2013-03-10 21:31:34
Αγνωστες πτυχές από το παρασκήνιο της περιόδου των συνομιλιών ως την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης
Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ με τις συζύγους τους σε δεξίωση στην Αγκυρα
Τομάη Φωτεινή
Συμπληρώνονται εφέτος 90 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, σημείο καμπής αναμφισβήτητα της νεότερης ιστορίας της χώρας μας όσο και της γείτονος Τουρκίας. Για τις μακράς διαρκείας διαπραγματεύσεις που συχνά ελάμβαναν οξύτατο χαρακτήρα λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας, με αποτέλεσμα τη διακοπή τους μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου 1923, έχουν γραφεί κατά καιρούς πολλά και από το βήμα αυτό. Οπως και για τη διαπραγματευτική ικανότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου, που σήκωσε μόνος, με τη βοήθεια του έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Δημητρίου Κακλαμάνου, τη βαριά ευθύνη ολοκληρώσεως των συνομιλιών ως την υπογραφή της Συνθήκης στο ιστορικό κτίριο Palais de Rumine του Πανεπιστημίου της Λωζάννης. Το σημερινό άρθρο θα ασχοληθεί με άγνωστες αλλά πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές από το παρασκήνιο εκείνης της απόμακρης ιστορικής περιόδου.
Μπορεί η ιστορική Συνθήκη να αποτέλεσε τη βάση διαρκούς ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τον θεμέλιο λίθο της οποίας είχαν θέσει οι δύο εμπνευστές της ελληνοτουρκικής φιλίας στη διάρκεια του Μεσοπολέμου Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ, αλλά ουδείς αμφισβητεί τον πολεμικό χαρακτήρα που συχνά έπαιρναν στο παρασκήνιο οι εκατέρωθεν διαβουλεύσεις, όπως προκύπτει τουλάχιστον από την ανάγνωση των ελληνικών και των βρετανικών διπλωματικών εγγράφων της εποχής.
Η οξύτητα, τα πάθη και οι έριδες ήσαν τέτοιας έκτασης και έντασης που έφταναν να πυροδοτούν ακόμη και απόπειρες δολοφονικών ενεργειών, όπως εκείνη σε βάρος του επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας Ε. Βενιζέλου.
Σε φάκελο του έτους 1922 μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου ανιχνεύεται πλήθος πληροφοριών που έφταναν στην ελληνική κυβέρνηση για σχέδια δολοφονίας του έλληνα επικεφαλής των διαπραγματεύσεων από διαφορετικά κέντρα του εξωτερικού. Το στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι η ταυτότητα των επίδοξων δολοφόνων, ο αριθμός και τα κίνητρα που τους διέκριναν.
Η πρώτη πληροφορία φτάνει από το Σικάγο στις 29 Οκτωβρίου 1922 και αναφέρεται σε δύο ομογενείς που είχαν έλθει στην Αθήνα «μετ' εράνων 6 έως 7 χιλιάδων δολλαρίων με την απόφασιν να δολοφονήσουν τον Ε. Βενιζέλον είτε άλλον αρχηγόν του» (sic). Κατήγοντο από το χωριό Μικράσια της επαρχίας Ολυμπίας και ήσαν οι Κ. Κωνσταντόπουλος, 57-58 ετών, και ο Ν. Χαρτομπέκης, 38-40 ετών. Ανήκαν, σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη, στην ίδια οργάνωση που ευθυνόταν για τη δολοφονία ενός βενιζελικού ενωμοτάρχη στην Αγουλινίτσα το 1918.
