2013-03-21 19:30:08
Τι είναι οι καλικάντζαροι και πότε εμφανίζονται;
Οι καλικάντζαροι είναι μια ελληνική δοξασία που έχει καταβολές από τα αρχαία χρόνια. Σύμφωνα με αυτήν, οι καλικάντζαροι βγαίνουν στην επιφάνεια της Γης για να πειράξουν τους ανθρώπους κατά το Δωδεκαήμερο ή Δωδεκάμερο όπως το λένε [ 25 Δεκεμβρίου ( Χριστούγεννα) – 6 Ιανουαρίου ( Ημέρα των Φώτων) ]. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Χριστός είναι αβάφτιστος ακόμα, επομένως και τα νερά θεωρούνται αβάφτιστα.
Ποια είναι η ιστορία τους;
Η ιστορία τους αρχίζει, όπως έχει αναφερθεί, από τα αρχαία χρόνια. Οι Αρχαίοι πίστευαν πώς όταν οι νεκροί έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή, έβγαιναν στον επάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού, χωρίς έλεγχο και περιορισμούς. Αργότερα, οι Βυζαντινοί γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα! Οι άνθρωποι έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπα τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν
. ( ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αυτό συμβαίνει ακόμα και σήμερα σε ορισμένες πόλεις τις Ελλάδας, όπως η Πάτρα, με το γνωστό Domino. Kαι εκεί οι άνθρωποι μασκαρεμένοι έτσι ώστε να μην τους αναγνωρίζει κανείς, πράττουν όπως θέλουν χωρίς όμως να κάνουν παραβάσεις.). Έτσι λοιπόν, πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν κατά βούληση σε ξένα σπίτια και αναστάτωναν τους νοικύρηδες. Ζητόυσαν λουκάνικα και γλυκά και για να γλιτώσουν απ’ αυτούς, έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Εκείνοι όμως έβρισκαν πάντα τρόπο να μπαίνουν στα σπίτια, κυρίως από την καμινάδα. Όλα αυτά διαρκούσαν 12 μέρες μέχρι και την ημέρα των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό, οι κατεργάρηδες σταματούσαν και όλοι ηρεμούσαν.
Εκτός από αυτές τις απόψεις, υπάρχουν και κάποιοι που υποστηρίζουν άλλες θεωρίες. Ο Schmidi λέει πώς προέρχονται από την αρχαία ελληνική μυθολογία περί των Σατύρων και του Θεού Πάνα.
Ο Mayer και ο Lawson αναφέρονται και εκείνη στην αρχαία ελληνική μυθολογία, αλλά αυτή τη φορά στον μύθο περί των Κενταύρων. Άλλη άποψη, που εξέφρασε ο Boll και συμφώνησε μαζί του ο Κουκουλές, είναι ότι προέρχονται εκ των αιγυπτιακών κανθάρων. Ο Σβορώνος όμως δίνει μια άλλη εκδοχή υποστηρίζωντας ότι οι άνθρωποι είχαν επιρεαστεί από το Δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα.
Τέλος, ο Δεινάκης υποστηρίζει πώς ο μύθος τους προέρχεται από πραγματικά δαιμόνια, τα οποία ήταν της εστίας του πυρός, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι από τους ερευνητές, από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι και σήμερα, ποστήριξαν ότι οι καλικάντζαροι δεν είναι αληθινά όντα, αλλά προέρχονται από την φαντασία των ανθρώπων.
Συγκεκριμένα, ο Ν.Πολίτης , στην περισπούδαστη πραγματεία του «Οι Καλικάντζαροι», έχει τη γνώμη ότι η συνήθεια να μασκαρεύονται από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα «παρέχε το ενδιαφέρον εις την φαντασίαν του λαού να πλάσει τους Καλικάντζαρους. Ο τρόπος ον ενέπνεον εις τα παιδιά μεν πάντοτε, πολλάκις δε εις τους ενήλικας, προσέδιδε δαιμονιώδη φύσιν εις τους οχληρούς και ταραχώδεις εκείνους πανηγυριστάς των Καλανδών, μέχρις ότου παντελώς συνέχισε και αφομοίωσεν αυτούς προς τα παντοία δείγματα των δεισιδαιμόνων παραστάσεων». Επιπλέον, ο Μιχαήλ Ψελλός, μεγάλος μάγος των Βυζαντινών χρόνων, σε μικρή μελέτη του για τους καλικάντζαρους έγραψε ότι «ο φόβος και η προκατάληψη των αμόρφωτων ανθρώπων είναι εκείνο που γεννά τις φαντασίες των δαιμονικών». Καθώς ο χρόνος περνούσε, όλα αυτά μαζί με τους φόβους των ανθρώπων έμεναν στις μνήμες και σιγά σιγά δημιουργήθηκαν αυτά τα μικρά, αλαφροΐσκιωτα πλασματάκια που ονομάσαμε καλικάτζαρους.
Από που προέρχεται η ονομασία τους;
Υπάρχουν πολλές απόψεις περί της ετυμολογίας της λέξης καλικάντζαρος. Κύριες εκ των οποίων είναι:
• Ως παράγωγο από την Τουρκική γλώσσα, σύμφωνα με τη γνώμη του Schmidt και του Wachsmuth.
• Εκ του «καλός + κάνθαρος» [Καλικάνθαρος] εξέφρασε ο Κοραής (Άπαντα Δ΄) που
συμφωνούν αργότερα ο Boll, ο Κουκουλές ( Έλληνας Βυζαντινολόγος ) και ο Μπούντουρας.
• Εκ του «λύκος + κάνθαρος» παρήγαγε επίσης και ο Πολίτης (Πανδώρα).
• Εκ του «λύκος + άντζαρος» [= ανήρ] παρήγαγε ο Λουκάς (Φιλολογικές επισκέψεις).
• Επίσης εκ του «καλίκιν + τσαγγίον» ή «καλός + τσαγγίον» και της μεγεθυντικής κατάληξης
–άρος (= ο φέρων καλά τσαγγία, υποδήματα, αντί καλίκια) ή ο φέρων καλίκια αντί τσαγγίων όπως παρήγαγε πάλι ο Πολίτης.
• Ο Ν. Πολίτης μας πληροφορεί ακόμα, πως οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι Καλικάντζαροι είναι βρικόλακες Ατσιγγάνων. Έτσι εξηγείται και η ονομασία τους. Το πρώτο συνθετικό «Κάλι» είναι ονομασία Ατσιγγάνων. Το δεύτερο συνθετικό είναι ονομασία των Ατσιγγάνων της Αιγύπτου, που ήρθαν στην Ελλάδα τον 14ο αιώνα. Ονομάζονταν«Γαντζάροι». Οι Καλι-Γαντζάροι έγιναν Καλι-Καντζάροι με αφομοίωση, που άλλαξε το Καλίγι σε Καλίκι.
• Εκ του λατινικού «καλιγάτος» “Caligatus” ετυμολόγησε ο Οικονόμου.
• Η ετυμολογία του Παντελίδη ( 1955 ) υποστήριξε εκ του «καλίκιν + άντζα».
• Εκ των ξένων ο Lawson παρήγαγε ετυμολογία εκ του «καλός + κένταυρος», ενώ
• ο Δεινάκις υποστηρίζει ότι η ετυμολογία του ονόματος είναι παράγωγο του «καρκάντζι» (καρκάντζαρος) που σημαίνει το ξηρό, κεκαυμένο, o τσουρουφλισμένος.
Μα εκτός απο αυτήν την ονομασία που είναι η πιο γνωστή, τους δίνονται και άλλες ανά περιοχή όπως «Καλκατζόνια», «Καλκάνια», «Καλιτσάντεροι», «Καρκάντζαροι», «Σκαλικαντζέρια», «Σκαντζάρια», «Σκαλαπούνταροι», «Τζόγιες», «Λυκοκάντζαροι», «Καλικαντζαρού», «Καλικαντζαρίνες», «Καλοκυράδες» (Νάξος), «Βερβελούδες» (Κωνσταντινούπολη), «Κωλοβελόνηδες», «Καρκαντζόλοι», «Καψιούρηδες», «Βαβουτσικάριοι» ( Βυζαντινοί), «Καλιοντζήδες», «Μνημοράτοι», «(Π)αρωρίτες», «Πλανητάροι», «Τσιλικρωτά», «Παγανά», «Καρκατζούλια», «Σκαρκατζούλια» κ.ά.
Σήμερα, λοιπόν, τί ονομάζουμε καλικάντζαρους;
Οι άνθρωποι στα χωριά τρόμαζαν ( και κάποιοι συνεχίζουν ακόμα ) ότι είναι αερικά, ξωτικά. Εν μέρη είχαν δίκιο, αφού οι καλικάντζαροι είναι πράγματι ξωτικά, αλλά όχι αερικά! Ανήκουν στο στοιχείο της Γης και είναι από τα όχι τόσο άκακα . Γι’ αυτό το λόγο τους αποκαλούσαν και δαιμόνια. Λέγεται πώς ζουν όλο το χρόνο κάτω από τη Γη ( κοίλη Γη ) όπου και προσπαθούν με οποιοδήποτε τρόπο να κόψουν το δέντρο που τη βαστάει, το οποίο μας θυμίζει το Δέντρο της Ζωής μιας και κρατάει τη Γη πάνω στην οποία η ζωή ανθίζει. Το συγκεκριμένο δέντρο ονομάζεται Δέντρο της Γης. Βέβαια, αυτή η ιστορία είναι και μια παραλλαγή του μύθου του Άτλαντα (μυθική μορφή που κρατούσε στους ώμους του το θόλο του Ουρανού πάνω από τη Γη), μόνο που εδώ είναι ένα δέντρο που κρατάει τον ουρανό του κόσμου των καλικαντζάρων, η οποία είναι η Γη. Κόβουν και κόβουν μέχρι που η παράδοση τους θέλει να κοντεύουν να το ρίξουν. Τότε είναι που έρχονται τα Χριστούγεννα και εκείνοι αποφασίζουν να ανέβουν πάνω στην επιφάνεια με τις γυναίκες τους [ «Καλοκυράδες» ( Νάξος ),«Βερβελούδες» ( Κωνσταντινούπολη )] και τις μανάδες τους, γιατί φοβούνται πώς θα πέσει η Γη και θα τους πλακώσει. Έτσι λένε: «αφήστε το να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του». Στη Μακεδονία πιστεύουν ότι ανεβαίνουν για να γιορτάσουν πρόσκαιρα την νίκη τους. Τα Θεοφάνεια, όμως, που ξαναγυρίζουν πίσω το βλέπουν άθικτο, ολάκαιρο, ακέραιο και άκοπο. Αυτό συμβολίζει και το δέντρο των Χριστουγέννων! Την ακεραιότητα, τη Θεϊκή δύναμη και προστασία.Και έτσι, λοιπόν, ξαναρχίζουν κάθε χρόνο από την αρχή ως τα επόμενα Χριστούγεννα, οπότε και η ιστορία επαναλαμβάνεται!
Πώς είναι;
Ο λαός τους έχει φανταστεί ή δει (!) με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κατά Αραχωβίτικη περιγραφή είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια ( =αναπηρίες ) του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους». Το πιο σύνησθαι είναι να τους φαντάζονται κοντούς, αλλά άλλοτε και ψηλούς με κοντά, ατημέλητα μαλλιά, μάτια κόκκινα, δασύτριχους με δόντια, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο ( Σάτυροι ), ( “μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο ) αλλά και σαν «μικροί σατανάδες», – (σατανοπαίδια όπως λένε στη Νάξο)- άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο (οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία. Τέλος, λέγεται πως κάθε καλικάντζαρος έχει στη ράχη του από τη φύση του μια κούνια με αγκάθια και σε αυτή βάζει όσα παιδιά καταφέρει να αρπάξει. Μόλις τα βάλει, αρχίζει να τα κουνάει μέχρι τα παιδιά να ματώσουν από τα αγκάθια για να πιουν το αίμα.
