2013-04-11 16:09:48
Ανοίγουν νέα μέτωπα χωρίς να κλείνουν οι παλιές εκκρεμότητες.
Πριν από μερικές εβδομάδες ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς εκτιμούσε δημόσια ότι η ελληνική οικονομία θα «απογειωνόταν» μετά το φθινόπωρο του 2013, ενώ το Μαξίμου διέρρεε προς τα ΜΜΕ την απόφαση της κυβερνητικής ηγεσίας να σκληρύνει τη διαπραγματευτική της στάση έναντι της τρόικας και να απαιτήσει «εδώ και τώρα» τη χαλάρωση της πολιτικής που εφαρμόζεται.
Τα παραπάνω μοιάζουν να ανήκουν σε ένα μακρινό πολιτικό παρελθόν, εφόσον η κυβέρνηση Σαμαρά βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με νέα μέτωπα, χωρίς να έχει κλείσει τις παλιές εκκρεμότητες.
Ευρωπαϊκή σκλήρυνση
Μετά την ισοπεδωτική διαχείριση της κυπριακής κρίσης αλλά και την αυστηρή αντιμετώπιση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης της Πορτογαλίας, η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας,
που έκρινε αντισυνταγματικά πολλά από τα οικονομικά μέτρα, και των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει στα πλαίσια του μνημονίου, δεν υπάρχουν περιθώρια παρερμηνείας της στάσης των Ευρωπαίων από την Αθήνα. Παρατηρείται σκλήρυνση στην πολιτική των ισχυρών χωρών της Ευρωζώνης, και ιδιαίτερα της Γερμανίας, έναντι των υπερχρεωμένων περιφερειακών χωρών, που βρίσκονται σε μνημονιακή ή προμνημονιακή κατάσταση.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, θέμα άμεσης χαλάρωσης της πολιτικής που εφαρμόζεται, αντίθετα, το πιθανότερο είναι ότι θα εφαρμοστεί υπό την αυστηρή εποπτεία των Ευρωπαίων εταίρων και πιστωτών μας, ανεξάρτητα από το οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Δημοσιονομικές αποκλίσεις
Η αλλαγή του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος προς το χειρότερο έρχεται την πιο ακατάλληλη περίοδο για την ελληνική κυβέρνηση. Σημειώνονται ήδη μεγάλες αποκλίσεις στην εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2013 και εξαντλούνται όλα τα περιθώρια δημιουργικής λογιστικής για να κερδηθούν λίγοι μήνες σε ό,τι αφορά την επισημοποίηση του διαχειριστικού, δημοσιονομικού αδιεξόδου.
Προς το παρόν, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης παραδέχεται τη μεγάλη πτώση των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου, η οποία φαίνεται να παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις με το πέρασμα του χρόνου. Οι φόροι που σχετίζονται με την κατανάλωση και τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων μειώνονται σε ετήσια βάση με ποσοστά της τάξης του 15%-20%, εξαιτίας της συνέχισης της οικονομικής ύφεσης.
Αυξητική είναι η τάση των φόρων που επιβάλλονται στην περιουσία, και ειδικά στα ακίνητα. Το 2013 θα υπάρξει μεγάλη αύξηση στη συνολική επιβάρυνση των ακινήτων εξαιτίας του ΦΑΠ (Φόρος Ακίνητης Περιουσίας) που επιβλήθηκε τα προηγούμενα χρόνια αλλά παρουσιάζεται τώρα στους ιδιοκτήτες ακινήτων. Η πολυδιαφημισμένη ελάφρυνση κατά 10%-15% του «χαρατσιού Βενιζέλου», που επιβάλλεται με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, δεν αποτρέπει τη νέα μεγάλη αύξηση της συνολικής φορολογίας των ακινήτων. Τα στοιχεία του Ιανουαρίου για την οικοδομική δραστηριότητα είναι εφιαλτικά –παρουσιάζει πρόσθετη πτώση 36% σε σχέση με τα ήδη πολύ χαμηλά επίπεδα του Ιανουαρίου του 2012–, αυτό όμως δεν φαίνεται να συγκινεί τους κυβερνητικούς και τους τροϊκανούς αρμόδιους. Η υπερφορολόγηση των ακινήτων θα συνεχιστεί, γιατί η υστέρηση στους φόρους που σχετίζονται με την κατανάλωση και τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων ενισχύει το ειδικό βάρος τους στην εφαρμογή του τρίτου μνημονίου.
