2013-04-15 20:38:28
του Δρ. Χαράλαμπου Βασιλειάδη*
"Η σημερινή παρουσία μας στοχεύει στην επίτευξη ενός διττού στόχου, ή ορθότερα, στην εξυπηρέτηση ενός διπλού σκοπού.
Από τη μια παρουσιάζουμε το μυθιστόρημα-βιβλίο με τίτλο «Αλλιώς τα είχαμε Σχεδιάσει» και τον δημιουργό του, τον νέο Εβρίτη-Θρακιώτη συγγραφέα, τον χαρισματικό λογοτέχνη, τον σύμβουλο επιχειρήσεων, τον Κωνσταντίνο Τριανταφυλλάκη.
Καλωσορίζω λοιπόν τον φίλο, Εβρίτη και Θρακιώτη, Κώστα Τριανταφυλλάκη τον οποίο γνώρισα … μόλις πριν λίγα λεπτά. Ωστόσο τον θεωρώ φίλο γιατί ξεκινώ από μια αφετηρία, από μια αρχή-παρακαταθήκη. Ο εχθρός του εχθρού μου δεν είναι απριόρι ή κατ’ ανάγκη φίλος μου. Πρέπει να πεισθώ ότι έχουμε κοινά σημεία αναφοράς πέρα από κάποιο κοινό αντίπαλο. Ωστόσο αντιμετωπίζω φιλικά τον φίλο του φίλου μου γιατί το κοινό σημείο αναφοράς είναι μια κοινή και μακρά φιλία, μια αμοιβαία εκτίμηση, αγάπη και σεβασμό. Ο κοινός μας φίλος ήταν και παραμένει ο Δημήτρης Δημητρίου και άρα ο Κώστας Τριανταφυλλάκης είναι φίλος.
Ο δεύτερος λόγος της εδώ παρουσίας μας είναι -με προτροπή του ίδιου του συγγραφέα- να τιμήσουμε τη μνήμη του Δημήτρη Δημητρίου. Τελούμε λοιπόν ετούτο το λογοτεχνικό μνημόσυνο για να τιμήσουμε την μνήμη ενός σημαντικού ανθρώπου που χάθηκε τόσο πρόωρα. Θα ήθελα ειλικρινά η βιβλιοπαρουσίαση να πραγματοποιούταν 2-3 μήνες πριν ώστε να έχω την χαρά να έχω δίπλα μου ή μπροστά μου τον Δημήτρη Δημητρίου. Είμαι σίγουρος ότι θα ένοιωθε ωραία ως Έλλην. Είμαι σίγουρος ότι θα ένοιωσε περήφανος ως φίλος του Κώστα Τριανταφυλλάκη. Είμαι σίγουρος ότι με τον λόγο του θα συνέβαλλε θετικά στην εκδήλωση. Είμαι σίγουρος για πολλά σε ένα κόσμο όπου το μόνο σίγουρο είναι η αβεβαιότητα, το απαιτητικό σήμερα, το άγνωστο αύριο.
Ωστόσο είναι σχεδόν σίγουρο ότι όλοι μας, ειδικά στα πρώτα μας βήματα, κάπως «αλλιώς το είχαμε σχεδιάσει…». Ας ξεκινήσουμε λοιπόν τη διαδρομή μας με το βιβλίο του φίλτατου Κώστα και ας καταλήξουμε με τον αείμνηστο Δημήτρη.