Ποιοι γίνονται καλικάντζαροι;
Η προέλευση αυτών τον πλασμάτων είναι κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν. Κατά τη Μακεδονία: όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει από τον Σατανά. Κατ’ άλλους, καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα των Χριστουγέννων. Γιατί τότε σημαίνει πως η σύλληψή τους έγινε του Ευαγγελισμού, την ίδια μέρα με τη σύλληψη του Χριστού, πράγμα που για κάθε χριστιανό είναι αμάρτημα βαρύτατο. Για να εμποδίσουν ένα τέτοιο παιδί να γίνει καλικάντζαρος, το δένουν απ’ το χέρι της μητέρας του με μια σκορδοπλεξούδα ή με ψαθόσκοινο. Έτσι δεν μπορεί να φύγει μαζί τους. Ή του καίνε τα νύχια των ποδιών, γιατί καλικάντζαρος χωρίς νύχια δεν γίνεται. Σε κάποιες περιοχές πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν καλικατζαρίνες, γι’ αυτό τα κορίτσια που γεννιούνται ανήμερα των Χριστουγέννων, λένε πώς γίνονται στρίγγλες. Στην Αντίσσα της Λέσβου λένε πώς τα παιδιά που γεννιούνται τη μεγάλη βδομάδα των Χριστουγέννων, οπότε γεννιέται κι ο Χριστός, αν δε βαφτιστούν ως τα Φώτα, γίνονται Καλκατζαρέλια, δηλαδή μικροί Καλικάντζαροι. Γι’ αυτό τα βαφτίζουν ανήμερα τα Φώτα, ακόμα και χωρίς παπά. Και δε φοβούνται πια μη γίνουν Καλικάντζαροι, γιατί βαφτίζονται μέσα στ’ αγιασμένα νερά, που είναι κείνη τη μέρα σαν τ’ άγιο μύρο. Επιπλέον, πιστεύουν ότι καλικάντζαροι γίνονται και οι πεθαμένοι που δεν τους έψαλλε παπάς και δεν θυμιάστηκε, γι’ αυτό και βρικολακιάζουν. Έτσι, πάλι στην ίδια περιοχή, τους βάζουν μαζί από ένα εικόνισμα και δεν βρικολακιάζουν. Μια άλλη άποψη είναι ότι οι καλικάντζαροι δεν υπάρχουν και ότι απλά είναι επινόηση των πρώτων χριστιανών, που είχαν σκοπό, με αυτό τον τρόπο, να προκαλέσουν τη φρίκη και το δέος στους αβάφτιστους και στους αδιάλλακτους.
Απόδειξη αυτού είναι ότι οι Καλικάντζαροι εγκαταλείπουν τις στέγες των σπιτιών την παραμονή των Φώτων, που γίνεται ο μικρός αγιασμός. Με τον καιρό όμως οι Καλικάντζαροι έγιναν στη συνείδηση του λαού «χαριτωμένα δαιμονάκια», που δεν προκαλούν φρίκη. Δεν αφήνουν, όμως, ευκαιρία, που να μην πειράξουν τους ανθρώπους τις δώδεκα μέρες που κρατά η δράση τους.
Με τι τρέφοντα ι ;
Οι καλικαντζαραίοι τρέφονται κυρίως με τροφή ακάθαρτη όπως σκουλήκια, βατράχια, φίδια, ποντικοί κ.ά. εκτός από το Δωδεκαήμερο που επιλέγουν να φάνε τα γλυκά εδέσματα και το κρέας, τα οποία κλέβουν από τους ανθρώπους ή μέσα από τα σπίτια τους.
Τι κάνουν;
Όταν ανέβουν στην επιφάνεια το Δωδεκάμερο, κάνουν οτιδήποτε μπορείτε να φανταστείτε! Όντας χιλιάδες, διασκορπίζονται παντού! Όταν νυχτώσει, αρχίζουν να τριγυρίζουν στην εξοχή και στους μύλους, κατεβαίνουν στις κατοικημένες περιοχές μήπως και μπουν στα σπίτια. Αλίμονο σ’ όποιον συναντήσουν νυχτιάτικα! Δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί! Εμφανίζονται μπροστά του με διάφορες μορφές και προσπαθούν να τον τρομάξουν ή βλάψουν με όποιο τρόπο μπορούν. Τον τραβολογούν, τον πειράζουν, καβαλικεύουν στους ώμους του, χορεύουν ολόγυρά του κι άλλα πολλά. Μάλιστα λένε ότι αν σε συναντήσουν στο δρόμο, κάθονται στους ώμους σου και σε ρωτάνε:
«Στούππος ή μόλυβος». Αν απαντήσεις στούππος, γίνεσαι ελαφρύς και κάθεται πάνω σου μέχρι να τον μεταφέρεις σπίτι σου, όπου δεν πειράζει κανέναν και αφήνεται να τον δέσεις με σπαρτόβρουλο, ενώ αν απαντήσεις μόλυβος, ο καλικάντζαρος βαραίνει και μένει πάνω σου μέχρι να σε συντρίψει.
Λέγεται, επίσης, ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν. Κατ΄ άλλους τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ΄ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους. Χορεύουν και τραγουδούν, πάνε στους μύλους όπου πειράζουν τους μυλωνάδες, σκορπάνε το αλεύρι και τους αναγκάζουν να τους φτιάξουν πίτες. Κάποιες φορές είναι ευγνώμονες προς τους σπιτονοικοκύρηδες και τους στέλνουν προϊόντα απ’ τα οποία έχουν μεγάλη έλλειψη. Μανία τους να πειράζουν προπάντων τις κακόμοιρες τις γριές. Κατεβαίνουν στα σπίτια των ανθρώπων από την καπνοδόχο, γι’ αυτό και τα τζάκια είναι αναμμένα όλο το δωδεκαήμερο και έχουν πολύ φωτιά, γιατί τη φοβούνται πολύ. Εκτός από την καπνοδόχο, όμως έχουν την ικανότητα να μπορούν να μπουν από τις κλειδαρότρυπες ή από κάτω από τις πόρτες. Αν καταφέρουν να μπουν, αρχίζουν ν’ ανακατεύουν και να μπερδεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους, προσπαθούν να μαγαρίσουν τα φαγητά τους, αρπάζουν ενδύματα, κάνουν ζημιές «βασανίζουν τις ακαμάτρες… γι΄ αυτό τα κορίτσια το 40ήμερο προσπαθούν να φτιάξουν όσο γίνεται πιο πολύ γνέμα» (Σάμος) ή σκορπούν το αλεύρι, τη τέφρα από το τζάκι τη «δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρήσια» ή «τη στάχτη που δεν άκουσε το εν Ιορδάνη» και που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση. Επιπλέον, τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα. Για να τους διώξουν οι νοικοκυρές, λένε ότι τους κυνηγούν με πυρωμένα δαυλιά. Λέγεται, επίσης, πώς όταν ψήνουν οι νοικοκυρές τηγανήτες ή άλλα σκευάσματα στο τηγάνι από αλέυρι, οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στις καπνοδόχους και απλώνουν το χέρι τους ως κάτω στην εστία, γιατί έχουν την δυνατότητα να τεντώνουν τα άκρα τους όσο θέλουν, και ζητούν ή βουτούν ό,τι υπάρχει στο τηγάνι. Είναι πολύ ευκίνητοι, ανεβαίνουν στα δένδρα, πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν! Σε μερικά μέρη λέγεται ότι τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά λένε οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες»! Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό, το οποίο είναι η αδυναμία τους, ειδικά το παστό του ( το λίπος ), ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα! Είναι διχόγνωμα όντα και φιλόνικοι, καβγατζήδες, δίγνωμοι, ο ένας λέει ναι, ο άλλος όχι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος μια δουλειά και όλα τα αφήνουν στη μέση. Όταν ξεκινάν να πάνε κάπου, ο ένας τρέχει, ο άλλος στέκει, μαλώνουν στο δρόμο και ποτέ δε φτάνουν εκεί που πάνε, ή φτάνουν παράκαιρα. Λόγω αυτών, πιστεύεται πώς αν και είναι κακοί και πονηροί, δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, παρόλο που αυτή είναι η μεγάλη τους επιθυμία. Το μόνο που κάνουν είναι να τους πειράζουν, να τους ενοχλούν ή να τους φοβίζουν, μιας και είναι μωροί και ευκολόπιστοι. Γι’ αυτό και οι γυναίκες ακόμα τους περιπαίζουν, τους βρίζουν και τους λένε σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατουρλήδες κ.λ.π. Μένουν έξω όλη νύχτα μέχρι και την αυγή. Για να καταλάβουν πότε είναι ώρα να φύγουν, μιας και πρέπει να μην υπάρχει αρκετό φως ακόμα, υπάρχουν τρία λαλήματα πετεινών που προειδοποιούν. Κατά το πρώτο λάλημα του πετεινού, ο οποίος είναι μαύρος, γιατί είναι ακόμη μεσάνυκτα, δε φεύγουν, κατά το δεύτερο , το οποίο είναι από κόκκινο πετεινό, γιατί αρχίζει να γλυκοχαράζει, ετοιμάζονται και κατά το τρίτο που λαλεί άσπρος πετεινός, γιατί ξημερώνει, αποχωρούν.
Καλικάντζαροι στην Ελλάδα
Κάθε περιοχή στην Ελλάδα έχει άλλη γνώμη για τους καλικάντζαρους σχετικά με την εμφάνισή τους, με το ποιος γίνεται και με το τι κάνουν, όμως παντού υπάρχουν ορισμένα κοινά στοιχεία.
Έτσι, στην Αντίσσα της Λέσβου λένε, πως οι Καλικάντζαροι έρχονται την πρώτη μέρα του Δωδεκάμερου, που είναι τα Χριστούγεννα. Όποιος πεθάνει και πάει στον άλλο κόσμο άψαλτος κι αλιβάνιστος, βρικολακιάζει και γίνεται Καλικάντζαρος. Γι’ αυτούς είναι δαίμονας με ανθρώπινη μορφή, μαύρος, με κόκκινα μάτια σαν τη φωτιά, στραβός και ασχημομούρης, στραβοκάνης με πόδια σαν του τράγου, χέρια αρκουδίσια, κι όλο του το κορμί μαλλιαρό. Άλλοι κουτσοί, στραβοκάνηδες, κι άλλοι στραβοί, αλλήθωροι. Άλλοι μονόματοι, κι άλλοι μονοπόδαροι. Άλλοι ψηλοί, κι άλλοι κοντοί. Είναι τα στοιχειά, που δώδεκα μήνες κρατά στην εξουσία του ο Χριστός και μας φυλάει από το κακό, και δώδεκα μέρες αφύλαχτα, γιατί τα νερά δεν είναι αγιασμένα, αλλά αβάφτιστα και τότες τα στοιχειά αμολημένα, πειράζουνε τους ζωντανούς.
Στην Κάρπαθο, οι μανάδες δένουν τη μέση των παιδιών τους, που είναι στις κούνιες, με «βάτους» τις χριστουγεννιάτικες μέρες, για να μην τους κάνουν κακό οι «Κάγοι», οι Καλικάντζαροι, που θα φύγουν απ’ τα σπίτια, όπως πιστεύουν, σαν περάσει η γιορτή του Άϊ-Γιάννη.
Στη Ρόδο, όποιο παιδί γεννηθεί ανήμερα τα Χριστούγεννα, το λένε«Κάο», Καλικάντζαρο. Λέγεται, λοιπόν, ότι οι «Κάηδες» σηκώνονται τη νύχτα απ’ το κρεβάτι τους το πρώτο δεκαήμερο, κι ασυναίσθητα γυρίζουν έξω. Για να μην αγριέψει όμως το παιδί, οι δικοί του φροντίζουν να του κάνουν το «μονομερίτικο» ρούχο. Φωνάζουν, δηλαδή, στο σπίτι τους γυναίκες που να λέγονται Μαρίες και τους δίνουν μία μπάλα μπαμπάκι. Αυτές το κλώθουν, το κάνουν νήμα, το υφαίνουν και ράβουν ένα ρούχο, που θα το φορέσει ο Κάος. Όλη αυτή η δουλειά πρέπει να γίνει μέσα σε μια μέρα, γι’ αυτό και το ρούχο λέγεται «μονομερίτικο».
Στη Θράκη πιστεύουν ότι οι Καλικάντζαροι συνηθίζουν να κατεβαίνουν τη νύχτα από το τζάκι και ν’ αρπάζουν τα λουκάνικα, κι ότι χορεύουν γύρω από τα πηγάδια, όπου, αν πάει κανείς, τον βάζουν με το στανιό, δηλαδή εξαναγκαστικά, να χορέψει μαζί τους.
