2013-04-24 20:22:20
Γράφει η Μαρία Σαράφογλου
Ο ομηρικός καυγάς ανάμεσα στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε και τον Αμερικανό ομόλογό του Λιου, τις προηγούμενες ημέρες στην Ουάσινγκτον, είναι ενδεικτικός της αγωνίας για το αν οι χρεωμένες χώρες εφαρμόζουν τη σωστή συνταγή για να βγουν από την κρίση.
Ήταν ένα από τα θέματα της Εαρινής Συνόδου ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπου Σόιμπλε και Λιου αντάλλαξαν αιχμηρά σχόλια. Οι τόνοι ανέβηκαν μετά τις συστάσεις του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών προς το Βερολίνο, για χαλάρωση της λιτότητας και έκδοση ευρω-ομολόγου.
Εξοργισμένος ο Σόιμπλε δήλωσε πως δεν δέχεται υποδείξεις, κατηγορώντας τον Αμερικανό ομόλογό του για «αερολογίες», και καλώντας τον να παραδειγματιστεί από το κατόρθωμα ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών να μειώσουν θεαματικά το χρέος τους.
Η άνευ προηγουμένου κόντρα των δυο υπουργών, που φάνηκε από την πρώτη κιόλας επίσημη συνάντησή τους στο Βερολίνο, αναδεικνύει τη διάσταση απόψεων για τους χειρισμούς αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης.
Πότε, λοιπόν, μια χώρα πρέπει να ανησυχεί για το ύψος του χρέους της;
Πειστική απάντηση, ακόμα, δεν έχει δοθεί. Στο ερώτημα αποπειράθηκαν να απαντήσουν το 2010 η Carmen Reinhart, καθηγήτρια τώρα στο Harvard Kennedy School και ο Κenneth Rogoff, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Harvard.
Στη μελέτη τους «Ανάπτυξη σε εποχές χρέους», η Reinhart και ο Rogoff (R-R) όρισαν μια αφετηρία, ένα κρίσιμο σημείο για το χρέος των κρατών και υποστήριξαν πως, όταν το δημόσιο χρέος ξεπερνούσε το 90% του ΑΕΠ, η ανάπτυξη έπεφτε κατακόρυφα.
Πώς κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα;
Χρησιμοποίησαν στατιστικά στοιχεία των τελευταίων δυο αιώνων και χώρισαν σε τέσσερις κατηγορίες τις χώρες με προβλήματα χρέους, υπολογίζοντας για την καθεμία τον μέσο όρο ρυθμών ανάπτυξης.
Ανακάλυψαν, λοιπόν, ότι το δημόσιο χρέος επηρέαζε σε μικρό βαθμό τους ρυθμούς ανάπτυξης, έως ότου αγγίξει το 90% του ΑΕΠ. Μόλις το χρέος ξεπερνούσε το κρίσιμο αυτό επίπεδο, η ανάπτυξη βυθιζόταν από το 3% στο 1,7% και ορισμένες φορές, μάλιστα, η πτώση ήταν κατακόρυφη και έφτανε έως και το 0,1%.
Ως συνέπεια οι αγορές αξιολογούσαν αρνητικά την οικονομία μιας χώρας και αυτό μεταφραζόταν σε υψηλά επιτόκια δανεισμού, ενώ η ολοένα αυξανόμενη πίεση των χρηματαγορών οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην επιλογή της λιτότητας.
Η μελέτη που δημοσιεύτηκε λίγο μετά την ελληνική οικονομική κρίση, έγινε άλλο ένα όπλο στη φαρέτρα των υποστηρικτών της λιτότητας, και από ό,τι φάνηκε έπαιξε σημαντικό ρόλο γενικότερα στη διαχείριση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Κι αυτό γιατί ενίσχυσε το επιχείρημα πως, για να επιστρέψει μια χώρα σε ρυθμούς ανάπτυξης, πρέπει να μειώσει κατακόρυφα το δημόσιο χρέος της, εφαρμόζοντας σκληρά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, που περιορίζουν τις δημόσιες δαπάνες αλλά τροφοδοτούν την ανεργία.
Η μελέτη των Reinhart- Rogoff δέχθηκε τα πυρά ορισμένων οικονομολόγων που υποστήριξαν πως το υψηλό χρέος δεν ευθύνεται κατ’ ανάγκην για τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύει το αντίθετο. Δηλαδή, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης να εκτοξεύουν το χρέος.
