2013-05-09 12:22:02
του Μανόλη Παντινάκη
Όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα πέρασε στη νομιμότητα, τότε «εν μέρει» ανάπνευσαν και οι «Μπολσεβίκοι» των Μελάμπων. Γιατί και τότε βρίσκονταν υπό τη στενή παρακολούθηση και κάθε τους κίνηση, ενάντια στα χρηστά ήθη «φόρτωνε» τους φακέλους τους.
Νωρίτερα οκτώ χρόνια, όταν οι στρατιωτικοί δικτάτορες κατέλυσαν το πολίτευμα, ένας άνθρωπος έσπευσε το ξημέρωμα της 22 Απριλίου του 1967, στο σπίτι συγχωριανού του που διέθετε φορτηγό και τον διέταξε:«Σήκω να φορτώσομε πενήντα γαϊδούρια να τα πάμε στο Ρέθυμνο!»
Αυτά «τα πενήντα γαϊδούρια», δημοκρατικοί κάτοικοι με το… στίγμα της ιδεολογίας της Αριστεράς, «φορτώθηκαν» σαν τα παρακατιανά ζώα κι έφτασαν στην πόλη, στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής εκστρατείας, για να δηλώσουν μεταμέλεια, ώστε να αποκτήσουν και πάλι τις ελευθερίες τους.
Στο χώρο συγκέντρωσής τους από την πρώτη στιγμή κάθε χωροφύλακας περνούσε από μπροστά τους, έβριζε χυδαία και χτυπούσε τους… «βδελυρούς κομμουνιστάς» μέχρι που ένας από αυτούς, ο Όθωνας Κουτσαυτάκης δεν μπόρεσε να κρατηθεί στο ραβδούχο του και του είπε: «Σήμερα δέρνεις εσύ εμένα, αλλά αύριο μπορεί εσένα να σε δέρνει το παιδί σου…»
Το μετεμφυλιακό περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν «οι είκοσι δοσίλογοι», ξετίναζε τους δυο χιλιάδες κατοίκους, που «τρώγονταν» από ένα παρατεταμένο «αχ», μέσα στην ωδίνη, την πείνα και τη μιζέρια. Οι μετρημένοι προύχοντες, αντιμετώπιζαν τους εγχώριους, που σχεδόν στην ολότητά τους ήταν βοσκοί και αγρότες, ως δουλικά και μένει στην ιστορία ο περιφρονητικός τρόπος που υποδέχτηκε μεγαλοπαραγωγός λαδιού μια από τις πολλές μαζώχτρες που είχε, όταν τον επισκέφτηκε την Πρωτοχρονιά για να του ευχηθεί. Απευθυνόμενος στη γυναίκα του, λοιπόν, τη διέταξε: «…. δώσε ένα ολόκληρο μανταρίνι στην…!»
Η κοινωνία «δερνόταν» από τις συνθήκες και ένα παιδί στα 13 του χρόνια φόρεσε για πρώτη φορά παπούτσια και μάλιστα… λαστιχένια και για να κρατήσει το λούστρο τους «τα κρατούσε στην κατσούνα» και περπατούσε ξυπόλυτο. Τα λαστιχένια παπούτσια ήταν για την… εκκλησία!
Μεγαλώνοντας, ο πατέρας του, πολυδουλεμένος και με γεμάτο στομάχι με ανέχεια και πόνο, προέτρεψε το γιό του: «Φύγε παιδί μου από αυτό τον καταραμένο τόπο, να πας μακριά για να φας ένα κομμάτι γλυκό ψωμί…»
Και το παιδί έφυγε στα χρόνια της μεγάλης φυγής, από το 1959-1961. Τότε πολλοί ξενιτεύτηκαν στη Γερμανία, την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, για να βρουν το «γλυκό ψωμί».
Και άλλοι βρήκαν γωνιά για να εγκατασταθούν στην Αθήνα, το Ηράκλειο, τη Θεσσαλονίκη, το Ρέθυμνο. Όμως, ότι κι αν βρήκαν στην ξενιτειά, στο λογισμό τους παραμένει η νοσταλγία της γης, οι εικόνες στα σοκάκια με τα καλντερίμια, η φρικτή ζωή που γίνονταν μαντινάδα:
Μη μου ξεχνάς το παρελθόν
άφηστο να κοιμάται,
γιατί πονεί πολύ η καρδιά
όταν παλιά θυμάται.
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ
Και μέσα στο κλίμα των πολλών δεινών που γίνονταν γιορτή και παρέα στου χωριό,και οι μαθητές της Γ’ και Ε’ τάξης του δημοτικού σχολείου Μελάμπων το σχολικό χρόνο 1968-69 με τον δάσκαλο Μιχάλη Τρουλλινό, παίρνουν τις θέσεις τους στα σκαλοπάτια για την αναμνηστική φωτογραφία της χρονιάς.
