2013-03-15 11:31:42
του Δημήτρη Μάρτου
Πολλές φορές στελέχη της Αριστεράς ταυτίζουν την έννοια του έθνους και του εθνικισμού/πατριωτισμού με τον φασισμό και κατ’ επέκταση με τη Χρυσή Αυγή.
Η εθνομηδενιστική υστερία νομίζει ότι μπορεί ακόμη να συγκαλύπτεται πίσω από εκείνη την «γκάφα» του Κάρλ Μάρξ ότι τα έθνη αποτελούν ένα λάθος της ιστορίας και ότι μόνο οι τάξεις είναι τα αληθινά υποκείμενα της.
Ο Μάρξ βέβαια μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω του ότι οι εθνολογικές εμπειρίες του περιορίστηκαν στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο και σε μια πρώιμη φάση του σύγχρονου εθνικού φαινομένου.
Κάποιοι όμως φαίνεται να μην κατανοούν τις διαψεύσεις της παγκόσμιας ιστορίας, ότι η κινητήριος δύναμη της προόδου της ανθρωπότητας ήταν οι εθνικοί αγώνες και περιστασιακά οι εργατικοί.
Κάποιοι επιμένουν να αγνοούν τη σημαντικότερη πτυχή των αγώνων της Αριστεράς στην Ελλάδα, ότι αυτοί είχαν πρωτίστως εθνικό πρόσημο και πάντως οι ταξικοί αγώνες είχαν αποτελεσματικότητα όταν συμβάδιζαν με τους εθνικούς. Η ανάκτηση της αίσθησης της «συνεργασίας» και της «αλληλεγγύης» γινόταν πάντοτε σε συνάρτηση με την πατριωτική-εθνικιστική αίσθηση.
Η ακροδεξιά στην Ελλάδα υποκλέβει υπό μία έννοια την εκλογική δυναμική της Αριστεράς γιατί αυτοαναγορεύεται, με την ανοχή της δεύτερης, σε συνεχιστή των εθνικών παραδόσεων του ελληνικού λαού.
Η εκλογική νίκη της Αριστεράς δεν θα ολοκληρωθεί όσο δεν θα αποκτάει μια ηγεμονία στα εθνικά θέματα, όσο θα αποδέχεται ότι ο εθνικισμός/εθνικοφροσύνη είναι μια ακροδεξιά υπόθεση, όσο θα ξεχνάει ότι το ΚΚΕ υπάρχει ακόμα σαν βιώσιμος πολιτικός οργανισμός, όχι λόγω της μνήμης των εργατικών του αγώνων αλλά της μνήμης των εθνικών, ότι οργάνωσε το πρώτο σύγχρονο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στον κόσμο και εξιλέωσε με την Εθνική Αντίσταση τα προπολεμικά λάθη του σχετικά με το «μακεδονικό», όσο θα ξεχνάει ότι η ΕΔΑ γιγαντώθηκε εκλογικά το 1958 λόγω της ενεργής της υποστήριξης στους αγώνες του Κυπριακού λαού, που συμπυκνωνόταν στο αίτημα «Αξιούμεν την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα», όσο θα ξεχνάει ότι το ΠΑΣΟΚ ηγεμόνευσε ιδεολογικά την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, λόγω την συγκλονιστικής σύνθεσης που έκανε ανάμεσα στο εθνικό ζήτημα και το ταξικό.
Δεν πρέπει να ξεχνά επίσης η Αριστερά ότι ο φασισμός αντιμετωπίστηκε με εθνικό λόγο και όχι ταξικό ή αριστερό. Ο Στάλιν κινητοποίησε τους Σοβιετικούς απέναντι στο γερμανικό Ναζισμό, όχι στο όνομα της κομμουνιστικής Πατρίδας, αλλά στο όνομα της εθνικής τους πατρίδας. Εγκαλούσε σε αντίσταση τον Ουκρανό, τον Γεωργιανό, τον Λιθουανό κ.λπ. με ρήτορες που μιλούσαν στην εθνική του γλώσσα και όχι στη ρωσική. Στην αναβίωση του εθνικού αισθήματος και την παραχώρηση εθνικών δικαιωμάτων οφείλεται η αναχαίτιση του Ναζισμού και όχι στην “κομμουνιστική αλληλεγγύη”. Αλλά και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης οφείλεται στο γεγονός ότι η ρωσική νομενκλατούρα δεν μπόρεσε, στη συνέχεια, να ανατρέψει αυτήν την εθνική αναδίπλωση των λαών της ΕΣΣΔ.
Η άποψη οπαδών της Αριστεράς ότι η αίσθηση του ανήκειν σε ένα έθνος είναι μια κακή αίσθηση, νομίζω οφείλεται σε μια ευρωκεντρική παράδοση αυτού του χώρου. Εξάλλου ένα μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού εθνικισμού ήταν ότι ετεροκαθοριζόταν. Όχι με την έννοια ότι καθοριζόταν σε σχέση με τους Άλλους (εχθρούς/γείτονες) όσο ότι καθοριζόταν από τους Άλλους (ιμπεριαλιστικά κράτη-έθνη και ξένους δανειστές). Εργαλεία ελέγχου/επιτήρησης της εθνικής ιδεολογίας ήταν τα πακέτα ιδεών, τα οποία προσφέρονταν από τη Δύση εν είδη πακέτων κινητής τηλεφωνίας και είχαν πρόσημο “φασιστικό” “φιλελεύθερο”, “σοσιαλιστικό” έως και “αναρχικό”. Όλα αυτά τα πακέτα, αν δεν έχεις ένα ισχυρό εθνικοπολιτισμικό υπόστρωμα, λειτουργούν ως ιμάντες μεταβίβασης μια ξένης ηγεμονίας, αποεθνικοποίησης και επαρχιωτισμού. Εσωτερικεύουν στον ελληνικό λαό την αίσθηση του αντικείμενου επιδιόρθωσης/θεραπείας και όχι του ιστορικού υποκειμένου.
