2013-04-11 12:15:03
από τον Βrendan Simms*
Η Μάργκαρετ Θάτσερ επανέφερε το Ηνωμένο Βασίλειο στη διεθνή σκηνή ως μια σημαντική δύναμη. Αλλά απέτυχε να δει ότι η καλύτερη ελπίδα για το μέλλον της Ευρώπης ήταν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε το μερίδιό του στους αξιόλογους πρωθυπουργούς του εικοστού αιώνα. Ο David Lloyd George ήταν από πολλές απόψεις ο αρχιτέκτονας της νίκης επί της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Winston Churchill οδήγησε τη χώρα στη νίκη στον δεύτερο μεγάλο πόλεμο. Ο Clement Attlee αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος για την μεταμόρφωση της βρετανικής κοινωνίας μετά το 1945, με τη δημιουργία του κράτους πρόνοιας. Κανένας από αυτούς, όμως, δεν έδωσε το όνομά του σε έναν «-ισμό». Θα υπήρχε κάτι σχεδόν μη-βρετανικό σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όλα αυτά άλλαξαν το 1979 με την εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ. Το περίγραμμα του θατσερισμού στο κοινωνικο-οικονομικό μέτωπο είναι πολύ γνωστό: υποχώρηση των ορίων του κράτους, έμφαση στην ατομική ευθύνη και υποστήριξη της επιχειρηματικής δημιουργικότητας
. Σήμερα, η κληρονομιά του θατσερισμού είναι αμφίσημη. Από τη μία πλευρά, η Θάτσερ έβγαλε τη χώρα από την οικονομική δίνη της δεκαετίας του 1970. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμός της απέναντι στις ρυθμίσεις και τους κανονισμούς διευκόλυνε τις υπερβολές των τραπεζών, κάτι που τελικά οδήγησε στην εξελισσόμενη οικονομική κρίση. Αυτό που είναι λιγότερο καλά κατανοητό, όμως, είναι η κληρονομιά της Θάτσερ στην εξωτερική πολιτική, η οποία είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντική και εξίσου πολύπλοκη.
Στο κάτω - κάτω, το παρατσούκλι «Σιδηρά Κυρία» απονεμήθηκε στην Θάτσερ όχι από τους Βρετανούς ανθρακωρύχους και τους πολλούς άλλους εγχώριους αντιπάλους της, αλλά από τον σοβιετικό Τύπο στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Αντανακλούσε την φήμη της για την σκληρότητά της στα στρατιωτικά και διπλωματικά μέτωπα, ιδίως στην κοινή προσπάθεια με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν για την ενίσχυση της πυρηνικής άμυνας της Δύσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ο ανένδοτος αγώνας της Θάτσερ εναντίον της τρομοκρατίας στην Ιρλανδική Δημοκρατία την χάρισε το άσβεστο μίσος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), που έκανε την πρώτη στοχευμένη προσπάθεια δολοφονίας εναντίον Βρετανού πρωθυπουργού με την περιβόητη βόμβα στο ξενοδοχείο Brighton του 1984. Η πλέον πλήρης νίκη της ήρθε στον πόλεμο των Φώκλαντ το 1982, όταν απέστειλε βρετανικές δυνάμεις - με σημαντικό ρίσκο – για να διώξει την αργεντίνικη χούντα από τα νησιά Φώκλαντ. (Η σύγκρουση έληξε με αποφασιστική βρετανική νίκη). Οι σχέσεις της Θάτσερ με τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ήταν πιο ειρηνικές, αλλά παρά ταύτα οι ηγέτες της ηπειρωτικής Ευρώπης φοβούνταν το σθένος με το οποίο εκπροσωπούσε τα βρετανικά συμφέροντα στις Βρυξέλλες. Μετά από δεκαετίες διολίσθησης και παρακμής, η Θάτσερ επανέφερε το Ηνωμένο Βασίλειο ως μια σημαντική δύναμη στη διεθνή σκηνή.
