2012-04-01 18:31:13
Ήταν κάποτε σε κάποια μακρινή χώρα κάποιος πολίτης της που ήθελε να δουλέψει σαν ταξιτζής και πίστευε πως το δικαίωμα στην δουλειά ήταν αναφαίρετο δικαίωμά του, τουλάχιστον έτσι του είχαν μάθει στο σχολείο.
Επειδή όμως το επάγγελμα αυτό απαιτούσε πέρα από ένα αυτοκίνητο και κάποια άδεια όπως πρέπει να γίνεται με όλα τα επαγγέλματα, διαπίστωσε ότι αυτή η άδεια δεν ήταν δυνατό ν αποκτηθεί απ τον ίδιο γιατί ήταν πανάκριβη...εκείνη την εποχή του ζητούσαν 200.000 ευρω που φυσικά ο ίδιος δεν διέθετε μιας και ήταν άνεργος...αλλά στους «ειδικούς» που απευθύνθηκε τον καθησύχασαν.
«Μη φοβάσαι φίλε μου του είπε κάποιος απ τους ειδικούς, αν έχεις ένα σπιτάκι το βάζεις υποθήκη στην τράπεζα, η τράπεζα σου δίνει ένα επισκευαστικό δάνειο κι εσύ θα μπορείς να πάρεις την άδεια, εγώ τα λεφτά μου που θα σου την πουλήσω και η τράπεζα φυσικά τους τόκους της».
Ο πολίτης όμως δεν είχε σπιτάκι κι έτσι κατάλαβε ότι σαν «ιδιοκτήτης» της άδειας δεν θα μπορούσε να δουλέψει ταξί όμως δεν απογοητεύτηκε γιατί του είπαν ότι μπορεί να δουλέψει και σαν οδηγός ταξί!
Η χαρά του και η ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο που του πρωτοείπε κάτι τέτοιο είναι κάτι που δεν μπορεί να το ξεχάσει μέχρι και σήμερα.
Έτσι ανέμελα βρήκε μια σχετική αγγελία στην εφημερίδα και πήγε να πιάσει δουλειά.
Εκεί με έκπληξή του διαπίστωσε απ τον ιδιοκτήτη του ταξί που κατά τα άλλα ήταν ένας συμπαθέστατος γέρος συνταξιούχος, ότι θα έπρεπε να τον πληρώσει για να εργαστεί στο ταξί που ο γεράκος είχε, 40 ευρώ το 12ωρο και επι πλέον θα έπρεπε να του δίνει και τα ένσημά του 17 ευρώ ανα μέρα και τέλος οπωσδήποτε θα έπρεπε να παραδίδει στο τέλος της βάρδιας του το αυτοκίνητο γεμάτο πετρέλαιο...α! Και για να είμαστε δίκαιοι τα σερβις του αυτοκινήτου δια του τρία έτσι;(λέω τρία γιατί ας μην ξεχνάμε ότι το 24 ωρο έχει δύο 12ωρες βάρδιες άρα άλλος ένα οδηγός θα δο! ύλευε το εναπομείναν 12ωρο). Α όλα κι όλα...γιατί του γεράκου του άρεσε πάνω απ όλα η δικαιοσύνη και ήταν καλός χριστιανός.
Στην πορεία συνειδητοποίησε ότι δυστυχώς αυτά που απαιτούσε ο γεράκος δεν τα βγαζε σε είσπραξη στο 12ωρο ή αν τα έβγαζε, σίγουρα ότι περίσσευε δεν ήταν αρκετό για εκείνον για να ζήσει σαν άνθρωπος. Έτσι αναγκάστηκε πολλές φορές να σκαρφιστεί κόλπα για να τα αυξήσει, όπως το να βάζει δυό και τρεις πελάτες στο ταξί, να επιλέγει ποιούς πελάτες τον εξυπηρετούσαν καλύτερα στις διαδρομές που αυτός πίστευε ότι θα αποκόμιζε περισσότερα, πολλές φορές μάλιστα και ιδίως αν επρόκειτο για κανένα τουρίστα... ε «τσιμπούσε» λίγο το κόμιστρο για να βγάλε! ι και το κάτι έξτρα παραπάνω.
Έτσι όλα κυλούσαν καλά, ο ίδιος έβγαζε αξιοπρεπές μεροκάματο, ο γεράκος ήταν ευτυχισμένος γιατί αποδείχθηκε «σοφός» με την επένδυση που είχε κάνει στα νιάτα του και μπορούσε με άνεση, άκοπα και χωρίς να πληρώνει τίποτα πουθενά για χρόνια, να μεγαλώσει τα παιδιά του, να τα σπουδάσει, να χτίσει τρεις πολυκατοικίες και δυό εξοχικά κι άλλα πολλά, ο «ειδικός» που είχε πουλήσει την άδεια στο γεράκο να έχει πάρει ήδη τα λεφτά του και η τράπεζα το κεφάλαιο που δάνεισε μα φυσικά και τους τόκους της.
