2013-04-05 12:05:36
του Δημήτρη Καρατζίδη
Σε περιόδους έντονων κοινωνικών κρίσεων καταγράφεται το φαινόμενο οι κοινωνίες να στρέφονται προς την πολιτική ηγεσία προκειμένου να αναζητήσουν την ευθύνη για τη δημιουργία της κρίσης, αλλά κυρίως για να υποδείξει αυτή τους τρόπους εξόδου από τη δυσμενή συγκυρία. Η ιστορία διδάσκει ότι στις περιόδους αυτές συχνά εμφανίζονται στο προσκήνιο νέοι ηγέτες, οι οποίοι απαλλαγμένοι από την ευθύνη για τη δημιουργία της κρίσης, διεκδικούν και συνήθως καταλαμβάνουν την εξουσία. Το ζήτημα που εγείρεται είναι εάν αυτοί οι νέοι πολιτικοί ηγέτες είναι αποτελεσματικότεροι από τους προκατόχους τους καθώς και εάν και πως θα λειτουργήσουν με γνώμονα το κοινό καλό.
Βιώνοντας τα τελευταία χρόνια την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση που μαστίζει όχι μόνο το ελληνικό αλλά πλέον και το κυπριακό κράτος, μεγάλη μερίδα των Ελλήνων και όχι μόνο πολιτών αναρωτιέται εάν υπάρχουν πολιτικοί που να διαθέτουν τα χαρακτηριστικά εκείνα γνωρίσματα τα οποία θα μας βγάλουν από το τέλμα. Συχνά πυκνά διαβάζουμε και ακούμε έγκριτους σχολιαστές, αλλά και πολίτες όλων των κοινωνικών στρωμάτων, να αγωνιούν, να επιζητούν και να ελπίζουν στην εμφάνιση στον πολιτικό στίβο του νέου ηγέτη εκείνου που θα κάνει τη διαφορά.
Προσωπικά εκτιμώ ότι η εμφάνιση ενός ηγέτη με τέτοιου είδους ποιοτικά χαρακτηριστικά αποτελεί ουτοπία, καθόσον η εποχή μας χαρακτηρίζεται μάλλον από την έλλειψη πολιτικών ηγετών, όχι μόνο στη πατρίδα μας, αλλά και διεθνώς. Την απάντηση στο γιατί συμβαίνει αυτό προσπαθούν να τη δώσουν σε θεωρητικό επίπεδο αρκετά πανεπιστήμια σε όλον τον κόσμο, μεταξύ αυτών και το φημισμένο «εκπαιδευτήριο ηγετών», το πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ, χωρίς όμως να έχουν καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.
Στην Ελλάδα το γνωστικό αντικείμενο της ηγεσίας μελετάται βασικά στις στρατιωτικές σχολές, εστιαζόμενο όπως είναι φυσικό κυρίως στην στρατιωτική ηγεσία. Στα ελληνικά πανεπιστήμια οι κοινωνικές επιστήμες δεν έχουν καλλιεργήσει ή ερευνήσει στο βαθμό που θα άρμοζε το γνωστικό αντικείμενο της πολιτικής ηγεσίας, αν και υπάρχουν αξιόλογοι καθηγητές που έχουν ασχοληθεί με αυτό. Ο καθηγητής Κλεομένης Κουτσούκης, μελετώντας τα ατομικά χαρακτηριστικά των πολιτικών ηγετών θεωρεί ως βασικά χαρακτηριστικά του πολιτικού ηγέτη τα παρακάτω:
α. Ενδιαφέρεται περισσότερο για την απόκτηση ηγετικής θέσης και εξουσίας. Η ηγετική θέση θα του εξασφαλίσει την απαιτούμενη δύναμη για να μπορεί να επηρεάζει τις συμπεριφορές των άλλων και η εξουσία το δικαίωμα να το πράττει αυτό νόμιμα.
