2013-03-21 01:46:03
Λέγεται ότι η καμήλα είναι ένα άλογο, σχεδιασμένο από μία επιτροπή. Αυτό είναι άδικο για τις καμήλες, οι οποίες... προσαρμόζονται ιδιαιτέρως καλά στο σκληρό τους περιβάλλον. Δυστυχώς, δε μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τα προγράμματα διάσωσης της ευρωζώνης. Η προτεινόμενη παρέμβαση στην Κύπρο, την οποία απέρριψε το κοινοβούλιο της Λευκωσίας, σίγουρα δεν θα βοηθήσει την ευρωζώνη να πραγματοποιήσει ομαλή έξοδο από τα κύματα των κρίσεων. Πράγματι, το όλο αυτό μπέρδεμα θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μάθημα για το πώς πρέπει να μην αντιμετωπίζουμε τις οικονομικές κρίσεις και τα προβλήματα κρατικού χρέους.
Ας ξεκινήσουμε με το γιατί η (μέχρι ενός βαθμού) αναδιάρθρωση των τραπεζών ήταν αναπόφευκτη. Η κυβέρνηση της Κύπρου είναι και υπερχρεωμένη, αλλά και υπεύθυνη για έναν τραπεζικό τομέα που σίγουρα είναι υπερβολικά μεγάλος για να σωθεί. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος έφτασε το 87 τοις εκατό του ΑΕΠ το περασμένο έτος και, χωρίς τη διάσωση, θα έφτανε το 106 της εκατό μέχρι το 2017. Η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας είναι επίσης πολύ χαμηλή: Ο οίκος Standard & Poor’s έχει αξιολογήσει την Κύπρο με CCC+. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη: ο τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να έχει περιουσιακά στοιχεία που αντιστοιχούν σε επτά φορές το μέγεθος του ΑΕΠ.
Οι τράπεζες βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι αυτή που βάζει ουσιαστικά τέλος, απειλώντας να μην δεχτεί το κυπριακό δημόσιο χρέος ως εγγύηση έναντι ενίσχυσης της ρευστότητας. Οι τράπεζες θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν. Οι φορολογούμενοι δε μπορούν να το κάνουν αυτό από μόνοι τους. Δίχως τη φορολόγηση των καταθετών, το προτεινόμενο πακέτο διάσωσης θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε €17,2 δις, αντί για €10 δις, ή αλλιώς, κοντά στο 70 τοις εκατό του ΑΕΠ. Αυτό θα έφερνε το δημόσιο χρέος στο επίπεδο του 160 τοις εκατό του ΑΕΠ: ένα δυσβάσταχτο βάρος. Πράγματι, ακόμα και το ίδιο το πακέτο διάσωσης φαίνεται μη βιώσιμο, δεδομένου ότι φέρνει το ακαθάριστο χρέος στο 130 της εκατό του ΑΕΠ. Το πλαίσιο του προγράμματος προβλέπει ότι το δημόσιο χρέος θα πέσει στο 100 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2020. Η επίτευξη αυτού του στόχου θα απαιτήσει ισχυρή δημοσιονομική πειθαρχία και ευνοϊκούς όρους δανεισμού για την Κύπρο. Η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους εξακολουθεί να είναι πιθανή. Όπως συμβουλεύει και ο Άμλετ: «αν δεν είναι τώρα, θα είναι άλλοτε».
Υπάρχει άλλη εναλλακτική πέραν των bail-in (συμμετοχή πιστωτών στη διάσωση); Πράγματι, υπάρχει: η άμεση ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από την ευρωζώνη, για την οποία το ποσό που απαιτείται είναι σχετικά μικρό. Αν η τραπεζική ένωση είχε ήδη τεθεί σε λειτουργία, αυτό θα είχε συμβεί. Η τραπεζική ένωση όμως δεν υφίσταται, πιθανότατα διότι οι χώρες του πυρήνα δεν θέλουν να διασώσουν τα κακοδιαχειρισμένα τραπεζικά συστήματα. Ένα τέτοιο παράδειγμα κακής διαχείρισης θεωρείται και το κυπριακό τραπεζικό σύστημα το οποίο παρέχει offshore καταφύγιο για τα ρωσικά κεφάλαια. Δεν πρόκειται να συσταθεί τραπεζική ένωση προτού διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος και προτού καθιερωθούν νέες ρυθμίσεις.
