2013-04-13 14:38:57
Φωτογραφία για ΓΑΛΛΙΑ Ένας χρόνος σοσιαλιστικής προεδρίας. Σοσιαλ-ηττοπάθεια α λα γαλλικά
Bulard Martine, Le Monde Diplomatique   [Κούτσης Θανάσης (μτφ)]

Θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι η εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στο ανώτατο αξίωμα της Γαλλικής Δημοκρατίας συνέβη εν μέσω γενικευμένου ενθουσιασμού και προσδοκίας για ρήξεις. Ακόμα κι έτσι όμως, κατάφερε να απογοητεύσει την εκλογική του βάση, εξαπολύοντας προς την κοινωνία, με λίγο πιο γλυκά λόγια, τη βόμβα της λιτότητας.

Παρ’ όλο που μερικές φορές κατηγορείται για απραξία, ο κ. Φρανσουά Ολάντ διόλου δεν χρονοτρίβησε από τη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία. Στον Φρανσουά Μιτεράν είχαν χρειαστεί δύο χρόνια για να κάνει τη στροφή στη λιτότητα, το 1983, μετά από μερικές διόλου αμελητέες δομικές μεταρρυθμίσεις. Στον δεύτερο σοσιαλιστή πρόεδρο της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας χρειάστηκαν μόλις έξι μήνες προκειμένου να διαπραγματευθεί τη φιλελεύθερη στροφή με τον ενθουσιασμό ενός νεοφώτιστου. Με εκείνες τις κινήσεις του, ο πρώτος εξέφρασε την εγκατάλειψη των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, των αιωνίως ξεχασμένων. Ο επίγονός του πρόσθεσε σε αυτήν και το διαζύγιο με ένα μεγάλο κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων.


Ο αρθρογράφος της οικονομικής εφημερίδας Les Echos, Ζαν-Μαρκ Βιτορί δεν έκρυβε την ικανοποίησή του μετά το ταξίδι του προέδρου στην Ντιζόν, στα μέσα του Μαρτίου : « Ο Φρανσουά Ολάντ σχεδιάζει με μικρές, επιλεκτικές κινήσεις, μια εξαιρετικά φιλόδοξη πολιτική, ειδικά για μια κυβέρνηση της Αριστεράς : γενική επανεξέταση της κοινωνικής προστασίας, σμίκρυνση των ορίων του κράτους, άνοδο της παραγωγικότητας στον δημόσιο τομέα, σε βάθος ανανέωση του κοινωνικού διαλόγου. Μια θαρραλέα επιλογή προς μια φιλελεύθερη πολιτική της Αριστεράς [1] »... την οποία έχουμε αρκετή δυσκολία να ξεχωρίσουμε από μια φιλελεύθερη πολιτική της Δεξιάς.

Μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο Φ. Ολάντ, όπως και ο Νικολά Σαρκοζί πριν από αυτόν, συγχρόνισε τον βηματισμό του με εκείνον της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ. Εξορμώντας στην πρώτη του ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής για να « επαναδιαπραγματευθεί » το Σύμφωνο Σταθερότητας και τον Συντονισμό των Οικονομικών Πολιτικών (TSCG) προκειμένου να « ευνοηθεί η ανάπτυξη και η απασχόληση [2] » (μια προεκλογική υπόσχεσή του), επέστρεψε με τον « χρυσό κανόνα » ανά χείρας : το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3%. Αντίο απασχόληση, καλημέρα λιτότητα.

Η μεταστροφή αυτή είχε προετοιμαστεί από τον Ντιντιέ Μιγκό, φίλο του προέδρου και χαίροντα ιδιαίτερης εκτίμησης από τον Σαρκοζί, ο οποίος τον είχε ορίσει επικεφαλής του Ελεγκτικού Συνεδρίου : πρέπει « να βρεθούν 33 δισεκατομμύρια ευρώ το 2013 [3] », δήλωνε ήδη από τον Ιούλιο του 2012. Από τη στιγμή που στήθηκε το σκηνικό, ο επιφορτισμένος με τη σκηνοθεσία προωθεί « τη » λύση : « Το ήμισυ της επικείμενης προσπάθειας να επικεντρωθεί στη μείωση των δαπανών ». Και αναφέρει ως παραδείγματα την υγεία, την επαγγελματική εκπαίδευση, τις τοπικές κοινότητες Το περίγραμμα της κοινωνικής εκκαθάρισης μόλις ορίστηκε