β. Την κατάληψη της καίριας αυτής θέσης την επιδιώκει είτε με νόμιμα μέσα (εκλογές και λοιπές διαδικασίες) είτε με βίαια μέσα (επανάσταση, ανατροπή υπάρχοντος καθεστώτος κλπ). Η κατάληψη της ηγετικής θέσης δεν είναι κατά κανόνα αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την προώθηση πολιτικών στόχων, όπως η εκπλήρωση κάποιας «αποστολής», η επιβολή μιας ιδεολογίας, ο εκσυγχρονισμός μια κοινωνίας κλπ.
γ. Ο επίδοξος πολιτικός ηγέτης συχνά για την προσωπική του άνοδο και την υλοποίηση των στόχων του μπορεί να θυσιάσει άλλες φιλοδοξίες, φιλικούς δεσμούς, ακόμη και τη ζωή άλλων (όχι σπάνια και τη δική του). Τη συμπεριφορά του αυτή δικαιολογεί με τη σκέψη ότι ο ρόλος του και η αποστολή του δεν του επιτρέπουν φιλίες ή αδυναμίες για άλλους ανθρώπους (πχ οικογένεια) που μπορούν να παρεμβληθούν στο δρόμο του για την κατάκτηση δύναμης και εξουσίας.
Στη διεθνή βιβλιογραφία, οι κυριότερες θεωρητικές – μεθοδολογικές προσεγγίσεις για τη σπουδή των πολιτικών ηγετών είναι:
α. Η «κοινωνικοψυχολογική προσέγγιση», στην οποία δεσπόζουσα θέση κατέχει η «χαρισματική προσέγγιση» την οποία και θα αναλύσω σε επόμενο άρθρο, και
β. Η «ψυχοπολιτική προσέγγιση», που έχει ως αντικείμενο τις ψυχολογικές ιδιότητες και ιδιορρυθμίες των ηγετών.
Ένας από τους κυριότερους εκφραστές της «ψυχοπολιτικής προσέγγισης», ο Η. Lasswell (της Σχολής του Σικάγου), μετά από έρευνα και μελέτη πολλών πολιτικών ηγετών κατάληξε στο συμπέρασμα ότι το κύριο κίνητρο για την πολιτική γενικά δράση είναι: α) Η συναισθηματική ανασφάλεια, και β) Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, την οποία αναπτύσσει σε πολύ μικρή ηλικία ο μέλλον πολιτικός ηγέτης. Αυτή η ψυχολογική κατάσταση αποτελεί το κατάλληλο κλίμα για να αναπτυχθεί με την ενηλικίωσή του η παρόρμηση για την απόκτηση δύναμης, που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει τη συναισθηματική και ψυχολογική του ανασφάλεια. Αυτή την ψυχολογική ανασφάλεια μπορεί να την προκαλεί:
α. Η έλλειψη αυθεντικής γονικής στοργής και αγάπης.
β. Μια «αρρωστημένη σχέση» γονέων παιδιού, όπου οι γονείς προβάλουν πάνω στο παιδί τις απωθημένες φιλοδοξίες τους.
γ. Η συμμετοχή σε περιθωριακές ομάδες μέσα στη κοινωνία.
δ. Παρεμποδισμένες προσδοκίες για το μέλλον.
ε. Η εμπειρία μιας σοβαρής ασθένειας.
Οι παραπάνω τραυματικές εμπειρίες βοηθούν στην ανάπτυξη ενός ελαττωματικού «εγώ» και μια υπερβολική αναζήτηση για αναγνώριση και εκτίμηση. Αυτό φυσικά δεν οδηγεί πάντοτε στην αναζήτηση και απόκτηση πολιτικής δύναμης. Μπορεί και να οδηγήσει στην αναζήτηση της επιτυχίας και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως η απόκτηση πλούτου ή η αναρρίχηση σε υψηλές θέσεις ενός γραφειοκρατικού οργανισμού. Για την απόκτηση πολιτικής δύναμης θα πρέπει να διαθέτει τα κατάλληλα «προσόντα» για τη δημιουργία μιας πολιτικής καριέρας, καθώς επίσης να του δοθεί και η κατάλληλη ευκαιρία την οποία και να αξιοποιήσει κατάλληλα (ο κατάλληλος χρόνος και τόπος).