Ας στραφούμε λοιπόν στο αν αυτό που έγινε ήταν σωστό. Η απάντηση είναι: ναι, μέχρι ένα σημείο.
Πολλοί επιμένουν ότι οποιοσδήποτε φόρος επί των καταθέσεων αντιστοιχεί σε κλοπή. Αυτό είναι ανοησία. Οι τράπεζες δεν είναι θησαυροφυλάκια. Είναι αραιά κεφαλαιοποιημένοι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων οι οποίοι δίνουν μία υπόσχεση –να επιστρέφουν τα χρήματα των καταθετών στη ζήτησή τους και στην ονομαστική τους αξία- την οποία δε μπορούν πάντα να κρατήσουν χωρίς τη βοήθεια ενός φερέγγυου κράτους. Οποιοσδήποτε δανείζει στις τράπεζες πρέπει να το καταλάβει αυτό. Είναι αδιανόητο να μπορεί ο τραπεζικός κλάδος –ένας κατεξοχήν κλάδος οικονομικών κινδύνων- να λειτουργήσει χωρίς έκθεση σε απώλειες, τουλάχιστον για ορισμένες κατηγορίες δανειστών. Ειδάλλως, το τραπεζικό χρέος είναι κρατικό χρέος. Δε μπορεί να επιτρέπεται σε καμία ιδιωτική επιχείρηση να παίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο με τα χρήματα των φορολογουμένων. Αυτό είναι προφανές.
Το ερώτημα, συνεπώς, δεν έχει να κάνει με την αρχή που υπαγορεύει ότι οι δανειστές μπορεί να αντιμετωπίσουν απώλειες. Το ερώτημα είναι ποιοι από αυτούς οφείλουν να το κάνουν και σε ποιο βαθμό. Προφανώς, με την επιμονή του Νίκου Αναστασιάδη, του προέδρου της Κύπρου, οι απώλειες πρόκειται να επιβληθούν στις καταθέσεις κάτω των €100.000, που είναι και το ανώτατο όριο για την ασφάλιση των καταθέσεων στην ευρωζώνη. Η ιδέα είναι να φορολογηθούν οι μικρότερες καταθέσεις με 6,75 τοις εκατό και οι μεγαλύτερες με 9,9 τοις εκατό. Αυτό μπορεί να αλλάξει –και για καλό λόγο. Ωστόσο, η αποχή από το προηγούμενο θα σήμαινε την αύξηση των επιτοκίων για καταθέσεις άνω των €100.000 σε 15 τοις εκατό, ώστε να μαζευτεί το απαιτούμενο ποσό των €5,8 δις. Πράγμα καλό, θα έλεγα. Ωστόσο η ρωσική κυβέρνηση δε συμφωνεί. Αλλά ούτε και η κυπριακή.
Ένα άλλο μεγάλο ερώτημα είναι το εξής: γιατί είναι υποχρεωμένοι οι Κύπριοι φορολογούμενοι να διασώσουν τις τράπεζες; Χωρίς πακέτο διάσωσης και πλήρη προστασία των καταθέσεων κάτω των €100.000, ο φόρος σε ότι απομένει (μετά και το €1,4 δις από τον αφανισμό των κατώτερων πιστωτών) θα αυξανόταν πολύ περισσότερο. Άδικο; Όχι. Το μοναδικό επιχείρημα ενάντια σε αυτό είναι ότι η κυβέρνηση, ως εκπρόσωπος των φορολογουμένων, δημιούργησε ένα επικίνδυνο οικονομικό σύστημα. Έτσι, οι φορολογούμενοι πρέπει να φέρουν μέρος του κόστους.