Σε πρώτο χρόνο, αυτή η θεμελιακή κατεύθυνση συμπορεύτηκε με μια σειρά μέτρων που άφηναν μερικούς αδιόρθωτους ονειροπόλους να ελπίζουν σε μια « δίκαιη λιτότητα » (το νέο σύνθημα) : σχολική επιδότηση για τα νοικοκυριά που δοκιμάζονται πιο πολύ, δημιουργία μιας ειδικής φορολογικής κλίμακας της τάξης του 75% για τα πολύ υψηλά εισοδήματα, επιβολή εισφοράς 24% επί των υπεραξιών, φορολόγηση ορισμένων κεφαλαιακών εισοδημάτων στο ίδιο επίπεδο με τα εργασιακά εισοδήματα, δημιουργία μιας ημι-δημόσιας τράπεζας επενδύσεων, πάγωμα ενός μέρους των ενοικίων, πλήρης κάλυψη των εξόδων για το αντισυλληπτικό χάπι, σύνταξη στα 60 για όσους πληρώνουν εισφορές για πάνω από σαράντα χρόνια, δημιουργία θέσεων στην εκπαίδευση (δέκα χιλιάδες για το 2013) και επίσημο τέλος στη Γενική Αναθεώρηση της Δημόσιας Πολιτικής (RGPP), του σαρκοζικού σχεδίου που φιλοδοξούσε να καταργήσει τις μισές θέσεις δημοσίων υπαλλήλων…

Όμως, η επιστροφή στην τάξη δεν άργησε να έρθει. Προορισμένη να προκαλέσει εντύπωση στην κοινή γνώμη, προκειμένου να συγκαλύψει την παραίτηση από κάθε μεγάλης κλίμακας φορολογική μεταρρύθμιση, η συμβολική φορολογική κλίμακα του 75% εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Βρίθοντας από κάθε είδους απαλλαγές, η φορολόγηση του κεφαλαίου και των υπεραξιών συρρικνώθηκε με σχεδόν μαγικό τρόπο. Έχοντας φύγει από την πόρτα, η RGPP επέστρεψε από το παράθυρο με ολοκαίνουργια φορεσιά : τον « Εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Δράσης » (MAP)… κι όλα αυτά εν ονόματι της εξοικονόμησης των 33 δισ. του Μιγκό.

Από την άλλη, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα ως προς την εξεύρεση 20 δισ. ευρώ υπέρ των επιχειρήσεων, μεγάλων και μικρών. Αυτή τη φορά ήταν ένας πρώην εργοδότης, ο Λουί Γκαλουά [4], που προετοίμασε την κοινή γνώμη για την απαραίτητη πτώση του « μισθολογικού κόστους » εν ονόματι της ιερής και απαραβίαστης « ανταγωνιστικότητας » [5]. Προκειμένου να αναλύσει τα ρίσκα της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, η έκθεσή του υποδείκνυε αρκετούς άλλους παράγοντες, ιδιαίτερα την έρευνα και την εκπαίδευση. Όμως το « σύμφωνο ανταγωνιστικότητας » δεν κρατούσε παρά μόνο ένα κεντρικό σημείο, το οποίο υπογράμμισε ο πρωθυπουργός Ζαν-Μαρκ Αϋρώ : « Οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να επωφεληθούν από επιστροφή φόρου ισοδύναμη με μείωση της τάξης του 6% στις εργοδοτικές εισφορές των μισθών ύψους μέχρι 2,5 φορές τον βασικό [6] ». Αντιρρήσεις ; Καμία.

Ωστόσο, οι μειώσεις τού σήμερα στις εισφορές, ποτέ δεν έγιναν οι επενδύσεις και οι θέσεις εργασίας τού αύριο, αλλά πάντοτε μετατράπηκαν σε κέρδη. Μεταξύ 1980 και 2011, το μερίδιο των εργοδοτικών κοινωνικών εισφορών στην προστιθέμενη αξία των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών μειώθηκε κατά 1,7 μονάδες. Αποτέλεσμα : οι επενδύσεις παρέμειναν σχεδόν σταθερές (+0,2 της μονάδας), το μερίδιο όμως των διανεμόμενων κερδών αναρριχήθηκε κατά 6 μονάδες [7].

