2013-04-17 13:17:04
του Μανόλη Παντινάκη
Στις 5 Οκτωβρίου φέτος, ο Παντελής Καναβάς από το Μέρωνα Αμαρίου, θα κλείσει τα εξήντα χρόνια στην παραδοσιακή τέχνη του φραγκοράφτη.
Το 1975 που εγκαταστάθηκε στην πόλη του Ρεθύμνου από το χωριό του, βρήκε 22 ραφτάδες και σήμερα, 38 χρόνια μετά, η τέχνη χάθηκε και συντηρείται, έτσι για να… υπάρχει από δυο-τρεις βετεράνους! Όταν φύγουν κι αυτοί οι γερόλυκοι, το επάγγελμα θα μπει όπως και τόσα άλλα στο χρονοντούλαπο της Λαογραφίας Εκτός από ράφτης ήταν και λυράρης και διασκέδαζε χωριανούς και κοντοχωριανούς
Καλλιτέχνης μια ζωή ο Καναβάς στη ραφτική του παραδοσιακού και του μοντέρνου, της εποχής, ρούχου αλλά και καλλιτέχνης στη μουσική ως λυράρης! Μπολιάστηκε από τους σκοπούς και τα τραγούδια του βιολάτορα πατέρα του Μιχάλη και ψυχαγωγούσε τους συγχωριανούς και κοντοχωριανούς, έχοντας «πασαδόρους» στα λαούτα το Σπύρο Μαρκαντώνη από τις Ελένες και τον Γιώργη Κεραμιανάκη από τις Βολιώνες. Στην πορεία, ωστόσο, εξελίχθηκε και μανιώδης συλλέκτης και εγκατέστησε στο πατρικό του σπίτι μουσείο εκθέτοντας το πλούσιο υλικό που συγκέντρωσε. Ανήσυχος και δημιουργικός και σήμερα στα 76 του χρόνια…
Τα χέρια του, στα χρόνια της επαγγελματικής του δράσης στο Μέρωνα και στο Ρέθυμνο, έχουν ράψει ρούχα σε πάνω από δέκα χιλιάδες ανθρώπους και σε εκατοντάδες γαμπρούς. Μόνο ένα γαμπριάτικο σακάκι έμεινε στην κρεμάστρα από το 1976 και μένει ως θλιβερή ανάμνηση, γιατί ο γαμπρός πέθανε και δεν πήγε στην εκκλησία, αλλά «δεν πρόλαβε ούτε πρόβα να κάνει».
Μένει από το 1976 στην κρεμάστρα το γαμπριάτικο σακάκι, που ο γαμπρός δυστυχώς ούτε που το πρόβαρε…
Όμως, το ρούχο που άπλωσε το όνομά του σ’ ολόκληρη την Κρήτη και πέρα από αυτή, είναι η παραδοσιακή γκιλότα των Κρητικών, που από το 1974 και μετά είχε τέτοια… πέραση, που «κάθε χρόνο έραβε και δυο χιλιάδες» σε πελάτες του από το Ρέθυμνο, τα Χανιά και λιγότερους από το Ηράκλειο…
ΦΡΑΓΚΟΡΑΦΤΑΚΙ ΑΠΟ 14 ΧΡΟΝΩΝ…
Τις πρώτες γνώσεις στην τέχνη πήρε σε ηλικία 14 χρονών, από τον παλαιό ράφτη στο Νεύς Αμάρι Νικήστρατο Ανδρουλάκη, «καλό ράφτη και καλό άνθρωπο» και έφτανε στο ραφτάδικό του από μονοπάτια, καθημερινά από το Μέρωνα. Στα 17 του χρόνια φοίτησε στις επαγγελματικές σχολές της «Βασιλίσσης Φρειδερίκης» στη Λέρο και αξέχαστα στις 5 Οκτωβρίου του 1953, γύρισε στο χωριό και στέγασε την τέχνη του στο τσαγκάρικο «του Τζαγκαρουλογιάννη, απέναντι από τη Μεσοχωριανή Βρύση».