Ο Lasswell κατατάσσει τις παραπάνω προσωπικότητες σε δυο μεγάλες κατηγορίες:
α. Τους «ταραχοποιούς ή δραματοποιούς», οι οποίοι δίνουν μεγάλη αξία στην συναισθηματική ανταπόκριση του κοινού και θέτουν σε δεύτερη μοίρα τους κοινωνικούς θεσμούς και οργανισμούς. Τους ενδιαφέρει πρωτίστως η ανταπόκριση του κόσμου. Γιαυτό και ζουν για το χειροκρότημα, τη δημοσιότητα και είναι λάτρεις «του μπαλκονιού».
β. Τους «διοικητικούς», οι οποίοι δεν έχουν την ικανότητα για διάφορους λόγους να εκφράσουν τα συναισθήματά τους για μακρινά και αφηρημένα αντικείμενα, όπως έχουν οι ταραχοποιοί. Χαρακτηρίζονται από την επιβολή της ομοιομορφίας, πιεστική, τυραννική παθολογική συμπεριφορά. Γενικά βασίζουν την επιτυχία τους στην ορθή διαχείριση των τεχνικών πληροφοριών και λεπτομερειών σε όλα τα θέματα.
Γενικά ο Lasswell εισήγαγε τις φροϋδικές έννοιες στη μελέτη των πολιτικών ηγετών. Απέδειξε ότι ο πολιτικός ηγέτης είναι το άτομο που επιδιώκει να λυτρωθεί από συμπλέγματα και αγωνίες που τον βασανίζουν, προβάλλοντάς τα προς τα έξω πάνω σε δημόσια αντικείμενα (λειτουργίες) και επιδιώκοντας θέσεις εξουσίας και δύναμης.
Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι τον σύγχρονο πολιτικό ηγέτη τον ενδιαφέρει πρωταρχικά η απόκτηση θέσεων που του εξασφαλίζουν εξουσία και δύναμη. Επομένως οποιαδήποτε κοινωνία του προσφέρει αυτά τα δυο μέσα από τις κρατικές της δομές, προκειμένου να εξασφαλιστεί θα πρέπει να έχει προηγουμένως διασφαλίσει ότι αυτά θα χρησιμοποιηθούν προς όφελός της, για το κοινό καλό. Και ο μόνος σίγουρος τρόπος για να γίνει αυτό σε μια δημοκρατική πολιτεία είναι η αυστηρή θεσμοθέτηση του πλαισίου λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας, την οποία ασκεί ο πολιτικός ηγέτης. Θα πρέπει πρωτίστως να υπάρχει μια σαφής διάκριση της εκτελεστικής από τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία. Η κατάχρηση εξουσίας θα πρέπει να αποτρέπεται, αλλά και να τιμωρείται αυστηρά, καθόσον είναι βέβαιο ότι «όποιος μεθύσει μια φορά από την εξουσία και ωφεληθεί από αυτή, έστω και γα λίγο, ποτέ δεν θα θελήσει να την εγκαταλείψει» (Ed. Burke).
