2013-04-27 22:42:04
Τον τελευταίο καιρό, και ειδικά μετά την εφαρμογή των πρώτων μνημονίων, εμφανίστηκε -κυρίως στο διαδίκτυο- μια κίνηση για αναψηλάφηση της υποθέσεως των γερμανικών αποζημιώσεων.
Συγκεκριμένα τέθηκε το θέμα τόσο των σφαγών και καταστροφών που διέπραξαν οι Ναζί κατακτητές, όσο και το θέμα του κατοχικού δανείου, το οποίο χορηγήθηκε στους Γερμανούς με ληστρικούς όρους από την δοτή κυβέρνηση Τσολάκογλου. Με μια πρώτη ματιά και γνωρίζοντας ότι υφίστανται όντως στέρεα ιστορικά ερείσματα διεκδικήσεως, το αίτημα φαίνεται όχι μόνο λογικό αλλά και επιβεβλημένο, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Πολιτικά, διότι μια πιθανή νίκη θα δικαίωνε ιστορικά την πατρίδα μας και ενδεχομένως θα βελτίωνε την εικόνα μας μετά από τόσους μήνες ή χρόνια κατασυκοφαντήσεως και διασυρμού. Οικονομικά, διότι θα μπορούσαμε, μετά από μια δικαστική δικαίωση, να συμψηφίσουμε το χρέος μας με τα επιδικασθέντα και να γλυτώσουμε μεγάλο μέρος των θυσιών που απαιτούνται, δίνοντας ελπίδα στην πατρίδα να ανακάμψει διά της αναπτύξεως. Επιχειρήματα λογικοφανή, είναι όμως έτσι;
Ένας προσεκτικός παρατηρητής του παγκοσμίου γίγνεσθαι θα μπορούσε πολύ εύκολα να επιβεβαιώσει ότι η διεθνής δικαιοσύνη δεν είναι και τόσο… τυφλή. Σε μεγάλο βαθμό οι αποφάσεις του διεθνούς δικαστηρίου ή άλλων που εκδικάζουν υποθέσεις διεθνούς εμβελείας επηρεάζονται από τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, από το γεωπολιτικό status quo. Με άλλα λόγια παίζει τεράστιο ρόλο η θέση και η κατάσταση των αντιδίκων, καθώς και οι παράπλευρες επιπτώσεις της ίδιας της αποφάσεως (για να αφήσουμε απ᾿ έξω το παρασκήνιο).
Κινούμενοι μέσα στο ίδιο σκεπτικό, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι βασική αρχή της τεχνικής / θεωρίας των διαπραγματεύσεων είναι ότι αυτές ξεκινούν μόνο όταν έχει κανείς εξασφαλίσει την καλύτερη, την μέγιστη διαπραγματευτική του ικανότητα. Σε κάθε άλλη περίπτωση κινείται μειοδοτικά ως προς το επιθυμητό αποτέλεσμα, πολλώ δε μάλλον όταν η διαπραγματευτική του ισχύς βρίσκεται στο ναδίρ.
Τα τελευταία τρία χρόνια η πατρίδα μας διασύρθηκε διεθνώς κατά τρόπο σκαιό, με αποτέλεσμα ο Έλληνας να έχει ταυτιστεί με τον τεμπέλη και τον χαραμοφάη. Ως χώρα έχουμε υπαχθεί σε σφιχτή κηδεμονία με απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας σε πολλά επίπεδα. Στα πλαίσια λοιπόν αυτά, δεν φαίνεται και πολύ σώφρων η απόφαση να ανακινηθεί το θέμα των αποζημιώσεων στην παρούσα φάση. Μια τέτοια κίνηση σε πολιτικό / επικοινωνιακό επίπεδο πιθανώς να ερμηνευθεί ως η εύκολη διαφυγή του τεμπέλη από τις υποχρεώσεις του, πράγμα που θα σκιάσει τόσο μια πιθανή νίκη όσο και τη θυσία των προγόνων μας. Επίσης, με βάση τα προαναφερθέντα, τα αποτελέσματα της δίκης πολύ πιθανόν να μην είναι τα επιθυμητά και οι ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις μιας κηδεμονευόμενης κυβέρνησης με τους κηδεμόνες της είναι πασιφανές ότι θα οδηγήσουν σε εθνική ήττα. Ουσιαστικά, οποιαδήποτε κυβερνητική παράταξη επιλέξει να θέσει το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, θα καταφέρει δύο μόνο πράγματα: α) την προσωρινή άνοδο των δημοσκοπήσεών της και β) το “κάψιμο του χαρτιού”, δηλαδή το κλείσιμο της υποθέσεως χωρίς να έχουμε κερδίσει κάτι το ουσιαστικό.
Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν η πατρίδα ανέκαμπτε διαψεύδοντας όλες τις Κασσάνδρες και μετά αναψηλαφούσε την υπόθεση με άλλη διεθνή εικόνα και ορμή, εκείνη του αδικημένου ο οποίος όμως, παρά ταύτα, ανέκαμψε. Ποιος θα αμφισβητούσε τότε την διαπραγματευτική μας δύναμη; Μήπως λοιπόν να το σκεφτούμε λιγάκι καλύτερα;
http://koinonikianatoli.wordpress.com
Συγκεκριμένα τέθηκε το θέμα τόσο των σφαγών και καταστροφών που διέπραξαν οι Ναζί κατακτητές, όσο και το θέμα του κατοχικού δανείου, το οποίο χορηγήθηκε στους Γερμανούς με ληστρικούς όρους από την δοτή κυβέρνηση Τσολάκογλου. Με μια πρώτη ματιά και γνωρίζοντας ότι υφίστανται όντως στέρεα ιστορικά ερείσματα διεκδικήσεως, το αίτημα φαίνεται όχι μόνο λογικό αλλά και επιβεβλημένο, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Πολιτικά, διότι μια πιθανή νίκη θα δικαίωνε ιστορικά την πατρίδα μας και ενδεχομένως θα βελτίωνε την εικόνα μας μετά από τόσους μήνες ή χρόνια κατασυκοφαντήσεως και διασυρμού. Οικονομικά, διότι θα μπορούσαμε, μετά από μια δικαστική δικαίωση, να συμψηφίσουμε το χρέος μας με τα επιδικασθέντα και να γλυτώσουμε μεγάλο μέρος των θυσιών που απαιτούνται, δίνοντας ελπίδα στην πατρίδα να ανακάμψει διά της αναπτύξεως. Επιχειρήματα λογικοφανή, είναι όμως έτσι;
Ένας προσεκτικός παρατηρητής του παγκοσμίου γίγνεσθαι θα μπορούσε πολύ εύκολα να επιβεβαιώσει ότι η διεθνής δικαιοσύνη δεν είναι και τόσο… τυφλή. Σε μεγάλο βαθμό οι αποφάσεις του διεθνούς δικαστηρίου ή άλλων που εκδικάζουν υποθέσεις διεθνούς εμβελείας επηρεάζονται από τον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, από το γεωπολιτικό status quo. Με άλλα λόγια παίζει τεράστιο ρόλο η θέση και η κατάσταση των αντιδίκων, καθώς και οι παράπλευρες επιπτώσεις της ίδιας της αποφάσεως (για να αφήσουμε απ᾿ έξω το παρασκήνιο).
Κινούμενοι μέσα στο ίδιο σκεπτικό, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι βασική αρχή της τεχνικής / θεωρίας των διαπραγματεύσεων είναι ότι αυτές ξεκινούν μόνο όταν έχει κανείς εξασφαλίσει την καλύτερη, την μέγιστη διαπραγματευτική του ικανότητα. Σε κάθε άλλη περίπτωση κινείται μειοδοτικά ως προς το επιθυμητό αποτέλεσμα, πολλώ δε μάλλον όταν η διαπραγματευτική του ισχύς βρίσκεται στο ναδίρ.
Τα τελευταία τρία χρόνια η πατρίδα μας διασύρθηκε διεθνώς κατά τρόπο σκαιό, με αποτέλεσμα ο Έλληνας να έχει ταυτιστεί με τον τεμπέλη και τον χαραμοφάη. Ως χώρα έχουμε υπαχθεί σε σφιχτή κηδεμονία με απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας σε πολλά επίπεδα. Στα πλαίσια λοιπόν αυτά, δεν φαίνεται και πολύ σώφρων η απόφαση να ανακινηθεί το θέμα των αποζημιώσεων στην παρούσα φάση. Μια τέτοια κίνηση σε πολιτικό / επικοινωνιακό επίπεδο πιθανώς να ερμηνευθεί ως η εύκολη διαφυγή του τεμπέλη από τις υποχρεώσεις του, πράγμα που θα σκιάσει τόσο μια πιθανή νίκη όσο και τη θυσία των προγόνων μας. Επίσης, με βάση τα προαναφερθέντα, τα αποτελέσματα της δίκης πολύ πιθανόν να μην είναι τα επιθυμητά και οι ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις μιας κηδεμονευόμενης κυβέρνησης με τους κηδεμόνες της είναι πασιφανές ότι θα οδηγήσουν σε εθνική ήττα. Ουσιαστικά, οποιαδήποτε κυβερνητική παράταξη επιλέξει να θέσει το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, θα καταφέρει δύο μόνο πράγματα: α) την προσωρινή άνοδο των δημοσκοπήσεών της και β) το “κάψιμο του χαρτιού”, δηλαδή το κλείσιμο της υποθέσεως χωρίς να έχουμε κερδίσει κάτι το ουσιαστικό.
Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν η πατρίδα ανέκαμπτε διαψεύδοντας όλες τις Κασσάνδρες και μετά αναψηλαφούσε την υπόθεση με άλλη διεθνή εικόνα και ορμή, εκείνη του αδικημένου ο οποίος όμως, παρά ταύτα, ανέκαμψε. Ποιος θα αμφισβητούσε τότε την διαπραγματευτική μας δύναμη; Μήπως λοιπόν να το σκεφτούμε λιγάκι καλύτερα;
http://koinonikianatoli.wordpress.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στον τελικό ο Αστέρας Τρίπολης για πρώτη φορά στην ιστορία του
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