Το βιβλίο
Όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο, «το βιβλίο είναι μια μυθιστορηματική αφήγηση πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητα.» Πρωταγωνιστές από τη μια το ζευγάρι,α) ο καθηγητής διοίκησης επιχειρήσεων Ορέστης Σαρηγιαννίδης από το Ασημένιο Έβρου με ρίζες καταγωγής από τις αλησμόνητες πατρίδες της ανατολικής Θράκης, της Πόλης, της Ιωνίας και της Μικράς Ασίας ευρύτερα και β) η οικονομολόγος Μαριάννα Αναγνωστίδου, που μεγάλωσε στον Έβρο, κόρη στρατιωτικού (και στη συνέχεια πτυχιούχου νομικού και φιλολόγου) του κυρ Αλέκου από την Χαλκίδα. Παράλληλα, εμφανίζονται ο “μεγαλοκαρχαρίας” χρηματιστηριακών υποθέσεων Γιώργος Στεφάνου με αντιπρόεδρο του ομίλου την Μαριάννα και διευθυντή του τον Μάρκο Ρούπακα και απέναντι τους τον πρόεδρο Βίκτωρ Πατρινό και τους ανθρώπους του σε μια δραματική περιπέτεια σκοτεινών διαδρομών χρήματος, τοξικών επενδύσεων, τις φούσκες του Χρηματιστηρίου και της υπερβολικής ευφορίας του ευρώ, τη κατάρρευση της LehmanBrothers, μέσω πολλών άλλων δολοπλοκιών και πτωχεύσεων, κυρίως εικονικών και συστηματικών. Πρόκειται για μια αλληλουχία σκηνικών οικονομικής και πολιτικής διαπλοκής όπου τα μεγάλα συμφέροντα οικονομικής, επιχειρηματικής, εκδοτικής, δικαστικής υφής συγκρούονται συνθλίβοντας ζωές και καταδικάζοντας υπάρξεις.
Στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται για κάποια στιγμή στο προσκήνιο και ένας συνεπώνυμος μου Βασιλειάδης (σ. 261) ως νομικός αντιπρόσωπος κάποιου Λάκη Ασημακόπουλου. Με τον εν λόγω νομικό, λόγω του ρόλου και ήθους του στο μυθιστόρημα, δεν θα ήθελα να έχω καμιά σχέση. Καμιά!
Ο Ορέστης και η Μαριάννα, ξεκινάνε το ταξίδι της ζωής με πολλά όνειρα και μεγάλα σχέδια τη δεκαετία του 1960. Το ταξίδι περνά από την Αθήνα, συνεχίζει στη Νέα Υόρκη, επιστρέφει στην Αθήνα και καταλήγει πάλι στον Έβρο. Θα συμφωνήσω ότι πρόκειται για ένα «έργο πολυπρόσωπο, πολυεπίπεδο, ενδιαφέρον, ερωτικό, οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, πολιτιστικό, ταξιδιωτικό και πρωτότυπο, μια εν μέρει πραγματεία, που με την αμεσότητα της γλώσσας υπηρετεί έναν ρεαλισμό ως μια απόπειρα καταγραφής του αληθινού ρυθμού της ζωής!»[1]
Παράλληλα, αναπτύσσεται η ανθρώπινη πλοκή με τα μαθητικά χρόνια του Ορέστη, την επιτηρήτρια του που, ως «τροχονόμος ζωής», του στέρησε την είσοδο του στην Νομική, προβάλλοντας το διαχρονικά αντεκπαιδευτικό σύστημα της πατρίδας μας, το τυφλό σύστημα της αναξιοκρατίας, της αυθαιρεσίας, του αδιεξόδου, της φυγής. Στη συνέχεια εμπλέκονται οι πρωταγωνιστές σε μια σειρά από δαιδαλώδη (χρηματο-οικονομικο-πολιτικό-εκδοτικό-δικαστικά) συστήματα, τα οποία αν και πάσχουν διαχρονικά από συστημική σηψαιμία, διακυβεύουν (ρισκάρουν)εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις απαξιώνοντας αρχές και αξίες και στερώντας κάθε είδους σεβασμού στην ανθρώπινη ύπαρξη και στις αξίες της.