Κι εδώ αναφύεται το εύλογο ερώτημα: Με ποια υποδομή και δύναμη η ελληνική κοινωνία θα οδηγήσει ένα στρεβλό πολιτικό σύστημα και ένα σακατεμένο κρατικό μηχανισμό να προσδιορίσει εύστοχα και με σαφήνεια την έννοια του «κοινού καλού», αλλά και να προβεί σε όλες τις απαραίτητες αναδιαρθρωτικές και διορθωτικές ενέργειες που απαιτούνται;
Δημήτριος Καρατζίδης
InfoGnomon
Σε περιόδους έντονων κοινωνικών κρίσεων καταγράφεται το φαινόμενο οι κοινωνίες να στρέφονται προς την πολιτική ηγεσία προκειμένου να αναζητήσουν την ευθύνη για τη δημιουργία της κρίσης, αλλά κυρίως για να υποδείξει αυτή τους τρόπους εξόδου από τη δυσμενή συγκυρία. Η ιστορία διδάσκει ότι στις περιόδους αυτές συχνά εμφανίζονται στο προσκήνιο νέοι ηγέτες, οι οποίοι απαλλαγμένοι από την ευθύνη για τη δημιουργία της κρίσης, διεκδικούν και συνήθως καταλαμβάνουν την εξουσία. Το ζήτημα που εγείρεται είναι εάν αυτοί οι νέοι πολιτικοί ηγέτες είναι αποτελεσματικότεροι από τους προκατόχους τους καθώς και εάν και πως θα λειτουργήσουν με γνώμονα το κοινό καλό.
Βιώνοντας τα τελευταία χρόνια την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση που μαστίζει όχι μόνο το ελληνικό αλλά πλέον και το κυπριακό κράτος, μεγάλη μερίδα των Ελλήνων και όχι μόνο πολιτών αναρωτιέται εάν υπάρχουν πολιτικοί που να διαθέτουν τα χαρακτηριστικά εκείνα γνωρίσματα τα οποία θα μας βγάλουν από το τέλμα. Συχνά πυκνά διαβάζουμε και ακούμε έγκριτους σχολιαστές, αλλά και πολίτες όλων των κοινωνικών στρωμάτων, να αγωνιούν, να επιζητούν και να ελπίζουν στην εμφάνιση στον πολιτικό στίβο του νέου ηγέτη εκείνου που θα κάνει τη διαφορά.
Προσωπικά εκτιμώ ότι η εμφάνιση ενός ηγέτη με τέτοιου είδους ποιοτικά χαρακτηριστικά αποτελεί ουτοπία, καθόσον η εποχή μας χαρακτηρίζεται μάλλον από την έλλειψη πολιτικών ηγετών, όχι μόνο στη πατρίδα μας, αλλά και διεθνώς. Την απάντηση στο γιατί συμβαίνει αυτό προσπαθούν να τη δώσουν σε θεωρητικό επίπεδο αρκετά πανεπιστήμια σε όλον τον κόσμο, μεταξύ αυτών και το φημισμένο «εκπαιδευτήριο ηγετών», το πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ, χωρίς όμως να έχουν καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.
Στην Ελλάδα το γνωστικό αντικείμενο της ηγεσίας μελετάται βασικά στις στρατιωτικές σχολές, εστιαζόμενο όπως είναι φυσικό κυρίως στην στρατιωτική ηγεσία. Στα ελληνικά πανεπιστήμια οι κοινωνικές επιστήμες δεν έχουν καλλιεργήσει ή ερευνήσει στο βαθμό που θα άρμοζε το γνωστικό αντικείμενο της πολιτικής ηγεσίας, αν και υπάρχουν αξιόλογοι καθηγητές που έχουν ασχοληθεί με αυτό. Ο καθηγητής Κλεομένης Κουτσούκης, μελετώντας τα ατομικά χαρακτηριστικά των πολιτικών ηγετών θεωρεί ως βασικά χαρακτηριστικά του πολιτικού ηγέτη τα παρακάτω:
α. Ενδιαφέρεται περισσότερο για την απόκτηση ηγετικής θέσης και εξουσίας. Η ηγετική θέση θα του εξασφαλίσει την απαιτούμενη δύναμη για να μπορεί να επηρεάζει τις συμπεριφορές των άλλων και η εξουσία το δικαίωμα να το πράττει αυτό νόμιμα.