Για να αντισταθμιστεί αυτή η γενναιοδωρία, πανηγυρίστηκε η επίσημη επάνοδος του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Η αύξησή του, προγραμματισμένη για το επόμενο έτος (7,7 δισ. ευρώ) διόλου δεν διαφέρει από τον « Κοινωνικό ΦΠΑ » που είχε ψηφιστεί στο τέλος της θητείας του Σαρκοζί. Πρόκειται για τον φόρο που καταργήθηκε αμέσως από τον Ολάντ, καθώς « εξασθένησε ακόμη περισσότερο την ανάπτυξη, έστειλε ανθρώπους στην ανεργία, ακρωτηρίασε την αγοραστική ικανότητα ». Οξυδερκής διάγνωση. Για ποιον λόγο όμως ο ΦΠΑ της Αριστεράς δεν θα έχει τις ίδιες επιπτώσεις με τον ΦΠΑ της Δεξιάς ;

Η διολίσθηση δεν σταματά εδώ. Το βροντερό « ο πραγματικός αντίπαλός μου είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα » (λόγος του Ολάντ στο Μπουρζέ, 22 Ιανουαρίου 2012) πολύ σύντομα τοποθετήθηκε στην αποθήκη με τα ενθύμια της προεκλογικής εκστρατείας. Ενόσω οι « αρθροκράτες » υμνολογούσαν καθημερινά τα δόγματα της μοναδικής σκέψης, η επιχειρηματική ελίτ διέσωζε τα προνόμιά της –εκείνα που οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική καταστροφή του 2008 [8]. Απαιτώντας ακόμη λιγότερα και από τον Βρετανό συντηρητικό Ντέιβιντ Κάμερον, ο Ολάντ παραιτήθηκε από κάθε μέσο δράσης το οποίο θα τον βοηθούσε να ξεφύγει από τη δίνη των απαιτήσεων των τραπεζών για διψήφια ποσοστά κέρδους.

Για να ολοκληρώσει την εικόνα, ο πρόεδρος θα γιορτάσει την πρώτη επέτειο της ανόδου του στην εξουσία με έναν νόμο που κονιορτοποιεί τις αρχές του Εργατικού Δικαίου, καθαγιάζοντας τα πρωτεία των κλαδικών συμβάσεων επί των συλλογικών και ελαχιστοποιώντας τις πιθανότητες δικαστικής διεκδίκησης [9]. Η παρτιτούρα είχε μελοποιηθεί από τον Σαρκοζί και περιείχε το πέρασμα από το « δουλεύουμε περισσότερο για να κερδίζουμε περισσότερα », στο « δουλεύουμε περισσότερο για να κερδίζουμε λιγότερα ». Με τίτλο « Σύμφωνο ανταγωνιστικότητας - εργασίας », είχε αποσυρθεί από την κυκλοφορία μαζί με τον δημιουργό της. Να την που ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, επισφραγισμένη από την Αριστερά, με τη ζαχαρωμένη ονομασία « Διασφάλιση της απασχόλησης ».

Κι όποιος καταλάβει τη διαφορά να μας την πει. Για τον προηγούμενο πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, « αν η πλειοψηφία των μισθωτών μιας επιχείρησης συμφωνήσουν (…)να ορίσουν τη διάρκεια της εργασίας τους ή να ευνοήσουν την απασχόληση έναντι του μισθού ή τον μισθό έναντι της απασχόλησης, θα μπορούν να το κάνουν [10] ». Για τον καινούργιο πρόεδρο και για τον νέο νόμο, αυτό καθίσταται ως εξής : « Οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες λόγω της οικονομικής συγκυρίας, μπορούν προσωρινά να τροποποιήσουν, σεβόμενες τη δημόσια κοινωνική ευταξία, το συνολικό ισοζύγιο χρόνου εργασίας-μισθού-απασχόλησης ». Με πόσο κομψούς όρους διατυπώνονται αυτά τα πράγματα !

