2013-04-12 12:00:44
Κωνσταντίνος Φίλης*
Πριν από λίγο καιρό αναλύοντας πτυχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έκρινα πως διερχόμαστε φάση αδράνειας, που ενδέχεται να μας στοιχίσει ακριβά. Οι τελευταίες εξελίξεις δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Η πρόσφατη πρωτοβουλία των ΗΠΑ να αναθερμάνουν τις σχέσεις Άγκυρας-Τελ Αβίβ εξυπηρετεί διττό στόχο. Από τη μία, να κλείσουν, το δυνατόν περισσότερες, από τις εστίες έντασης που αποτρέπουν τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου έναντι των σοβαρών απειλών (Συρία, Ιράν). Από την άλλη, να «απελευθερωθούν» οι ίδιες ώστε να στρέψουν την προσοχή τους στα επιτακτικά εσωτερικά θέματα και στον Ειρηνικό, με στόχο την ανάσχεση της κινεζικής ισχύος. Θεωρεί, συνεπώς, η Ουάσιγκτον πως ένας εκ των βασικών πυλώνων σταθερότητας πρέπει να είναι αυτός του Ισραήλ και της Τουρκίας. Δεν μπορεί, όμως, να καθορίσει το βαθμό και την ταχύτητα εμβάθυνσης των σχέσεων.
Αν, ωστόσο, υπάρχει ένα δίδαγμα για την ελληνική διπλωματία είναι πως όσο εύκολα χτίζονται οι εθνικοί μύθοι (βλ. άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ) άλλο τόσο εύκολα καταρρέουν. Δεν υπερτιμώ ούτε υποτιμώ την απόπειρα, μερικής τουλάχιστον, αποκατάστασης των σχέσεων Άγκυρας-Τελ Αβίβ. Είναι μία εν εξελίξει διαδικασία που θα πάρει χρόνο, εφόσον το προηγούμενο διάστημα δημιουργήθηκε ψυχολογικό χάσμα, θα δοκιμαστεί δεδομένων των διϊστάμενων συμφερόντων τους σε μία σειρά από ζητήματα, και πιθανόν δεν θα ανατρέψει στο εγγύς μέλλον τις περιφερειακές ισορροπίες.
Τα σοβαρά κράτη, όπως το Ισραήλ, δεν προσεγγίζουν τις σχέσεις τους με λογικές αμοιβαίου αποκλεισμού, δηλαδή πως η βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία περνάει μέσα από το πάγωμα των αντίστοιχων με την Ελλάδα και την Κύπρο. Και ακόμη και αν δεχτούμε πως οι Ισραηλινοί μας χρησιμοποίησαν για να να πιέσουν τους Τούρκους, αυτό είναι μία ευρέως διαδεδομένη τακτική στις διεθνείς σχέσεις. Μακάρι και εμείς να παραδειγματιζόμασταν, αντί να υποτάσσουμε τις σχέσεις μας σε λογικές μηδενικού αθροίσματος ή σε παλαιολιθικές αντιλήψεις ότι για να είμαστε αρεστοί στη χώρα Α πρέπει να μην αναπτύσσουμε τις επαφές μας με τη χώρα Β.
Για να αποτρέψουμε, εντούτοις, δυσμενείς για τον ευρύτερο Ελληνισμό καταστάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, οφείλουμε αφενός να καταστούμε χρήσιμοι για τους ισχυρούς δρώντες (εντός και εκτός περιοχής), αφετέρου να «δέσουμε» τις σχέσεις μας υπό το κοινό συμφέρον, που ποικίλει ανάλογα την περίπτωση. Δεν μπορεί να δεχόμαστε στωικά το γεγονός ότι η Τουρκία συνομιλεί με σχεδόν όλες τις μεγάλες δυνάμεις τόσο για διεθνή όσο και περιφερειακά ζητήματα, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που θα θελήσει να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες της σε ανταλλάγματα στο Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά.
Πρέπει, αφού εντοπισουμε τα σημεία ενδιαφέροντος, να δούμε επισταμένως πώς εμείς μπορούμε να προσφέρουμε (ασφαλώς με το γεωπολιτικό αζημίωτο) τις υπηρεσίες μας, εξελισσόμενοι σε μέρος της λύσης προβλημάτων που ταλανίζουν την περιφέρεια, αντί σε μέρος του ίδιου του προβλήματος.