Στην Κυνουρία χαράζουν με κάρβουνο σταυρούς στις πόρτες και στα παράθυρα, για να μην μπαίνουν μέσα οι«Λυκοκαντζάροι».
Στην Κύπρο πιστεύουν πως ο Καλικάντζαρος μπορεί να «αιχμαλωτιστεί», φτάνει ο άνθρωπος να τον δέσει από το πόδι με «μόλινο» (λινή κλωστή). Την τελευταία μέρα που θα φύγουν οι «Πλανήταροι» ή «Καραμάνοι», στην Κύπρο οι νοικοκυρές τους περιποιούνται, για να τους εξευμενίσουν. Τους ψήνουν «ξεροτήανα» (λουκουμάδες) με μπόλικο λάδι για να φάνε οι «Πλανήταροι που γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και χαιρετιούνται που θα φύγουν». Επειτα τα περιχύνουν με μέλι. Ολη η οικογένεια συγκεντρώνεται, τώρα, γύρω από το τηγάνι με το ζεστό λάδι που αχνίζει. Πρώτο, όμως, οι Καλικάντζαροι θ’ γευτούν τα ξεροτήανα, που η νοικοκυρά θα ρίξει στη στέγη του σπιτιού και θα λέει: «Τσιτσί, τσιτσί λουκάνικο, κομμάτι ξεροτήανο, ρίξε στους Καλικάντζαρους, να φάσιν και να φύουσιν». Στην Κύπρο τους φαντάζονται σαν κουβάρια. Καθώς σκύβουν οι άνθρωποι να τους πάρουν εκείνα αρχίζουν να τρέχουν. Λίγο πιο πέρα αλλάζουν μορφή και γίνονται γαϊδουράκια και γκαμήλες. Όταν ο άνθρωπος ξεγελιέται κι ανεβαίνει στην πλάτη τους, τότε αυτά ψηλώνουν σα βουνό και τον ρίχνουν κάτω.
Στη Λήμνο πιστεύουν πως ο Χριστός είπε στους ανθρώπους να φυλάγονται το Δωδεκαήμερο από τους Καλικάντζαρους.
Στην Κομοτηνή φοβούνται τόσο πολύ τους«Καρκατζέλ», όπως τους αποκαλούν, ώστε τη νύχτα δε σφυρίζουν ποτέ, για να μη μαζευτούν πολλοί μαζί και τους κάνουν κακό.
Στη Χίο, την παραμονή των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού φέρνει ένα μεγάλο ξύλο από τα χωράφια του και το βάζει μέσα στο σπίτι, στη μέση της κάμαρας. Το «χριστόξυλο», όπως το λένε, το ραίνουν καρύδια κι αμύγδαλα, που μαζεύουν τα παιδιά και τα τρώνε. Κατόπι η νοικοκυρά παίρνει το κούτσουρο και το βάζει στο τζάκι, όπου θα καίγεται συνέχεια όλο το Δωδεκαήμερο. Οταν περάσει το Δωδεκαήμερο θα μαζέψουν τη στάχτη και θα τη ρίξουν στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, για να προστατεύεται από τα «δαιμόνια», που αυτές τις μέρες ανεβαίνουν απ’ τα βάθη της Γης και πειράζουν τους ανθρώπους.
Σε πολλά χωριά, στην Πελοπόννησο, από τη μέρα των Χριστουγέννων ζωγραφίζουν σ’ όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού ένα σταυρό με κάρβουνο, για να μην μπουν οι Καλικάντζαροι και για να τους διώξουν.
Τέλος, στα Επτάνησα πιστεύουν ότι τα «Λυκοτσαρδά» ή«Παγανά» είναι αόρατες δυνάμεις που μπορούν να κάνουν χιλιάδες κακά. Είναι τα κακοποιά σύνεργα του σκότους και των ποταμίσιων νερών, που παρουσιάζονται με το πρώτο άστρο των Χριστουγέννων, κι εξασφαλίζονται με το αγίασμα των νερών, τα Φώτα.
Καλικάντζαροι και Ονομασία
Με την πάροδο του χρόνου ο λαός έδωσε στους καλικαντζάρους κι άλλα ονόματα, αναλόγως με τις σκανταλιές που έκαναν και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Τα ονόματα αυτά είναι ως επί το πλείστον λέξεις σύνθετες και αστείες. Έτσι έχουμε:
• Τον καλικάντζαρο Μαλαγάνα. Αυτός θέλει πολύ προσοχή γιατί ξεγελάει τα παιδιά με γλυκόλογα και έτσι καταφέρνει να τους παίρνει τα γλυκά .
• Τον καλικάντζαρο Τρικλοπόδη. Ο Τρικλοπόδης έχει χταποδίσιο χέρι που το χώνει παντού και σκουντουφλάνε πάνω του οι άνθρωποι . Του αρέσει πολύ να μπερδεύει τις κλωστές από το πλεχτό της γιαγιάς.
• Τον καλικάντζαρο Πλανήταρο, ο οποίος ονομάστηκε έτσι, γιατί πλανεύει τους ανθρώπους, αφού μπορεί και μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε κουβάρι.
• Τον καλικάντζαρο Μαλαπέρδα. Του Μαλαπέρδα του αρέσει να κατουράει και στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται . Γι’ αυτό όσες νοικοκυρές τον ξέρουν φροντίζουν να κλείνουν καλά το καπάκι της κατσαρόλας τους.
• Τον καλικάντζαρο Μαγάρα. Αυτός έχει μια κοιλιά σαν τούμπανο και αφήνει βρομερά αέρια πάνω στα φαγητά των ανθρώπων .
• Τον καλικάντζαρο Βατρακούκο. Ο Βατρακούκος είναι θεόρατος και το ονομά του το πήρε από την όψη του η οποία είναι όμοια με βατράχου.
• Τον καλικάντζαρο Καταχάνα. Ο Καταχανάς τρώει διαρκώς και τα πάντα . Ρεύεται και βρομάει απαίσια .
• Τον καλικάντζαρο Περίδρομο. Ο οποίος είναι, σαν τον Καταχανά, φαταούλας.
• Τον καλικάντζαρο Κουλοχέρι. Το όνομα του το πήρε από την εμφάνιση του. Είναι σαραβαλιασμένος , μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ , κι όλο μπερδεύεται και πέφτει κάτω.
• Τον καλικάντζαρο Παρωρίτη. Ο Παρωρίτης έχει μύτη σαν προβοσκίδα και πολύ μαλακή . Εμφανίζεται λίγη ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός , αξημέρωτα , κι έχει μανία να παίρνει τις φωνές των ανθρώπων .
• Τον καλικάντζαρο Γούρλο. Ο οποίος πήρε το όνομα του από τα μάτια του που είναι τεράστια σαν αυγά και πεταμένα έξω. Φυσικά δεν του ξεφεύγει τίποτα!
• Τον καλικάντζαρο Κοψομεσίτη. Αυτός είναι κουτσός και καμπούρης, ενώ πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους, του αρέσουν οι τηγανίτες με το μέλι .
• Τον καλικάντζαρο Στραβολαίμη. Του οποίου το χαρακτηριστικό του είναι ότι στριφογυρνάει διαρκώς σα σβούρα το κεφάλι του.
• Τον καλικάντζαρο Κοψαχείλη. Ο Κοψαχείλης έχει τεράστια δόντια τα οποία κρέμονται έξω από τα χείλη του. Του αρέσει να κοροϊδεύει τους παπάδες και γι’ αυτό φορά συνήθως ένα ψεύτικο καλυμμαύκι .
• Τον καλικάντζαρο Κωλοβελονή. Ο Κωλοβελόνης είναι μακρύς σαν μακαρόνι κι έτσι μπορεί εύκολα να περνάει από τις κλειδαρότρυπες κι από τις τρύπες του κόσκινου . Είναι ιδιαίτερα σβέλτος και γρήγορος στις κινήσεις του . Λένε πως ίσως ο Κωλοβελόνης να έχει ουρά που καταλήγει σε βέλος . Λέγεται πώς είναι ο αρχηγός τους.
• Τον καλικάντζαρο Μαντρακούκο. Αυτός εκτός από Μαντρακούκος, αποκαλείτε αλλιώς και Πρώτος ή Κουτσός και είναι ο αρχικαλικάντζαρος. Την ημέρα κρύβεται στις μάντρες και τη νύχτα βγαίνει και πειράζει τις γυναίκες που περπατούν στο δρόμο . Είναι κοντόχοντρος , τραγοπόδαρος , καραφλός , ασχημομούρης πιο πολύ απ’ τους άλλους και πολύ επικίνδυνος. Κι αυτός λένε πώς είναι αρχηγός τους.
• Τον καλικάντζαρο Παγανό. Πάλι κι αυτός αποκαλείτε εκτός με αυτό το όνομα, Πρώτος ή Μεγάλος. Η αφεντιά του είναι κουτσός . Η ιστορία λέει ότι τον κούτσανε μια κλωτσιά από το γαϊδούρι της Μάρως , μιας χωριατοπούλας που την κυνηγούσε κάποτε ο Παγανός για να την κάνει γυναίκα του , αλλά αυτή κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι που είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι της και κατάφερε να του ξεφύγει . Ο Παγανός έτρεξε μανιασμένος κοντά στο γαϊδούρι και την έψαχνε . Το ζωντανό τότε τρόμαξε τόσο πολύ που άρχισε να κλωτσάει . Μια τέτοια δυνατή φαίνεται πως έφαγε ο Παγανός και σακατεύτηκε . Ο Παγανός λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες . Φοβάται όμως πιο πολύ απ’ όλους τους Καλικάντζαρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του δωδεκαημέρου . Ρίχνουν μάλιστα και αλάτι που κάνει θόρυβο όταν πέσει στη φωτιά , για να τον τρομάξουν ακόμα περισσότερο.
• Τέλος, έχουμε τον καλικάντζαρο Κατσικοπόδαρο, αλλιώς ή Κατσιποδιάρης ή Μέγας Καλικάντζαρος. Η μεγαλειότητά του είναι φαλακρός και κασιδιάρης κι έχει ένα κατσικίσιο ποδάρι . Είναι κακορίζικος , ελεεινός, γρουσούζης και όπου βάλει το κατσικίσιο του ποδάρι φέρνει καταστροφή .
Τρόποι αποφυγής
Ο άνθρωπος, όπως για όλα τα κακά, έτσι και γι’ αυτό προσπάθησε να βρει μια λύση. Εφηύρε, λοιπόν, πολλούς τρόπους για να διώξει τους καλικαντζαραίους και είναι οι εξής:
• Οι καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά, επομένως όταν έχουμε αναμμένο το τζάκι, δεν μπαίνουν από την καπνοδόχο.
• Άλλος ένας τρόπος είναι το κόσκινο, το οποίο τοποθετείται είτε στο τζάκι είτε πίσω από την πόρτα και καθυστερεί τον καλικάντζαρο, διότι εκείνος αρχίζει να μετρά τις τρύπες μέχρι την αυγή, οπότε και αναγκάζεται να φύγει.
• Ο αγιασμός είναι άλλο ένα αποτρεπτικό μέσο! Οι καλικάντζαροι τον φοβούνται πολύ, γι’ αυτό και φεύγουν στα Φώτα όπως κι όταν ραντισθεί το μέρος με αγιασμό.
• Κάτι άλλο που δεν μπορούν να αντέξουν είναι η θέα αναμμένου κεριού από τον Επιτάφιο.
• Το σημείο του Σταυρού στη πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού θεωρείται ότι τους διώχνει.
• Επίσης, φοβούνται τα καμμένα ξύλα, δαυλιά και κούτσουρα.
• Η απαγγελία του “Πάτερ ημών” τρεις φορές λένε ότι λειτουργεί και αυτό ως αποτρεπτικό μέσο, αφού το απεχθάνονται.
• Επιπλεόν, το κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), η εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, τα περίαπτα (χαϊμαλιά, φυλαχτά) πίσω από τη πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι (αθαμέ) και το αναμμένο δαυλί τους διώχνουν.
