2013-04-14 22:13:24
Του Γιώργου Σταθάκη
Η κρίση στο τραπεζικό σύστημα εκδηλώθηκε τη στιγμή της υποτιθέμενης διάσωσής του. Διότι η στρατηγική της ανακεφαλαιοίησης εδραζόταν κυρίως στην ιδέα της μεμονωμένης αντιμετώπισης των συνεπειών του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων.
Ας θυμηθούμε λίγο τη δομή του τραπεζικού μας συστήματος, στην αρχή της κρίσης. Τα δάνεια ήταν σε γενικές γραμμές περίπου 350 δισ. - 100 δισ. σε ομόλογα, 130 δισ. σε επιχειρηματικά δάνεια και 120 δισ. σε νοικοκυριά. Η έκθεση σε τοξικά και παράγωγα ήταν ελάχιστη. Από την άλλη πλευρά, το σύστημα είχε 180 δισ. καταθέσεις, περίπου 140 δισ. δανεισμό από τις αγορές χρήματος και περίπου 30 δισ. ίδια κεφάλαια.
Μέσα στην κρίση το σύστημα υπέστη ζημίες, περίπου 50 δισ. από το κούρεμα των ομολόγων, απώλεσε περίπου 20 δισ. καταθέσεις και τα ίδια κεφάλαια απομειώθηκαν, λόγω μείωσης της αξίας τους, κατά 20-25 δισ. Τα δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι περίπου κατά 25% προβληματικά, ή περίπου 60 δισ.
Συνεπώς οι ζημιές είναι μεγάλες. 50 δισ. ομόλογα, 60 δισ. δάνεια, 20 δισ. μείωση καταθέσεων και 20 δισ. μείωση ιδίων κεφαλαίων. Άθροισμα 150 δισ. ή περίπου το 40% του ενεργητικού των τραπεζών. Βέβαια, δεν είναι στιγμιαίες οι ζημίες, συνεπώς η διαχείριση των ζημιών μπορεί να διαχυθεί σε βάθος χρόνου, 5-6 ετών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περισσότερο.
Σήμερα ο δανεισμός των τραπεζών έχει αναπληρωθεί σχεδόν πλήρως από το πρόγραμμα ELA της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που είναι 110 δισ. και οι καταθέσεις είναι σταθεροποιημένες στα 160 δισ. Η βάση αυτή είναι αρκούντως στέρεα για να δώσει χρόνο στο τραπεζικό σύστημα να προχωρήσει στη σταδιακή αποκλιμάκωση της έκθεσής του, στη σταδιακή αναδιάρθρωσή του και τελικά στην προσαρμογή του στα νέα μακροοικονομικά δεδομένα της οικονομίας. Η επιστροφή των καταθέσεων και η σχεδιασμένη αποκλιμάκωση των δανείων, μαζί και η αξιοποίηση των διαθεσίμων αξιών στο εξωτερικό, -όπου η παρουσία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι ισχυρή (αν και όχι ιδιαίτερα αποδοτική, με εξαίρεση την Τουρκία), μειώνουν αρκετά τις απαιτήσεις. Οι εκτιμήσεις για την άμεση σταθεροποίηση του συστήματος διαφέρουν, αλλά η τάξη μεγέθους είναι περίπου 70-80 δισ.
Το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης των 50 δισ. επεδίωκε αρχικά να αναπληρώσει μέρος των απωλειών των ομολόγων, με 28 δισ., και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ένα αποθεματικό των 22 δισ. για την ενίσχυση των τραπεζών έναντι των υπόλοιπων ζημίών. Το σίγουρο είναι ότι χρειάζονται επιπρόσθετοι πόροι πρώτα από όλα από τους μετόχους, εφόσον επιθυμούν να παραμείνουν μέτοχοι, από πιθανούς επενδυτές ή από το κράτος. Οι μέτοχοι δεν μπορούν, οι επενδυτές δεν τοποθετούνται και το κράτος δεν έχει χρήματα. Με μια λέξη, το πρόβλημα παραμένει. Το Ταμείο μπορεί να απορροφήσει το σύνολο των τραπεζών με τα 50 δισ., όμως απαιτούνται και νέοι πόροι.
Το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης τελικά κατέληξε στο σχήμα του 1/10 αναφορικά με τα ίδια κεφάλαια. Η ίδια συμμετοχή προσδιορίστηκε στα 2,5 δισ., το Ταμείο θα βάλλει 25 και η αναδιάρθρωση τοποθετήθηκε στο μέλλον, διάρκειας 5 χρόνων, όπου κάθε τράπεζα θα διατηρεί το δικαίωμα επαναγοράς των νέων μετοχών.