Δραματική, και συνταρακτική συνάμα, σκηνή στο βιβλίο είναι ο αναπάντεχος χαμός του Αλέξανδρου, γόνου του Ορέστη και της ιρλανδής συντρόφου του, της Walch, με παρεμβολή σημαντικών μηνυμάτων για τη ζωή και την αξία της.Μπορεί ο θάνατος του παιδιού σου να σε οδηγεί στα άκρα, στην αυτοχειρία; Ποιο είναι το μήνυμα ζωής που ξεπηδά σε τέτοιες στιγμές; Εξομολογείται ο Ορέστης: «Ο πόνος ήταν αφόρητος. Το μέτρο και η αξία της ζωής δεν είναι η διάρκεια, αλλά η ένταση με την οποία τη βιώνεις. Οι εμπειρίες της. Μπορεί να ζήσεις μια μακριά ζωή χωρίς εντάσεις. Όμως αν ζήσεις έντονα μια στιγμή της ίσως να αξίζει δέκα ζωές. … Ήμουν σχεδόν έτοιμος να πηδήξω στο κενό όταν ξαφνικά ένα περιστέρι ήρθε κι άρχισε να περπατάει μπροστά μου πάνω στα σιδερένια κάγκελα ανήσυχο. Ύστερα ήρθε πιο κοντά και βάλθηκε να με κοιτά επίμονα. Προσπάθησα να το διώξω. Δεν ήθελα μάρτυρες σε αυτή τη στιγμή της απόλυτης αδυναμίας μου. Όμως αυτό δεν έλεγε να φύγει.» (σ. 150). Άραγε η αυτοχειρία διεπράχθη;
«Όμως», θα συμφωνήσω ό,τι «αυτό δεν είναι ένα βιβλίο για τον θάνατο, είναι ένα βιβλίο για τη ζωή, μπολιασμένο από την εμπειρία, τις γνώσεις και την σοφία του συγγραφέα. Η δικαιοσύνη, η ακεραιότητα, η τιμή, η πίστη, η υπομονή, παλεύουν με τη ματαιοδοξία, την απληστία και την δολιότητα, σε μία μάχη που διαδραματίζεται σε διαρκώς μεταβαλλόμενο πεδίο.»[2]
Και πως διαμορφώνεται ο επίλογος; «Ο Ορέστης με τη Μαριάννα, απογοητευμένοι από την Ελλάδα, αποφάσισαν να εγκατασταθούν μονίμως στη Νέα Υόρκη. … Είχαν περάσει πλέον πέντε χρόνια από τη δίκη και … προγραμμάτισαν … τις καλοκαιρινές τους διακοπές. … αφού έμειναν για λίγες μέρες στην Αθήνα, αναχώρησαν για διακοπές στη Σαντορίνη. … Η υπάλληλος, που έκανε τον έλεγχο των εισιτηρίων είπε στον Ορέστη να περιμένει μια στιγμή, λόγω εμπλοκής στο σύστημα. … Σε λίγα λεπτά, εμφανίστηκαν τρείς αστυνομικοί, οι οποίοι με συνοπτικές διαδικασίες συνέλαβαν τον Ορέστη και του πέρασαν χειροπέδες! … Άμα σε στοχεύσει το σύστημα, δε τη γλυτώνεις. … Ένα ασθενοφόρο το παρέλαβε λιπόθυμο. …»(σ. 316-324)
Επήλθε άραγε ο θάνατος ή ήταν απλά μια ψευδαίσθηση του Χάροντα; Ας δούμε πως εκτυλίσσεται η ιστορία.«Στην άκρη του ποταμού, περίμενε ένας βαρκάρης, που του έκανε νεύμα ν’ ανέβει γρήγορα γιατί είχε κι άλλα δρομολόγια να κάνει. Στη βάρκα δεν ήξερε αν ήταν μόνος ή είχε παρέα. Άκουγε κάτι αναστεναγμούς, αλλά ούτε έβλεπε, ούτε ένιωθε κανέναν δίπλα του. Και τον βαρκάρη μια τον έβλεπε, μια τον έχανε. Ο ποταμός ήταν φαρδύς και τα νερά του λάδι. … Πλησίασαν σ΄ ένα μεγάλο θόλο, λουσμένο από ένα θεσπέσιο άσπρο φώς που ερχόταν