Υπήρχαν βέβαια άλλοι πολίτες που είχαν σπιτάκι και τα «κατάφεραν» να αποκτήσουν την άδεια ασχέτως αν μετά και μέχρι να την εξοφλήσουν- αν δεν την χρωστούσαν ακόμη- έβριζαν την ώρα και την στιγμή που διάλεξαν αυτό το επάγγελμα γιατί συνειδητοποίησαν στην πορεία πως δεν έκαναν γι αυτό και κάνω μια παρένεθσεη εδώ- γιατί αυτή η μακρινή χώρα δεν είχε προβλέψει ότι ένα επάγγελμα όποιο κι αν είναι αυτό χρειάζεται πρώτα μια στοιχειώδη κατάρτιση κι εκπαίδευση πριν το ασκήσεις- όμως δεν μπορούσαν πια να το παρατήσουν γιατί χρωστούσαν και χρωστούσαν πολλά κι άμα δεν τα πλήρωναν η τράπεζα θα τους έπαιρνε το σπίτι και ο «ειδικός» την άδεια.
Έτσι κουτσά στραβά όσοι απ αυτούς τα κατάφεραν να εξοφλήσουν την άδεια σκαρφιζόμενοι πολλές φορές τα ίδια τεχνάσματα που σκεφτόταν κι ο οδηγός για να απαλλαγούν πιό γρήγορα απ το άγχος του χρέους, κάποιοι απ αυτούς ακολούθησαν το «σοφό» παράδειγμα του γεράκου και κάποιοι άλλοι, οι πιό έντιμοι προτίμησαν να δουλεύουν όσο μπορούν μόνοι το «ταξί τους». Όλοι όμως συμφωνούσαν σ ένα πράγμα.
Η άδεια ήταν πλεόν δικιά τους και μπορούσαν να την δώσουν αύριο μεθαύριο σε κάποιο απ τα παιδιά τους να κάνει κι αυτό τα ίδια ή στην χειρότερη να την ξαναπουλήσουν στον «ειδικό» και να πάρουν ίσως ετεροχρονισμένα αλλά σίγουρα πολύ πιο αυξημένα τα λεφτά που είχαν δώσει κάποτε για να την αποκτήσουν.
Κανείς βέβαια δεν ανέφερε ανάμεσα σε όλους τους «εμπλεκόμενους» σ αυτό το κύκλωμα ότι η άδεια στην ουσία ήταν ένα δημόσιο έγγραφο που παράνομα το εμπορεύοταν ο γεράκος, ο ειδικός, η τράπεζα ενώ το δημόσιο που στην ουσία ανήκε αυτή η άδεια δεν έβαζε τίποτα στο ταμείο του από κανέναν από τους παραπάνω.
Ίσως να κατάφερνε να παίρνει μόνο τα ένσημα του οδηγού αλλά κι αυτά μόνον αν ο οδηγός επέλεγε να τα πληρώνει.
Αυτή η μακρινή χώρα κάποτε αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα που προερχόταν κυρίως από νοοτροπίες που διέτρεχαν αυτό το επάγγελμα κι άλλα παρόμοια επαγγέλματα σαν αυτό και σίγουρα απ την νοοτροπία κυρίως των πολιτών της που υιοθετούσαν και πολλές φορές ζητωκραύγαζαν και ψήφιζαν τους εκπροσώπους τέοιων νοοτροπιών.
Ήρθαν τότε οι φίλοι της που λεγόταν Ευρωπαίοι να την βοηθήσουν να σταθεί στα πόδια της έστω και με κάποιο «τσιμπημένο» τίμημα- είπαμε όλοι πρέπει να βγάλουν το κατιτίς τους απ αυτή την ιστορία- και της είπαν ότι αυτό που γίνεται στο ταξί και σε άλλα επαγγέλματα ήταν μια απο τις αιτίες που τις δημιούργησαν το πρόβλημα κι ότι αυτό έπρεπε ν αλλάξει.
Για να μην μακρυγορώ και σας κουράζω αυτή η χώρα ανέθεσε σ ένα σοβαροφανή κύριο απ τη νεά γενιά «ελπιδοφόρων» πολιτικών που διέθετε να βγάλει ένα νόμο που θα διορθώνει τα πράγματα.