Πολλοί συγχέουν τους δυτικοευρωπαϊκούς εθνικισμούς με αυτόν της Ελλάδας. Συγχέουν δηλαδή τον εθνικισμό ως ιμπεριαλιστικό φαινόμενο και ως εθνικοαπελευθερωτικό. Ο εθνικισμός σε κράτη –έθνη που ολοκληρώθηκαν οι αστικές επαναστάσεις, κατά κανόνα, δημιούργησαν τον ιμπεριαλισμό, τον φασισμό και τον ρατσισμό σαν μοχλό κυριαρχίας στους άλλους λαούς. Εκεί οι εργατικές τάξεις βρήκαν έτοιμο το εθνικό πλαίσιο και μπόρεσαν να έχουν μια ελαστική σχέση με τον εθνικισμό. Σε χώρες όμως, όπου η ντόπια αστική τάξη αποδεκατίστηκε και υποκαταστάθηκε από μια αποικιοκρατική ελίτ εκεί δεν έγινε εθνικοαστική ολοκλήρωση/χειραφέτηση και εκεί τον ρόλο αυτόν τον αναλάμβαναν συνήθως τα αγροτικά, εργατικά και μικροαστικά στρώματα. Εκεί, η χειραφέτηση των λαών έπαιρνε τη μορφή ενός εθνικιστικού προγράμματος ενάντια στον ιμπεριαλιστικό εθνικισμό. Γι’ αυτό σε χώρες σαν την Ελλάδα για να είσαι αριστερός και αντιεξουσιαστής πρέπει πρώτα να είσαι πατριώτης,/εθνικιστής.
Πολλοί αντιεθνικιστές, οπαδοί της New History νομίζουν ότι οι Έλληνες “έχουν γαλουχηθεί με τα σκληρά πατριωτικά ιδεώδη της φυλής, του γένους και του έθνους” (βλ. ΣΧΣ άρθρο Α. Αργυριάδη). Αλλά πως είναι δυνατό να κατηγορείται για σκληρό εθνικισμό ένας λαός που έχει υποστεί ιστορικά τέτοια συρρίκνωση των εθνικών του μεγεθών και απειλείται με αφανισμό; Μήπως τελικά ο ραγιαδισμός, ο εκδυτικισμός, ο αθηναϊσμός και διάφορες εθνομηδενιστικές ανοησίες έχουν υποκαταστήσει την εθνοπλαστική του εκπαίδευση;
Αυτοί που αναπαράγουν την διαψευσμένη από τα ιστορικά γεγονότα μαρξιστική θέση ότι «οι εργάτες δεν έχουν Πατρίδα» ας ρωτήσουν να τους πουν οι επαναπατρισμένοι Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση. Ο Κώστας Γκριτζώνας, ο πολιτικός επίτροπος του Δημοκρατικού Στρατού, που έζησε 30 χρόνια στην Τασκένδη έγραφε στο βιβλίο του Το δράμα μιας κακότυχης γενιάς:
«Οι Έλληνες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, που βρέθηκαν στην ξενιτιά ως πολιτικοί πρόσφυγες, διατήρησαν αλώβητο και ακμαίο τον πατριωτισμό τους. Γι’ αυτούς δεύτερη πατρίδα δεν υπάρχει. Δεν πίστεψαν ποτέ σ’ αυτό το κομματικό σύνθημα που επίμονα καλλιεργούσαν η ηγεσία του ΚΚΕ και οι ηγεσίες των χωρών της προσφυγιάς… Εμείς αγαπήσαμε τους λαούς των χωρών όπου ζήσαμε: ειλικρινά και ανυπόκριτα… Στην καρδιά μας όμως, μια ήταν και παραμένει η πατρίδα: Η Ελλάδα. Το αίσθημα της Πατρίδας… είναι πιο δυνατό απ’ την ιδεολογία και την πολιτική».