από πολλούς λαμπρούς ήλιους … Τώρα πια δεν ακουγόταν τίποτα. … Κοιτούσε, δεξιά κι αριστερά, αλλά δεν έβλεπε κανένα γύρο του παρά μόνο τις έντονες εναλλαγές του φωτός με το σκότος. Ταξίδευε μόνος τους, αλλά ούτε φόβο, ούτε τρόμο, ούτε αγωνία αισθάνονταν... ‘Τι είναι όλα αυτά τα φώτα που λαμπυρίζουν’, αναρωτήθηκε. ‘Είναι οι ψυχές των ανθρώπων που εγκατέλειψαν την πρόσκαιρη ματαιότητα της γης και ταξιδεύουν στο αχανές άπειρο, μέχρι να επανέλθουν…’, του αποκρίθηκε μελωδικά μια απροσδιόριστη φωνή. … ‘Μπορώ να επικοινωνήσω μ’ εκείνους που αγαπούσα;’ Η φωνή σώπασε και δεν ανταποκρινόταν. Ξαναρώτησε, αλλά τίποτα. … ‘Στους ανθρώπους π’ αγαπάμε και νοιαζόμαστε, εμφανιζόμαστε στα όνειρά τους και προλέγουμε…. ‘». Άνοιξε τα μάτια ο Ορέστης και είδε τη Μαριάννα. Του «… Χαμογέλασε συγκαταβατικά, με μια έκφραση απορίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπο.» και του είπε: «Άστο! Όνειρο ήτανε! Όνειρο….’…» (σ. 459-460)
Προοίμιο, αντί Επιλόγου
Τελειώνοντας, ευχαριστώ όσους φορείς και άτομα, συνέβαλλαν στην πραγματοποίηση αυτής της εκδήλωσης. Ευχαριστώ όλους τους παρευρισκομένους και εύχομαι κάτι θετικό και αξιόλογο να αποκομίσετε.
Επαινώ τον Κώστα Τριανταφυλλάκη για το έργο του και τον ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσε και την τιμή που μου έκανε να δηλώσω «παρών».Το βιβλίο είναι εξαιρετικό και η μελέτη του θα πλούτιζε τον καθένα μας. Κάποια κεφάλαια του βιβλίου θα μπορούσαν να αποτελέσουν άριστο ανάγνωσμα για τους μαθητές των σχολείων της ομογένειας μας, μιας και
· η γλώσσα είναι άριστη, κατανοητή και γλαφυρή,
· η παρουσία και δομή του βιβλίου είναι σύγχρονη και φιλική,
· η δραματική και συνάμα ρεαλιστική πλοκή έχει μυστήριο και ενδιαφέρον, και
· κάποιοι από τους χώρους όπου εξελίσσεται το έργο μας είναι οικείοι και γνώριμοι.
Παροτρύνω τους ομογενείς, όλους εσάς, να το αποκτήσετε, να το μελετήσετε, να το διαδώσετε, να το προβάλλετε. Το αξίζει!
Φίλε Κώστα σ’ ευχαριστώ και σ’ επαινώ!
*Ο Δρ Χαράλαμπος Βασιλειάδης είναι Πολιτικός Μηχανικός-Περιβαλλοντολόγος και Πρόεδρος του Ιδρύματος "Παναγία Σουμελά" στις ΗΠΑ.
Το ανωτέρω κείμενο είναι μέρος της εισήγησής του κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Τριανταφυλλάκη στη Νέα Υόρκη, τη Δευτέρα 8 Απριλίου 2013
η πρώτη παραπομπή είναι από την κριτική της φιλολόγου Αννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά και δεύτερη από την παρουσίαση της κας Μαριάννα Νάνου στην Αλεξανδρούπολη
liberals10
"Η σημερινή παρουσία μας στοχεύει στην επίτευξη ενός διττού στόχου, ή ορθότερα, στην εξυπηρέτηση ενός διπλού σκοπού.