Με πιο απλά λόγια, μόνο ο επικεφαλής της επιχείρησης θα καθορίζει το προαναφερθέν « ισοζύγιο ». Θα μπορεί να αυξήσει τον χρόνο εργασίας, να μειώσει τους μισθούς όλων όσων παίρνουν πάνω από 1,2 φορές τον βασικό μισθό (δηλαδή 1.340 ευρώ καθαρά, ένα ποσό που θεωρείται η υπέρτατη πολυτέλεια), ακόμη και να υπαγορεύσει τη μετάθεση σε άλλο τόπο εργασίας. Αυτό είναι –το δέχεσαι ή δεν το δέχεσαι. Ο εργαζόμενος έχει την ελευθερία να αρνηθεί : σε αυτή την περίπτωση θα απολυθεί…

Η διάταξη δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να επαναφέρει μία από τις πιο παλιές υποδείξεις της νεοφιλελεύθερης Ιεράς Συνόδου που ονομάζεται Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Από το 1994 πρότεινε « να αναθεωρηθούν οι σχετικές με την ασφάλεια της απασχόλησης ρυθμίσεις, να αυξηθεί η ελαστικότητα του χρόνου εργασίας (…), να ενθαρρυνθούν οι ατομικές συμβάσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών [11] ». Η αντίληψή του για τη μάχη εναντίον της ανεργίας ; Να έχουν όλοι δουλειά, ακόμα κι αν γίνουν φτωχοί εργαζόμενοι. Μέχρι στιγμής, η Γαλλία αντιτασσόταν σε αυτά, προκαλώντας τη μήνι του οργανισμού [12]. Τελικά υπέκυψε.

Ο φόβος απέναντι στη ρήξη

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, οι επιχειρήσεις, προκειμένου να εφαρμόσουν αυτά τα μέτρα που ποδοπατούν τις συμβάσεις εργασίας, πρέπει να εξασφαλίσουν την έγκριση της πλειοψηφίας των μισθωτών. Ποιο είναι όμως το περιθώριο ελιγμών των τελευταίων, όταν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στη Σκύλλα –την απόλυση– και τη Χάρυβδη –τη μείωση των αποδοχών τους ; Όσο για τα οφέλη για την απασχόληση, είναι τόσο άφθονα όσο και το τρεχούμενο νερό στην έρημο, όπως καταδεικνύει η συμφωνία που υπογράφηκε στη Renault : αύξηση του χρόνου εργασίας, πάγωμα μισθών, « εθελοντική » κινητικότητα, με αντάλλαγμα… την κατάργηση 8.260 θέσεων απασχόλησης και την ασαφή υπόσχεση περί επαναπατρισμού μερικών γραμμών παραγωγής που είχαν μεταφερθεί εκτός Γαλλίας, για μια παραγωγή που, σε παγκόσμιο επίπεδο, θα παραμείνει μικρότερη από τη μισή του 2005.

Βεβαίως, το κείμενο περιλαμβάνει δεκαεννέα άρθρα –και δεν αποτελούν όλα τους απλή μεταγραφή των σαρκοζικών σχεδίων. Σε αυτά βρίσκουμε μερικές κοινωνικές βελτιώσεις, όπως τη μικρο-φορολόγηση των συμβάσεων πολύ μικρής διάρκειας ή την επέκταση της επικουρικής ασφάλισης ασθενείας. Όμως, τα περισσότερα από τα ευνοϊκά για τους μισθωτούς μέτρα παραπέμπονται σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις, τη στιγμή που η ενισχυμένη ευελιξία τίθεται σε ισχύ εδώ και τώρα.

Αυτή τη φορά, τον δρόμο δεν τον άνοιξε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, αλλά ένα συνδικαλιστικό μέτωπο : η Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας (CFDT), προσκείμενη στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Γενική Συνομοσπονδία Στελεχών (CGC) και η Γαλλική Συνομοσπονδία Χριστιανών Εργατών (CFTC). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών στα συνδικάτα, αντιπροσωπεύουν λιγότερους από τους μισούς μισθωτούς [13], όμως η Εθνική Διεπαγγελματική Σύμβαση (ANI) που υπέγραψαν με τις εργοδοτικές οργανώσεις επιβάλλεται σε όλους… ακόμη και στους βουλευτές, καθώς σχεδόν απαγορεύεται η υποβολή τροπολογιών, κάτι που τους μετατρέπει σε απλούς επικυρωτές ειλημμένων αποφάσεων.