Η ενοποίηση της Εθνικής και της Eurobank δημιούργησε προς στιγμή την εντύπωση ότι οι μελλοντικές συνέργειες θα εξοικονομούσαν 3-4 δισ., και μαζί με την πώληση κάποιων συμμετοχών στο εξωτερικό (άλλα 6-7 δισ.) θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί η νέα μεγάλη υπερτράπεζα που θα αντιπροσώπευε το 60% του τραπεζικού συστήματος. Η νέα ιδέα δεν προσέλκυσε όμως νέα κεφάλαια. Μετά από συνεχείς αναβολές, με δεδομένες τις εσωτερικές συγκρούσεις, την ύπαρξη ανταγωνιστικών σχεδίων, τις καθυστερήσεις και την ίδια τη διαχείριση από τους βασικούς ομίλους και την κεντρική τράπεζα η όλη προσπάθεια κατέρρευσε. Η τρόικα αιφνίδια αποφάσισε για μη ενοποίηση.
Το σχέδιο της τρόικας περί χωριστής ανακεφαλαιοποίησης, συνοπτικής αναδιάρθρωσης και πώλησης μέχρι τέλους του χρόνου αποκλειστικά σε “τράπεζες με εμπειρία” δημιουργεί μια νέα κατάσταση, όπου τα δεδομένα είναι άκρως προβληματικά. Πρώτον, η Εθνική κινδυνεύει με πώληση σε ξένη τράπεζα. Η Εθνική έχει ειδικό ιστορικό βάρος και παραμένει ακόμα και σήμερα ημιδημόσια τράπεζα, λόγω της μεγάλης συμμετοχής ασφαλιστικών ταμείων. Δεύτερον, η αναδιάρθρωση των τραπεζών μπορεί να περιλαμβάνει τη βίαιη προσαρμογή του ενεργητικού και του παθητικού των τραπεζών, με τεράστιες συνέπειες στην ίδια τη δομή του τραπεζικού συστήματος και στην πραγματική οικονομία. Τρίτον, η βιωσιμότητα αυτού του σχεδίου τίθεται εν αμφιβόλω, εάν μπορεί να ολοκληρωθεί.
Κάθε εναλλακτικό σχέδιο οφείλει να διατηρεί τις ισορροπίες με τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα και να μην προσθέτει, αντί να αφαιρεί, προβλήματα. Αυτό όμως αποτελεί θέμα μιας νέας συζήτησης για την ίδια τη στρατηγική της προσαρμογής που εξυπηρετεί καλύτερα το δημόσιο συμφέρον
Η ΑΥΓΗ
communenews
Η κρίση στο τραπεζικό σύστημα εκδηλώθηκε τη στιγμή της υποτιθέμενης διάσωσής του. Διότι η στρατηγική της ανακεφαλαιοίησης εδραζόταν κυρίως στην ιδέα της μεμονωμένης αντιμετώπισης των συνεπειών του κουρέματος των ελληνικών ομολόγων.
Ας θυμηθούμε λίγο τη δομή του τραπεζικού μας συστήματος, στην αρχή της κρίσης. Τα δάνεια ήταν σε γενικές γραμμές περίπου 350 δισ. - 100 δισ. σε ομόλογα, 130 δισ. σε επιχειρηματικά δάνεια και 120 δισ. σε νοικοκυριά. Η έκθεση σε τοξικά και παράγωγα ήταν ελάχιστη. Από την άλλη πλευρά, το σύστημα είχε 180 δισ. καταθέσεις, περίπου 140 δισ. δανεισμό από τις αγορές χρήματος και περίπου 30 δισ. ίδια κεφάλαια.
Μέσα στην κρίση το σύστημα υπέστη ζημίες, περίπου 50 δισ. από το κούρεμα των ομολόγων, απώλεσε περίπου 20 δισ. καταθέσεις και τα ίδια κεφάλαια απομειώθηκαν, λόγω μείωσης της αξίας τους, κατά 20-25 δισ. Τα δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι περίπου κατά 25% προβληματικά, ή περίπου 60 δισ.
Συνεπώς οι ζημιές είναι μεγάλες. 50 δισ. ομόλογα, 60 δισ. δάνεια, 20 δισ. μείωση καταθέσεων και 20 δισ. μείωση ιδίων κεφαλαίων. Άθροισμα 150 δισ. ή περίπου το 40% του ενεργητικού των τραπεζών. Βέβαια, δεν είναι στιγμιαίες οι ζημίες, συνεπώς η διαχείριση των ζημιών μπορεί να διαχυθεί σε βάθος χρόνου, 5-6 ετών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περισσότερο.