Αυτός έβγαινε στις τηλεοράσεις και έλεγε:
Βορίδης στην εκπομπή ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΩΡΑ MEGA 22/3/12) και συνέχιζε απαντώντας στις κατηγορίες του πρώην αρχηγού του κόμματος που ανήκε πριν μεταπηδήσει σ ένα κόμμα που πίστευε ότι θα νικήσει στι εκλογές που ακολουθούσαν σ αυτή τη χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα «... δεν θέλουν το κράτος ν αλλάξει για μικροπολιτικούς λόγους» (από τον ίδιο στην ίδια εκπομπή).
Μετά ακολούθησε ένας νόμος που νομιμοποίησε την προηγούμενη διαδικασία και ήταν όλοι μα όλοι ευτυχισμένοι. Ο γεράκος, «ο ειδικός», η τράπεζα, ο πολιτικός γιατί ο γεράκος θα τον ψήφιζε, οι Ευρωπαίοι κ.ο.κ.
Όσο για τον οδηγό;; Έλα μωρέ τώρα ποιός θ ασχολείται μ έναν που στο Σωματείο του έχει μόνο 350 μέλη, γιατί προφανώς οι υπόλοιποι που δουλεύαν και λέγονταν σαν κι αυτόν οδηγοί, ή δεν πίστευαν ότι μπορούσαν ν αλλάξουν κάτι και δεν γράφονταν στο σωματείο ή ήταν παράνομοι κι απλώς φρόντιζαν να βγάζουν το «κατιτιτίς τους» έξτρα όπως οι υπόλοιποι της ιστορίας μας και που δεν το ξέρει ούτε η μάνα του;
Όσο για τον επιβάτη του ταξί; ;Έλα μωρέ τώρα ποιός θ ασχολείται μ αυτόν που μας πληρώνει όλους στο τέλος. Έχει μάθει να το κάνει αυτό και να σκύβει το κεφάλι.
Όσο για τον πολίτη αυτής της μακρινής χώρας; Έλα μωρέ τώρα άστον να αναρωτιέται «Τι φταίει ποιός φταίει; Κανένα στόμα δεν το βρε και δεν το πε ακόμα».
Κι έτσι όλοι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Άνεργος κατά συνείδηση οδηγός ταξί και μέλος του Σωματείου Οδηγών Αττικής (ΣΟΤΑ)
Αναγνώστης Tromaktiko
Επειδή όμως το επάγγελμα αυτό απαιτούσε πέρα από ένα αυτοκίνητο και κάποια άδεια όπως πρέπει να γίνεται με όλα τα επαγγέλματα, διαπίστωσε ότι αυτή η άδεια δεν ήταν δυνατό ν αποκτηθεί απ τον ίδιο γιατί ήταν πανάκριβη...εκείνη την εποχή του ζητούσαν 200.000 ευρω που φυσικά ο ίδιος δεν διέθετε μιας και ήταν άνεργος...αλλά στους «ειδικούς» που απευθύνθηκε τον καθησύχασαν.
«Μη φοβάσαι φίλε μου του είπε κάποιος απ τους ειδικούς, αν έχεις ένα σπιτάκι το βάζεις υποθήκη στην τράπεζα, η τράπεζα σου δίνει ένα επισκευαστικό δάνειο κι εσύ θα μπορείς να πάρεις την άδεια, εγώ τα λεφτά μου που θα σου την πουλήσω και η τράπεζα φυσικά τους τόκους της».
Ο πολίτης όμως δεν είχε σπιτάκι κι έτσι κατάλαβε ότι σαν «ιδιοκτήτης» της άδειας δεν θα μπορούσε να δουλέψει ταξί όμως δεν απογοητεύτηκε γιατί του είπαν ότι μπορεί να δουλέψει και σαν οδηγός ταξί!
Η χαρά του και η ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο που του πρωτοείπε κάτι τέτοιο είναι κάτι που δεν μπορεί να το ξεχάσει μέχρι και σήμερα.
Έτσι ανέμελα βρήκε μια σχετική αγγελία στην εφημερίδα και πήγε να πιάσει δουλειά.