Άλλωστε, αυτού του τύπου η υπονόμευση των δημοκρατικών αρχών έχει γίνει ένα εξαιρετικά δημοφιλές άθλημα. Στο εξής, πριν από κάθε συζήτηση στο Κοινοβούλιο, ο εθνικός προϋπολογισμός θα πρέπει να περάσει από διπλό κόσκινο : πρώτα εκείνο της Κομισιόν των Βρυξελλών, η οποία θα κρίνει τη συμμόρφωσή του με την καινούργια Βίβλο, το σύμφωνο δημοσιονομικής πειθαρχίας που επικύρωσε τον προηγούμενο Ιούνιο ο Φ. Ολάντ, και κατόπιν εκείνο του Ανωτάτου Συμβουλίου Δημοσίων Οικονομικών, επιφορτισμένου να ορίζει κατά πόσο « η κυβέρνηση έχει επιδείξει σεβασμό στον “χρυσό κανόνα” ».

Εδώ έχουμε μια θαυματουργή ιδεολογική ομοφωνία : από τα έντεκα μέλη αυτής της σύναξης σοφολογιοτάτων, τα εννέα έχουν πάρει ανοιχτά θέση υπέρ της μείωσης των δημοσίων δαπανών. Οι υπόλοιποι « τηρούν το απόρρητο των διαβουλεύσεων ». Ούτως ή άλλως, το Ανώτατο Συμβούλιο « δεν μπορεί να δημοσιοποιήσει τη μειοψηφούσα άποψη » [14]. Οι βουλευτές καλούνται απλώς να συμμορφωθούν με τους χρησμούς.

Τα αποτελέσματα αυτού του πρώτου χρόνου διακυβέρνησης εντυπωσιάζουν : η χώρα φλερτάρει με την ύφεση, ενόσω η ανεργία και το έλλειμμα κορυφώνονται. Δεν πρόκειται για κάποιο θαύμα : η μείωση των δημοσίων δαπανών και οι περικοπές στους μισθούς συνεπάγονται πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία προκαλεί άνοδο της ανεργίας και των καταβαλλόμενων κοινωνικών επιδομάτων, που ακολουθούνται από πτώση των φορολογικών εσόδων και άρα άνοδο του ελλείμματος… Ο φαύλος κύκλος είναι γνωστός. Ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αρχίζει να αναρωτιέται για τις επιπτώσεις μιας τέτοιας θεραπείας.

Κι όμως, η ομάδα Ολάντ, παρά τις καλές προθέσεις του ξεκινήματος, υποκύπτει και αυτή στις χάρες της μαγικής σκέψης. Με το πρόσχημα της συνέχισης του δανεισμού με χαμηλό κόστος από τις « αγορές », προκειμένου να αποφύγει το ελληνικό ή το ισπανικό σύνδρομο, η Γαλλία σπεύδει να επιδείξει τα διαπιστευτήριά της. Θα μπορούσε αντιθέτως να εμπνευστεί από την Ισλανδία, που χαλιναγώγησε τις τράπεζες [15]. Ή να παρακάμψει τις χρηματοπιστωτικές αγορές μέσω ενός υποχρεωτικού εσωτερικού δανεισμού μεγάλης κλίμακας, μια και το επίπεδο της εθνικής αποταμίευσης της το επιτρέπει. Θα μπορούσε εξίσου άνετα να επαναφέρει τους φόρους στο επίπεδο της δεκαετίας του 1980 –πριν η αντιφορολογική τρέλα που κληρονόμησε ο αμερικανικού τύπου νεοσυντηρητισμός μολύνει όλα τα κράτη– ή να προχωρήσει σε ευρείες δομικές μεταρρυθμίσεις. Σε αυτά τα επιχειρήματα συχνά αντιπαρατίθεται η γερμανική αδιαλλαξία· όμως η Γερμανία, ιδιαίτερα εξαρτημένη από τις εξαγωγές και από το ευρώ, θα αντιμετώπιζε έντονες δυσκολίες αν η Γαλλία εγκατέλειπε το ευρώ. Ο εκβιασμός θα μπορούσε να είναι διπλής κατεύθυνσης.