β. Την κατάληψη της καίριας αυτής θέσης την επιδιώκει είτε με νόμιμα μέσα (εκλογές και λοιπές διαδικασίες) είτε με βίαια μέσα (επανάσταση, ανατροπή υπάρχοντος καθεστώτος κλπ). Η κατάληψη της ηγετικής θέσης δεν είναι κατά κανόνα αυτοσκοπός, αλλά μέσο για την προώθηση πολιτικών στόχων, όπως η εκπλήρωση κάποιας «αποστολής», η επιβολή μιας ιδεολογίας, ο εκσυγχρονισμός μια κοινωνίας κλπ.
γ. Ο επίδοξος πολιτικός ηγέτης συχνά για την προσωπική του άνοδο και την υλοποίηση των στόχων του μπορεί να θυσιάσει άλλες φιλοδοξίες, φιλικούς δεσμούς, ακόμη και τη ζωή άλλων (όχι σπάνια και τη δική του). Τη συμπεριφορά του αυτή δικαιολογεί με τη σκέψη ότι ο ρόλος του και η αποστολή του δεν του επιτρέπουν φιλίες ή αδυναμίες για άλλους ανθρώπους (πχ οικογένεια) που μπορούν να παρεμβληθούν στο δρόμο του για την κατάκτηση δύναμης και εξουσίας.
Στη διεθνή βιβλιογραφία, οι κυριότερες θεωρητικές – μεθοδολογικές προσεγγίσεις για τη σπουδή των πολιτικών ηγετών είναι:
α. Η «κοινωνικοψυχολογική προσέγγιση», στην οποία δεσπόζουσα θέση κατέχει η «χαρισματική προσέγγιση» την οποία και θα αναλύσω σε επόμενο άρθρο, και
β. Η «ψυχοπολιτική προσέγγιση», που έχει ως αντικείμενο τις ψυχολογικές ιδιότητες και ιδιορρυθμίες των ηγετών.
Ένας από τους κυριότερους εκφραστές της «ψυχοπολιτικής προσέγγισης», ο Η. Lasswell (της Σχολής του Σικάγου), μετά από έρευνα και μελέτη πολλών πολιτικών ηγετών κατάληξε στο συμπέρασμα ότι το κύριο κίνητρο για την πολιτική γενικά δράση είναι: α) Η συναισθηματική ανασφάλεια, και β) Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, την οποία αναπτύσσει σε πολύ μικρή ηλικία ο μέλλον πολιτικός ηγέτης. Αυτή η ψυχολογική κατάσταση αποτελεί το κατάλληλο κλίμα για να αναπτυχθεί με την ενηλικίωσή του η παρόρμηση για την απόκτηση δύναμης, που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει τη συναισθηματική και ψυχολογική του ανασφάλεια. Αυτή την ψυχολογική ανασφάλεια μπορεί να την προκαλεί:
α. Η έλλειψη αυθεντικής γονικής στοργής και αγάπης.
β. Μια «αρρωστημένη σχέση» γονέων παιδιού, όπου οι γονείς προβάλουν πάνω στο παιδί τις απωθημένες φιλοδοξίες τους.
γ. Η συμμετοχή σε περιθωριακές ομάδες μέσα στη κοινωνία.
δ. Παρεμποδισμένες προσδοκίες για το μέλλον.
ε. Η εμπειρία μιας σοβαρής ασθένειας.
Οι παραπάνω τραυματικές εμπειρίες βοηθούν στην ανάπτυξη ενός ελαττωματικού «εγώ» και μια υπερβολική αναζήτηση για αναγνώριση και εκτίμηση. Αυτό φυσικά δεν οδηγεί πάντοτε στην αναζήτηση και απόκτηση πολιτικής δύναμης. Μπορεί και να οδηγήσει στην αναζήτηση της επιτυχίας και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως η απόκτηση πλούτου ή η αναρρίχηση σε υψηλές θέσεις ενός γραφειοκρατικού οργανισμού. Για την απόκτηση πολιτικής δύναμης θα πρέπει να διαθέτει τα κατάλληλα «προσόντα» για τη δημιουργία μιας πολιτικής καριέρας, καθώς επίσης να του δοθεί και η κατάλληλη ευκαιρία την οποία και να αξιοποιήσει κατάλληλα (ο κατάλληλος χρόνος και τόπος).