Η ποινικοποίηση του εθνικισμού ως φασίζουσας εκδήλωσης αποτελεί μια επικίνδυνα λαθεμένη ανάγνωση του φαινομένου. Ο εθνικισμός, νοούμενος ως πολιτική δράση για την υπεράσπιση των εθνικών/συλλογικών δικαιωμάτων, δεν παρήγαγε στην Ελλάδα δυναμικές φασισμού. Αυτό έγινε κυρίως στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Δύσης. Η δικτατορία δεν παράχθηκε από κάποια εγχώρια φασιστική ιδεολογία γιατί δεν υπήρχαν οι οικονομικές/κοινωνικές προϋποθέσεις ενός επεκτατισμού της άρχουσας κρατικοεπιχειρηματικής ελίτ. Οργανώθηκε από την CIA, γι’ αυτό ήταν αμερικανοκίνητη. Ακόμη και ο εγχώριος φασισμός στην περίοδο της κατοχής δεν ολοκληρώθηκε σε εθνικιστική συνιστώσα, αφού εκτράπηκε σε δοσιλογισμό. Δεν είχαμε εδώ φαινόμενα εθνικισμού τύπου Φράγκο και Μουσολίνι. Γι’ αυτό δεν δικαιούται η ακροδεξιά να διεκδικεί τίτλους εθνικοφροσύνης γιατί ιστορικά απέκτησε μόνο τίτλους γερμανοφροσύνης και αμερικανοφροσύνης.
Τα μνημόνια έθεσαν με τον πιο τραγικό και απροκάλυπτο τρόπο το ζήτημα της εθνικής μας υπόστασης. Έθεσαν το εθνικό ζήτημα, τηρουμένων των αναλογιών, με τη διάσταση που τέθηκε στην κατοχή. Στο δίλημμα που τίθετο τότε: υποταγή στον κατακτητή, διεκδικώντας κάποιες βελτιώσεις διαπραγματευόμενοι μαζί του, ή αντίσταση με τίμημα ανθρώπινες θυσίες, οι Έλληνες προτίμησαν το δεύτερο, ιεραρχώντας σαν πρώτο ζήτημα την εθνική τους αξιοπρέπεια.
Όσα κακά και αν κυοφορούν οι αγώνες για την εθνική αναπαραγωγή ενός λαού είναι αυτοί που σε ωριμάζουν, σε κάνουν άνθρωπο γιατί σε κάνουν ιστορικό υποκείμενο. Η απώθηση της εθνικής ταυτότητας σε καθιστά νούμερο, χαζοχαρούμενο, μαζικοποιημένο καταναλωτή, σε κάνει πλήθος. Το πρόβλημα της μεταπολίτευσης έγκειται στην αποεθνικοποίηση, δηλαδή την μετατροπή από λαό-υποκείμενο σε πλήθος-αντικείμενο. Και σ’ αυτό έχει ευθύνη και η Αριστερά, αφού ανέχθηκε την δολιοφθορά του λαού μας, δηλαδή του ζην χαζοχαρούμενα.
Ο φασισμός είναι, εκτός των άλλων, μια αίσθηση ασέβειας στην εθνική ταυτότητα του Άλλου. Στην Ελλάδα όμως ακμάζει, λόγω της εκδυτικιστικής/ οριενταλιστικής κληρονομιάς της, ένα ισοδύναμο φαινόμενο φασισμού και ρατσισμού, αυτό του μη σεβασμού στην ελληνική ταυτότητα. Μερικοί βλέπουν ότι οι Έλληνες δεν έχουν αποκτήσει χαρακτηριστικά πολιτισμένων ανθρώπων, δηλαδή ότι δεν έχουν αφομοιώσει τους κώδικες συμπεριφοράς των κυρίαρχων δυτικών ελίτ.
Επόμενα, θεωρούν ότι ο ελληνικός λαός πρέπει να αλλάξει το ψυχογράφημά του. Το πρόβλημα των επιδιορθωτών (αριστερών και δεξιών) του χαρακτήρα και του εθνισμού των Ελλήνων είναι ο επαρχιωτισμός τους σε σχέση με τους ξένους και ο ελιτισμός τους σε σχέση με τον ελληνικό λαό. Οι αριστεροί και αντιεξουσιαστικοί σχηματισμοί, για παράδειγμα, δεν μπορούν να κινητοποιήσουν την ελληνική κοινωνία λόγω της επαρχιώτικης-ελιτίστικης στάσης πολλών στελεχών τους.
Διαβάζει κανείς σε διάφορες ιστοσελίδες λιβέλους κατά του χαρακτήρα των Ελλήνων από στελέχη που παράγει το ίδιο το σύστημα (διδάκτορες, καθηγητές κλπ) βαυκαλιζόμενοι αντιεξουσιαστικές προθέσεις, ενώ πρόκειται για ρατσιστικές ατζέντες και επιχειρήσεις λοβοτομής. Στους λιβέλους ενάντια στον “νεοέλληνα” οι όροι έθνος, εθνικισμός, πατριωτισμός κλπ διαχειρίζονται με περισσή αυθαιρεσία. Προσπαθούν να ενοχοποιήσουν την “παράδοση” το “πατριωτικό” και “εθνικιστικό” παρελθόν ως κακό και άρα ότι πρέπει να παραγραφεί από τη μνήμη ακόμη και με τη βία.
Ενταγμένοι στην λογική των διαφόρων Διεθνών Μορφωτικών Ινστιτούτων που ξαναγράφουν τις ιστορίες των λαών, ποινικοποιούν το μέλλον ενός έθνους, αφού πρώτα αχρηστέψουν την εθνική του ιστορία. Έτσι, η εθνική συνείδηση ναι μεν είναι μια πραγματικότητα αλλά είναι σαν ατύχημα, σαν λάθος που πρέπει να διορθωθεί ή να εκλείψει. Δηλαδή, αν παλαιότερα οι άρχουσες ελίτ (αποικιοκρατικές και τοπικές) επιδίδονταν σε μια διαδικασία ένταξης στο εθνικό («συνανήκειν») μέσω της λήθης ή της μυθοποίησης κάποιων προσώπων και γεγονότων, σήμερα προσβλέπουν όχι στη λήθη των ιστορικών γεγονότων αλλά στην μνήμη τους, η οποία όμως επαναφέρει συνεχώς την αίσθηση της απόρριψης του ιστορικού παρελθόντος, γιατί αυτό περιγράφεται σαν κακό, λάθος ή ατύχημα.
