2013-03-23 19:51:04
Φωτογραφία για Βαρδάρης...
Γράφει ο Μήτσος ο Τούφας

Το οποίον λυσσομανούσε όλη νύχτα ο Βαρδάρης κι άστραψε η μέρα πεντακάθαρη στην πόλη.

Είχα την ελπίς ότι θάπαιρνε μαζί του ωσάν το νέφος, ότι μας τυραγνεί και μας στενοχωράει. Κάτι απ τη μιζέρια της καθημερινότης μας ρε αδελφέ. Μάταια. Όλα είναι δω ίδια κι απαράλλακτα, ανάθεμά τα . Το ίδιο γκρίζα κι άσχημα, το ίδιο αποπνικτικά.

Θα σε πω μια μικρή ιστορία, αδελφέ Παμεινώντα. Ένεκα Βαρδάρη. Έτσι σαν παραμύθι. Σαν μικρό θάμα. Απ αυτά μικρά θάματα που γένονται καθημερνώς δίπλα μας ,κάτω απ τη μύτη μας και που δεν τα παίρνουμε πρέφα ίσως γιατί δεν θέλουμε, ίσως για δεν μπορούμε. Ίσως πάλι γιατί δεν είναι τόσο σημαντικά για να γενούν δημόσια. Γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν ιδιωτικά, στην από μέσα δηλαδής κι ούτε μαθαίνουμε ποτέ, αν , πως και πόσο μας επηρέασαν.

Ο Γρηγόρης το λοιπόν ήτο πενηνταπεντάρης , εργαζόμενος σε παρακείμενο βενζινάδικο στην Β
. Όλγας. Βάρδια νυχτερινή . Ήταν λίγο πετσικαρισμένος ο καημένος από ένα σοβαρό ατύχημα που είχε στην προηγούμενη δουλειά του στα καράβια. Έκατσε μήνους τέσσερις σε αφασία κι όταν σηκώθηκε εις τους πόδας του , το κατραπάκι στην κεφαλή του τούχε αφήκει ένα κουσούρι στο περπατησιό , ένα τσαλάκωμα στο δόξα Πατρί κι ένα ελαφρύ ψεύδισμα στην ομιλία. Κατά τα άλλα με το χτύπημα δεν επανήλθε. Ήταν το ίδιο φαφλατάς , εγωιστής και πουτανιάρης όσο και πριν. Με την ίδια βουλιμική διάθεση για ζωή .

Βάρδα να μην σε στρίμωχνε να πούμε και την ανθιζότανε πως δεν σε πείραζε ν ακούς ιστορίες ατελείωτες για ταξίδια , μπουζούκια, γκομενιλίκια και τσαμπουκάδες .Τι αλήθεια τι ψέμα , θεός κι η ψυχή του. Συνήθως την πλήρωνε ο Τιμάριθμος , ο μόνιμος θαμώνας του παραδίπλα άθλιου καφενείου, τρόφιμος περιοδικώς του ψυχιατρείου, λάτρης του αλκοόλ και πιθανώς βαρήκοος, κονομίσας δε το παρατσούκλι τούτο λόγω ύψους ,περί τα δυο μέτρα και βάρους ,καμιά εξηνταριά κιλά σούμα όλα μαζί ρούχα , παπούτσια και μυαλά . Την πάτησα κι εγώ ο ξύπνιος κάποιες φορές που έτυχε να περάσω να τον δω ,γειτονάκι κατά Τούμπα μεριά και φίλος γαρ, και με πήρε αμπάριζα ως το πρωί στριμωγμένο ανάμεσα σε ουίσκι και ακατάσχετο, λακρεντί. Αποχωρών δε κατά τας πρωίας όταν η κεκλοφορία γένεται πυκνή, μ ένα κεφάλι ίσα με το Λευκό τον Πύργο, είχα την ευτυχία να με περιμένει στο δόχι το Δεσποινάκι για να με πει τα συχαρίκια. "'Που γύρναγες βρε χριστιανέ μου όλη νύχτα και βρωμοκοπάς ουίσκια ? Αμ θα στα κόψω εγώ αυτά τα τερτίπια και μπλα, μπλα, μπλα και δος του η μουρμούρα σύγνεφο. Οι νυχτερινές περιπλανήσεις στους αχανείς ορίζοντες των ανδραγαθιών του Γρηγόρη κόστιζαν ακριβά τελικώς.

Είχε κι ένα Οπελ Ασκόνα, μπλένιο, ο Θεός να το κάνει, εικοσιπενταετίας που το κρατούσε με νύχια και με δόντια απ την κατάρρευση. Ήταν έλεγε ο αχώριστος φίλος του την εποχή της ένδοξου κραιπάλης και αρνιόταν σθεναρώς να το αλλάξει τώρα που ξέπεσε στη νυχτερινή βάρδια διανυκτερεύοντος βενζινάδικου να πούμε.

