2013-03-11 22:10:34
Το γεγονός ότι επιτεύχθηκε ο στόχος της μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης της κοινωνικής ασφάλισης από 5,2 δισ. ευρώ που ήταν το 2009 στα 2,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2012 αποτελεί αναμφισβήτητη επιτυχία της πολιτικής ηγεσίας και όσων ενεπλάκησαν στην προσπάθεια αυτή τα τελευταία τρία χρόνια.
Ο στόχος όμως αυτός επιτεύχθηκε με μέτρα που συχνά ήταν αποσπασματικά και πολλές φορές αντιφατικά μεταξύ τους, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη δραστική μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί προβλήματα στη φαρμακευτική περίθαλψη του ελληνικού πληθυσμού, παρά την εφαρμογή σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών, όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και τα πρωτόκολλα συνταγογράφησης.
Τα σημαντικότερα από τα προβλήματα αυτά αφορούν τις ελλείψεις και τις αποσύρσεις φαρμάκων, την αδυναμία ή δυσκολία αγοράς φαρμάκων από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, την αδυναμία της εφοδιαστικής αλυσίδας να υποστηρίξει τις ανάγκες του πληθυσμού μέσω ΕΟΠΥΥ, καθώς και τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει φαρμακεία και φαρμακευτικές εταιρείες, με επαπειλούμενα λουκέτα και πραγματοποιούμενες απολύσεις.
Είναι γι’ αυτό ανάγκη να σχεδιαστεί μια εθνική πολιτική φαρμάκου με ορίζοντα πενταετίας που δεν θα στοχεύει μόνο στη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, αλλά και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί η μείωση αυτή, καθώς και σε κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι η ανάπτυξη της έρευνας και η ενίσχυση της καινοτομίας.
Ενας τέτοιος σχεδιασμός προϋποθέτει την ύπαρξη ενός συλλογικού οργάνου στο οποίο θα συμμετέχει η ηγεσία του υπουργείου Υγείας, του ΕΟΠΥΥ και του ΕΟΦ, και το οποίο θα συνεργάζεται με τους κοινωνικούς εταίρους. Οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί και οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σύμμαχοι και όχι ως αντίπαλοι για τη διέξοδο από την κρίση. Η συλλογικότητα αυτή θα δώσει επίσης τη δυνατότητα πιο συντεταγμένης, πιο τεκμηριωμένης και τελικά πιο αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης με την τρόικα, προκειμένου να αναθεωρηθούν όσα μέτρα και δεσμεύσεις προκαλούν περισσότερα προβλήματα παρά οφέλη, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία ελληνικού πληθυσμού.
Η πρώτη και πιο βασική αλλαγή που θα πρέπει να επιτευχθεί είναι η αποσύνδεση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης από το ΑΕΠ της χώρας. Ο στόχος των 2,4 δισ. ευρώ για το 2013 είναι εφικτός, αλλά η δέσμευση για αντιστοίχιση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης με το 1% του ΑΕΠ το 2014 θα αποβεί καταστρεπτική για το φάρμακο λόγω της αναμενόμενης περαιτέρω συρρίκνωσης του ελληνικού ΑΕΠ.
Εάν υπάρξουν επιπρόσθετες μειώσεις, ειδικά στις τιμές, θα τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο η πρόσβαση σε αναγκαία φάρμακα και η βιωσιμότητα πολλών φαρμακείων και φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Πολύ περισσότερο μάλιστα που η μείωση του ΑΕΠ έχει από μόνη της αρνητικές επιπτώσεις στους δείκτες υγείας, αυξάνοντας την ανάγκη δημόσιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Αλλαγές επίσης πρέπει να επέλθουν στο ισχύον προβληματικό σύστημα τιμολόγησης, αλλά και στον τρόπο και στη συχνότητα που εφαρμόζεται, γιατί όχι μόνο παράγει λάθη, αλλά αποτελεί και μια από τις αιτίες των ελλείψεων και των αποσύρσεων.
Επίσης, θα πρέπει να τροποποιηθεί η Θετική Λίστα αποζημιούμενων φαρμάκων, με αντικειμενοποίηση και απλοποίηση των κριτηρίων της προκειμένου να περιλαμβάνει μόνο τα χρήσιμα φάρμακα και τις αναγκαίες συσκευασίες και περιεκτικότητες. Επανεξέταση χρειάζεται και το μέτρο της συνταγογράφησης της δραστικής ουσίας, όπου θα πρέπει να διευρυνθούν οι εξαιρέσεις και τα πλαφόν, πρωτίστως για ορισμένες ειδικότητες.
Τέλος, θα πρέπει να ισχύσουν νέες ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της επάρκειας των φαρμάκων με αυστηρούς κανόνες για τις υποχρεώσεις και τις συναλλαγές των εταιρειών, των φαρμακαποθηκών και των φαρμακείων, χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι σημερινές ελλείψεις οφείλονται κυρίως στις εμπορικές δυσχέρειες μεταξύ των συναλλασσομένων, λόγω των οφειλών του Δημοσίου, της έλλειψης ρευστότητας και του περιορισμού των πιστώσεων.
Για όλα αυτά δεν απαιτείται μόνο η σύμπραξη όλων των εμπλεκομένων θεσμικών φορέων, αλλά και η ενίσχυση και αναβάθμιση του ΕΟΦ, προκειμένου να αναλάβει την ευθύνη όλων των αρμοδιοτήτων και δραστηριοτήτων που αφορούν το φάρμακο, πολλές από τις οποίες παραμένουν ως σήμερα σε διάφορες ανεξάρτητες επιτροπές και επιμέρους κέντρα αποφάσεων, δυσχεραίνοντας την άσκηση αποτελεσματικών πολιτικών για το φάρμακο.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του ΕΟΦ.
tovima.gr
Ο στόχος όμως αυτός επιτεύχθηκε με μέτρα που συχνά ήταν αποσπασματικά και πολλές φορές αντιφατικά μεταξύ τους, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη δραστική μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί προβλήματα στη φαρμακευτική περίθαλψη του ελληνικού πληθυσμού, παρά την εφαρμογή σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών, όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και τα πρωτόκολλα συνταγογράφησης.