Ωστόσο τα bail-in δημιουργούν κινδύνους. Το πραγματικό πακέτο που συζητιέται είναι μία πράξη εξισορρόπησης μεταξύ εκείνων που φοβούνται να προκαλέσουν περαιτέρω πανικό και εκείνων που φαίνονται αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν τους «ηθικούς κινδύνους». Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι το χειρότερο και των δύο κόσμων. Το γεγονός ότι οι καταθέτες κινδυνεύουν, μπορεί να οδηγήσει σε φυγή κεφαλαίων αλλού. Ταυτόχρονα, οι φορολογούμενοι εξακολουθούν να σηκώνουν στις πλάτες τους μεγάλο μέρος των απωλειών της αποτυχίας.
Αυτό οδηγεί σε ορισμένες μεγάλες ανησυχίες.
Η πρώτη ανησυχία έχει να κάνει με την ίδια τη συμφωνία. Η απόφαση για την επιβολή ζημιών στους ανασφάλιστους καταθέτες είναι όντως μεγάλο λάθος. (Ναι, πρόκειται για αθέτηση και όχι φόρο.) Ωστόσο, η απόφαση για bail-in σε ορισμένες καταθέσεις δεν ήταν λανθασμένη. Όσο αντιλαϊκό κι αν είναι, ένα καθεστώς εξυγίανσης που θα το κάνει πραγματικότητα είναι απαραίτητο, στην Κύπρο αλλά και αλλού. Μία άλλη ανησυχία, έχει να κάνει με την ευρεία κάλυψη του φόρου αυτού, η οποία δεν διαφέρει από τράπεζα σε τράπεζα. Αυτό αφαιρεί το κίνητρο παρακολούθησης της φερεγγυότητας της τράπεζας ακόμα και από τους μεγάλους καταθέτες.
Η μεγαλύτερη όμως ανησυχία μου, προέρχεται από το βιβλίο «Banker’s New Clothes» (Τα Νέα Ρούχα του Τραπεζίτη), γραμμένο από τους Anat Admati του Στάνφορντ και Martin Hellwig του Ινστιτούτου Max Planck, για το οποίο έγραψα κριτική στην αρχή της εβδομάδας. Οι τράπεζες έχουν τόσο μικρή ικανότητα απορρόφησης απωλειών που βρίσκονται διαρκώς στο χείλος της καταστροφής.
Η περίπτωση της Κύπρου είναι ένα ακραίο παράδειγμα: πέρα από ένα μικρό ποσοστό ιδίων κεφαλαίων, υπήρχαν περίπου €2,7 δις σε μη εξασφαλισμένα ομόλογα (€2,5 δις σε κατώτερα και €200 εκατ. σε ανώτερα) για την προστασία €68 δις καταθέσεων. Δικαίως ή όχι, τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένων των διατραπεζικών δανείων κρίθηκε ότι θα παρέμεναν ανέγγιχτα. (βλ. Διάγραμμα) Η δομή αυτή παρουσιάζει στις αρχές, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά παντού, ένα τρομερό δίλημμα: είτε θα διασώσουν όλα τα θεσμικά όργανα, επικυρώνοντας έτσι τα πιο επικίνδυνα επιχειρηματικά μοντέλα και, στην χειρότερη περίπτωση, θέτοντας σε κίνδυνο τη φερεγγυότητα των κυβερνήσεων, είτε θα αρνηθούν τη διάσωση, δημιουργώντας τον κίνδυνο για εγχώρια ύφεση και πανικό στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην σφιχτά ενσωματωμένη ευρωζώνη.