Παντρεμένος ,τέκνα δύο, με το σπίτι του να βγάζει νερό ,αν με εννοείς. Απών για έτη και έτη θαλασσοδερνόμενος . Για τη γυναίκα του ήτο ένα μηνιαίο τσεκ και για τα παιδιά του μια φωτογραφία ανάμεσα σε σποραδικές επισκέψεις. Ξένοι ούλοι αναμεταξύ των .Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν κάνοντας την ανάγκη της συμβίωσης υπεμονή, ανεχόταν ο ένας τον άλλο , κι αυτό όχι πολύ , μη έχοντας και τι άλλο να κάνουσι.

Η Ρόζυ, καλλιτεχνικόν ψευδώνυμον της Θωμαής, εκ χωρίου όξω απ την Καβάλα, διέμενε σε μια πάροδο της Β. Όλγας, διαμέρισμα ημιυπόγειο ενοικιασθέν φτηνά ,εξυπηρετόν ενίοτε και την εργασίαν της. Ποτάνα στα νιάτα της ,τώρα λίγο πριν τα πενήντα ξεπεσμένη και φτωχή, επιβίωνε βασικά πλένοντας σκάλες και με καμιά ζούλα βίζιτα του σκοτωμού για τα περί τα έξτρα έξοδα. Κάπως έτσι γνωρίστηκε με τον Γρηγόρη , δια μέσου του περιπτερά της γωνίας ,ενός πονηρεμένου τρελόγερου που της εξαργύρωνε με μια πίπα, δυο πακέτα Μάλμπορο, μαλακό περικαλώ, και που εννοούσε να το παίζει και νταβάς της πράγμα που έκανε να σκάσει στα γέλια όχι μόνο ο Τιμάριθμος σαν τόμαθε, αλλά και καμιά κατοστή αστυνόμοι απ τα παραδίπλα συνεργεία τους .

Έτσι το λοιπόν και σιγά σιγά και κάθε βράδυ κατά τις δέκα πούπιανε βάρδια ο Γρηγόρης, η Ρόζυ κουβαλώντας τα απαραίτητα συμπράγκαλα, τράπουλα, φραπέδες, τσιγάρα, ξηροκάρπια και κάτι για κολατσιό, την άραζε μέσα στο κουβούκλιο του βενζινάδικου κάνοντας παρέα στον μόρτη ως τα χαράματα.

Οποία κατάστασις. Ένας άλλος κόσμος . Ένα νησί αποκομμένο απ ούλα. Εκεί ανάμεσα στις φιγούρες της τράπουλας ,οι ματιές άναβαν φωτιές . Οι κουβέντες λίγες , τα αγγίγματα πολλά ,σαν παιδιά , σαν έφηβοι . Ντροπαλά. Ντεμέκ τυχαία. Κι ούτε που τους ένοιαζε τίποτις . Ας κόρναραν οι πελάτες, ας ξέρασε ένας κρεπαλιασμένος ξενύχτης μπρος την πόρτα τους , ας χάζευε βαριεστημένα ο φύλακας της παρακείμενης σκοπιάς το νταραβέρι τους , ας κατασκόπευε ο αντίζηλος περιπτεράς μέσα απ την χαραμάδα του διανυκτερεύοντας κατεστήματός του . Το βουητό της πόλης κι ο ήχος της λεωφόρου, μια σονάτα κάτω απ το φεγγάρι που έσκαζε πάνω απ το ερειπωμένο νεοκλασικό της απέναντι γωνίας. Ήταν ευτυχισμένος όταν της έπιανε το χέρι. Κι η Ρόζυ γελούσε . Είχε πολλά χρόνια να το κάνει. Τράβαγε τα μαλλιά της πίσω , είχε επίσης να το κάνει από τότε που της χαράκωσε τη βιτρίνα ο Φανής απ τα Γιαννιτσά, ένας παλιός της νταβάς . Κι άρχεψαν να ζουν για τη νύχτα τους . Κάθε βράδυ, Δέκα με έξι. Δίπλα στη κεντρική λεωφόρο. Κάτω απ τη μύτη της πόλης . Ήσυχα. Όμορφα. Ορκίζομαι πως τους είδα σ ένα βαγόνι απ το παλιό τραμ του Ντεπό, καθισμένοι οι δυο τους να πετάνε πάνω απ την πόλη μια νύχτα μαγιάτικη με τις μυρουδιές απ το γιασεμί, την θαλασσινή αύρα στα μαλλιά τους και έναν τροχόμπατσο να τους κάνει σήμα να περάσουν, να φύγουν , να χαθούν. Τους είδα κι ένα άλλο βράδυ. Με την Ασκόνα φορτωμένη ως τα μπούνια, να φουλάρει. Έτοιμοι να ξανοιχτούν στο άγνωστο.

Την κάνουμε....μου είπε. Καλό ταξίδι ευχήθηκα κι ούτε έμαθα ξανά ,ούτε άκουσα ποτέ τίποτε γι αυτούς . Και λύσσαγε ο Βαρδάρης καλή ώρα... ΥΓ. Η ιστορία τυγχάνει φανταστικόν τουρλομπούκι. Πάσα ομοιότης με πράγματα και καταστάσεις είναι τυχαία....να πούμε..
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