2013-04-23 14:07:29
Γράφει ο Θανάσης Γκότοβος
Για μια μερίδα Ελλήνων στοχαστών ο Τζώρτζ Σόρος, ο πολυεκατομμυριούχος «παίκτης» του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι ύποπτος ως υποκινητής των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης εναντίον του εθνικού κράτους και των ταυτοτήτων του. Όντως, ο διεθνής αυτός επενδυτής έχει χρηματοδοτήσει έργα που προβάλλουν την προτεραιότητα των οικουμενικών απέναντι στα εθνικά πρότυπα, ειδικά στον τομέα της Ιστορίας και της ιστορικής παιδείας, όπου και προτείνεται η άμβλυνση των συγκρουσιακών στιγμών μεταξύ των εθνών, η αναλογική διάχυση της ευθύνης για τις συγκρούσεις μεταξύ των εμπολέμων – με εξαίρεση τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, όπου οι ρόλοι του επιτιθέμενου και του αμυνόμενου είναι διακριτοί.
Η κριτική στον Σόρος – δίκαιη ή άδικη – δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την ανάλυση που κάνει ο ίδιος τα τελευταία χρόνια για την κρίση στην Ευρωζώνη. Λέει, λοιπόν, για την κρίση ότι θα κοπάσει, είτε αν η Γερμανία συμφωνήσει στη θεσμοθέτηση του ευρωομολόγου – κάτι που προς το παρόν και το άμεσο μέλλον φαίνεται απίθανο – είτε αν η χώρα αυτή εγκαταλείψει την Ευρωζώνη. Όσο, πάντως, μένει στο ευρώ και ταυτόχρονα αρνείται την έκδοση ευρωομολόγων, έξοδος από την κρίση δεν πρόκειται να υπάρξει.
Στην κριτική του για τη μέχρι τώρα γερμανική πολιτική διαχείρισης της κρίσης στην Ευρωζώνη, δεν προσδιορίζει τη χρονική στιγμή που πρέπει να γίνει είτε το ένα είτε το άλλο από τα δύο σενάρια που προτείνει, παρακάμπτοντας το ζήτημα μέσα από την έκφραση «το συντομότερο». Με βάση τα σημερινά δεδομένα, «το συντομότερο»δεν μπορεί να είναι πριν από τις επόμενες γερμανικές εκλογές, όπου και θα φανεί η ανθεκτικότητα του γερμανικού πολιτικού τοπίου, έτσι όπως το γνωρίζουμε από το 1989 και μετά.
Προς το παρόν κανένα γερμανικό κόμμα δεν υποστηρίζει τη λύση του ευρωομολόγου – για το φόβο των Ιουδαίων, δηλαδή των Γερμανών ψηφοφόρων. Υπάρχει, όμως, ένα κόμμα με το όνομα «Εναλλακτική για τη Γερμανία»– κάτι σαν το Plan B σε γερμανική εκδοχή – που μέχρι τώρα δεν τα πάει καθόλου άσχημα, τουλάχιστον από πλευράς ρυθμού αύξησης εγγραφής νέων μελών.
Μέχρι τώρα έχουμε δει μεγάλες ανατροπές στο πολιτικό τοπίο χωρών του Νότου, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Αναμένονται αντίστοιχοι πολιτικοί σεισμοί, όποτε γίνουν εκλογές στην Ισπανία και την Πορτογαλία, ίσως και σε άλλες χώρες, όπως η Κύπρος. Θα μείνει σταθερός ο πολιτικός χάρτης της Γερμανίας, όταν αλλάζει με τέτοιους ρυθμούς το πολιτικό τοπίο του ευρωπαϊκού Νότου; Δεν φαίνεται και τόσο πιθανό.
Βέβαια, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κάνει ό,τι μπορεί για να σταθεροποιήσει τον παραδοσιακό πολιτικό χάρτη, παίζοντας ανοιχτά το «πατριωτικό» χαρτί. Δείχνοντας, με άλλα λόγια, ότι η παραδοσιακή τακτική της ευθυγράμμισης της δημόσια εκφραζόμενης επίσημης γερμανικής βούλησης με εκείνη των πρώην συμμαχικών δυνάμεων κατοχής και η αποφυγή προβολής μιας διαφορετικής «γερμανικής» άποψης για τα ζητήματα που προκύπτουν, αποτελούν παρελθόν.