Η ευρωζώνη θα πρέπει είτε να κάνει πιο ισχυρή τη βιομηχανία, αυξάνοντας σημαντικά τα μετοχικά κεφάλαια, είτε να εδραιώσει τη δημοσιονομική ικανότητα και να συσφίξει τις ρυθμίσεις, για να εξασφαλίσει επαρκή εποπτεία στην ευρωζώνη, και δημοσιονομική στήριξη. Αυτό που είναι τρομακτικό δεν είναι το ότι η «μικρή» Κύπρος μπήκε σε μπελάδες, αλλά το γεγονός ότι αποτελεί πηγή ευρύτερου κινδύνου. Ο τραπεζικός κλάδος κρύβει κινδύνους παντού. Ωστόσο, εξακολουθεί να απειλεί την επιβίωση της ευρωζώνης. Αυτό πρέπει να αλλάξει, και μάλιστα πολύ σύντομα.
sofokleous10.gr
Ας ξεκινήσουμε με το γιατί η (μέχρι ενός βαθμού) αναδιάρθρωση των τραπεζών ήταν αναπόφευκτη. Η κυβέρνηση της Κύπρου είναι και υπερχρεωμένη, αλλά και υπεύθυνη για έναν τραπεζικό τομέα που σίγουρα είναι υπερβολικά μεγάλος για να σωθεί. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος έφτασε το 87 τοις εκατό του ΑΕΠ το περασμένο έτος και, χωρίς τη διάσωση, θα έφτανε το 106 της εκατό μέχρι το 2017. Η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας είναι επίσης πολύ χαμηλή: Ο οίκος Standard & Poor’s έχει αξιολογήσει την Κύπρο με CCC+. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη: ο τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να έχει περιουσιακά στοιχεία που αντιστοιχούν σε επτά φορές το μέγεθος του ΑΕΠ.
Οι τράπεζες βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι αυτή που βάζει ουσιαστικά τέλος, απειλώντας να μην δεχτεί το κυπριακό δημόσιο χρέος ως εγγύηση έναντι ενίσχυσης της ρευστότητας. Οι τράπεζες θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν. Οι φορολογούμενοι δε μπορούν να το κάνουν αυτό από μόνοι τους. Δίχως τη φορολόγηση των καταθετών, το προτεινόμενο πακέτο διάσωσης θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε €17,2 δις, αντί για €10 δις, ή αλλιώς, κοντά στο 70 τοις εκατό του ΑΕΠ. Αυτό θα έφερνε το δημόσιο χρέος στο επίπεδο του 160 τοις εκατό του ΑΕΠ: ένα δυσβάσταχτο βάρος. Πράγματι, ακόμα και το ίδιο το πακέτο διάσωσης φαίνεται μη βιώσιμο, δεδομένου ότι φέρνει το ακαθάριστο χρέος στο 130 της εκατό του ΑΕΠ. Το πλαίσιο του προγράμματος προβλέπει ότι το δημόσιο χρέος θα πέσει στο 100 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2020. Η επίτευξη αυτού του στόχου θα απαιτήσει ισχυρή δημοσιονομική πειθαρχία και ευνοϊκούς όρους δανεισμού για την Κύπρο. Η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους εξακολουθεί να είναι πιθανή. Όπως συμβουλεύει και ο Άμλετ: «αν δεν είναι τώρα, θα είναι άλλοτε».
Υπάρχει άλλη εναλλακτική πέραν των bail-in (συμμετοχή πιστωτών στη διάσωση); Πράγματι, υπάρχει: η άμεση ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από την ευρωζώνη, για την οποία το ποσό που απαιτείται είναι σχετικά μικρό. Αν η τραπεζική ένωση είχε ήδη τεθεί σε λειτουργία, αυτό θα είχε συμβεί. Η τραπεζική ένωση όμως δεν υφίσταται, πιθανότατα διότι οι χώρες του πυρήνα δεν θέλουν να διασώσουν τα κακοδιαχειρισμένα τραπεζικά συστήματα. Ένα τέτοιο παράδειγμα κακής διαχείρισης θεωρείται και το κυπριακό τραπεζικό σύστημα το οποίο παρέχει offshore καταφύγιο για τα ρωσικά κεφάλαια. Δεν πρόκειται να συσταθεί τραπεζική ένωση προτού διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος και προτού καθιερωθούν νέες ρυθμίσεις.
Ας στραφούμε λοιπόν στο αν αυτό που έγινε ήταν σωστό. Η απάντηση είναι: ναι, μέχρι ένα σημείο.