Ένα πράγμα είναι βέβαιο : δεν μπορείς αφ’ ενός να μιλάς για « συστημική κρίση » και αφ’ ετέρου να έχεις ως μόνο ορίζοντα τη συνέχιση, προς το χειρότερο, όσων έχουν ήδη δοκιμαστεί. Η κοινωνική ηττοπάθεια του Ολάντ οφείλεται κατά πολύ στον φόβο απέναντι στη ρήξη. Όπως έλεγε ο Αμερικανός πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ, την ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του, στις 4 Μαρτίου 1933 : « Το μόνο πράγμα που πρέπει να φοβόμαστε είναι τον ίδιο τον φόβο· τον απροσδιόριστο, τον παράλογο, τον αδικαιολόγητο τρόμο που παραλύει ».

Θα έπρεπε όμως τότε, οι ελίτ της σοσιαλιστικής Αριστεράς να ήταν σε θέση να ξεφύγουν από τον ζυγό των ιδεολογικών προκαταλήψεων. Διότι τα στελέχη των Σοσιαλιστών και οι βασικότεροι εμπειρογνώμονές τους έχουν εκπαιδευθεί στις ίδιες σχολές και έχουν στρατολογηθεί από τους ίδιους πολιτικούς κύκλους, που στο κράτος βλέπουν τον βασικότερο πρόξενο της σπατάλης, στις ιδιωτικοποιήσεις την εγγύηση της αποτελεσματικότητας και στο « κόστος εργασίας » τον υπ’ αριθμόν ένα οικονομικό εχθρό.

Χαρακτηριστικό είναι ότι τον βασικό υπερασπιστή του νόμου για τη διασφάλιση της απασχόλησης εκ μέρους της συνομοσπονδίας CFDT, Φρανσουά Σερέκ, τον ξαναβρίσκουμε Γενικό Επιθεωρητή Κοινωνικών Υποθέσεων, διορισμένο από την κυβέρνηση, και πρόεδρο της Terra Nova, της προσκείμενης στο Σοσιαλιστικό Κόμμα λέσχης προβληματισμού που θεωρητικοποιεί την εγκατάλειψη των λαϊκών στρωμάτων και εγκωμιάζει τον περιορισμό της ομπρέλας της κοινωνική ασφάλισης [16]… Με την ίδια λογική, ο πρώην γενικός γραμματέας της CFDT δεν εκπλήσσεται όταν οι εργοδότες αρνούνται να δεχθούν αυξήσεις στις κοινωνικές εισφορές που τους επιβαρύνουν, προκειμένου να βελτιωθούν οι παροχές της κοινωνικής ασφάλισης, δέχεται όμως να ξοδέψει (ελαφρώς) περισσότερα αν πρόκειται για επικουρική ασφάλιση… ιδιωτική, επί της ουσίας. Ήδη, σχεδόν οι μισές από τις τρέχουσες δαπάνες υγείας δεν καλύπτονται από την κοινωνική ασφάλιση· το ένα τρίτο των Γάλλων δηλώνουν ότι στερούνται κάποιες ιατρικές φροντίδες ελλείψει χρημάτων.

Το ίδιο ισχύει και για τις συντάξεις : επτά μεταρρυθμίσεις μέσα σε είκοσι χρόνια, με συνεχείς μειώσεις. Το 1993, ο πρωθυπουργός Εντουάρ Μπαλαντίρ επέβαλε την αποσύνδεση του ύψους των συντάξεων από το ύψος των μισθών, συνδέοντάς τις με τον τιμάριθμο. Το 2013, εξαφανίζεται και αυτή η σύνδεση, για χάρη μιας συμφωνίας για τις επικουρικές συντάξεις που υπογράφηκε –μεταξύ άλλων– από τη CFDT και από τους εργοδότες. Και η κυβέρνηση σκοπεύει να επεκτείνει τη ρύθμιση σε όλο το σύστημα, με το πρόσχημα της καταπολέμησης του ελλείμματος. Ενός ελλείμματος που γεννήθηκε όχι από κάποια αύξηση στις συντάξεις, αλλά από την πτώση των εσόδων από τις εισφορές, λόγω της « κουτσής » ανάπτυξης, που με τη σειρά της οφείλεται στη λιτότητα…