Εκτόξευση ελλείμματος
Ανεξάρτητα από την πορεία των εσόδων του Δημοσίου, τη μείωση των μισθών και των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών, το δημοσιονομικό έλλειμμα επιχειρεί νέα άλματα. Το 2012 έκλεισε με το δημοσιονομικό έλλειμμα να εκτιμάται στο 9,5% του ΑΕΠ, ενώ στην πραγματικότητα πρέπει να είναι διψήφιο. Ο αναθεωρημένος στόχος για υποχώρησή του προς το 7% του ΑΕΠ εγκαταλείφθηκε, εξαιτίας του κόστους που είχε για τον προϋπολογισμό, το κράτος και φυσικά τους φορολογούμενους πολίτες η στήριξη των προβληματικών τραπεζών με δημόσιο χρήμα. Τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα το 2013 σε ό,τι αφορά τη δέσμευση δημόσιου χρήματος υπέρ του τραπεζικού συστήματος, γι’ αυτό προβλέπεται ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ, θα επιστρέψει δηλαδή στα καταστροφικά υψηλά επίπεδα του 2009.
Πρόκειται για μία συγκλονιστική εξέλιξη, που αναδεικνύει την έλλειψη στοιχειώδους οικονομικού σχεδιασμού από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων και της τρόικας και επιβεβαιώνει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι, ούτε μπορεί να γίνει, βιώσιμο.
Το «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου αποσταθεροποίησε τις ελληνικές τράπεζες και τις μετέτρεψε σε φαντάσματα του δυναμικού παρελθόντος τους. Το αποτέλεσμα είναι να χρειάζονται τουλάχιστον 50 δισ. για την ανακεφαλαιοποίησή τους –15 δισ. περισσότερα απ’ όσα πρόσφεραν υποχρεωτικά μέσω της διαδικασίας των «κουρεμάτων»–, τα οποία βέβαια χρεώνονται στον κρατικό προϋπολογισμό και στους φορολογούμενους πολίτες. Η Ελλάδα χρεοκόπησε το 2009-2010 εξαιτίας υπερβολικών δαπανών και της απαράδεκτης δημοσιονομικής χαλάρωσης της περιόδου 2004-2009. Τώρα κινδυνεύει με νέες δημοσιονομικές περιπέτειες ιρλανδικού τύπου. Η χρεοκοπία του Δημοσίου οδήγησε στην αποσταθεροποίηση των τραπεζών και η αποτροπή της χρεοκοπίας των τραπεζών επιβάλλει νέες μεγάλες δαπάνες στο Δημόσιο.
Κυβερνητικοί και τραπεζικοί παράγοντες προσπαθούν να είναι καθησυχαστικοί και υποστηρίζουν ότι πρόκειται για δαπάνες που επιβαρύνουν μόνο τους κρατικούς προϋπολογισμούς του 2012 και του 2013 και δεν πρόκειται να επαναληφθούν. Στη διαμόρφωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος έχει σημασία το αποτέλεσμα και δευτερευόντως τα αίτια. Το αποτέλεσμα της λαθεμένης πολιτικής που ακολουθήθηκε –υπερβολικά ισοπεδωτικής για την εθνική οικονομία αλλά και το τραπεζικό σύστημα– είναι ότι θα έχουμε το 2013 δημοσιονομικό έλλειμμα συγκρίσιμο με το έλλειμμα-ρεκόρ του 2009. Αυτό σημαίνει ότι είναι πλέον μαθηματικά αδύνατη η υποχώρηση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου στο 120% του ΑΕΠ σε βάθος δεκαετίας, σύμφωνα με το σχεδιασμό της τρόικας. Το δημόσιο χρέος ετοιμάζεται για το μεγάλο άλμα προς το 200% του ΑΕΠ και είναι πρακτικά αδύνατη η εκτίμηση της μεσομακροπρόθεσμης εξέλιξής του.