• Άλλοι τρόποι είναι να κρεμάσουμε το κατωσάγωνο ενός χοίρου στην καπνοδόχο, να κάψουμε αλάτι ή ένα παλιοπάπουτσο στη φωτιά κι ο καπνός κι οι κρότοι απ’ το αλάτι θα τους διώξουν μακριά.
• Άλλοι δένουν στο χερούλι της πόρτας μια τούφα λινάρι. Ώσπου να μετρήσει ο καλικάντζαρος τις ίνες του λιναριού, αφού είναι μωρός και ανόητος, έφτασε το ξημέρωμα κι όπου φύγει-φύγει.
• Παλιά, οι νυκοκυραίοι που ζούσαν στα χωριά, σκέπαζαν το χοιρινό, το αγαπημένο τους κρέας, με σπαράγγια. Το σπαράγγι όταν είναι ακόμα φρέσκο, είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν όμως παλιώσει γίνεται πολύ σκληρός αγκαθωτός θάμνος. Έτσι σκέπαζαν με αυτό, εκτός από το χοιρινό και τα λουκάνικα, καθώς επίσης και οτιδήποτε άλλο είχε σαν πρώτη ύλη το χοιρινό, ώστε να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι.
• Ένα ακόμα όπλο εναντίων των καλικαντζάρων είναι το λιβάνι. Το σιχαίνονται και γι’ αυτό οι νοικοκυρές θυμιατίζουν το σπίτι κάθε απόγευμα και αφήνουν το θυμιατήρι να λιβανίζει δίπλα στο τζάκι καθ΄ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου.
• Τέλος, υπάρχουν και φυτά που διώχνουν τους καλικάντζαρους και ταυτόχρονα φέρνουν καλή τύχη για τον καινούργιο χρόνο. Ένα τέτοιο φυτό, που βάζουμε ακόμα και σήμερα στα σπίτια μας τέτοιες μέρες είναι η κρεμμύδα. Η Χρυσοβασιλίτσα, όπως αλλιώς τη λένε, ακόμα και ξεχασμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, βγάζει φύλλα τέτοια εποχή, και ξαναρχίζει τον κύκλο της ζωής της. Σαν το φως που ξαναγεννιέται στο χειμερινό ηλιοστάσιο, μας εύχεται καλές γιορτές και υγεία για την καινούργια χρονιά.
Ιστορίες με καλικάντζαρους
Υπάρχουν πολλές ιστορίες με τα καμώματά τους και με τον τρόπο που οι άνθρωποι κατάφεραν να τους ξεφύγουν. Θα σας αναφέρω δύο χαρακτηριστικές ιστορίες από την Εύβοια:
Το γνέμα
“Ένα κορίτσι έγνεσε μαλλί, το ‘βαψε και τ’ άπλωσε να στεγνώσει. Λησμόνησε, όμως, να το μαζέψει προτού νυχτώσει, και, την άλλη μέρα που ξημέρωνε Χριστούγεννα, το γνέμα της δεν ήταν πουθενά.
Κάθισε κι έκλαιγε, γιατί ήτανε πολύ φτωχούλα και δεν είχε άλλο μαλλί. Μια γειτόνισσα τότε της
λέει:
- Ήρθανε ψες οι καλικάντζαροι. Αυτοί θα το πήραν.
- Τι να κάνω;
- Θα σου πω εγώ τι θα κάνεις. Τη νύχτα, να κοντεύει η αυγή όμως, θα ξεντυθείς τα ρούχα σου, θα ρίξεις πάνω σου μια προβιά και θα βγεις να βρεις τους καλικάντζαρους.
- Έτσι, με την προβιά;
- Έτσι, με την προβιά. Για να σε νομίσουν ξωτικό. Ενώ, άμα σε δουν με ρούχα ανθρωπινά, θα σε βασανίσουν και θα σου πάρουν τη μιλιά.
- Καλά, λέει το κορίτσι. Και τι θα τους πω;
- Θα σε τραβήξουν στο χορό και συ, χορεύοντας, θα τους ρωτάς πού ‘χουν κρυμμένο το γνέμα σου. Κι αυτοί, χορεύοντας, θ’ αποκρίνονται. Ένα γύρο, δυο γύρους, θα ξημερώσει, θα γλιτώσεις.
- Έτσι θα κάνω, είπε το κορίτσι.
- Να προσέξεις μόνο, να ‘ναι κοντά η αυγή, αλλιώς, απ’ το χορό θα σκάσεις!
Η φτωχούλα, όμως, από τη βιάση της βγήκε, ενώ ακόμα δεν είχαν περάσει ούτε τα μεσάνυχτα! Οι καλικάντζαροι την είδαν και την τράβηξαν στο χορό. Κι η κοπέλα, καθώς χόρευε, τραγουδούσε κι έλεγε:
- Το γνέμα, το γνέμα, τι το κάνατε;
Και οι καλικάντζαροι απαντούσαν, τραγουδώντας:
- Στης κυδωνιάς τη ρίζα, εκεί το χώσαμε.
Σαν έμαθε πού είχαν κρυμμένο το γνέμα της, η κοπέλα ήθελε να φύγει. Αλλά πού να την αφήσουν!..
- Χόρευε, νύφη, χόρευε! στρίγκλιζαν και την τραβολογούσαν.
Τότε κι εκείνη δεν τα ‘χασε. Και τους λέει:
- Ετσι χορεύει η νύφη;
- Αμ, πώς χορεύει η νύφη; λεν εκείνοι.
- Θέλει φουστάνι κεντητό με δαντέλα στο λαιμό.
Αμέσως οι καλικάντζαροι γίνανε άφαντοι. Αλλά, προτού προφτάσει να τους φύγει, νάτοι και ξανάρχονται μ’ ένα ωραίο φουστάνι και της λεν:
- Έλα νύφη, να χορέψουμε!
- Έτσι χορεύει η νύφη; λέει πάλι αυτή.
- Αμ, πώς χορεύει η νύφη;
- Θέλει ζώνη χρυσή και μαλαματοκαπνιστή.
Τρέχουν πάλι να της φέρουν τη ζώνη.
Και, για να μην πολυλογούμε, έτσι τους έστειλε πολλές φορές, ζητώντας ό,τι πιο δύσκολο έβαζε ο νους της, κι αυτοί πηγαίναν και της το φέρναν. Στο τέλος, τους ζήτησε γάντια κεντητά. Οι καλικάντζαροι άργησαν να γυρίσουν, γιατί δεν ήταν εύκολο να βρουν γάντια, κι, όταν τα βρήκαν, κόντευε να φέξει. Πάνω που τα ‘φερναν, λάλησε ο κόκορας.
Φεύγετε να φεύγουμε
χαθείτε να χαθούμε
με τ’ άστρο της ανατολής
να μη συναντηθούμε!
Βάλανε τις στριγκλιές οι καλικάντζαροι, κι έτρεξαν να κρυφτούν μην τους προλάβει το φως του ήλιου.
Κι η φτωχούλα γλίτωσε και γύρισε στο σπιτάκι της με όλα τα χαρίσματα, κι ύστερα έσκαψε στη ρίζα της κυδωνιάς και βρήκε και το γνέμα της”. Με την πονηριά λοιπόν βλέπουμε την φτωχούλα να γλιτώνει από τον ανελέητο χορό των καλικαντζάρων. Κάπως έτσι γλιτώνει και η κοπέλα στην επόμενη ιστορία:
Τα σκαλίμπια του μύλου
“Μια φορά, παραμονή των Χριστουγέννων, μια φτωχούλα νυχτώθηκε στο μύλο. Είχε πάει ν’ αλέσει το σταράκι της, πέρασε η ώρα και την απαντήσανε σκαλίμπια ( καλικάντζαροι ).
- Συφορά μου! Τώρα ήρθε η ώρα μου! λέει. Αφήστε με, κι εγώ θα σας δώσω το αλεύρι μου.
- Να σ’ αφήσουμε δε σ’ αφήνουμε, της λένε. Αφού είσαι άνθρωπος, θα σε παιδέψουμε. Θα σου βάλουμε ένα ερώτημα. Άμα το ξέρεις, καλά. Άμα δεν το ξέρεις όμως, θα σε πάρουμε μαζί μας.
- Πέστε το, λέει αυτή. Τι έχω να χάσω; Έτσι κι έτσι, χαμένη είμαι.
- Ένας λόγος, τι λόγος είναι;
- Ένας είναι ο Θεός.
- Δυο λόγια, τι λόγια είναι;
- Δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο Θεός.
- Τρία λόγια, τι λόγια είναι;
- Τρία πόδια η δροστιά (πυροστιά, σιδερένιο στήριγμα για τον τέντζερη στο τζάκι), δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο Θεός.
- Τέσσερα λόγια, τι λόγια είναι;
- Τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Πέντε λόγια, τι λόγια είναι;
- Πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Έξι λόγια, τι λόγια είναι;
- Έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
Εφτά λόγια, τι λόγια είναι;
Εφταπάρθενος χορός (ο αστερισμός “Μεγάλη Αρκτος” ), έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Οχτώ λόγια, τι λόγια είναι;
- Οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Εννιά λόγια, τι λόγια είναι;
- Εννιά μήνους το παιδί, οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Δέκα λόγια, τι λόγια είναι;
- Δέκα μήνους το γελάδι, εννιά μήνους το παιδί, οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Έντεκα λόγια, τι λόγια είναι;
Εντεκα μήνους το μουλάρι, δέκα μήνους το γελάδι, εννιά μήνους το παιδί, οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Δώδεκα λόγια, τι λόγια είναι;
- Δώδεκα μήνους έχει ο χρόνος και δεκατρείς δεν έχει!
Όταν τ’ άκουσαν όλ’ αυτά, τα σκαλίμπια απ’ το κακό τους σκάσανε κι η κοπέλα γύρισε στο σπίτι της”.
Η ώρα της αναχώρησης
Τελικά, έρχεται η μέρα των Φώτων οπότε και οι καλικάντζαροι αποχωρούν, αφού γίνεται ο Μεγάλος Αγιασμός των υδάτων και τα σπίτια αγιάζονται και αυτά. Πασίγνωστη είναι η δοξασία όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν (κατέρχονται στη γη) κατά τον αγιασμό των οικιών που φωνάζουν σε τροχαίο ρυθμό:
«Φεύγετε να φεύγωμε
γιατί έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»
Υπάρχει βέβαια και μια παραλλαγή αυτής της δοξασίας που λένε:
«Φεύγετε να φεύγωμε
γιατί έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
Ο παπάς με αγιασμό
οι χωριανοί με το “θερμό”»
Από τη παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών των οικιών και της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες. Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων την ημέρα των Φώτων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλυσίβα, λίπασμα κ.λ.π.). Επίσης, καθαρίζονται και οι κοπριές των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λ.π. γιατί οι σταχτοπάτηδες πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους. Και κάπου εδώ η ιστορία των καλικαντζαραίων φτάνει στο τέλος της!
ΠΗΓΗ
aneksigita-fainomena
Οι καλικάντζαροι είναι μια ελληνική δοξασία που έχει καταβολές από τα αρχαία χρόνια. Σύμφωνα με αυτήν, οι καλικάντζαροι βγαίνουν στην επιφάνεια της Γης για να πειράξουν τους ανθρώπους κατά το Δωδεκαήμερο ή Δωδεκάμερο όπως το λένε [ 25 Δεκεμβρίου ( Χριστούγεννα) – 6 Ιανουαρίου ( Ημέρα των Φώτων) ]. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Χριστός είναι αβάφτιστος ακόμα, επομένως και τα νερά θεωρούνται αβάφτιστα.
Ποια είναι η ιστορία τους;
Η ιστορία τους αρχίζει, όπως έχει αναφερθεί, από τα αρχαία χρόνια. Οι Αρχαίοι πίστευαν πώς όταν οι νεκροί έβρισκαν την πόρτα του Άδη ανοιχτή, έβγαιναν στον επάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού, χωρίς έλεγχο και περιορισμούς. Αργότερα, οι Βυζαντινοί γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα! Οι άνθρωποι έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπα τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν
Εκτός από αυτές τις απόψεις, υπάρχουν και κάποιοι που υποστηρίζουν άλλες θεωρίες. Ο Schmidi λέει πώς προέρχονται από την αρχαία ελληνική μυθολογία περί των Σατύρων και του Θεού Πάνα.