Και αν η χρησιμότητα της γειτονικής Τουρκίας είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερη της δικής μας σε θέματα, όπως η Συρία και το Ιράν, στο ενεργειακό (και τις προεκτάσεις του) η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει λόγο και ρόλο.
Να αναλάβει πρωτοβουλίες με ευρωπαϊκό πρόσημο, καταδεικνύοντας αφενός την προσήλωσή της στις ανάγκες της Ένωσης, αφετέρου την ικανότητα της να συν-διαμορφώνει τις περιφερειακές εξελίξεις προς όφελος της ΕΕ. Εντός του εν λόγω πλαισίου θα πρέπει να αναδείξει τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου για την ασφάλεια τροφοδοσίας της Ευρώπης και να «κουμπώσει» σε αυτή την προοπτική τον καθοριστικό ρόλο Κύπρου και Ελλάδας, τόσο χάριν ωριμότητας επιχειρηματικών σχεδίων όσο και της ευρωπαϊκής τους ταυτότητας.
Η προχωρημένη συνεργασία ενός κράτους-μέλους, όπως η Κύπρος, σε πρώτη φάση με το Ισραήλ και ακολούθως με άλλα κράτη της περιοχής (π.χ. Λίβανος) την καθιστά ελκυστικό προμηθευτή, ενώ η «προβλέψιμη» Ελλάδα αποδυναμώνει αισθητά τον μονοπωλιακό ρόλο της Τουρκίας ως κόμβου μεταφοράς για όλα τα μη ρωσικά σχέδια του νότιου ευρωπαϊκού ενεργειακού διαδρόμου, δημιουργώντας μία περισσότερο αξιόπιστη εναλλακτική για τη διαμετακόμιση αερίου.
Να προωθήσει την πρόταση για τις το δυνατόν μεγαλύτερες συγκλίσεις μεταξύ των κρατών της περιοχής ως προαπαιτούμενου για την προσέλκυση των αναγκαίων κεφαλαίων και της απαραίτητης τεχνογνωσίας, χωρίς, όμως εκπτώσεις στα εθνικά θέματα. Στην πορεία επίτευξης συνεργειών η Αθήνα πρέπει να είναι σε θέση οδηγού, αξιοποιώντας στο έπακρο όλα τα πλεονεκτήματά της ως έντιμου διαμεσολαβητή. Δεν θα λύσει το Παλαιστινιακό ή το Κυπριακό, αλλά μπορεί να συμβάλει στην εξομάλυνση των προβληματικών σχέσεων μεταξύ κρατών της περιοχής.
Να κινηθεί υπερβατικά και πέρα από αποκλεισμούς, ώστε να μη δώσει άλλοθι σε όποιους επιθυμούν να αυτοαποκλειστούν, να το πράξουν επιχειρηματολογώντας σε βάρος μας. Συνάμα, να εκθέσει σε όλα τα επίπεδα τα κράτη που προσπαθούν να ενισχύσουν τις θέσεις τους δια της αποσταθεροποίησης ή της απειλής αλλαγής του status quo σε περίπτωση που δεν γίνουν σεβαστές οι επιθυμίες τους. Όταν μιλούμε για την ανάγκη ομαλοποίησης της κατάστασης, ασφαλώς δεν πρέπει να εννοούμε μία ευκαιριακή διαδικασία με συγκεκριμένους αποδέκτες αλλά μία συνολικά –και έμπρακτα- καλή διάθεση ουσιαστικής αποκλιμάκωσης χωρίς τελεσίγραφα και ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα.
