγαινα στο Νέο Φάληρο απέναντι, που ήταν τότε το μεγάλο κέντρο, και που συγκέντρωνε τον κόσμο, ιδίως τρεις φορές την εβδομάδα - Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο -, με τις πολύ καλές του «μπάντες», τα ζαχαροπλαστεία του, την κλασική εξέδρα του, και το θερινό θέατρο του, που έπαιζαν κάθε καλοκαίρι θίασοι γαλλικοί κι ιταλικοί. Σύχναζε εκεί το άνθος της αριστοκρατίας μας.Το Νέο Φάληρο μαζί κι έπειτα από την Κηφισιά, ήταν το άπαντο των καλών μας παραθερισμών. Κάθε απόγευμα ήμουν εκεί, και πολλές φορές με τη μητέρα μου πηγαίναμε στο θέατρο τη νύχτα, στη γαλλική την οπερέτα, και γυρίζαμε αργά, με το τελευταίο τραίνο, στο Παλιό. Τότε είχα πρωτοδεί εκεί τη Μαμ'ζέλ Νιτούς και την Πουπέ, τους Κώδωνες της Κορνεβίλης κι άλλα. Άλλα όμως απογεύματα, όταν δεν συνόδευα, στο Νέο, τη μητέρα μου, ανέβαινα στην Αθήνα κι επισκεπτόμουνα τη γειτονιά μου και το σπίτι μου. Έβλεπα τα μάτια της «ωραίας» μου και γύριζα, με αναπαυμένη τη συνείδηση πως είχα εκπληρώσει το καθήκον μου, το βράδυ, στο Παλιό... Είχ' αρχίσει να κρατώ κι ένα ταχτικό ημερολόγιο της αισθηματικής μου της ζωής - πράγμα που επανέλαβα και σ' άλλα μου ειδύλλια κατόπιν.Το φθινόπωρο, που ανεβήκαμε ξανά στο σπίτι μας, ο έρωτάς μου εξακολουθούσε, με τα μπουκέτα στα παράθυρά της, και με τους στίxους τους απελπισμένους! Κι απ' όλα τα μικροεπεισόδια της φαιδρής τώρα εκείνης περιόδου, δεν απομένει παρά η ανάμνηση κάποιου απογεύματος, στο δρόμο, προς το σούρουπο, που περνώντας δίπλα της, της φώναξα: «Θα είμ' ο ίσκιος σας, παντού και πάντα!». Κι ήταν αυτό η τολμηρότερη μου πράξη σ' όλο το διάστημα εκείνο. Αλλά κι ο επίλογος αυτού του ειδυλλίου ήταν κι εκείνος τολμηρός κι αποφασιστικός: Η μητέρα της, που ήξερε τα πάντα, είχε μάθει - και ποιος δεν το 'χε μάθει! - πως είχα πάρει, απ' τα χέρια κάποιας φίλης της, που ευνοούσε το πασίγνωστό μου αίσθημα, κάποια φωτογραφία της σε κάρτα. Μου παράγγειλε πως θέλει να με δει.Πήγα λοιπόν ένα ιστορικό απόγευμα - ενώ ολόκληρη η γύρω γειτονιά είχε κατακλύσει τα παράθυρα, και το κουτσομπολιό έδινε κι έπαιρνε. Με δέχτηκαν πολύ ευγενικά, η μητέρα της, η ίδια κι οι δυο μικρότερές της αδερφές, στο καλοβαλμένο σαλονάκι τους. Μιλήσαμε ακαδημαϊκά μάλλον, μπορώ να πω, φιλοσοφήσαμε -, σχετικά με τις μικρές μου τρέλες (τα λουλούδια στα παράθυρά τους, τους φακέλους με τα φλογερά ποιήματα), κι αφού της αποκρίθηκα κι εγώ δεν ξέρω τι - αλλά με θάρρος, δίχως να δειλιάσω -, και σχεδόν της είπα πως εκείνη ...φταίει που 'κανε μια κόρη τόσο όμορφη, με παρακάλεσε, προς xάριν του γοήτρου και των δυο μας, να επιστρέψω τη φωτογραφία.Κι εγώ την έβγαλα αμέσως απ' την τσέπη μου (είχα φροντίσει μοναχά προηγουμένως να τραβήξω κι άλλα της αντίτυπα), και μεγαλοπρεπώς τής την παρέδωσα.Kαι της υποσχέθηκα ακόμα, ότι από δω και στο εξής θα πάψω να γεμίζω μ' άνθη τα παράθυρα, κι ούτε θα στέλνω φλογερούς φακέλους. Και με παρακάλεσε ακόμα να τους επισκέπτομαι συχνά, μια και γνωριστήκαμε, έστω και υπό κάπως δυσάρεστες συνθήκες, βεβαιώνοντάς με, επιπλέον, ότι όλες μου αυτές τις μικροαταξίες τις θεωρούσε πλέον ξεχασμένες... Κι έφυγα μ' αυτές τις υποσχέσεις, αλύγιστος και αξιοπρεπής, σαν τους ήρωες των μυθιστορημάτων που αγαπούσα τότε και που θαύμαζα.Αλλά μ' εκείνη την ιστορική, για τα χρονικά της γειτονιάς και για τον κοριτσόκοσμο, επίσκεψη, είχα κιόλας μισογιατρευτεί από το ...πάθος που με τυραννούσε, και θέλοντας να είμαι συνεπής και να δείξω τον ιπποτισμό μου, σταμάτησα οριστικά όλες τις εκδηλώσεις μου. Και το ειδύλλιό μου πήρε τέλος..."(Απόσπασμα από το βιβλίο του Η ζωή μου, Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, με την φιλολογική επιμέλεια του Γιάννη Παπακώστα, εκδ. Κέδρος, 2009, αναδημοσιευμένο στο autobiographies.blogspot.com) ---------------------"Τ' όνειρο μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω. Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονο μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου...