Εθνικό αδιέξοδο
Η ματαίωση της συγχώνευσης της Εθνικής Τράπεζας και της Eurobank –επρόκειτο στην ουσία για απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη– έφερε στην επιφάνεια τις απαράδεκτες πλευρές του μνημονιακού τραπεζικού συστήματος.
Με τον τρόπο που λειτουργούν οι τράπεζες σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, περιορίζεται στο ελάχιστο το ενδιαφέρον των επενδυτών για συμμετοχή στις προγραμματισμένες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Δυσκολεύονται να καλύψουν ακόμα και το εξαιρετικά περιορισμένο 10% της συνολικής αύξησης κεφαλαίου με ιδιωτικά κεφάλαια. Η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας φαίνεται να έχει συμβιβαστεί με την αδυναμία εξεύρεσης επενδυτών, ενώ η διοίκηση της Eurobank το παλεύει, γεγονός που εξηγεί και την εντυπωσιακή άνοδο της τιμής της μετοχής της από εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, φτάνουμε σε έναν εντελώς ανορθόδοξο τρόπο λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβάλει στην έξοδο της οικονομίας από την ύφεση. Τα 50 δισ. της ανακεφαλαιοποίησης φορτώνονται στις αδύναμες οικονομικές πλάτες του φορολογούμενου λαού, ενώ δεν τίθεται καν θέμα δημόσιου ελέγχου των βαριά επιδοτούμενων τραπεζών. Εάν εξασφαλιστεί το 10% της ανακεφαλαιοποίησης από ιδιωτικά κεφάλαια, οι φορολογούμενοι πολίτες θα πληρώσουν έναν εξωφρενικό λογαριασμό για να παραμείνουν οι τράπεζες ιδιωτικές. Εάν δεν υπάρξει συμμετοχή των ιδιωτών για την κάλυψη του 10% της ανακεφαλαιοποίησης, τότε ο πλήρης έλεγχος των τραπεζών θα περάσει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης, με το λογαριασμό των 50 δισ. να καταλήγει πάλι στους φορολογούμενους πολίτες. Το χρήμα είναι δημόσιο σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση των τραπεζών, αλλά ο έλεγχος θα είναι ιδιωτικός ή ευρωπαϊκός, ανάλογα με τη δυνατότητα κάλυψης του 10% της ανακεφαλαιοποίησης από ιδιώτες επενδυτές.
Φτάνουμε δηλαδή σε ένα αξιοπερίεργο τραπεζικό πείραμα με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική χρηματοδότηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Πολιτικό μπλοκάρισμα
Η κυβέρνηση Σαμαρά είναι υποχρεωμένη να λειτουργεί σε ένα πιο δύσκολο ευρωπαϊκό περιβάλλον, έχει χάσει για διάφορους λόγους τον έλεγχο της δημοσιονομικής διαχείρισης, ενώ όλα δείχνουν πως η κρίση του τραπεζικού συστήματος θα συνεχιστεί, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο δύσκολη η ανάκαμψη της οικονομίας. Ήδη έχει αρχίσει η γνώριμη αναθεώρηση των προγνώσεων για την πορεία της οικονομίας προς το χειρότερο. Η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι η πτώση του ΑΕΠ θα ήταν της τάξης του 4%-4,2% το 2013, αλλά τώρα πληθαίνουν οι ειδικοί και οι οργανισμοί που προβλέπουν ύφεση της τάξης του 4,5%-5% για τη χρονιά που διανύουμε.
Την κατάσταση περιπλέκει η πολιτική αδρανοποίηση της κυβέρνησης Σαμαρά, εξαιτίας των εσωτερικών αντιφάσεών της. Σε μια περίοδο κατά την οποία η τρόικα ζητεί επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών και καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει στη συμφωνημένη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, η ΔΗΜΑΡ θέτει βέτο, εκτιμώντας ότι μπορεί να καταγράψει μεγάλα εκλογικά και πολιτικά κέρδη.