Αναρωτιέμαι, συνεπώς, κατά πόσο εντάσσονται σε αυτή τη λογική οι κυρώσεις σε βάρος εταιρειών που «διανοήθηκαν» να δραστηριοποιηθούν στους διαγωνισμούς της μόνης νόμιμης και καθολικά αναγνωρισμένης κρατικής οντότητας, ή η έμπρακτη συστηματική αμφισβήτηση της κυριαρχίας τρίτων κρατών μέσω της απόπειρας δημιουργίας τετελεσμένων; Έτσι, άραγε, οραματίζονται οι ΗΠΑ την εξισορρόπηση των διαφορών προκειμένου να αποφύγουν κλυδωνισμούς που θα θέσουν σε αμφισβήτηση την ικανότητα τους να ορίζουν τα δρώμενα; Με τρόπο που το συμφέρον των κείμενων κρατών περνάει μέσα από την «αναγκαστική» συνεννόηση με την Τουρκία, μόνο και μόνο επειδή η τελευταία αναδεικνύεται εκ νέου σε κρίσιμη μεταβλητή για την εξυπηρέτηση των σχεδιασμών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής;
Μία –η μοναδική προς το παρόν- υπερδύναμη κινδυνεύει να υπονομεύσει τα συμφέροντα της αν κινείται και δρα με οπορτουνιστικούς όρους και δη όταν ενισχύει τις αβεβαιότητες, περιφρονώντας άλλους εταίρους της στην περιοχή, τα συμφέροντα των οποίων πλήττονται από το «ελευθέρας» που αυτή προσφέρει στην Άγκυρα. Αλήθεια, η καλοπροαίρετη Τουρκία σε τι προτίθεται να υποχωρήσει έναντι Ελλάδας και Κύπρου προκειμένου να κάνει το χατίρι των Αμερικανών που μοιάζουν να επιζητούν νέα μοντέλα συνεργασίας;
Αυτό πρέπει εγκαίρως και ανερυθρίαστα να το γνωστοποιήσουμε στην Ουάσιγκτον, προτού αναγκαστούμε να αναθεωρήσουμε τη δική μας πολιτική στην περιοχή, ακόμη και αν έτσι διχάσουμε τους εταίρους μας, που ασφαλώς δεν επιθυμούν να ανοίξουν ένα ακόμη μέτωπο ενός έτσι και αλλιώς δοκιμαζόμενου εταίρου. Άλλωστε, σε περίπτωση που καλλιεργηθεί η εικόνα ενός περιφερειακού κενού ασφαλείας, με κάποιον τρόπο και από κάποιους αυτό θα πρέπει να καλυφθεί.
Με αφορμή τα παραπάνω, δεν θα πρέπει να διαλανθάνει την προσοχή μας ότι όσο περισσότερο δεδομένο θεωρείται ένα κράτος τόσο περιορίζονται (επί το δραματικότερον) τα περιθώρια των διαπραγματευτικών του ελιγμών. Αν, μάλιστα, συνειδητά παραμένει απλός θεατής των εξελίξεων, τότε η διαμόρφωση εθνικών θέσεων και η αποτελεσματικότερη προώθησή τους μέσω μίας στιβαρής και συγκροτημένης διπλωματίας καθίστανται περιττή πολυτέλεια!
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
aiXmi
InfoGnomon
Πριν από λίγο καιρό αναλύοντας πτυχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, έκρινα πως διερχόμαστε φάση αδράνειας, που ενδέχεται να μας στοιχίσει ακριβά. Οι τελευταίες εξελίξεις δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Η πρόσφατη πρωτοβουλία των ΗΠΑ να αναθερμάνουν τις σχέσεις Άγκυρας-Τελ Αβίβ εξυπηρετεί διττό στόχο. Από τη μία, να κλείσουν, το δυνατόν περισσότερες, από τις εστίες έντασης που αποτρέπουν τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου έναντι των σοβαρών απειλών (Συρία, Ιράν). Από την άλλη, να «απελευθερωθούν» οι ίδιες ώστε να στρέψουν την προσοχή τους στα επιτακτικά εσωτερικά θέματα και στον Ειρηνικό, με στόχο την ανάσχεση της κινεζικής ισχύος. Θεωρεί, συνεπώς, η Ουάσιγκτον πως ένας εκ των βασικών πυλώνων σταθερότητας πρέπει να είναι αυτός του Ισραήλ και της Τουρκίας. Δεν μπορεί, όμως, να καθορίσει το βαθμό και την ταχύτητα εμβάθυνσης των σχέσεων.
Αν, ωστόσο, υπάρχει ένα δίδαγμα για την ελληνική διπλωματία είναι πως όσο εύκολα χτίζονται οι εθνικοί μύθοι (βλ. άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ) άλλο τόσο εύκολα καταρρέουν. Δεν υπερτιμώ ούτε υποτιμώ την απόπειρα, μερικής τουλάχιστον, αποκατάστασης των σχέσεων Άγκυρας-Τελ Αβίβ. Είναι μία εν εξελίξει διαδικασία που θα πάρει χρόνο, εφόσον το προηγούμενο διάστημα δημιουργήθηκε ψυχολογικό χάσμα, θα δοκιμαστεί δεδομένων των διϊστάμενων συμφερόντων τους σε μία σειρά από ζητήματα, και πιθανόν δεν θα ανατρέψει στο εγγύς μέλλον τις περιφερειακές ισορροπίες.