Σήμερα ο δανεισμός των τραπεζών έχει αναπληρωθεί σχεδόν πλήρως από το πρόγραμμα ELA της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που είναι 110 δισ. και οι καταθέσεις είναι σταθεροποιημένες στα 160 δισ. Η βάση αυτή είναι αρκούντως στέρεα για να δώσει χρόνο στο τραπεζικό σύστημα να προχωρήσει στη σταδιακή αποκλιμάκωση της έκθεσής του, στη σταδιακή αναδιάρθρωσή του και τελικά στην προσαρμογή του στα νέα μακροοικονομικά δεδομένα της οικονομίας. Η επιστροφή των καταθέσεων και η σχεδιασμένη αποκλιμάκωση των δανείων, μαζί και η αξιοποίηση των διαθεσίμων αξιών στο εξωτερικό, -όπου η παρουσία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι ισχυρή (αν και όχι ιδιαίτερα αποδοτική, με εξαίρεση την Τουρκία), μειώνουν αρκετά τις απαιτήσεις. Οι εκτιμήσεις για την άμεση σταθεροποίηση του συστήματος διαφέρουν, αλλά η τάξη μεγέθους είναι περίπου 70-80 δισ.
Το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης των 50 δισ. επεδίωκε αρχικά να αναπληρώσει μέρος των απωλειών των ομολόγων, με 28 δισ., και ταυτόχρονα να δημιουργήσει ένα αποθεματικό των 22 δισ. για την ενίσχυση των τραπεζών έναντι των υπόλοιπων ζημίών. Το σίγουρο είναι ότι χρειάζονται επιπρόσθετοι πόροι πρώτα από όλα από τους μετόχους, εφόσον επιθυμούν να παραμείνουν μέτοχοι, από πιθανούς επενδυτές ή από το κράτος. Οι μέτοχοι δεν μπορούν, οι επενδυτές δεν τοποθετούνται και το κράτος δεν έχει χρήματα. Με μια λέξη, το πρόβλημα παραμένει. Το Ταμείο μπορεί να απορροφήσει το σύνολο των τραπεζών με τα 50 δισ., όμως απαιτούνται και νέοι πόροι.
Το πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης τελικά κατέληξε στο σχήμα του 1/10 αναφορικά με τα ίδια κεφάλαια. Η ίδια συμμετοχή προσδιορίστηκε στα 2,5 δισ., το Ταμείο θα βάλλει 25 και η αναδιάρθρωση τοποθετήθηκε στο μέλλον, διάρκειας 5 χρόνων, όπου κάθε τράπεζα θα διατηρεί το δικαίωμα επαναγοράς των νέων μετοχών.
Η ενοποίηση της Εθνικής και της Eurobank δημιούργησε προς στιγμή την εντύπωση ότι οι μελλοντικές συνέργειες θα εξοικονομούσαν 3-4 δισ., και μαζί με την πώληση κάποιων συμμετοχών στο εξωτερικό (άλλα 6-7 δισ.) θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί η νέα μεγάλη υπερτράπεζα που θα αντιπροσώπευε το 60% του τραπεζικού συστήματος. Η νέα ιδέα δεν προσέλκυσε όμως νέα κεφάλαια. Μετά από συνεχείς αναβολές, με δεδομένες τις εσωτερικές συγκρούσεις, την ύπαρξη ανταγωνιστικών σχεδίων, τις καθυστερήσεις και την ίδια τη διαχείριση από τους βασικούς ομίλους και την κεντρική τράπεζα η όλη προσπάθεια κατέρρευσε. Η τρόικα αιφνίδια αποφάσισε για μη ενοποίηση.
Το σχέδιο της τρόικας περί χωριστής ανακεφαλαιοποίησης, συνοπτικής αναδιάρθρωσης και πώλησης μέχρι τέλους του χρόνου αποκλειστικά σε “τράπεζες με εμπειρία” δημιουργεί μια νέα κατάσταση, όπου τα δεδομένα είναι άκρως προβληματικά. Πρώτον, η Εθνική κινδυνεύει με πώληση σε ξένη τράπεζα. Η Εθνική έχει ειδικό ιστορικό βάρος και παραμένει ακόμα και σήμερα ημιδημόσια τράπεζα, λόγω της μεγάλης συμμετοχής ασφαλιστικών ταμείων. Δεύτερον, η αναδιάρθρωση των τραπεζών μπορεί να περιλαμβάνει τη βίαιη προσαρμογή του ενεργητικού και του παθητικού των τραπεζών, με τεράστιες συνέπειες στην ίδια τη δομή του τραπεζικού συστήματος και στην πραγματική οικονομία. Τρίτον, η βιωσιμότητα αυτού του σχεδίου τίθεται εν αμφιβόλω, εάν μπορεί να ολοκληρωθεί.
Κάθε εναλλακτικό σχέδιο οφείλει να διατηρεί τις ισορροπίες με τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα και να μην προσθέτει, αντί να αφαιρεί, προβλήματα. Αυτό όμως αποτελεί θέμα μιας νέας συζήτησης για την ίδια τη στρατηγική της προσαρμογής που εξυπηρετεί καλύτερα το δημόσιο συμφέρον
Η ΑΥΓΗ
communenews
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Βέροια συνέτριψε τον Πλατανιά
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