Κεφαλοχώρι από τότε ο Μέρωνας, με 224 οικογένειες και εκατοντάδες παιδιά στο δημοτικό σχολειό. Όταν το 1956 απόκτησε την αυτόνομη στέγη του, εγκαταστάθηκε στα «Μπαγκαλιανά», σε ιδιόκτητο μαγαζί και τότε αρχίζει ο δικός του αγώνας, με ένα ποδήλατο και παραμάσχαλα το δειγματολόγιο! «Αυτό το ποδήλατο το είχα αγοράσει από το ποδηλατάδικο του Μανώλη του Μποτόνη τέσσερα ‘κατοστάρικα, και μ’ αυτό πήγαινα στα χωριά κάθε Κυριακή, έπαιρνα μέτρα και παραγγελίες κι έκαναν πρόβες στα ραμμένα ρούχα.
Οι πρώτοι του μαθητές στο ραφείο στο Μέρωνα το 1956, ο Κωστής Εμμ. Τζαγκαρούλης και ο Στέφανος Γαληνός
Τα δρομολόγια μου ήταν με το ποδήλατο στις Ελένες, τα Μεσονήσια, το Γερακάρι, το Καρδάκι, τις Βρύσες, τις Δρυγιές, το Άνω Μέρος και από την άλλη πλευρά της επαρχίας στα Πλατάνια, το Βυζάρι, το Φουρφουρά, την Αγία Φωτεινή, τους Αποστόλους, τις Βολιώνες και την Παντάνασσα. Γυρνούσα κάθε φορά κουρασμένος μετά τις 12 τα μεσάνυχτα στο σπίτι…».
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1966, μεταναστεύει για τρία χρόνια στη Γερμανία και τον Φεβρουάριο του 1974 εγκαταστάθηκε με την τέχνη του «για καλύτερα», στην πόλη του Ρεθύμνου. Ήταν τα χρόνια της εσωτερικής μετανάστευσης από τα χωριά στην Αθήνα, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, τα Χανιά και άλλες πόλεις. Αυτό το κύμα έφερε τον ράφτη στην οδό Αρκαδίου 10 της πόλης του Ρεθύμνου και τότε όλοι ράβονταν στο μάστορά τους αφού δεν είχαν παρουσιαστεί οι βιοτεχνίες. Η δουλειά δεν έβγαινε, η ζήτηση πολλαπλασιάζονταν χρόνο με το χρόνο και εκεί έφαγαν ένα κομμάτι ψωμί «οι τεχνίτες Κωστής Βαβουδάκης με τα πολλά παιδιά και Νίκος Θεοδωράκης». Δούλεψαν και άλλοι, πολλοί, όμως κατά διαστήματα…
Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΓΚΙΛΟΤΑ
Και μπορεί ο ράφτης με τα σύνεργα της παραδοσιακής του τέχνης να έντυσε χιλιάδες, όμως, ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς έσπευδε για «το καπετανίστικο» παντελόνι, την κρητική γκιλότα και το γιλέκο. Το ράψιμό τους έχει μια ιδιαίτερη τεχνική και «ο Παντελής ήταν ο εξαιρετικός μάστορας».
«Είναι πολύ δύσκολη δουλειά και χρειάζεται μεγάλη προσοχή στο κόψιμο του ρούχου. Οι γκιλότες ήρθαν μετά το ’30 στην Κρήτη, που σιγά-σιγά αποσυρόταν η κρητική βράκα», θα πει. «Το χειροποίητο είναι διαφορετικό από εκείνο που έρχεται στη βιτρίνα από το εργοστάσιο και γι αυτό είναι και πιο ακριβό. Στο επί παραγγελία ρούχο, θα ασχοληθεί στο ραφείο ένας άνθρωπος ενώ όσα φεύγουν από τις βιοτεχνίες δουλεύονται από πολλούς επειδή η παραγωγή είναι μαζική. Άλλος για το κόψιμο, άλλος για το καρίκωμα, άλλος για το γάζωμα, άλλος για το ράψιμο κ.λπ. Μπορεί να ασχολούνται και είκοσι άτομα…»
Μια από τις πολλές κρητικές γκιλότες που έχει ράψει, στο ραφείο του
Αλλά και οι παραδοσιακοί φραγκοράφτες τελειώνουν! Οι απόμαχοι, πλέον, συνήθισαν τη μεζούρα, το ψαλίδι, τη δαχτυλήθρα, τη βελόνα και το σίδερο και η καθημερινότητά τους δεν περνά μακριά από τον πάγκο της τέχνης τους! «Δυστυχώς», διαπιστώνει, «το επάγγελμα μας τέλειωσε και τα έτοιμα «έφαγαν» τους ράφτες. Είμαστε σε άλλες εποχές που η κοινωνία εξελίσσεται με τους δικούς της κανόνες. Τα «επί παραγγελία» δεν προτιμούνται και οι νέοι καταφεύγουν στα έτοιμα, που η αλήθεια είναι, έχουν πρόοδο και στη ραφή και στην ποιότητα. Ύστερα, και αυτό είναι το κακό, οι νέοι δείχνουν απρόθυμοι να μάθουν την τέχνη, βλέποντας ότι αν ακουμπήσουν τη ζωή τους εκεί θα πεινάσουν…»
Οι φραγκοράφτες εμφανίζονται ράβοντας «ευρωπαϊκές» ενδυμασίες, στα μέσα του 19ου αιώνα και κυριάρχησαν από τις αρχές του 20ου. Έφτιαχναν αντρικές φορεσιές και έπαιρναν με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Μετρούσαν στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια και καβάλο.