Από τη μια παρουσιάζουμε το μυθιστόρημα-βιβλίο με τίτλο «Αλλιώς τα είχαμε Σχεδιάσει» και τον δημιουργό του, τον νέο Εβρίτη-Θρακιώτη συγγραφέα, τον χαρισματικό λογοτέχνη, τον σύμβουλο επιχειρήσεων, τον Κωνσταντίνο Τριανταφυλλάκη.
Καλωσορίζω λοιπόν τον φίλο, Εβρίτη και Θρακιώτη, Κώστα Τριανταφυλλάκη τον οποίο γνώρισα … μόλις πριν λίγα λεπτά. Ωστόσο τον θεωρώ φίλο γιατί ξεκινώ από μια αφετηρία, από μια αρχή-παρακαταθήκη. Ο εχθρός του εχθρού μου δεν είναι απριόρι ή κατ’ ανάγκη φίλος μου. Πρέπει να πεισθώ ότι έχουμε κοινά σημεία αναφοράς πέρα από κάποιο κοινό αντίπαλο. Ωστόσο αντιμετωπίζω φιλικά τον φίλο του φίλου μου γιατί το κοινό σημείο αναφοράς είναι μια κοινή και μακρά φιλία, μια αμοιβαία εκτίμηση, αγάπη και σεβασμό. Ο κοινός μας φίλος ήταν και παραμένει ο Δημήτρης Δημητρίου και άρα ο Κώστας Τριανταφυλλάκης είναι φίλος.
Ο δεύτερος λόγος της εδώ παρουσίας μας είναι -με προτροπή του ίδιου του συγγραφέα- να τιμήσουμε τη μνήμη του Δημήτρη Δημητρίου. Τελούμε λοιπόν ετούτο το λογοτεχνικό μνημόσυνο για να τιμήσουμε την μνήμη ενός σημαντικού ανθρώπου που χάθηκε τόσο πρόωρα. Θα ήθελα ειλικρινά η βιβλιοπαρουσίαση να πραγματοποιούταν 2-3 μήνες πριν ώστε να έχω την χαρά να έχω δίπλα μου ή μπροστά μου τον Δημήτρη Δημητρίου. Είμαι σίγουρος ότι θα ένοιωθε ωραία ως Έλλην. Είμαι σίγουρος ότι θα ένοιωσε περήφανος ως φίλος του Κώστα Τριανταφυλλάκη. Είμαι σίγουρος ότι με τον λόγο του θα συνέβαλλε θετικά στην εκδήλωση. Είμαι σίγουρος για πολλά σε ένα κόσμο όπου το μόνο σίγουρο είναι η αβεβαιότητα, το απαιτητικό σήμερα, το άγνωστο αύριο.
Ωστόσο είναι σχεδόν σίγουρο ότι όλοι μας, ειδικά στα πρώτα μας βήματα, κάπως «αλλιώς το είχαμε σχεδιάσει…». Ας ξεκινήσουμε λοιπόν τη διαδρομή μας με το βιβλίο του φίλτατου Κώστα και ας καταλήξουμε με τον αείμνηστο Δημήτρη.