Ο Lasswell κατατάσσει τις παραπάνω προσωπικότητες σε δυο μεγάλες κατηγορίες:
α. Τους «ταραχοποιούς ή δραματοποιούς», οι οποίοι δίνουν μεγάλη αξία στην συναισθηματική ανταπόκριση του κοινού και θέτουν σε δεύτερη μοίρα τους κοινωνικούς θεσμούς και οργανισμούς. Τους ενδιαφέρει πρωτίστως η ανταπόκριση του κόσμου. Γιαυτό και ζουν για το χειροκρότημα, τη δημοσιότητα και είναι λάτρεις «του μπαλκονιού».
β. Τους «διοικητικούς», οι οποίοι δεν έχουν την ικανότητα για διάφορους λόγους να εκφράσουν τα συναισθήματά τους για μακρινά και αφηρημένα αντικείμενα, όπως έχουν οι ταραχοποιοί. Χαρακτηρίζονται από την επιβολή της ομοιομορφίας, πιεστική, τυραννική παθολογική συμπεριφορά. Γενικά βασίζουν την επιτυχία τους στην ορθή διαχείριση των τεχνικών πληροφοριών και λεπτομερειών σε όλα τα θέματα.
Γενικά ο Lasswell εισήγαγε τις φροϋδικές έννοιες στη μελέτη των πολιτικών ηγετών. Απέδειξε ότι ο πολιτικός ηγέτης είναι το άτομο που επιδιώκει να λυτρωθεί από συμπλέγματα και αγωνίες που τον βασανίζουν, προβάλλοντάς τα προς τα έξω πάνω σε δημόσια αντικείμενα (λειτουργίες) και επιδιώκοντας θέσεις εξουσίας και δύναμης.
Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι τον σύγχρονο πολιτικό ηγέτη τον ενδιαφέρει πρωταρχικά η απόκτηση θέσεων που του εξασφαλίζουν εξουσία και δύναμη. Επομένως οποιαδήποτε κοινωνία του προσφέρει αυτά τα δυο μέσα από τις κρατικές της δομές, προκειμένου να εξασφαλιστεί θα πρέπει να έχει προηγουμένως διασφαλίσει ότι αυτά θα χρησιμοποιηθούν προς όφελός της, για το κοινό καλό. Και ο μόνος σίγουρος τρόπος για να γίνει αυτό σε μια δημοκρατική πολιτεία είναι η αυστηρή θεσμοθέτηση του πλαισίου λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας, την οποία ασκεί ο πολιτικός ηγέτης. Θα πρέπει πρωτίστως να υπάρχει μια σαφής διάκριση της εκτελεστικής από τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία. Η κατάχρηση εξουσίας θα πρέπει να αποτρέπεται, αλλά και να τιμωρείται αυστηρά, καθόσον είναι βέβαιο ότι «όποιος μεθύσει μια φορά από την εξουσία και ωφεληθεί από αυτή, έστω και γα λίγο, ποτέ δεν θα θελήσει να την εγκαταλείψει» (Ed. Burke).
Κι εδώ αναφύεται το εύλογο ερώτημα: Με ποια υποδομή και δύναμη η ελληνική κοινωνία θα οδηγήσει ένα στρεβλό πολιτικό σύστημα και ένα σακατεμένο κρατικό μηχανισμό να προσδιορίσει εύστοχα και με σαφήνεια την έννοια του «κοινού καλού», αλλά και να προβεί σε όλες τις απαραίτητες αναδιαρθρωτικές και διορθωτικές ενέργειες που απαιτούνται;
Δημήτριος Καρατζίδης
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πέθανε ο κυβερνήτης του "Βέλους" Νίκος Παππάς
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