Ο Mayer και ο Lawson αναφέρονται και εκείνη στην αρχαία ελληνική μυθολογία, αλλά αυτή τη φορά στον μύθο περί των Κενταύρων. Άλλη άποψη, που εξέφρασε ο Boll και συμφώνησε μαζί του ο Κουκουλές, είναι ότι προέρχονται εκ των αιγυπτιακών κανθάρων. Ο Σβορώνος όμως δίνει μια άλλη εκδοχή υποστηρίζωντας ότι οι άνθρωποι είχαν επιρεαστεί από το Δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα.
Τέλος, ο Δεινάκης υποστηρίζει πώς ο μύθος τους προέρχεται από πραγματικά δαιμόνια, τα οποία ήταν της εστίας του πυρός, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι από τους ερευνητές, από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι και σήμερα, ποστήριξαν ότι οι καλικάντζαροι δεν είναι αληθινά όντα, αλλά προέρχονται από την φαντασία των ανθρώπων.
Συγκεκριμένα, ο Ν.Πολίτης , στην περισπούδαστη πραγματεία του «Οι Καλικάντζαροι», έχει τη γνώμη ότι η συνήθεια να μασκαρεύονται από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα «παρέχε το ενδιαφέρον εις την φαντασίαν του λαού να πλάσει τους Καλικάντζαρους. Ο τρόπος ον ενέπνεον εις τα παιδιά μεν πάντοτε, πολλάκις δε εις τους ενήλικας, προσέδιδε δαιμονιώδη φύσιν εις τους οχληρούς και ταραχώδεις εκείνους πανηγυριστάς των Καλανδών, μέχρις ότου παντελώς συνέχισε και αφομοίωσεν αυτούς προς τα παντοία δείγματα των δεισιδαιμόνων παραστάσεων». Επιπλέον, ο Μιχαήλ Ψελλός, μεγάλος μάγος των Βυζαντινών χρόνων, σε μικρή μελέτη του για τους καλικάντζαρους έγραψε ότι «ο φόβος και η προκατάληψη των αμόρφωτων ανθρώπων είναι εκείνο που γεννά τις φαντασίες των δαιμονικών». Καθώς ο χρόνος περνούσε, όλα αυτά μαζί με τους φόβους των ανθρώπων έμεναν στις μνήμες και σιγά σιγά δημιουργήθηκαν αυτά τα μικρά, αλαφροΐσκιωτα πλασματάκια που ονομάσαμε καλικάτζαρους.
Από που προέρχεται η ονομασία τους;
Υπάρχουν πολλές απόψεις περί της ετυμολογίας της λέξης καλικάντζαρος. Κύριες εκ των οποίων είναι:
• Ως παράγωγο από την Τουρκική γλώσσα, σύμφωνα με τη γνώμη του Schmidt και του Wachsmuth.
• Εκ του «καλός + κάνθαρος» [Καλικάνθαρος] εξέφρασε ο Κοραής (Άπαντα Δ΄) που
συμφωνούν αργότερα ο Boll, ο Κουκουλές ( Έλληνας Βυζαντινολόγος ) και ο Μπούντουρας.
• Εκ του «λύκος + κάνθαρος» παρήγαγε επίσης και ο Πολίτης (Πανδώρα).
• Εκ του «λύκος + άντζαρος» [= ανήρ] παρήγαγε ο Λουκάς (Φιλολογικές επισκέψεις).
• Επίσης εκ του «καλίκιν + τσαγγίον» ή «καλός + τσαγγίον» και της μεγεθυντικής κατάληξης
–άρος (= ο φέρων καλά τσαγγία, υποδήματα, αντί καλίκια) ή ο φέρων καλίκια αντί τσαγγίων όπως παρήγαγε πάλι ο Πολίτης.
• Ο Ν. Πολίτης μας πληροφορεί ακόμα, πως οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι Καλικάντζαροι είναι βρικόλακες Ατσιγγάνων. Έτσι εξηγείται και η ονομασία τους. Το πρώτο συνθετικό «Κάλι» είναι ονομασία Ατσιγγάνων. Το δεύτερο συνθετικό είναι ονομασία των Ατσιγγάνων της Αιγύπτου, που ήρθαν στην Ελλάδα τον 14ο αιώνα. Ονομάζονταν«Γαντζάροι». Οι Καλι-Γαντζάροι έγιναν Καλι-Καντζάροι με αφομοίωση, που άλλαξε το Καλίγι σε Καλίκι.
• Εκ του λατινικού «καλιγάτος» “Caligatus” ετυμολόγησε ο Οικονόμου.
• Η ετυμολογία του Παντελίδη ( 1955 ) υποστήριξε εκ του «καλίκιν + άντζα».
• Εκ των ξένων ο Lawson παρήγαγε ετυμολογία εκ του «καλός + κένταυρος», ενώ
• ο Δεινάκις υποστηρίζει ότι η ετυμολογία του ονόματος είναι παράγωγο του «καρκάντζι» (καρκάντζαρος) που σημαίνει το ξηρό, κεκαυμένο, o τσουρουφλισμένος.
Μα εκτός απο αυτήν την ονομασία που είναι η πιο γνωστή, τους δίνονται και άλλες ανά περιοχή όπως «Καλκατζόνια», «Καλκάνια», «Καλιτσάντεροι», «Καρκάντζαροι», «Σκαλικαντζέρια», «Σκαντζάρια», «Σκαλαπούνταροι», «Τζόγιες», «Λυκοκάντζαροι», «Καλικαντζαρού», «Καλικαντζαρίνες», «Καλοκυράδες» (Νάξος), «Βερβελούδες» (Κωνσταντινούπολη), «Κωλοβελόνηδες», «Καρκαντζόλοι», «Καψιούρηδες», «Βαβουτσικάριοι» ( Βυζαντινοί), «Καλιοντζήδες», «Μνημοράτοι», «(Π)αρωρίτες», «Πλανητάροι», «Τσιλικρωτά», «Παγανά», «Καρκατζούλια», «Σκαρκατζούλια» κ.ά.
Σήμερα, λοιπόν, τί ονομάζουμε καλικάντζαρους;
Οι άνθρωποι στα χωριά τρόμαζαν ( και κάποιοι συνεχίζουν ακόμα ) ότι είναι αερικά, ξωτικά. Εν μέρη είχαν δίκιο, αφού οι καλικάντζαροι είναι πράγματι ξωτικά, αλλά όχι αερικά! Ανήκουν στο στοιχείο της Γης και είναι από τα όχι τόσο άκακα . Γι’ αυτό το λόγο τους αποκαλούσαν και δαιμόνια. Λέγεται πώς ζουν όλο το χρόνο κάτω από τη Γη ( κοίλη Γη ) όπου και προσπαθούν με οποιοδήποτε τρόπο να κόψουν το δέντρο που τη βαστάει, το οποίο μας θυμίζει το Δέντρο της Ζωής μιας και κρατάει τη Γη πάνω στην οποία η ζωή ανθίζει. Το συγκεκριμένο δέντρο ονομάζεται Δέντρο της Γης. Βέβαια, αυτή η ιστορία είναι και μια παραλλαγή του μύθου του Άτλαντα (μυθική μορφή που κρατούσε στους ώμους του το θόλο του Ουρανού πάνω από τη Γη), μόνο που εδώ είναι ένα δέντρο που κρατάει τον ουρανό του κόσμου των καλικαντζάρων, η οποία είναι η Γη. Κόβουν και κόβουν μέχρι που η παράδοση τους θέλει να κοντεύουν να το ρίξουν. Τότε είναι που έρχονται τα Χριστούγεννα και εκείνοι αποφασίζουν να ανέβουν πάνω στην επιφάνεια με τις γυναίκες τους [ «Καλοκυράδες» ( Νάξος ),«Βερβελούδες» ( Κωνσταντινούπολη )] και τις μανάδες τους, γιατί φοβούνται πώς θα πέσει η Γη και θα τους πλακώσει. Έτσι λένε: «αφήστε το να πάμε πάνω στη γη και θα πέσει μοναχό του». Στη Μακεδονία πιστεύουν ότι ανεβαίνουν για να γιορτάσουν πρόσκαιρα την νίκη τους. Τα Θεοφάνεια, όμως, που ξαναγυρίζουν πίσω το βλέπουν άθικτο, ολάκαιρο, ακέραιο και άκοπο. Αυτό συμβολίζει και το δέντρο των Χριστουγέννων! Την ακεραιότητα, τη Θεϊκή δύναμη και προστασία.Και έτσι, λοιπόν, ξαναρχίζουν κάθε χρόνο από την αρχή ως τα επόμενα Χριστούγεννα, οπότε και η ιστορία επαναλαμβάνεται!
Πώς είναι;
Ο λαός τους έχει φανταστεί ή δει (!) με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κατά Αραχωβίτικη περιγραφή είναι: «κακομούτσουνοι» και «σιχαμένοι», «καθένας τους έχει κι απόνα κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, άλλοι μονόματοι, μονοπόδαροι, στραβοπόδαροι, στραβόστομοι, στραβοπρόσωποι, στραβομούρηδες, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι και κοντολογής όλα τα κουσούρια και τα σακατιλίκια ( =αναπηρίες ) του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους». Το πιο σύνησθαι είναι να τους φαντάζονται κοντούς, αλλά άλλοτε και ψηλούς με κοντά, ατημέλητα μαλλιά, μάτια κόκκινα, δασύτριχους με δόντια, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου ή το ένα γαϊδάρου και το άλλο ανθρώπινο ( Σάτυροι ), ( “μισοί γαϊδούρια και μισοί άνθρωποι όπως λένε στη Σύρο ) αλλά και σαν «μικροί σατανάδες», – (σατανοπαίδια όπως λένε στη Νάξο)- άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με σκούφο (οξυκόρυμβο) από γουρουνότριχες και με παπούτσια άλλοτε σιδερένια και άλλοτε με τσαρούχια ή τσαγγία. Τέλος, λέγεται πως κάθε καλικάντζαρος έχει στη ράχη του από τη φύση του μια κούνια με αγκάθια και σε αυτή βάζει όσα παιδιά καταφέρει να αρπάξει. Μόλις τα βάλει, αρχίζει να τα κουνάει μέχρι τα παιδιά να ματώσουν από τα αγκάθια για να πιουν το αίμα.
Ποιοι γίνονται καλικάντζαροι;
Η προέλευση αυτών τον πλασμάτων είναι κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες οι άνθρωποι με κακιά μοίρα μεταβαλλόμενοι σε δαιμόνια, γίνονται δε καλικάντζαροι αυτοί που έχουν γεννηθεί μέσα στο Δωδεκαήμερο εκτός και αν βαπτισθούν αμέσως, ή εκείνοι στους οποίους ο ιερέας δεν ανέγνωσε σωστά τις ευχές του βαπτίσματος, τα τερατώδη βρέφη, ή κατά τους Σιφναίους όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν. Κατά τη Μακεδονία: όσοι δεν έχουν ισχυρό Άγγελο για να τους προστατεύει από τον Σατανά. Κατ’ άλλους, καλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα των Χριστουγέννων. Γιατί τότε σημαίνει πως η σύλληψή τους έγινε του Ευαγγελισμού, την ίδια μέρα με τη σύλληψη του Χριστού, πράγμα που για κάθε χριστιανό είναι αμάρτημα βαρύτατο. Για να εμποδίσουν ένα τέτοιο παιδί να γίνει καλικάντζαρος, το δένουν απ’ το χέρι της μητέρας του με μια σκορδοπλεξούδα ή με ψαθόσκοινο. Έτσι δεν μπορεί να φύγει μαζί τους. Ή του καίνε τα νύχια των ποδιών, γιατί καλικάντζαρος χωρίς νύχια δεν γίνεται. Σε κάποιες περιοχές πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν καλικατζαρίνες, γι’ αυτό τα κορίτσια που γεννιούνται ανήμερα των Χριστουγέννων, λένε πώς γίνονται στρίγγλες. Στην Αντίσσα της Λέσβου λένε πώς τα παιδιά που γεννιούνται τη μεγάλη βδομάδα των Χριστουγέννων, οπότε γεννιέται κι ο Χριστός, αν δε βαφτιστούν ως τα Φώτα, γίνονται Καλκατζαρέλια, δηλαδή μικροί Καλικάντζαροι. Γι’ αυτό τα βαφτίζουν ανήμερα τα Φώτα, ακόμα και χωρίς παπά. Και δε φοβούνται πια μη γίνουν Καλικάντζαροι, γιατί βαφτίζονται μέσα στ’ αγιασμένα νερά, που είναι κείνη τη μέρα σαν τ’ άγιο μύρο. Επιπλέον, πιστεύουν ότι καλικάντζαροι γίνονται και οι πεθαμένοι που δεν τους έψαλλε παπάς και δεν θυμιάστηκε, γι’ αυτό και βρικολακιάζουν. Έτσι, πάλι στην ίδια περιοχή, τους βάζουν μαζί από ένα εικόνισμα και δεν βρικολακιάζουν. Μια άλλη άποψη είναι ότι οι καλικάντζαροι δεν υπάρχουν και ότι απλά είναι επινόηση των πρώτων χριστιανών, που είχαν σκοπό, με αυτό τον τρόπο, να προκαλέσουν τη φρίκη και το δέος στους αβάφτιστους και στους αδιάλλακτους.
