2013-04-14 10:38:06
Φωτογραφία για ΕΛΒΕΤΙΑ: Τα « golden boys » θα πηδούν χωρίς αλεξίπτωτο
 Armanios Rachad , Le Monde Diplomatique [Λογοθέτης Χάρης (μτφ)]

 

Στις 3 Μαρτίου, ο ελβετικός λαός ενέκρινε, με μεγάλη πλειοψηφία, τη « λαϊκή πρωτοβουλία » του Τόμας Μίντερ, η οποία έχει στόχο να περιορίσει τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών στις μεγάλες επιχειρήσεις. Μολονότι το συμβολικό φορτίο της ετυμηγορίας είναι αναμφισβήτητο, η αριστερά και τα συνδικάτα διατυπώνουν επιφυλάξεις για το περιεχόμενο της πρωτοβουλίας, καθώς ενισχύει την εξουσία των μετόχων και δεν θα επιφέρει καμία αλλαγή στην κατάσταση των εργαζομένων.

Μια « επανάσταση » πρόκειται να ζήσει η Ελβετία, σύμφωνα με μερίδα του διεθνούς τύπου που, με καταιγισμό δημοσιευμάτων, την ανακήρυσσε, στις 3 Μαρτίου, « παγκόσμια πρωταθλήτρια της δημοκρατίας των μετόχων », χαιρετίζοντας, στο μεγαλύτερο μέρος του, τον περιορισμό των υπέρογκων αμοιβών στις μεγάλες επιχειρήσεις, ο οποίος εγκρίθηκε με δημοψήφισμα από το 67,9% των Ελβετών ψηφοφόρων (με ποσοστό συμμετοχής 46%) και από όλα τα καντόνια της χώρας. Χάρη στην ημι-άμεση δημοκρατία, οι Ελβετοί βρήκαν την ευκαιρία να απευθύνουν μια... μεγαλοπρεπή χειρονομία στα διευθυντικά στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και στο οικονομικό κατεστημένο της χώρας.


Ωστόσο, η εμβέλεια της συνταγματικής αλλαγής, η οποία πρέπει να αποτυπωθεί σε νόμο μέσα σε διάστημα ενός χρόνου, δεν μπορεί να προβλεφθεί εύκολα. Μολονότι είναι βέβαιο ότι η αυτορύθμιση της αγοράς επέτρεψε τις πιο κραυγαλέες υπερβολές από την πλευρά διοικητικών συμβουλίων, και, μάλιστα, σε καθεστώς αδιαφάνειας, θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποστηρίξει κανείς ότι η ανάθεση του ρόλου-κλειδί του συστήματος στους μετόχους, όπως προβλέπει το κείμενο, θα έχει σοβαρά αποτελέσματα. Πώς να γνωρίζει κανείς ποια χρήση των νέων δικαιωμάτων τους θα κάνουν οι μέτοχοι ; Η πρωτοβουλία « κατά των υπέρογκων αμοιβών » απέχει πολύ από μια επανάσταση στη λειτουργία του ελβετικού καπιταλισμού. Απλώς εισάγει μια δόση ηθικής στο όλο σύστημα.

Τι προβλέπει η πρωτοβουλία ; Θα ισχύει για τις ελβετικές ανώνυμες εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο : Η γενική συνέλευση ψηφίζει κάθε χρόνο το συνολικό ποσό των αμοιβών του διοικητικού συμβουλίου (ΔΣ) και της διεύθυνσης. Τα « χρυσά αλεξίπτωτα » (οι αποζημιώσεις αποχώρησης) και τα πριμ πρόσληψης απαγορεύονται. Τα όρια των μπόνους ρυθμίζονται στο καταστατικό της εταιρείας. Η γενική συνέλευση των μετόχων εκλέγει κάθε χρόνο τον πρόεδρο και τα μέλη του ΔΣ, καθώς και την « επιτροπή αμοιβών ». Τέλος, η παραβίαση του σχετικού νόμου θα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια.