Εκεί με έκπληξή του διαπίστωσε απ τον ιδιοκτήτη του ταξί που κατά τα άλλα ήταν ένας συμπαθέστατος γέρος συνταξιούχος, ότι θα έπρεπε να τον πληρώσει για να εργαστεί στο ταξί που ο γεράκος είχε, 40 ευρώ το 12ωρο και επι πλέον θα έπρεπε να του δίνει και τα ένσημά του 17 ευρώ ανα μέρα και τέλος οπωσδήποτε θα έπρεπε να παραδίδει στο τέλος της βάρδιας του το αυτοκίνητο γεμάτο πετρέλαιο...α! Και για να είμαστε δίκαιοι τα σερβις του αυτοκινήτου δια του τρία έτσι;(λέω τρία γιατί ας μην ξεχνάμε ότι το 24 ωρο έχει δύο 12ωρες βάρδιες άρα άλλος ένα οδηγός θα δο! ύλευε το εναπομείναν 12ωρο). Α όλα κι όλα...γιατί του γεράκου του άρεσε πάνω απ όλα η δικαιοσύνη και ήταν καλός χριστιανός.
Στην πορεία συνειδητοποίησε ότι δυστυχώς αυτά που απαιτούσε ο γεράκος δεν τα βγαζε σε είσπραξη στο 12ωρο ή αν τα έβγαζε, σίγουρα ότι περίσσευε δεν ήταν αρκετό για εκείνον για να ζήσει σαν άνθρωπος. Έτσι αναγκάστηκε πολλές φορές να σκαρφιστεί κόλπα για να τα αυξήσει, όπως το να βάζει δυό και τρεις πελάτες στο ταξί, να επιλέγει ποιούς πελάτες τον εξυπηρετούσαν καλύτερα στις διαδρομές που αυτός πίστευε ότι θα αποκόμιζε περισσότερα, πολλές φορές μάλιστα και ιδίως αν επρόκειτο για κανένα τουρίστα... ε «τσιμπούσε» λίγο το κόμιστρο για να βγάλε! ι και το κάτι έξτρα παραπάνω.
Έτσι όλα κυλούσαν καλά, ο ίδιος έβγαζε αξιοπρεπές μεροκάματο, ο γεράκος ήταν ευτυχισμένος γιατί αποδείχθηκε «σοφός» με την επένδυση που είχε κάνει στα νιάτα του και μπορούσε με άνεση, άκοπα και χωρίς να πληρώνει τίποτα πουθενά για χρόνια, να μεγαλώσει τα παιδιά του, να τα σπουδάσει, να χτίσει τρεις πολυκατοικίες και δυό εξοχικά κι άλλα πολλά, ο «ειδικός» που είχε πουλήσει την άδεια στο γεράκο να έχει πάρει ήδη τα λεφτά του και η τράπεζα το κεφάλαιο που δάνεισε μα φυσικά και τους τόκους της.
Υπήρχαν βέβαια άλλοι πολίτες που είχαν σπιτάκι και τα «κατάφεραν» να αποκτήσουν την άδεια ασχέτως αν μετά και μέχρι να την εξοφλήσουν- αν δεν την χρωστούσαν ακόμη- έβριζαν την ώρα και την στιγμή που διάλεξαν αυτό το επάγγελμα γιατί συνειδητοποίησαν στην πορεία πως δεν έκαναν γι αυτό και κάνω μια παρένεθσεη εδώ- γιατί αυτή η μακρινή χώρα δεν είχε προβλέψει ότι ένα επάγγελμα όποιο κι αν είναι αυτό χρειάζεται πρώτα μια στοιχειώδη κατάρτιση κι εκπαίδευση πριν το ασκήσεις- όμως δεν μπορούσαν πια να το παρατήσουν γιατί χρωστούσαν και χρωστούσαν πολλά κι άμα δεν τα πλήρωναν η τράπεζα θα τους έπαιρνε το σπίτι και ο «ειδικός» την άδεια.
Έτσι κουτσά στραβά όσοι απ αυτούς τα κατάφεραν να εξοφλήσουν την άδεια σκαρφιζόμενοι πολλές φορές τα ίδια τεχνάσματα που σκεφτόταν κι ο οδηγός για να απαλλαγούν πιό γρήγορα απ το άγχος του χρέους, κάποιοι απ αυτούς ακολούθησαν το «σοφό» παράδειγμα του γεράκου και κάποιοι άλλοι, οι πιό έντιμοι προτίμησαν να δουλεύουν όσο μπορούν μόνοι το «ταξί τους». Όλοι όμως συμφωνούσαν σ ένα πράγμα.
Η άδεια ήταν πλεόν δικιά τους και μπορούσαν να την δώσουν αύριο μεθαύριο σε κάποιο απ τα παιδιά τους να κάνει κι αυτό τα ίδια ή στην χειρότερη να την ξαναπουλήσουν στον «ειδικό» και να πάρουν ίσως ετεροχρονισμένα αλλά σίγουρα πολύ πιο αυξημένα τα λεφτά που είχαν δώσει κάποτε για να την αποκτήσουν.