Απόδειξη αυτού είναι ότι οι Καλικάντζαροι εγκαταλείπουν τις στέγες των σπιτιών την παραμονή των Φώτων, που γίνεται ο μικρός αγιασμός. Με τον καιρό όμως οι Καλικάντζαροι έγιναν στη συνείδηση του λαού «χαριτωμένα δαιμονάκια», που δεν προκαλούν φρίκη. Δεν αφήνουν, όμως, ευκαιρία, που να μην πειράξουν τους ανθρώπους τις δώδεκα μέρες που κρατά η δράση τους.
Με τι τρέφοντα ι ;
Οι καλικαντζαραίοι τρέφονται κυρίως με τροφή ακάθαρτη όπως σκουλήκια, βατράχια, φίδια, ποντικοί κ.ά. εκτός από το Δωδεκαήμερο που επιλέγουν να φάνε τα γλυκά εδέσματα και το κρέας, τα οποία κλέβουν από τους ανθρώπους ή μέσα από τα σπίτια τους.
Τι κάνουν;
Όταν ανέβουν στην επιφάνεια το Δωδεκάμερο, κάνουν οτιδήποτε μπορείτε να φανταστείτε! Όντας χιλιάδες, διασκορπίζονται παντού! Όταν νυχτώσει, αρχίζουν να τριγυρίζουν στην εξοχή και στους μύλους, κατεβαίνουν στις κατοικημένες περιοχές μήπως και μπουν στα σπίτια. Αλίμονο σ’ όποιον συναντήσουν νυχτιάτικα! Δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί! Εμφανίζονται μπροστά του με διάφορες μορφές και προσπαθούν να τον τρομάξουν ή βλάψουν με όποιο τρόπο μπορούν. Τον τραβολογούν, τον πειράζουν, καβαλικεύουν στους ώμους του, χορεύουν ολόγυρά του κι άλλα πολλά. Μάλιστα λένε ότι αν σε συναντήσουν στο δρόμο, κάθονται στους ώμους σου και σε ρωτάνε:
«Στούππος ή μόλυβος». Αν απαντήσεις στούππος, γίνεσαι ελαφρύς και κάθεται πάνω σου μέχρι να τον μεταφέρεις σπίτι σου, όπου δεν πειράζει κανέναν και αφήνεται να τον δέσεις με σπαρτόβρουλο, ενώ αν απαντήσεις μόλυβος, ο καλικάντζαρος βαραίνει και μένει πάνω σου μέχρι να σε συντρίψει.
Λέγεται, επίσης, ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν. Κατ΄ άλλους τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ΄ άλλους παίρνουν τη μιλιά σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους. Χορεύουν και τραγουδούν, πάνε στους μύλους όπου πειράζουν τους μυλωνάδες, σκορπάνε το αλεύρι και τους αναγκάζουν να τους φτιάξουν πίτες. Κάποιες φορές είναι ευγνώμονες προς τους σπιτονοικοκύρηδες και τους στέλνουν προϊόντα απ’ τα οποία έχουν μεγάλη έλλειψη. Μανία τους να πειράζουν προπάντων τις κακόμοιρες τις γριές. Κατεβαίνουν στα σπίτια των ανθρώπων από την καπνοδόχο, γι’ αυτό και τα τζάκια είναι αναμμένα όλο το δωδεκαήμερο και έχουν πολύ φωτιά, γιατί τη φοβούνται πολύ. Εκτός από την καπνοδόχο, όμως έχουν την ικανότητα να μπορούν να μπουν από τις κλειδαρότρυπες ή από κάτω από τις πόρτες. Αν καταφέρουν να μπουν, αρχίζουν ν’ ανακατεύουν και να μπερδεύουν ό,τι βρουν μπροστά τους, προσπαθούν να μαγαρίσουν τα φαγητά τους, αρπάζουν ενδύματα, κάνουν ζημιές «βασανίζουν τις ακαμάτρες… γι΄ αυτό τα κορίτσια το 40ήμερο προσπαθούν να φτιάξουν όσο γίνεται πιο πολύ γνέμα» (Σάμος) ή σκορπούν το αλεύρι, τη τέφρα από το τζάκι τη «δωδεκαμερίτικη» ή «καλικαντζαρήσια» ή «τη στάχτη που δεν άκουσε το εν Ιορδάνη» και που θεωρείται ακατάλληλη για οποιαδήποτε χρήση. Επιπλέον, τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα. Για να τους διώξουν οι νοικοκυρές, λένε ότι τους κυνηγούν με πυρωμένα δαυλιά. Λέγεται, επίσης, πώς όταν ψήνουν οι νοικοκυρές τηγανήτες ή άλλα σκευάσματα στο τηγάνι από αλέυρι, οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στις καπνοδόχους και απλώνουν το χέρι τους ως κάτω στην εστία, γιατί έχουν την δυνατότητα να τεντώνουν τα άκρα τους όσο θέλουν, και ζητούν ή βουτούν ό,τι υπάρχει στο τηγάνι. Είναι πολύ ευκίνητοι, ανεβαίνουν στα δένδρα, πηδούν από στέγη σε στέγη σπάζοντας κεραμίδια, κάνοντας μεγάλη φασαρία. Και ότι βρουν απλωμένα τα ποδοπατούν! Σε μερικά μέρη λέγεται ότι τους καλικάντζαρους τους συνοδεύει η μάνα τους η «Καλικατζαρού» που τους «ορμηνεύει» τι να πειράξουν. Σε κάποια νησιά λένε οι καλικάντζαροι έρχονται με τις γυναίκες τους ή μόνο οι γυναίκες τους οι «καλικαντζαρίνες»! Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό, το οποίο είναι η αδυναμία τους, ειδικά το παστό του ( το λίπος ), ή λουκάνικα ή ξηροτήγανα! Είναι διχόγνωμα όντα και φιλόνικοι, καβγατζήδες, δίγνωμοι, ο ένας λέει ναι, ο άλλος όχι και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος μια δουλειά και όλα τα αφήνουν στη μέση. Όταν ξεκινάν να πάνε κάπου, ο ένας τρέχει, ο άλλος στέκει, μαλώνουν στο δρόμο και ποτέ δε φτάνουν εκεί που πάνε, ή φτάνουν παράκαιρα. Λόγω αυτών, πιστεύεται πώς αν και είναι κακοί και πονηροί, δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, παρόλο που αυτή είναι η μεγάλη τους επιθυμία. Το μόνο που κάνουν είναι να τους πειράζουν, να τους ενοχλούν ή να τους φοβίζουν, μιας και είναι μωροί και ευκολόπιστοι. Γι’ αυτό και οι γυναίκες ακόμα τους περιπαίζουν, τους βρίζουν και τους λένε σταχτοπόδηδες, σταχτιάδες, κατουρλήδες κ.λ.π. Μένουν έξω όλη νύχτα μέχρι και την αυγή. Για να καταλάβουν πότε είναι ώρα να φύγουν, μιας και πρέπει να μην υπάρχει αρκετό φως ακόμα, υπάρχουν τρία λαλήματα πετεινών που προειδοποιούν. Κατά το πρώτο λάλημα του πετεινού, ο οποίος είναι μαύρος, γιατί είναι ακόμη μεσάνυκτα, δε φεύγουν, κατά το δεύτερο , το οποίο είναι από κόκκινο πετεινό, γιατί αρχίζει να γλυκοχαράζει, ετοιμάζονται και κατά το τρίτο που λαλεί άσπρος πετεινός, γιατί ξημερώνει, αποχωρούν.
Καλικάντζαροι στην Ελλάδα
Κάθε περιοχή στην Ελλάδα έχει άλλη γνώμη για τους καλικάντζαρους σχετικά με την εμφάνισή τους, με το ποιος γίνεται και με το τι κάνουν, όμως παντού υπάρχουν ορισμένα κοινά στοιχεία.
Έτσι, στην Αντίσσα της Λέσβου λένε, πως οι Καλικάντζαροι έρχονται την πρώτη μέρα του Δωδεκάμερου, που είναι τα Χριστούγεννα. Όποιος πεθάνει και πάει στον άλλο κόσμο άψαλτος κι αλιβάνιστος, βρικολακιάζει και γίνεται Καλικάντζαρος. Γι’ αυτούς είναι δαίμονας με ανθρώπινη μορφή, μαύρος, με κόκκινα μάτια σαν τη φωτιά, στραβός και ασχημομούρης, στραβοκάνης με πόδια σαν του τράγου, χέρια αρκουδίσια, κι όλο του το κορμί μαλλιαρό. Άλλοι κουτσοί, στραβοκάνηδες, κι άλλοι στραβοί, αλλήθωροι. Άλλοι μονόματοι, κι άλλοι μονοπόδαροι. Άλλοι ψηλοί, κι άλλοι κοντοί. Είναι τα στοιχειά, που δώδεκα μήνες κρατά στην εξουσία του ο Χριστός και μας φυλάει από το κακό, και δώδεκα μέρες αφύλαχτα, γιατί τα νερά δεν είναι αγιασμένα, αλλά αβάφτιστα και τότες τα στοιχειά αμολημένα, πειράζουνε τους ζωντανούς.
Στην Κάρπαθο, οι μανάδες δένουν τη μέση των παιδιών τους, που είναι στις κούνιες, με «βάτους» τις χριστουγεννιάτικες μέρες, για να μην τους κάνουν κακό οι «Κάγοι», οι Καλικάντζαροι, που θα φύγουν απ’ τα σπίτια, όπως πιστεύουν, σαν περάσει η γιορτή του Άϊ-Γιάννη.
Στη Ρόδο, όποιο παιδί γεννηθεί ανήμερα τα Χριστούγεννα, το λένε«Κάο», Καλικάντζαρο. Λέγεται, λοιπόν, ότι οι «Κάηδες» σηκώνονται τη νύχτα απ’ το κρεβάτι τους το πρώτο δεκαήμερο, κι ασυναίσθητα γυρίζουν έξω. Για να μην αγριέψει όμως το παιδί, οι δικοί του φροντίζουν να του κάνουν το «μονομερίτικο» ρούχο. Φωνάζουν, δηλαδή, στο σπίτι τους γυναίκες που να λέγονται Μαρίες και τους δίνουν μία μπάλα μπαμπάκι. Αυτές το κλώθουν, το κάνουν νήμα, το υφαίνουν και ράβουν ένα ρούχο, που θα το φορέσει ο Κάος. Όλη αυτή η δουλειά πρέπει να γίνει μέσα σε μια μέρα, γι’ αυτό και το ρούχο λέγεται «μονομερίτικο».
Στη Θράκη πιστεύουν ότι οι Καλικάντζαροι συνηθίζουν να κατεβαίνουν τη νύχτα από το τζάκι και ν’ αρπάζουν τα λουκάνικα, κι ότι χορεύουν γύρω από τα πηγάδια, όπου, αν πάει κανείς, τον βάζουν με το στανιό, δηλαδή εξαναγκαστικά, να χορέψει μαζί τους.