Τα σημαντικότερα από τα προβλήματα αυτά αφορούν τις ελλείψεις και τις αποσύρσεις φαρμάκων, την αδυναμία ή δυσκολία αγοράς φαρμάκων από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, την αδυναμία της εφοδιαστικής αλυσίδας να υποστηρίξει τις ανάγκες του πληθυσμού μέσω ΕΟΠΥΥ, καθώς και τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει φαρμακεία και φαρμακευτικές εταιρείες, με επαπειλούμενα λουκέτα και πραγματοποιούμενες απολύσεις.
Είναι γι’ αυτό ανάγκη να σχεδιαστεί μια εθνική πολιτική φαρμάκου με ορίζοντα πενταετίας που δεν θα στοχεύει μόνο στη μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, αλλά και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργεί η μείωση αυτή, καθώς και σε κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι η ανάπτυξη της έρευνας και η ενίσχυση της καινοτομίας.
Ενας τέτοιος σχεδιασμός προϋποθέτει την ύπαρξη ενός συλλογικού οργάνου στο οποίο θα συμμετέχει η ηγεσία του υπουργείου Υγείας, του ΕΟΠΥΥ και του ΕΟΦ, και το οποίο θα συνεργάζεται με τους κοινωνικούς εταίρους. Οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί και οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ως σύμμαχοι και όχι ως αντίπαλοι για τη διέξοδο από την κρίση. Η συλλογικότητα αυτή θα δώσει επίσης τη δυνατότητα πιο συντεταγμένης, πιο τεκμηριωμένης και τελικά πιο αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης με την τρόικα, προκειμένου να αναθεωρηθούν όσα μέτρα και δεσμεύσεις προκαλούν περισσότερα προβλήματα παρά οφέλη, θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία ελληνικού πληθυσμού.
Η πρώτη και πιο βασική αλλαγή που θα πρέπει να επιτευχθεί είναι η αποσύνδεση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης από το ΑΕΠ της χώρας. Ο στόχος των 2,4 δισ. ευρώ για το 2013 είναι εφικτός, αλλά η δέσμευση για αντιστοίχιση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης με το 1% του ΑΕΠ το 2014 θα αποβεί καταστρεπτική για το φάρμακο λόγω της αναμενόμενης περαιτέρω συρρίκνωσης του ελληνικού ΑΕΠ.
Εάν υπάρξουν επιπρόσθετες μειώσεις, ειδικά στις τιμές, θα τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο η πρόσβαση σε αναγκαία φάρμακα και η βιωσιμότητα πολλών φαρμακείων και φαρμακευτικών επιχειρήσεων. Πολύ περισσότερο μάλιστα που η μείωση του ΑΕΠ έχει από μόνη της αρνητικές επιπτώσεις στους δείκτες υγείας, αυξάνοντας την ανάγκη δημόσιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Αλλαγές επίσης πρέπει να επέλθουν στο ισχύον προβληματικό σύστημα τιμολόγησης, αλλά και στον τρόπο και στη συχνότητα που εφαρμόζεται, γιατί όχι μόνο παράγει λάθη, αλλά αποτελεί και μια από τις αιτίες των ελλείψεων και των αποσύρσεων.
Επίσης, θα πρέπει να τροποποιηθεί η Θετική Λίστα αποζημιούμενων φαρμάκων, με αντικειμενοποίηση και απλοποίηση των κριτηρίων της προκειμένου να περιλαμβάνει μόνο τα χρήσιμα φάρμακα και τις αναγκαίες συσκευασίες και περιεκτικότητες. Επανεξέταση χρειάζεται και το μέτρο της συνταγογράφησης της δραστικής ουσίας, όπου θα πρέπει να διευρυνθούν οι εξαιρέσεις και τα πλαφόν, πρωτίστως για ορισμένες ειδικότητες.
Τέλος, θα πρέπει να ισχύσουν νέες ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της επάρκειας των φαρμάκων με αυστηρούς κανόνες για τις υποχρεώσεις και τις συναλλαγές των εταιρειών, των φαρμακαποθηκών και των φαρμακείων, χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι σημερινές ελλείψεις οφείλονται κυρίως στις εμπορικές δυσχέρειες μεταξύ των συναλλασσομένων, λόγω των οφειλών του Δημοσίου, της έλλειψης ρευστότητας και του περιορισμού των πιστώσεων.
Για όλα αυτά δεν απαιτείται μόνο η σύμπραξη όλων των εμπλεκομένων θεσμικών φορέων, αλλά και η ενίσχυση και αναβάθμιση του ΕΟΦ, προκειμένου να αναλάβει την ευθύνη όλων των αρμοδιοτήτων και δραστηριοτήτων που αφορούν το φάρμακο, πολλές από τις οποίες παραμένουν ως σήμερα σε διάφορες ανεξάρτητες επιτροπές και επιμέρους κέντρα αποφάσεων, δυσχεραίνοντας την άσκηση αποτελεσματικών πολιτικών για το φάρμακο.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του ΕΟΦ.
tovima.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σάλος στην Ολλανδία: Ιερείς βίασαν χιλιάδες κοπέλες
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Υγεία: Το σπανάκι και η διατροφική του αξία
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