Τα σοβαρά κράτη, όπως το Ισραήλ, δεν προσεγγίζουν τις σχέσεις τους με λογικές αμοιβαίου αποκλεισμού, δηλαδή πως η βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία περνάει μέσα από το πάγωμα των αντίστοιχων με την Ελλάδα και την Κύπρο. Και ακόμη και αν δεχτούμε πως οι Ισραηλινοί μας χρησιμοποίησαν για να να πιέσουν τους Τούρκους, αυτό είναι μία ευρέως διαδεδομένη τακτική στις διεθνείς σχέσεις. Μακάρι και εμείς να παραδειγματιζόμασταν, αντί να υποτάσσουμε τις σχέσεις μας σε λογικές μηδενικού αθροίσματος ή σε παλαιολιθικές αντιλήψεις ότι για να είμαστε αρεστοί στη χώρα Α πρέπει να μην αναπτύσσουμε τις επαφές μας με τη χώρα Β.
Για να αποτρέψουμε, εντούτοις, δυσμενείς για τον ευρύτερο Ελληνισμό καταστάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, οφείλουμε αφενός να καταστούμε χρήσιμοι για τους ισχυρούς δρώντες (εντός και εκτός περιοχής), αφετέρου να «δέσουμε» τις σχέσεις μας υπό το κοινό συμφέρον, που ποικίλει ανάλογα την περίπτωση. Δεν μπορεί να δεχόμαστε στωικά το γεγονός ότι η Τουρκία συνομιλεί με σχεδόν όλες τις μεγάλες δυνάμεις τόσο για διεθνή όσο και περιφερειακά ζητήματα, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που θα θελήσει να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες της σε ανταλλάγματα στο Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά.
Πρέπει, αφού εντοπισουμε τα σημεία ενδιαφέροντος, να δούμε επισταμένως πώς εμείς μπορούμε να προσφέρουμε (ασφαλώς με το γεωπολιτικό αζημίωτο) τις υπηρεσίες μας, εξελισσόμενοι σε μέρος της λύσης προβλημάτων που ταλανίζουν την περιφέρεια, αντί σε μέρος του ίδιου του προβλήματος.
Και αν η χρησιμότητα της γειτονικής Τουρκίας είναι αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερη της δικής μας σε θέματα, όπως η Συρία και το Ιράν, στο ενεργειακό (και τις προεκτάσεις του) η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει λόγο και ρόλο.
Να αναλάβει πρωτοβουλίες με ευρωπαϊκό πρόσημο, καταδεικνύοντας αφενός την προσήλωσή της στις ανάγκες της Ένωσης, αφετέρου την ικανότητα της να συν-διαμορφώνει τις περιφερειακές εξελίξεις προς όφελος της ΕΕ. Εντός του εν λόγω πλαισίου θα πρέπει να αναδείξει τη σημασία της Ανατολικής Μεσογείου για την ασφάλεια τροφοδοσίας της Ευρώπης και να «κουμπώσει» σε αυτή την προοπτική τον καθοριστικό ρόλο Κύπρου και Ελλάδας, τόσο χάριν ωριμότητας επιχειρηματικών σχεδίων όσο και της ευρωπαϊκής τους ταυτότητας.
Η προχωρημένη συνεργασία ενός κράτους-μέλους, όπως η Κύπρος, σε πρώτη φάση με το Ισραήλ και ακολούθως με άλλα κράτη της περιοχής (π.χ. Λίβανος) την καθιστά ελκυστικό προμηθευτή, ενώ η «προβλέψιμη» Ελλάδα αποδυναμώνει αισθητά τον μονοπωλιακό ρόλο της Τουρκίας ως κόμβου μεταφοράς για όλα τα μη ρωσικά σχέδια του νότιου ευρωπαϊκού ενεργειακού διαδρόμου, δημιουργώντας μία περισσότερο αξιόπιστη εναλλακτική για τη διαμετακόμιση αερίου.
Να προωθήσει την πρόταση για τις το δυνατόν μεγαλύτερες συγκλίσεις μεταξύ των κρατών της περιοχής ως προαπαιτούμενου για την προσέλκυση των αναγκαίων κεφαλαίων και της απαραίτητης τεχνογνωσίας, χωρίς, όμως εκπτώσεις στα εθνικά θέματα. Στην πορεία επίτευξης συνεργειών η Αθήνα πρέπει να είναι σε θέση οδηγού, αξιοποιώντας στο έπακρο όλα τα πλεονεκτήματά της ως έντιμου διαμεσολαβητή. Δεν θα λύσει το Παλαιστινιακό ή το Κυπριακό, αλλά μπορεί να συμβάλει στην εξομάλυνση των προβληματικών σχέσεων μεταξύ κρατών της περιοχής.