Τρεις γενιές Γερμανών, σε Δύση και Ανατολή, είχαν διαπαιδαγωγηθεί με το δόγμα ότι η Γερμανία – είτε ως Δυτική είτε ως Ανατολική – δεν μπορεί να έχει δική της άποψη για τα πράγματα, πριν εκφράσει πρώτα για τα ίδια θέματα άποψη ο εκάστοτε «συμμαχικός παράγων»: Οι Ηνωμένες Πολιτείες κυρίως για τη Δυτική, και η Σοβιετική Ρωσία για την Ανατολική. Σε όλη τη γερμανική εκπαίδευση – καπιταλιστική ή σοσιαλιστική – ίσχυε το δόγμα της διαρκούς εναρμόνισης και εγκάρδιας ταύτισης των απόψεων με τον κάθε φορά «συμμαχικό παράγοντα».
Ο διπολικός κόσμος που προέκυψε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν το κέλυφος μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε αυτό το δόγμα. Μέχρι που το κέλυφος αυτό έσπασε και η Ανατολική Γερμανία απορροφήθηκε – ουσιαστικά παραδόθηκε άνευ όρων – από τη Δυτική, φτιάχνοντας την ενιαία Γερμανία, όση έμεινε μετά τον Πόλεμο.
Πέρα από την αύξηση ισχύος που συνεπάγεται για την ενιαία Γερμανία το ίδιο το γεγονός της Ένωσης, δύο άλλα γεγονότα ήρθαν να πολλαπλασιάσουν αυτή την ισχύ και να την μετατρέψουν από οικονομική, σε πολιτική. Το ένα είναι το ευρώ, το νόμισμα της Ευρωζώνης, από την εισαγωγή του οποίου η γερμανική οικονομία ενισχύθηκε ιδιαίτερα, για λόγους που έχουν χιλιοειπωθεί. Το δεύτερο ήταν η μετατροπή εκατομμυρίων Ανατολικοευρωπαίων σε πολύ φτηνό εργατικό δυναμικό για τη γερμανική οικονομία και παραοικονομία εξ αιτίας της μαζικής πτώχευσης των χωρών του ανατολικού συνασπισμού. Αυτή είναι η κυριότερη πηγή της γερμανικής «ανταγωνιστικότητας».
Έτσι εξηγείται γιατί, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο, η Γερμανία όχι μόνο έχει «άποψη», εξομοιούμενη έτσι με τα «κανονικά» εθνικά κράτη, αλλά και επιμένει να την εκθέτει δημοσίως και κυρίως να την επιβάλλει στους άλλους. Τέτοια αλλαγή ρόλου της Γερμανίας, τέτοια αλλαγή γλώσσας της γερμανικής πολιτικής ελίτ, μόνο η τρίτη μεταπολεμική γενιά «ευτύχησε» να προλάβει.
Ο γερμανικός «πατριωτισμός», με ή και χωρίς διπλωματικό μανδύα, είναι ένα φαινόμενο στη «Νέα Ευρώπη» που αναδύεται. Μια Ευρώπη, όμως, πολύ διαφορετική από αυτή που είχαν υπόψη τους οι πατέρες της Ενωμένης Ευρώπης και που προπαγάνδιζαν οι ευρωπαϊστές διανοούμενοι ως κοιτίδα των ευρωπαϊκών αξιών και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η αντίδραση ενός σημαντικού παράγοντα της σημερινής γερμανικής πολιτικής ελίτ, του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, στα δημοσιεύματα του ελληνικού και του γερμανικού τύπου για την εκκρεμότητα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου είναι μια μικρή μόνο ένδειξη της ουσίας αυτής της «Νέας Ευρώπης», ιδιαίτερα ανησυχητική.
Ποντάροντας, προφανώς, στα αρνητικά αντανακλαστικά του μέσου Γερμανού ψηφοφόρου, όταν κάποιοι με τις αξιώσεις τους του θυμίζουν τα πεπραγμένα της παλαιότερης Γερμανίας και τις παροντικές υποχρεώσεις του σημερινού γερμανικού κράτους, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών διέπραξε σοβαρό ολίσθημα, όταν στη δήλωσή του πως οι Έλληνες δεν πρέπει να ελπίζουν σε μελλοντικές πολεμικές αποζημιώσεις, ξέχασε να πει έστω μια λέξη για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν όργανα του γερμανικού κράτους εναντίον των Ελλήνων και της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του τελευταίου μεγάλου πολέμου. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτε.
Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη καν να δηλώσει «ναι, το γερμανικό κράτος τότε διέπραξε εγκλήματα πολέμου, κατέστρεψε ελληνικές περιουσίες και λεηλάτησε ελληνικό δημόσιο πλούτο». Ύστερα από μια τέτοια αναγνώριση, θα μπορούσε να διαφωνήσει με ενδεχόμενη επίσημη ελληνική απαίτηση – για την οποία, κρίνοντας από το παρελθόν, δεν είμαι και τόσο βέβαιος αν ποτέ υπάρξει και ποιος θα τη στηρίξει εκτός από την Ελλάδα – για αποζημιώσεις. Προτίμησε να πάει κατ’ ευθείαν στο ψητό, αφήνοντας το πολιτικό και ηθικό μέρος του προβλήματος ασχολίαστο. Σαν να ήταν κάποιος λογιστής ή εφοριακός που ενδιαφέρεται για την κατάσταση του ταμείου στο τέλος της ημέρας.
Αυτό το άρωμα «Νέας Ευρώπης», που αποπνέει η αντίδραση του κ. Σόϊμπλε, δικαιολογεί και τις αμφιβολίες πολλών ανθρώπων στην Ευρώπη αν η Γερμανία, εκτός από την οικονομική και πολιτική ισχύ που διαθέτει σήμερα, διαθέτει και την απαιτούμενη ελίτ για μια πραγματική ηγεμονία στην Ευρώπη. Διότι για έναν ηγεμονικό ρόλο απαιτείται αντίστοιχη κουλτούρα και εμπειρία. Εμπειρία ηγεμονικής δύναμης στην Ευρώπη η Γερμανία δεν ευδόκησε να αποκτήσει. Φαίνεται, όμως, ότι δεν διαθέτει ούτε την κουλτούρα για ηγεμονία. Το ερώτημα είναι αν ποτέ αποκτήσει αυτή την κουλτούρα ή αν οι γερμανικές ελίτ νομίζουν ότι μπορούν να γίνουν ηγέτες της Νέας Ευρώπης με τελεσίγραφα και εκβιασμούς. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε μπορούμε από τώρα να πούμε «αντίο Ευρώπη» Aixmi.gr
Για μια μερίδα Ελλήνων στοχαστών ο Τζώρτζ Σόρος, ο πολυεκατομμυριούχος «παίκτης» του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι ύποπτος ως υποκινητής των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης εναντίον του εθνικού κράτους και των ταυτοτήτων του. Όντως, ο διεθνής αυτός επενδυτής έχει χρηματοδοτήσει έργα που προβάλλουν την προτεραιότητα των οικουμενικών απέναντι στα εθνικά πρότυπα, ειδικά στον τομέα της Ιστορίας και της ιστορικής παιδείας, όπου και προτείνεται η άμβλυνση των συγκρουσιακών στιγμών μεταξύ των εθνών, η αναλογική διάχυση της ευθύνης για τις συγκρούσεις μεταξύ των εμπολέμων – με εξαίρεση τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, όπου οι ρόλοι του επιτιθέμενου και του αμυνόμενου είναι διακριτοί.
Η κριτική στον Σόρος – δίκαιη ή άδικη – δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την ανάλυση που κάνει ο ίδιος τα τελευταία χρόνια για την κρίση στην Ευρωζώνη. Λέει, λοιπόν, για την κρίση ότι θα κοπάσει, είτε αν η Γερμανία συμφωνήσει στη θεσμοθέτηση του ευρωομολόγου – κάτι που προς το παρόν και το άμεσο μέλλον φαίνεται απίθανο – είτε αν η χώρα αυτή εγκαταλείψει την Ευρωζώνη. Όσο, πάντως, μένει στο ευρώ και ταυτόχρονα αρνείται την έκδοση ευρωομολόγων, έξοδος από την κρίση δεν πρόκειται να υπάρξει.
Στην κριτική του για τη μέχρι τώρα γερμανική πολιτική διαχείρισης της κρίσης στην Ευρωζώνη, δεν προσδιορίζει τη χρονική στιγμή που πρέπει να γίνει είτε το ένα είτε το άλλο από τα δύο σενάρια που προτείνει, παρακάμπτοντας το ζήτημα μέσα από την έκφραση «το συντομότερο». Με βάση τα σημερινά δεδομένα, «το συντομότερο»δεν μπορεί να είναι πριν από τις επόμενες γερμανικές εκλογές, όπου και θα φανεί η ανθεκτικότητα του γερμανικού πολιτικού τοπίου, έτσι όπως το γνωρίζουμε από το 1989 και μετά.