Ακολουθεί δεύτερη καταγγελία στις 12 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Με κατεπείγον τηλεγράφημά του ο έλληνας ΥΠΕΞ Ν. Πολίτης πληροφορούσε τον πρεσβευτή μας στο Παρίσι ότι το Μακεδονικό κομιτάτο είχε προωθήσει μέσω Σόφιας έξι άτομα προοριζόμενα να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο. «Η αποστολή αύτη είναι η δευτέρα ήτις αναχωρεί διά Λωζάννην προς άνω σκοπόν» σημείωνε ο Πολίτης στο τηλεγράφημά του χαρακτηρίζοντας την πληροφορία πολύ θετική. Από τους έξι κατονόμαζε μόνο τέσσερις: τους Γεώργιο Ντουλιάν, ορθόδοξο Αλβανό, Αλή εφέντη Αργυράκη Ζαδή, εκ Χανίων Κρήτης, Φραγκίσκο Ισάρ, αρμένιο καθολικό εκ Βουλγαρίας, και Αχμέτ εφέντη Τσιγκηζαδέ, εκ Στρωμνίτσης. Οι δύο πρώτοι γνώριζαν πολύ καλά τη γαλλική, ο δεύτερος και τη γερμανική γλώσσα, περιεγράφοντο δε ως εξής: ο μεν Ντουλιάν γύρω στα 50, σωματώδης, υψηλός «με μύστακα κομμένον, παραμείνας επί έν διάστημα εν Βέρνη, διακριθείς εις τους κατά Εσσάτ πασά αγώνας του και αρχηγός Ασφαλείας της Αλβανικής Κυβερνήσεως». Ο Αργυράκης, ετών 40, γιος του μεράρχου Μερσίνης, είχε καταφύγει μετά το 1905 στην Κωνσταντινούπολη. «Αναστήματος μετρίου, κώμη καστανή, διακρίνεται διά την λευκότητα του προσώπου του» αναφέρεται στο ίδιο τηλεγράφημα. Ο Ισάρ, ετών 45, πρώην αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού, περιγραφόταν ως «μάλλον κοντός, μελαχρινός, φαλακρός, φέρων ουλήν εις αριστεράν παρειάν». Τέλος, ο Τσιγκηζαδέ, ετών 30, περιγραφόταν ως «υψηλός, ισχνός, μελαχρινός, χωλαίνων λόγω τραύματος εις αριστερόν πόδα, δεινός χειριστής περιστρόφου και εις εκ των δολοφόνων του Σεκρέτ πασά» (όπ.π.).
Η τρίτη καταγγελία, που μάλιστα απευθυνόταν από την ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη προς τον αρχηγό της Αστυνομίας R. Jacquillard στις 30 Νοεμβρίου, έκανε λόγο για τρεις υπόπτους, έναν Ελληνα και δύο Ιταλούς, εγκατεστημένους στην Αμερική, που ετοιμάζονταν να φύγουν στις 20 Οκτωβρίου με προορισμό το Παρίσι. Σύμφωνα με το έγγραφο (ΑΠ 105), ανήκαν στην οργάνωση Μαύρη Χειρ (Main Noire) και, πλην της ελληνικής και της ιταλικής, δύο εξ αυτών μιλούσαν επιπλέον τη γαλλική γλώσσα.
Στις 2 Δεκεμβρίου η ελληνική αντιπροσωπεία ενημερώνει με έγγραφό της (ΑΠ 268) τον ελβετό αρχηγό της Αστυνομίας ότι ο έλλην πολιτικός είχε λάβει απειλητική επιστολή προερχόμενη από Μπολόνια Ιταλίας από ιδιώτη ονόματι Δ. Σαραντάρη, για τον οποίο ζητούσε απαγόρευση εισόδου στην Ελβετία. Με το ίδιο έγγραφο ζητούσε διακριτική παρακολούθηση του διαμένοντος στη Γενεύη δημοσιογράφου Ευστ. Μαζαράκη.
Ο επόμενος συναγερμός λίγες ημέρες αργότερα ηχεί με την εμφάνιση στο «Hôtel des Bergues» της Γενεύης του Αντ. Φραγκούλη, στην περίπτωση του οποίου, αδίκως όπως προκύπτει, ενεπλάκη και το όνομα του έλληνα προξένου στη Γενεύη (Μπίστη) ότι δήθεν τον διευκόλυνε να διαφύγει της συλλήψεως. Οπως ενημέρωνε το Αρχηγείο της Αστυνομίας στη Λωζάννη με ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου 1922 την ελληνική αντιπροσωπεία, από έρευνα στο σπίτι του Φραγκούλη δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθούν ενοχοποιητικά στοιχεία, πλην ενός περιστρόφου και μιας κοντόκαννης καραμπίνας που παρεδόθησαν στην ελληνική πρεσβεία Βέρνης, ενώ είχε σταλεί σήμα σε όλα τα ελβετικά συνοριοφυλάκια για κατάσχεση του διπλωματικού διαβατηρίου που για άγνωστους λόγους κατείχε ο συγκεκριμένος ιδιώτης.