Πολλοί επιμένουν ότι οποιοσδήποτε φόρος επί των καταθέσεων αντιστοιχεί σε κλοπή. Αυτό είναι ανοησία. Οι τράπεζες δεν είναι θησαυροφυλάκια. Είναι αραιά κεφαλαιοποιημένοι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων οι οποίοι δίνουν μία υπόσχεση –να επιστρέφουν τα χρήματα των καταθετών στη ζήτησή τους και στην ονομαστική τους αξία- την οποία δε μπορούν πάντα να κρατήσουν χωρίς τη βοήθεια ενός φερέγγυου κράτους. Οποιοσδήποτε δανείζει στις τράπεζες πρέπει να το καταλάβει αυτό. Είναι αδιανόητο να μπορεί ο τραπεζικός κλάδος –ένας κατεξοχήν κλάδος οικονομικών κινδύνων- να λειτουργήσει χωρίς έκθεση σε απώλειες, τουλάχιστον για ορισμένες κατηγορίες δανειστών. Ειδάλλως, το τραπεζικό χρέος είναι κρατικό χρέος. Δε μπορεί να επιτρέπεται σε καμία ιδιωτική επιχείρηση να παίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο με τα χρήματα των φορολογουμένων. Αυτό είναι προφανές.
Το ερώτημα, συνεπώς, δεν έχει να κάνει με την αρχή που υπαγορεύει ότι οι δανειστές μπορεί να αντιμετωπίσουν απώλειες. Το ερώτημα είναι ποιοι από αυτούς οφείλουν να το κάνουν και σε ποιο βαθμό. Προφανώς, με την επιμονή του Νίκου Αναστασιάδη, του προέδρου της Κύπρου, οι απώλειες πρόκειται να επιβληθούν στις καταθέσεις κάτω των €100.000, που είναι και το ανώτατο όριο για την ασφάλιση των καταθέσεων στην ευρωζώνη. Η ιδέα είναι να φορολογηθούν οι μικρότερες καταθέσεις με 6,75 τοις εκατό και οι μεγαλύτερες με 9,9 τοις εκατό. Αυτό μπορεί να αλλάξει –και για καλό λόγο. Ωστόσο, η αποχή από το προηγούμενο θα σήμαινε την αύξηση των επιτοκίων για καταθέσεις άνω των €100.000 σε 15 τοις εκατό, ώστε να μαζευτεί το απαιτούμενο ποσό των €5,8 δις. Πράγμα καλό, θα έλεγα. Ωστόσο η ρωσική κυβέρνηση δε συμφωνεί. Αλλά ούτε και η κυπριακή.
Ένα άλλο μεγάλο ερώτημα είναι το εξής: γιατί είναι υποχρεωμένοι οι Κύπριοι φορολογούμενοι να διασώσουν τις τράπεζες; Χωρίς πακέτο διάσωσης και πλήρη προστασία των καταθέσεων κάτω των €100.000, ο φόρος σε ότι απομένει (μετά και το €1,4 δις από τον αφανισμό των κατώτερων πιστωτών) θα αυξανόταν πολύ περισσότερο. Άδικο; Όχι. Το μοναδικό επιχείρημα ενάντια σε αυτό είναι ότι η κυβέρνηση, ως εκπρόσωπος των φορολογουμένων, δημιούργησε ένα επικίνδυνο οικονομικό σύστημα. Έτσι, οι φορολογούμενοι πρέπει να φέρουν μέρος του κόστους.
Ωστόσο τα bail-in δημιουργούν κινδύνους. Το πραγματικό πακέτο που συζητιέται είναι μία πράξη εξισορρόπησης μεταξύ εκείνων που φοβούνται να προκαλέσουν περαιτέρω πανικό και εκείνων που φαίνονται αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν τους «ηθικούς κινδύνους». Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι το χειρότερο και των δύο κόσμων. Το γεγονός ότι οι καταθέτες κινδυνεύουν, μπορεί να οδηγήσει σε φυγή κεφαλαίων αλλού. Ταυτόχρονα, οι φορολογούμενοι εξακολουθούν να σηκώνουν στις πλάτες τους μεγάλο μέρος των απωλειών της αποτυχίας.