Προς το παρόν κανένα γερμανικό κόμμα δεν υποστηρίζει τη λύση του ευρωομολόγου – για το φόβο των Ιουδαίων, δηλαδή των Γερμανών ψηφοφόρων. Υπάρχει, όμως, ένα κόμμα με το όνομα «Εναλλακτική για τη Γερμανία»– κάτι σαν το Plan B σε γερμανική εκδοχή – που μέχρι τώρα δεν τα πάει καθόλου άσχημα, τουλάχιστον από πλευράς ρυθμού αύξησης εγγραφής νέων μελών.
Μέχρι τώρα έχουμε δει μεγάλες ανατροπές στο πολιτικό τοπίο χωρών του Νότου, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Αναμένονται αντίστοιχοι πολιτικοί σεισμοί, όποτε γίνουν εκλογές στην Ισπανία και την Πορτογαλία, ίσως και σε άλλες χώρες, όπως η Κύπρος. Θα μείνει σταθερός ο πολιτικός χάρτης της Γερμανίας, όταν αλλάζει με τέτοιους ρυθμούς το πολιτικό τοπίο του ευρωπαϊκού Νότου; Δεν φαίνεται και τόσο πιθανό.
Βέβαια, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κάνει ό,τι μπορεί για να σταθεροποιήσει τον παραδοσιακό πολιτικό χάρτη, παίζοντας ανοιχτά το «πατριωτικό» χαρτί. Δείχνοντας, με άλλα λόγια, ότι η παραδοσιακή τακτική της ευθυγράμμισης της δημόσια εκφραζόμενης επίσημης γερμανικής βούλησης με εκείνη των πρώην συμμαχικών δυνάμεων κατοχής και η αποφυγή προβολής μιας διαφορετικής «γερμανικής» άποψης για τα ζητήματα που προκύπτουν, αποτελούν παρελθόν.
Τρεις γενιές Γερμανών, σε Δύση και Ανατολή, είχαν διαπαιδαγωγηθεί με το δόγμα ότι η Γερμανία – είτε ως Δυτική είτε ως Ανατολική – δεν μπορεί να έχει δική της άποψη για τα πράγματα, πριν εκφράσει πρώτα για τα ίδια θέματα άποψη ο εκάστοτε «συμμαχικός παράγων»: Οι Ηνωμένες Πολιτείες κυρίως για τη Δυτική, και η Σοβιετική Ρωσία για την Ανατολική. Σε όλη τη γερμανική εκπαίδευση – καπιταλιστική ή σοσιαλιστική – ίσχυε το δόγμα της διαρκούς εναρμόνισης και εγκάρδιας ταύτισης των απόψεων με τον κάθε φορά «συμμαχικό παράγοντα».
Ο διπολικός κόσμος που προέκυψε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν το κέλυφος μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε αυτό το δόγμα. Μέχρι που το κέλυφος αυτό έσπασε και η Ανατολική Γερμανία απορροφήθηκε – ουσιαστικά παραδόθηκε άνευ όρων – από τη Δυτική, φτιάχνοντας την ενιαία Γερμανία, όση έμεινε μετά τον Πόλεμο.
Πέρα από την αύξηση ισχύος που συνεπάγεται για την ενιαία Γερμανία το ίδιο το γεγονός της Ένωσης, δύο άλλα γεγονότα ήρθαν να πολλαπλασιάσουν αυτή την ισχύ και να την μετατρέψουν από οικονομική, σε πολιτική. Το ένα είναι το ευρώ, το νόμισμα της Ευρωζώνης, από την εισαγωγή του οποίου η γερμανική οικονομία ενισχύθηκε ιδιαίτερα, για λόγους που έχουν χιλιοειπωθεί. Το δεύτερο ήταν η μετατροπή εκατομμυρίων Ανατολικοευρωπαίων σε πολύ φτηνό εργατικό δυναμικό για τη γερμανική οικονομία και παραοικονομία εξ αιτίας της μαζικής πτώχευσης των χωρών του ανατολικού συνασπισμού. Αυτή είναι η κυριότερη πηγή της γερμανικής «ανταγωνιστικότητας».
Έτσι εξηγείται γιατί, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο, η Γερμανία όχι μόνο έχει «άποψη», εξομοιούμενη έτσι με τα «κανονικά» εθνικά κράτη, αλλά και επιμένει να την εκθέτει δημοσίως και κυρίως να την επιβάλλει στους άλλους. Τέτοια αλλαγή ρόλου της Γερμανίας, τέτοια αλλαγή γλώσσας της γερμανικής πολιτικής ελίτ, μόνο η τρίτη μεταπολεμική γενιά «ευτύχησε» να προλάβει.