Στην Κυνουρία χαράζουν με κάρβουνο σταυρούς στις πόρτες και στα παράθυρα, για να μην μπαίνουν μέσα οι«Λυκοκαντζάροι».
Στην Κύπρο πιστεύουν πως ο Καλικάντζαρος μπορεί να «αιχμαλωτιστεί», φτάνει ο άνθρωπος να τον δέσει από το πόδι με «μόλινο» (λινή κλωστή). Την τελευταία μέρα που θα φύγουν οι «Πλανήταροι» ή «Καραμάνοι», στην Κύπρο οι νοικοκυρές τους περιποιούνται, για να τους εξευμενίσουν. Τους ψήνουν «ξεροτήανα» (λουκουμάδες) με μπόλικο λάδι για να φάνε οι «Πλανήταροι που γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και χαιρετιούνται που θα φύγουν». Επειτα τα περιχύνουν με μέλι. Ολη η οικογένεια συγκεντρώνεται, τώρα, γύρω από το τηγάνι με το ζεστό λάδι που αχνίζει. Πρώτο, όμως, οι Καλικάντζαροι θ’ γευτούν τα ξεροτήανα, που η νοικοκυρά θα ρίξει στη στέγη του σπιτιού και θα λέει: «Τσιτσί, τσιτσί λουκάνικο, κομμάτι ξεροτήανο, ρίξε στους Καλικάντζαρους, να φάσιν και να φύουσιν». Στην Κύπρο τους φαντάζονται σαν κουβάρια. Καθώς σκύβουν οι άνθρωποι να τους πάρουν εκείνα αρχίζουν να τρέχουν. Λίγο πιο πέρα αλλάζουν μορφή και γίνονται γαϊδουράκια και γκαμήλες. Όταν ο άνθρωπος ξεγελιέται κι ανεβαίνει στην πλάτη τους, τότε αυτά ψηλώνουν σα βουνό και τον ρίχνουν κάτω.
Στη Λήμνο πιστεύουν πως ο Χριστός είπε στους ανθρώπους να φυλάγονται το Δωδεκαήμερο από τους Καλικάντζαρους.
Στην Κομοτηνή φοβούνται τόσο πολύ τους«Καρκατζέλ», όπως τους αποκαλούν, ώστε τη νύχτα δε σφυρίζουν ποτέ, για να μη μαζευτούν πολλοί μαζί και τους κάνουν κακό.
Στη Χίο, την παραμονή των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού φέρνει ένα μεγάλο ξύλο από τα χωράφια του και το βάζει μέσα στο σπίτι, στη μέση της κάμαρας. Το «χριστόξυλο», όπως το λένε, το ραίνουν καρύδια κι αμύγδαλα, που μαζεύουν τα παιδιά και τα τρώνε. Κατόπι η νοικοκυρά παίρνει το κούτσουρο και το βάζει στο τζάκι, όπου θα καίγεται συνέχεια όλο το Δωδεκαήμερο. Οταν περάσει το Δωδεκαήμερο θα μαζέψουν τη στάχτη και θα τη ρίξουν στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, για να προστατεύεται από τα «δαιμόνια», που αυτές τις μέρες ανεβαίνουν απ’ τα βάθη της Γης και πειράζουν τους ανθρώπους.
Σε πολλά χωριά, στην Πελοπόννησο, από τη μέρα των Χριστουγέννων ζωγραφίζουν σ’ όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού ένα σταυρό με κάρβουνο, για να μην μπουν οι Καλικάντζαροι και για να τους διώξουν.
Τέλος, στα Επτάνησα πιστεύουν ότι τα «Λυκοτσαρδά» ή«Παγανά» είναι αόρατες δυνάμεις που μπορούν να κάνουν χιλιάδες κακά. Είναι τα κακοποιά σύνεργα του σκότους και των ποταμίσιων νερών, που παρουσιάζονται με το πρώτο άστρο των Χριστουγέννων, κι εξασφαλίζονται με το αγίασμα των νερών, τα Φώτα.
Καλικάντζαροι και Ονομασία
Με την πάροδο του χρόνου ο λαός έδωσε στους καλικαντζάρους κι άλλα ονόματα, αναλόγως με τις σκανταλιές που έκαναν και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Τα ονόματα αυτά είναι ως επί το πλείστον λέξεις σύνθετες και αστείες. Έτσι έχουμε:
• Τον καλικάντζαρο Μαλαγάνα. Αυτός θέλει πολύ προσοχή γιατί ξεγελάει τα παιδιά με γλυκόλογα και έτσι καταφέρνει να τους παίρνει τα γλυκά .
• Τον καλικάντζαρο Τρικλοπόδη. Ο Τρικλοπόδης έχει χταποδίσιο χέρι που το χώνει παντού και σκουντουφλάνε πάνω του οι άνθρωποι . Του αρέσει πολύ να μπερδεύει τις κλωστές από το πλεχτό της γιαγιάς.
• Τον καλικάντζαρο Πλανήταρο, ο οποίος ονομάστηκε έτσι, γιατί πλανεύει τους ανθρώπους, αφού μπορεί και μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε κουβάρι.
• Τον καλικάντζαρο Μαλαπέρδα. Του Μαλαπέρδα του αρέσει να κατουράει και στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται . Γι’ αυτό όσες νοικοκυρές τον ξέρουν φροντίζουν να κλείνουν καλά το καπάκι της κατσαρόλας τους.
• Τον καλικάντζαρο Μαγάρα. Αυτός έχει μια κοιλιά σαν τούμπανο και αφήνει βρομερά αέρια πάνω στα φαγητά των ανθρώπων .
• Τον καλικάντζαρο Βατρακούκο. Ο Βατρακούκος είναι θεόρατος και το ονομά του το πήρε από την όψη του η οποία είναι όμοια με βατράχου.
• Τον καλικάντζαρο Καταχάνα. Ο Καταχανάς τρώει διαρκώς και τα πάντα . Ρεύεται και βρομάει απαίσια .
• Τον καλικάντζαρο Περίδρομο. Ο οποίος είναι, σαν τον Καταχανά, φαταούλας.
• Τον καλικάντζαρο Κουλοχέρι. Το όνομα του το πήρε από την εμφάνιση του. Είναι σαραβαλιασμένος , μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ , κι όλο μπερδεύεται και πέφτει κάτω.
• Τον καλικάντζαρο Παρωρίτη. Ο Παρωρίτης έχει μύτη σαν προβοσκίδα και πολύ μαλακή . Εμφανίζεται λίγη ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός , αξημέρωτα , κι έχει μανία να παίρνει τις φωνές των ανθρώπων .
• Τον καλικάντζαρο Γούρλο. Ο οποίος πήρε το όνομα του από τα μάτια του που είναι τεράστια σαν αυγά και πεταμένα έξω. Φυσικά δεν του ξεφεύγει τίποτα!
• Τον καλικάντζαρο Κοψομεσίτη. Αυτός είναι κουτσός και καμπούρης, ενώ πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους, του αρέσουν οι τηγανίτες με το μέλι .
• Τον καλικάντζαρο Στραβολαίμη. Του οποίου το χαρακτηριστικό του είναι ότι στριφογυρνάει διαρκώς σα σβούρα το κεφάλι του.
• Τον καλικάντζαρο Κοψαχείλη. Ο Κοψαχείλης έχει τεράστια δόντια τα οποία κρέμονται έξω από τα χείλη του. Του αρέσει να κοροϊδεύει τους παπάδες και γι’ αυτό φορά συνήθως ένα ψεύτικο καλυμμαύκι .
• Τον καλικάντζαρο Κωλοβελονή. Ο Κωλοβελόνης είναι μακρύς σαν μακαρόνι κι έτσι μπορεί εύκολα να περνάει από τις κλειδαρότρυπες κι από τις τρύπες του κόσκινου . Είναι ιδιαίτερα σβέλτος και γρήγορος στις κινήσεις του . Λένε πως ίσως ο Κωλοβελόνης να έχει ουρά που καταλήγει σε βέλος . Λέγεται πώς είναι ο αρχηγός τους.
• Τον καλικάντζαρο Μαντρακούκο. Αυτός εκτός από Μαντρακούκος, αποκαλείτε αλλιώς και Πρώτος ή Κουτσός και είναι ο αρχικαλικάντζαρος. Την ημέρα κρύβεται στις μάντρες και τη νύχτα βγαίνει και πειράζει τις γυναίκες που περπατούν στο δρόμο . Είναι κοντόχοντρος , τραγοπόδαρος , καραφλός , ασχημομούρης πιο πολύ απ’ τους άλλους και πολύ επικίνδυνος. Κι αυτός λένε πώς είναι αρχηγός τους.
• Τον καλικάντζαρο Παγανό. Πάλι κι αυτός αποκαλείτε εκτός με αυτό το όνομα, Πρώτος ή Μεγάλος. Η αφεντιά του είναι κουτσός . Η ιστορία λέει ότι τον κούτσανε μια κλωτσιά από το γαϊδούρι της Μάρως , μιας χωριατοπούλας που την κυνηγούσε κάποτε ο Παγανός για να την κάνει γυναίκα του , αλλά αυτή κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι που είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι της και κατάφερε να του ξεφύγει . Ο Παγανός έτρεξε μανιασμένος κοντά στο γαϊδούρι και την έψαχνε . Το ζωντανό τότε τρόμαξε τόσο πολύ που άρχισε να κλωτσάει . Μια τέτοια δυνατή φαίνεται πως έφαγε ο Παγανός και σακατεύτηκε . Ο Παγανός λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες . Φοβάται όμως πιο πολύ απ’ όλους τους Καλικάντζαρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του δωδεκαημέρου . Ρίχνουν μάλιστα και αλάτι που κάνει θόρυβο όταν πέσει στη φωτιά , για να τον τρομάξουν ακόμα περισσότερο.
• Τέλος, έχουμε τον καλικάντζαρο Κατσικοπόδαρο, αλλιώς ή Κατσιποδιάρης ή Μέγας Καλικάντζαρος. Η μεγαλειότητά του είναι φαλακρός και κασιδιάρης κι έχει ένα κατσικίσιο ποδάρι . Είναι κακορίζικος , ελεεινός, γρουσούζης και όπου βάλει το κατσικίσιο του ποδάρι φέρνει καταστροφή .
Τρόποι αποφυγής
Ο άνθρωπος, όπως για όλα τα κακά, έτσι και γι’ αυτό προσπάθησε να βρει μια λύση. Εφηύρε, λοιπόν, πολλούς τρόπους για να διώξει τους καλικαντζαραίους και είναι οι εξής:
• Οι καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά, επομένως όταν έχουμε αναμμένο το τζάκι, δεν μπαίνουν από την καπνοδόχο.
• Άλλος ένας τρόπος είναι το κόσκινο, το οποίο τοποθετείται είτε στο τζάκι είτε πίσω από την πόρτα και καθυστερεί τον καλικάντζαρο, διότι εκείνος αρχίζει να μετρά τις τρύπες μέχρι την αυγή, οπότε και αναγκάζεται να φύγει.
• Ο αγιασμός είναι άλλο ένα αποτρεπτικό μέσο! Οι καλικάντζαροι τον φοβούνται πολύ, γι’ αυτό και φεύγουν στα Φώτα όπως κι όταν ραντισθεί το μέρος με αγιασμό.
• Κάτι άλλο που δεν μπορούν να αντέξουν είναι η θέα αναμμένου κεριού από τον Επιτάφιο.
• Το σημείο του Σταυρού στη πόρτα, στα παράθυρα, στις καμινάδες, τους στάβλους και στα αγγεία λαδιού και κρασιού θεωρείται ότι τους διώχνει.
• Επίσης, φοβούνται τα καμμένα ξύλα, δαυλιά και κούτσουρα.
• Η απαγγελία του “Πάτερ ημών” τρεις φορές λένε ότι λειτουργεί και αυτό ως αποτρεπτικό μέσο, αφού το απεχθάνονται.
• Επιπλεόν, το κάπνισμα με δυσώδεις ουσίες (παλιοτσάρουχου), η εμφανή επίδειξη χοιρινού οστού, τα περίαπτα (χαϊμαλιά, φυλαχτά) πίσω από τη πόρτα, το μαυρομάνικο μαχαίρι (αθαμέ) και το αναμμένο δαυλί τους διώχνουν.