Στις 13 Δεκεμβρίου ο διευθύνων το Γ. Προξενείο Μασσαλίας Κ. Μανθόπουλος ενημέρωνε την ελληνική αποστολή στη Λωζάννη ότι οι προσπάθειες για εντοπισμό των αποστολέων ανωνύμου απειλητικής επιστολής σε βάρος του Βενιζέλου που είχε λάβει αυτόθι και προωθήσει στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι είχαν αποβεί άκαρπες (ΑΠ 1292).
Δέκα ημέρες ακριβώς αργότερα νέα είδηση σκάει σαν κεραυνός. Επρόκειτο για πληροφορίες που έφταναν μέσω της πρεσβείας μας στο Παρίσι και προήρχοντο από Αμερική, από τον ομογενή Αντ. Κροκόπουλο. Ο τελευταίος αποκάλυπτε σχέδιο δολοφονίας τόσο του Βενιζέλου όσο και του Γονατά από «έξ ανθρώπους, τρεις Ελληνας, δυστυχώς, και τρεις Ιταλούς», στους οποίους «εδόθησαν 12.000 τάλληρα και 4 μήνες προθεσμία». Την πληροφορία του είχε εμπιστευθεί ομογενής πελάτης του στην μπιραρία που διέθετε.
Νέο ύποπτο πρόσωπο εντοπίζεται στις 30 Δεκεμβρίου 1922 και αφορούσε τον πολίτη ονόματι Ναστόπουλο, για τον οποίο εστάλη οδηγία στο ελληνικό προξενείο Μασσαλίας και στην πρεσβεία Ρώμης περί απαγορεύσεως εκδόσεως διαβατηρίου, αν και υπήρχαν πληροφορίες ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο που με διαφορετικό επίθετο (Βαλλιάνος) και πιστοποιητικό επιλοχία εκδοθέν από τη Στρατιωτική Διοίκηση Αδριανουπόλεως είχε εμφανισθεί στο ελληνικό προξενείο της Λυών αιτούμενος νέο διαβατήριο εξαιτίας απωλείας όπως δήλωνε (ΑΠ 4314, πρεσβεία στο Παρίσι).
Τέλος, στις 2 Φεβρουαρίου 1923 η ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη ενημέρωνε (ΑΠ 1059) τον αστυνομικό διευθυντή της πόλης Jacquillard ότι οι διαβόητοι ληστές αδελφοί Κωνσταντίνος και Ιωάννης Γιαγιάς, εκ Σάμου, είχαν απευθυνθεί στις ιταλικές αρχές Κω για έκδοση διαβατηρίων προκειμένου να μεταβούν στην Ευρώπη. Υπήρχαν δε πληροφορίες ότι σχεδιάζονταν δολοφονίες αντιβενιζελικών, με τον πρώτο φερόμενο ως εκτελεστή και τον δεύτερο, γλωσσομαθή και με άδεια οδηγήσεως, ως συνεργό (ΑΠ 538, Αλεξανδρής από Κεντρική Υπηρεσία).
Οδεύοντας εις Παρισίους
Δύο ύποπτοι από τα Βουρλά
Στον φάκελο με τις πληροφορίες για σχεδιασμό δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου εσωκλείεται φωτογραφία του Ναστόπουλου με το εξής κείμενο:
Προχθές διήλθον εντεύθεν (εκ Βερολίνου) κατευθυνόμενα εις Παρισίους δύο ύποπτα πρόσωπα. Ο εις φέρει στολήν επιλοχίου και επανωφόρι πολιτικόν. Λέγει ότι είναι από τα Βουρλά και έχει απολυτήριον προ της καταστροφής με όνομα Ναστόπουλος Κωνσταντίνος. Ο άλλος, κάνων εντύπωσιν οδηγού του πρώτου, φορεί πολιτικά και γυαλιά. Λέγεται Διαμαντόπουλος Νικόλαος, επίσης εκ Βουρλών. Κατεβλήθησαν τα έξοδά των μέχρι Παρισίων από την Πρεσβείαν Βιέννης, επέμειναν όμως και έλαβον και από την Πρεσβείαν Βερολίνου 40.000 Μάρκα.
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α’ στο υπουργείο Εξωτερικών.