Στην περίπτωση που ματαιωθεί το πρόγραμμα απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων που περιλαμβάνεται στο τρίτο μνημόνιο, η ΔΗΜΑΡ θα εμφανιστεί στο εκλογικό σώμα σαν ο εγγυητής της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Στην περίπτωση που ο κ. Σαμαράς παρακάμψει τις αντιρρήσεις του κ. Κουβέλη και τιμήσει την υπογραφή που έχει βάλει μαζί με τον κ. Βενιζέλο στο μνημόνιο, η ΔΗΜΑΡ μπορεί να κρατήσει αποστάσεις από την κυβερνητική πολιτική και να προετοιμάσει με τον τρόπο αυτό τη μελλοντική της συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, σε περίπτωση που ο τελευταίος πάρει την εκλογική πρωτιά από τη ΝΔ και μαζί με αυτή το «μπόνους» των 50 βουλευτικών εδρών.
Ανεξάρτητα από το ποιο πολιτικό σενάριο θα υλοποιηθεί, είναι γεγονός ότι η δυσκολία συνεννόησης των κυβερνητικών εταίρων ρίχνει ακόμα πιο χαμηλά το επίπεδο του κυβερνητικού έργου. Ο κ. Σαμαράς, ο οποίος προέρχεται από τη λαϊκίστικη πτέρυγα της ΝΔ, δεν πιστεύει στον αναγκαίο εκσυγχρονισμό, απλά τον χρησιμοποίησε σαν μέθοδο προσωρινού ελέγχου της εκλογικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ και συνεννόησης με την καγκελάριο της Γερμανίας κ. Μέρκελ. Ο κ. Βενιζέλος έχει ένα διαχειριστικό παρελθόν με βασικά χαρακτηριστικά τη φαυλότητα, τη διαπλοκή και την αναποτελεσματικότητα, ενώ ο κ. Κουβέλης δεν έχει ασχοληθεί ποτέ στη ζωή του στα σοβαρά με οικονομικά ζητήματα, προτιμώντας τις γενικές διατυπώσεις, που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν δεσμεύουν κανέναν και δεν σημαίνουν τίποτα.
Επανερχόμαστε σε φάση κλιμάκωσης της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, με την κυβέρνηση συνασπισμού να έχει αδρανοποιηθεί εξαιτίας των εσωτερικών της αντιφάσεων.
citypress.gr
Πριν από μερικές εβδομάδες ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς εκτιμούσε δημόσια ότι η ελληνική οικονομία θα «απογειωνόταν» μετά το φθινόπωρο του 2013, ενώ το Μαξίμου διέρρεε προς τα ΜΜΕ την απόφαση της κυβερνητικής ηγεσίας να σκληρύνει τη διαπραγματευτική της στάση έναντι της τρόικας και να απαιτήσει «εδώ και τώρα» τη χαλάρωση της πολιτικής που εφαρμόζεται.
Τα παραπάνω μοιάζουν να ανήκουν σε ένα μακρινό πολιτικό παρελθόν, εφόσον η κυβέρνηση Σαμαρά βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με νέα μέτωπα, χωρίς να έχει κλείσει τις παλιές εκκρεμότητες.
Ευρωπαϊκή σκλήρυνση
Μετά την ισοπεδωτική διαχείριση της κυπριακής κρίσης αλλά και την αυστηρή αντιμετώπιση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης της Πορτογαλίας, η οποία προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας,
που έκρινε αντισυνταγματικά πολλά από τα οικονομικά μέτρα, και των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει στα πλαίσια του μνημονίου, δεν υπάρχουν περιθώρια παρερμηνείας της στάσης των Ευρωπαίων από την Αθήνα. Παρατηρείται σκλήρυνση στην πολιτική των ισχυρών χωρών της Ευρωζώνης, και ιδιαίτερα της Γερμανίας, έναντι των υπερχρεωμένων περιφερειακών χωρών, που βρίσκονται σε μνημονιακή ή προμνημονιακή κατάσταση.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, θέμα άμεσης χαλάρωσης της πολιτικής που εφαρμόζεται, αντίθετα, το πιθανότερο είναι ότι θα εφαρμοστεί υπό την αυστηρή εποπτεία των Ευρωπαίων εταίρων και πιστωτών μας, ανεξάρτητα από το οικονομικό και κοινωνικό κόστος.