Ο γερμανικός «πατριωτισμός», με ή και χωρίς διπλωματικό μανδύα, είναι ένα φαινόμενο στη «Νέα Ευρώπη» που αναδύεται. Μια Ευρώπη, όμως, πολύ διαφορετική από αυτή που είχαν υπόψη τους οι πατέρες της Ενωμένης Ευρώπης και που προπαγάνδιζαν οι ευρωπαϊστές διανοούμενοι ως κοιτίδα των ευρωπαϊκών αξιών και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η αντίδραση ενός σημαντικού παράγοντα της σημερινής γερμανικής πολιτικής ελίτ, του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, στα δημοσιεύματα του ελληνικού και του γερμανικού τύπου για την εκκρεμότητα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου είναι μια μικρή μόνο ένδειξη της ουσίας αυτής της «Νέας Ευρώπης», ιδιαίτερα ανησυχητική.
Ποντάροντας, προφανώς, στα αρνητικά αντανακλαστικά του μέσου Γερμανού ψηφοφόρου, όταν κάποιοι με τις αξιώσεις τους του θυμίζουν τα πεπραγμένα της παλαιότερης Γερμανίας και τις παροντικές υποχρεώσεις του σημερινού γερμανικού κράτους, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών διέπραξε σοβαρό ολίσθημα, όταν στη δήλωσή του πως οι Έλληνες δεν πρέπει να ελπίζουν σε μελλοντικές πολεμικές αποζημιώσεις, ξέχασε να πει έστω μια λέξη για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν όργανα του γερμανικού κράτους εναντίον των Ελλήνων και της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του τελευταίου μεγάλου πολέμου. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτε.
Δεν αισθάνθηκε την ανάγκη καν να δηλώσει «ναι, το γερμανικό κράτος τότε διέπραξε εγκλήματα πολέμου, κατέστρεψε ελληνικές περιουσίες και λεηλάτησε ελληνικό δημόσιο πλούτο». Ύστερα από μια τέτοια αναγνώριση, θα μπορούσε να διαφωνήσει με ενδεχόμενη επίσημη ελληνική απαίτηση – για την οποία, κρίνοντας από το παρελθόν, δεν είμαι και τόσο βέβαιος αν ποτέ υπάρξει και ποιος θα τη στηρίξει εκτός από την Ελλάδα – για αποζημιώσεις. Προτίμησε να πάει κατ’ ευθείαν στο ψητό, αφήνοντας το πολιτικό και ηθικό μέρος του προβλήματος ασχολίαστο. Σαν να ήταν κάποιος λογιστής ή εφοριακός που ενδιαφέρεται για την κατάσταση του ταμείου στο τέλος της ημέρας.
Αυτό το άρωμα «Νέας Ευρώπης», που αποπνέει η αντίδραση του κ. Σόϊμπλε, δικαιολογεί και τις αμφιβολίες πολλών ανθρώπων στην Ευρώπη αν η Γερμανία, εκτός από την οικονομική και πολιτική ισχύ που διαθέτει σήμερα, διαθέτει και την απαιτούμενη ελίτ για μια πραγματική ηγεμονία στην Ευρώπη. Διότι για έναν ηγεμονικό ρόλο απαιτείται αντίστοιχη κουλτούρα και εμπειρία. Εμπειρία ηγεμονικής δύναμης στην Ευρώπη η Γερμανία δεν ευδόκησε να αποκτήσει. Φαίνεται, όμως, ότι δεν διαθέτει ούτε την κουλτούρα για ηγεμονία. Το ερώτημα είναι αν ποτέ αποκτήσει αυτή την κουλτούρα ή αν οι γερμανικές ελίτ νομίζουν ότι μπορούν να γίνουν ηγέτες της Νέας Ευρώπης με τελεσίγραφα και εκβιασμούς. Αν ισχύει το δεύτερο, τότε μπορούμε από τώρα να πούμε «αντίο Ευρώπη» Aixmi.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Θρήνος για την τροχονόμο που παρέσυρε οδηγός στην Κηφισιά - Δείτε video
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΑΠΟ ΜΩΡΑΛΗ ΓΙΑ ΜΠΑΡΑΖ ΜΕΤΑΞΥ... ΠΑΟ-ΞΑΝΘΗ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