Το 1963, ίσως και πενήντα άνθρωποι που πολέμησαν το Γερμανό, για… ανάνηψη, έγιναν τρόφιμοι στη Μακρόνησο και τους άλλους τόπους εξορίας και οι ίδιοι τέσσερα χρόνια αργότερα κυνηγήθηκαν και μπήκαν ξανά στις φυλακές από το τυραννικό καθεστώς των συνταγματαρχών.
Η φτώχεια, οι πόνοι και οι καημοί στο κεφαλοχώρι με τις μεγάλες φαμίλιες, δονούνταν σε κάθε νοικοκυριό. Τα σπίτια, στα δύσκολα χρόνια της πενίας, με λεπίδα στη σκεπή και λεπίδα στο πάτωμα, δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα νερά του χειμώνα και τότε επιστρατευόταν κάθε χρήσιμο μέσο για να συγκεντρώνει το νερό ακόμη και δίπλα στα κρεβάτια! Μια κατάσταση θλιβερή που μένει ως τα σήμερα…
Όλες αυτές οι συνθήκες, σχεδόν κάθε βράδυ γίνονταν τραγούδι, παρέα και χαρά από τους δεκάδες λαϊκούς λυράρηδες σε μια κοινωνία που «εκ φύσεως» ο πόνος και η ανέχεια μεταλλάσσονταν σε ευφροσύνη στα καλντερίμια των στενών δρόμων του χωριού.
Μια παρέα του χωριού τη δεκαετία του ’60. Οι τρεις της πρώτης σειράς είναι οι Ανδρέας Βεργαδής, Μιχάλης Μαργαρίτης και Γιώργης Βασιλάκης και όρθιοι από αριστερά οι: Δημοσθένης Τρουλλινός, Βαγγέλης Τζανακάκης, Μανώλης Νικάκης, Κώστας Φωτάκης, Γιάννης Τυροκομάκης, Γιώργης Δουκάκης, Χαράλαμπος Φραντζεσκάκης και Νίκος Κυριακάκης ή Φλιτζάνης.
Το MadeinCreta, τιμώντας τον αγώνα ζωής των μετεμφυλιακών γενεών που «δάμασαν» τις σκληρές συνθήκες για να σταθούν ξανά όρθιες, δημοσιεύει σήμερα φωτογραφικό υλικό από εκείνες τις δεκαετίες στις Μέλαμπες.
Υλικό, επίκαιρο στους καιρούς μας και χρήσιμο για τις γενιές που έπεσαν ξαφνικά στη νέα κατοχή με εντολείς άλλους δυνάστες και εντολοδόχους, δυστυχώς, υποτακτικούς τους στην Ελλάδα…
madeincreta.gr
Όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα πέρασε στη νομιμότητα, τότε «εν μέρει» ανάπνευσαν και οι «Μπολσεβίκοι» των Μελάμπων. Γιατί και τότε βρίσκονταν υπό τη στενή παρακολούθηση και κάθε τους κίνηση, ενάντια στα χρηστά ήθη «φόρτωνε» τους φακέλους τους.
Νωρίτερα οκτώ χρόνια, όταν οι στρατιωτικοί δικτάτορες κατέλυσαν το πολίτευμα, ένας άνθρωπος έσπευσε το ξημέρωμα της 22 Απριλίου του 1967, στο σπίτι συγχωριανού του που διέθετε φορτηγό και τον διέταξε:«Σήκω να φορτώσομε πενήντα γαϊδούρια να τα πάμε στο Ρέθυμνο!»
Αυτά «τα πενήντα γαϊδούρια», δημοκρατικοί κάτοικοι με το… στίγμα της ιδεολογίας της Αριστεράς, «φορτώθηκαν» σαν τα παρακατιανά ζώα κι έφτασαν στην πόλη, στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής εκστρατείας, για να δηλώσουν μεταμέλεια, ώστε να αποκτήσουν και πάλι τις ελευθερίες τους.
Στο χώρο συγκέντρωσής τους από την πρώτη στιγμή κάθε χωροφύλακας περνούσε από μπροστά τους, έβριζε χυδαία και χτυπούσε τους… «βδελυρούς κομμουνιστάς» μέχρι που ένας από αυτούς, ο Όθωνας Κουτσαυτάκης δεν μπόρεσε να κρατηθεί στο ραβδούχο του και του είπε: «Σήμερα δέρνεις εσύ εμένα, αλλά αύριο μπορεί εσένα να σε δέρνει το παιδί σου…»
Το μετεμφυλιακό περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν «οι είκοσι δοσίλογοι», ξετίναζε τους δυο χιλιάδες κατοίκους, που «τρώγονταν» από ένα παρατεταμένο «αχ», μέσα στην ωδίνη, την πείνα και τη μιζέρια. Οι μετρημένοι προύχοντες, αντιμετώπιζαν τους εγχώριους, που σχεδόν στην ολότητά τους ήταν βοσκοί και αγρότες, ως δουλικά και μένει στην ιστορία ο περιφρονητικός τρόπος που υποδέχτηκε μεγαλοπαραγωγός λαδιού μια από τις πολλές μαζώχτρες που είχε, όταν τον επισκέφτηκε την Πρωτοχρονιά για να του ευχηθεί. Απευθυνόμενος στη γυναίκα του, λοιπόν, τη διέταξε: «…. δώσε ένα ολόκληρο μανταρίνι στην…!»