Δημοσιονομικές αποκλίσεις
Η αλλαγή του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος προς το χειρότερο έρχεται την πιο ακατάλληλη περίοδο για την ελληνική κυβέρνηση. Σημειώνονται ήδη μεγάλες αποκλίσεις στην εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2013 και εξαντλούνται όλα τα περιθώρια δημιουργικής λογιστικής για να κερδηθούν λίγοι μήνες σε ό,τι αφορά την επισημοποίηση του διαχειριστικού, δημοσιονομικού αδιεξόδου.
Προς το παρόν, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης παραδέχεται τη μεγάλη πτώση των φορολογικών εσόδων του Δημοσίου, η οποία φαίνεται να παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις με το πέρασμα του χρόνου. Οι φόροι που σχετίζονται με την κατανάλωση και τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων μειώνονται σε ετήσια βάση με ποσοστά της τάξης του 15%-20%, εξαιτίας της συνέχισης της οικονομικής ύφεσης.
Αυξητική είναι η τάση των φόρων που επιβάλλονται στην περιουσία, και ειδικά στα ακίνητα. Το 2013 θα υπάρξει μεγάλη αύξηση στη συνολική επιβάρυνση των ακινήτων εξαιτίας του ΦΑΠ (Φόρος Ακίνητης Περιουσίας) που επιβλήθηκε τα προηγούμενα χρόνια αλλά παρουσιάζεται τώρα στους ιδιοκτήτες ακινήτων. Η πολυδιαφημισμένη ελάφρυνση κατά 10%-15% του «χαρατσιού Βενιζέλου», που επιβάλλεται με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, δεν αποτρέπει τη νέα μεγάλη αύξηση της συνολικής φορολογίας των ακινήτων. Τα στοιχεία του Ιανουαρίου για την οικοδομική δραστηριότητα είναι εφιαλτικά –παρουσιάζει πρόσθετη πτώση 36% σε σχέση με τα ήδη πολύ χαμηλά επίπεδα του Ιανουαρίου του 2012–, αυτό όμως δεν φαίνεται να συγκινεί τους κυβερνητικούς και τους τροϊκανούς αρμόδιους. Η υπερφορολόγηση των ακινήτων θα συνεχιστεί, γιατί η υστέρηση στους φόρους που σχετίζονται με την κατανάλωση και τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων ενισχύει το ειδικό βάρος τους στην εφαρμογή του τρίτου μνημονίου.
Εκτόξευση ελλείμματος
Ανεξάρτητα από την πορεία των εσόδων του Δημοσίου, τη μείωση των μισθών και των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών, το δημοσιονομικό έλλειμμα επιχειρεί νέα άλματα. Το 2012 έκλεισε με το δημοσιονομικό έλλειμμα να εκτιμάται στο 9,5% του ΑΕΠ, ενώ στην πραγματικότητα πρέπει να είναι διψήφιο. Ο αναθεωρημένος στόχος για υποχώρησή του προς το 7% του ΑΕΠ εγκαταλείφθηκε, εξαιτίας του κόστους που είχε για τον προϋπολογισμό, το κράτος και φυσικά τους φορολογούμενους πολίτες η στήριξη των προβληματικών τραπεζών με δημόσιο χρήμα. Τα πράγματα θα γίνουν πολύ χειρότερα το 2013 σε ό,τι αφορά τη δέσμευση δημόσιου χρήματος υπέρ του τραπεζικού συστήματος, γι’ αυτό προβλέπεται ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα ξεπεράσει το 15% του ΑΕΠ, θα επιστρέψει δηλαδή στα καταστροφικά υψηλά επίπεδα του 2009.
Πρόκειται για μία συγκλονιστική εξέλιξη, που αναδεικνύει την έλλειψη στοιχειώδους οικονομικού σχεδιασμού από την πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων και της τρόικας και επιβεβαιώνει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι, ούτε μπορεί να γίνει, βιώσιμο.