Τρεις διαπλεκόμενες - αλλά όχι πάντα αλληλοενισχυόμενες - παρορμήσεις καθοδήγησαν την εξωτερική πολιτική της Θάτσερ. Πρώτον, η Σιδηρά Κυρία μισούσε τους δικτάτορες και τους νταήδες κάθε είδους. Αρνήθηκε να φοβηθεί από τη βία του IRA και περιφρόνησε την κουλτούρα του φόβου που το ιρλανδικό ρεπουμπλικανικό κίνημα ενίσχυε προκειμένου να διατηρεί την ενότητά του. Ο δυναμισμός της στα Φώκλαντ αντανακλούσε την αποφασιστικότητα να μην παραδώσει τους κατοίκους του νησιού στο στρατιωτικό καθεστώς του Μπουένος Άιρες, του οποίου οι αβυσσαλέες επιδόσεις επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν γνωστές. Και η αντίθεσή της στο σοβιετικό μπλοκ ανανεωνόταν από μια βαθιά συμπάθεια για τις κινήσεις αντιφρονούντων σε μέρη όπως η Τσεχοσλοβακία και η Πολωνία. Αργότερα, η Θάτσερ ήταν ένα από τα λίγα μέλη του βρετανικού πολιτικού κατεστημένου που μίλησε έντονα εναντίον της σερβικής εθνοκάθαρσης στη Βοσνία [3].
Θεμελιωτικό αυτού του μίσους εναντίον των δικτατόρων ήταν το δεύτερο κίνητρο που οδηγούσε την εξωτερική πολιτική της Θάτσερ: η παθιασμένη αφοσίωσή της στη δημοκρατία. Ήταν εξοργισμένη που η Εθνική Ένωση Εργατών Ορυχείων αρνήθηκε να επιτρέψει στα μέλη της να ψηφίσουν για το αν θα απεργήσουν, μια απόφαση που τελικά ελήφθη στο όνομα των ανθρακωρύχων από μια αυταρχική, σοβιετικού τύπου συνδικαλιστική ηγεσία. Η άκαμπτη στάση της κατά της τρομοκρατίας του IRA είχε τις ρίζες της στην γνώση ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων στην Βόρεια Ιρλανδία ήθελε να παραμείνει τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Η στενή σχέση της Θάτσερ με τον Ρέιγκαν στηριζόταν, πάνω απ’ όλα, στην κοινή πίστη τους στον εγχώριο οικονομικό φιλελευθερισμό και την προώθηση της δημοκρατίας στο εξωτερικό, τουλάχιστον στον κομμουνιστικό κόσμο. Σίγουρα, η αντίληψή της για την δημοκρατία ίσως ήταν λίγο στενή. Αργούσε να καταλάβει, για παράδειγμα, ότι το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής δεν ήταν κατάλληλο για μια διαιρεμένη κοινωνία όπως η Βόρεια Ιρλανδία, και ότι ένα σύστημα που εγγυάται μεγαλύτερη κατανομής εξουσίας μεταξύ των διαφόρων ομάδων θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα.
Παρά την φήμη της για σκληρότητα, η Θάτσερ συχνά έδειχνε αξιοσημείωτη φαντασία. Ήταν η πρώτη δυτική ηγέτης που αναγνώρισε την σπουδαιότητα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τον οποίο περιέγραφε ως «ένα άτομο που μπορούμε να συνεργαστούμε», ακόμη και πριν από την άνοδό του στην Σοβιετική ηγεσία. Στο πλαίσιο αυτό, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Ομοίως, η Θάτσερ προώθησε την αγγλο-ιρλανδική συμφωνία στην δεκαετία του 1980, απέναντι στην μανιώδη αντιπολίτευση των Ενωτικών, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στην κυβέρνηση του Δουβλίνου για έναν εποικοδομητικό ρόλο στην ειρηνευτική διαδικασία. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, η Θάτσερ ήξερε ότι έπρεπε να διαπραγματευθεί από θέση ισχύος - είτε επρόκειτο για μια ευνοϊκή ισορροπία πυρηνικών όπλων με την Σοβιετική Ένωση είτε για μια ισχυρή αντιτρομοκρατική στρατηγική που μείωσε την απειλή της IRA σε αυτό που ονομάστηκε «ένα αποδεκτό επίπεδο βίας». Στην συνέχεια, η συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 ενσωμάτωσε την Αρχή της δημοκρατικής συναίνεσης που τόσο καιρό απέφευγαν οι ένοπλοι δημοκρατικοί.