Το βιβλίο
Όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο, «το βιβλίο είναι μια μυθιστορηματική αφήγηση πάνω στη σύγχρονη πραγματικότητα.» Πρωταγωνιστές από τη μια το ζευγάρι,α) ο καθηγητής διοίκησης επιχειρήσεων Ορέστης Σαρηγιαννίδης από το Ασημένιο Έβρου με ρίζες καταγωγής από τις αλησμόνητες πατρίδες της ανατολικής Θράκης, της Πόλης, της Ιωνίας και της Μικράς Ασίας ευρύτερα και β) η οικονομολόγος Μαριάννα Αναγνωστίδου, που μεγάλωσε στον Έβρο, κόρη στρατιωτικού (και στη συνέχεια πτυχιούχου νομικού και φιλολόγου) του κυρ Αλέκου από την Χαλκίδα. Παράλληλα, εμφανίζονται ο “μεγαλοκαρχαρίας” χρηματιστηριακών υποθέσεων Γιώργος Στεφάνου με αντιπρόεδρο του ομίλου την Μαριάννα και διευθυντή του τον Μάρκο Ρούπακα και απέναντι τους τον πρόεδρο Βίκτωρ Πατρινό και τους ανθρώπους του σε μια δραματική περιπέτεια σκοτεινών διαδρομών χρήματος, τοξικών επενδύσεων, τις φούσκες του Χρηματιστηρίου και της υπερβολικής ευφορίας του ευρώ, τη κατάρρευση της LehmanBrothers, μέσω πολλών άλλων δολοπλοκιών και πτωχεύσεων, κυρίως εικονικών και συστηματικών. Πρόκειται για μια αλληλουχία σκηνικών οικονομικής και πολιτικής διαπλοκής όπου τα μεγάλα συμφέροντα οικονομικής, επιχειρηματικής, εκδοτικής, δικαστικής υφής συγκρούονται συνθλίβοντας ζωές και καταδικάζοντας υπάρξεις.
Στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται για κάποια στιγμή στο προσκήνιο και ένας συνεπώνυμος μου Βασιλειάδης (σ. 261) ως νομικός αντιπρόσωπος κάποιου Λάκη Ασημακόπουλου. Με τον εν λόγω νομικό, λόγω του ρόλου και ήθους του στο μυθιστόρημα, δεν θα ήθελα να έχω καμιά σχέση. Καμιά!
Ο Ορέστης και η Μαριάννα, ξεκινάνε το ταξίδι της ζωής με πολλά όνειρα και μεγάλα σχέδια τη δεκαετία του 1960. Το ταξίδι περνά από την Αθήνα, συνεχίζει στη Νέα Υόρκη, επιστρέφει στην Αθήνα και καταλήγει πάλι στον Έβρο. Θα συμφωνήσω ότι πρόκειται για ένα «έργο πολυπρόσωπο, πολυεπίπεδο, ενδιαφέρον, ερωτικό, οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, πολιτιστικό, ταξιδιωτικό και πρωτότυπο, μια εν μέρει πραγματεία, που με την αμεσότητα της γλώσσας υπηρετεί έναν ρεαλισμό ως μια απόπειρα καταγραφής του αληθινού ρυθμού της ζωής!»[1]
Παράλληλα, αναπτύσσεται η ανθρώπινη πλοκή με τα μαθητικά χρόνια του Ορέστη, την επιτηρήτρια του που, ως «τροχονόμος ζωής», του στέρησε την είσοδο του στην Νομική, προβάλλοντας το διαχρονικά αντεκπαιδευτικό σύστημα της πατρίδας μας, το τυφλό σύστημα της αναξιοκρατίας, της αυθαιρεσίας, του αδιεξόδου, της φυγής. Στη συνέχεια εμπλέκονται οι πρωταγωνιστές σε μια σειρά από δαιδαλώδη (χρηματο-οικονομικο-πολιτικό-εκδοτικό-δικαστικά) συστήματα, τα οποία αν και πάσχουν διαχρονικά από συστημική σηψαιμία, διακυβεύουν (ρισκάρουν)εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις απαξιώνοντας αρχές και αξίες και στερώντας κάθε είδους σεβασμού στην ανθρώπινη ύπαρξη και στις αξίες της.