Ο αντιεθνικιστές όμως δεν απαλλάσσονται από εθνικισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι το αίτημα της κατάργησης των κρατών-εθνών προέρχεται από τις παγκοσμιοποιημένες ελίτ, τα γκόλντεν μπόυς των πολυεθνικών, των τραπεζών και των δικτύων του οικονομικού εγκλήματος . Αυτοί μπορεί μεν να έχουν ιδανικό τους την κατασκευή μιας ανώνυμης μαζικής κοινωνίας έχουν όμως και εθνικισμό και πατρίδα. Το όραμά τους είναι η μετάβαση από έναν κόσμο πολυεθνικό σε έναν κόσμο ολιγοεθνικό, όπου τα μεγάλα ισχυρά κράτη-έθνη θα καταπιούν τα μικρά, επιβάλλοντάς τα τις δικές τους εθνικές αξίες.
Στην πραγματικότητα ο εθνομηδενισμός στοχεύει στον ολιγοεθνισμό και μπορεί να πάρει τη μορφή ενός βίαιου και εγκληματικού εθνικισμού αγριότερου από αυτόν του Β’ παγκοσμίου πολέμου.
Ο σημερινός φασισμός των σταυροφόρων του ολιγοεθνισμού είναι πιο ύπουλος (της Χρυσής Αυγής είναι φανερός) γιατί στοχοποιώντας τους τοπικούς εθνικισμούς θέλει να θέσει εκτός νόμου λαούς, οι οποίοι επιμένουν να σκέπτονται έξω από τα στερεότυπα της ολιγοεθνικής κουλτούρας. Και τα στερεότυπα μέσω των οποίων οι λαοί ταξινομούνται στην κλίμακα πολιτισμένοι/βάρβαροι είναι η συμπεριφορά τους με βάσει κώδικες που κατασκευάζει η ολιγοεθνική κουλτούρα όπως μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, κλπ.
Το μεταναστευτικό, για παράδειγμα, οι λαοί πιέζονται να το προσεγγίσουν μόνο με τους όρους της μονοδιάστατης ευρωατλαντικής ρητορικής περί ατομικών δικαιωμάτων, παραβλέποντας τα εθνικά/ συλλογικά δικαιώματα. Έτσι όμως το μεταναστευτικό μπορεί να λειτουργήσει και σαν εργαλείο ελέγχου και διάλυσης μικρών κρατών – εθνών, όπως είναι η Ελλάδα, που δεν έχουν ούτε κρίσιμο πληθυσμιακό μέγεθος ούτε δυναμικό εθνικισμό για να απορροφήσουν ή να ελέγξουν τα μεγάλα κύματα μεταναστών, που βέβαια δεν κινούνται ανεξάρτητα από τα συμφέροντα διεθνών οικονομικών δικτύων.
Βλέπουμε ότι οι λαοί από ένστικτο αμύνονται, επιστρατεύοντας διάφορες μορφές άμυνας πολλές φορές θρησκευτικού ή εθνικιστικού φονταμενταλισμού.
Όμως ούτε οι μουσουλμάνοι ή χριστιανοί φονταμενταλιστές, ούτε οι Ταλιμπάν, ή oι αμερικάνικες “milizia , ούτε ο Καντάφι, ούτε οι εθνικιστές της Τσετσενίας ή οι Ινδιάνοι της Λατινικής Αμερικής ούτε ακόμη και φασιστικά μορφώματα σαν την Χρυσή Αυγή είναι η απειλή της ανθρωπότητας.
Η απειλή είναι ο ολιγοεθνισμός, δηλαδή ο ηγεμονισμός των ιμπεριαλιστικών κρατών, που τους εκπροσωπούν σύγχρονοι αυτοκράτορες, όπως εκείνος ο νάρκισσος Αμερικανός προέδρος Τζώρτζ Μπους Τζούνιορ που κατέσφαξε λαούς στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Και τέλος η Αριστερά πρέπει να διακρίνει ότι ο εθνικισμός των λαών υφίσταται πλέον μια αλλαγή. Γιατί υπό την πίεση της παγκοσμιοποίησης οι λαοί δεν προσεγγίζουν το εθνικά διαφορετικό ως αντίπαλο ούτε σαν πεδίο επέκτασης των δικών τους εθνικών χαρακτηριστικών. Απεναντίας νοιάζονται για την ύπαρξή του, αφού μόνον έτσι δικαιώνεται και η δική τους διαφορετικότητα. Νοιάζονται για την γλώσσα, τις παραδόσεις και το έδαφος του Άλλου, γιατί μόνο έτσι μπορεί να βρουν συμμάχους και να δημιουργήσουν ένα μέτωπο απέναντι στον ολιγοεθνισμό των παγκοσμιοποιημένων ελίτ.