Στη ρίζα της πρωτοβουλίας, ο θυμός ενός μικρομεσαίου επιχειρηματία

Οι Ελβετοί μπόρεσαν να εκφράσουν την αγανάκτησή τους και την αηδία τους απέναντι στις αστρονομικές αμοιβές μιας μικρής κλίκας, χάρη στις λυσσαλέες προσπάθειες ενός μόνο ανθρώπου, του 52χρονου Τόμας Μίντερ, επιχειρηματία και γερουσιαστή στο καντόνι του Σάφχαους. Όλα ξεκινούν το 2001, με την ακινητοποίηση στο έδαφος των αεροσκαφών της εθνικής αεροπορικής εταιρείας Swissair. Έχοντας χρεοκοπήσει, η Swissair δεν είναι σε θέση να πληρώσει τις υποχρεώσεις της προς διάφορους προμηθευτές, μεταξύ των οποίων και η Trybol, η οικογενειακή εταιρεία που διευθύνει ο Μίντερ από το 1999. Μια ειδική παραγγελία δεν αποπληρώνεται. Κρέμες, αλοιφές για τα χείλη και κολώνιες που προορίζονται για τους επιβάτες της πρώτης θέσης : μισό εκατομμύριο ελβετικά φράγκα (330.000 ευρώ) χάνονται για την Tyrbol. Η μικρή εταιρεία αντιδρά, αλλά ο θυμός του προέδρου της για τους υπεύθυνους δεν καταλαγιάζει. Γιατί ο Μάριο Κόρτι, ο τελευταίος πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Swissair, είχε λάβει προκαταβολικά τις αμοιβές πέντε χρόνων (πάνω από 12 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα, δηλαδή 9,7 εκατομμύρια ευρώ) με την ανάληψη των καθηκόντων του, μόλις επτά μήνες πριν από τη χρεοκοπία της αεροπορικής εταιρείας.

Στη συνέχεια, οι υποθέσεις που αφορούν σκανδαλώδεις αμοιβές διευθυντικών στελεχών διαδέχονται η μία την άλλη. Η αριστερά βάλλει κατά των « εκμεταλλευτών » μεγαλοεργοδοτών. Ο Μίντερ, από την πλευρά του, παρά την εχθρότητα του πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου, ξεκινά μια λαϊκή πρωτοβουλία. Συγκεντρώνει χωρίς κόπο τις εκατό χιλιάδες υπογραφές που απαιτούνται στην Ελβετία για να τεθεί ένα ζήτημα σε δημοψήφισμα. Η πρωτοβουλία του κατατίθεται επίσημα το 2006, ενώ ο Μίντερ πολλαπλασιάζει τις επιθέσεις κατά της ακαταλληλότητας και της απληστίας ορισμένων μεγαλοεργοδοτών. Το 2011, θέτει υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος στις ομοσπονδιακές εκλογές και εκλέγεται με άνεση στην Άνω Βουλή του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου. Στη συνέχεια, θα προσχωρήσει στην κοινοβουλευτική ομάδα της Δημοκρατικής Ένωσης Κέντρου (UDC, λαϊκιστική Ακροδεξιά), με την οποία συμφωνεί σε ορισμένα ζητήματα, ιδιαίτερα στην πολιτική ασύλου για τους μετανάστες.

Απέναντι στην πρωτοβουλία του, η δεξιά και το κέντρο, που διαθέτουν την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, ακολουθούν παρελκυστική τακτική. Έχοντας επίγνωση ότι το ζήτημα έχει απήχηση, θέλουν να προτείνουν ένα εναλλακτικό σχέδιο, το οποίο θα περιορίζει τις « υπερβολές » της πρωτοβουλίας του Μίντερ, ελπίζοντας ότι θα τον ωθήσουν να την αποσύρει. Θα χρειαστούν πέντε χρόνια για να καταρτίσει η Βουλή έμμεσο αντι-νομοσχέδιο -δηλαδή νομοσχέδιο που θα είναι έτοιμο να τεθεί σε ισχύ μόνο σε περίπτωση που η πρωτοβουλία απορριφθεί στο δημοψήφισμα.

Αλλά ο Μίντερ δεν υποχωρεί. Και έχει λόγους : αυτή η χλωμή απόπειρα αντιγραφής του κειμένου του δείχνει μια προσπάθεια να περιοριστεί η καταστροφή. Το νομοσχέδιο της Εθνοσυνέλευσης, ενώ ισχυρίζεται ότι επιδιώκει να επιτύχει αποτελεσματικότερα τον διακηρυγμένο στόχο, πολλαπλασιάζει τις εξαιρέσεις και άλλα « παραθυράκια », που καταλήγουν να αφυδατώνουν το περιεχόμενο της πρωτοβουλίας. Για παράδειγμα, η ετήσια απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων για τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών μπορεί να έχει απλώς συμβουλευτικό χαρακτήρα.

Κατά παράδοξο τρόπο, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, η δεξιά και οι εκπρόσωποι της εργοδοσίας διαβεβαίωναν ότι το σχέδιό τους θα ήταν πιο αποτελεσματικό ως προς τον περιορισμό των υπέρογκων αμοιβών, ενώ, ταυτόχρονα, προέβλεπαν ότι, σε περίπτωση έγκρισης της πρωτοβουλίας Μίντερ, οι μεγάλες εταιρείες θα έφευγαν μαζικά από την Ελβετία, καθώς οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών αποτελούν, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη συλλογιστική, τον εγγυητή της οικονομικής ευημερίας.