Δραματική, και συνταρακτική συνάμα, σκηνή στο βιβλίο είναι ο αναπάντεχος χαμός του Αλέξανδρου, γόνου του Ορέστη και της ιρλανδής συντρόφου του, της Walch, με παρεμβολή σημαντικών μηνυμάτων για τη ζωή και την αξία της.Μπορεί ο θάνατος του παιδιού σου να σε οδηγεί στα άκρα, στην αυτοχειρία; Ποιο είναι το μήνυμα ζωής που ξεπηδά σε τέτοιες στιγμές; Εξομολογείται ο Ορέστης: «Ο πόνος ήταν αφόρητος. Το μέτρο και η αξία της ζωής δεν είναι η διάρκεια, αλλά η ένταση με την οποία τη βιώνεις. Οι εμπειρίες της. Μπορεί να ζήσεις μια μακριά ζωή χωρίς εντάσεις. Όμως αν ζήσεις έντονα μια στιγμή της ίσως να αξίζει δέκα ζωές. … Ήμουν σχεδόν έτοιμος να πηδήξω στο κενό όταν ξαφνικά ένα περιστέρι ήρθε κι άρχισε να περπατάει μπροστά μου πάνω στα σιδερένια κάγκελα ανήσυχο. Ύστερα ήρθε πιο κοντά και βάλθηκε να με κοιτά επίμονα. Προσπάθησα να το διώξω. Δεν ήθελα μάρτυρες σε αυτή τη στιγμή της απόλυτης αδυναμίας μου. Όμως αυτό δεν έλεγε να φύγει.» (σ. 150). Άραγε η αυτοχειρία διεπράχθη;
«Όμως», θα συμφωνήσω ό,τι «αυτό δεν είναι ένα βιβλίο για τον θάνατο, είναι ένα βιβλίο για τη ζωή, μπολιασμένο από την εμπειρία, τις γνώσεις και την σοφία του συγγραφέα. Η δικαιοσύνη, η ακεραιότητα, η τιμή, η πίστη, η υπομονή, παλεύουν με τη ματαιοδοξία, την απληστία και την δολιότητα, σε μία μάχη που διαδραματίζεται σε διαρκώς μεταβαλλόμενο πεδίο.»[2]
Και πως διαμορφώνεται ο επίλογος; «Ο Ορέστης με τη Μαριάννα, απογοητευμένοι από την Ελλάδα, αποφάσισαν να εγκατασταθούν μονίμως στη Νέα Υόρκη. … Είχαν περάσει πλέον πέντε χρόνια από τη δίκη και … προγραμμάτισαν … τις καλοκαιρινές τους διακοπές. … αφού έμειναν για λίγες μέρες στην Αθήνα, αναχώρησαν για διακοπές στη Σαντορίνη. … Η υπάλληλος, που έκανε τον έλεγχο των εισιτηρίων είπε στον Ορέστη να περιμένει μια στιγμή, λόγω εμπλοκής στο σύστημα. … Σε λίγα λεπτά, εμφανίστηκαν τρείς αστυνομικοί, οι οποίοι με συνοπτικές διαδικασίες συνέλαβαν τον Ορέστη και του πέρασαν χειροπέδες! … Άμα σε στοχεύσει το σύστημα, δε τη γλυτώνεις. … Ένα ασθενοφόρο το παρέλαβε λιπόθυμο. …»(σ. 316-324)
Επήλθε άραγε ο θάνατος ή ήταν απλά μια ψευδαίσθηση του Χάροντα; Ας δούμε πως εκτυλίσσεται η ιστορία.«Στην άκρη του ποταμού, περίμενε ένας βαρκάρης, που του έκανε νεύμα ν’ ανέβει γρήγορα γιατί είχε κι άλλα δρομολόγια να κάνει. Στη βάρκα δεν ήξερε αν ήταν μόνος ή είχε παρέα. Άκουγε κάτι αναστεναγμούς, αλλά ούτε έβλεπε, ούτε ένιωθε κανέναν δίπλα του. Και τον βαρκάρη μια τον έβλεπε, μια τον έχανε. Ο ποταμός ήταν φαρδύς και τα νερά του λάδι. … Πλησίασαν σ΄ ένα μεγάλο θόλο, λουσμένο από ένα θεσπέσιο άσπρο φώς που ερχόταν από πολλούς λαμπρούς