Το «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου αποσταθεροποίησε τις ελληνικές τράπεζες και τις μετέτρεψε σε φαντάσματα του δυναμικού παρελθόντος τους. Το αποτέλεσμα είναι να χρειάζονται τουλάχιστον 50 δισ. για την ανακεφαλαιοποίησή τους –15 δισ. περισσότερα απ’ όσα πρόσφεραν υποχρεωτικά μέσω της διαδικασίας των «κουρεμάτων»–, τα οποία βέβαια χρεώνονται στον κρατικό προϋπολογισμό και στους φορολογούμενους πολίτες. Η Ελλάδα χρεοκόπησε το 2009-2010 εξαιτίας υπερβολικών δαπανών και της απαράδεκτης δημοσιονομικής χαλάρωσης της περιόδου 2004-2009. Τώρα κινδυνεύει με νέες δημοσιονομικές περιπέτειες ιρλανδικού τύπου. Η χρεοκοπία του Δημοσίου οδήγησε στην αποσταθεροποίηση των τραπεζών και η αποτροπή της χρεοκοπίας των τραπεζών επιβάλλει νέες μεγάλες δαπάνες στο Δημόσιο.
Κυβερνητικοί και τραπεζικοί παράγοντες προσπαθούν να είναι καθησυχαστικοί και υποστηρίζουν ότι πρόκειται για δαπάνες που επιβαρύνουν μόνο τους κρατικούς προϋπολογισμούς του 2012 και του 2013 και δεν πρόκειται να επαναληφθούν. Στη διαμόρφωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος έχει σημασία το αποτέλεσμα και δευτερευόντως τα αίτια. Το αποτέλεσμα της λαθεμένης πολιτικής που ακολουθήθηκε –υπερβολικά ισοπεδωτικής για την εθνική οικονομία αλλά και το τραπεζικό σύστημα– είναι ότι θα έχουμε το 2013 δημοσιονομικό έλλειμμα συγκρίσιμο με το έλλειμμα-ρεκόρ του 2009. Αυτό σημαίνει ότι είναι πλέον μαθηματικά αδύνατη η υποχώρηση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου στο 120% του ΑΕΠ σε βάθος δεκαετίας, σύμφωνα με το σχεδιασμό της τρόικας. Το δημόσιο χρέος ετοιμάζεται για το μεγάλο άλμα προς το 200% του ΑΕΠ και είναι πρακτικά αδύνατη η εκτίμηση της μεσομακροπρόθεσμης εξέλιξής του.
Εθνικό αδιέξοδο
Η ματαίωση της συγχώνευσης της Εθνικής Τράπεζας και της Eurobank –επρόκειτο στην ουσία για απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη– έφερε στην επιφάνεια τις απαράδεκτες πλευρές του μνημονιακού τραπεζικού συστήματος.
Με τον τρόπο που λειτουργούν οι τράπεζες σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, περιορίζεται στο ελάχιστο το ενδιαφέρον των επενδυτών για συμμετοχή στις προγραμματισμένες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Δυσκολεύονται να καλύψουν ακόμα και το εξαιρετικά περιορισμένο 10% της συνολικής αύξησης κεφαλαίου με ιδιωτικά κεφάλαια. Η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας φαίνεται να έχει συμβιβαστεί με την αδυναμία εξεύρεσης επενδυτών, ενώ η διοίκηση της Eurobank το παλεύει, γεγονός που εξηγεί και την εντυπωσιακή άνοδο της τιμής της μετοχής της από εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, φτάνουμε σε έναν εντελώς ανορθόδοξο τρόπο λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμβάλει στην έξοδο της οικονομίας από την ύφεση. Τα 50 δισ. της ανακεφαλαιοποίησης φορτώνονται στις αδύναμες οικονομικές πλάτες του φορολογούμενου λαού, ενώ δεν τίθεται καν θέμα δημόσιου ελέγχου των βαριά επιδοτούμενων τραπεζών. Εάν εξασφαλιστεί το 10% της ανακεφαλαιοποίησης από ιδιωτικά κεφάλαια, οι φορολογούμενοι πολίτες θα πληρώσουν έναν εξωφρενικό λογαριασμό για να παραμείνουν οι τράπεζες ιδιωτικές. Εάν δεν υπάρξει συμμετοχή των ιδιωτών για την κάλυψη του 10% της ανακεφαλαιοποίησης, τότε ο πλήρης έλεγχος των τραπεζών θα περάσει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης, με το λογαριασμό των 50 δισ. να καταλήγει πάλι στους φορολογούμενους πολίτες. Το χρήμα είναι δημόσιο σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση των τραπεζών, αλλά ο έλεγχος θα είναι ιδιωτικός ή ευρωπαϊκός, ανάλογα με τη δυνατότητα κάλυψης του 10% της ανακεφαλαιοποίησης από ιδιώτες επενδυτές.