InfoGnomon
Πολλές φορές στελέχη της Αριστεράς ταυτίζουν την έννοια του έθνους και του εθνικισμού/πατριωτισμού με τον φασισμό και κατ’ επέκταση με τη Χρυσή Αυγή.
Η εθνομηδενιστική υστερία νομίζει ότι μπορεί ακόμη να συγκαλύπτεται πίσω από εκείνη την «γκάφα» του Κάρλ Μάρξ ότι τα έθνη αποτελούν ένα λάθος της ιστορίας και ότι μόνο οι τάξεις είναι τα αληθινά υποκείμενα της.
Ο Μάρξ βέβαια μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω του ότι οι εθνολογικές εμπειρίες του περιορίστηκαν στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο και σε μια πρώιμη φάση του σύγχρονου εθνικού φαινομένου.
Κάποιοι όμως φαίνεται να μην κατανοούν τις διαψεύσεις της παγκόσμιας ιστορίας, ότι η κινητήριος δύναμη της προόδου της ανθρωπότητας ήταν οι εθνικοί αγώνες και περιστασιακά οι εργατικοί.
Κάποιοι επιμένουν να αγνοούν τη σημαντικότερη πτυχή των αγώνων της Αριστεράς στην Ελλάδα, ότι αυτοί είχαν πρωτίστως εθνικό πρόσημο και πάντως οι ταξικοί αγώνες είχαν αποτελεσματικότητα όταν συμβάδιζαν με τους εθνικούς. Η ανάκτηση της αίσθησης της «συνεργασίας» και της «αλληλεγγύης» γινόταν πάντοτε σε συνάρτηση με την πατριωτική-εθνικιστική αίσθηση.
Η ακροδεξιά στην Ελλάδα υποκλέβει υπό μία έννοια την εκλογική δυναμική της Αριστεράς γιατί αυτοαναγορεύεται, με την ανοχή της δεύτερης, σε συνεχιστή των εθνικών παραδόσεων του ελληνικού λαού.
Η εκλογική νίκη της Αριστεράς δεν θα ολοκληρωθεί όσο δεν θα αποκτάει μια ηγεμονία στα εθνικά θέματα, όσο θα αποδέχεται ότι ο εθνικισμός/εθνικοφροσύνη είναι μια ακροδεξιά υπόθεση, όσο θα ξεχνάει ότι το ΚΚΕ υπάρχει ακόμα σαν βιώσιμος πολιτικός οργανισμός, όχι λόγω της μνήμης των εργατικών του αγώνων αλλά της μνήμης των εθνικών, ότι οργάνωσε το πρώτο σύγχρονο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στον κόσμο και εξιλέωσε με την Εθνική Αντίσταση τα προπολεμικά λάθη του σχετικά με το «μακεδονικό», όσο θα ξεχνάει ότι η ΕΔΑ γιγαντώθηκε εκλογικά το 1958 λόγω της ενεργής της υποστήριξης στους αγώνες του Κυπριακού λαού, που συμπυκνωνόταν στο αίτημα «Αξιούμεν την Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα», όσο θα ξεχνάει ότι το ΠΑΣΟΚ ηγεμόνευσε ιδεολογικά την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, λόγω την συγκλονιστικής σύνθεσης που έκανε ανάμεσα στο εθνικό ζήτημα και το ταξικό.
Δεν πρέπει να ξεχνά επίσης η Αριστερά ότι ο φασισμός αντιμετωπίστηκε με εθνικό λόγο και όχι ταξικό ή αριστερό. Ο Στάλιν κινητοποίησε τους Σοβιετικούς απέναντι στο γερμανικό Ναζισμό, όχι στο όνομα της κομμουνιστικής Πατρίδας, αλλά στο όνομα της εθνικής τους πατρίδας. Εγκαλούσε σε αντίσταση τον Ουκρανό, τον Γεωργιανό, τον Λιθουανό κ.λπ. με ρήτορες που μιλούσαν στην εθνική του γλώσσα και όχι στη ρωσική. Στην αναβίωση του εθνικού αισθήματος και την παραχώρηση εθνικών δικαιωμάτων οφείλεται η αναχαίτιση του Ναζισμού και όχι στην “κομμουνιστική αλληλεγγύη”. Αλλά και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης οφείλεται στο γεγονός ότι η ρωσική νομενκλατούρα δεν μπόρεσε, στη συνέχεια, να ανατρέψει αυτήν την εθνική αναδίπλωση των λαών της ΕΣΣΔ.
Η άποψη οπαδών της Αριστεράς ότι η αίσθηση του ανήκειν σε ένα έθνος είναι μια κακή αίσθηση, νομίζω οφείλεται σε μια ευρωκεντρική παράδοση αυτού του χώρου. Εξάλλου ένα μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού εθνικισμού ήταν ότι ετεροκαθοριζόταν. Όχι με την έννοια ότι καθοριζόταν σε σχέση με τους Άλλους (εχθρούς/γείτονες) όσο ότι καθοριζόταν από τους Άλλους (ιμπεριαλιστικά κράτη-έθνη και ξένους δανειστές). Εργαλεία ελέγχου/επιτήρησης της εθνικής ιδεολογίας ήταν τα πακέτα ιδεών, τα οποία προσφέρονταν από τη Δύση εν είδη πακέτων κινητής τηλεφωνίας και είχαν πρόσημο “φασιστικό” “φιλελεύθερο”, “σοσιαλιστικό” έως και “αναρχικό”. Όλα αυτά τα πακέτα, αν δεν έχεις ένα ισχυρό εθνικοπολιτισμικό υπόστρωμα, λειτουργούν ως ιμάντες μεταβίβασης μια ξένης ηγεμονίας, αποεθνικοποίησης και επαρχιωτισμού. Εσωτερικεύουν στον ελληνικό λαό την αίσθηση του αντικείμενου επιδιόρθωσης/θεραπείας και όχι του ιστορικού υποκειμένου.