Με τη ρητορική του φόβου, το αποτέλεσμα ήταν η αχρήστευση των διαύλων επικοινωνίας μεταξύ του λαού και των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, οι οποίες παραμένουν ανίκανες να αντιληφθούν την αγανάκτηση του ανειδίκευτου εργάτη ή του μικρομεσαίου επιχειρηματία, όπως επισήμαινε πριν από την ψηφοφορία ο οικονομολόγος Πολ Ντεμπίνσκι του Πανεπιστημίου Φρίμπουργκ [1]. Ούτε η ευημερία ούτε η ποιότητα μιας οικονομίας εξαρτώνται από το ύψος των αμοιβών κάποιων διευθυντικών στελεχών, διαβεβαιώνει ο Ντεμπίνσκι.

Όσο για τα ηγετικά στελέχη της βιομηχανίας και τα διοικητικά συμβούλιά τους, ένα επεισόδιο επέτρεψε να φανερωθεί η πλήρης άγνοιά τους για την κοινωνική δυσφορία που προκαλούν οι ενέργειές τους. Λίγο καιρό πριν από το δημοψήφισμα για την πρωτοβουλία Μίντερ, έγινε γνωστή η εξωφρενική αμοιβή που θα εισέπραττε ο απερχόμενος πρόεδρος της εταιρείας Novartis, Ντανιέλ Βασελά, με τη δέσμευση να μην εργαστεί σε άλλη εταιρεία για τα επόμενα έξι χρόνια : 72 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα (60 εκατομμύρια ευρώ). Και, μάλιστα, πίσω από την πλάτη των μετόχων του φαρμακευτικού γίγαντα, καθώς η είδηση ήλθε στη δημοσιότητα από κάποια διαρροή. Τελικά, η πίεση των πραγμάτων οδήγησε τον Βασελά να παραιτηθεί από την είσπραξη της αμοιβής.

Δύο ακόμα πιο φιλόδοξες πρωτοβουλίες θα τεθούν σύντομα σε δημοψήφισμα

Για την αριστερά, το δημοψήφισμα ίσως να έμοιαζε μια απλή υπόθεση που θα συσπείρωνε τον κόσμο της. Ωστόσο, ο ενθουσιασμός υπήρξε συγκρατημένος. Όταν τα δύο μεγαλύτερα συνδικάτα της χώρας πήραν αποστάσεις από την πρωτοβουλία Μίντερ, προκλήθηκε ταραχή. Η Ελβετική Συνδικαλιστική Ένωση (USS) κάλεσε τα μέλη της να ψηφίσουν λευκό, θεωρώντας ότι δεν είναι ώρα να ενισχυθεί η εξουσία των μετόχων. « Τα τελευταία χρόνια, οι αμοιβές των μετόχων αυξήθηκαν με ρυθμό δυσανάλογο σε σχέση με τους μισθούς, όπως ακριβώς και οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών. Εξάλλου, τίποτε δεν δείχνει ότι η ενίσχυση των μετόχων θα επιτρέψει τον περιορισμό των υψηλών αμοιβών των στελεχών [2] », υπενθυμίζει ο Τόμας Τσίμερμαν, στέλεχος της USS.

Ο Μίντερ, ωστόσο, προέβλεψε έναν μοχλό για να παροτρύνει τους μετόχους να χρησιμοποιήσουν τα νέα τους δικαιώματα προς την κατεύθυνση που επιθυμεί η κοινωνία. Μία από τις διατάξεις υποχρεώνει τα συνταξιοδοτικά ταμεία -ιδρύματα που διαχειρίζονται το σύστημα συμμετοχικής ασφάλισης, που είναι υποχρεωτικό στην Ελβετία- τα οποία ελέγχουν μεταξύ 6,5% και 10% της ελβετικής αγοράς, να συμμετέχουν στις γενικές συνελεύσεις των μετόχων και να ψηφίζουν « προς το συμφέρον των ασφαλισμένων τους », δηλαδή της συλλογικότητας. Όμως, η έννοια παραμένει ασαφής...

Υποστηρικτής της πρωτοβουλίας, ο Ζαν-Κλοντ Ρένβαλντ, πρώην ανώτερο στέλεχος του συνδικάτου UNIA, υπογραμμίζει ότι η έγκρισή της δεν θα αλλάξει και πολλά πράγματα για τους εργαζόμενους και για τις μεσαίες και λαϊκές τάξεις. Βλέπει, όμως, στο κείμενο ένα πρώτο, καλοδεχούμενο βήμα και ελπίζει ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα έχει θετικό αντίκτυπο και σε άλλα δημοψηφίσματα που θα ακολουθήσουν.