Ένα από τα βιβλία παραγγελιών που το κρατάει σαν ευαγγέλιο!
Μετά το κόψιμο του υφάσματος το μοντάριζαν και τον καλούσαν για πρόβα και για ένα κουστούμι χρειάζονταν δυο ή τρεις πρόβες πάνω στο σώμα, για να δουν εάν χρειάζεται στένεμα, μάκρεμα ή φάρδεμα για να το φέρουν στα μέτρα του.
Και οι ράφτες, όμως, όπως και όλοι οι τεχνίτες, είχαν τις δεισιδαιμονίες και τα έθιμά τους. Την Τρίτη δεν «έκοβαν» καινούριες φορεσιές, αν στο «ράψιμο» γίνονταν κάποιο λάθος, έφταιγε ο πελάτης και ήταν «γρουσούζης». Και την παραμονή της πρωτοχρονιάς, άφηναν κάποιο ρούχο μισοραμμένο για να το τελειώσουν ανήμερα της πρωτοχρονιάς ώστε να έχουν δουλειά «μπερεκέτια» το νέο χρόνο…
Η σημαντικότερη και πλουσιότερη συντεχνία των ραφτάδων κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ήταν στη Φιλιππούπολη της ανατολικής Ρωμυλίας (Βουλγαρία), ιστορικό κέντρο του Ελληνισμού.
madeincreta.gr
Στις 5 Οκτωβρίου φέτος, ο Παντελής Καναβάς από το Μέρωνα Αμαρίου, θα κλείσει τα εξήντα χρόνια στην παραδοσιακή τέχνη του φραγκοράφτη.
Το 1975 που εγκαταστάθηκε στην πόλη του Ρεθύμνου από το χωριό του, βρήκε 22 ραφτάδες και σήμερα, 38 χρόνια μετά, η τέχνη χάθηκε και συντηρείται, έτσι για να… υπάρχει από δυο-τρεις βετεράνους! Όταν φύγουν κι αυτοί οι γερόλυκοι, το επάγγελμα θα μπει όπως και τόσα άλλα στο χρονοντούλαπο της Λαογραφίας Εκτός από ράφτης ήταν και λυράρης και διασκέδαζε χωριανούς και κοντοχωριανούς
Καλλιτέχνης μια ζωή ο Καναβάς στη ραφτική του παραδοσιακού και του μοντέρνου, της εποχής, ρούχου αλλά και καλλιτέχνης στη μουσική ως λυράρης! Μπολιάστηκε από τους σκοπούς και τα τραγούδια του βιολάτορα πατέρα του Μιχάλη και ψυχαγωγούσε τους συγχωριανούς και κοντοχωριανούς, έχοντας «πασαδόρους» στα λαούτα το Σπύρο Μαρκαντώνη από τις Ελένες και τον Γιώργη Κεραμιανάκη από τις Βολιώνες. Στην πορεία, ωστόσο, εξελίχθηκε και μανιώδης συλλέκτης και εγκατέστησε στο πατρικό του σπίτι μουσείο εκθέτοντας το πλούσιο υλικό που συγκέντρωσε. Ανήσυχος και δημιουργικός και σήμερα στα 76 του χρόνια…
Τα χέρια του, στα χρόνια της επαγγελματικής του δράσης στο Μέρωνα και στο Ρέθυμνο, έχουν ράψει ρούχα σε πάνω από δέκα χιλιάδες ανθρώπους και σε εκατοντάδες γαμπρούς. Μόνο ένα γαμπριάτικο σακάκι έμεινε στην κρεμάστρα από το 1976 και μένει ως θλιβερή ανάμνηση, γιατί ο γαμπρός πέθανε και δεν πήγε στην εκκλησία, αλλά «δεν πρόλαβε ούτε πρόβα να κάνει».