ΒΗΜΑ
InfoGnomon
Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ με τις συζύγους τους σε δεξίωση στην Αγκυρα
Τομάη Φωτεινή
Συμπληρώνονται εφέτος 90 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, σημείο καμπής αναμφισβήτητα της νεότερης ιστορίας της χώρας μας όσο και της γείτονος Τουρκίας. Για τις μακράς διαρκείας διαπραγματεύσεις που συχνά ελάμβαναν οξύτατο χαρακτήρα λόγω της τουρκικής αδιαλλαξίας, με αποτέλεσμα τη διακοπή τους μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου 1923, έχουν γραφεί κατά καιρούς πολλά και από το βήμα αυτό. Οπως και για τη διαπραγματευτική ικανότητα του Ελευθέριου Βενιζέλου, που σήκωσε μόνος, με τη βοήθεια του έλληνα πρεσβευτή στο Λονδίνο Δημητρίου Κακλαμάνου, τη βαριά ευθύνη ολοκληρώσεως των συνομιλιών ως την υπογραφή της Συνθήκης στο ιστορικό κτίριο Palais de Rumine του Πανεπιστημίου της Λωζάννης. Το σημερινό άρθρο θα ασχοληθεί με άγνωστες αλλά πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές από το παρασκήνιο εκείνης της απόμακρης ιστορικής περιόδου.
Μπορεί η ιστορική Συνθήκη να αποτέλεσε τη βάση διαρκούς ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τον θεμέλιο λίθο της οποίας είχαν θέσει οι δύο εμπνευστές της ελληνοτουρκικής φιλίας στη διάρκεια του Μεσοπολέμου Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ, αλλά ουδείς αμφισβητεί τον πολεμικό χαρακτήρα που συχνά έπαιρναν στο παρασκήνιο οι εκατέρωθεν διαβουλεύσεις, όπως προκύπτει τουλάχιστον από την ανάγνωση των ελληνικών και των βρετανικών διπλωματικών εγγράφων της εποχής.
Η οξύτητα, τα πάθη και οι έριδες ήσαν τέτοιας έκτασης και έντασης που έφταναν να πυροδοτούν ακόμη και απόπειρες δολοφονικών ενεργειών, όπως εκείνη σε βάρος του επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας Ε. Βενιζέλου.
Σε φάκελο του έτους 1922 μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου ανιχνεύεται πλήθος πληροφοριών που έφταναν στην ελληνική κυβέρνηση για σχέδια δολοφονίας του έλληνα επικεφαλής των διαπραγματεύσεων από διαφορετικά κέντρα του εξωτερικού. Το στοιχείο που εντυπωσιάζει είναι η ταυτότητα των επίδοξων δολοφόνων, ο αριθμός και τα κίνητρα που τους διέκριναν.
Η πρώτη πληροφορία φτάνει από το Σικάγο στις 29 Οκτωβρίου 1922 και αναφέρεται σε δύο ομογενείς που είχαν έλθει στην Αθήνα «μετ' εράνων 6 έως 7 χιλιάδων δολλαρίων με την απόφασιν να δολοφονήσουν τον Ε. Βενιζέλον είτε άλλον αρχηγόν του» (sic). Κατήγοντο από το χωριό Μικράσια της επαρχίας Ολυμπίας και ήσαν οι Κ. Κωνσταντόπουλος, 57-58 ετών, και ο Ν. Χαρτομπέκης, 38-40 ετών. Ανήκαν, σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη, στην ίδια οργάνωση που ευθυνόταν για τη δολοφονία ενός βενιζελικού ενωμοτάρχη στην Αγουλινίτσα το 1918.