Εκεί που τελικά η Θάτσερ απελευθερώθηκε, ήταν στην τρίτη προτεραιότητά της, η οποία ήταν η ανησυχία της για την γερμανική δύναμη [4] - και μια σχετική βαθιά αμφιθυμία σχετικά με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ήταν ένθερμη υποστηρικτής της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς, εν μέρει λόγω της πίστης της στο ελεύθερο εμπόριο και εν μέρει επειδή σκεπτόταν ότι μια ανανεωμένη και οικονομικά ισχυρή Ευρώπη θα συμβάλει στην συγκράτηση της Σοβιετικής Ένωσης. Ταυτόχρονα, όμως, η Θάτσερ ανήκε σε μια γενιά που είχε περάσει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και φυσικά φοβόταν την γερμανική δύναμη και την ενοποίηση της Γερμανίας. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, άρχισε να βλέπει την αυξανόμενη επιρροή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες όχι μόνο ως μια καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του βρετανικού λαού, αλλά και ως μέσο για την επανάκτηση της γερμανικής δύναμης στην ήπειρο. Αυτό την απομάκρυνε όχι μόνο από τους Γάλλους, για τους οποίους η Ευρώπη ήταν μια εφεύρεση ανάσχεσης των ιστορικών εχθρών της, αλλά και από τον καγκελάριο της Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ, του οποίου την ειλικρινή βούληση για μια ενωμένη Ευρώπη, λανθασμένα την εξέλαβε ως το φύλλο συκής για την επανάκτηση της γερμανικής δύναμης.
Το 1989-90, η δέσμευση της Θάτσερ στην δημοκρατία και ο φόβος της Γερμανίας ήταν σε άμεση αντίφαση. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ άνοιξε τον δρόμο στον γερμανικό λαό να εκφράσει την δημοκρατική επιθυμία του για επανένωση. Η Θάτσερ εξέφρασε τότε την ανησυχία ότι μια ενωμένη δημοκρατία «για άλλη μια φορά, θα κυριαρχήσει στο σύνολο της Ευρώπης». Για κάποιο διάστημα, φαινόταν ότι θα συνεργαζόταν με τον Γκορμπατσόφ και τον Γάλλο πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν ώστε να το αποτρέψει. Με μεγάλη δυσκολία οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι προσωπικοί της σύμβουλοι την έπεισαν να δεχτεί το αναπόφευκτο.
Σχεδόν 25 χρόνια αργότερα, καθώς η Ευρώπη παλεύει με την οικονομική κρίση και το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ του Βερολίνου και της υπόλοιπης ηπείρου, οι ανησυχίες της Θάτσερ δεν φαίνονται τόσο υπερβολικές - όχι λόγω κάποιας μοχθηρίας προς την πλευρά της Γερμανίας, αλλά λόγω της ραγισμένης δομής του κοινού νομίσματος και του μεγέθους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Η έλλειψη φαντασίας που επέδειξε η Θάτσερ στην δεκαετία του 1980 ήταν να επιμείνει στην επανεθνικοποίηση των εξουσιών που όδευαν προς τις Βρυξέλλες, αντί να επιτρέψει στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να «επενδύσουν» στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης δημοκρατικά, μέσω της δημιουργίας ενός ενιαίου εκλογικού και πολιτικού χώρου. Φυσικά, η προκύπτουσα απώλεια της βρετανικής κυριαρχίας θα ήταν απαράδεκτη για την Θάτσερ και βεβαίως και για τον βρετανικό λαό. Όμως, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε τουλάχιστον να έχει δώσει στο Λονδίνο μια θετική ατζέντα προς την Ευρώπη, αντί της αμφιταλαντευόμενης προσέγγισης των τριών τελευταίων δεκαετιών.