Πολλοί συγχέουν τους δυτικοευρωπαϊκούς εθνικισμούς με αυτόν της Ελλάδας. Συγχέουν δηλαδή τον εθνικισμό ως ιμπεριαλιστικό φαινόμενο και ως εθνικοαπελευθερωτικό. Ο εθνικισμός σε κράτη –έθνη που ολοκληρώθηκαν οι αστικές επαναστάσεις, κατά κανόνα, δημιούργησαν τον ιμπεριαλισμό, τον φασισμό και τον ρατσισμό σαν μοχλό κυριαρχίας στους άλλους λαούς. Εκεί οι εργατικές τάξεις βρήκαν έτοιμο το εθνικό πλαίσιο και μπόρεσαν να έχουν μια ελαστική σχέση με τον εθνικισμό. Σε χώρες όμως, όπου η ντόπια αστική τάξη αποδεκατίστηκε και υποκαταστάθηκε από μια αποικιοκρατική ελίτ εκεί δεν έγινε εθνικοαστική ολοκλήρωση/χειραφέτηση και εκεί τον ρόλο αυτόν τον αναλάμβαναν συνήθως τα αγροτικά, εργατικά και μικροαστικά στρώματα. Εκεί, η χειραφέτηση των λαών έπαιρνε τη μορφή ενός εθνικιστικού προγράμματος ενάντια στον ιμπεριαλιστικό εθνικισμό. Γι’ αυτό σε χώρες σαν την Ελλάδα για να είσαι αριστερός και αντιεξουσιαστής πρέπει πρώτα να είσαι πατριώτης,/εθνικιστής.
Πολλοί αντιεθνικιστές, οπαδοί της New History νομίζουν ότι οι Έλληνες “έχουν γαλουχηθεί με τα σκληρά πατριωτικά ιδεώδη της φυλής, του γένους και του έθνους” (βλ. ΣΧΣ άρθρο Α. Αργυριάδη). Αλλά πως είναι δυνατό να κατηγορείται για σκληρό εθνικισμό ένας λαός που έχει υποστεί ιστορικά τέτοια συρρίκνωση των εθνικών του μεγεθών και απειλείται με αφανισμό; Μήπως τελικά ο ραγιαδισμός, ο εκδυτικισμός, ο αθηναϊσμός και διάφορες εθνομηδενιστικές ανοησίες έχουν υποκαταστήσει την εθνοπλαστική του εκπαίδευση;
Αυτοί που αναπαράγουν την διαψευσμένη από τα ιστορικά γεγονότα μαρξιστική θέση ότι «οι εργάτες δεν έχουν Πατρίδα» ας ρωτήσουν να τους πουν οι επαναπατρισμένοι Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση. Ο Κώστας Γκριτζώνας, ο πολιτικός επίτροπος του Δημοκρατικού Στρατού, που έζησε 30 χρόνια στην Τασκένδη έγραφε στο βιβλίο του Το δράμα μιας κακότυχης γενιάς:
«Οι Έλληνες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, που βρέθηκαν στην ξενιτιά ως πολιτικοί πρόσφυγες, διατήρησαν αλώβητο και ακμαίο τον πατριωτισμό τους. Γι’ αυτούς δεύτερη πατρίδα δεν υπάρχει. Δεν πίστεψαν ποτέ σ’ αυτό το κομματικό σύνθημα που επίμονα καλλιεργούσαν η ηγεσία του ΚΚΕ και οι ηγεσίες των χωρών της προσφυγιάς… Εμείς αγαπήσαμε τους λαούς των χωρών όπου ζήσαμε: ειλικρινά και ανυπόκριτα… Στην καρδιά μας όμως, μια ήταν και παραμένει η πατρίδα: Η Ελλάδα. Το αίσθημα της Πατρίδας… είναι πιο δυνατό απ’ την ιδεολογία και την πολιτική».
Η ποινικοποίηση του εθνικισμού ως φασίζουσας εκδήλωσης αποτελεί μια επικίνδυνα λαθεμένη ανάγνωση του φαινομένου. Ο εθνικισμός, νοούμενος ως πολιτική δράση για την υπεράσπιση των εθνικών/συλλογικών δικαιωμάτων, δεν παρήγαγε στην Ελλάδα δυναμικές φασισμού. Αυτό έγινε κυρίως στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Δύσης. Η δικτατορία δεν παράχθηκε από κάποια εγχώρια φασιστική ιδεολογία γιατί δεν υπήρχαν οι οικονομικές/κοινωνικές προϋποθέσεις ενός επεκτατισμού της άρχουσας κρατικοεπιχειρηματικής ελίτ. Οργανώθηκε από την CIA, γι’ αυτό ήταν αμερικανοκίνητη. Ακόμη και ο εγχώριος φασισμός στην περίοδο της κατοχής δεν ολοκληρώθηκε σε εθνικιστική συνιστώσα, αφού εκτράπηκε σε δοσιλογισμό. Δεν είχαμε εδώ φαινόμενα εθνικισμού τύπου Φράγκο και Μουσολίνι. Γι’ αυτό δεν δικαιούται η ακροδεξιά να διεκδικεί τίτλους εθνικοφροσύνης γιατί ιστορικά απέκτησε μόνο τίτλους γερμανοφροσύνης και αμερικανοφροσύνης.