Τη μεγαλύτερη ένσταση διατύπωσαν οικονομολόγοι από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, (οι Thomas Herndon, Michael Ash and Robert Pollin), που αμφισβήτησαν τη θεωρία R-R, όταν απέδειξαν πως ένα λάθος στο πρόγραμμα του Excel οδήγησε τους συναδέλφους τους, στο Harvard, σε αβάσιμα συμπεράσματα.
Συγκεκριμένα, στην ανάλυσή τους, οι R-R δεν συμπεριέλαβαν στοιχεία για αρκετές χώρες, όπως για παράδειγμα τη Νέα Ζηλανδία, που τα κρίσιμα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου, τόσο η ανάπτυξη όσο και το χρέος της, βρίσκονταν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Τα στοιχεία σβήστηκαν κατά λάθος από το πρόγραμμα του Excel και το τελικό δείγμα δεν ήταν αντιπροσωπευτικό. Ωστόσο, η ομάδα του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, αναγνωρίζει πως υπάρχει αρνητική σχέση ανάμεσα στο χρέος και την ανάπτυξη αλλά διαφωνεί με το ρυθμό επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε μια χώρα με χρέος πάνω από το 90% του ΑΕΠ.
Θεωρεί, δηλαδή, ότι είναι πολύ μικρότερος από αυτόν που ανέδειξαν οι R-R. (από το 3% μπορούσε να πέσει μόλις στο 2,2% και όχι παραπάνω). Επί της ουσίας η απόκλιση στις δυο μελέτες είναι μικρή.
Το 2010, το ΔΝΤ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως έχει βάση το επιχείρημα του 90%, αλλά σε νεότερη μελέτη του ανακάλυψε πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη αφετηρία -δηλαδή συγκεκριμένο ποσοστό επί % που να ορίζει επακριβώς την αναλογία χρέους και ανάπτυξης.
Η αλήθεια είναι πως η έρευνα των δυο οικονομολόγων του Harvard ήταν αμφιλεγόμενη από την αρχή, όμως αντιμετωπίστηκε -ιδιαίτερα από τα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης-ως Ευαγγέλιο και όχι ως απλή θεωρία “ορισμένων” οικονομολόγων.
Συζητήθηκε πολύ και σε αυτή βασίστηκαν αμέτρητες οικονομικές αναλύσεις το τελευταίο διάστημα.
Στις μέρες μας, πλέον, αμφισβητείται έντονα και προκαλεί αντιπαράθεση για τα αποτελέσματά της, καθώς στην πράξη φαίνεται πως απέτυχε.
Όμως, η αριθμητική ισορροπία ανάμεσα στο χρέος και την ανάπτυξη δεν είναι οικονομικός γρίφος. Είναι πρωτίστως πολιτικός.
Η συγκεκριμένη μελέτη φαίνεται πως κατέληξε σε φιάσκο Το πήραν χαμπάρι στο Βερολίνο; Για πόσο ακόμα θα εθελοτυφλούν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και θα προβάλλουν-με τις ευλογίες της Γερμανίας- την οικονομική κρίση ως δικαιολογία για να γυρίζουν την πλάτη στους ανέργους και να πετσοκόβουν τα προγράμματα κοινωνικής μέριμνας;
Το συμπέρασμα είναι πως τα τελευταία χρόνια οι ηγέτες διαφημίζουν και πουλάνε τη λιτότητα ως αναγκαία επιλογή στηριζόμενοι, όμως, σε λάθος βάση. Δειλά υψώνονται κάποιες φωνές ενάντια στα αιματηρά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και μέσα στην Ευρώπη, όπως εκείνη του επικεφαλής της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, που δήλωσε πως η λιτότητα δεν είναι πλέον η ενδεδειγμένη λύση και πρέπει να περιοριστεί.
Αλλά ποιος τον ακούει; Θα αναθεωρήσουν, άραγε, οι σημερινοί ηγέτες; Ή απλά θα αναζητήσουν αλλού επιχειρήματα για να συνεχίσουν την ίδια αδιέξοδη πολιτική, που βυθίζει τις οικονομίες σε ύφεση και τους λαούς σε κατάθλιψη; I-Reporter
Ο ομηρικός καυγάς ανάμεσα στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Σόιμπλε και τον Αμερικανό ομόλογό του Λιου, τις προηγούμενες ημέρες στην Ουάσινγκτον, είναι ενδεικτικός της αγωνίας για το αν οι χρεωμένες χώρες εφαρμόζουν τη σωστή συνταγή για να βγουν από την κρίση.