Να κινηθεί υπερβατικά και πέρα από αποκλεισμούς, ώστε να μη δώσει άλλοθι σε όποιους επιθυμούν να αυτοαποκλειστούν, να το πράξουν επιχειρηματολογώντας σε βάρος μας. Συνάμα, να εκθέσει σε όλα τα επίπεδα τα κράτη που προσπαθούν να ενισχύσουν τις θέσεις τους δια της αποσταθεροποίησης ή της απειλής αλλαγής του status quo σε περίπτωση που δεν γίνουν σεβαστές οι επιθυμίες τους. Όταν μιλούμε για την ανάγκη ομαλοποίησης της κατάστασης, ασφαλώς δεν πρέπει να εννοούμε μία ευκαιριακή διαδικασία με συγκεκριμένους αποδέκτες αλλά μία συνολικά –και έμπρακτα- καλή διάθεση ουσιαστικής αποκλιμάκωσης χωρίς τελεσίγραφα και ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα.
Αναρωτιέμαι, συνεπώς, κατά πόσο εντάσσονται σε αυτή τη λογική οι κυρώσεις σε βάρος εταιρειών που «διανοήθηκαν» να δραστηριοποιηθούν στους διαγωνισμούς της μόνης νόμιμης και καθολικά αναγνωρισμένης κρατικής οντότητας, ή η έμπρακτη συστηματική αμφισβήτηση της κυριαρχίας τρίτων κρατών μέσω της απόπειρας δημιουργίας τετελεσμένων; Έτσι, άραγε, οραματίζονται οι ΗΠΑ την εξισορρόπηση των διαφορών προκειμένου να αποφύγουν κλυδωνισμούς που θα θέσουν σε αμφισβήτηση την ικανότητα τους να ορίζουν τα δρώμενα; Με τρόπο που το συμφέρον των κείμενων κρατών περνάει μέσα από την «αναγκαστική» συνεννόηση με την Τουρκία, μόνο και μόνο επειδή η τελευταία αναδεικνύεται εκ νέου σε κρίσιμη μεταβλητή για την εξυπηρέτηση των σχεδιασμών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής;
Μία –η μοναδική προς το παρόν- υπερδύναμη κινδυνεύει να υπονομεύσει τα συμφέροντα της αν κινείται και δρα με οπορτουνιστικούς όρους και δη όταν ενισχύει τις αβεβαιότητες, περιφρονώντας άλλους εταίρους της στην περιοχή, τα συμφέροντα των οποίων πλήττονται από το «ελευθέρας» που αυτή προσφέρει στην Άγκυρα. Αλήθεια, η καλοπροαίρετη Τουρκία σε τι προτίθεται να υποχωρήσει έναντι Ελλάδας και Κύπρου προκειμένου να κάνει το χατίρι των Αμερικανών που μοιάζουν να επιζητούν νέα μοντέλα συνεργασίας;
Αυτό πρέπει εγκαίρως και ανερυθρίαστα να το γνωστοποιήσουμε στην Ουάσιγκτον, προτού αναγκαστούμε να αναθεωρήσουμε τη δική μας πολιτική στην περιοχή, ακόμη και αν έτσι διχάσουμε τους εταίρους μας, που ασφαλώς δεν επιθυμούν να ανοίξουν ένα ακόμη μέτωπο ενός έτσι και αλλιώς δοκιμαζόμενου εταίρου. Άλλωστε, σε περίπτωση που καλλιεργηθεί η εικόνα ενός περιφερειακού κενού ασφαλείας, με κάποιον τρόπο και από κάποιους αυτό θα πρέπει να καλυφθεί.
Με αφορμή τα παραπάνω, δεν θα πρέπει να διαλανθάνει την προσοχή μας ότι όσο περισσότερο δεδομένο θεωρείται ένα κράτος τόσο περιορίζονται (επί το δραματικότερον) τα περιθώρια των διαπραγματευτικών του ελιγμών. Αν, μάλιστα, συνειδητά παραμένει απλός θεατής των εξελίξεων, τότε η διαμόρφωση εθνικών θέσεων και η αποτελεσματικότερη προώθησή τους μέσω μίας στιβαρής και συγκροτημένης διπλωματίας καθίστανται περιττή πολυτέλεια!
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
aiXmi
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΩΣΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟ 2-0!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