Ακολουθεί δεύτερη καταγγελία στις 12 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Με κατεπείγον τηλεγράφημά του ο έλληνας ΥΠΕΞ Ν. Πολίτης πληροφορούσε τον πρεσβευτή μας στο Παρίσι ότι το Μακεδονικό κομιτάτο είχε προωθήσει μέσω Σόφιας έξι άτομα προοριζόμενα να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο. «Η αποστολή αύτη είναι η δευτέρα ήτις αναχωρεί διά Λωζάννην προς άνω σκοπόν» σημείωνε ο Πολίτης στο τηλεγράφημά του χαρακτηρίζοντας την πληροφορία πολύ θετική. Από τους έξι κατονόμαζε μόνο τέσσερις: τους Γεώργιο Ντουλιάν, ορθόδοξο Αλβανό, Αλή εφέντη Αργυράκη Ζαδή, εκ Χανίων Κρήτης, Φραγκίσκο Ισάρ, αρμένιο καθολικό εκ Βουλγαρίας, και Αχμέτ εφέντη Τσιγκηζαδέ, εκ Στρωμνίτσης. Οι δύο πρώτοι γνώριζαν πολύ καλά τη γαλλική, ο δεύτερος και τη γερμανική γλώσσα, περιεγράφοντο δε ως εξής: ο μεν Ντουλιάν γύρω στα 50, σωματώδης, υψηλός «με μύστακα κομμένον, παραμείνας επί έν διάστημα εν Βέρνη, διακριθείς εις τους κατά Εσσάτ πασά αγώνας του και αρχηγός Ασφαλείας της Αλβανικής Κυβερνήσεως». Ο Αργυράκης, ετών 40, γιος του μεράρχου Μερσίνης, είχε καταφύγει μετά το 1905 στην Κωνσταντινούπολη. «Αναστήματος μετρίου, κώμη καστανή, διακρίνεται διά την λευκότητα του προσώπου του» αναφέρεται στο ίδιο τηλεγράφημα. Ο Ισάρ, ετών 45, πρώην αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού, περιγραφόταν ως «μάλλον κοντός, μελαχρινός, φαλακρός, φέρων ουλήν εις αριστεράν παρειάν». Τέλος, ο Τσιγκηζαδέ, ετών 30, περιγραφόταν ως «υψηλός, ισχνός, μελαχρινός, χωλαίνων λόγω τραύματος εις αριστερόν πόδα, δεινός χειριστής περιστρόφου και εις εκ των δολοφόνων του Σεκρέτ πασά» (όπ.π.).
Η τρίτη καταγγελία, που μάλιστα απευθυνόταν από την ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη προς τον αρχηγό της Αστυνομίας R. Jacquillard στις 30 Νοεμβρίου, έκανε λόγο για τρεις υπόπτους, έναν Ελληνα και δύο Ιταλούς, εγκατεστημένους στην Αμερική, που ετοιμάζονταν να φύγουν στις 20 Οκτωβρίου με προορισμό το Παρίσι. Σύμφωνα με το έγγραφο (ΑΠ 105), ανήκαν στην οργάνωση Μαύρη Χειρ (Main Noire) και, πλην της ελληνικής και της ιταλικής, δύο εξ αυτών μιλούσαν επιπλέον τη γαλλική γλώσσα.
Στις 2 Δεκεμβρίου η ελληνική αντιπροσωπεία ενημερώνει με έγγραφό της (ΑΠ 268) τον ελβετό αρχηγό της Αστυνομίας ότι ο έλλην πολιτικός είχε λάβει απειλητική επιστολή προερχόμενη από Μπολόνια Ιταλίας από ιδιώτη ονόματι Δ. Σαραντάρη, για τον οποίο ζητούσε απαγόρευση εισόδου στην Ελβετία. Με το ίδιο έγγραφο ζητούσε διακριτική παρακολούθηση του διαμένοντος στη Γενεύη δημοσιογράφου Ευστ. Μαζαράκη.
Ο επόμενος συναγερμός λίγες ημέρες αργότερα ηχεί με την εμφάνιση στο «Hôtel des Bergues» της Γενεύης του Αντ. Φραγκούλη, στην περίπτωση του οποίου, αδίκως όπως προκύπτει, ενεπλάκη και το όνομα του έλληνα προξένου στη Γενεύη (Μπίστη) ότι δήθεν τον διευκόλυνε να διαφύγει της συλλήψεως. Οπως ενημέρωνε το Αρχηγείο της Αστυνομίας στη Λωζάννη με ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου 1922 την ελληνική αντιπροσωπεία, από έρευνα στο σπίτι του Φραγκούλη δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθούν ενοχοποιητικά στοιχεία, πλην ενός περιστρόφου και μιας κοντόκαννης καραμπίνας που παρεδόθησαν στην ελληνική πρεσβεία Βέρνης, ενώ είχε σταλεί σήμα σε όλα τα ελβετικά συνοριοφυλάκια για κατάσχεση του διπλωματικού διαβατηρίου που για άγνωστους λόγους κατείχε ο συγκεκριμένος ιδιώτης.