Αυτό οδηγεί σε ορισμένες μεγάλες ανησυχίες.
Η πρώτη ανησυχία έχει να κάνει με την ίδια τη συμφωνία. Η απόφαση για την επιβολή ζημιών στους ανασφάλιστους καταθέτες είναι όντως μεγάλο λάθος. (Ναι, πρόκειται για αθέτηση και όχι φόρο.) Ωστόσο, η απόφαση για bail-in σε ορισμένες καταθέσεις δεν ήταν λανθασμένη. Όσο αντιλαϊκό κι αν είναι, ένα καθεστώς εξυγίανσης που θα το κάνει πραγματικότητα είναι απαραίτητο, στην Κύπρο αλλά και αλλού. Μία άλλη ανησυχία, έχει να κάνει με την ευρεία κάλυψη του φόρου αυτού, η οποία δεν διαφέρει από τράπεζα σε τράπεζα. Αυτό αφαιρεί το κίνητρο παρακολούθησης της φερεγγυότητας της τράπεζας ακόμα και από τους μεγάλους καταθέτες.
Η μεγαλύτερη όμως ανησυχία μου, προέρχεται από το βιβλίο «Banker’s New Clothes» (Τα Νέα Ρούχα του Τραπεζίτη), γραμμένο από τους Anat Admati του Στάνφορντ και Martin Hellwig του Ινστιτούτου Max Planck, για το οποίο έγραψα κριτική στην αρχή της εβδομάδας. Οι τράπεζες έχουν τόσο μικρή ικανότητα απορρόφησης απωλειών που βρίσκονται διαρκώς στο χείλος της καταστροφής.
Η περίπτωση της Κύπρου είναι ένα ακραίο παράδειγμα: πέρα από ένα μικρό ποσοστό ιδίων κεφαλαίων, υπήρχαν περίπου €2,7 δις σε μη εξασφαλισμένα ομόλογα (€2,5 δις σε κατώτερα και €200 εκατ. σε ανώτερα) για την προστασία €68 δις καταθέσεων. Δικαίως ή όχι, τα υπόλοιπα, συμπεριλαμβανομένων των διατραπεζικών δανείων κρίθηκε ότι θα παρέμεναν ανέγγιχτα. (βλ. Διάγραμμα) Η δομή αυτή παρουσιάζει στις αρχές, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά παντού, ένα τρομερό δίλημμα: είτε θα διασώσουν όλα τα θεσμικά όργανα, επικυρώνοντας έτσι τα πιο επικίνδυνα επιχειρηματικά μοντέλα και, στην χειρότερη περίπτωση, θέτοντας σε κίνδυνο τη φερεγγυότητα των κυβερνήσεων, είτε θα αρνηθούν τη διάσωση, δημιουργώντας τον κίνδυνο για εγχώρια ύφεση και πανικό στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην σφιχτά ενσωματωμένη ευρωζώνη.
Η ευρωζώνη θα πρέπει είτε να κάνει πιο ισχυρή τη βιομηχανία, αυξάνοντας σημαντικά τα μετοχικά κεφάλαια, είτε να εδραιώσει τη δημοσιονομική ικανότητα και να συσφίξει τις ρυθμίσεις, για να εξασφαλίσει επαρκή εποπτεία στην ευρωζώνη, και δημοσιονομική στήριξη. Αυτό που είναι τρομακτικό δεν είναι το ότι η «μικρή» Κύπρος μπήκε σε μπελάδες, αλλά το γεγονός ότι αποτελεί πηγή ευρύτερου κινδύνου. Ο τραπεζικός κλάδος κρύβει κινδύνους παντού. Ωστόσο, εξακολουθεί να απειλεί την επιβίωση της ευρωζώνης. Αυτό πρέπει να αλλάξει, και μάλιστα πολύ σύντομα.
sofokleous10.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κύπρος - Ελλάδα 1-0
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