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα και θα φύγω. "(Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στο διπλό τεύχος της «Νέας Εστίας», 1 -15.1.1944 μαζί με την αναγγελία της αυτοκτονίας του, με τίτλο «Αποχαιρετισμοί στη μουσική», επίτιτλο «ανέκδοτοι στίχοι» και υπότιτλο σε παρένθεση «Στίχοι της παλιάς τεχνοτροπίας»)
---------------------
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944) γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε επίσης μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής.Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε κανονικά, δεν άσκησε όμως ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο Νουμά το ποίημα Έκσταση. Το 1907 υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, στα δέκα συνολικά τεύχη του οποίου δημοσίευσε δεκαέξι ποιήματα ως το 1908, οπότε το περιοδικό έκλεισε και ο Λαπαθιώτης άρχισε τη λογοτεχνική και δημοσιογραφική συνεργασία του με την εφημερίδα Εσπερινή και το περιοδικό Ελλάς του Σ.Ποταμιάνου. Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με το Χρηστομάνο και το Σικελιανό. Ακολούθησαν συνεργασίες του με τα περιοδικά Δάφνη και Ανεμώνη (1909-1910) με την εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα (από το 1924) με το περιοδικό Η Διάπλασις των παίδων (1925), με το περιοδικό Μπουκέττο (1931), με τη Νέα Εστία (1933 - όπου δημοσίευσε μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού του έργου), την Πνευματική Ζωή (1938) και τα Νεοελληνικά γράμματα (1940).Το 1917 συμμετείχε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας και υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Μετά τα Νοεμβριανά γεγονότα του 1920 κατέφυγε για λίγο καιρό με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, όπου γνωρίστηκε με τον Καβάφη. Το 1937 πέθανε η μητέρα του και τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας του, ο θάνατος του οποίου είχε καταλυτική επίδραση στη ζωή του ποιητή. Η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε ήταν η Τα πρώτα ποιήματα (1939).Εθισμένος στις ναρκωτικές ουσίες αναγκάστηκε να ξεπουλήσει τη βιβλιοθήκη του και αυτοπυροβολήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1944 στο σπίτι του στα Εξάρχεια. Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση με σαφείς επιρροές από το ρεύμα του αισθητισμού (νεανικά του πρότυπα στάθηκαν οι Walter Pater και Oscar Wilde). Δημοσίευσε μανιφέστα για τον αισθητισμό και προσπάθησε να αντιδράσει στο ασφυκτικά συντηρητικό κλίμα της εποχής του με τολμηρούς στίχους και προκλητικές εμφανίσεις.Η θλίψη που χαρακτήριζε τη ζωή του τον οδήγησε στα τελευταία χρόνια του σε συμβολιστικές επιλογές με έντονα μελαγχολικό τόνο και σταθερή πάντα την επιμελημένη μορφή των ποιημάτων του. Έγραψε επίσης λογοτεχνικές μεταφράσεις και θεατρικά έργα (Νέρων ο τύραννος[1900], Η τιμή της συζύγου [1901], Τα μεσάνυχτα ως το γλυκοχάραμα [1908]) και ασχολήθηκε με το λογοτεχνικό δοκίμιο και τη μουσική σύνθεση.Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη βλ. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Παναγιώτου Γιώργος, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και η εποχή του. Χρονολογικός πίνακας», Η λέξη 33, 3-4/1984, σ.238-247, Παληοδήμου Αλίκη, «Ναπολέων Λαπαθιώτης: Χρονοβιογραφία», Διαβάζω 95, 30/5/1984, σ.12-17, Κόρφης Τάσος, Ναπολέων Λαπαθιώτης Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του. Αθήνα, Πρόσπερος, 1985, Κωστίου Κατερίνα, «Λαπαθιώτης Ναπολέων», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό5. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986, και Λαπαθιώτης Ναπολέων, Η ζωή μου · Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας · Φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας. Αθήνα, Στιγμή, 1986. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
------------------------Ερωτικό
Στίχοι: Ναπολέων Λαπαθιώτης
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Ελευθερία Αρβανιτάκη
Καημός αλήθεια να περνώ
του έρωτα πάλι το στενό
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά
μια μέρα του θανάτου.
Στενό βαθύ και θλιβερό
που θα θυμάμαι για καιρό
τι μου στοιχίζει στην καρδιά
το ξαναπέρασμά του.
Ας είν' ωστόσο, τι ωφελεί
γυρεύω πάντα το φιλί
στερνό φιλί, πρώτο φιλί
και με λαχτάρα πόση.
Γυρεύω πάντα το φιλί
αχ, καρδιά μου
που μου το τάξανε πολλοί
όμως δε μπόρεσε κανείς
ποτέ να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα όταν χαθώ
γυρνώντας πάλι στο βυθό
και με τη νύχτα μυστικά
γίνουμε πάλι ταίρι
Αυτό το ανεύρετο φιλί
που το λαχτάρησα πολύ
σαν μια παλιά της οφειλή
να μου το ξαναφέρει. tvxs.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το Ίδρυμα Παπανδρέου απαντά για το «ψαλίδι» στη χρηματοδότηση
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Και η Γέφυρα "Χαρίλαος Τρικούπης" στην "Ώρα της Γης"
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