Foreign Affairs
*Ο BRENDAN SIMMS είναι καθηγητής Ιστορίας των Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, συνεργάτης στο ίδρυμα Carl Friedrich von Siemens, και πρόεδρος του Project for Democratic Union [1]. Είναι συγγραφέας του βιβλίου που εκδόθηκε πρόσφατα με τίτλο Europe: The Struggle for Supremacy, From 1453 to the Present [2].
Greek Finance Forum Tromaktiko
Η Μάργκαρετ Θάτσερ επανέφερε το Ηνωμένο Βασίλειο στη διεθνή σκηνή ως μια σημαντική δύναμη. Αλλά απέτυχε να δει ότι η καλύτερη ελπίδα για το μέλλον της Ευρώπης ήταν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε το μερίδιό του στους αξιόλογους πρωθυπουργούς του εικοστού αιώνα. Ο David Lloyd George ήταν από πολλές απόψεις ο αρχιτέκτονας της νίκης επί της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Winston Churchill οδήγησε τη χώρα στη νίκη στον δεύτερο μεγάλο πόλεμο. Ο Clement Attlee αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος για την μεταμόρφωση της βρετανικής κοινωνίας μετά το 1945, με τη δημιουργία του κράτους πρόνοιας. Κανένας από αυτούς, όμως, δεν έδωσε το όνομά του σε έναν «-ισμό». Θα υπήρχε κάτι σχεδόν μη-βρετανικό σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όλα αυτά άλλαξαν το 1979 με την εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ. Το περίγραμμα του θατσερισμού στο κοινωνικο-οικονομικό μέτωπο είναι πολύ γνωστό: υποχώρηση των ορίων του κράτους, έμφαση στην ατομική ευθύνη και υποστήριξη της επιχειρηματικής δημιουργικότητας
Στο κάτω - κάτω, το παρατσούκλι «Σιδηρά Κυρία» απονεμήθηκε στην Θάτσερ όχι από τους Βρετανούς ανθρακωρύχους και τους πολλούς άλλους εγχώριους αντιπάλους της, αλλά από τον σοβιετικό Τύπο στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Αντανακλούσε την φήμη της για την σκληρότητά της στα στρατιωτικά και διπλωματικά μέτωπα, ιδίως στην κοινή προσπάθεια με τον Αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν για την ενίσχυση της πυρηνικής άμυνας της Δύσης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ο ανένδοτος αγώνας της Θάτσερ εναντίον της τρομοκρατίας στην Ιρλανδική Δημοκρατία την χάρισε το άσβεστο μίσος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), που έκανε την πρώτη στοχευμένη προσπάθεια δολοφονίας εναντίον Βρετανού πρωθυπουργού με την περιβόητη βόμβα στο ξενοδοχείο Brighton του 1984. Η πλέον πλήρης νίκη της ήρθε στον πόλεμο των Φώκλαντ το 1982, όταν απέστειλε βρετανικές δυνάμεις - με σημαντικό ρίσκο – για να διώξει την αργεντίνικη χούντα από τα νησιά Φώκλαντ. (Η σύγκρουση έληξε με αποφασιστική βρετανική νίκη). Οι σχέσεις της Θάτσερ με τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ήταν πιο ειρηνικές, αλλά παρά ταύτα οι ηγέτες της ηπειρωτικής Ευρώπης φοβούνταν το σθένος με το οποίο εκπροσωπούσε τα βρετανικά συμφέροντα στις Βρυξέλλες. Μετά από δεκαετίες διολίσθησης και παρακμής, η Θάτσερ επανέφερε το Ηνωμένο Βασίλειο ως μια σημαντική δύναμη στη διεθνή σκηνή.