ήλιους … Τώρα πια δεν ακουγόταν τίποτα. … Κοιτούσε, δεξιά κι αριστερά, αλλά δεν έβλεπε κανένα γύρο του παρά μόνο τις έντονες εναλλαγές του φωτός με το σκότος. Ταξίδευε μόνος τους, αλλά ούτε φόβο, ούτε τρόμο, ούτε αγωνία αισθάνονταν... ‘Τι είναι όλα αυτά τα φώτα που λαμπυρίζουν’, αναρωτήθηκε. ‘Είναι οι ψυχές των ανθρώπων που εγκατέλειψαν την πρόσκαιρη ματαιότητα της γης και ταξιδεύουν στο αχανές άπειρο, μέχρι να επανέλθουν…’, του αποκρίθηκε μελωδικά μια απροσδιόριστη φωνή. … ‘Μπορώ να επικοινωνήσω μ’ εκείνους που αγαπούσα;’ Η φωνή σώπασε και δεν ανταποκρινόταν. Ξαναρώτησε, αλλά τίποτα. … ‘Στους ανθρώπους π’ αγαπάμε και νοιαζόμαστε, εμφανιζόμαστε στα όνειρά τους και προλέγουμε…. ‘». Άνοιξε τα μάτια ο Ορέστης και είδε τη Μαριάννα. Του «… Χαμογέλασε συγκαταβατικά, με μια έκφραση απορίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπο.» και του είπε: «Άστο! Όνειρο ήτανε! Όνειρο….’…» (σ. 459-460)
Προοίμιο, αντί Επιλόγου
Τελειώνοντας, ευχαριστώ όσους φορείς και άτομα, συνέβαλλαν στην πραγματοποίηση αυτής της εκδήλωσης. Ευχαριστώ όλους τους παρευρισκομένους και εύχομαι κάτι θετικό και αξιόλογο να αποκομίσετε.
Επαινώ τον Κώστα Τριανταφυλλάκη για το έργο του και τον ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσε και την τιμή που μου έκανε να δηλώσω «παρών».Το βιβλίο είναι εξαιρετικό και η μελέτη του θα πλούτιζε τον καθένα μας. Κάποια κεφάλαια του βιβλίου θα μπορούσαν να αποτελέσουν άριστο ανάγνωσμα για τους μαθητές των σχολείων της ομογένειας μας, μιας και
· η γλώσσα είναι άριστη, κατανοητή και γλαφυρή,
· η παρουσία και δομή του βιβλίου είναι σύγχρονη και φιλική,
· η δραματική και συνάμα ρεαλιστική πλοκή έχει μυστήριο και ενδιαφέρον, και
· κάποιοι από τους χώρους όπου εξελίσσεται το έργο μας είναι οικείοι και γνώριμοι.
Παροτρύνω τους ομογενείς, όλους εσάς, να το αποκτήσετε, να το μελετήσετε, να το διαδώσετε, να το προβάλλετε. Το αξίζει!
Φίλε Κώστα σ’ ευχαριστώ και σ’ επαινώ!
*Ο Δρ Χαράλαμπος Βασιλειάδης είναι Πολιτικός Μηχανικός-Περιβαλλοντολόγος και Πρόεδρος του Ιδρύματος "Παναγία Σουμελά" στις ΗΠΑ.
Το ανωτέρω κείμενο είναι μέρος της εισήγησής του κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Τριανταφυλλάκη στη Νέα Υόρκη, τη Δευτέρα 8 Απριλίου 2013
η πρώτη παραπομπή είναι από την κριτική της φιλολόγου Αννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά και δεύτερη από την παρουσίαση της κας Μαριάννα Νάνου στην Αλεξανδρούπολη
liberals10
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Βαληνάκης: Αμερικανικά συμφέροντα εκβίαζαν τον Καραμανλή
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