Κανείς βέβαια δεν ανέφερε ανάμεσα σε όλους τους «εμπλεκόμενους» σ αυτό το κύκλωμα ότι η άδεια στην ουσία ήταν ένα δημόσιο έγγραφο που παράνομα το εμπορεύοταν ο γεράκος, ο ειδικός, η τράπεζα ενώ το δημόσιο που στην ουσία ανήκε αυτή η άδεια δεν έβαζε τίποτα στο ταμείο του από κανέναν από τους παραπάνω.
Ίσως να κατάφερνε να παίρνει μόνο τα ένσημα του οδηγού αλλά κι αυτά μόνον αν ο οδηγός επέλεγε να τα πληρώνει.
Αυτή η μακρινή χώρα κάποτε αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα που προερχόταν κυρίως από νοοτροπίες που διέτρεχαν αυτό το επάγγελμα κι άλλα παρόμοια επαγγέλματα σαν αυτό και σίγουρα απ την νοοτροπία κυρίως των πολιτών της που υιοθετούσαν και πολλές φορές ζητωκραύγαζαν και ψήφιζαν τους εκπροσώπους τέοιων νοοτροπιών.
Ήρθαν τότε οι φίλοι της που λεγόταν Ευρωπαίοι να την βοηθήσουν να σταθεί στα πόδια της έστω και με κάποιο «τσιμπημένο» τίμημα- είπαμε όλοι πρέπει να βγάλουν το κατιτίς τους απ αυτή την ιστορία- και της είπαν ότι αυτό που γίνεται στο ταξί και σε άλλα επαγγέλματα ήταν μια απο τις αιτίες που τις δημιούργησαν το πρόβλημα κι ότι αυτό έπρεπε ν αλλάξει.
Για να μην μακρυγορώ και σας κουράζω αυτή η χώρα ανέθεσε σ ένα σοβαροφανή κύριο απ τη νεά γενιά «ελπιδοφόρων» πολιτικών που διέθετε να βγάλει ένα νόμο που θα διορθώνει τα πράγματα.
Αυτός έβγαινε στις τηλεοράσεις και έλεγε:
Βορίδης στην εκπομπή ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΩΡΑ MEGA 22/3/12) και συνέχιζε απαντώντας στις κατηγορίες του πρώην αρχηγού του κόμματος που ανήκε πριν μεταπηδήσει σ ένα κόμμα που πίστευε ότι θα νικήσει στι εκλογές που ακολουθούσαν σ αυτή τη χώρα σε σύντομο χρονικό διάστημα «... δεν θέλουν το κράτος ν αλλάξει για μικροπολιτικούς λόγους» (από τον ίδιο στην ίδια εκπομπή).
Μετά ακολούθησε ένας νόμος που νομιμοποίησε την προηγούμενη διαδικασία και ήταν όλοι μα όλοι ευτυχισμένοι. Ο γεράκος, «ο ειδικός», η τράπεζα, ο πολιτικός γιατί ο γεράκος θα τον ψήφιζε, οι Ευρωπαίοι κ.ο.κ.
Όσο για τον οδηγό;; Έλα μωρέ τώρα ποιός θ ασχολείται μ έναν που στο Σωματείο του έχει μόνο 350 μέλη, γιατί προφανώς οι υπόλοιποι που δουλεύαν και λέγονταν σαν κι αυτόν οδηγοί, ή δεν πίστευαν ότι μπορούσαν ν αλλάξουν κάτι και δεν γράφονταν στο σωματείο ή ήταν παράνομοι κι απλώς φρόντιζαν να βγάζουν το «κατιτιτίς τους» έξτρα όπως οι υπόλοιποι της ιστορίας μας και που δεν το ξέρει ούτε η μάνα του;
Όσο για τον επιβάτη του ταξί; ;Έλα μωρέ τώρα ποιός θ ασχολείται μ αυτόν που μας πληρώνει όλους στο τέλος. Έχει μάθει να το κάνει αυτό και να σκύβει το κεφάλι.
Όσο για τον πολίτη αυτής της μακρινής χώρας; Έλα μωρέ τώρα άστον να αναρωτιέται «Τι φταίει ποιός φταίει; Κανένα στόμα δεν το βρε και δεν το πε ακόμα».
Κι έτσι όλοι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Άνεργος κατά συνείδηση οδηγός ταξί και μέλος του Σωματείου Οδηγών Αττικής (ΣΟΤΑ)
Αναγνώστης Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έκθεση των γαλλικών μυστικών υπηρεσιών για τους Γκρίζους Λύκους
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τρέχει και δεν φτάνει η Αθηνά
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