Τέτοια είναι η φρικιαστική λογική των αλυσιδωτών αντιδράσεων που περιγράφηκαν παραπάνω. Κοινωνικά άδικη και οικονομικά αναποτελεσματική, η βόμβα της λιτότητας απειλεί τις ίδιες τις κοινωνίες. Ο Έλληνας σοσιαλιστής ευρωβουλευτής Δημήτρης Δρούτσας το συνοψίζει κάπως έτσι : « Εφαρμόσαμε πολιτικές αντίθετες στις ιδέες μας. Πήραμε μέτρα στα οποία δεν πιστεύαμε. Το λογικό αποτέλεσμα ; Ο κόσμος έχασε την εμπιστοσύνη του. Η ελληνική κοινωνία πιέζεται αφόρητα και φοβάμαι ότι ετοιμαζόμαστε για μια έκρηξη [17]. Είναι ψευδαίσθηση να νομίζεις ότι μπορείς να χορέψεις με τον καπιταλισμό χωρίς να πάθεις ζημιά.

Notes

[1] Jean Marc Vittori, « Le temps des choix courageux », 13 Μαρτίου 2013, www.lesechos.fr.

[2] « Renaissance de l’Europe », λόγος στο Cirque d’hiver, Παρίσι, Μάρτιος 2012.

[3] « Didier Migaud : “Il faut trouver de l’ordre de 33 milliards d’euros pour 2013” », Le Monde, 3 Ιουλίου 2012.

[4] Πρώην πρόεδρος της EADS, της εταιρείας που ανάμεσα σε άλλα κατασκευάζει τα Airbus, νυν μέλος των ΔΣ της Peugeot Citroën, της Air France κ.λπ.

[5] Βλ. Christine Jakse, « Vous avez dit “baisser les charges” ? », Le Monde diplomatique, Νοέμβριος 2012.

[6] Agence France-Presse, 5 Νοεμβρίου 2012.

[7] Jean-François Couvrat (@dechiffrages, Twitter, 12 Μαρτίου 2013), σύμφωνα με τους Εθνικούς Λογαριασμούς του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών της Γαλλίας (Insee).

[8] Βλ. Frédéric Lordon, « La régulation bancaire au pistolet à bouchon », La pompe à phynance, 18 Φεβρουαρίου 2013, http://blog.mondediplo.net.

[9] Βλ. « Droit social à la moulinette », La valise diplomatique, 17-1-13.

[10] Παρέμβαση σε εννέα γαλλικά τηλεοπτικά δίκτυα, μεταξύ των οποίων τα TF1 και France 2, 29-1-12.

[11] « Η στρατηγική του ΟΟΣΑ για την απασχόληση », ΟΟΣΑ, Παρίσι, 1994. Βλ. Serge Halimi, « Les chantiers de la démolition sociale », Le Monde diplomatique,Ιούλιος 1994.

[12] Βλ. « Etat d’urgence sociale », Le Monde diplomatique, Μάρτιος 2004.

[13] Στις εκλογές για την ανάδειξη της μεικτής διαιτητικής αρχής εργοδοτών-εργαζομένων, απαριθμούσαν το 38% των ψήφων, σύμφωνα με το γαλλικό Υπουργείο Εργασίας.

[14] Άρθρο 21 της Συνθήκης. Βλ. Raoul Marc Jennar, « Traité flou, conséquences limpides », Le Monde diplomatique, Οκτώβριος 2012.

[15] Βλ. Silla Sigurgeirsdóttir και RobertWade, « Une Constitution pour changer d’Islande ? », Le Monde Diplomatique, Οκτώβριος 2012.

[16] Βλ. Alexander Zevin, « Terra Nova, la “boîte à idées” qui se prend pour un think tank », Le Monde diplomatique, Φεβρουάριος 2010.

[17] Συνέντευξη στο Mediapart, Παρίσι, 10 Μαρτίου 2013.

Le Monde Diplomatique, ελληνική έκδοση
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