Στις 13 Δεκεμβρίου ο διευθύνων το Γ. Προξενείο Μασσαλίας Κ. Μανθόπουλος ενημέρωνε την ελληνική αποστολή στη Λωζάννη ότι οι προσπάθειες για εντοπισμό των αποστολέων ανωνύμου απειλητικής επιστολής σε βάρος του Βενιζέλου που είχε λάβει αυτόθι και προωθήσει στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι είχαν αποβεί άκαρπες (ΑΠ 1292).
Δέκα ημέρες ακριβώς αργότερα νέα είδηση σκάει σαν κεραυνός. Επρόκειτο για πληροφορίες που έφταναν μέσω της πρεσβείας μας στο Παρίσι και προήρχοντο από Αμερική, από τον ομογενή Αντ. Κροκόπουλο. Ο τελευταίος αποκάλυπτε σχέδιο δολοφονίας τόσο του Βενιζέλου όσο και του Γονατά από «έξ ανθρώπους, τρεις Ελληνας, δυστυχώς, και τρεις Ιταλούς», στους οποίους «εδόθησαν 12.000 τάλληρα και 4 μήνες προθεσμία». Την πληροφορία του είχε εμπιστευθεί ομογενής πελάτης του στην μπιραρία που διέθετε.
Νέο ύποπτο πρόσωπο εντοπίζεται στις 30 Δεκεμβρίου 1922 και αφορούσε τον πολίτη ονόματι Ναστόπουλο, για τον οποίο εστάλη οδηγία στο ελληνικό προξενείο Μασσαλίας και στην πρεσβεία Ρώμης περί απαγορεύσεως εκδόσεως διαβατηρίου, αν και υπήρχαν πληροφορίες ότι ήταν το ίδιο πρόσωπο που με διαφορετικό επίθετο (Βαλλιάνος) και πιστοποιητικό επιλοχία εκδοθέν από τη Στρατιωτική Διοίκηση Αδριανουπόλεως είχε εμφανισθεί στο ελληνικό προξενείο της Λυών αιτούμενος νέο διαβατήριο εξαιτίας απωλείας όπως δήλωνε (ΑΠ 4314, πρεσβεία στο Παρίσι).
Τέλος, στις 2 Φεβρουαρίου 1923 η ελληνική αντιπροσωπεία στη Λωζάννη ενημέρωνε (ΑΠ 1059) τον αστυνομικό διευθυντή της πόλης Jacquillard ότι οι διαβόητοι ληστές αδελφοί Κωνσταντίνος και Ιωάννης Γιαγιάς, εκ Σάμου, είχαν απευθυνθεί στις ιταλικές αρχές Κω για έκδοση διαβατηρίων προκειμένου να μεταβούν στην Ευρώπη. Υπήρχαν δε πληροφορίες ότι σχεδιάζονταν δολοφονίες αντιβενιζελικών, με τον πρώτο φερόμενο ως εκτελεστή και τον δεύτερο, γλωσσομαθή και με άδεια οδηγήσεως, ως συνεργό (ΑΠ 538, Αλεξανδρής από Κεντρική Υπηρεσία).
Οδεύοντας εις Παρισίους
Δύο ύποπτοι από τα Βουρλά
Στον φάκελο με τις πληροφορίες για σχεδιασμό δολοφονίας του Ελευθέριου Βενιζέλου εσωκλείεται φωτογραφία του Ναστόπουλου με το εξής κείμενο:
Προχθές διήλθον εντεύθεν (εκ Βερολίνου) κατευθυνόμενα εις Παρισίους δύο ύποπτα πρόσωπα. Ο εις φέρει στολήν επιλοχίου και επανωφόρι πολιτικόν. Λέγει ότι είναι από τα Βουρλά και έχει απολυτήριον προ της καταστροφής με όνομα Ναστόπουλος Κωνσταντίνος. Ο άλλος, κάνων εντύπωσιν οδηγού του πρώτου, φορεί πολιτικά και γυαλιά. Λέγεται Διαμαντόπουλος Νικόλαος, επίσης εκ Βουρλών. Κατεβλήθησαν τα έξοδά των μέχρι Παρισίων από την Πρεσβείαν Βιέννης, επέμειναν όμως και έλαβον και από την Πρεσβείαν Βερολίνου 40.000 Μάρκα.
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α’ στο υπουργείο Εξωτερικών.
ΒΗΜΑ
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, η ΑΟΖ και η Ελλάδα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