Τα μνημόνια έθεσαν με τον πιο τραγικό και απροκάλυπτο τρόπο το ζήτημα της εθνικής μας υπόστασης. Έθεσαν το εθνικό ζήτημα, τηρουμένων των αναλογιών, με τη διάσταση που τέθηκε στην κατοχή. Στο δίλημμα που τίθετο τότε: υποταγή στον κατακτητή, διεκδικώντας κάποιες βελτιώσεις διαπραγματευόμενοι μαζί του, ή αντίσταση με τίμημα ανθρώπινες θυσίες, οι Έλληνες προτίμησαν το δεύτερο, ιεραρχώντας σαν πρώτο ζήτημα την εθνική τους αξιοπρέπεια.
Όσα κακά και αν κυοφορούν οι αγώνες για την εθνική αναπαραγωγή ενός λαού είναι αυτοί που σε ωριμάζουν, σε κάνουν άνθρωπο γιατί σε κάνουν ιστορικό υποκείμενο. Η απώθηση της εθνικής ταυτότητας σε καθιστά νούμερο, χαζοχαρούμενο, μαζικοποιημένο καταναλωτή, σε κάνει πλήθος. Το πρόβλημα της μεταπολίτευσης έγκειται στην αποεθνικοποίηση, δηλαδή την μετατροπή από λαό-υποκείμενο σε πλήθος-αντικείμενο. Και σ’ αυτό έχει ευθύνη και η Αριστερά, αφού ανέχθηκε την δολιοφθορά του λαού μας, δηλαδή του ζην χαζοχαρούμενα.
Ο φασισμός είναι, εκτός των άλλων, μια αίσθηση ασέβειας στην εθνική ταυτότητα του Άλλου. Στην Ελλάδα όμως ακμάζει, λόγω της εκδυτικιστικής/ οριενταλιστικής κληρονομιάς της, ένα ισοδύναμο φαινόμενο φασισμού και ρατσισμού, αυτό του μη σεβασμού στην ελληνική ταυτότητα. Μερικοί βλέπουν ότι οι Έλληνες δεν έχουν αποκτήσει χαρακτηριστικά πολιτισμένων ανθρώπων, δηλαδή ότι δεν έχουν αφομοιώσει τους κώδικες συμπεριφοράς των κυρίαρχων δυτικών ελίτ.
Επόμενα, θεωρούν ότι ο ελληνικός λαός πρέπει να αλλάξει το ψυχογράφημά του. Το πρόβλημα των επιδιορθωτών (αριστερών και δεξιών) του χαρακτήρα και του εθνισμού των Ελλήνων είναι ο επαρχιωτισμός τους σε σχέση με τους ξένους και ο ελιτισμός τους σε σχέση με τον ελληνικό λαό. Οι αριστεροί και αντιεξουσιαστικοί σχηματισμοί, για παράδειγμα, δεν μπορούν να κινητοποιήσουν την ελληνική κοινωνία λόγω της επαρχιώτικης-ελιτίστικης στάσης πολλών στελεχών τους.
Διαβάζει κανείς σε διάφορες ιστοσελίδες λιβέλους κατά του χαρακτήρα των Ελλήνων από στελέχη που παράγει το ίδιο το σύστημα (διδάκτορες, καθηγητές κλπ) βαυκαλιζόμενοι αντιεξουσιαστικές προθέσεις, ενώ πρόκειται για ρατσιστικές ατζέντες και επιχειρήσεις λοβοτομής. Στους λιβέλους ενάντια στον “νεοέλληνα” οι όροι έθνος, εθνικισμός, πατριωτισμός κλπ διαχειρίζονται με περισσή αυθαιρεσία. Προσπαθούν να ενοχοποιήσουν την “παράδοση” το “πατριωτικό” και “εθνικιστικό” παρελθόν ως κακό και άρα ότι πρέπει να παραγραφεί από τη μνήμη ακόμη και με τη βία.
Ενταγμένοι στην λογική των διαφόρων Διεθνών Μορφωτικών Ινστιτούτων που ξαναγράφουν τις ιστορίες των λαών, ποινικοποιούν το μέλλον ενός έθνους, αφού πρώτα αχρηστέψουν την εθνική του ιστορία. Έτσι, η εθνική συνείδηση ναι μεν είναι μια πραγματικότητα αλλά είναι σαν ατύχημα, σαν λάθος που πρέπει να διορθωθεί ή να εκλείψει. Δηλαδή, αν παλαιότερα οι άρχουσες ελίτ (αποικιοκρατικές και τοπικές) επιδίδονταν σε μια διαδικασία ένταξης στο εθνικό («συνανήκειν») μέσω της λήθης ή της μυθοποίησης κάποιων προσώπων και γεγονότων, σήμερα προσβλέπουν όχι στη λήθη των ιστορικών γεγονότων αλλά στην μνήμη τους, η οποία όμως επαναφέρει συνεχώς την αίσθηση της απόρριψης του ιστορικού παρελθόντος, γιατί αυτό περιγράφεται σαν κακό, λάθος ή ατύχημα.