Τρεις διαπλεκόμενες - αλλά όχι πάντα αλληλοενισχυόμενες - παρορμήσεις καθοδήγησαν την εξωτερική πολιτική της Θάτσερ. Πρώτον, η Σιδηρά Κυρία μισούσε τους δικτάτορες και τους νταήδες κάθε είδους. Αρνήθηκε να φοβηθεί από τη βία του IRA και περιφρόνησε την κουλτούρα του φόβου που το ιρλανδικό ρεπουμπλικανικό κίνημα ενίσχυε προκειμένου να διατηρεί την ενότητά του. Ο δυναμισμός της στα Φώκλαντ αντανακλούσε την αποφασιστικότητα να μην παραδώσει τους κατοίκους του νησιού στο στρατιωτικό καθεστώς του Μπουένος Άιρες, του οποίου οι αβυσσαλέες επιδόσεις επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν γνωστές. Και η αντίθεσή της στο σοβιετικό μπλοκ ανανεωνόταν από μια βαθιά συμπάθεια για τις κινήσεις αντιφρονούντων σε μέρη όπως η Τσεχοσλοβακία και η Πολωνία. Αργότερα, η Θάτσερ ήταν ένα από τα λίγα μέλη του βρετανικού πολιτικού κατεστημένου που μίλησε έντονα εναντίον της σερβικής εθνοκάθαρσης στη Βοσνία [3].
Θεμελιωτικό αυτού του μίσους εναντίον των δικτατόρων ήταν το δεύτερο κίνητρο που οδηγούσε την εξωτερική πολιτική της Θάτσερ: η παθιασμένη αφοσίωσή της στη δημοκρατία. Ήταν εξοργισμένη που η Εθνική Ένωση Εργατών Ορυχείων αρνήθηκε να επιτρέψει στα μέλη της να ψηφίσουν για το αν θα απεργήσουν, μια απόφαση που τελικά ελήφθη στο όνομα των ανθρακωρύχων από μια αυταρχική, σοβιετικού τύπου συνδικαλιστική ηγεσία. Η άκαμπτη στάση της κατά της τρομοκρατίας του IRA είχε τις ρίζες της στην γνώση ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων στην Βόρεια Ιρλανδία ήθελε να παραμείνει τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Η στενή σχέση της Θάτσερ με τον Ρέιγκαν στηριζόταν, πάνω απ’ όλα, στην κοινή πίστη τους στον εγχώριο οικονομικό φιλελευθερισμό και την προώθηση της δημοκρατίας στο εξωτερικό, τουλάχιστον στον κομμουνιστικό κόσμο. Σίγουρα, η αντίληψή της για την δημοκρατία ίσως ήταν λίγο στενή. Αργούσε να καταλάβει, για παράδειγμα, ότι το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής δεν ήταν κατάλληλο για μια διαιρεμένη κοινωνία όπως η Βόρεια Ιρλανδία, και ότι ένα σύστημα που εγγυάται μεγαλύτερη κατανομής εξουσίας μεταξύ των διαφόρων ομάδων θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα.
Παρά την φήμη της για σκληρότητα, η Θάτσερ συχνά έδειχνε αξιοσημείωτη φαντασία. Ήταν η πρώτη δυτική ηγέτης που αναγνώρισε την σπουδαιότητα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τον οποίο περιέγραφε ως «ένα άτομο που μπορούμε να συνεργαστούμε», ακόμη και πριν από την άνοδό του στην Σοβιετική ηγεσία. Στο πλαίσιο αυτό, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Ομοίως, η Θάτσερ προώθησε την αγγλο-ιρλανδική συμφωνία στην δεκαετία του 1980, απέναντι στην μανιώδη αντιπολίτευση των Ενωτικών, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στην κυβέρνηση του Δουβλίνου για έναν εποικοδομητικό ρόλο στην ειρηνευτική διαδικασία. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, η Θάτσερ ήξερε ότι έπρεπε να διαπραγματευθεί από θέση ισχύος - είτε επρόκειτο για μια ευνοϊκή ισορροπία πυρηνικών όπλων με την Σοβιετική Ένωση είτε για μια ισχυρή αντιτρομοκρατική στρατηγική που μείωσε την απειλή της IRA σε αυτό που ονομάστηκε «ένα αποδεκτό επίπεδο βίας». Στην συνέχεια, η συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 ενσωμάτωσε την Αρχή της δημοκρατικής συναίνεσης που τόσο καιρό απέφευγαν οι ένοπλοι δημοκρατικοί.