Φτάνουμε δηλαδή σε ένα αξιοπερίεργο τραπεζικό πείραμα με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική χρηματοδότηση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Πολιτικό μπλοκάρισμα
Η κυβέρνηση Σαμαρά είναι υποχρεωμένη να λειτουργεί σε ένα πιο δύσκολο ευρωπαϊκό περιβάλλον, έχει χάσει για διάφορους λόγους τον έλεγχο της δημοσιονομικής διαχείρισης, ενώ όλα δείχνουν πως η κρίση του τραπεζικού συστήματος θα συνεχιστεί, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο δύσκολη η ανάκαμψη της οικονομίας. Ήδη έχει αρχίσει η γνώριμη αναθεώρηση των προγνώσεων για την πορεία της οικονομίας προς το χειρότερο. Η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι η πτώση του ΑΕΠ θα ήταν της τάξης του 4%-4,2% το 2013, αλλά τώρα πληθαίνουν οι ειδικοί και οι οργανισμοί που προβλέπουν ύφεση της τάξης του 4,5%-5% για τη χρονιά που διανύουμε.
Την κατάσταση περιπλέκει η πολιτική αδρανοποίηση της κυβέρνησης Σαμαρά, εξαιτίας των εσωτερικών αντιφάσεών της. Σε μια περίοδο κατά την οποία η τρόικα ζητεί επιτάχυνση των διαρθρωτικών αλλαγών και καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει στη συμφωνημένη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, η ΔΗΜΑΡ θέτει βέτο, εκτιμώντας ότι μπορεί να καταγράψει μεγάλα εκλογικά και πολιτικά κέρδη.
Στην περίπτωση που ματαιωθεί το πρόγραμμα απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων που περιλαμβάνεται στο τρίτο μνημόνιο, η ΔΗΜΑΡ θα εμφανιστεί στο εκλογικό σώμα σαν ο εγγυητής της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Στην περίπτωση που ο κ. Σαμαράς παρακάμψει τις αντιρρήσεις του κ. Κουβέλη και τιμήσει την υπογραφή που έχει βάλει μαζί με τον κ. Βενιζέλο στο μνημόνιο, η ΔΗΜΑΡ μπορεί να κρατήσει αποστάσεις από την κυβερνητική πολιτική και να προετοιμάσει με τον τρόπο αυτό τη μελλοντική της συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, σε περίπτωση που ο τελευταίος πάρει την εκλογική πρωτιά από τη ΝΔ και μαζί με αυτή το «μπόνους» των 50 βουλευτικών εδρών.
Ανεξάρτητα από το ποιο πολιτικό σενάριο θα υλοποιηθεί, είναι γεγονός ότι η δυσκολία συνεννόησης των κυβερνητικών εταίρων ρίχνει ακόμα πιο χαμηλά το επίπεδο του κυβερνητικού έργου. Ο κ. Σαμαράς, ο οποίος προέρχεται από τη λαϊκίστικη πτέρυγα της ΝΔ, δεν πιστεύει στον αναγκαίο εκσυγχρονισμό, απλά τον χρησιμοποίησε σαν μέθοδο προσωρινού ελέγχου της εκλογικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ και συνεννόησης με την καγκελάριο της Γερμανίας κ. Μέρκελ. Ο κ. Βενιζέλος έχει ένα διαχειριστικό παρελθόν με βασικά χαρακτηριστικά τη φαυλότητα, τη διαπλοκή και την αναποτελεσματικότητα, ενώ ο κ. Κουβέλης δεν έχει ασχοληθεί ποτέ στη ζωή του στα σοβαρά με οικονομικά ζητήματα, προτιμώντας τις γενικές διατυπώσεις, που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν δεσμεύουν κανέναν και δεν σημαίνουν τίποτα.
Επανερχόμαστε σε φάση κλιμάκωσης της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, με την κυβέρνηση συνασπισμού να έχει αδρανοποιηθεί εξαιτίας των εσωτερικών της αντιφάσεων.
citypress.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