Ο αντιεθνικιστές όμως δεν απαλλάσσονται από εθνικισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι το αίτημα της κατάργησης των κρατών-εθνών προέρχεται από τις παγκοσμιοποιημένες ελίτ, τα γκόλντεν μπόυς των πολυεθνικών, των τραπεζών και των δικτύων του οικονομικού εγκλήματος . Αυτοί μπορεί μεν να έχουν ιδανικό τους την κατασκευή μιας ανώνυμης μαζικής κοινωνίας έχουν όμως και εθνικισμό και πατρίδα. Το όραμά τους είναι η μετάβαση από έναν κόσμο πολυεθνικό σε έναν κόσμο ολιγοεθνικό, όπου τα μεγάλα ισχυρά κράτη-έθνη θα καταπιούν τα μικρά, επιβάλλοντάς τα τις δικές τους εθνικές αξίες.
Στην πραγματικότητα ο εθνομηδενισμός στοχεύει στον ολιγοεθνισμό και μπορεί να πάρει τη μορφή ενός βίαιου και εγκληματικού εθνικισμού αγριότερου από αυτόν του Β’ παγκοσμίου πολέμου.
Ο σημερινός φασισμός των σταυροφόρων του ολιγοεθνισμού είναι πιο ύπουλος (της Χρυσής Αυγής είναι φανερός) γιατί στοχοποιώντας τους τοπικούς εθνικισμούς θέλει να θέσει εκτός νόμου λαούς, οι οποίοι επιμένουν να σκέπτονται έξω από τα στερεότυπα της ολιγοεθνικής κουλτούρας. Και τα στερεότυπα μέσω των οποίων οι λαοί ταξινομούνται στην κλίμακα πολιτισμένοι/βάρβαροι είναι η συμπεριφορά τους με βάσει κώδικες που κατασκευάζει η ολιγοεθνική κουλτούρα όπως μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, κλπ.
Το μεταναστευτικό, για παράδειγμα, οι λαοί πιέζονται να το προσεγγίσουν μόνο με τους όρους της μονοδιάστατης ευρωατλαντικής ρητορικής περί ατομικών δικαιωμάτων, παραβλέποντας τα εθνικά/ συλλογικά δικαιώματα. Έτσι όμως το μεταναστευτικό μπορεί να λειτουργήσει και σαν εργαλείο ελέγχου και διάλυσης μικρών κρατών – εθνών, όπως είναι η Ελλάδα, που δεν έχουν ούτε κρίσιμο πληθυσμιακό μέγεθος ούτε δυναμικό εθνικισμό για να απορροφήσουν ή να ελέγξουν τα μεγάλα κύματα μεταναστών, που βέβαια δεν κινούνται ανεξάρτητα από τα συμφέροντα διεθνών οικονομικών δικτύων.
Βλέπουμε ότι οι λαοί από ένστικτο αμύνονται, επιστρατεύοντας διάφορες μορφές άμυνας πολλές φορές θρησκευτικού ή εθνικιστικού φονταμενταλισμού.
Όμως ούτε οι μουσουλμάνοι ή χριστιανοί φονταμενταλιστές, ούτε οι Ταλιμπάν, ή oι αμερικάνικες “milizia , ούτε ο Καντάφι, ούτε οι εθνικιστές της Τσετσενίας ή οι Ινδιάνοι της Λατινικής Αμερικής ούτε ακόμη και φασιστικά μορφώματα σαν την Χρυσή Αυγή είναι η απειλή της ανθρωπότητας.
Η απειλή είναι ο ολιγοεθνισμός, δηλαδή ο ηγεμονισμός των ιμπεριαλιστικών κρατών, που τους εκπροσωπούν σύγχρονοι αυτοκράτορες, όπως εκείνος ο νάρκισσος Αμερικανός προέδρος Τζώρτζ Μπους Τζούνιορ που κατέσφαξε λαούς στο όνομα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Και τέλος η Αριστερά πρέπει να διακρίνει ότι ο εθνικισμός των λαών υφίσταται πλέον μια αλλαγή. Γιατί υπό την πίεση της παγκοσμιοποίησης οι λαοί δεν προσεγγίζουν το εθνικά διαφορετικό ως αντίπαλο ούτε σαν πεδίο επέκτασης των δικών τους εθνικών χαρακτηριστικών. Απεναντίας νοιάζονται για την ύπαρξή του, αφού μόνον έτσι δικαιώνεται και η δική τους διαφορετικότητα. Νοιάζονται για την γλώσσα, τις παραδόσεις και το έδαφος του Άλλου, γιατί μόνο έτσι μπορεί να βρουν συμμάχους και να δημιουργήσουν ένα μέτωπο απέναντι στον ολιγοεθνισμό των παγκοσμιοποιημένων ελίτ.
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Δεν φανερώνει τα σχέδια για το μέλλον του ο Μουρίνιο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