Η κοινωνία «δερνόταν» από τις συνθήκες και ένα παιδί στα 13 του χρόνια φόρεσε για πρώτη φορά παπούτσια και μάλιστα… λαστιχένια και για να κρατήσει το λούστρο τους «τα κρατούσε στην κατσούνα» και περπατούσε ξυπόλυτο. Τα λαστιχένια παπούτσια ήταν για την… εκκλησία!
Μεγαλώνοντας, ο πατέρας του, πολυδουλεμένος και με γεμάτο στομάχι με ανέχεια και πόνο, προέτρεψε το γιό του: «Φύγε παιδί μου από αυτό τον καταραμένο τόπο, να πας μακριά για να φας ένα κομμάτι γλυκό ψωμί…»
Και το παιδί έφυγε στα χρόνια της μεγάλης φυγής, από το 1959-1961. Τότε πολλοί ξενιτεύτηκαν στη Γερμανία, την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, για να βρουν το «γλυκό ψωμί».
Και άλλοι βρήκαν γωνιά για να εγκατασταθούν στην Αθήνα, το Ηράκλειο, τη Θεσσαλονίκη, το Ρέθυμνο. Όμως, ότι κι αν βρήκαν στην ξενιτειά, στο λογισμό τους παραμένει η νοσταλγία της γης, οι εικόνες στα σοκάκια με τα καλντερίμια, η φρικτή ζωή που γίνονταν μαντινάδα:
Μη μου ξεχνάς το παρελθόν
άφηστο να κοιμάται,
γιατί πονεί πολύ η καρδιά
όταν παλιά θυμάται.
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ
Και μέσα στο κλίμα των πολλών δεινών που γίνονταν γιορτή και παρέα στου χωριό,και οι μαθητές της Γ’ και Ε’ τάξης του δημοτικού σχολείου Μελάμπων το σχολικό χρόνο 1968-69 με τον δάσκαλο Μιχάλη Τρουλλινό, παίρνουν τις θέσεις τους στα σκαλοπάτια για την αναμνηστική φωτογραφία της χρονιάς.
Το 1963, ίσως και πενήντα άνθρωποι που πολέμησαν το Γερμανό, για… ανάνηψη, έγιναν τρόφιμοι στη Μακρόνησο και τους άλλους τόπους εξορίας και οι ίδιοι τέσσερα χρόνια αργότερα κυνηγήθηκαν και μπήκαν ξανά στις φυλακές από το τυραννικό καθεστώς των συνταγματαρχών.
Η φτώχεια, οι πόνοι και οι καημοί στο κεφαλοχώρι με τις μεγάλες φαμίλιες, δονούνταν σε κάθε νοικοκυριό. Τα σπίτια, στα δύσκολα χρόνια της πενίας, με λεπίδα στη σκεπή και λεπίδα στο πάτωμα, δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα νερά του χειμώνα και τότε επιστρατευόταν κάθε χρήσιμο μέσο για να συγκεντρώνει το νερό ακόμη και δίπλα στα κρεβάτια! Μια κατάσταση θλιβερή που μένει ως τα σήμερα…
Όλες αυτές οι συνθήκες, σχεδόν κάθε βράδυ γίνονταν τραγούδι, παρέα και χαρά από τους δεκάδες λαϊκούς λυράρηδες σε μια κοινωνία που «εκ φύσεως» ο πόνος και η ανέχεια μεταλλάσσονταν σε ευφροσύνη στα καλντερίμια των στενών δρόμων του χωριού.
Μια παρέα του χωριού τη δεκαετία του ’60. Οι τρεις της πρώτης σειράς είναι οι Ανδρέας Βεργαδής, Μιχάλης Μαργαρίτης και Γιώργης Βασιλάκης και όρθιοι από αριστερά οι: Δημοσθένης Τρουλλινός, Βαγγέλης Τζανακάκης, Μανώλης Νικάκης, Κώστας Φωτάκης, Γιάννης Τυροκομάκης, Γιώργης Δουκάκης, Χαράλαμπος Φραντζεσκάκης και Νίκος Κυριακάκης ή Φλιτζάνης.
Το MadeinCreta, τιμώντας τον αγώνα ζωής των μετεμφυλιακών γενεών που «δάμασαν» τις σκληρές συνθήκες για να σταθούν ξανά όρθιες, δημοσιεύει σήμερα φωτογραφικό υλικό από εκείνες τις δεκαετίες στις Μέλαμπες.
Υλικό, επίκαιρο στους καιρούς μας και χρήσιμο για τις γενιές που έπεσαν ξαφνικά στη νέα κατοχή με εντολείς άλλους δυνάστες και εντολοδόχους, δυστυχώς, υποτακτικούς τους στην Ελλάδα…
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
3093 - Γιατί ο Γέροντας Παΐσιος δεν έγινε ιερέας;
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Tρυφερές στιγμές Άκη - Βίκυς στο δικαστήριο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