Γιατί, δύο ακόμη πρωτοβουλίες, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις και, επομένως, θα τεθούν σύντομα σε δημοψήφισμα, επιδιώκουν, αυτή τη φορά, να απαντήσουν στις δυσκολίες των εργαζομένων, λειτουργώντας, ταυτόχρονα, κατά της διεύρυνσης των ανισοτήτων. Το 2010, το 7,9% των Ελβετών, δηλαδή περίπου 600.000 άνθρωποι, βρίσκονταν σε κατάσταση φτώχειας. Το 2011, το 12,8% των Ελβετών ζούσε σε νοικοκυριά που δήλωναν ότι έχουν οικονομικές δυσκολίες. Και ο αριθμός των φτωχών εργαζομένων ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες.

Καταρχάς, η Σοσιαλιστική Νεολαία κατέθεσε κείμενο που προβλέπει ότι, στο εσωτερικό της ίδιας επιχείρησης, ένας εργαζόμενος δεν μπορεί να αμείβεται για έναν μήνα με περισσότερα από όσα αμείβεται άλλος συνάδελφός του για έναν χρόνο. Πρόκειται για την πρωτοβουλία « 1:12 –Για δίκαιους μισθούς ». Κάτι που θα σήμαινε την αύξηση των χαμηλών μισθών, με ταυτόχρονο περιορισμό στις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών. Πρόκειται, δηλαδή, για πρόταση πιο τολμηρή από την πρωτοβουλία Μίντερ, φαίνεται, όμως, να έχει και λιγότερες πιθανότητες να υπερψηφιστεί.

Η δεύτερη πρωτοβουλία, που προοιωνίζεται ομηρική μάχη, αφορά τη θέσπιση εθνικού κατώτατου μισθού 4.000 ελβετικών φράγκων (3.245 ευρώ) [3] –για πλήρη απασχόληση. Στην Ελβετία, το κράτος, ιστορικά, παρεμβαίνει στον ελάχιστο δυνατό βαθμό στις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, δηλαδή μεταξύ συνδικάτων και εργοδοσίας. Επομένως, η « εργασιακή ειρήνη » στηρίζεται στον κοινωνικό διάλογο, ο οποίος συμπυκνώνεται στην υπογραφή κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας για τον ορισμό των ελάχιστων εργασιακών δικαιωμάτων. Όμως, μόνο το 40% των εργαζομένων καλύπτονται από κάποια κλαδική συλλογική σύμβαση, δηλαδή απολαμβάνουν εγγυημένο κατώτατο μισθό.

Το 2011, ο κατώτατος μισθός απορρίφθηκε επί της αρχής στο καντόνι της Γενεύης, ενώ εγκρίθηκε στο καντόνι του Νεσατέλ. Και, στις 3 Μαρτίου, ενώ στο σύνολο της Ελβετίας ετίθετο σε ψηφοφορία η πρωτοβουλία Μίντερ, οι κάτοικοι του καντονιού του Ζιρά –μιας περιοχής κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, η οποία έχει πληγεί από το μισθολογικό ντάμπινγκ- αποφάσιζαν στις κάλπες να επιβάλλει το καντόνι τους « αξιοπρεπείς » μισθούς, κατάλληλους για κάθε κλάδο που δεν καλύπτεται από συλλογική σύμβαση εργασίας.

Όσο για τις « καταχρηστικές αμοιβές », η μάχη συνεχίζεται πλέον στο πεδίο του εφαρμοστικού νόμου. Η αριστερά αναμένει ότι η δεξιά θα επιδιώξει να περιορίσει όσο γίνεται τις ζημίες για τα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, από την πλευρά του, επιθυμεί η πρωτοβουλία να τηρηθεί όχι μόνο στο γράμμα, αλλά και στο πνεύμα της. Ζητά, λοιπόν, τα μπόνους πάνω από 3 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα (2,4 εκατομμύρια ευρώ) να απαγορευτούν- διάταξη με την οποία ο Μίντερ δεν συμφώνησε.

Notes

[1] « L’initiative Minder incarne la faillite des élites », « La Tribune de Genève », 27-2-13.

[2] « Détails sur les enjeux du débat Minder », « Le Courrier », Γενεύη, 14-2-13.

[3] Το ποσό αυτό μπορεί να μοιάζει μεγάλο, αλλά πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το κόστος ζωής στην Ελβετία είναι πολύ υψηλό. Καθώς, μάλιστα, στη χώρα δεν υπάρχει κοινωνική ασφάλιση, ο προϋπολογισμός των νοικοκυριών επιβαρύνεται από τα έξοδα της υποχρεωτικής και δαπανηρής ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Βλ. Michaël Rodriguez, « En Suisse, la santé aux bons soins des assurances », « Le Monde diplomatique », Φεβρουάριος 2011.

 Le Monde Diplomatique, ελληνική έκδοση
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