Ήταν ένα από τα θέματα της Εαρινής Συνόδου ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπου Σόιμπλε και Λιου αντάλλαξαν αιχμηρά σχόλια. Οι τόνοι ανέβηκαν μετά τις συστάσεις του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών προς το Βερολίνο, για χαλάρωση της λιτότητας και έκδοση ευρω-ομολόγου.
Εξοργισμένος ο Σόιμπλε δήλωσε πως δεν δέχεται υποδείξεις, κατηγορώντας τον Αμερικανό ομόλογό του για «αερολογίες», και καλώντας τον να παραδειγματιστεί από το κατόρθωμα ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών να μειώσουν θεαματικά το χρέος τους.
Η άνευ προηγουμένου κόντρα των δυο υπουργών, που φάνηκε από την πρώτη κιόλας επίσημη συνάντησή τους στο Βερολίνο, αναδεικνύει τη διάσταση απόψεων για τους χειρισμούς αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης.
Πότε, λοιπόν, μια χώρα πρέπει να ανησυχεί για το ύψος του χρέους της;
Πειστική απάντηση, ακόμα, δεν έχει δοθεί. Στο ερώτημα αποπειράθηκαν να απαντήσουν το 2010 η Carmen Reinhart, καθηγήτρια τώρα στο Harvard Kennedy School και ο Κenneth Rogoff, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο του Harvard.
Στη μελέτη τους «Ανάπτυξη σε εποχές χρέους», η Reinhart και ο Rogoff (R-R) όρισαν μια αφετηρία, ένα κρίσιμο σημείο για το χρέος των κρατών και υποστήριξαν πως, όταν το δημόσιο χρέος ξεπερνούσε το 90% του ΑΕΠ, η ανάπτυξη έπεφτε κατακόρυφα.
Πώς κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα;
Χρησιμοποίησαν στατιστικά στοιχεία των τελευταίων δυο αιώνων και χώρισαν σε τέσσερις κατηγορίες τις χώρες με προβλήματα χρέους, υπολογίζοντας για την καθεμία τον μέσο όρο ρυθμών ανάπτυξης.
Ανακάλυψαν, λοιπόν, ότι το δημόσιο χρέος επηρέαζε σε μικρό βαθμό τους ρυθμούς ανάπτυξης, έως ότου αγγίξει το 90% του ΑΕΠ. Μόλις το χρέος ξεπερνούσε το κρίσιμο αυτό επίπεδο, η ανάπτυξη βυθιζόταν από το 3% στο 1,7% και ορισμένες φορές, μάλιστα, η πτώση ήταν κατακόρυφη και έφτανε έως και το 0,1%.
Ως συνέπεια οι αγορές αξιολογούσαν αρνητικά την οικονομία μιας χώρας και αυτό μεταφραζόταν σε υψηλά επιτόκια δανεισμού, ενώ η ολοένα αυξανόμενη πίεση των χρηματαγορών οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην επιλογή της λιτότητας.
Η μελέτη που δημοσιεύτηκε λίγο μετά την ελληνική οικονομική κρίση, έγινε άλλο ένα όπλο στη φαρέτρα των υποστηρικτών της λιτότητας, και από ό,τι φάνηκε έπαιξε σημαντικό ρόλο γενικότερα στη διαχείριση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Κι αυτό γιατί ενίσχυσε το επιχείρημα πως, για να επιστρέψει μια χώρα σε ρυθμούς ανάπτυξης, πρέπει να μειώσει κατακόρυφα το δημόσιο χρέος της, εφαρμόζοντας σκληρά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, που περιορίζουν τις δημόσιες δαπάνες αλλά τροφοδοτούν την ανεργία.
Η μελέτη των Reinhart- Rogoff δέχθηκε τα πυρά ορισμένων οικονομολόγων που υποστήριξαν πως το υψηλό χρέος δεν ευθύνεται κατ’ ανάγκην για τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Θα μπορούσε κάλλιστα να ισχύει το αντίθετο. Δηλαδή, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης να εκτοξεύουν το χρέος.