• Άλλοι τρόποι είναι να κρεμάσουμε το κατωσάγωνο ενός χοίρου στην καπνοδόχο, να κάψουμε αλάτι ή ένα παλιοπάπουτσο στη φωτιά κι ο καπνός κι οι κρότοι απ’ το αλάτι θα τους διώξουν μακριά.
• Άλλοι δένουν στο χερούλι της πόρτας μια τούφα λινάρι. Ώσπου να μετρήσει ο καλικάντζαρος τις ίνες του λιναριού, αφού είναι μωρός και ανόητος, έφτασε το ξημέρωμα κι όπου φύγει-φύγει.
• Παλιά, οι νυκοκυραίοι που ζούσαν στα χωριά, σκέπαζαν το χοιρινό, το αγαπημένο τους κρέας, με σπαράγγια. Το σπαράγγι όταν είναι ακόμα φρέσκο, είναι πολύ νόστιμο και τρώγεται, όταν όμως παλιώσει γίνεται πολύ σκληρός αγκαθωτός θάμνος. Έτσι σκέπαζαν με αυτό, εκτός από το χοιρινό και τα λουκάνικα, καθώς επίσης και οτιδήποτε άλλο είχε σαν πρώτη ύλη το χοιρινό, ώστε να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι.
• Ένα ακόμα όπλο εναντίων των καλικαντζάρων είναι το λιβάνι. Το σιχαίνονται και γι’ αυτό οι νοικοκυρές θυμιατίζουν το σπίτι κάθε απόγευμα και αφήνουν το θυμιατήρι να λιβανίζει δίπλα στο τζάκι καθ΄ όλη τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου.
• Τέλος, υπάρχουν και φυτά που διώχνουν τους καλικάντζαρους και ταυτόχρονα φέρνουν καλή τύχη για τον καινούργιο χρόνο. Ένα τέτοιο φυτό, που βάζουμε ακόμα και σήμερα στα σπίτια μας τέτοιες μέρες είναι η κρεμμύδα. Η Χρυσοβασιλίτσα, όπως αλλιώς τη λένε, ακόμα και ξεχασμένη σε κάποια γωνιά του σπιτιού, βγάζει φύλλα τέτοια εποχή, και ξαναρχίζει τον κύκλο της ζωής της. Σαν το φως που ξαναγεννιέται στο χειμερινό ηλιοστάσιο, μας εύχεται καλές γιορτές και υγεία για την καινούργια χρονιά.
Ιστορίες με καλικάντζαρους
Υπάρχουν πολλές ιστορίες με τα καμώματά τους και με τον τρόπο που οι άνθρωποι κατάφεραν να τους ξεφύγουν. Θα σας αναφέρω δύο χαρακτηριστικές ιστορίες από την Εύβοια:
Το γνέμα
“Ένα κορίτσι έγνεσε μαλλί, το ‘βαψε και τ’ άπλωσε να στεγνώσει. Λησμόνησε, όμως, να το μαζέψει προτού νυχτώσει, και, την άλλη μέρα που ξημέρωνε Χριστούγεννα, το γνέμα της δεν ήταν πουθενά.
Κάθισε κι έκλαιγε, γιατί ήτανε πολύ φτωχούλα και δεν είχε άλλο μαλλί. Μια γειτόνισσα τότε της
λέει:
- Ήρθανε ψες οι καλικάντζαροι. Αυτοί θα το πήραν.
- Τι να κάνω;
- Θα σου πω εγώ τι θα κάνεις. Τη νύχτα, να κοντεύει η αυγή όμως, θα ξεντυθείς τα ρούχα σου, θα ρίξεις πάνω σου μια προβιά και θα βγεις να βρεις τους καλικάντζαρους.
- Έτσι, με την προβιά;
- Έτσι, με την προβιά. Για να σε νομίσουν ξωτικό. Ενώ, άμα σε δουν με ρούχα ανθρωπινά, θα σε βασανίσουν και θα σου πάρουν τη μιλιά.
- Καλά, λέει το κορίτσι. Και τι θα τους πω;
- Θα σε τραβήξουν στο χορό και συ, χορεύοντας, θα τους ρωτάς πού ‘χουν κρυμμένο το γνέμα σου. Κι αυτοί, χορεύοντας, θ’ αποκρίνονται. Ένα γύρο, δυο γύρους, θα ξημερώσει, θα γλιτώσεις.
- Έτσι θα κάνω, είπε το κορίτσι.
- Να προσέξεις μόνο, να ‘ναι κοντά η αυγή, αλλιώς, απ’ το χορό θα σκάσεις!
Η φτωχούλα, όμως, από τη βιάση της βγήκε, ενώ ακόμα δεν είχαν περάσει ούτε τα μεσάνυχτα! Οι καλικάντζαροι την είδαν και την τράβηξαν στο χορό. Κι η κοπέλα, καθώς χόρευε, τραγουδούσε κι έλεγε:
- Το γνέμα, το γνέμα, τι το κάνατε;
Και οι καλικάντζαροι απαντούσαν, τραγουδώντας:
- Στης κυδωνιάς τη ρίζα, εκεί το χώσαμε.
Σαν έμαθε πού είχαν κρυμμένο το γνέμα της, η κοπέλα ήθελε να φύγει. Αλλά πού να την αφήσουν!..
- Χόρευε, νύφη, χόρευε! στρίγκλιζαν και την τραβολογούσαν.
Τότε κι εκείνη δεν τα ‘χασε. Και τους λέει:
- Ετσι χορεύει η νύφη;
- Αμ, πώς χορεύει η νύφη; λεν εκείνοι.
- Θέλει φουστάνι κεντητό με δαντέλα στο λαιμό.
Αμέσως οι καλικάντζαροι γίνανε άφαντοι. Αλλά, προτού προφτάσει να τους φύγει, νάτοι και ξανάρχονται μ’ ένα ωραίο φουστάνι και της λεν:
- Έλα νύφη, να χορέψουμε!
- Έτσι χορεύει η νύφη; λέει πάλι αυτή.
- Αμ, πώς χορεύει η νύφη;
- Θέλει ζώνη χρυσή και μαλαματοκαπνιστή.
Τρέχουν πάλι να της φέρουν τη ζώνη.
Και, για να μην πολυλογούμε, έτσι τους έστειλε πολλές φορές, ζητώντας ό,τι πιο δύσκολο έβαζε ο νους της, κι αυτοί πηγαίναν και της το φέρναν. Στο τέλος, τους ζήτησε γάντια κεντητά. Οι καλικάντζαροι άργησαν να γυρίσουν, γιατί δεν ήταν εύκολο να βρουν γάντια, κι, όταν τα βρήκαν, κόντευε να φέξει. Πάνω που τα ‘φερναν, λάλησε ο κόκορας.
Φεύγετε να φεύγουμε
χαθείτε να χαθούμε
με τ’ άστρο της ανατολής
να μη συναντηθούμε!
Βάλανε τις στριγκλιές οι καλικάντζαροι, κι έτρεξαν να κρυφτούν μην τους προλάβει το φως του ήλιου.
Κι η φτωχούλα γλίτωσε και γύρισε στο σπιτάκι της με όλα τα χαρίσματα, κι ύστερα έσκαψε στη ρίζα της κυδωνιάς και βρήκε και το γνέμα της”. Με την πονηριά λοιπόν βλέπουμε την φτωχούλα να γλιτώνει από τον ανελέητο χορό των καλικαντζάρων. Κάπως έτσι γλιτώνει και η κοπέλα στην επόμενη ιστορία:
Τα σκαλίμπια του μύλου
“Μια φορά, παραμονή των Χριστουγέννων, μια φτωχούλα νυχτώθηκε στο μύλο. Είχε πάει ν’ αλέσει το σταράκι της, πέρασε η ώρα και την απαντήσανε σκαλίμπια ( καλικάντζαροι ).
- Συφορά μου! Τώρα ήρθε η ώρα μου! λέει. Αφήστε με, κι εγώ θα σας δώσω το αλεύρι μου.
- Να σ’ αφήσουμε δε σ’ αφήνουμε, της λένε. Αφού είσαι άνθρωπος, θα σε παιδέψουμε. Θα σου βάλουμε ένα ερώτημα. Άμα το ξέρεις, καλά. Άμα δεν το ξέρεις όμως, θα σε πάρουμε μαζί μας.
- Πέστε το, λέει αυτή. Τι έχω να χάσω; Έτσι κι έτσι, χαμένη είμαι.
- Ένας λόγος, τι λόγος είναι;
- Ένας είναι ο Θεός.
- Δυο λόγια, τι λόγια είναι;
- Δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο Θεός.
- Τρία λόγια, τι λόγια είναι;
- Τρία πόδια η δροστιά (πυροστιά, σιδερένιο στήριγμα για τον τέντζερη στο τζάκι), δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο Θεός.
- Τέσσερα λόγια, τι λόγια είναι;
- Τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Πέντε λόγια, τι λόγια είναι;
- Πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Έξι λόγια, τι λόγια είναι;
- Έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
Εφτά λόγια, τι λόγια είναι;
Εφταπάρθενος χορός (ο αστερισμός “Μεγάλη Αρκτος” ), έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Οχτώ λόγια, τι λόγια είναι;
- Οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Εννιά λόγια, τι λόγια είναι;
- Εννιά μήνους το παιδί, οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Δέκα λόγια, τι λόγια είναι;
- Δέκα μήνους το γελάδι, εννιά μήνους το παιδί, οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Έντεκα λόγια, τι λόγια είναι;
Εντεκα μήνους το μουλάρι, δέκα μήνους το γελάδι, εννιά μήνους το παιδί, οχταπόδι του γιαλού, εφταπάρθενος χορός, έξι αστέρια σέρνει η Πούλια, πέντε δάχτυλα η χείρα, τέσσεροι τροχοί το κάρο, τρία πόδια η δροστιά, δίκερο είναι το βόδι, ένας είναι ο θεός.
- Δώδεκα λόγια, τι λόγια είναι;
- Δώδεκα μήνους έχει ο χρόνος και δεκατρείς δεν έχει!
Όταν τ’ άκουσαν όλ’ αυτά, τα σκαλίμπια απ’ το κακό τους σκάσανε κι η κοπέλα γύρισε στο σπίτι της”.
Η ώρα της αναχώρησης
Τελικά, έρχεται η μέρα των Φώτων οπότε και οι καλικάντζαροι αποχωρούν, αφού γίνεται ο Μεγάλος Αγιασμός των υδάτων και τα σπίτια αγιάζονται και αυτά. Πασίγνωστη είναι η δοξασία όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν (κατέρχονται στη γη) κατά τον αγιασμό των οικιών που φωνάζουν σε τροχαίο ρυθμό:
«Φεύγετε να φεύγωμε
γιατί έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
Μας άγιασε μας έβρεξε
και μας, μας εκατέκαψε!» ή «και θα μας μαγαρίσει»
Υπάρχει βέβαια και μια παραλλαγή αυτής της δοξασίας που λένε:
«Φεύγετε να φεύγωμε
γιατί έρχεται ο τρελόπαπας
με την αγιαστούρα του
Ο παπάς με αγιασμό
οι χωριανοί με το “θερμό”»
Από τη παραμονή και ανήμερα των Φώτων πραγματοποιείται καθαρμός των χωριών των οικιών και της υπαίθρου με φωτιές υπαίθριες. Με την αναχώρηση των καλικάντζαρων την ημέρα των Φώτων, η στάχτη από το τζάκι μαζεύεται και το τζάκι καθαρίζεται. Η στάχτη πετιέται σε μέρος που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κανένα λόγο (αλυσίβα, λίπασμα κ.λ.π.). Επίσης, καθαρίζονται και οι κοπριές των ζώων από τα κατώγια και οι άνθρωποι πλένονται, το εικονοστάσι καθαρίζεται, αλλάζει το νερό στο καντήλι κ.λ.π. γιατί οι σταχτοπάτηδες πέρα από τα προβλήματα που έχουν προξενήσει στους νοικοκυραίους έχουν μαγαρίσει και όλους τους χώρους. Και κάπου εδώ η ιστορία των καλικαντζαραίων φτάνει στο τέλος της!
ΠΗΓΗ
aneksigita-fainomena
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Δοκιμαστικές πτήσεις για το 787
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