Μένει από το 1976 στην κρεμάστρα το γαμπριάτικο σακάκι, που ο γαμπρός δυστυχώς ούτε που το πρόβαρε…
Όμως, το ρούχο που άπλωσε το όνομά του σ’ ολόκληρη την Κρήτη και πέρα από αυτή, είναι η παραδοσιακή γκιλότα των Κρητικών, που από το 1974 και μετά είχε τέτοια… πέραση, που «κάθε χρόνο έραβε και δυο χιλιάδες» σε πελάτες του από το Ρέθυμνο, τα Χανιά και λιγότερους από το Ηράκλειο…
ΦΡΑΓΚΟΡΑΦΤΑΚΙ ΑΠΟ 14 ΧΡΟΝΩΝ…
Τις πρώτες γνώσεις στην τέχνη πήρε σε ηλικία 14 χρονών, από τον παλαιό ράφτη στο Νεύς Αμάρι Νικήστρατο Ανδρουλάκη, «καλό ράφτη και καλό άνθρωπο» και έφτανε στο ραφτάδικό του από μονοπάτια, καθημερινά από το Μέρωνα. Στα 17 του χρόνια φοίτησε στις επαγγελματικές σχολές της «Βασιλίσσης Φρειδερίκης» στη Λέρο και αξέχαστα στις 5 Οκτωβρίου του 1953, γύρισε στο χωριό και στέγασε την τέχνη του στο τσαγκάρικο «του Τζαγκαρουλογιάννη, απέναντι από τη Μεσοχωριανή Βρύση».
Κεφαλοχώρι από τότε ο Μέρωνας, με 224 οικογένειες και εκατοντάδες παιδιά στο δημοτικό σχολειό. Όταν το 1956 απόκτησε την αυτόνομη στέγη του, εγκαταστάθηκε στα «Μπαγκαλιανά», σε ιδιόκτητο μαγαζί και τότε αρχίζει ο δικός του αγώνας, με ένα ποδήλατο και παραμάσχαλα το δειγματολόγιο! «Αυτό το ποδήλατο το είχα αγοράσει από το ποδηλατάδικο του Μανώλη του Μποτόνη τέσσερα ‘κατοστάρικα, και μ’ αυτό πήγαινα στα χωριά κάθε Κυριακή, έπαιρνα μέτρα και παραγγελίες κι έκαναν πρόβες στα ραμμένα ρούχα.
Οι πρώτοι του μαθητές στο ραφείο στο Μέρωνα το 1956, ο Κωστής Εμμ. Τζαγκαρούλης και ο Στέφανος Γαληνός
Τα δρομολόγια μου ήταν με το ποδήλατο στις Ελένες, τα Μεσονήσια, το Γερακάρι, το Καρδάκι, τις Βρύσες, τις Δρυγιές, το Άνω Μέρος και από την άλλη πλευρά της επαρχίας στα Πλατάνια, το Βυζάρι, το Φουρφουρά, την Αγία Φωτεινή, τους Αποστόλους, τις Βολιώνες και την Παντάνασσα. Γυρνούσα κάθε φορά κουρασμένος μετά τις 12 τα μεσάνυχτα στο σπίτι…».
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1966, μεταναστεύει για τρία χρόνια στη Γερμανία και τον Φεβρουάριο του 1974 εγκαταστάθηκε με την τέχνη του «για καλύτερα», στην πόλη του Ρεθύμνου. Ήταν τα χρόνια της εσωτερικής μετανάστευσης από τα χωριά στην Αθήνα, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, τα Χανιά και άλλες πόλεις. Αυτό το κύμα έφερε τον ράφτη στην οδό Αρκαδίου 10 της πόλης του Ρεθύμνου και τότε όλοι ράβονταν στο μάστορά τους αφού δεν είχαν παρουσιαστεί οι βιοτεχνίες. Η δουλειά δεν έβγαινε, η ζήτηση πολλαπλασιάζονταν χρόνο με το χρόνο και εκεί έφαγαν ένα κομμάτι ψωμί «οι τεχνίτες Κωστής Βαβουδάκης με τα πολλά παιδιά και Νίκος Θεοδωράκης». Δούλεψαν και άλλοι, πολλοί, όμως κατά διαστήματα…
Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΓΚΙΛΟΤΑ
Και μπορεί ο ράφτης με τα σύνεργα της παραδοσιακής του τέχνης να έντυσε χιλιάδες, όμως, ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς έσπευδε για «το καπετανίστικο» παντελόνι, την κρητική γκιλότα και το γιλέκο. Το ράψιμό τους έχει μια ιδιαίτερη τεχνική και «ο Παντελής ήταν ο εξαιρετικός μάστορας».