Τη μεγαλύτερη ένσταση διατύπωσαν οικονομολόγοι από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, (οι Thomas Herndon, Michael Ash and Robert Pollin), που αμφισβήτησαν τη θεωρία R-R, όταν απέδειξαν πως ένα λάθος στο πρόγραμμα του Excel οδήγησε τους συναδέλφους τους, στο Harvard, σε αβάσιμα συμπεράσματα.
Συγκεκριμένα, στην ανάλυσή τους, οι R-R δεν συμπεριέλαβαν στοιχεία για αρκετές χώρες, όπως για παράδειγμα τη Νέα Ζηλανδία, που τα κρίσιμα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου, τόσο η ανάπτυξη όσο και το χρέος της, βρίσκονταν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Τα στοιχεία σβήστηκαν κατά λάθος από το πρόγραμμα του Excel και το τελικό δείγμα δεν ήταν αντιπροσωπευτικό. Ωστόσο, η ομάδα του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, αναγνωρίζει πως υπάρχει αρνητική σχέση ανάμεσα στο χρέος και την ανάπτυξη αλλά διαφωνεί με το ρυθμό επιβράδυνσης της ανάπτυξης σε μια χώρα με χρέος πάνω από το 90% του ΑΕΠ.
Θεωρεί, δηλαδή, ότι είναι πολύ μικρότερος από αυτόν που ανέδειξαν οι R-R. (από το 3% μπορούσε να πέσει μόλις στο 2,2% και όχι παραπάνω). Επί της ουσίας η απόκλιση στις δυο μελέτες είναι μικρή.
Το 2010, το ΔΝΤ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως έχει βάση το επιχείρημα του 90%, αλλά σε νεότερη μελέτη του ανακάλυψε πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη αφετηρία -δηλαδή συγκεκριμένο ποσοστό επί % που να ορίζει επακριβώς την αναλογία χρέους και ανάπτυξης.
Η αλήθεια είναι πως η έρευνα των δυο οικονομολόγων του Harvard ήταν αμφιλεγόμενη από την αρχή, όμως αντιμετωπίστηκε -ιδιαίτερα από τα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης-ως Ευαγγέλιο και όχι ως απλή θεωρία “ορισμένων” οικονομολόγων.
Συζητήθηκε πολύ και σε αυτή βασίστηκαν αμέτρητες οικονομικές αναλύσεις το τελευταίο διάστημα.
Στις μέρες μας, πλέον, αμφισβητείται έντονα και προκαλεί αντιπαράθεση για τα αποτελέσματά της, καθώς στην πράξη φαίνεται πως απέτυχε.
Όμως, η αριθμητική ισορροπία ανάμεσα στο χρέος και την ανάπτυξη δεν είναι οικονομικός γρίφος. Είναι πρωτίστως πολιτικός.
Η συγκεκριμένη μελέτη φαίνεται πως κατέληξε σε φιάσκο Το πήραν χαμπάρι στο Βερολίνο; Για πόσο ακόμα θα εθελοτυφλούν οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και θα προβάλλουν-με τις ευλογίες της Γερμανίας- την οικονομική κρίση ως δικαιολογία για να γυρίζουν την πλάτη στους ανέργους και να πετσοκόβουν τα προγράμματα κοινωνικής μέριμνας;
Το συμπέρασμα είναι πως τα τελευταία χρόνια οι ηγέτες διαφημίζουν και πουλάνε τη λιτότητα ως αναγκαία επιλογή στηριζόμενοι, όμως, σε λάθος βάση. Δειλά υψώνονται κάποιες φωνές ενάντια στα αιματηρά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής και μέσα στην Ευρώπη, όπως εκείνη του επικεφαλής της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, που δήλωσε πως η λιτότητα δεν είναι πλέον η ενδεδειγμένη λύση και πρέπει να περιοριστεί.
Αλλά ποιος τον ακούει; Θα αναθεωρήσουν, άραγε, οι σημερινοί ηγέτες; Ή απλά θα αναζητήσουν αλλού επιχειρήματα για να συνεχίσουν την ίδια αδιέξοδη πολιτική, που βυθίζει τις οικονομίες σε ύφεση και τους λαούς σε κατάθλιψη; I-Reporter
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Apple: Πτώση κερδών για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