Εκεί που τελικά η Θάτσερ απελευθερώθηκε, ήταν στην τρίτη προτεραιότητά της, η οποία ήταν η ανησυχία της για την γερμανική δύναμη [4] - και μια σχετική βαθιά αμφιθυμία σχετικά με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ήταν ένθερμη υποστηρικτής της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς, εν μέρει λόγω της πίστης της στο ελεύθερο εμπόριο και εν μέρει επειδή σκεπτόταν ότι μια ανανεωμένη και οικονομικά ισχυρή Ευρώπη θα συμβάλει στην συγκράτηση της Σοβιετικής Ένωσης. Ταυτόχρονα, όμως, η Θάτσερ ανήκε σε μια γενιά που είχε περάσει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και φυσικά φοβόταν την γερμανική δύναμη και την ενοποίηση της Γερμανίας. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, άρχισε να βλέπει την αυξανόμενη επιρροή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες όχι μόνο ως μια καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του βρετανικού λαού, αλλά και ως μέσο για την επανάκτηση της γερμανικής δύναμης στην ήπειρο. Αυτό την απομάκρυνε όχι μόνο από τους Γάλλους, για τους οποίους η Ευρώπη ήταν μια εφεύρεση ανάσχεσης των ιστορικών εχθρών της, αλλά και από τον καγκελάριο της Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ, του οποίου την ειλικρινή βούληση για μια ενωμένη Ευρώπη, λανθασμένα την εξέλαβε ως το φύλλο συκής για την επανάκτηση της γερμανικής δύναμης.
Το 1989-90, η δέσμευση της Θάτσερ στην δημοκρατία και ο φόβος της Γερμανίας ήταν σε άμεση αντίφαση. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ άνοιξε τον δρόμο στον γερμανικό λαό να εκφράσει την δημοκρατική επιθυμία του για επανένωση. Η Θάτσερ εξέφρασε τότε την ανησυχία ότι μια ενωμένη δημοκρατία «για άλλη μια φορά, θα κυριαρχήσει στο σύνολο της Ευρώπης». Για κάποιο διάστημα, φαινόταν ότι θα συνεργαζόταν με τον Γκορμπατσόφ και τον Γάλλο πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν ώστε να το αποτρέψει. Με μεγάλη δυσκολία οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι προσωπικοί της σύμβουλοι την έπεισαν να δεχτεί το αναπόφευκτο.
Σχεδόν 25 χρόνια αργότερα, καθώς η Ευρώπη παλεύει με την οικονομική κρίση και το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ του Βερολίνου και της υπόλοιπης ηπείρου, οι ανησυχίες της Θάτσερ δεν φαίνονται τόσο υπερβολικές - όχι λόγω κάποιας μοχθηρίας προς την πλευρά της Γερμανίας, αλλά λόγω της ραγισμένης δομής του κοινού νομίσματος και του μεγέθους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Η έλλειψη φαντασίας που επέδειξε η Θάτσερ στην δεκαετία του 1980 ήταν να επιμείνει στην επανεθνικοποίηση των εξουσιών που όδευαν προς τις Βρυξέλλες, αντί να επιτρέψει στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες να «επενδύσουν» στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης δημοκρατικά, μέσω της δημιουργίας ενός ενιαίου εκλογικού και πολιτικού χώρου. Φυσικά, η προκύπτουσα απώλεια της βρετανικής κυριαρχίας θα ήταν απαράδεκτη για την Θάτσερ και βεβαίως και για τον βρετανικό λαό. Όμως, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα μπορούσε τουλάχιστον να έχει δώσει στο Λονδίνο μια θετική ατζέντα προς την Ευρώπη, αντί της αμφιταλαντευόμενης προσέγγισης των τριών τελευταίων δεκαετιών.
Foreign Affairs
*Ο BRENDAN SIMMS είναι καθηγητής Ιστορίας των Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, συνεργάτης στο ίδρυμα Carl Friedrich von Siemens, και πρόεδρος του Project for Democratic Union [1]. Είναι συγγραφέας του βιβλίου που εκδόθηκε πρόσφατα με τίτλο Europe: The Struggle for Supremacy, From 1453 to the Present [2].
Greek Finance Forum Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