«Είναι πολύ δύσκολη δουλειά και χρειάζεται μεγάλη προσοχή στο κόψιμο του ρούχου. Οι γκιλότες ήρθαν μετά το ’30 στην Κρήτη, που σιγά-σιγά αποσυρόταν η κρητική βράκα», θα πει. «Το χειροποίητο είναι διαφορετικό από εκείνο που έρχεται στη βιτρίνα από το εργοστάσιο και γι αυτό είναι και πιο ακριβό. Στο επί παραγγελία ρούχο, θα ασχοληθεί στο ραφείο ένας άνθρωπος ενώ όσα φεύγουν από τις βιοτεχνίες δουλεύονται από πολλούς επειδή η παραγωγή είναι μαζική. Άλλος για το κόψιμο, άλλος για το καρίκωμα, άλλος για το γάζωμα, άλλος για το ράψιμο κ.λπ. Μπορεί να ασχολούνται και είκοσι άτομα…»
Μια από τις πολλές κρητικές γκιλότες που έχει ράψει, στο ραφείο του
Αλλά και οι παραδοσιακοί φραγκοράφτες τελειώνουν! Οι απόμαχοι, πλέον, συνήθισαν τη μεζούρα, το ψαλίδι, τη δαχτυλήθρα, τη βελόνα και το σίδερο και η καθημερινότητά τους δεν περνά μακριά από τον πάγκο της τέχνης τους! «Δυστυχώς», διαπιστώνει, «το επάγγελμα μας τέλειωσε και τα έτοιμα «έφαγαν» τους ράφτες. Είμαστε σε άλλες εποχές που η κοινωνία εξελίσσεται με τους δικούς της κανόνες. Τα «επί παραγγελία» δεν προτιμούνται και οι νέοι καταφεύγουν στα έτοιμα, που η αλήθεια είναι, έχουν πρόοδο και στη ραφή και στην ποιότητα. Ύστερα, και αυτό είναι το κακό, οι νέοι δείχνουν απρόθυμοι να μάθουν την τέχνη, βλέποντας ότι αν ακουμπήσουν τη ζωή τους εκεί θα πεινάσουν…»
Οι φραγκοράφτες εμφανίζονται ράβοντας «ευρωπαϊκές» ενδυμασίες, στα μέσα του 19ου αιώνα και κυριάρχησαν από τις αρχές του 20ου. Έφτιαχναν αντρικές φορεσιές και έπαιρναν με τη μεζούρα τα μέτρα του πελάτη. Μετρούσαν στήθος, πλάτη, μάκρος, μανίκια και καβάλο.
Ένα από τα βιβλία παραγγελιών που το κρατάει σαν ευαγγέλιο!
Μετά το κόψιμο του υφάσματος το μοντάριζαν και τον καλούσαν για πρόβα και για ένα κουστούμι χρειάζονταν δυο ή τρεις πρόβες πάνω στο σώμα, για να δουν εάν χρειάζεται στένεμα, μάκρεμα ή φάρδεμα για να το φέρουν στα μέτρα του.
Και οι ράφτες, όμως, όπως και όλοι οι τεχνίτες, είχαν τις δεισιδαιμονίες και τα έθιμά τους. Την Τρίτη δεν «έκοβαν» καινούριες φορεσιές, αν στο «ράψιμο» γίνονταν κάποιο λάθος, έφταιγε ο πελάτης και ήταν «γρουσούζης». Και την παραμονή της πρωτοχρονιάς, άφηναν κάποιο ρούχο μισοραμμένο για να το τελειώσουν ανήμερα της πρωτοχρονιάς ώστε να έχουν δουλειά «μπερεκέτια» το νέο χρόνο…
Η σημαντικότερη και πλουσιότερη συντεχνία των ραφτάδων κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ήταν στη Φιλιππούπολη της ανατολικής Ρωμυλίας (Βουλγαρία), ιστορικό κέντρο του Ελληνισμού.
madeincreta.gr
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